Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

ΠΤΊΤΣΑ

Και αν ακόμα δεν είχα γνωρίσει την Τιαλίν του “Θανατηφόρου Έλκους”, θα έφτανε η γνώση ότι το πουλί στα βουλγαρικά λέγεται "πτίτσα" για ν’ αγαπήσω τη Βουλγαρία.
Πτίτσα!
Πιο αρμοστό συνδυσμό φωνηέντων και συμφώνων για την απόδοση της έννοιας του πουλιού δεν έχω συναντήσει.
Πτίτσα!
Πρώτο το "πι". Που η ιδέα του μόνο γεμίζει το στόμα σου αέρα, πνοή, που θέλει να βγει, που ζητάει να εκτονωθεί, να φύγει από κει μέσα που είναι κλεισμένη και να πετάξει, να λεφτερωθεί, να πάει πέρα και πάνω και γύρω, όπως το πλασματάκι που η λέξη "πτίτσα" προσδιορίζει.
Θα μπορούσε να μην έχει πουλιά ο κόσμος μας; Όχι. Γιατί τότε τι θα μας χρησίμευε αυτό το όλο ορμή και απαλότητα, δύναμη και γλυκύτητα, πάθος και ηρεμία, θάνατο και ανάσταση, μάζεμα του αέρα πίσω από τα χείλη μας, αν ήτανε μόνο να πούμε “πολιτισμός”, “περνώ”, “παρέα”, “πέτρα”, και όχι για να προσδιορίσουμε κάτι που πππππ-ετάει; Όχι! Κι αν δεν είχαμε πουλιά θα τα είχαμε φανταστεί.
Στα ελληνικά το "πι" του «πουλί», ακολουθείται από ένα "ου", έναν βαρύ δηλαδή και σκληρό φθόγγο, που η άγαρμπη έλξη του καθηλώνει όλα τα γύρω του. Και άραγε και το "πι" και το πουλί μαζί του. Και πώς έτσι το πουλί να πετάξει;
Στο "πτίτσα" όμως, το "πι" όχι μόνο δε δεσμεύεται από κάτι, αλλά η γλώσσα μας ενώνει τις δυνάμεις της με τους μύες των παρειών και των χειλιών που μόλις έχουν κατορθώσει το «πι», για να δώσει στο πουλί, με τον αέρα που εκτοξεύει πραγματώνοντας το "ταύ" μόλις αφού το "πι" έχει βγει από το στόμα, μιαν ακόμα ώθηση, για να το εφοδιάσει με μιαν ακόμα πνοή, με ένα ακόμα φύσημα, σαν όπως πολλές φορές τα μικρά πουλάκια, που διστάζουν να πρωτοπετάξουν εκτός από την προσταγή της Φύσης θέλουν και το σπρώξιμο της μάνας για να το τολμήσουν. Και αυτό το διάστημα ανάμεσα στην εκφορά του "πι" και του "ταύ",αυτή η απειροελάχιστα προσωρινή δέσμευση του «πι» μέχρι να ακουστεί απόκοντα το "ταύ", που επιτείνει την ορμή του "πι" όταν πλέον αυτό πάρει την επίνευση, την επιτακτική αυτή συγκατάβαση του "ταύ" για να υπάρξει και να προχωρήσει, δεν σας φέρνει στο νου το απειροελάχιστο διάστημα που μεσολαβεί από την όλο ετοιμότητα κατάσταση των δρομέων που έχουν κιόλας πάρει τη θέση τους και έχουν κιόλας πια ανακάμψει από την γονυκλινή τους στάση πανέτοιμοι για την εκτίναξή τους, μέχρι τη μπιστολιά του αφέτη, που να! ακούγεται κιόλας;
Και δε σας θυμίζει ίσως την ισχνή άρνηση της γυναίκας πριν, αμέσως μετά, φωνάξει με όλη τη δύναμή του φύλου της το "ναι", κάνοντας έτσι πιο ηδονική την ανεπιφύλακτη πια παράδοσή της;
Να λοιπόν το "πι" και το "ταύ" του "πτίτσα"!
Και ύστερα έρχεται το "γιώτα". Ήδη η συρτή, ευθεία και όσο θέλει να υποθέσει κανείς προεκτεινόμενη γραμμή του, δίνει την εικόνα ενός πετάγματος όσο διαρκούς μπορεί να γίνει. Όπως του τρεξίματος ενός αυτοκινήτου που, αφού πέρασε από την πρώτη και δεύτερη ταχύτητά του, τώρα τρέχει με τετάρτη ή Πέμπτη χωρίς ένοια πια, χωρίς αντιστάσεις. Ή όπως του πετάγματος ενός αεροπλάνου, που αφού απογειώθηκε, ύστερα πετάει για χιλιάδες μίλια, όπως το "πτίτσα" μετά τα "πι" και τα "ταύ" του.
