Δευτέρα 13 Μαΐου 2019



(συνέχεια «ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ)

«Γενναιότατε αδελφέ Κολοκοτρώνη   
...Ανάγκη πάσα να με προφθάσεις την άτακτον καβελαρίαν όπου έχετε αυτού, εδώ είναι και η τακτική, κατορθώνομεν και μερικούς ακόμη από άλογα γερά και πινιτζίδες όπου είναι εις το στρατόπεδον, και γίνεται εν σώμα από τριακοσίους και επέκεινα, τόσοι φθάνουν για να κυνηγήσουν τον εχθρόν' και μέσα εις την Πελοπόννησον γνωρίζω, ότι χρησιμεύει η καβαλαρία, πολύ περισσότερον όμως θέλει ωφελήσει αν έλθει εδώ και ενωθεί με την τακτικήν, και τότε αφού δώσωμεν του διαβόλου τον Κιουταχή, ερχόμεθα συσσωματωμένοι και πέφτομεν εις τον Ιμπραϊμην. Στρατηγέ και αδελφέ: ημείς ενώθημεν και η ένωσίς μας θέ να είναι παντοτινή. Πρέπει όμως να δείξωμεν εις τους Ελληνας και εις τους ξένους ότι ο σκοπός της ενώσεως μας είναι το κοινον της Πατρίδος όφελος' βοήθησε με η γενναιότης σου εις αυτήν την εκστρατείαν της Ρούμελης δια να χάσωμεν τον Κιουταχή, και ακολούθως σε βοηθώ και εγώ με την ζωήν μου και χάνεται ο Ιμπραϊμης' αυτή η αμοιβαία βοήθεια είναι ο μόνος δεσμός της φιλίας μας, δεσμός όπου θα ξιππάσει όλους τους ιδιοτελείς και όπου θα σώσει την Πατρίδα...»

"Ο Γέρος που εγνώριζε πως ο Καραϊσκάκης
Για να ζητάει κάτι τι θα πει πως το ’χει ανάγκη
Και ξέροντας πόσο βαρύ έχει αναλάβει έργο
Και πως από την έκβαση κρίνεται αυτού του έργου
Όχι της Ρούμελης αλλά και του Μωρηά η τύχη,
Του ’στειλε καβαλάρηδες με το Χατζημιχάλη.
Αρχές Νοέμβρη ήταν αυτοί στα Μέγαρα φερμένοι. 
Όταν ο Γιώργης το ’μαθε, λέει στο Χατζημιχάλη
Να τόνε βρει στη Δόμπραινα. Εκείνος ξεκινάει
Και σήμερα πρωί πρωί έρχεται και μας βρίσκει.
Καμαρωτός και πέρφανος τότε κινάει ο Γιώργης
Και κάνει μία ξαφνική εμφάνιση στον κάμπο,
Τους τουρκαλάδες θέλοντας να βγάλει απ’ τή φωλιά τους.
Γιά να το κάνει, ψεύτικη διατάζει ρετιράδα
Της πεζουριάς του. Ομως πολλοί, δεν είχαν καλακούσει,
Κι αληθινή την ψεύτικη νομίζουν ρετιράδα
Κι από τη μάχη φεύγουνε. Ο Γιάννης ο Σουλτάνης,
Τους βλέπει, και μη ξέροντας τι γίνηκε, αρπάζει
Το πρώτο σαμαριάτικο άλογο που ’βρε μπρος του,
Το καβαλάει, και τρέχοντας πάει να πολεμήσει.
Τόνε ξεμοναχιάζουνε οι Τούρκοι.Τον κυκλώνουν.
Του λένε να παραδοθεί μα ο Γιάννης ο Σουλτάνης,
Ηρωας του Μεσολογγιού, τ’ άρματα δεν τα ρίχνει.
Η πάλη του ήταν άνιση. Πληγές τέσσερες κιόλας
θανατερές κι οι τέσσερες, στολίζουν το κορμί του.
Βλέπει ο Γιωργής να χάνεται ένας τέτοιος Καπετάνιος
Πέντ’ έξη καβαλάρηδες παίρνει που βρίσκει εμπρός του
και όλοι καταπάνω ορμάν σε πολλαπλάσιους τούρκους.
Δύο ντελήδες σκότωσαν. Τους βλέπουνε οι άλλοι
Και βλέποντας και την ορμή των έξη νιοφερμένων
Σκορπάνε.Τρέχει ο Γιωργής στ’ άλογο του Γιαννάκη,
Παν να τον κατεβασουνε, αλλά προτού προλάβουν
Ξεψύχησε ο ήρωας καβάλα όντας ακόμα.
Τον έκλαψεν από καρδιάς ολάκερο τ’ ασκέρι.



