Τετάρτη 15 Μαΐου 2019

(συνέχεια  ΚΑΡΑΪΑΣΚΑΚΗ)

Ως για τα τούρκικα τ’ αυτιά που ο Καραϊσκάκης
Τσαπελιασμένα τα ’στειλε στ’ Ανάπλι σαν τα σύκα
Σε κάποιο γράμμα του καιρού εκείνου γράφει ετούτα:

"Αυτοί οι αιχμάλωτοι εσήκωναν εις επιμήκη δόρατα εννέα αρμαθούς αυτιά εις μήκος έκαστον δύο τσαπέλων σύκων... Εν μέσω δε των δορυφόρων τούτων υψούντο αι μιαραί κεφαλαί των αλκίμων και στρατηγηματικωτάτων μεγάλων αρχηγών Κεχαγιά μπέη και Μουστά μπέη".

Αλλά το λόγο ας δώσουμε και πάλι στη Μαρία.




 «ΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ

30 Νοεμβρίου 1826  

Υστερα από τη Ράχοβα στέλνει ο Καραϊσκάκης
Το Δράκο για τα Σάλωνα, να τα πολιορκήσει.
Εναν Σουλιώτη ηρωΐκό στέλνει, τον Μπαϊρακτάρη
Να πάει και το Δίστομο γερά να ταμπουρώσει,
Και στέλνει και τους Περραιβό, Ρούκη και Δυοβουνιώτη
Ως τετρακόσοι όλοι τους να πιάσουν τη Βελίτσα.
Δεν ήθελε αφύλαχτα ν’ αφήσει αυτά τα μέρη
Γιατί ακόμα ο κίνδυνος των τούρκων εκρατούσε.
Υστερα στην Κυβέρνηση ένα γράμμα είχε στείλει   
Ζητώντας τους με Θεσσαλούς και με τους Μακεδόνες
Στην Αταλάντη να ’μπουνε, ώστε αυτοί από κείθε
Κι αυτός από την άλληνε, να κόψουν του Κιουτάγια
Τους δρόμους που περνάγανε οι εφοδιοπομπές του.
Μετά κι ο ίδιος τράβηξε και πήγε στη Βελίτσα,
Να κυνηγήσει θέλοντας τους τούρκους απ’ τη Δαύλεια.

Μαζί μας βρίσκονταν εδώ και κάμποσες ημέρες
Μια κεφαλή των Φιλικών. Ηρθε ’κοσπέντε Νοέμβρη
Κι όλο κουβέντες εκανε με τον Καραϊσκάκη.
Ειν’ ο Αναγνωστόπουλος και είχε ’ρθεί ζητώντας
Να συμφωνήσούνε μαζί με τον Καραϊσκάκη
Αναφορά να στείλουνε στον Τσάρο να ζητάνε
Βοήθεια στον που έκανε το Εθνος μας Αγώνα.
Ο ίδιος την αναφορά θα τήνε πάει στον Τσάρο.
Αμέσως εσυμφώνησε μ’ αυτά ο Καραϊσκάκης
Και σήμερα τ’ απόβραδο ήρθανε στο τσαντήρι 
Κι έβαλε στην αναφορά ’ποκάτου τ’ όνομά του.
Αυριο ’Αναγνωστόπουλος τραβάει για τ’ Ανάπλι
Και με το πρώτο πλεούμενο κινάει για Ρουσσία.
Το λόγο που τον έφερε ως τον Καραϊσκάκη
Κράταγε’ ο Αναγνωστόπουλος κρυφόν από τους άλλους.
Μονάχα ο Νικηταράς εγνώριζε τα πάντα.

Αλλά η αξία του χαρτιού που ο Καραϊσκάκης
Με τον Αναγνωστόπουλο έστειλε για τον Τσάρο,
Θα γίνει ολοφάνερη όταν κανένας μάθει
Για κάποιο άλλο έγγραφο που ο Μαυροκορδάτος   
Κινώντας γη και ουρανό εφρόντισε να στείλει   
Χωρίς καθόλου να ντραπεί στη φίλη του Αγγλία,   
Και που μ’ αυτό το έγγραφο τον τόπο ξεπουλούσε
Στους ταπεινούς κι αδίστακτους, στους δολοφόνους Αγγλους.
Και που αυτό το έγγραφο που τις κακές συνέπειες
Που θα ’χε, να προλάβαινε θέλησε ο Καραΐσκάκης
Ενα δικό του έγγραφο στέλνοντας προς τον Τσάρο.

Και τ’ άνομο αυτό χαρτί, το προδοσιά γεμάτο
πολλοί το υπογράψανε-είτε ξεγελασμένοι,
Είτε γιατ’ ήταν έπειτα απ’ του Ιμπραήμ τη νίκη
Που ’χε στην Αλωνίσταινα-κι όλοι χαμένα τα ’χαν,
Είτε γιατί-όπως δυστυχώς και ο Κολοκοτρώνης-
θέλανε ν’ αποδείξουνε ότι τους λεν αδίκως
Αντιάγγλους και Ρωσσόφιλους. Μον’ ο Καραϊσκάκης
Υπογραφή δεν έβαλε σαυτό το βρωμοχάρτι.
Και δεν το υπογράψανε ουτ’ οι Καπεταναίοι
Που τη Μεσολογγίτικη Φρουρά την οδήγησαν
Στην Εξοδο και από κει προς την Αθανασία.
Αλλά με σκέψη καθαρή και φωτεινή μια γνώση
Ο Υψηλάντης μας μιλεί με μιά επιστολή του
Όπου στον Γκούρα έστειλε, για να του εξηγήσει
Γιατί δεν πρέπει το χαρτί εκείνο να υπογράψει.
Σ’ αυτό, με λόγια ζωντανά τους κόπους του θυμίζει
Που οι Ελληνες υπόφεραν και τις θυσίες που κάναν
Ωστε ν’αποτινάξουνε την τουρκική δουλεία.
Και τούτα τα προφητικά λόγια ακολουθούνε-
Κι είναι προφητικά γιατί έτσι σωστά ειπωμένα,
Είναι σα να τα μίλησε η ίδια η Πατρίδα:

"Ε, λοιπόν.Όλοι αυτοί οι κόποι , όλαι εκείναι αι θυ-σίαι και όλαι αι τόσαι ζημίαι σήμερον ματαιώνονται πλέον, επειδή και ολίγοι κακοί πατριώται, βλέποντας ότι εις την κατάστασιν όπου εκατήντησαν εξ αιτίας των τα πράγματα, αυτοί δεν θα ημπορέσουν να βασταχθούν εις τα πόστα των, απόφασιν έκαμαν να παραδώσουν την πατρίδα εις τα χέρια των Αγγλων, κάμνοντας τους τελείους νοικοκυραίους εις όλα μας. Διατί αυτό σημαίνει η απόλυτος υπεράσπισις όπου ζητούν από τους Αγγλους. Πολλά ολίγον τους μέλει ότι σκλαβώνουν την πατρίδα χειρότερα παρά οπού ήτον αποκάτω από τον Τούρκον. Αυτοί στοχάζονται ότι οι Αγγλοι αυτούς θα τους τιμήσουν με άξίαις και θα τους κυβερνήσουν διατί τους έδωκαν αυτοί την Ελλάδα. Όθεν άλλο δεν κάμνουν νύκτα και ημέραν, παρά να τάζουν μεγάλα καλά τον ένα και τον άλλον, δια να τους κάμουν να υπογράψουν εις την πώλησιν ταύτην και έτζι να την κάμνουν ως από μέρους όλων των Ελλήνων.
Τώρα να σας ειπώ ότι οι Αγγλοι, σαν μας βάλουν εις το χέρι τους, έχουν πρώτα όλους τους σημαντικούς μας, αν δεν τους φαρμακωσουν, καθώς έκαμαν εις τας Ινδίας όλους τους μεγάλους, τ' ολιγώτερον να τους εξαρματώσουν δια να μην έχουν κανένα φόβον από αυτούς και να φέρουν εδικά τους άρματα εις τον τόπον μας, ύστερα δια να ημπορούν να κρατούν τον λαόν εις την εξουσίαν τους και να τον κάμουν ό,τι θέλουν, θα του σηκώσουν όλα τα μέσα του πλουτισμού και ως πραγματευταί ιντερεσσάτοι θα εξοδεύουν ταίς πραγματείαις των εις τον τόπον μας, ως εις τον καιρόν της Τουρκίας και ως νοικοκυραίοι θα παίρνουν αυτοί ταις εδικαίς μας. Να σας ειπώ όλα αυτά, χρεία είναι να εμβώ εις βαθειαίς πολιτικαίς θεωρείαις και να σας φέρω χιλιάδες παραδείγματα δια να τα αποδείξω. Στέκομαι μόνον εν ταις ακόλουθαις παρατήρησαις των φρονίμων πατριωτών. Όσοι τάζουν τόσα καλά, αν υπογράφουν να έλθουν οι Αγγλοι, από λόγου τους μας τα τάζουν, ή το μινιστέριον της Αγγλίας τους τα υποσχεθη; Αν είναι, το πρώτον, θέλουν γρονθοκόπισμα,  πρώτον ότι τάζουν εύκολα όσα δεν είναι εις το χέρι τους και δεύτερον ότι καταπιάνονται υποθέσεις, που ουδέ η Διοίκησις χωρίς πληρεξουσιότητα εθνικην δεν ημπορεί να ταις αναλάβει. Αν πάλιν το μινιστέριον τα υπόσχεται, η Αγγλία από καλωσύνην της μόνον θ' ανοίξει πόλεμον με την Τουρκίαν και ακολούθως με όλην την Ευρώπην, που απεφάσισε να μην ανακατωθεί καμμία δύναμις εις τα πράγματα μας, η δια ιντερέσσον της*. Αν το πρώτον πώς να το βεβαιωθώμεν; Αν το δεύτερον,διατί να μην ηξεύρωμεν και ημείς ποίον είναι το ιντερέσσον της; Επειτα ποίος μας βεβαιώνει ότι η Αγγλία δεν θα βάζει πάλιν ημάς κατά την συνήθειάν της εις την φωτιάν, διότι η ιδία έχει πολλά ολίγους στρατιώτας,ώστε και να τους θυσιάζει δι ημάς; Και εις καιρόν ειρήνης δεν θα μας εξαρματώνει δι’ ασφάλειάν της ωσάν γυναίκας; Και τότε τί μας ωφελεί τέτοια υπεράσπισις από αφέντην προς σκλάβον; Τέλος πάντων οι πωληταί μας, αποκρίνονται με το κεφάλι των, ότι οι Αγγλοι αν ιδούν τα στενά, δεν θα μας παραδώσουν εις τα χέρια του Τούρκου, καθώς την Πάργαν, διά να πάρουν τα δάνεια των οπίσω, και έτζι να γλιτώσουν τα έξοδα και την τύχην ενός πολέμου τόσον εκτεταμένου!
Τί λοιπόν άλλο δείχνει η προσπάθεια των αντιπατρι-ωτών να μας δώσουν εις τους Αγγλους παρά την ελπίδα να αυθεντεύουν αυτοί εφ’ όρου ζωής εις την πατρίδα μας; Αφού τόσον τυφλά ενεργούν τάχα δια το καλόν μας, εις ημάς λοιπόν μένει να ενωθώμεν όσοι αληθώς αγαπώμεν την πατρίδα και να εναντιωθώμεν εις τους τοιούτους, δια να μην αφήσωμεν να σκλαβωθεί χειρότερα και πρέπει να πάρωμεν (μία λέξη της επιστολής δυσανάγνωστη) και επιδεξίως τα μέτρα μας διά να εμποδίσωμεν το κακόν από την ρίζαν αυτήν. Εξοχώτατε! Εχομεν παρά πολύ ακριβά αγορασμένην την ελευθερίαν μας, ώστε να την χαρίσωμεν τόσον φθηνά εις τον τυχόντα...  Αρχηγέ! η πατρίς είναι  το αγιώτερον, το τιμιώτερον και το μεγαλύτερον πράγμα εις τους ανθρώπους. Προσέξατε μη δώσητε υπογραφήν, οπού να την βλάψει ανίατα, διότι εκτός της ατιμίας, θέλετε αιώνια έχει την κατάραν του έθνους δια το οποίον επολεμήσατε και πολεμείτε ακόμη να δοξάσετε. Μένω με όλον το προσήκον σέβας.
Τη 3 Αυγούστου 1825,εν Ναυπλίω.
Ο ως αδελφός και πατριώτης Δημήτριος Υψηλάντης".


«Ομοια χαρακτηριστική στέκεται κι η διαμαρτυρία με ημερομηνία 1 Αυγούστου 1825, του Β. Τ. Ουάσιγκτων-ανεψιού του μεγάλου Ουάσιγκτων-όπου σ’ αυτή τόνιζε πως η πράξη γράφτηκε ιταλικά στην Κέρκυρα και μεταφράστηκε Ελληνικά στην Υδρα. Σηκώθηκε μάλιστα κι έφυγε, λέγοντας πως δεν ήρθε ν’ αγωνιστεί, για να γίνει η Ελλάδα Αγγλική αποικία".

