ΓΕΝΕΣΗ 24 (57-61)
57 οἱ δὲ εἶπαν· καλέσωμεν τὴν παῖδα καὶ ἐρωτήσωμεν τὸ στόμα αὐτῆς. 58 καὶ ἐκάλεσαν τὴν Ρεβέκκαν καὶ εἶπαν αὐτῇ· πορεύσῃ μετὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; ἡ δὲ εἶπε· πορεύσομαι. …………….61 ἀναστᾶσα δὲ Ρεβέκκα καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς, ἐπέβησαν ἐπὶ τὰς καμήλους καὶ ἐπορεύθησαν μετὰ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀναλαβὼν ὁ παῖς τὴν Ρεβέκκαν ἀπῆλθεν.
ΡΕΒΕΚΚΑ
Ήσουνα λέει δίπλα καθισμένη
Στην όχθη του αφρισμένου του Ευφράτη
Που εκατέβαζε πέτρες και ξύλα.
Και τρέχαν τα κορίτσια και τα παίρναν
Κι ανάμεσα στα στήθη τους τα βάζαν-
Άλλη μια πέτρα, ένα σαπόξυλο άλλη,
Άλλη μια χούφτα λάσπης, κι αυτό ήταν
Γάμου ευτυχία και χαρά για κείνες.
Και συ τις έβλεπες κει καθισμένη
Ατάραχη και ήρεμη, σαν κάτι
Κρυφό να ήξερες που αυτές δεν ξέραν.
Και να! Ο Ευφράτης άνθρωπος εγίνει.
Όμορφος. Πλούσιος. Νέος. Και μπροστά σου
ήρθε και στάθηκε, και δυο διαμάντια
Σου ’βαλε ανάμεσα στα δυο σου στήθη.
Και υστέρα σε πήρε από το χέρι
Και φιλικά κοιτάζοντάς σε, "Πάμε"
Σου είπε, "να ποτίσουμε τον κόσμο".
Και στην βαθιά του εμπήκατε την κοίτη
Και έγινες και συ νερό μαζί του.
Και τώρα ζείδωρο καρπό γεμάτο
Το δρόμο του τραβούσε το ποτάμι.
Αποβραδίς αυτό ήταν τ’ όνειρό σου.
Και την ημέρα έφτασε την άλλη
Ο ανυπόμονος απεσταλμένος.
Και ήθελα να σ’ έβλεπα Ρεβέκκα
Καθώς καβάλα επάνω στην καμήλα
Προς του γαμπρού επήγαινες το σπίτι,
Με το ριχτό μακρύ το φόρεμά σου
Που χρώμα μπλε είχε σπάνιας πορσελάνης
Και με τον άλικο και τον ιώδη
Τον νεανικό τον κεφαλόδεσμό σου.
Χρυσό κολιέ, βραχιόλια, σκουλαρίκια,
Χρυσός και του φορέματος ο γύρος
Που στου λαιμού το ύψος τελειώνει
Με τα κοσμήματα για να ταιριάζει.
Ένα προφίλ ωραίας πατρικίας
Με φρύδια τοξωτά καμπυλωμένα,
Με όλο έκφραση κι ευγένεια μάτια,
Με μια ελαφρά κυρτή όμορφη μύτη,
Κι ένα σφιχτό, όμως αθώο στόμα.
Και ο θεός από ψηλά να βλέπει
Μπροστά στα μάτια του να γίνεται ότι
Αυτός είχε ο ίδιος ετοιμάσει-
Ο θεός ο παντοδύναμος και δίκιος
Που θέλοντας το Ωραίο να μας δείξει
Παιδί του Δύσκολου πως πάντοτε είναι,
Το έθνος για να κάμει το δικό του
Πλήθιο καθώς την άμμο της θαλάσσης
Και άμετρο σαν τ’ ουρανού τ’ αστέρια,
Στείρες εδιάλεξε δύο γυναίκες.