ΜΟΥΣΤΑΜΠΕΗΣ

12 Νοέμβρη 1826

Σ’ ένα του γράμμα πούγραφε στους Ψαριανούς ο Γιώργης
Τους γράφει ότι χάθηκε ο Γιαννάκης ο Σουλτάνης,
Κι αφού όλα τους τα ιστόρησε, τελειώνει με τα λόγια:
"και άμποτε ό,τι έκανε  να μιμηθούνε κι όσοι
Ελληνες είναι αισθαντικοί". "Γιατί", του λέω, "Γιώργη
Να πρέπει να πεθάνουνε οι αισθαντικοί πατριώτες;
Να ζήσουνε. Να ζήσουνε τη Λεφτεριά να δούνε".
"Ωρη Μαριώ, καιρός ζωής δεν ειν’ αυτός που ζούμε.
Αυτός θανάτου είναι καιρός. Θέλει κορμιά πεσμένα
Για να πατήσει απάνου τους η Λεφτεριά να πάει.
Θα ζήσουν όσοι κάποτε αυτήνε την Πατρίδα
Που χτίζουμε με θάνατο, εκείνοι τη γκρεμίσουν.
Κι ύστερα πάλι θάρθουνε οι χτίστες… κι έτσι πάντα.
Αυτή Μαριώ ειν’ η ζωή. Αυτός ειν’ ο αγώνας.
Και όλα είναι όμορφα κι ωραία ταιριασμένα-
Αλλιώς και τι θα κάναμε Μαριώ χωρίς Πατρίδες;"


13    Νοέμβρη 1826

Προχτές τη νίλα εμάθαμε που ’παθε ο Κωλέττης. 
Τον έστειλε η Κυβέρνηση τους τούρκους να χτυπήσει   
Στην Αταλάντη, δηλαδή στο μέρος που οι τούρκοι
συνάζουν τους που έρχονται απ’ τήν Τουρκιά ζαιρέδες.     
Λίγους περίμενε να βρει μπροστά του ο Κωλέττης.
Ετρεξε ο Μουστάμπεης σε βοήθειά τους όμως
Από τα μέρη φεύγοντας της Δόμπραινας οπου ’χε 
Σκοτώσει τον κακότυχο Γιαννάκη το Σουλτάνη,
Κι οι Ελληνες επάθανε ζημιά πολύ μεγάλη.
Και τώρα ο Μουστάμπεης, λεύτερος, λέει ο Γιώργης
Θα ξεκινήσει από κει και θα ’ρθει να χτυπήσει
Κι εμάς, κι αυτούς τα Σάλωνα που ’χουνε περιζώσει,
Και ύστερα στο Διστομο το Γρίβα Γαρδικιώτη:
"Ακου Μαριώ. Ο Μουσταής τσάκισε τον Κωλέττη.
Τώρα ποια ειν’ η επόμενη κίνηση που θα κάνει;
Θα ’ρθει ενάντια μας. Εμέ, του Πανουργιά, του Γρίβα.
Κι έχει μαζί του αλβανούς που πολεμάν-δεν παίζουν.
Και θα ’ρθει ενάντια μας γιατί θέλει να ξαλαφρώσει
Τον Κιουταχή που έχουμε οι τρεις μας στριμωγμένον,
Κι εκείνος να ’ναι ήσυχος να φάει την Αθήνα.
Κι ένα ο Μουστάμπεης απ’ τά δυο θα έχει να διαλέξει
Να πάει ή στα Σάλωνα το κλείσιμο να σπάσει,   
Η να ’ρθει καταπάνου μου. Το πρώτο αν διαλέξει
Ο δρόμος του απ’ τή Ράχοβα περνάει. Κι άμα πάλι
Τραβήξει  καταπάνου μου, πρέπει να πάρει πρώτα
Το Δίστομο, να μη από  δυό μεριές τόνε χτυπάνε.
Το Δίστομο κι η Ράχωβα λοιπόν είναι στο νου μου.
Κατάλαβες τώρα Μαριώ;" "Ναι Γιώργη μου" του κάνω.

Στα Σάλωνα βρισκότανε ο Πανουργιάς, ο Ρούκης,
Κι ο Δυοβουνιώτης. Σα λοιπόν την είδηση επήρε
Ο Γιώργης, πως ενίκησαν οι τούρκοι τον Κωλέττη,
Εσκέφτηκε πως έπρεπε όλοι να μαζευτούνε
Σε μια μεριά οι Ελληνες, κι όχι να μένουν χώρια.
Ωστε να δυναμώσουνε. "Αύριο Μαργιώ" μου λέει
"Αφήνουμε τη Δόμπραινα και πάμε για τα Χώστια".
"Αφήνουμε τη Δόμπραινα στα χέρια των τουρκώνε;"
"Δεν κρέμεται απ’ τη Δόμπραινα μωρή Μαριώ η Ελλάδα.
Κατοσταριές οι Δόμπραινες αλλού μας περιμένουν.
Αλλά εδώ αν μεινουμε, θα βρούμε το μπελιά μας,
Χωρίς και κέρδος μένοντας να ’χουμε. Τι να γίνει.
Αφού ο Κωλέττης ήθελε το στρατηγό να παίξει,
Καλά τα έπαθε. Αλλά, εγώ δεν είμαι μπούφος
Οπως αυτός. Γι αυτό λοιπόν εδώ δε θα καθήσω
-παιχνίδι εγώ στου Μουσταή τα χέρια δε θα γίνω.
Ακούς εκεί να δώσουνε ασκέρι στον Κωλέττη…
Ο άνθρωπος είναι γιατρός-τί ξέρει από τούτα;
Μα το κακό έχει γίνει πια. Και αύριο κινάμε".



ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ
15 Νοεμβρίου

Χώστια. Ένα όμορφο χωριό, κουκλίστικα χτισμένο
Στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Ελικώνα.
Εδώ είχανε στρατόπεδο χτισμένο οι Σουλιώτες.
Πιο πέρα ειν’ ένα χωριό. Το λένε Στεβενίκο,
Που οι έλληνες που μένανε σ’ αυτό, ούτε ν’ ακούσουν
Ηθέλανε πως θα ’πιαναν έλληνες το χωριό τους.
Τόσο, ή είχαν φοβηθεί τους Τούρκους, ή τους είχαν
Μετά από τόσων αιώνωνε σκλαβιά συνηθισμένους.
Τους Κλέφτες που επήγανε εκεί πριν τρεις ημέρες
Για να τους κάνουνε ναρθούν με το δικό μας μέρος,
Τους διώξανε και να μην παν πάλι εκεί τους είπαν.
Λοιπόν σ’ εκείνο το χωριό, πρωί έστειλ’ ο Γιώργης
Μπουλούκια για ν’αρπάξουνε τα γιδοπρόβατά τους,
Εχθροί σα νάτανε, αφού εχθρούς μας θεωρούσαν.
Σαν οι Σουλιώτες τόμαθαν, γκρινιάξαν, γιατί , λέει ,
Επρεπε να τους ρώταγε κι εκείνους πριν το κάνει.
Δεν έπρεπε μονάχος του να παίρνει αποφάσεις 
(Χαράστη την απόφαση. Μα γύρευαν μπελάδες).
Λόγο το λόγο άρχισαν να ξαναλένε πάλι
Πως θέλουνε δικόνε τους να ’χουνε Καπετάνιο.
Του Γιώργη οι άντρες τ’ άκουσαν και γίνονται θηρία. 
"Αυτόνε διόρισε ωρέ η Κυβέρνηση, κι αυτόνε
Παραδεχόμαστε κι εμείς".  Τα νεύρα τεντωθήκαν.
Ο Γιώργης βλέποντας κακό πως έρχεται μεγάλο
Πέφτει στη μέση του καυγά. "Ακούστε ωρέ" τους λέει
Βγάλτε όποιον θέτε αρχηγό που να ’χει εξουσία 
Απάνου σας. Με μένανε όμως θα συζητάει
Για όλα τ’ άλλα ". Δέχονται . "Να πάμε κάπου χώρια"
Του λένε "να διαλέξουμε". "Χάιστε, μα μην αργείτε.
Μας πηρε απόγεμα κι εμείς χαζεύουμε ακόμα".
Ομως δεν εμπορέσανε να βγάλουν κάποιαν άκρη
Και του μηνάνε του Γιωργή πως θα σκεφτούνε πάλι
Μετά από μέρες, όταν βρουν χρόνο και ησυχία.
Θυμώνει ο Γιώργης που ’θελαν να τον καθυστερήσουν
Και πάει για το λημέρι τους μ’ όλους τους Καπετάνιους:
"Αφού έτσι δεν το θέλουνε, τότε αλλιώς θα γίνει-
Με το μαχαίρι η διαφορά ετούτη θα τελειώσει".
Πάνε στο χωριατόσπιτο που ’μενε ο Λάμπρος Βέικος,
και που την ώρα κείνη κει ήτανε συναγμένα
Τα που κουμάντο κάνανε Σουλιώτικα κεφάλια:
"Τ’ είν’ τούτα τα κινήματα που κάνετε;». τους κάνει.
"Με τέτοια θ’ αναστήσουμε θαρρείτε την πατρίδα;
Αφού δε θέτε αρχηγό να βγάλτε, γιατί τότε
Με επιμονή τόσο πολλήν φωνάζατε πριν λίγο;
Και αν δεν έρχονταν εκεί οι δικοί μου οι Καπετάνιοι
Δε θα ’χατε έρθει μετ’ αυτούς πριν λίγο στα μαχαίρια;
Κι αυτό δε θάταν συφορά για Ρούμελη κι Ελλάδα;
Και μ’ όλα αυτά τί πρέπει εγώ να βάλω στο μυαλό μου
Παρά πως να χαλάσετε ζητάτε το σεφέρι;"
Αμίλητοι σταθήκανε για λίγο οι Σουλιώτες.
Μαλακωμένα ύστερα μ’ άλλη φωνή μιλήσαν.
Πρώτη φορά μου έβλεπα Σουλιώτες Καπετάνιους
Να κατεβάζουν κεφαλή και μάτια μπρος σε κάποιον,
Και να μιλάνε βέβαια όχι με φόβο πάλι,
Αλλά με πίκρα που ’σταζε από μάτια κι από χείλια:
"Ξέρεις το τι τραβήξαμε καλά Καραϊσκάκη.
Πώς μας πόλέμησε ο Αλής χωρίς να μας χαλάσει.
Πόσους λεβέντες χάσαμε. Ξέρεις τι παλληκάρια
Που η γενιά μας έβγαλε. Αλλά γιατί όλα τούτα;
Γιατί αυτός ο πόλεμος κι αυτός ο χαλασμός μας;
Για ποιόν το αίμα χύνουμε, αφού γλυκειά Πατρίδα
Και πάλι να χαρούμε μείς ελπίδα δεν υπάρχει;
Σείς έχετε τον τόπο σας. Για κείνον πολεμάτε.
Όμως τον τόπο μας εμείς δε θα τον ξαναδούμε".
Τα λόγια τους αγγίξανε όλους τους Καπετάνιους.
"Μια είναι η Πατρίδα ωρέ!" ο Γιώργης μου τους κάνει
"Γι αυτή παλεύουμε όλοι μας. Κι όταν ζωή θα πάρει
Κανένα δε θαφήσει αυτή να βγει αδικημένος.
Λοιπόν ό,τι εγίνηκε ας τα ξεχάσουμε όλα
Κι ας πολεμάμε τον εχθρό σαν πρώτα-σαν αδέρφια".
Ετσι ετέλειωσε ο καυγάς και τ’ απογεματάκι
Εφύγαμε για του Δομπού το άγιο μοναστήρι.
Με τις ψυχές μας όλοι μας τώρα γαληνεμένες
Μετά από την που είχε πια περάσει τρικυμία,
Απόλαυση μιά ήτανε αυτή η πεζοπορία.
Μέσα στα δέντρα τα πουλιά εγλυκοκελαδούσαν.
Ο ήλιος σιγανόπεφτε, σκορπίζοντας τριγύρω
Τις τελευταίες αχτίδες του. Κι ίσως γιατί ενοιώθαν
Ολοι το ίδιο σαν και με, κανένας δε μιλούσε.
Μόνο γλυκοχαιρόμαστε τον καθαρόν αέρα
Τον μυρωμένο του βουνού, και την που απλωνόταν
Γλυκιά ησυχία γύρω μας, καθώς τα βήματα μας
Πατώντας μες στο μαλακό του δάσου αφράτο χώμα,
Λες και πετούσαμε, ουτ’ αυτά θόρυβο δεν εκάναν.
Στο μοναστήρι φτάσαμε την ίδια εκείνη νύχτα.
και τότες εκεταλαβα, ότι μπορεί εγώ να ’μουν
Σε τέτια μιαν εκστατική ευτυχία βυθισμένη,
Αλλά του Γιώργη μου το νου άλλα τόνε παίδευαν.
Μες στο μυαλό του πέρναγαν σκέψεις πολλές και σχέδια.
Ποια ήτανε η πιο καλή; Και ποιο ν’ ακολουθήσει;
Αυτά τη νύχτα μούλεγε σαν κάτσαμε να φάμε.
Κι ας ήξερε κι ο ίδιος πως, απόφαση να πάρει
Την ίδια νύχτα ετούτη δω, ούτε ήτανε ανάγκη
Ούτε γινόταν. Μα να μη σκέφτεται δεν μπορούσε.
Κλείσανε τα ματάκια του και πήρε λίγον ύπνο, 
Μόνο σαν τον ησύχασε η σκέψη πως εκείνο
Που ’πρεπε πρώτα να γενεί, ήταν να ενωθούνε
Με κείνους που στα Σάλωνα εβρίσκονταν απόξω,
Κι ύστερα η απόφαση θα ’ρχόταν μοναχή της.


