Σάββατο 25 Μαΐου 2019

ΤΟ ΠΟΥΛΑΚΙ

Ένα πουλάκι ήρθε καθώς
Στο δρόμο περπατούσα
Και άφοβο εστάθηκε
Στο ρόδοπου κρατούσα.

Και λάλησε και βόγγησε
Κι έσκουξε και μιλάει
Και μέσα μου ο λόγος του
Λάβα καυτή κυλάει:

«Όπως τη μέρα τη γλυκειά
Μαύρο σκουτί τη ντύνει 
Και κάθε όμορφη στιγμή
Και κάθε ελπίδα σβήνει, 

Έτσι θα σβήσει κι ο άνθρωπος
Όταν ο γίγας όπου
Τον άνθρωπο ονειρεύεται
στο νύχτιο τ’ όνειρό του,

Ξυπνήσει. Κι αν εξύπναγε
Τώρα που εμιλούσα
Το ρόδο θα ’πεφτε στη γη
κι εγώ θε να πετούσα.

Γιατί δε θα ταν τίποτα
Πλέον να μας κρατούσε 
Όταν ξυπνούσε ο γίγαντας
και τ’ όνειρό του σβηούσε.

Κι όπως στα βάθη του ωκεανού
Βυθιέται το ατσάλι
Έτσι θα πέσουν στο μηδέν
Χωρίς ν’ ανθίσουν πάλι

Όλα τ’ ανθρώπινα. Και πια
Καθάριο θε ν’ ανθίσει
Ό,τι ο ανθρώπινος ο νους
Είχε στη γη βρωμίσει.

Άνθρωποι έφτεσ’ η ώρα σας.
Αυτό ήτανε και πάει.
Άνθρωποι έφτασ’ η ώρα σας-
Ο γίγαντας ξυπνάει.