Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ
ΠΥΘΙΑΣ

Και άνοιγες τα πόδια σου Πυθία
Και μέσα σου η Πνοή έμπαινε η θεία
Που μόνο αυτή την είσοδο γνωρίζει
Απ' όλες που Θεός να μπει αξίζει.

Κι άρχιζε πια το παραμίλημά σου.
Με ξεπλεμένα τα πυκνά μαλλιά σου
Κλονίζεσαι συστρέφεσαι, συσπάσαι
Και σαν αλλοπαρμένη μοιάζεις νάσαι.

Τρεκλίζοντας σκορπάς καθώς βαδίζεις
Τους Τρίποδες που πάνω τους καθίζεις.
Πυρ τρομερό τα μέλη σου όλα καίει.
Και τ' άντρο σου μαζί σου παραπαίει.

Και να! Μες απ’ το στόμα το έξαλλό σου
Αφρός της λύσσας βγαίνει. Ο λαιμός σου
Φωνές και στεναγμούς ασθμαίνων βγάζει
Και τον αέρα γύρω του τραντάζει.

Μετά τ’ αγριωπά σου τώρα μάτια
Προς τα ουράνια τα γυρίζεις πλάτια.
Σαν μες σε κάποια δίνη είσαι χαμένη 
Και μια φοβίζεις, μια είσαι φοβισμένη.

Το πρόσωπο σου ακίνητο δε στέκει
Σεισμός σαν κάποιος να το παραστέκει
Κι ερύθημα πυρρό ένα χρωματίζει
το στόμα σου σου που αδιάκοπα ψελλίζει.

Και κάποτε τελειώνει η προφητεία.
Και πια τελείωσες και συ Πυθία.
Ήρθε, σε ρήμαξε, κι έμεινες πάλι
Ράκος  απ’ την που σ’ είχε αδράξει ζάλη

Και γράφονται βιβλίων χιλιάδες τόμοι
Και τ’ ήτανε δε νιώσανε ακόμη
Που σ’ οιστροκέντριζε ολ' αυτά να κανεις
Και μ' όλο το είναι σου ν’ απολαμβάνεις.

Κανείς δεν ξέρει ποια ήταν η αλήθεια:
Οτι  τα δυό σου  τ' άναβε τα στήθια
Κι  έσπαγε  των φρενών  σου  τα ηνία
Μια ακράτηγη  επιδειξιομανία.