Αυτό το επονείδιστο το έγγραφο εστάθη.
Και εμπνευστής του ήτανε κι άξιος του πρωτεργάτης
Ο πάντοτε ιδιοτελής κι άθλιος Μαυροκορδάτος.
Και τ’ όνειδος που το χαρτί αυτό μας είχε φέρει,
Και τα κακά που σίγουρα θα ’φερνε η εφαρμογή του,
Αυτό ήθελε να ’σβηνε, κι εκείνα να προλάβει
Ο Καραϊσκάκης και μαζί οι που ζήτησαν του Τσάρου
Να επέμβει κι από το χαμό να σώσει την Ελλάδα.
Και αν αλλιώς τα πράγματα ήρθανε, δεν μικραίνει
Με τούτο ο πατριωτισμός και η μεγαλωσύνη
Εκείνων που ζητήσανε βοήθεια απ’τη Ρωσσία.
Γιατί αυτοί βλέπαν μακριά κι είχαν πλατύ το πνεύμα
Και την πατρίδα είχανε μονάχα στο μυαλό τους
Κι όχι την ιδιοτέλεια και διορισμούς και γρόσα.

Αποστολή σήμερα μιά κίνησε για τ’ Ανάπλι.
Η τελευταία ήτανε που ’φυγε κουβαλώντας
Αιχμάλωτους της Ράχοβας και κάμποσα τσαντήρια.
Μαυτήνε κι ένας Ελληνας ταξίδεψε προδότης.
Ενας προδότης που ήτανε απ’ τούς πολύ μεγάλους.
Που ο Μουστάμπεης πάντοτε τον έσερνε μαζί του,
Και αρχηγό τον έχρισε της αντιπροσωπείας
Που έστειλε περίτρομος προς τον Καραϊσκάκη
Οταν εγύρευε να βρει τρόπο για να γλιτώσει
Απ’ την που του ’χαν οι έλληνες στημένηνε παγάνα.
Τάτση Μαγγίνα τόνε λεν. Με τον τεσσαρομάτη
Ητανε κόλος και βρακί, κι αυτόνε είχε βάλει
Μ’ άλλους μαζί για μάρτυρα στη δίκη που εγίνη
Ώστε απ’ τη μέση να ’βγαινε τότε ο Καραϊσκάκης.
Σαν έγινε η Εξοδος ’βρέθη στο Μισολόγγι.
Κι όταν στα χέρια έπεσε του Κιουταχή, αμέσως
Υποταγή του δήλωσε. Τόσο πολύ ο Κιουτάγιας
Μαζί του φίλος ήτανε και τον πολυαγαπούσε,
Ωστε αρχικοτζάμπαση σκόπευε να τον κάνει,
Οταν θα την υπόταζε, της Δυτικής Ελλάδας.
Κι η τύχη τώρα το ’φερε και στου Καραϊσκάκη
Τα χέρια μέσα έπεσε σαν ποντικός στη φάκα:
"Τώρα στα χέρια σε κρατώ τσογλάνι του Κιουτάγια
Που γύρευες εμένανε να βγάλεις για προδότη…" 
Κι άλλα πολλά του έψαλε, κι ως πάντα ο Καραϊσκάκης
Λέει βρωμόλογα πολλά, έτσι έκανε και τώρα.
Ομως τα τετοια λόγια του δε θέλω να τα γράψω
Του ’πε… και τί δεν του ’σουρε. Στο τέλος μια του δίνει
Και ζαμπλαρώνεται αυτός φαρδύς πλατύς στο χώμα:
"Τα χέρια μου με το αίμα σου όμως δε θα λερώσω-
Μαζί με του αφέντη σου Μουστάμπεη το κεφάλι   
Δεμένον στην κυβέρνηση και σένανε θα στείλω
Κι αυτή ας σου δώσει όποιανε σου αξίζει τιμωρία".       
Και τον παράδωσε σαυτούς που είχαν αναλάβει
Να κάνουν τις μεταφορές όλες: το Γιώργη Βάγια,
Το Γιώργο Αγαλλόπουλο, το Γιώργο Κουτσονίκα.