Τάχα θεέ μου είχες μέσα βάλει
Στο μυαλουδάκι της παρθένας κόρης
Μιαν υποψία για το πόσο μέγα
Μέσα της είχε προορισμό κρυμμένο
Η προθυμία της που πράξη εγίνη-
Τον ξένο και τα ζώα του να ποτίσει;
Και πόση στα παρθένα είχε στήθη
Δύναμη μπει από τη δύναμη Σου
Που δίχως φόβο ή δισταγμό κανένα
Τα χείλη την απόφαση δηλώσαν
Που η ψυχή αμέσως είχε πάρει
Σπίτι ευθύς ν’ αφήσει και οικογένεια,
Και, η άβγαλτη ως τότε και παρθένα
Σε ξένη χώρα νια ζωή ν’ αρχίσει;
Κι α! την πορεία να ’βλεπα ποθούσα
Που πήρε η κόρη πάνω στην καμήλα
Οδηγημένη απ’ του θεού τη γνώμη.
Κι α! την πορεία να ’βλεπα ποθούσα
Το γιορτινό που ’κανε καραβάνι,
Που έμβρυο μαζί του κουβαλούσε
Το φωτεινό το μέλλον του ανθρώπου-
Που σαν πομπή ξεκίνησε γαμήλια
Και ότι γήινο τ’ άφησε στο δρόμο
Και στον πολύποθο προορισμό του
σαν θεία λατρεία έφτασε και πίστη.
Και θα ’θελα ένα της να ήμουν μέλος
Της θεοσύνταχτης αυτής πορείας.
Ή ας ήμουν ένα ρούχο από κείνα
που του βραδιού το κρύο έδιωχνε πέρα
Από το κορμί αυτών που ταξίδευαν. . .
Ή να ’μουν μιας καμήλας ένα γκέμι
Ή ένας κόκκος άμμου της ερήμου
Που στροβιλίζονταν μες στον αέρα.
Ω! θα ’θελα κι εγώ να ήμουν κάτι
Στην ιστορία εκείνης της πορείας
Για να ’χω τώρα πέρφανος να λέω
Πώς άδικα στην πλάση δεν υπήρξα-
πως κάτι, έστω λίγο, μου είχε λάχει
που θα ’ξιζε αθάνατο να μείνει.
Και η πομπή από τη Ναχώρ κινάει…
Και του Βαλήκ διασχίζει την κοιλάδα.
Και του Ευφράτη προσπερνά τις όχθες.
Και μες στην έρημο τη λιοκαμένη
Και την χωρίς ουτ’ ένα μονοπάτι
Μπαίνει καθώς προς Δαμασκό τραβάει.
Και πάνω από τους λόφους του Λιβάνου
περνάει, και στους πράσινους τους λόφους
Της Γαλιλαίας γεμάτη σκόνη φτάνει.
Μετά από κει οι κίτρινες πεδιάδες
Γύρω απ' την Μπεέρ Σεμπά την περιμένουν.
Και πια στα γόνιμα πέφτει λιβάδια
Της Χαναάν, όπου ο γαμπρός προσμένει.
Σειρά έχει η Αίγυπτος με τα δεινά της.
Κι ο Μωυσής. Κι η Έξοδος. Κατόπι
Κριτές, και βασιλείς. Και οι προφήτες.
Κι Ασσύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Ρωμαίοι.
Κι ο Αδριανός που ’ρήμωσε τη χώρα.
Κι ύστερα ο βίος στα πολιτισμένα
Και στα Χριστιανικά του κόσμου κράτη.
Και οι διωγμοί από την Ισπανία,
Αγγλία, Ιταλία, Ουγγαρία,
Την τσαρική Ρωσία, και στο τέλος
η πρόσφατη η φρίκη η μεγάλη.
Και όλη αυτή η πόρεία γεμάτη αίμα
Και πόνο, και δυσβάσταχτη αδικία-
Καθώς κάθε λαού είτε ανθρώπου
που μοναχός στον κόσμο στέκει επάνω
Χωρίς δική του να ’χει μια πατρίδα.
Καθώς κάθε λαού είτε ανθρώπου
Που ξένος λογαριάζεται όπου πάει.
Αλλά και μια πορεία γεμάτη πίστη-
Αλλά και μια πορεία φως γεμάτη
Που κάνει να μην είναι διόλου ψέμα
Στη φύση του ενάντια, αν πει κανένας:
Αξίζει μια ζωή με τόσον Πόνο
Ελπίδα, φως και πίστη αφού γεννάει!
Και η πορεία απ’ τη Ναχώρ κινάει…
και μετά τόσα πάθη κι αλλά τόσα
Και στην Αμερική να! έχει φτάσει.
