ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ
ΤΟΥ ΔΡΕΠΑΝΟΥ ΤΟΥ 2006
Μα τ’ ειν’ αυτό; Τι φώτα ειν’ εκείνα
που όλο το Δρέπανο έτσι λαμπρύνουν;
Τα φωτεινά μην τ’ ουρανού τα κρίνα
στη γη-μαζί μας-ήρθανε να μείνουν;
Μήπως του κόσμου οι καλές νεράϊδες
Άνοιξη μια μες στον Δεκέμβρη εστήσαν
και μ’ όσα μάγια κουβαλούν οι Μάηδες
το θαλερό μ’ αυτά κορμί της ντύσαν;
Ή την ψυχή μας άφωτη θωρώντας
οι αγγέλοι, εβάλθηκαν να φωτίσουν
και στην πεζότη της φτερά φορώντας
ως τα ουράνια να τη σεργιανίσουν;
Δέντρο χρυσό, διαμάντι της Ασίνης,
στην αγκαλιά της δε σε κλείνει η πόλη-
εσύ, και μάς μέσα στο φως σου κλείνεις,
και την πλατεί και την πόλη όλη.
Δέντρο γλυκό, μ’ αγάπες φορτωμένο,
που μόνο βλέποντάς σε η θλίψη σβήνει-
ποτέ για σε, δεντρί φωτολουσμένο,
το Δρέπανο δρεπάνι δε θα γίνει.
Κι όταν τα φώτα σου θα ’ρθει να σβήσουν
και σ’ αποθήκης μιας να μπεις το χώρο
τα δίχτυα της ψυχής μας θα κρατήσουν
όλα όσα έκανες σ’ αυτήνε δώρο:
Το φως μέσα στου κόσμου το σκοτάδι,
την ομορφιά μες στη φριχτή ζωή μας,
στα μάτια μας της θέας σου το χάδι,
τη γλύκα σου που έγινε δική μας.
Φεύγοντας απ΄το Δρέπανο μια μέρα
δε θα θυμάμαι πρόσωπα και δρόμους
παρά τις όσες σκόρπαες στον αγέρα
ελπίδες που όλους έδιωχναν τους τρόμους.
Και σαν κοιλιά θα σε θυμάμαι εγκύου
που δυο παιδιά εντός της εκυοφόρει-
σαν κόρη την Ιδέα του Τελείου
και του Αεί το Πνεύμα σαν αγόρι.
(...Δε θέλω να τελειώσει αυτό το ποίημα.
Φοβάμαι η μαγεία πως θα διαλύσει
κι εγώ θα μπω και πάλι μες στο μνήμα
Και η ταφόπετρα πάλι θα κλείσει...)