Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Υ
Μικρός όντας ζητούσα από το θεό να με αφήσει να ζήσω μέχρι το 2000, για να δω πώς θα είναι ο κόσμος τότε. Τότε που παρακαλούσα, είχε μόλις τελειώσει ο Β’ Παγκόσμιος. Τότε γράφαμε με πένα, ραδιόφωνα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται, ένα δυο αυτοκίνητα κυλούσαν στους δρόμους της πόλης που έμενα, τα άλογα των «αμαξακίων» λέρωναν με κοπριές τους δρόμους, η μητέρα ζύμωνε το ψωμί, η ομπρέλα ήταν είδος πολυτελείας, καινούργια παπούτσια ήταν άπιαστο όνειρο, το φαγητό έβραζε στην πετρελαιοκίνητη «γκαζιέρα», το μπάνιο γινόταν με μια «βρυσούλα» κρεμασμένη προσωρινά από ένα καρφί του τοίχου της κουζίνας, ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχαμε.
Ο Θεός όχι μόνον άκουσε την παράκλησή μου, αλλά πλειοδότησε και ζω μέχρι και σήμερα.
Και η περιέργειά μου ικανοποιήθηκε. Είδα πώς ήτανε ο κόσμος το 2000 αλλά και μέχρι σήμερα.
Αν ένας άνθρωπος που ζούσε στην εποχή του Χριστού ερχόταν το 1950 πάλι στη ζωή, δεν θα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στα δεδομένα της καθημερινότητας μιας μικρής ελληνικης πόλης του τότε.  Αντί μια λάμπα πετρελαίου για φωτισμό, είχαν λυχνάρι με λάδι και δαυλούς με πίσσα. Καμμία διαφορά. Το ψωμί ζυμωνόταν σε μια ξύλινη γαβάθα, τα παιδιά στο σχολείο έγραφαν σε κάποιον πίνακα και τότε, αντίς για πάπυρο θα γράφανε σε χαρτί, θα πολεμούσαν σώμα με σώμα όπως τότε, θα ζεσταίνονταν με ξύλα όπως τότε, θα πλένονταν κάνοντας οικονομία στο νερό, η γη θα οργώνονταν με υνί που το έσερναν ζώα, θα παρατηρούσαν τον ουρανό κι αυτοί θαυμάζοντας και αναρωτιώντας.
Αν το καλοεξετάσουμε, το 1950 θα υπήρχε σήμερα μια διαφορά προς το χυδαιότερο από άποψη υλικών καθημερινότητας.
Βέβαια θα υπήρχε το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο, το αυτοκίνητο. Όμως στις μικρές ελληνικές πόλεις και στα χωριά του 1950, αυτά δεν υπήρχαν ή μόλις έκαναν την εμφάνισή τους. Και αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς στην υπόθεσή μας, ας πάμε τον αναστημένο άνθρωπο της εποχής του Χριστού πενήντα ή εκατό χρόνια πιο πριν από το1950-το 1.900 ας πούμε, οπότε η ζωή τότε δεν θα διέφερε καθόλου από τη δική του.
Σε διάστημα λοιπόν δύο χιλιάδων ετών,η καθημερινότητα διετηρείτο ίδια.
Στην εποχή του 1950 που ήταν η παιδική δική μου, και τα νεόφερτα τότε πράγματα (ηλεκτρισμός, αυτοκίνηση, τηλεφωνία), ήταν στα σπάργανά τους ώστε ακόμα να μην τα έχει συνηθίσει σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του ο άνθρωπος.
Από το 1950 αν πάμε όμως στο 2000 ή και σήμερα ακόμα, όσο μπορεί να είναι η διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου, πόσες αλλαγές δεν έχουν γίνει! Και όλες αυτές έπρεπε ένα παιδί, που έζησε τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του σε συνθήκες εποχής της ζωής του Χριστού, είχε να τις αφομοιώσει αν ήθελε να λέγεται σύγχρονος άνθρωπος.
Η κοινωνία προχωρεί-όπου πηγαίνοντας- με τα νιάτα. Πίσω τους σέρνονται οι ηλικιωμένοι και οι γέροι προσπαθώντας να έχουν οπτική τουλάχιστον επαφή με τους προπορευόμενους. Που κι αυτό ακόμα είναι δύσκολο.
