(συνέχεια «ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ»)
Γράφω βαθιά μεσάνυχτα. Τα μάτια μου βαραίνουν.
Εξω το κρύο είναι βαρύ κι ακόμα πέφτει χιόνι.
ΤΟ ΜΑΚΕΛΛΕΙΟ
25 Νοέμβρη 1825
Γίνανε πράγματα πολλά και τι να πρωτογράψω.
Το χιόνι δε σταμάτησε. Εχιόνιζε ακόμα
Και σήμερα. Σαν περπατώ με πάει παν’ απ’ το γόνα.
Εχτέ τ’ απομεσήμερο οι τούρκοι αποφασίσαν,
Μην έχοντας καλλίτερο τίποτα για να κάνουν,
Να βγουν. Μα τους πετσόκοψε η σπάθα των ελλήνων.
Ως βράδυ χτες δεν ξέραμε τι γίνεται στους τούρκους.
Εσήμερα τα μάθαμε από τους αιχμαλώτους.
Γι αυτό θα δώσω με σειρά όσα ως τώρα τρέξαν
Στ’ ασκέρι και το τουρκικό, αλλά καιτο δικό μας.
Το χιόνι τους γονάτισε τους τούρκους πέρα πέρα.
Πολλών τους επαγώσανε τα χέρια και τα πόδια.
Και φυσικό ήταν αυτό. Γιατί δεν είχαν ξύλα
Ν’ ανάψουνε καμμιά φωτιά λίγο να ζεσταθούνε-
Ο τόπος είναι άδεντρος που ήτανε κλεισμένοι.
Σπίτια δεν είχε να ’παιρναν τα ξύλα να τα κάψουν.
Το μόνο ξύλο που είχανε ήσαντε τα σαμάρια.
Τα πήραν και τα κάψανε. Και για να λιγοστέψουν
Το κρύο που τους χτύπαγε, είχανε βάλει κύκλο
Τα ζα, κι αυτοί καθόντανε ’πο μεσα από τον κύκλο.
Αλλά δεν ήταν μόν’ αυτό. Τούς θέριζε η δίψα.
Άρχισαν να φωνάζουνε λοιπόν στους αρχηγούς τους
και τους ζητούσαν γρήγορα μια απόφαση να πάρουν.
Πρώτα στον Κεχαγιάμπεη επήγανε. Εκείνος
Τους είπε πως δε μπόρηγε μόνος ν’ αποφασίσει
Κι είπε να παν όλοι μαζί να βρουν το Μουσταμπέη
Να συζητήσουνε οι δυο κι απόφαση να πάρουν.
Κι ο Κεχαγιάμπεης μπροστά, τ’ ασκέρι από πίσω,
Τραβάν για του Μουστάμπεη. Σα φτάσαν στη σκηνή του
Βγαίνει έξω ο Καραμφίλμπεης, του Μουσταή τ’ αδέρφι.
Τους λέει πως τ’ αδέρφι του του θανατά εχτυπήθη
Και λίγες ώρες μοναχά του μένουνε ακόμα.
"Γι αυτό μην περιμένετε απόφαση από κείνον.
Μη τον μετράτε ζωντανό. Μονάχοι αποφασίστε".
Ν’ ακούσει ο Κεχαγιάμπεης πως ο Μουστάμπεης πάει,
Στο χώμα εσωριάστηκε σαν σάκκος αδειασμένος
Κι ούτε μπορούσε να σκεφτεί πώς θα σωθεί τ’ ασκέρι.
Σε τούτη την απελπισά που χτύπαγε τους τούρκους,
Σηκώνετ’ ένας άντρακλας, Γκέκας, θεριακωμένος,
Μαζεύει όλα τα γερά κοντά του παλληκάρια,
Κι αποφασίζούνε να βγουν κι όσοι σωθούν σωθήκαν.
