ΣΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΑΤΕΡΑ, ΤΟΝ ΑΓΙΟ "ΠΑΠΑ-ΡΕΛΟ"
(Ο παπα-Ρέλλος. Ήταν ιερέας στο Λος Άντζελες.)
Πάτερ, εκεί που κάθομαι λέω καμμιά φορά
πόσο θα ήταν πιό καλές πάνω στη γη οι μέρες-
προς το καλό πόσο τρανή θάταν η διαφορά
όπως εσύ αν ήτανε της Γης ολοι οι πατέρες.
Ομως οι στίχοι μου αυτοί, πάτερ, οι φτωχικοί
για σένα θα μιλήσουνε-δε γράφτηκαν για κείνους
για τη λιακάδα γράφτηκαν κι όχι για τη βροχή
εγράφτηκαν για Καίσαρες κι όχι για Κυμβελίνους.
Όση χαρά στη σκέψη μου κι όση μες στην ψυχή
φως και γαλήνη μου ’φερε το συναπάντημά σου
θέλω ετούτο το χαρτί να έρθει να στο πει
αφού δεν είναι μπορετό να ’μαι συχνά κοντά σου.
Ότι μιλούν θέλω να πω αλήθεια όσοι θα πουν
άνθρωποι πως υπάρχουνε πάνω στη γη που ό,τι
άλλοι κακό τους κάνανε, αυτοί τους συγχωρούν
όσο πικρό κι αν ήτανε το που ήπιαν καταπότι.
Θέλω να πω πως βρίσκεται πάνω εδώ, στη γη,
ο ουράνιος, ο χιλιόμορφος κήπος του Παραδείσου
και ότι η στράτα που άσφαλτα σε κείνον οδηγεί
είναι αυτή που τράβηξε, πάτερ, εσέ η ζωή σου.
Η στράτα όπου σ’ έφερε σ’ αυτό που οι άλλοι εμείς
καλά καλά δεν ξέρουμε ούτε και αν υπάρχει
(Κι αν μας το δείξει κάποτε η λάμψη μιας στιγμής
Ψηλοί μας το σκεπάζουνε για χρόνια πάλι βράχοι.)
Είναι η αθωότη σου πάτερ το μυστικό;
Είναι η καλοσυνη σου; Ειν’ η ευγένειά σου;
Το θάμασμα στα μάτια σου που ’χεις το παιδικό;
Η αληθινή ταπείνωση που κλεις μες στην καρδιά σου;
Άραγε τι απ’ ολ’ αυτά (η όλα είναι μαζί;)
Μες σ’ έχει στης αγνότητας το περιβόλι μπάσει;
Ή μήπως μες στη σάρκα σου το πνεύμα ξαναζεί
του Αδάμ του θεοκάμωτου το μήλο πριν δαγκάσει;
Ο,τι κι αν είναι πάτερ μου που σ’ έχει φέρει εδώ
ευλαβικά μπροστά σ' αυτό κλίνουμε εμείς το γόνα.
Κι αν σου οδόθει μόνο του το δόσιμο ιερό.
Με αγώνα κι αν τ’ απόχτησες τιμούμε τον αγώνα.
Γιατί στον τόπο αυτόν εδώ, σε τούτη τη μικρή
κοιλάδα που λυμαίνονται λογής λογής κανάγιες
μία γλυκιά παρηγοριά στη ζωή μας την πικρή
είναι οι λέξεις σου οι σοφές-οι φράσεις σου οι άγιες.
Πράος και γλυκομίλητος, βαθύνους και απλός
κόσμιος, καλότροπος, μεστός σεμνότητος κι ελέους
στέκεις αγγελοφάνταχτος στα μάτια μας εμπρός
ελπίδα για τους γέροντες και φάρος για τους νέους.
Πάτερ και δίχως εκκλησιά εσύ ιερουργείς.
Και για να κάνεις αγιασμό δε θέλεις πετραχήλι.
Κήρυγμα ο κάθε λόγος σου αγάπης και στοργής.
Μέλι τα λόγια βγαίνουνε από τα δυο σου χείλη.
Και μας πηγαίνει ο λόγος σου σε μυστικούς ναούς
που μέσα τους αργόσχολα θεών πλανιούνται ασκέρια.
Κι εν’ αργαστήρι βλέπουμε απάνω απ’ τους Θεούς.
Και μέσα του τον άνθρωπο με τον πηλό στα χέρια.
Μια δύναμη πρωτόγνωρη το νου μας πλημμυρά
κι ούτε ο θόλος τ’ ουρανού δε συγκρατεί το μάτι:
της λευτεριάς βλέπει μακριά την τρομερή πυρά
και το σε κείνην που οδηγεί δύσβατο μονοπάτι.
Και πέρα, πίσω απ’ την πυρά, η Πύλη η Νοητή
Που μον’ η υποψία της μεθάει την ψυχή μας-
Που επάξιο έχει κάτοικο το Μέγα-ν-Αρνητή-
Που φτάσιμό της ο σκοπός κι η ουσία της ζωής μας.
Η μετριοφροσύνη σου ίσως εξεγερθεί
κι ίσως το μέτρο να ειπείς πως έχω ξεπεράσει.
Μα ξέρει όποιος γύρω σου για λίγο έστω βρεθεί
υπερβολής τα λόγια μου έτι δεν έχουν τάση.
Αρκεί κανείς τη θέληση να έχει να δεχτεί.
Κοντά σου, άλλο, σα βρεθεί, δε χρειάζεται να ψάξει.
Θα έχει βρεί στον πάγκο σου πραμμάτια εκλεκτή.
Αρκεί κανείς να ’χει φτερά-κοντά σου θα πετάξει.
Είδωλα πάτερ στήνουνε, άλλοι, απατηλά
κι υποχρεώνονται οι πιστοί κι άκοντες προσκυνάνε.
Μα μ’ ο,τι έχουν λεύτερο-κοίτα-ψυχή, καρδιά
εσένα συντροφεύουνε-εσένα ακολουθάνε.
Όσα εσύ απλόχερα δοσίματα σκορπάς
και όσα κάνεις θάματα, πάτερ, δεν έχουν τέλος.
Κι αν του παπά τα μαύρα πια τα ράσα δε φοράς
για μας θα είσαι πάντοτε ο άγιος παπα-Ρέλος.