O ΑΓΓΕΛΟΣ
Πέρασαν χρόνια χρόνια κι αλλα χρόνια.
Και ο Άγγελος ήρθε
Με τα τεράστια κρυστάλλινα φτερά του
Όπως περνάει την άλλη μέρα ο γιατρός να δει τοn άρρωστο.
Κι αλαφροπέταγε κάτω απ’ τα
σύννεφα.
Πρώτος τον άγγελο τον είδε ο γεωργός.
Κι έτρεξε και το μήνυσε στην πόλη.
Βγήκανε όλοι από τα σπίτια τους και ξεχυθήκανε στους δρόμους.
Η αστυνομία τα ’χε χαμένα.
Η τάξη είχε διασαλευτεί.
Και "Ήρθε.Δε μάς
ξέχασε", ακουγες,
Η: "Δεν τον περίμενα έτσι. Πολύ απόμακρος".
Οταν κι o τελευταίος πολίτης βγήκε έξω, ο Άγγελος εστάθηκε.
Και φαίνονταν το στόμα του το διάφανο που ανοιγόκλεινε
καθώς μιλούσε.
Και είπε:
«Και μεις ακόμα νιώθουμε χαρά
όταν το δημιούργημά μας προοδεύει"·
Και ακουγόταν η φωνή του αντηχώντας στον ουράνιο θόλο.
«Χτες ακόμα σας εγέννησε ο νους μου
πάνω στην πέτρα που επέταξα φηλά
παίζοντας,
στην αυλή μου.
Και σκέφτηκα και γίναν ζώα και φυτά,
ψάρια και
σαύρες, πρόβατα κι
ελέφαντες.
Και βρύα και πεύκα και μηλιές και κρίνα.
Και επειδή νου ο νους δεν γίνεται να
πλάσει
και επειδή έπρεπε να τρώτε
είπα να τρώνε τα φυτά το χώμα και τα ζώα τα φυτά.
Και σαν ανάμνηοη και σαν σφραγίδα
της πράξης και της εξουσίας μου
έβαλα, μοναχά σε σας απ’ όλα μυαλό,
έτσι που ό,τι αυτό γεννά, λιγο να μοιάζει,
σε εμένα που σας
έφτιαξα.
Κι αν κάπου η ουσία σας η γήινη
βοήθεια θέλει, να ’χετε το νου βοηθό σας
και να μην
τρέχετε να βρείτε αλλού ό,τι σας λείπει.
Και επειή μη όντας νους ήσαστε στο σκοτάδι
Τον ήλιο έφτιαξα να σας φωτά.
Και για να υποψιαζόσαστε το μεγαλείο
έβαλα πανω σας τ’ αστέρια,
στη φούχτα πιάνοντάς μου και πετώντας
λίγην άμμο
με το φλογινο του πάθους μου το χέρι»
«Σε μας τους Άγγελους κάποιες
φορές αρέσει το παιχνίδι».
Και γέλασε. Κι ένα αντιβούισμα
γλυκόηχο
τ’ αυτιά
έτερπε των
ανθρώπων
"Και χαίρομαι να βλέπω ότι παίζετε κι εσείς
παιδιά και σεις δικά μου ευτυχισμένα.
Σπιτάκια χτίζετε
τραινάκια φτιάχνετε
αεροπλανάκια
ζώα μεγαλώνετε
ώστε να μην
κοπιάζετε να κυνηγάτε.
Βλέπω καλά χρησιμοποιήσατε το νου σας-
Μικροί άγγελοι κι εσείς ευτυχισμένοι».
Και τα κρυστάλλινα τρεμίσανε φτερά, καθώς τοιμάζονταν και πάλι να πετάξουν.
"Παίξτε λοιπόν παιχνίδια μου αγαπητά.
Ζήστε τη λίγη σας ζωή.
Γελάστε.
Χαρείτε.
Ο ήλιος
άσβηστος πάντοτε θα ’ναι.
Κι έχει στροφές η πέτρα μου πολλές να πάρει ακόμα.
Τόσες, που
φορές πολλές
θα ξαναγίνουν τα ίδια και τα ίδια παλι,
που τόσο βαρετά θα σας φανούν στο τέλος
που θα πείτε:
"Ω! Νου Δημιουργέ μας-Αγγελέ μας. Πάρε τη σκέψη σου από μας.
Να σβήσουμε…να
πάμε…να χαθούμε…"
Παίξτε Χαρείτε·
Και τη μορφή μου όταν σμικρύνοντας ξανάρθω-
Αύριο,
Μεθαύριο, σαν το θελήσω-
εύχομαι ίδια ευτυχισμένα να σας βρω".
Και τα φτερά ανασκώθηκαν·
Μυριόστομη ακούστη τότε η κραυγή απ’ το πλήθος:
«Μη φεύγεις. Όχι. Στάσου. Σε χρειαζόμαστε·"
Στάθηκε·
"Με χρειαζόσαστε; Τί θέλετε από μένα; Κάτι δεν σας έδωσα;"
"Λυπήσου μας-πεινάμε".
"Πεινάτε; Αφθονη η τροφή·
Ποιά ζώα απ’ τα παιχνίδια μου είναι
που κάνουν κάτι που εγώ δεν σκέφτηκα-
που σας
στερούνε την τροφή;»
"Δεν είναι άλλα ζώα μ’ άλλοι άνθρωποι.·
"Ανθρωποι παίρνουν την τροφή τ’ ανθρώπου; Ποιοι; Εξηγήστε
μου.»