ΤΟΥΡΚΟΧΩΡΙ

5 Δεκέμβρη 1826    

Εχτές ο Γιώργης έμαθε πως από τη Φοντάνα
θα διάβαιναν Τούρκοι πολλοί εφόδια κουβαλώντας
Για το στρατό του Κιουταχή.Περίπου εφτακόσοι.
Με το μυαλό του το ξυπνό κατάλαβε αμέσως 
Οτι θα κάνανε σταθμό για να ξεκουραστούνε  
Στο που το εθαρρούσανε λεύτερο Τουρκοχώρι.
Τρέχει,το πιάνει, έβαλε το πεζικό του μέσα,
Κι αυτός πήγε και κρύφτηκε με την καβαλαρία
Μες σ’ ένα λόγγο που κοντά βρισκότανε στο δρόμο.
Θα ’φηνε να περάσουνε οι Τούρκοι και κατόπι  
Σαν το ντουφέκι θα ’ναβε μέσα στο Τουρκοχώρι
Τους τούρκους θα εμπόδιζε να φύγουν να σωθούνε.
Ως τα ’λεγε και γίνανε. Σε λίγο να οι τούρκοι   
Να ’ρχονται σε μια ατέλειωτη κορδέλα ζα κι άνθρωποι.      
Πασάδες, μπέηδες, έμποροι, αγάδες, ταγκαλάκια.
Αλλοι καβάλα άλλοι πεζοί ξέγνοιαστα επηγαίναν
Ελπίζοντας πως στο χωριό φτάνουνε όπου να ’ναι
Και κει τους περιμένουνε ξεκούραση και μάσα.
Τους πετεινούς των ντουφεκιών έχοντας σηκωμένους,
Κρυμμένοι μες σε σύδεντρα και πισω από κοτρώνια,
Χαμογελώντας την πομπή έβλεπαν οι δικοί μας.
Σε λίγο η Τουρκοσειρά δίπλα τους εβρισκόταν.
Οι ομιλίες ακούγονταν και τα χουγιάσματά τους.
Τους άφησαν και πέρασαν προς το χωριό τραβώντας
Οσο που λίγες δρασκελιές το κόντεψαν μονάχα.
Και τότε η πρώτη μπαταρία βρόντηξε των Ελλήνων
Από τα γκρέμια του χωριού που οι τούρκοι το ’χαν κάψει
Μήνες οχτώ πρωτύτερα.Το τί εγίνη τότε…
Τα ζώα επρογκήξανε κι εκύλησαν στο χώμα
Μπαϊράκια και φορτώματα, σαρίκια και καφτάνια.
Οι τούρκοι εσαστίσανε. Γυρεύουν να γυρίσουν
Τα φορτωμένα τους τα ζα μπρος πίσω και να φύγουν.       
Στενός ο τόπος, σπρώχνονται, μπερδεύονται, πατιούνται,
Κι ένα κουβάρι γίνονται. Φωνάζουν, βλαστημάνε…
Και τότε να! Σαν αστραπή πέφτει ο Καραϊσκάκης
Από τα πλάγια πάνου τους με την καβαλαρία.
Και το σωρό κόβει στα δυό. Κι αρχίζει να χτυπάει.
Τρόμος το ξάφνιασμα έγινε και πανικός τους πιάνει.
Οι αγωγιάτες παρατάν τα ζώα. Οι εμπόροι
Αφήνουν τις πραμάτιες τους και όπου φύγει φύγει.
Μπήγει φωνές γκαρδιωτικές κι ορμά ο Καραϊσκάκης.
Μες στο σωρό απ’ τις φορεσιές και από τα στολίδια
Που φόραγαν οι επίσημοι κι είχανε τ’ άλογά τους,
Ξεκρίνει τους σημαντικούς τούρκους και τους χυμάει.
Κι αυτός ο ίδιος σκότωσε τον αρχηγό των Τούρκων
Μεχμέτ πασά. Παράλυσαν τελείως πια οι άλλοι-
ΙΙετάνε ό,τι κράταγαν κι αρχίζουν την πιλάλα.
Οι Ελληνες τους κυνήγησαν μέχρι τη Μπουδουνίτσα. 
Χίλια δικά μας γίνανε άλογα και μουλάρια
Με του θεού όλα τ’ αγαθά πάνω τους φορτωμένα.
Εγινε και μια νόστιμη σήμερα ιστορία.
Κοντά μας έχουμε καιρό ένα νεαρό κοντούλη,
Ασχημομούρη και σπανό, ξερακιανό, με μία
Κουρελιασμένη και λερή πάντοτε φουστανέλλα.
Κι όλοι τον κοροΐδεύανε και γέλαγαν μαζί του.
Ηταν γνωστός με τ’ όνομα σ’ όλους Κλανομαρία.
Είχε ένα παλιοντούφεκο το πιό πολύ για μόστρα
Παρά για πόλεμο, γιατί στον πόλεμο κρυβόταν.
Τον είχαμε μόνο καλόν θελήματα να κάνει.
Μέσα στη μάχη σήμερα και στην αναμπουμπούλα,
Καθώς απάνου στ’ άλογο ήταν ο Καραϊσκάκης
Με τις φωνές του ολόγυρα τραντάζοντας τις ράχες,
Κρυμμένη σ’ ένα σύδεντρο βλέπει την Κλανομάρω.
Τάχα παραξενεύτηκε: "Ωρέ, σύ εδώ πέρα;"
Του κάνει, "πώς δεν πολεμάς; " Εκείνος: "Καπετάνιο
Στόμωσε το ντουφέκι μου. Με τί να πολεμήσω;"
Πως τον πιστεύει τάχατες κάνει ο Καραϊσκάκης
Και τον ασημοκάμωτο και φλωροκαπνισμένο
Το σισανέ του του ’δωκε: "Να, πάρε το δικό μου"
Του λέει, "και τράβα τούρκικα κεφάλια να μου φέρεις".
Η Κλανομάρω να ιδεί πως ο Καραϊσκάκης
Του ’δωσε το ντουφέκι του-κάτι που θα ζηλεύαν
Απ’ τά παλληκαρόπουλα τα πιό αντρειωμένα-
Γίνεται άλλος άνθρωπος. Ορμάει μες στη μάχη
Κι έρχεται πίσω φέρνοντας δυό τούρκικα κεφάλια.
Και από τότε ήτανε πια η Κλάνομαρία
Ενα με τάλλα τα πολλά ισάξο παλληκάρι
Και πάντοτε τον έβλεπες σ’ όλες τις μάχες πρώτον.
Να με ποιόν τρόπο ήξερε να κάνει ο Καραϊσκάκης,
Από κείνους που ήτανε κιοτήδες, παλληκάρια.