Τα λέω αυτά για να καταλήξω στη σημερινή κατάντια των γέρων όπως εγώ. Αποκομμένοι από τον κορμό της ζωής όπως την εννοούν οι κυρίαρχοι νέοι, αισθάνονται απομονωμένοι, άχρηστοι, ανίκανοι να ζήσουν. Περιορίζονται να αναμασούν τα παλιά και να τα διηγούνται μεταξύ τους. Άλλοι είτε απομονώνονται τελείως, είτε ασχολούνται με κάποιο χόμπι. Όσοι πάλι διαθέτουν παιδιά και εγγόνια που τους ανέχονται, ζουν κοντά τους σαν αντικείμενα προς οποιαδήποτε χρήση, υφιστάμενοι κάθε είδους περιφρόνηση και εξευτελισμό από την «προοδευμένη» νεότητα. 
Θα μου πεις ότι αυτά ισχύουν για όλους τους γέρους και είναι γνωστά σε όλους. Συμφωνώ, όμως πρεπει να συμφωνήσεις και συ ότι αυτό δεν αλλάζει την κατάσταση ούτε μειώνει την τραγικότητά της .
Πώς ένας άνθρωπος που έχει συνηθίσει να μιλάει από ένα τηλέφωνο που έχει καλώδιο να δεχτεί ότι μπορεί να μιλάει από ένα τηλέφωνο χωρίς καλώδιο; Που έκανε μεταφορές με χειροκίνητο καρότσι ή, το πολύ με κάρο που έσερναν άλογα, να συνηθίσει το αυτοκίνητο; Πώς ένας που είχε μάθει για τον ηλεκτρισμό στο σχολείο, να κατανοήσει την ηλεκτρονική με όλα όσα φέρνει αυτή καινούργια στην καθημερινότητά μας;
(Ανάβαμε τον ηλεκτρικό λαμπτήρα γυρίζοντας ένα κουμπί, ξέραμε όμως ότι μέσα στον τοίχο υπήρχε ένα καλώδιο που ένωνε το κουμπί μας με τον λαμπτήρα. Το ραδιόφωνο το βάζαμε στην πρίζα για να δουλέψει, το ίδιο και την ηλεκτρική σόμπα και όλα τα καθημερινά χρήσιμα ηλεκτρικά μηχανήματα. Τώρα πώς όλα αυτά δουλεύουν και χωρις καλώδιο; Τώρα με την ηλεκτρονική τι;)
Παλαιότερα, όταν όλα διατηρούνταν ίδια, οι γέροι είχαν σημαντικό ρόλο στην κάθε κοινωνία. Ήσαν εκείνοι που τα γνώριζαν όλα. Και καθώς καινούργιο τίποτε δεν υπήρχε, οι γέροι ήσαν ο δάσκαλος των νέων. Χωρίς αυτούς οι νέοι έμεναν άμαθοι των της ζωής πραγμάτων. Ήσαν οι αφέντες του σπιτιού. Και στο σπίτι τότε ζούσαν όλες οι γενιές, από παππού έως εγγόνια και καμιά φορά δισέγγονα με τις φαμίλιες τους. Ο γέρος ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και επομένως ο άρχοντας που όλοι όσοι ζούσαν μέσα στο σπίτι ώφειλαν τυφλή υπακοή. Τίποτα δεν γινόταν αν δεν το επέτρεπε ο γέρος.
Ήσαν εκείνοι που ήξεραν όλες τις γεωργικές δουλειές. Το πότε και πού και τι κάθε τέτοιας δουλειάς. Ήξεραν δηλαδή τον τρόπο του πορίζεσθαι των προς το ζην. Ήσαν αυτοί που ήξεραν όλα τα μυστικά του σπιτιού και που εξουσίαζαν όλα τα μέλη του.
Και σήμερα; Σήμερα οι νέοι παίρνουν εκδίκηση για τις χιλιάδες χρόνια της υπακοής τους στους γέρους.
Αλλά υπάρχουν κι άλλες εκδικήσεις σήμερα. Σήμερα παίρνουν εκδίκηση και οι γυναίκες από τους άντρες και τα παιδιά από τους γονείς.
Μέσα σ’ αυτή την εκδικητικότητα και το μίσος και την ορμή που αυτή κουβαλάει, τα πιο δυστυχισμένα αντικείμενα εκδίκησης είναι οι γέροι, που είναι μαζί και γέροι και γονείς και σύζυγοι.