16 Νοέμβρη 1826
Φύγαμε για το Δίστομο. Στα Χώστια άφησ’ ο Γιώργης
Κατοσταριά πολεμιστές για να φυλάν το μέρος.
Κι έβγαλε και τους πλήρωσε από λεφτά δικά του,
Για να ’χουν να ταγίζονται, και να μην πα’ να κλέβουν.
Το ίδιο βράδυ φτάσαμε στον Αη-Λουκά, στο Στείρι.
Σ’ ένα κελλί του εβάλαμε στις πλάκες ένα στρώμα
Κι εκείνο το κονάκι μας εγίνηκε γι απόψε.
Κάθησε χάμου ο Γιωργής. Μπροστά του είχε απλωμένο
Ενα χαρτί που πάνω του ήταν ζωγραφισμένη
Η Ρούμελη με τα βουνά και με τις λαγκαδιές της.
Τον ρώτησα πού είμαστε. Μου ’δειξε μια κουκίδα.
Τον ρώτησα πού ήμαστε χτες βράδυ. Μου ’πε πάλι.
Μικρότερο απ’ το νύχι μου του χάρτη ένα κομμάτι-
και πόσο δρόμο κάναμε ώσπου να το διαβούμε…
Και πόσα τέτοια άραγε θα κάνουμε ταξίδια
Ώσπου τη δόλια Ρούμελη ολόκληρη να δούμε…
Και κάθε βήμα κίνδυνος, κάθε χωριό και τούρκος.
Και πώς θ’ αντέξει το κορμί αυτό το χτικιασμένο
’Πο τόσους δρόμους δύσκολους κι άγριους να περάσει;
Που ’ν’ οι μεγάλες μάγισσες με τα πολλά τα μάγια
Και που ’ναι το ραβδάκι τους, ν’ αγγίξουν μια το Γιώργη
Και μια μετά εμένανε, κι η αλλαγή η μεγάλη
Να γίνει η σωτήρια-να πάρει αυτός τη γεια μου
Και με μέσα στα σπλάχνα μου να έμπει το χτικιό του.
Τότε μονάχος την τουρκιά όληνε θ’ αφανίσει
Ετσι, με μία κίνηση του ρωμαλέου χεριού του.
Και γω μες απ’ τή θέρμη μου και το τρεμουλητό μου
Θα τον θωρώ με θαμασμό και περηφάνεια θα ’χω
Για δύο λόγους: γιατι αυτός νίκησε που αγαπάω,
Και γιατί εγώ τη δύναμη του ’δωσα να νικήσει.
Μα της Ελλάδας ο θεός που άρχισε όλα τούτα
Δε θα τ’ αφήσει στο χαμό, άκαρπα να τελειώσουν.
Τόσοι αγώνες και καημοί, τόσο αίμα, τόσοι πόνοι,
Αβάσταγα τόσα κακά και τόση δυστυχία
Σε κάποιο θα ’βγουνε καλό. Κάποια γλυκιά Πατρίδα
Μες από τόσα αίματα, θα βγει, όπως λεν πως βγήκε
Από της Κύπρου το γιαλό μέσα η Αφροδίτη…
Κάποια Αθηνά απ’ την κεφαλή θα βγει όχι του Δία,
Αλλ’ από κάποιου Ελληνα ήρωα την αξιοσύνη.
Κι όσο περνάει ο καιρός, τόσο μου μοιάζει θε μου
Ότι ο ήρωας αυτός ο Γιώργης μου θε να ’ναι.


Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ
18 Νοέμβρη 1826
Στήσαμε ορδί στο Δίστομο. Πάλι άρρωστος ο Γιώργης.
Κονέψαμε σένα μικρό μισόγκρεμο σπιτάκι.
Εκουβεντιάζαμε μαζί μ’ άλλους Καπεταναίους
Προσμένοντας να γίνουνε τ’ αρνιά που στην αυλή του
Τα παλληκάρια σούβλιζαν. Ήμαστε εγώ, ο Γιώργης,
Κουλουριασμένος στη γωνιά μέσα σε μια κουβέρτα,
Ο Κώστας Βάγιας, ο Δαγκλής, ο Γαρδικιώτης Γρίβας,
Ο Πανομάρας, ο Μακρής, κι ακόμα δυο τρεις άλλοι.
Ο,τι είχε γίνει το φαΐ και φέρναμε να φάμε,
Πάνω στην ώρα έρχεται μέσα ένα παλληκάρι.
"Καπτάνιε, ένας καλόγερος μας ήρθε μες στη νύχτα
Κι είναι ανάγκη να σε δει, λέει, αμέσως κιόλας".
"Φέρτονε μέσα το λοιπόν". Το λόγο πριν τελειώσει
Εμπήκε ο καλόγερος. Νιός γύρω στα τριάντα,
Έχοντας με το ράσο του ως και τ ’ αυτιά κρυμμένα
Και με ζωντάνια στη φωνή άρχισε να μιλάει:
"Ειμαι ανηψός του ’γούμενου απ’ τή Μονή της Δαύλειας.
Εχω ένα μέγα μυστικό για να σου φανερώσω,
Που άλλος από σένανε δεν πρέπει να τ’ ακούσει."
"Αντέστε όλοι έξω εσείς. Και σύ κάτσε κοντά μου
Να φάμε αφού έφτασες στου φαγητού την ώρα."
Βγήκανε όλοι. Έμεινα εγώ κι ο Γιώργης μόνο,
Μα ο καλόγερος ορθός εστέκονταν ακόμα.
Στα μάτια ο Γιώργης τον κοιτά και δυνατά του λέει:
"Λέγε ωρέ!" και τον τραβά και κάθεται. Κατόπι,
Σοβάρεψε απότομα κι αντίς να λιανοτρέμει-
Απ’ την αρρώστια που διπλά τον τράνταζεν απόψε,
Με σταθερό ένα τίναγμα σηκώθηκε απάνου,
Σκαμνί επήρε, το ’βαλε απέναντι στον ξένο
Και κάθισε, ανάμεσα στα χείλη βλέποντας τον.
Σώπαινε εκείνος. Γύρισε και μου ’ριξε ένα βλέμμα
Να δείξει έτσι θέλοντας  ότι  εμποδιζόταν   
Αφού εγώ ήμουν μπροστά στο Γιώργη να μιλήσει.      
"Μίλα ελεύτερα ωρέ. Αυτός ειν’ ο Ζαφείρης-
Το παλληκάρι μου το πιο απ’ όλα μπιστεμένο."
Τότες μονάχα λύθηκε του καλογέρου η γλώσσα:
"Μ’ εστέιλε ο ηγούμενος για να σου πω Καπτάνιε
Οτι στο μοναστήρι μας εκόνεψε απόψε
Του Κιουταχή ο κεχαγιάς κι ο Μουσταμπέης ο ίδιος
Με ασκέρι διόμισυ ως τρεις χιλιάδες μετρημένο.
Αύριο απ’ τή Ράχοβα λογιάζουν να περάσουν
Τραβώντας για τα Σάλωνα-θέλουνε να χτυπήσουν
Τους έλληνες οπού ’κλεισαν τους τούρκους μες στο κάστρο".
"Που τα ’μαθε ο γούμενος αυτά που μου μηνάει!;"
"Κάποιος απ’ τούς κολλήγους μας τ’ άκουσε Καπετάνιε,
Που ξέρει Αρβανίτικα. Μίλαγε ο Μουσταμπέης
Κι εξήγαγε το σχέδιο του στους μπέηδες τους άλλους.
Και το ’πε στον ηγούμενο. Κι αυτός έστειλε εμένα
Να σου το πω Καπτάνιε μου, να πας να τους προλάβεις".
"Και ποιό είναι το σχέδιο τους;'" "Αύριο πεντακόσοι
Φεύγουνε αξημέρωτα και Παρνασσό τραβώντας
Πηγαίνουνε στη Ράχοβα.Το υπόλοιπο τ’ ασκέρι
θα πάει από το Ζεμενό. Κι αν θα σας βρουν μπροστά τους
θα τρέξουν απ’ τή Ράχοβα βοήθεια οι δικοί τους
Πισώπλατα χτυπώντας σας. Αυτό το σχέδιο έχουν".
"Ξέρουν πως είμαστε εδώ;" "Οχι. Εχουν τη γνώμη
Πως είσαστε στη Δόμπραινα. Τον ’γουμενο ρωτήσαν
Να μάθουνε πού είσαστε, κι αυτός αν και το ξέρει