"Οι πλούσιοι"·
"Τ’ είναι πλούσιοι;"
"Εκείνοι που έχουνε το
χρήμα".
"Και τ’ είναι χρήμα;"
«Μέσο ανταλλαγής στην αγορά των αγαθών
και στο πούλημά
τους"·
"Γιατί θα πρέπει ν’ αγοράζετε και να πουλάτε;
Δεν εμπορούσατε να τρώτε φρούτα;
Ζώα να σκοτώνετε;
Η' απ’ τη γη να μασουλάτε ρίζες;"
"Μας είπαν πως το εμπόριο είναι πρόοόος·
Μας το ’παν όσοι να πουλήσουν είχαν.
Αυτοί που φτιάξανε το χρήμα.
Oι πλούσιοι.
Αυτοί είναι που μας κλέβουν το φαΐ μας και πεινάμε»
"Χέρια σας έδωσα· Σκοτώστε τους πλούσιους".
"Εχουν τα όπλα. Είναι oι δυνατοί. Θ’αντισταθούνε.»
"Σκοτώστε τους πλούσιους. Το αίμα τους χύστε".
«Εχουν λακέδες. Μπράβους πουλημένους. Θα μας πολεμήσουν.”
"Χύστε το αίμα-το αίμα των πλούσιων!»
Κι ο αγέρας γύρω αντιβούιζε
Πηγαίνοντας και φέρνοντας τα λόγια.
"Θα πέσουνε
πολλά κορμιά. Θ’ αποδεκατιστούμε"
«Το αίμα χύστε-το αίμα των πλούσιων!»
"Θρήνους και
γόους θα γεμίσει η γη.»
«Αφανίστε τους! Μη μείνει ουτ’ ένας! Ουτ’ ένας! Ουτ’ ένας! Αίμα! Αίμα! Αίμα!"·
«Μας λένε πως αυτό είναι ισότητα"· !
«Αίμα! Αίμα! Αίμα!»
«Μας λένε πως αυτό ειν' ελευθερία"
"Αίμα! Αίμα! Αίμα!"
"Μας λένε πως αυτό είναι Δικιοσύνη»
"Αίμα! Αίμα! Αίμα!"
Ακούγοντας αυτά oι πλούσιοι
διατάξανε τους
χωροφύλακες ν’ανοίξουν τα μεγάφωνα ως το τέρμα
τα λόγια να σκεπάσουν του Άγγελου.
Και λέγανε: "Κλείστε τ’ αυτιά σας. Δεν είναι αυτός ο Άγγελος.
Διαλυθείτε"
Μα τότε η φωνή του Αγγέλου τρομερή
εγίνη,
που οι φτωχοί εχαίρονταν ν’ ακούνε
Και κατατρόμαζε τους μισητούς.
Και φύγαν ολοι να κρυφτούν
(πού να
κρυφτούν από τον Άγγελο…)
Και χώθηκαν στα σπίτια τους
σαν κιόλας να ’βλεπαν το
αίμα τους-άλλη του άγγελου φωνή-
να τους
πνίγει.
"Χέρια σάς έδωσα- Αίμα! Σκοτώστε τους πλούσιους! Αφανίστε τους από τη γη!
Εγώ σάς έπλασα για να ευτυχείτε!"·
"Αγγελε, μας λες να βάψουμε τα χέρια μας στο αίμα;"
"Σας λέω τον μόνο δρόμο για την ευτυχία σας. Σάς ζητώ, παιδιά μου εσείς,
παιδιά μου να σκοτώστε-και ρωτάτε ακόμα;
Βλέπω μαχαίρια έχετε που κόβετε φωμί.
Αδράξτε τα και κόψτε το λαιμό κείνων που σάς το παίρνουν.
Τη σωτηρία σας φέρνω: Μαχαίρι στους πλούσιους!
Τους είδατε
πώς κρύφτηκαν·
Εσάς φοβήθηκαν.
Όχι εμένα.
Εμπρός! Ουτ’ ένας να
μη μείνει!
Θέλω στα
χέρια σας να δω μαχαίρια!"
Και γέμισαν τα χέρια τους μαχαίρια κι η ματιά τους θάνατο.
Κι ένας κουτός φτωχός, σήκωσε τη φωνή του:
"To ψέμα και το άδικο να βλέπω δεν μπορώ. Άγγελε,
σε κοροΐδεύουν όλοι αυτοί.
Ψωμί όλοι έχουμε να φάμε.
Μάς λείπει
μόνον η χαρά".
Κι ακούστηκε για τελευταία φορά η φωνή του Αγγέλου:
«Το πρώτο το λαρύγγι που θα κόψτε
Του άμυαλου αυτού θέλω να είναι».
Κι ως να το πει, εκόπη το λαρύγγι·
Κατόπι ολ’ οι φτωχοί κινήσαν για των πλούσιων τα σπίτια.
Ψηλά
Ο άγγελος
φτερούγισε και χάθηκε αμέσως.
Κανείς δεν το κατάλαβε γιατί ο νους τους όλος
ήταν,
του Άγγελου το θέλω
ακολουθώντας
στα σπίτια να ’μπουν των
πλουσίων.
Και βάδιζαν με βήμα σταθερό
Οπλισμένοι
Και για όλα έτοιμοι.