Με άφησε ο θεός να ζήσω μέχρι σήμερα. Ποιο το όφελος; Απλά ικανοποιήθηκε η περιέργειά μου. Καλώς.
Είμαι κι εγώ ένας γέρος. Ψωνίζω μόνος μου ακόμα τα καθημερικά ψώνια μου, πληρώνω τις υποχρεώσεις μου μόνος μου, γράφω. Από αρρώστιες δόξα το θεό πολλές. Οι σπουδαιότερες από το ερειστικό σύστημα(κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου που μου έχει περιορίσει το βάδισμα), από το κυκλοφορικό (ανεύρυσμα και καρδιοπάθεια από τα οποία κινδυνεύει η ζωή μου), από το ουροποιητικό (ολική ακράτεια ούρων).
Όλες αυτές και άλλες «μικρότερες» αλλά εξίσου ενοχλητικές όπως λίγο πολύ κάθε αρρώστια αρρώστιες, έχουν αλλάξει τον τρόπο της ζωής μου.
Πριν χρόνια είχε γυριστεί η ταινία «Αλίμονο στους νέους». Σήμερα θα είχε σειρά να γυριστεί μια ταινία με τίτλο και περιεχόμενο «Αλίμονο στους γέρους». Μα ούτε και αυτό δεν θα γίνει γιατί τις ταινίες τις γυρίζουν οι νέοι!
Στην Αμερική γνώρισα τον Γκρέγκορυ και την Τάνια. Αντρόγυνο που το έσκασε από την, κουμουνιστική τότε, Ρουμανία. Ο Γκρέγκορυ είχε σακχαρώδη διαβήτη και έκανε δυο φορές την ημέρα από μια ένεση ινσουλίνης στον εαυτό του. Μια μέρα μου εκμυστηρεύτηκε ότι δεν άντεχε αυτή τη ζωή και σκεπτόταν να αυτοκτονήσει. Τον βοήθησα όπως μπορούσα για να του βγάλω από το μυαλό αυτή την ιδέα. Δεν ξέρω τι απόγινε.
Τώρα τον καταλαβαίνω. Τώρα μου περνάει και μένα από τη σκέψη κάποτε αυτή η ιδέα. Η περιέργεια μόνον με κάνει να μην την κάνω πράξη. Θέλω να δω τι μου επιφυλάσσει περαιτέρω αυτό που λέμε ζωή. Αλλιώς οι μέρες που αντέχονται είναι όλο και λιγότερες κάθε μήνα.
Ως εδώ δεν είναι λίγες οι αλλαγές που έχει φέρει σε μένα αυτή η ηλικία. Έχοντας το προνόμιο να παρατηρώ τις αλλαγές που η ηλικία περνώντας φέρνει, έχω γίνει ο αυτοεξεταζόμενος, ένα πειραματόωο με παρατηρητή τον ίδιο τον εαυτό ιου. Παρατηρώ τις αντιδράσεις μου σε κάθε καινούργιο ερέθισμα. Όπως και σε κάθε παλιό, όταν το τελευταίο επαναλαμβάνεται, όπως συχνά συμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων.
Η ματαιότητα των εγκοσμίων όλο και μου γίνεται κάθε μέρα περισσότερο εμφανής. Βλέπω τους νεότερους από μένα ανθρώπους με τελείως διαφορετικό μάτι. Δεν με ενοχλούν οι άσχημες έως αγενείς συμπεριφορές τους απέναντί μου των νεότερων. Τις κατανοώ, αν και εγώ ποτέ μα ποτέ μου δεν φέρθηκα αγενώς ή ασεβώς σε πρεσβύτερους. Λέω ότι γέρος είμαι, τα δικά τους ενδιαφέροντα δεν μπορώ να τα ακολουθήσω, γιατί αυτοί να ασχοληθούν καλοπροαίρετα μαζί μου; Δεν ανέχονται την άγνοιά μου σε πολύ γνωστά γι αυτούς θέματα, δεν έχουν την υπομονή που θα χρειαζόταν γι αυτό. Και γιατί να την έχουν; Αυτοί τραβάνε μπροστά.
Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής μου άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι δεν θα ήταν δυνατό να κάνω έρωτα με όλες τις όμορφες γυναίκες της γης. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να με τοποθετεί στο υψηλότερο ράφι της αδιαφορίας για όλα.