Να! στο Λος Άντζελες είναι μπασμένη
Με τη Ρεβέκκα για μπροστάρισσά της
Και μ’ ακολούθους ότι θείο κι ωραίο.
Και να! Στο στήθος μέσα κάθε εβραίου
Η ιδέα της Ρεβέκκας θρονιασμένη!
Και να κι εδώ τη γη να κατακτάει
Με τα μοναδικά δικά της όπλα
Που το ’να ειν' μεγαλύτερο από τ’ άλλο-
που το ’να ακολουθάει άσφαλτα τ’ άλλο:
Ελπίδα, Πίστη, Φως: τα ίδια όπλα
που μες απ’ τους αιώνες η γαμήλια
Πομπή της κι η Ρεβέκκα τα ’χει κάνει
Ιδανικά της άφθαρτης φυλής της.
Και να η Ρεβέκκα Ιδέα έχοντας γίνει
Να συγκλονίζει και να συναρπάζει
Ενού ποιητή τη διψασμένη πέννα
Και να την κάνει ενώ είναι χρυσαλίδα
Φτερά σα να ’χει ξάφνου, να πετάει.
Ας είναι δοξασμένο τ’ όνομά σου
Κι η ώρα που γεννήθηκες Ρεβέκκα.
Και τρεις φορές ας είναι ευλογημένη
Η ώρα απ’ τη Γραφή όπου εβγήκες
Κι ήρθες και θρόνιασες μες στην καρδιά μου
Διώχνοντας από κει κάθε της ξένο
Και τα δικά σου κάνοντας δικά της.
Έτσι σε νιώθουμε Ρεβέκκα. Όμως
Όσο ψηλά κι αν φτάσει ο λογισμός μας,
Όσο κι αν μας δονείς και μας κατέχεις,
Όσο κι αν είμαστε δική σου γέννα,
Όμως, Ρεβέκκα, κάθε που η ψυχή μας
Να παρουσιαστεί πρέπει μπροστά σου-
Κάθε που διψασμένη αποζητάει
Να δροσιστεί απ’ τη στάμνα τη δική σου-
Κάθε φορά Ρεβέκκα που θα πρέπει
Μπροστά η ψυχή μας να σταθεί σε σένα,
Προτού, τότε γυρεύουμε Ρεβέκκα
Το θέριστρο, κι εμείς, να σκεπαστούμε,
Για να μη δείξουμε γυμνή μπροστά σου
Έστω κι αν της αξίζει, την ψυχή μας,
Όπως εσύ, τον Ισαάκ σαν είδες
Από μακριά, το πρόσωπο είχες κρύψει.
Και το επόμενο βήμα μας θα ’ναι
Και κει θα στρέφει η προσπάθειά μας όλη,
Όταν ξανά Ρεβέκκα θα σε δούμε,
Να μη χρειαστεί να σκεπαστεί η ψυχή μας
Μα να σταθεί ολόγυμνη μπροστά σου
Σα φλόγα σ' άλλη ολόλαμπρη μπρος φλόγα.
Ποια θα ’ναι άραγε η ώρα εκείνη
Αυτό συ να το πεις μονάχα ξέρεις.
Αλλά να μας το πεις δε θέλουμε όμως.
Καθόλου. Θα το βρούμε μοναχοί μας
Η ώρα και γι αυτό η καλή σα θα ’ρθει.
-----
REBECCA
You were, in your dream, sitting
On the side of foamy Euphrates
That c ed stones and woods.
And girls ran and tock them
And placed them between their breasts.
One a stone, a rotten wood another one,
Another a handful of mud;
And this was marriage's happiness for them.
And you watched them sitting there
Calm and quiet, as if
You knew something they did not.
Aad there! Euphrates became a man.
Beautiful. Rich. Young.
And in front of you he came.
And two diamonds
He put between your breasts.
And then he took you by the hand
And looking at you friendly, "Let's go",
He said, "to water the world."
And you both entered his deep bank
And you became water with him.
And now, full of life-giving fruits
The river kept on its path.
At night this you saw in your dream.
And the next day arrived
The impatient messenger.
And I wanted to see you, Rebecca,
As, riding on the camel,
You were going to the groom's house.
With your flowing dress of delft blue
And with the young woman's
Headdress of scarlet and purple
Golden necklace, bracelet, earrings
The dress neckline stripped in gold
To match the golden jewels.