ΚΑΙ ΛΙΓΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ
8 Δεκέμβρη 1827

Να με πειράζει σήμερα είχε όρεξη ο Γιώργης.
Κι όσο κοκκίνιζα εγώ από ντροπή, εκείνος
Τόσο και μου γινότανε με τα χοντρά του λόγια:
"Μωρή Μαριώ" αρχίνισε "με πόσους εκοιμήθης;"
"Αφέντη μη με τυραννάς. Σού είπα-με κανέναν".
"Μωρή σ’ αρέσει ο Διαμαντής; Ωραίο παλληκάρι.
Αϊντε μωρή, κοιμήσου τον, σου κάνω αυτή τη χάρη".
"Καλλίτερα να κοιμηθώ παρέα με το Χάρο".
"Γιατί μωρή; Αφού εγώ σ’ αφήνω. Άντε. Τράβα."
"Αν μου το πεις πάλι αυτό τα κλάηματα θ’ αρχίσω.» 
"Τάχα γιατί; Αντρας εγώ, άντρας κι εκείνος. Τράβα."
"Γιώργη, γυναίκα δυό αντρών γυναίκα όλου του κόσμου. 
Κι όποια δυό άντρες κοιμηθεί όλη τη γης κοιμήθη".
"Κι ο άντρας τ’ είν’ ωρέ Μαριώ σαν έχει δυο γυναίκες;"
"Ο άντρας μια ή χίλιες μια, πάλι λεβέντης είναι".
"Κι αν μ’ άλλη πάω ’ρε Μαριώ, δε θα θυμώσεις; Πες μου".
"Με όσες θέλεις πήγαινε. Μόνο κοντά σου να ’μαι
Και να σου ψήνω τον καφφέ, να πλένω σου τα ρούχα
Κι όταν τα βράδυ θα ’ρχεται δίπλα μου να σε νιώθω.
Στον ίδιο να ’σαι τον οντά με μένα. Τίποτ’ άλλο".
"Και δε σε νιάζει αν πέφτουμε στο ίδιο το κρεββάτι;"
«Όχι αν εσύ δε νοιάζεσαι. Το αφεντικό εσύ ’σαι.
Του χνώτου σου μόνο ζητώ τη ζεστασιά να νιώθω
Σαν ανασαίνεις δίπλα μου. Να ξέρω πως μονάχη
Δεν είμαι μέσα στη ζωή-δεν είμαι μες στη νύχτα".
"Εγνώρισες τη μοναξά φαίνεται στη ζωή σου".
"Αλήθεια τήνε γνώρισα. Κι είθε ποτέ μου πάλι.
Ούτε να τήνε σκέφτομαι δε θέλω. Θέλω πάντα
Κάποιον να νοιώθω δίπλα μου. Κατι με μένα να ’χει
Κοινό. Ας είναι μυστικό ένα. Η ένα χάδι.
Η μια συνήθεια. Ή μοναχά μια λέξη, ένα πράγμα-
Μια χτένα που και με και σε να στρώνει τα μαλλιά μας
Η μία στάμνα που νερό θα δίνει και στους δυό μας
Η μια ματιά ένας τ’ αλλουνού να ρίχνει κάθε τόσο".
"Κι εγώ ενόμιζα ωρή πως μ’ ήθελες σαν άντρα".
"Μονάχα σα θελήσεις συ τότε διπλά εγώ θέλω.
Μ’ αν συ δε θες, ούτε κι εγώ. Αυτό θα πει γυναίκα".
"Τότε δεν είσαι άνθρωπος μα ζωντανό". "Δεν είμαι,
Οχι, δεν είμαι ζωντανό. Κι εγώ άνθρωπος είμαι.
Μα μια ανθρωπιά είδους αλλουνού μέσα μου ειν’ απλωμένη.
Η σκλάβα ’γω, συ ο κύρης μου. Αυτή ’ν’ η μόνη αλήθεια.
Κι αυτή θεμέλιο του έρωτα είναι, και κει απάνου
Ολα του κόσμου τα καλά μπορούνε να πυργώσουν."
"Άει μωρή κακόμοιρη κι εσύ. Ζωής σκουπίδι.
Όπως εμέ κι εσύ ορφανή κι έρμη στον κόσμο μέσα.
Αλλα εγώ είχα δύναμη. Και θέληση. Και θάρρος.
Και πάλεψα. Και μόνος μου ό,τ’ ήθελα επήρα.
Και συ εμένα διάλεξες για να σε προστατέψω.
Μα ξέρω τ’ είναι μοναξά και τ’ είναι δυστυχία.
Δε θα σ’ αφήσω μόνη σου μες στη ζωή. Στο λέω.
Κι όταν θα ξετελέψουνε τα βάσανα μια μέρα
Και πάλι μες σε σπιτικό θα μπω, μαζί μου θα ’χω
Και σένανε ωρή Μαριώ-στο ίδιο σπίτι μέσα.
Κι αν ο Ζαφείρης εισ’ εδώ, εκεί θα ’σαι η Μαρία.
Και θα ’σαι δίπλα μου κυρά η πρώτη μες στις πρώτες".
"Οχι κυρά. Όχι κυρά. Δούλα σου θέλω να ’μαι".
"Ωρέ μανία με τη σκλαβιά. Εγώ που στην Ελλάδα
Ζητάω να δώσω λεφτεριά, με δούλα θα κοιμάμαι!"
"Ναι Γιώργη μου. Συμπάθα με. Αυτό θα πει γυναίκα.
Δούλα εγώ, αφέντης συ. Διατάζεις κι υπακούω.
Αλλιώς τα μίση, οι φωνές, οι πίκρες κι οι καυγάδες!
Κόλαση θα ’ταν η ζωή αλλιώς καλέ μου Γιώργη".
"Κι αν σκοτωθώ εγώ Μαριώ,θα γίνεις δούλα σ’ άλλον;"
"Γι αυτό εσένα διάλεξα που Χάρο δε φοβάσαι.
Που δεν τολμάει κανείς σ’ αντρειά μαζί σου να παρέβγει.
Που πάντα θα ’μαι δούλα σου και κύρης συ δικός μου".




ΤΟΥ ΤΑ ΧΑΡΙΣΕ Ο ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ
11 Δεκέμβρη 1826

Είμαστε στην Αγόριανη. Εχτές, πέντε Δεκέμβρη
Αφού το Νάκο Πανουργιά και Περραιβό και Ρούκη
Ο Καραϊσκάκης διάταξε να μείνουν στη Βελίτσα
Τραβά με τ’ αποδέλοιπο τ’ ασκέρι για Υπάτη.
Το σχέδιο που ’χει στο μυαλό είναι να δυσκολέψει
Ζορίζοντας από παντού τους Τούρκους που κρατούσαν
Το Λΐδωρίκι, Κράβαρα κι αυτό το Καρπενήσι, 
Και να τους κάνει από κει απολέμητα να φύγουν
Αφήνοντας ελεύθερα στους έλληνες τα μέρη.
Καθώς όμως κινήσαμε, μας έπιασε μια μπόρα
Που βάσταξε όλο το πρωί κι όλο σχεδόν το γιόμα.
Για να διαβούμε της Γραβιάς το φουσκωτό ποτάμι
Εμπήκαμε μες στο νερό ως πάνου από τη μέση.
Δώδεκα λεβεντόπαιδα χαθήκανε στο ρέμα
Και δυό ακόμα χάθηκαν από την κακουχία.
Σταθήκαμε ν’ ανάψουμε φωτιές να ζεσταθούμε.
Μα πού. Τα ξύλα ήτανε ογρά και λασπωμένα.
Τα παλληκάρια ξέσπασαν κι αρχίσανε να βρίζουν
Με τις χειρότερες βρισές τον αρχηγό τον ίδιο:
"Το μούλο! Που μας έφερε στον τόπο του διαβόλου!

Τον κερατά! Που θα μας φάει όλους να ησυχάσει…"
Αυτός που εκατάλαβε πως τα ’χανε μαζί του
Ολη τη νύχτα έτρεχε ή ξύλα να μαζεύει
Η να βοηθάει στις φωτιές, ή έλεγε αστεία,
Η πάλι αναθεμάτιζε πότε τον εαυτό του
Και πότε τον παλιόκαιρο. Και διόλου δεν εστάθη
Λίγο κι αυτός να ζεσταθεί και λίγο να στεγνώσει 
Μον’ έτσι πηγε ως το πρωί. Κι από το λέγε λέγε
Αλλά κι απ’ τοπαράδειγμα που έδινε στους άλλους
Τα παλληκάρια μέρεψαν κι αρχίσαν να γελάνε.
Αφού μισοστεγνώσανε κι είχανε πια ’συχάσει
Σαν ο θεός ξημέρωσε και νοιώθοντας πως είχαν
Τ’ανθρώπινα ξεπεραστεί της αντοχής τους τα όρια,
Πήρε τα παλληκάρια του και, ο Καραϊσκάκης, 
Σ’ Αγόριανη τα έβαλε και στο χωριό Σοβάλα,
Για να ξεκουραστούν εκεί και για να γιατρευτούνε
Οσα ’π’ την προηγούμενη μέρα είχαν άρρωστήσει.
Και μόνον όταν φτάσαμε κι είχαν τελειώσει όλα
Κι ενώ τα ρούχα πάνου του είχαν διπλοστεγνώσει,
Τότε μονάχα έγειρε στο στρώμα ο Καραϊσκάκης
Το κουρασμένο του κορμί λίγο να ξεκουράσει.
Τον άφησα να κοιμηθεί ώσπου μας πήρε γιόμα.