Συνηθίζω σιγά σιγά στην απομόνωση, στην όλο και περιοριζόμενη κοινωνικότητα, στην ανοχή μου μόνον από τους γύρω.
Γράφω για τον εαυτό μου περισσότερο και όχι για να σχολιάσω την πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία.  Γιατί να μιλήσω για όλα αυτά δεν έχει αξία και νόημα. Όλα αυτά επαναλαμβάνονται στην ιστορία του κόσμου και των λαών. Αν διαβάσει κανείς τα γραμμένα πριν από χιλιάδες χρόνια για όλα αυτά, είναι σαν να διαβάζει τα πρι εικοσαετίας. Όλα αυτά επαναλαμβάνονται.
Αλλά εγώ μια φορά υπήρξα και δεν θα αναφανώ στο φως του κόσμου. Όπως και όλοι οι άνθρωποι. Γι αυτό και ενδιαφέρουν τα γραφόμενα ενός ανθρώπου για τη δική του γνώμη και ιδέα-γιατί είναι ανεπανάληπτα. Και για να επεκτείνω την ιδέα αυτή, γι αυτό και η ποίηση ενδιαφέρει, γιατί, «καλή» ή «κακή»,είναι κάτι ιδιαίτερο για τον κάθε ποιητή και γι αυτό ενδιαφέρουσα.
Κάτι που μεγάλοι συγγραφείς το επισήμαιναν με τα έργα τους, βλέπω ότι δεν ήταν αυτό μια φαντασία τους, αλλά μια γνώση που εγώ τώρα την αποκτώ όλο και πιο στέρεα κάθε μέρα που περνάει. Μιλάω για το ότι η ζωή είναι ένα όνειρο . Όλα, τα πράγματα, οι άλλοι άνθρωποι, η αναγκαιότητα ορισμένων πράξεων, όλη η καθημερινότητα, αποκτούν μια ονειρική πλευρά, μια ονειρική υφή. Με την έννοια πως τίποτε δεν υπάρχει πραγματικά, ή ακόμα σαν όλα να είναι μέρος μιας σκηνοθετημένης φανταστικής  παράστασης. Κάτι που σου γίνεται συνείδηση όταν βλέπεις επεισόδια ή σκηνές ή πράξεις, που εμφανίζονται πιο φθαρμένες κάθε φορά, πιο άχρωμες , πιο πλασματικές, πιο ανυπόστατες θα έλεγα. ΄
Γνωστοί άνθρωποι με χαιρετάνε στο δρόμο, μερικοί  πωλητές και μερικές πωλήτριες μου χαμογελάνε, όμως ξέρω  πως το σενάριο σε καποια από τις επόμενες σκηνές δεν θα με περιλαμβάνει πια. Και οι πωλητές και οι γνωστοί δεν έχουν καταλάβει πως κι αυτοί είναι οι ηθοποιοί μιας φθίνουσας πνειρικής παράστασης. 
Μπορεί να πει κανείς ότι ίσως πάλι οι σκέψεις αυτές να έρχονται σε μερικούς γέρους επειδή όλα γύρω τους φαίνονται απόμακρα και όχι λόγω της συμπεριφοράς απέναντί τους των νεότερων. Από διαλογισμούς όπως ας πούμε αυτούς: Τι είναι αυτοί οι δρόμοι που δεν μπορώ να περπατήσω πάνω τους; Τι χρειάζονται αυτά τα φαγητά που δεν μπορώ να τρώω; Τι προορισμό έχουν αυτές οι γυναίκες που δεν μπορώ να τις απολαύσω; Τι είναι αυτές οι τεχνικές επιτεύξεις που δεν μπορώ να τις χρησιμοποιήσω; Και όλο να απομακρύνεται από όλα αυτά ο γέρος αυτός, μόνο γιατί δεν μπορεί να τα έχει.
Οι πατεράδες και οι παππούδες μας δεν είχαν το δικαίωμα να αναρωτηθούν «πού πάει ο κόσμος;» Ο κόσμος πήγαινε αργά αργά προς μια ανετότερη ζωή με την αξιοποίηση μέσων που ήσαν γνωστά και κατανοητά από όλους την εποχή εκείνη.