Πως είστε εδώ, στη Δόμπραινα πως είσαστε τους είπε".
"Τράβα ξανά στον ’γουμενο .με δίχως χασομέρι
Και πες του ότι του χρωστώ γι αυτά μεγάλη χάρη.
Και να προσεύχεται για μας πές του, που πολεμάμε
Κακόπαθοι και δύστυχοι για πίστη και Πατρίδα."
Σαν έφυγε ο καλόγερος γυρνά σε μένα ο Γιώργης:         
"Το ίδιο θάκανα κι εγώ Μουσταμπέης αν ήμουν.
Εχει μυαλό ο Μουστάμπεης.Τη Ράχοβα όποιος έχει,       
Σαν τον αητό απ’ τή φωλιά μπορεί παντού να βλέπει
Και να χτυπά ό,που χρειαστεί και πάλι να φωλιάζει.
Ετσι γερά τις ορεινές ελέγχοντας διαβάσεις,        
Δικιά του όλη η περιοχή. Πήγαινε να φωνάξεις
Βάγια, Γιωργή Χατζηπετρή και Γρίβα Γαρδικιώτη.        
Και να ’ρθει κι ο Γραμματικός." Έκανα όπως μούπε.
Σαν ήρθαν οι οπλαρχηγοί, κι αφού όσα είχε μάθει
Τους είπε απ’ τον καλόγερο, τους λέει το σχέδιό του
Και δίχως άργητα τις νέες τους δίνει διαταγές του:
"Βάγια και Γαρδικιώτη! Εσεις φεύγετε αμέσως τώρα
Και πάτε για τη Ράχοβα με πεντακόσους άντρες.
Να πιάστε σπίτια κι εκκλησιά και να ταμπουρωθείτε.
Και μην αφήστε τούρκικο ρουθούνι να πλησιάσει.
Εσύ κινάς Χατζηπετρή, λίγο προτού να φέξει.
Ανάμεσα σε Ράχοβα και Δίστομο διαβαίνεις
Και θα βρεθείς πισώπλατα στους τούρκους, να βοηθήσεις
από τη θέση σου αυτή Βάγια και Γαρδικιώτη.
Τραβάτε. Τ’ αποδέλοιπα είναι δουλειά δικιά μου."
Μετά φώναξε κι ήρθανε οι άλλοι Καπεταναίοι.
Τους πρόσταξε τ’ ασκέρι τους ψωμί να φκιάσει τώρα,
Γιατί αύριο κινάν πρωί κι έτοιμοι πρέπει να ’ναι.
Το ίδιο και στον νταιφά μήνυσε το δικό του.
Στο μεταξύ κατάφτασε και ο Γραμματικός του.
Το καλαμάρι του έβγαλε, κάθησε σταυροπόδι,
Στο γόνατό του το χαρτί ακούμπησε, κι ο Γιώργης
Του υπαγόρεψε γραφές για τους Καπεταναίους
Που βρίσκονταν στα Σάλωνα και στα χωριά τα γύρω. 
Τους έλεγε ν’ αφήσουνε το κάθε τι στη μέση
Και να ’ρθουνε στη Ράχοβα όσο γρήγορα μπορούσαν.         
Υπόγραψε τα γράμματα, τα δίπλωσε ο Αινιάνας,
Με κόκκινο τα σφράγισε λυωμένο βουλοκέρι.
Στο μεταξύ επρόσταξε ο Γιώργης να του βρούνε
Νιους Διστομίτες που καλά να ξέρουνε τον τόπο.      
Σ’ αυτούς δίνει τα γράμματα για τους Καπεταναίους.      
Κι ως δεν τους εμπιστεύονταν, γιατί δεν είχαν φύγει
Οι τούρκοι όταν είχανε κονέψει στο χωριό τους,
Εδωσε στον καθένα τους κι από ’να παλληκάρι
Μαζί να παν τα γράμματα για τους Καπεταναίους.
Σ’ όποιον το πάει γρήγορα γερό μποξίσι τάζει,
Και με μεγάλους παιδεμούς εκείνον φοβερίζει
Που ό,τι του παράγγειλε θ’ αργούσε να το κάνει.
Ωσπου να γίνουν ολ’ αυτά, πάει η μισή η νύχτα.
Υστερα εκεί όπου κάθονταν ξαπλώνει ο Καπετάνιος
Ετράβηξε απάνου του την κάπα, κι έμεινε έτσι
Σαν το λαγό κοιμάμενος, ίσαμε ώρες δύο. 
Επειτα εσηκώθηκε-κόντευε να φωτίσει-      
Εβγήκε, και στον ουρανό εγύρισε τα μάτια.
Ευχαριστήθηκε πολύ απ’ ό,τι είδε: η μέρα
Που ό,που να ’ταν πρόβαλε, θάταν λαμπρή μια μέρα. 
Πρόστάξε να ξυπνήσουνε τ’ ασκέρι και σε λίγο,
Σχεδόν ακόμα αχάραγα, εμπήκαμε στο δρόμο.




Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΜΑΝΤΡΩΝΕΙ ΤΟΥΣ ΟΧΤΡΟΥΣ ΣΤΗ ΡΑΧΟΒΑ  
19 Νοέμβρη 1826  

Οι πεντακόσοι πιάσανε σύμφωνα με το σχέδιο
Τα σπίτια της Αράχωβας κι ανοίξαν πολεμίστρες.
Ύστερα αμέσως φάνηκαν να ’ρχόνται οι πρώτοι τούρκοι.
Σύγκαιρα από το Ζεμενό εφανηκαν κι εκείνοι 
Που απ’ τον κάμπο θα ’ρχονταν. Διάταζει ο Γαρδικιώτης
Ντουφέκι να μη ρίξουνε, μα όλοι να λουφάξουν
Ωστε οι Τούρκοι ξέγνιαστοι να μπούνε, κι απέ τότε
Να τους βαρέσουνε. Αλλά, οι Τούρκοι όταν είδαν
Να μην πηγαίνουν χωρικοί να τους υποδεχτούνε,
Κάπως υποψιάστηκαν. Κι όταν εξεχωρίσαν
Τις πολεμίστρες, για καλά ξέρανε τι έχει τρέξει.
Ετσι λοιπόν δε μπήκανε μες στο χωριό αμέσως,
Αλλά περίμεναν να ’ρθούν κι άλλοι. Και όταν ήρθαν,
Αρχισαν με προφύλαξη και γνώση τον αγώνα.
Αναψε ο πόλεμος παντού.Κι ως φτάναν κι άλλοι τούρκοι,
Τόσο οι μπροστινότεροι πιότερο παίρναν θάρρος
Κι όλο και πλησιάζανε στα σπίτια των δικών μας.
Οι Αραχωβίτες, βλέποντας ο πόλεμος ν’ ανάβει,
πήραν ό,τι να σώσουνε μπορούσανε και φύγαν
Και στις σπηλιές του Παρνασσού πήγανε και κλειστήκαν.
Τώρα οι τούρκοι κι οι έλληνες μάχονταν με μανία
Καθώς κι οι δυό τους να τους παν πρόσμεναν  ενισχύσεις.
Πρώτο εφάνη να ’ρχεται το τούρκικο τ’ ασκέρι.
Ερχόταν απ’ τό Ζεμενό και είχε γι αρχηγούς του
Μουστάμπεη-Κεχαγιάμπεη, που και οι δυο τους ήταν
Απ’ τα μεγάλα τούρκικα στρατιωτικά κεφάλια.
Σα φτάσαν, πέσανε μ’ ορμή στους έλληνες απάνου.
Σε λίγο φτάνει κι ο νταΐφάς του Χρήστου Χατζηπέτρου.
Μα τόσο της Αρβανιτιάς μεγάλο ήταν το μπούγιο,
Που στάθηκε απόμερα-δε μπόρειε να βοηθήσει.
Και να που στην πιό κρίσιμη την ώρα φτάνει ο Γιώργης
Με οχτακόσα διαλεχτά μαζί του παλληκαρια.  
Ερχόταν απ’ τό Ζεμενό, κι απόκοντα είχε πάρει
Τους τούρκους του Μουστάμπεη που ’χανε μείνει πίσω. 
Εδώ του Γιώργη φάνηκε η αξιοσύνη όλη
Και το μυαλό του το πλατύ. Δεν του ’κλεισε το δρόμο
Για να μποδίσει τον οχτρό στη Ράχοβα να έμπει,
Μα να διαβεί τον άφησε, κλειώντας το δρόμο πίσω
Ζητώντας στην Αράχοβα μέσα να τον στρουγγιάσει.
Αμα εσίμωσε ο Γιωργής, τ’ ασκέρι του χωρίζει
Στα δυό. Και το ’να έστειλε μισό του να χτυπάει
Αριστερά από τό χωριό, ενώ αυτός με τ’ άλλο
Εμεινε ’κει που ήτανε σα στο χωριό εμπήκε. 
Και ντουφεκίδι αρχίζουνε. Οι Τούρκοι όταν βλέπουν
Να τους χτυπάνε από τρεις μεριές, αποφασίζουν
Να πάνε προς τα Σάλωνα. Ηταν το μόνο που ’χαν. 
Μα όταν κάνουν κατακεί. βλέπουνε άλλο ασκέρι 
Ελληνικό, και κείνονε το δρόμο να τους κλείνει.
Ηταν ο Νακος Πανουργιάς, ο Γιώργης Δυοβουνιώτης,
Κι ο Πανομάρας, τις γραφές που πήρανε του Γιώργη,     
Κι ερχόνταν απ’ τά Σάλωνα. Μετα ’π’ αυτό οι Τούρκοι
Από παντού κλεισμένοι πια, τραβιούνται σ’ έναν τόπο,
Πιό πάνω απ’ την Αράχοβα, που είχανε οι ντόπιοι
Ψευτοταμπουρωμένονε, για  κάποια ώρα ανάγκης.    
Του Καπετάνιου πέτυχε το σχέδιο πέρα πέρα
Οι Τούρκοι μαντρωθήκανε χωρίς φυγής ελπίδα.
Ηρθε η νύχτα. Και μαζί, ένας τσουχτερός αέρας.
Οι έλληνες, ως ήτανε όλοι τους κουρασμένοι,
 Και ας τους είχε ο Γιώργης πει στα πόστα τους να μείνουν,
Εκείνοι δεν τον άκουσαν, και πήγαιναν στα σπίτια
Της Ράχοβας όπου φωτιές είχανε άλλοι ανάψει
Και ζεσταινόνταν. Υστερα στις θέσεις τους γυρίζαν
Και φεύγαν άλλοι για να παν να ζεσταθούν κι εκείνοι.
Τη νυχτα αυτή αν δοκίμαζαν οι Τούρκοι να το σκάσουν,
Σίγουρα θα το σκάζανε. Αλλά δεν κινήθηκαν
-οι Τούρκοι αποφεύγουνε τον πόλεμο τη νύχτα-
Και μείνανε κρυώνοντας στο λόφο τους απάνου-
Γιατί ούτε ξύλα είχανε φωτιές ν’ ανάψουν, ούτε
Μέρος να μπουν να φυλαχτούν. Ερμο το μέρος ήταν.
Πρωί πρωί οι έλληνες στα πόστα τους βρεθήκαν.
Προτού ακόμα ο ήλιος βγει. Φτιάξαν μικρά ταμπούρια,
Τόνα με τ’ άλλο τους κοντά ώστε να μην μπορέσουν
Οι Τούρκοι να περάσουνε, όσο κι αν προσπαθούσαν.
Στο δρόμο πάλι που ’φερνε από το μοναστήρι,
Και στο στενό του Ζεμενού, τα δύο μόνα μέρη
Απ’ όπου εμπορούσανε είτε οι εχθροί να βγούνε,
Είτε να τους εφτάνανε από κάπου ενισχύσεις, 
Ο Γιώργης τους εδιάταξε και πήγαν Καπετάνιοι
Και με τους νταϊφάδες τους επιάσανε τα μέρη.
Με ντουφεκίδι πέρασε και όλη αυτή η νύχτα.
Αλλά οι τούρκοι άσχημα την είχανε ’κει πάνου.
Κι εκτεθειμενοι τόσο που, κεφάλι αν σηκώναν,
Σίγουρα θα τους έβρισκε το βόλι των δικών μας.
Κι ακόμα υποφερανε από νερό. Ο τόπος,
όλοι το ξεραν, ήτανε ξερός. Ούτε πηγάδι
Ούτε καμιά είχανε πηγή τη δίψα τους να σβήσουν.
Αφότου εστήσαμε ορδί στ’ Όσιου Λουκά τα μέρη,
Να ’ρχονται αρχινήσανε κι άλλοι Καπεταναίοι
Και κατ’ από τις διαταγές να μπαίνουνε του Γιώργη.
Σήμερα οι περσότεροι φτάσαν. Ο Γιώργης Δράκος,
Ο Αποκορίτης, ο Μακρής, Καλύβας και Γιολδάσης.
Στο μεταξύ απ’ τό βράδυ χτες, έχει ο καιρός αλλάξει:
πνέουν βοριάδες παγεροί κι η νύχτα είναι Χάρος.
Οι έλληνες στην εκκλησιά χώθηκαν και στα σπίτια. 
Οι τούρκοι πώς αντέχουνε, μόνο ο θεός το ξέρει.