15 Δεκέμβρη 1826
Δυό μέρες ξεκουράστηκαν καλά τα παλληκάρια.
Σήμερα όμως το πρωΐ μαθαίνει ο Καραϊσκάκης
Ότι από την Κάρυστο ο Ομέρπασας ’τοιμάζει
Ασκέρι ένα δυνατό, τους τούρκους να βοηθήσει
Οπου κλεισμένους είχανε στα Σάλωνα οι δικοί μας.
Αμέσως απαράτησε το σχέδιο της Υπάτης
Και στην Αράχοβα γυρνά ώστε σιμά να στέκει
Στ’ άλλα μας τα στρατόπεδα κι αν τόνε χρειαστούνε
Να βρίσκεται κοντά εκεί έτοιμος να συντρέξει.
Σαν βλέπει πως ο Ομέρπασας να ’ρθει καθυστερούσε
Ο Καραϊσκάκης που αργός δεν ήθελε να μένει
Κινάει για τα Κράβαρα και για το Λιδωρίκι,
Λογιάζοντας πως του φταναν δυό μέρες για να διώξει
Τους τούρκους απ’ τά μέρη αυτά και τρόφιμα να έβρει
Γιατί τα παλληκάρια του δεν είχανε να φάνε.
Στο δρόμο παίρνει μήνυμα από Ξύδη και Καλύβα
Πως όσοι μες στα Κράβαρα ήταν Καπεταναίοι
Δε θέλουν τα καπάκια τους να σπάσουν με τους τούρκους.
Λέει στο Δημήτρη το Μάκρη να πάει να τους πείσει
Κι άμα δε θεν με το καλό, να τους εξαναγκάσει.
Με το καλό με τ’ άγριο, τα σπάνε τα καπάκια.
Μες στους Καπεταναίους αυτούς που ’ταν προσκυνημένοι,
Απ’ όλους πιό σημαντικός ήτανε ο Σαφάκας.

Ενώ αυτά εγίνονταν κινά ο Καραϊσκάκης
Με τον δικό του νταιφά και πάει στο Κλημάκι,
Για να χτυπήσει τους εχθρούς που ορδί εκεί ’χαν στήσει.
Τούρκοι ήτανε και  Χριστιανοί ως χίλιοι οχτακόσοι
Κι είχαν αυτοί γι κεφαλές τον Ίσκο τον Αντρέα,
 Κι απόκοντά του άλλοι δυο-οι  Στράτος και Σαδήμας.
Κι οι τρεις αυτοί λογάριαζαν τα Σάλωνα περνώντας
Στην Αττική να κατεβούν και βοηθοί να γίνουν
Στον Κιουταχή που ήθελε να μπει μες στην Αθήνα.
Και ταμπουρώθηκαν γερά. Ομως δε βγαίναν έξω
Με τους δικούς μας να πιαστούν, όσο κι αν οι δικοι μας
Για να τους ερεθίσουνε τους φώναζαν κιοτήδες.
Σαν είδαν να τους απειλεί όμως ο Καραϊσκάκης,
Το σκασαν και περίτρομοι στη Ναύπακτο κρυφτήκαν.

Μα τώρα έμενε φαΐ να βρούνε οι στρατιώτες.
Αυτό το πρώτο μέλημα ήταν του Καραϊσκάκη
Για το στρατό του-πάντοτε να είναι χορτασμένος.
Στο Λιδωρίκι βρίσκονταν μέσα κάτι αποθήκες
Γεμάτες με γεννήματα τέσσερους χιλιοτόνους.
Ηταν τα δεκατιάτικα που μάζεψε ο Σαφάκας
Απ’ τους αγρότες τη χρονιά που πέρασε για φόρο. 
Δε βάσταγε η έρημη καρδιά του Καραϊσκάκη  
Αυτά να στέκουν άχρηστα ενώ τα παλληκάρια  .
Κακοπαθούσαν νηστικά και ξετραχηλισμένα
Μες σε βροχές και παγωνιές, σε λάσπες και σε χιόνια.  
Τα ζήτησε του Σάφακα. Εκείνος λέει όχι.
"Μου ταδωσε ο Κιουταχής" του λέει,"κι είναι βιός μου,
Και θα τα δώσω μοναχά σ’ όποιονε με πληρώσει".
"Καλά. Δε θες με το καλό, τα παίρνω με το ζόρι".
Εκεί ήτανε ο Βέικος , απ’ τούς τρανούς Σουλιώτες.
Πηγαίνει στο κονάκι του ο Σαφάκας, του λέει:
"Θ’ αφήσουμε το γύφτο αυτόν να κάνει ό,τι θέλει;
Δε φτάνει που βαλε βουλή το βιος μου να μ’ αρπάξει
Μα και τ’ Αρματολίκι μου που μου ’δωκε ο Κιουτάγιας
Δε μου τ’ αναγνωρίζει λέει, και θέλεινα το πάρει".
Ο Βέικος υποσχέθηκε πως θα τόνε βοηθήσει:
"Θα σε υποστηρίξουνε οι Σουλιώτες μου» του λέει.
«Αλλ’ αν μαζί μας θα ’χουμε και λίγους Ρουμελιώτες
Τότε πατάμε πιό γερά. Ξέρω πού θα τους έβρω».
Τον παίρνει και τραβάν μαζί και παν στους Ρουμελιώτες.
Τους Σπυρομήλιο βρίσκουνε  και Χρήστο Χατζηπέτρο.
"Πρέπει να συμμαζέψουμε" τους λεν, "αυτόν το μούλο.
Κανείς δε μας ακούει πιά. Σ’ όλες τις υποθέσεις
Γίνεται ό,τι πει αυτός". "Τί θέλετε να γίνει;"
"Να τον μποδίσουμε το βιός να πάρει του Σαφάκα, .
Κι επιτροπή να φτιάξουμε κι αυτή να κυβερνάει".
Το μέγα ήταν των Σουλιωτών μαράζι, το γκουβέρνο.
Οι δυό κάνουν πως δέχονται. Γιατί κι οι δύο είναι       
Καπτάνιοι που ορκίζονται στ’ όνομα Καραΐσκάκης,
Αλλά να ξεσκεπάσουνε θέλανε τους Σουλιώτες.
Πρωΐ πρωί συνάχτηκαν σήμερα οι Καπετάνιοι
Γυρεύοντας το επίμαχο το πρόβλημα να λύσουν.
Ανέγνοιαστος και σίγουρος όντας ο Καραϊσκάκης
Πως όλοι θα τον δίκιωναν, τον Βέικο ακούει
Ξάφνου να μη συντάζεται μαζί του και να παίρνει
Τα δίκια του φιλότουρκου Σηφάκα. Επικράθη.
Γυρνάει στους υπόλοιπους Σουλιώτες και ρωτάει
"Και σεις τα ίδια λέτε ωρέ;" "Και μεις" του απαντάνε.
Σε Χατζηπέτρο γύρισε μετά και Σπυρομήλιο,
Τους Ρουμελιώτες που το "ναι" είπανε στο Σαφάκα.
" Γιατί σεις δε μιλάτε ωρέ! Με ποιου το μέρος πάτε;"
"Με σένα είμαστ’ αρχηγέ" του λένε μ’ ένα στόμα.
«Δικά του τα γεννήματα δεν είναι. Να τα δώσει.
Ως για τ’ Αρματολίκι του, νομίζουμε κι οι δύο
Πως η Κυβέρνηση γι αυτό πρέπει ν’ αποφασίσει". 
Δαγκώθηκε ο Βέικος. Χάρηκ’ ο Καραΐσκάκης.
Σαν οι Σουλιώτες φύγανε σ’κώνεται κι αγκαλιάζει       
Και τους φιλάει σταυρωτά τους δυό Καπεταναίους:
"Αδέρφια συχωράτε με αν για χατήρι εκείνων
Κάποτε σας αδίκησα. Βλέπω πως δεν τ’ αξίζαν".