Σήμερα όλοι οι άνθρωποι θα πρέπει να αναρωτιούνται, ή μάλλον έχουν την υποχρέωση να αναρωτιούνται «πού πάει αυτός ο κόσμος;» Αυτός ο κόσμος με την πείνα και τους πολέμους, αυτός ο κόσμος με την ποδοσφαιροποίησή του, αυτός ο κόσμος με μια νεολαία χωρίς αξίες, αυτός ο κόσμος  που έχει θεοποιήσει το «having a good time», αυτός ο κόσμος με τους πουλημένους δημοσιογράφους, αυτός ο κόσμος με την υποκρισία στη θέση του αίματός του, με το κέρδος στη θέση της ψυχής του, με την αδιαφορία στη θέση της συνείδησής του, αυτός ο κόσμος ο άμυαλος;
Κανείς όμως δεν ρωτάει. Όλοι βαδίζουν γρήγορα γρήγορα  σαν να βιάζονται να φτάσουν κάπου όπου είναι ο προορισμός τους, χωρίς όμως να έχουν προορισμό. 
Αλλά ότι κι αν κάνει ο κόσμος, εγώ κάνω εκείνο που μου λέει η ψυχή μου. Μακριά από αυτόν τον κόσμο, αφού ούτε να τον αλλάξω μπορώ, ούτε όμως και να αλλάξει αυτός εμένα κατόρθωσε.
Και γράφω τα δικά μου και κάνω τα δικά μου και μένω στα δικά μου.
Έπαιξα το ρόλο μου στο θέατρο της ζωής. Πρωτοποριακόν ή παραδοσιακό, αρεστόν στους συμπαίκτες ή στους θεατές ή όχι. 
Και κρίνω κι εγώ τους ρόλους των άλλων.
Ποιος είναι ο συγγραφέας ; Ας τα βάλει μ’ αυτόν όποιος δεν του άρεσε το έργο.
Είναι κι αυτός ο παλιόκαιρος που δεν σε αφήνει να αισιοδοξήσεις. Δε σου αφήνει περιθώρια να περιμένεις μέρα καλοσυνάτη. Έχει εκλείψει εκείνη η εναλλαγή ημερών καλών και άσχημων  καιρικά, που έχουν διαμορφώσει τον χαρακτήρα των Ρωμιών-για ένα μήνα τώρα έχουμε γίνει όλοι …μετεωρολογότεροι των μετεωρολόγων. Ξέρουμε, πρωί παγωνιά με λίγη ζέστα μόνον όταν είσαι στον ήλιο, το απόγεμα συννεφιά και βροχή, το βράδυ παγωνιά ως το άλλο πρωί.
Χτες, 25-4, πήγα με μ,ια φίλη στην πόλη στα περίχωρα της οποίας έμεινα για δυο χρόνα προ δωδεκαετίας. Φάγαμε σε ένα καλό εστιατόριο. Όταν ήρθε η ώρα να πληρώσουμε, «πληρωμένα» μου λέει το γκαρσόν. Εκπλάγηκα. «Πληρωμένα; Από ποιον;» «πληρωμένα… πληρωμένα» μου απαντάει βιαστικά πάνω στη φούρια της δουλειάς.
Τι άλλο να έκανα; Φύγαμε.
Λάποιος λοιπόν απ’ όσους με γνωρίζει δεν με μισεί. Αυτό ανεβάζει κίγο το ηθικό. Εκτός κι αν ήταν κάποιος που κάνει γκάλοπ για τις αντιδράσεις κάποου που θα του πληρώσει το φαγητό. 
Μου αρέσει να σκέπτομαι ότι πρόκειται για ένα άτομο ευαίσθητο και που του αρέσει να δίνει χαρά στους άλλους, γνωστούς είτε αγνώστους. Το κάνω στχνά κι εγώ. Θυμάμαι ότι νεαρός γιατρός, είχα βρει μια μερα στο δρόμο ένα γράμμα κλειστό με παραλήπτη μόνον και χωρίς γραμματόσημο. Το άνοιξα. Μία κοπέλα δικαιολογείτο στην αδερφή της στο χωριό ότι δεν βρήκε ακόμα δουλειά και της έκεγε να τα βολεψουν όπως όπως όσο μπορούσαν και λοιπά και λοιπά. Έβαλα μέσα τον μισό μισθό μου και γραμματόσημο και το ταχυδρόμησα. 
Αν όχι όμως αυτό, ποιος ήταν; Πολλά πρόσωπα γνωστών από τότε θυμήθηκα,κανενός όμως παραλή ή τόσο φίλου που να κάνει μια τέτοια πράξη.