21 Νοέμβρη 1826

Οι γύρω τούρκοι εβάλθηκαν να σώσουν τους κλεισμένους.
Σήμερα δύο μάταιες απόπειρες εκάναν.
Εχωριστήκανε στα δυό. Το πιο μικρό τ’ ασκέρι
Ετράβηξε απ’ τον Παρνασσό και όταν ξεπροβάλαν
Απάνου  απ’ την Αράχοβα, ρίξανε στον αέρα
Ώστε οι κλεισμένοι να τους δουν, κι αν μπορετό το βρίσκαν
Γιουρούσι να εκάνανε, κι αυτοί θα τους βοηθούσαν.
Και πράγματι προσπάθησαν. Εκάμανε γιουρούσι. 
Ο Γιώργης όμως βλέποντας την κίνηση στ’ ασκέρια
κατάλαβε τι γίνεται κι άρχισε να φωνάζει
Τραβώντας κατά τη μεριά που ’ταν οι Καπετάνιοι:
Που ’σαι ωρέ Νικηταρά; Που είσαι ωρέ Βάγια;
Πού είσαι Νάκο πανουργία; πού είσαι Πανομάρα;
Τρεχάτε ωρέ σεις έλληνες! Οι τούρκοι θα μας φύγουν
Και θα ρεζιλευτούμε ωρέ!.." Και πρόλαβαν τους τούρκους. 
Και μισοτσακισμένοι αυτοί, ξανά εμαντρωθήκαν.
Το πιο μεγάλο από τα δυό τα τούρκικα τ’ ασκέρια
που να βοηθήσει θέλησε οι κλεισμένοι να σωθούνε 
πέρασε από το Ζεμενό. Οι δικοί μας τους αφήσαν
κι όταν περάσαν το στενό τους ρίχνουν απ’ τά πλάγια. 
Πενήντα Τούρκους σκότωσαν. Οι άλλοι αλαφιασμένοι
Τ’ απαρατήσαν όλα τους και τρέξαν να σωθούνε.


22    Νοέμβρη 1826.
Χειροτερεύει ο καιρός. Απ’ τό πρωί χιονίζει. 
Οι τούρκοι είδαν κι απόειδανε και θέλουν συμφωνίες.
Μαντατοφόρο στέλνουνε στο Γιώργη και του λένε
πως γρόσα θα του δώσουνε χιλιάδες αν εκείνος
Θα τους αφήσει να διαβούν. Ο Γιώργης τους ζητάει
Να ρίξουνε τα όπλα τους και να του παραδώσουν
Και Λειβαδιά και Σάλωνα. Και θέλει για ομήρους
πως θα τηρήσουν όσα λεν, τους δύο αρχηγούς τους,
Μουστάμπεη-Κεχαγιάμπεη. Οι τούρκοι λένε όχι.

(συνεχίζεται)