Το ’πε αυτό γιατί προψές για χάρη των Σουλιώτων
Στενοχωρήθη ο Πανουργιάς με τον Καραϊσκάκη:
Ο Καραϊσκάκης πρόβλεπε ότι σε λίγες μέρες
Λέφτερα και τα Σάλωνα θα ’ταν από τους τούρκους
Κι από τα τώρα έψαχνε κάποιον εκεί ν’ αφήσει 
Όταν οι τούρκοι φεύγανε, για να τα διαφεντεύει.
Τώρα ο Νάκος Πανουργίας ήτανε Σαλωνιώτης.
Πήγε λοιπόν στον αρχηγό κι επίμονα του εζήτει
Αυτόν να κάνει Διοικητή. Μα ο Καραϊσκάκης
Οσο και να τον παίδεψε, δεν του ’κανε τη χάρη.
"Γιατί; Δε μ’ έχεις ικανό για μία τέτοια θέση;"
"Αδέρφι Νάκο Πανουργιά, μη με ζορίζεις άλλο.
Δεν είναι που για ικανό δε σ’ έχω ή γι αντρείο.
Όμως αδέρφι, εμείς οι δυο, είμαστε Ρουμελιώτες
Και παρεξήγηση του ενού δεν του κρατεί ο άλλος.
Θέλω να κάνω την καρδιά σε κείνους τους Σουλιώτες.
Το ξέρεις πως σε μια κλωνά κρέμεται η φιλιά τους.
Δε θέλω αφορμή καμμιά για κάκια να τους δώσω. 
Κι ακόμα ωρέ Πανουργιά, δε θέλω, σου το λέω,
Να βάζω ντόπιους να φυλάν τα ίδια τους τα μέρη.
Γιατί όσο κι αν καλός κανείς, η γνωριμιά που έχει
Και η φιλιά του μ’ άψυχα πράματα και μ’ ανθρώπους
Σε δίκια μία Διοίκηση εμπόδια θα του γίνουν".

Τις σχέσεις του γυρεύοντας που ’χε με τους Σουλιώτες
Να τις στεριώσει, προσκαλεί το Βέϊκο ο Σαφάκας
Να του βαφτίσει το παιδί, πέρα στην Αρτοτίνα.
Όσο αυτοί γλεντάγανε, φεύγει ο Καραϊσκάκης
Και πάει κατά τη Λειβαδιά τους Τούρκους να χτυπήσει.
Για να ’ναι όμως σίγουρος ότι στις επαρχίες
Που πάλι πήραν τ’ άρματα δε θα πατήσουν τούρκοι,
Στέλνει το Γιώτη το Δαγκλή στα γύρω της Βελίτσας,
Και το Γιαννούλη διάταξε να πάει στο Παλιοξάρι
Και να σηκώσει το Λαό. Κι έστειλε στο Λεσίνι
Το Δήμο Τσέλιο. Ύστερα, πήρε απ’ τις αποθήκες
Τα όσα είχε γεννήματα συνάξει ο Σαφάκας
Και πάει στο Μαυρολίθαρο. Εδώ είμαστε τώρα
Μπόλικο αλεύρι έχοντας για κάμποσες ημέρες.