Τελικά το γεγονός θα μείνει ένα μυστήριο όπως τόσα και τόσα στη ζωή μου.
Νομίζω λοιπόν ότι θα έπρεπε να ρωτιούνται οι άνθρωποι αν θέλουν να γεννηθούν. Και αυτό δεν είναι δύσκολο σε μια εποχή που μπορεί να στέλνει ανθρώπους στο μέλλον. Θα πηγαίνει ο υπάλληλος της ΥΕΠ  (Υπηρεσίας Ελέγχου Προγεννήσεως)  στο μέλλον και θα βρίσκει τον μελλογέννητο-κατά το μελλοθάνατος. Θα του δέιχνει τη ζωή του και θα τον ρωτάει «θέλετε να γεννηθείτε ή όχι;»  και ανάλογα με την απάντηση θα επιτρέπει ή όχι στους γονείς του να γεννήσουν τον εν λόγω άνθρωπο.
Το βλέπω να γίνεται σύντομα πραγματικότητα. Φαντάζεσαι πόσο καλλίτερος θα είναι ο κόσμος έτσι, πόσα δυσάρεστα θα λείψουν από την ανθρωπότητα. (Εννοείται ότι οι υπάλληλοι θα γνωρίζουν από πριν ποιον άνθρωπο θα ρωτήσουν, γιατί θα έχουν το Ντι Εν Έι των γονιών του μελλογέννητου.)
Μέσα στ’ άλλα που με ταλαιπωρούν αυτό τον καιρό είναι και ο «Καραϊσκάκης» μου. Τετρακόσες έντεκα μεγάλες σελίδες γραμμένες σε  παλιά γραφομηχανή πριν τριάντα χρόνια. Με εξήντα σειρές κάθε σελίδα, γίνονται είκοσι τέσερες χιλιάδες σειρές. Κατά μέσον όρο πρέπει να γίνουν δύο διορθώσεις σε κάθε σειρά. Αν κάθε διόρθωση απαιτεί τρία χτυπήματα στον κομπιούτερ, έχω να κάνω ογδόντα δύο χιλιάδες κινήσεις των δακτύλων μου. Βάλε ακόμα ότι κάθε σελίδα πρέπει πριν να να σκαναριστεί ….  Βάλε και την άγνοια περί τα κομπιουτερικά που  με δέρνει…  Από μια μεριά είναι ωφέλιμο που έχω τις αρρώστιες μου. Με καθηλώνουν στο σπίτι και έτσι χρησιμοποιπω  περισσότερες ώρες για γράψιμο.
Πρώτα λοιπόν ο «ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ» μου. Και ύστερα, όσο χρόνο μου μένει, τα ποιήματα του Θανάτου. Όσο κανείς προχωρεί προς το θάνατο, όλο και περισσότερα θέλει να γράψει, γιατί τα πράγματα τώρα τα βλέπει με εντελώς άλλο μάτι. Και είναι κάτι καινούργιο για τον ίδιο αυτό, και αυτό το καινούργιο θέλει να το αφήσει στο χαρτί. Πρέπει να το αφήσει. Πρέπει  να πιει το δηλητήριο στο τέλος της παράστασης.
Ξέρεις, μέσα στ’ άλλα που ονειρεύομαι, ονειρεύομαι ότι ο «ΚΑΛΑΪΣΚΑΚΗΣ» μου  (ή ο «ΚΑΡΑΗΣΚΑΚΗΣ» μου όπως έγραφε το όνομά του ο ήρωας) και «ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΝΤΟΡΑΣ», μπορεί κάποτε να γίνουν το επίκεντρο μιας αναγέννησης της ελληνικής γλώσσας.  Πώς; Αν έρθουνε καιροί δίσεκτοι και η χώρα είτε μόνον αυτή (πάρα πολύ πιθανό  τέτοιοι που είμαστε), είτε μέσα σε έναν παγκόσμιο χαλασμό πάει πίσω τρακόσα χρόνια,  και έχουν καταστραφεί οι εφευρέσεις που διαφυλάττουν τα πρόσφατα κατακτημένα της ανθρωπότητας, και όταν η χώρα μας ή οι έλληνες θα ξανακοιτάνε να βρούνε τον εαυτό τους, μπορεί να βρεθούν κάπου από κάποιον τα έργα μου αυτά. Και τότε θα δουν μέσα τους μια γλώσσα λαϊκή και στρωτή και ευλαβώς τυποποιημένη.  Και θα πάρουνε μαθήματα για μια λαϊκή καθομιλούμενη γλώσσα από τον «ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ’ και για μια στρωτή λογοτεχνική, εύχρηστη και καθαρή  γλώσσα από το «ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΝΤΟΡΑΣ». Αν κάτι τέτοιο δεν συμβεί, θα μένει η αξία των δύο αυτών έργων μου για να ικανοποιεί το γλωσσικό αίσθημα των ανθρώπων με όμοια με μένα λογοτεχνική ευαισθησία, που κι αυτό έιναι μεγάλη προσφορά στους ανθρώπους εκείνους. Ή και στην ανθρωπότητα-ας μην ξεχνάμε ότι κάποτε η ανθρωπότητα αποτελούνταν από δύο ανθρώπους.