A profile of a beautiful patrician
With broadly arched eyebrows
With eyes full of expression and gentleness
With a slightly aquiline nose
And a tight yet innocent mouth.
And God watched from above
What he had prepared
Happen in front of his eyes -
God, all-powerful and just
Who wanted to show us Beautiful
To be a child always of Difficult,
To make his nation
Populous as the grains of sand
And uncountable -as the sky's stars
Infertile chose two women.
I wonder, God, had you put
In the virgin woman's mind,
A suspicion of how grand
Within her a destiny had
Her desire that became an act
The foreigner and his animals to water?
How much strength of yours
Had gone into her body
So that with no fear or hesitation
Her lips told the decision
That her soul had instantly taken
To now leave home and family
And until then a homebound virgin
In a new country to start a new life?
And oh! I'd like to see the journey
The daughter took on the camel
Driven by God's opinion.
And oh! I'd like to see the journey
That the festive caravan made
That held as an embryo within it
The bright future of mankind –
That started as a marital procession
And left anything earthly on the way
And to its much-desired destination
Arrived as a holy worship and faith.
And I'd like to be a part
Of this God-made journey
Or I'd like to be a cloth of those
That night's cold sent away
From the bodies of those who traveled…
Or I'd like to be a camel's bridle
Or a grain of the desert's sand
In.a camel's ear firmly placed.
Ah! I'd like to be something
In the story of that journey
To now proudly say
Thai I was no born in vain;
That something - albeic small -I have done
That deserved to remain immortal.
And the procession starts from Nahor;
And transversed Balikh's valley;
And Euphrates' passes the banks
And into the sunburnt desert
The one with not one path,
Enters as it heads to Damascus;
And over Lebanon's hills It comes,
and in the green hills Of Galilee,
full of dust arrives; And then
the yellow valleys Around Beer-Sheba await it
And finally into the fertile it falls
Valleys of Canaan Where the groom awaits.
And next Egypt and her evils.
And Moses. And Exodus. And then
Judges, kings, and prophets.
And Assyrians, Egyptians, Persians, Romans;
And Adrian that laid waste to the land.
And then life in "civilized"
And Christian nations of the world.
And persecutions from Spain,
England, Italy, Hungary,
Czarist Russia, and finally
The recent great horror.
And all this journey is full of blood
And pain, and injustice difficult to bear
Like every people, or man,
That alone is on the earth
And that has no land of his own.
Like every people, or man,
That is considered a foreigner everywhere.
But also a journey full of hope
But also a journey full of faith
But also a journey full of light
That makes a spoken phrase
Not be contrary to nature:
A life with such Pain is worth it
Since it begets hope, faith, and light.
And the procession starts from Nahor;...
And after so many sufferings and many more
Here it is! In America it arrived;
Here it is! In Los Angeles it has entered;
With Rebecca at the heed
And with followers anything divine and beautiful.
And here it is! Invading this land
With her unique arms
Of which one is bigger than the other -
Of which one follows rightly from the other:
Hope, Faith, Light - the same arms
That through centuries the bridal
Procession and Rebecca have made
Ideals of her indestructible people.
And here is Rebecca, having become an idea
That shakes and shocks
The poor pen of a small poet
And to make him, being a chrysalis,
Gain wings and fly.
Let your name be blessed,
As well as the time of your birth, Rebecca.
And let the time from which you came
Out of the Holy Bible be triply blessed
When you became enthroned into my heart
Chasing from it everything foreign
And making your values its own.
This is how we see you, Rebecca. However
No matter how high our thought goes
No matter how much you shake and possess us
No matter if we are your children
Every time our soul
Must appear before you -
Every time that thirsting it shall seek
To refresh itself from the jug of your soul -
Every time, Rebecca, when our
Soul must come in front of you,
Before, we shall also take, Rebecca,
The vail, to cover her
So that we shall not appear naked before you,
(Even though it might deserve it,)
Just like you, when you saw Isaac,
From far away you had covered your face.
And our next step shall be -
And there our attempts shall be
When we see you again, Rebecca,
Not to have to cover our soul
But to stand naked before you.
Which will be that time, I wonder?
This, only you know to declare
But, Rebecca, we do not want you to reveal it.
Not at all. We shall find it alone
When the blessed time for this shall come.
------