Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

 

                  ΤΟ ΜΠΕΡΔΕΜΑ

Εγώ δε φταίω. Oύτε αυτή. Oύτε κανένας άλλος.
Aπό μια σύμπτωση έγινε χαμός τόσο μεγάλος.

Να τη φιλήσω σταυρωτά θέλησα όπως φιλούνε
όσοι αγνά και άδολα και άσπιλα αγαπούνε.

Μπερδεύτηκε το σταύρωμα και το μικρό της στόμα
βρέθηκε αντί στο μάγουλο μες στο δικό μου στόμα..

Συχώρεση θα ζ
ήταγα από την καλή μου τη φίλη
-ήταν η πρώτη σκέψη μου αυτή-μα... με τι χείλη...

Kαι πια ευθύνη από κει και ύστερα δε φέρω
αφού ούτε τι έγινε καλά καλά δεν ξέρω.

Μόνο θυμάμαι του άντρα της την άγρια τη φάτσα
κι αυτήν που με προστάτευε με τ' άσπρα της τα μπράτσα.

Kι αμέσως ύστερ’ απ’ αυτό τις σφαίρες να σφυράνε
ki έπιπλα να σωριάζονται και γυαλικά να σπάνε.

Όταν θα φύγω-συν θεώ-απ' το νοσοκομείο
α! θα προσέχω πού ακουμπώ τα χείλη μου τα δύο.

Και για να είμαι σίγουρος πως δε έρθω πίσω
γυναίκα πάλι σταυρωτά δε θα ξαναφιλήσω.

                           -----