Σήμερα ήδη, η λογική έχει εγκαταλείψει τους ανθρώπους . Ανοίγεις το ραδιόφωνο και ακούς μόνον τραγούδια. Όχι ομιλία. Ο λόγος είναι εξοστρακισμένος από την κοινωνία του ραδιοφωνου που μαζί με την τηλεόραση οδηγεί την ανθρωπότητα στον χαμό της. Όχι λόγια παρά κραυγές. Όχι λόγος, ένστικτο. Και δεν θα ήταν άσχημο να ξαναγύριζε ο άνθρωπος στην ζωώδη κατάσταση πάλι, αν δεν κουβαλούσε μαζί του και τόσα καταστροφικά των ανθρώπων εργαλεία.
Κάτι άλλο που έχω καταλάβει καλά είναι πως στην ουσία όλη η ζωή του ανθρώπου αναλώνεται στο να παλεύει αυτός ενάντια στη Φύση. Να ορθώνει, να ισιώνει, να τροποποιεί, να κοιλαίνει… Τουλάχιστον να έμενε κάτι από αυτά που κάνει… Τίποτα. Όλα πέφτουν πάλι, στραβώνουν, επανέρχονται στην πριν τους κατάσταση, κυρτώνουν. Στη διάρκεια της μισής του ζωής φτιάχνει κάτι κάποιος και στην διάρκεια της άλλης μισής το βλέπει να ξαναγυρίζει στην κατάσταση που αυτό είχε πριν τα χέρια του (του ανθρώπου σαπιενς!) ασχοληθούν μαζί του. Και αυτό ήταν η ζωή. Τι ωραία! Ζήτω ο άνθρωπος. 
Για τα υλικά δημιουργήματα ξέρουμε. Για τα πνευματικά δημιουργήματα δεν έχουμε ιδέα ποια είναι η τύχη τους. Παραμένουν κάπου σαν παρακαταθήκη του Παγκόσμιου Πνεύματος, πάει να πει της Άϋλης Αρχής των Πάντων, δηλαδή του Μηδενός-του τόπου όπου οι Ιδέες του Πλάτωνα ίπτανται περιμένοντας τον άνθρωπο να ενανεμφανιστεί για να γίνουν οι μήτρες των υλικών του κατασκευών;  Ή τι;
Εικοτολογίες.
Ξέρεις Γιωργία, έχω την τάση να δωρίζω βιβλία μου σε αγνώστους. Ίσως επειδή δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να τα εκδώσω. Όμως μένω μόνον στην τάση για δόσιμο και δεν τα δίνω, έκενα της ντροπής-τι θα πουν για μένα οι λαμβάνοντες το δώρο μου; Και όσα σκέφτομαι ότι θα πουν, με κάνουν  να μην πραγματοποιώ παρά σε σπάνιες περιπτώσεις το δόσιμο αυτό.Και ας θεωρώ ότι αυτός είναι ένας τρόπος να επιζήσω για λίγον καιρό μετά τον θάνατό μου, εν τούτοις δεν το κάνω. 
Έχω διαβάσει καπου ότι πετυχημένος ποιητής είναι εκείνος που δέκα ποιήματα του κυκλοφορούν δένα χρόνια μετά το θάνατό του και ένα του ποίημα εκετό χρόνια μετά τον θάνατό του.
Στο επόμενο κεφάλαιο θα προσπαθήσω να περιγράψω πράγματα και καταστάσεις που είδα και μου έκαναν εντύπωση και όχι τόσο προσωπικές σκέψεις και απόψεις.