Εδώ για μια συζήτηση με τον Καραϊσκάκη 
θα πω, που ’χα επέρυσι, εξω απ’ το Μισολόγγι. 
Σήμερα τη θυμήθηκα μετά το επεισόδιο
Ανάμεσα των Σουλιωτών και του Καραϊσκάκη.
Τον Καραϊσκάκη ανέκαθεν τον βλέπαν οι Σουλιώτες
Σαν ένα τους αντίπαλο μεγάλο στους αγώνες
Που κάνανε από παλιά για το αρχηγιλίκι.
Αυτοί οι αγώνες μερικές φορές γινόνταν μ’ όπλα.
Σ’ αγώνα έναν απ’ αυτούς λοιπόν ο Καραϊσκάκης
Ενα Σουλιώτη σκότωσε κι αιχμάλωτο έπιασ’ άλλον.
Κι εκείνου που σκοτώθηκε του ’κοψε το κεφάλι
Κι έστειλε τον αιχμάλωτο μαζί με το κομμένο
Κεφάλι, στον Χουρσίτπασα. Τον ρώτησα μια μέρα
Αληθεια αν ήταν όλα αυτά. Μού είπε ήταν αλήθεια.
"Το εικοστρία ήτανε και τον Απρίλη μήνα. 
Ητανε η περίσταση που ο τεσσαρομάτης
θέλοντας να ξεφορτωθεί τους Τζαβελαίους Σουλιώτες
Τους έστειλε μες στ’ Αγραφα-να ’ρθουνε να τα πάρουν.
Έτσι εγλίτωνε απ’ αυτούς, αλλά μαζί με κείνους
Και από μένα ησύχαζε που πάντα προσπαθούσε
Μια ευκαιρία κατάλληλη να βρει να με χαλάσει.
Ετσι εμένανε έβαλε, και από τους Σουλιώτες
Τους Τζαβελαίους που πείναγαν, σε πόλεμο να ’ρθούμε.
Γιατ’ ήξερε ότι εγώ δε θα ’στεργα ποτέ μου
Αλλοι να μου πατήσουνε, όποιοι ήταν, τ’ Άγραφά μου.
Στη μάχη που εκάμαμε, γενναίοι οι Σουλιώτες,
Σαν το λαγό με κάνανε να τρέχω να γλιτώσω.
Και πέντε μου σκοτώσανε. Κι ένας από τους πέντε
Ο Συντεκνιώτης ήτανε, φίλος μου κι αδερφός μου.
Μα δεν τους άφησα κι εγώ άβλαφτους να γλιτώσουν.
Κι έπιασα έναν ζωντανό, κι εχάλασα άλλον έναν.
Κι έπιασα-ναι-και του νεκρού έκοψα το κεφάλι
Και με τον ζωντανό μαζί το ’στειλα στο Χουρσίτη.
Θέλεις γιατί εθύμωσα με τον τεσσαρομάτη
Που όλα τ’ ανακάτωνε, θέλεις με τους Σουλιώτες
Που ασυλλόγιστα ό,τι αυτός τους είπε είχαν κάνει".
Είχε αρχίσει κι έπεφτε της νύχτας το σκοτάδι.
Σταμάτησε το λόγο του. Μ’ εστειλε να του φέρω
Το γιασεμί του.Το ’φερα κι άρχισε να καπνίζει.
Αφού ετράβηξε δυο τρεις μετά εσοβαρεύτη,
Από το χέρι μ’ έπιασε, με κάθισε κοντά του,
Και με φωνή συνέχισε βαθιά και ταραγμένη:
"Τ’ Αγραφα ήτανε για με ολόκληρη η ζωή μου.
Σε κείνα πρωταντίκρυσαν τα μάτια μου το φως τους.
Εκείνα ήτανε για με και μάνα και πατέρας.
Εκείνα μ’ αναθρέψανε. Με μέστωσαν εκείνα.
Τ’ αγρίμια και τ’ αγριόχορτα με τάισαν της γης τους.
Οταν κανείς δε μου ’δινε ούτε ψωμί να φάω
Τα σπήλια τους με κρύβανε απ’ οσους με γυρεύαν
Για να με κόψουνε γιατί με τις κλεψές εζούσα.
Αυτό τον τόπο ήξερα κι αυτός μ’ ήξερε μόνο.
Αλλον, αν τ’ Άγραφα έχανα, μες σ’ όλη την Ελλάδα
Τόπο δεν είχα να σταθώ. Πέρα, στο Μισολόγγι,
Εχθροί με καρτερούσανε θανάσιμοι και άγριοι -
Κι η Διοίκηση ολόκληρη και ο τεσσαρομάτης
Με κατατρέχαν. Μόνη μου απαντοχή κι ελπίδα
Ηταν για μένα τ’ Αγραφα. Για τούτο τα γνοιαζόμουν.
Αν τ’ Αγραφα εχάνονταν χανόμουνα μαζί τους.
Αν το Σουλιώτη έστειλα πεσκέσι στο Χουρσίτη,
Το ’κανα επειδή ήθελα να δείξω πως ειμ’άγριος.
Και οι Σουλιώτες να το δουν αυτό, να φοβηθούνε
Και να μην έρθουνε ποτέ στα μέρη μου και πάλι.
Πεσκέσι όταν έστειλα στον Τούρκο το Σουλιώτη
Πολέμαγα για τη ζωή και για τα όνειρά μου.
Μα κι άχτι ένα εξω απ’ αυτά τους είχα τους Σουλιώτες:
Οι διάολοι του κερατά μπορεί να ’ναι λεβέντες
Μα έμαθαν να πολεμάν μόνο στα βράχια πάνου.
Όταν βρεθούν στα πεδινά ειν’ έξω απ’ τά νερά τους.
Και όταν με το νταΐφά ήμουν του Κατσαντώνη
Δύο φορές μας κάψανε με τα φερσίματα τους.
Τη μιά-μαζί μας ήτανε απ’ αυτούς ένα μπουλούκι-
Βρεθήκαμε κάποιο πρωί απέναντι στους τούρκους
Που αρχηγό τους το Μπεκήρ είχαν τον Τζογαδούρο.
Οι Τούρκοι ήτανε πολλοί. Βρισκόμασταν στο Βάλτο.
Ητανε το πιό φρόνιμο να πιάσουμε άλλη θέση
Γιατί εκεί που ήμασταν μπορούσανε οι τούρκοι
Λίγο μυαλό αν είχανε, γερά να μας στριμώξουν.
Μα οι Σουλιώτες ήθελαν εκεί να πολεμήσουν.
Ο Κατσαντώνης μάλωσε μαζί τους, μα στο τέλος
Αθελα υποχώρησε κι έδωσε εκεί τη μάχη.
Και μας εκλείσαν. Χρειάστηκε να κάνουμε γιουρούσι.
Κι ήταν το αποτέλεσμα να πληγωθεί ο Αντώνης,
Θαύμα είναι πώς τον πήραμε απ’ τών τουρκών τα χέρια.
Γιατί; Γιατί το ήθελαν εκείνα τα τσογλάνια.
Κι οι ίδιοι γίναν αίτιοι και χάθηκε ο Δίπλας,
Θείος μου, λεβεντάνθρωπος και πρώτος Καπετάνιος,
Που Κλέφτης με τ’ ασκέρι του πρωτόβγε ο Κατσαντώνης.
Ηταν όταν μας στρίμωξε ο Αγος Μουχουρντάρης.
Είπε ο Δίπλας στον Κοσμά, Σουλιώτη Καπετάνιο,
Να φύγουνε. Να παν αλλού. Εκείνος δεν εδέχτη.
Οι Τούρκοι μας ελιάνισαν. Σκοτώθηκε ο Δίπλας
Κι έντεκα ακόμα έλληνες.Τότε κι εγώ Μαρία
Πρώτη φορά πληγώθηκα. Και γίναν όλα τούτα
Γιατί τα ξεροκέφαλα των Σουλιωτών το θέλαν".


(συνεχίζεται)