Και o τόνος είναι στο "γιώτα" του "πτίτσα'', που και γλωσσολογικά σημαίνει πως όσο θέλεις το μακραίνεις αυτό το "γιώτα" και μαζί και το πέταγμα του πουλιού. Πέταγμα όλο γλύκα και ομορφιά, πέταγμα πρότυπο κάθε τι που μπορεί να πετάξει, που σημαίνει όλων όσων οι άνθρωποι θέλουνε να τα βλέπουνε ψηλά: ιδανικά, αισθήματα, ονειροπολήσεις, εκλεπτυσμένους έρωτες, σκοπούς που θέτουν στη ζωή τους και μέσα εκπλήρωσής τους...
Και μήπως το "τσα" που κλείνει τη λέξη, είναι άχρωμο;
Μήπως είναι μόνο ένα συμπλήρωμα για να τελειώνουμε και με την έννοια "πουλί";
Όχι. Καθόλου.
Τσ "τσ", δεν είναι το κελάδημα του πουλιού; Δεν είναι το σύμπλεγμα συμφώνων που μας πάει κατευθείαν στα πουλιά; Δεν είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα, η ειδοποιός διαφορά των ανθρωποποιημένων φωνών των διαφόρων ειδών του ζωικού βασιλείου;
To "μιαου"μας παραπέμπει στον γατόκοσμο, το "γα-ου" στον σκυλόκοσμο, το "τσ-ίου" μάς πάει ίσα στον φτερωτό κόσμο των πουλιών. Και στο γραφτό μου αυτό, είναι σαν να θέλει να μας πει: Εϊ! Πάψτε να ονειρεύεστε αεροπλάνα, γυναίκες, δρομείς και αυτοκίνητα. Για μένα-για το πουλί μιλάτε!
Σωστά, και εμένα τουλάχιστον με έκανε να ντραπώ λίγο η αναφορά μου σε μηχανήματα μέσα σε ένα γραφτό μέσα που μιλάει για πουλιά, όμοια όπως θα ένιωθα ντροπή, πολύ μεγαλύτερη μάλιστα, αν έγραφα αριθμούς μέσα σε ποιήματα.
Ως για το "τσα" ολόκληρο πια, τι να έλεγα γι αυτό, αφού το ίδιο αυτό μιλάει μόνο του! Γιατί είναι η κατάληξη πολλών ωραίων πραγμάτων και ανθρώπων, όταν χρησιμοποιείται σαν κατάληξη στα υποκοριστικά τους-και όχι μόνον σε μια γλώσσα. Από ονόματα ωραίων γυναικών που είναι άφθονα (όπως Αθανασίτσα, Ελενίτσα, Γαρουφαλίτσα κλπ),δέντρων (μηλίτσα , πορτοκαλίτσα), χώρων (φωλίτσα, αγκαλίτσα, τρυπίτσα),όρων σχετικών με θερμότητα (φωτίτσα, ζεστίτσα), πραγμάτων διάφορων (θαλασσίτσα, ζακετίτσα). Έτσι το "τσα" και από αυτή την άποψη, μόνον καλά φέρνει στο μυαλό, αφού σε άσχημα πράγματα δεν συνηθίζουμε να δίνουμε υποκοριστικά-ποτέ δε θα λέγαμε ας πούμε την πείνα πεινίτσα, την πανούκλα πανουκλίτσα.
Θα μπορούσε να μου πει κάποιος πως και στην ελληνική λέξη «πτηνό» έχουμε το "πτη".
Ναι, όμως με την μεγάλη καταλυτική διαφορά που κάνουν τον θαυμασμό της βουλγάρικης λέξης αντικειμενικό: ότι το «πτη» στο "πτηνό" δεν τονίζεται. Και ακόμα ότι ακολουθείται από ένα άηχο και άψυχο, από ένα νεκρό κιόλας, τονιζόμενο και γι αυτό τερματικό "νο". Ένα «νό» που δίνει τέλος σε όποια χάρη και ελαφρότητα είχε αφήσει προφερόμενο να δημιουργηθεί το "πτη", ώστε με τη λέξη "πτηνό" να έχεις μπροστά σου ένα ψόφιο πουλί το ολιγότερο (αλήθεια τι δουλειά έχει το "νι" μ' ένα πουλί;)
Τελειώνοντας θέλω να ξεκαθαρίσω πως όταν αναφέρομαι στη λέξη "πτηνό" σε σύγκρισή της με τη λέξη "πτίτσα" δεν κάνω σύγκριση γλωσσών, ώστε να κατακρίνω καμία και να εκθειάζω άλλη. Μια λέξη πήρα που εδόνησε κάποια μέσα μου χορδή κι έγραψα κάποιες αλήθειες γι αυτήν. Ύστερα εσείς που με διαβάζετε καιρό, αφού με δικαιολογείτε όταν υμνώ τα κάλλη μιας γυναίκας, πολύ περισσότερο θα μου δικαιολογήσετε την ενασχόλησή μου με μια έστω μόνο λέξη, τη στιγμή μάλιστα που είναι γνωστό ότι χωρίς τη λέξη (γλώσσα), δε θα υπήρχε ούτε γυναίκα (τίποτα).