«Και πώς θα βρούμε δρόμο ωρέ μέσα σε τέτοια ζάλη;"
Λέει ένας αρβανίταρος. "Εγώ θα σας τον δείξω",
Μία φωνή ακούστηκε. Ήτανε ο προδότης
Ζελιγιανναίος με τ’ όνομα, που όλα τα μονοπάτια
ου Παρνασσού, ένα μυστικό δεν είχαν από δαύτον.
Παίρνουν λοιπόν του Παρνασσού το δρόμο οι Αρβανίτες
Κι άγρια θεριά σαν να ’τανε πέφτουνε στους δικούς μας.
Tώρα οιι δικοί μας, λιγοστοί φυλάγανε τους τούρκους-
οι πιό πολλοί ζεσταίνονταν μες στου χωριού τα σπίτια.
Έτσι περάσανε σχεδόν όλοι απ’ τούς τρακόσους.
Τους βλέπει ο Καραμφίλμπεης, τρέχει στον αδερφό του
που έζηγε δεν έζηγε, και το και το του λέει,
Θα σε κρατώ στον ώμο μου και θα ’βγουμε κι οι δυό μας.
Εσήκωσε ο Μουστάμπεης όση φωνή κι αν είχε:
"Στ’ όνομα του πατέρα μας αδερφι σ’ εξορκίζω.
Αν κουβαλάς και με μαζί, κι οι δυο θα χαθούμε.
και δεν είναι το χάσιμο-μιά ζήση τη χρωστάμε.
Μα οι άτιμοι χαίνηδες θα ’χουν τη χάρη τότε
Να πάρουν το κεφάλι μου και να το περγελούνε.
Εγώ δεν καταδέχτηκα σ’ αυτόν τον Καραϊσκάκη
Και ζώντας να παραδοθώ, για να μην το καυχιέται
πως σαν και με πολεμιστής τον έχει προσκυνήσει.
Μη τώρα θέλεις άρρωστον σ’ αυτόνε να με δώσεις.
Γιατί αυτό θα έχουμε το τέλος και οι δύο
Αν θέλεις να με κουβαλάς και μένανε μαζί σου.
Γι αυτό αδέρφι αν μ’ αγαπάς κι άντρας και συ αν είσαι
πάρε μου το κεφάλι μου και βάλτο σ’ ένα σάκκο
Και τρέξε να σωθείς κι εσύ, και κείνο να γλιτώσεις
Απ’ τό βαρύ το ατίμασμα απ’ τούς εχθρούς που θα ’βρει ".
Και πήρε το κεφάλι του και φεύγει ο αδερφός του.
Βλέπουνε την κατάσταση του κεχαγιά οι δούλοι
πάνε και τον παρακαλάν να φύγουνε κι εκείνοι,
Αλλά και όσο απόμενε ακόμα εκεί ασκέρι
(Γιατί πολλοί εφύγανε χωρίς να τον ρωτήσουν)
Κι αυτό να φύγει-να σωθεί. Και τότε αποφασίζει
Να φύγει και ο κεχαγιάς και όλο του τ’ ασκέρι.
Σαν έφτασεν η είδηση για το φευγιό στο Γιώργη,
Απαρατάει τη φωτιά όπου εζεσταινόταν,
και μπήγει δυνατές φωνές να τον ακούσουν όλοι
Οι Τούρκοι ότι φεύγουνε, να παν να τους χαλάσουν.
Τώρα τί έγινε; Πιό πριν, πρωί ακόμα ήταν,
ακούστηκε μία φωνή πως φεύγουνε οι τούρκοι.
Όλοι απ’ τά σπίτια βγήκανε τότε. Μα όταν είδαν
Ότι ακόμα στέκονταν στη θέση τους οι τούρκοι,
πίσω ξαναγυρίσανε και πιάσαν τις φωτιές τους.
Γι αυτό και τώρα νόμιζαν πως πάλι το ίδιο θα ’ναι-
πως κάποιο λάθος θα ’γινε και πάλι, και δε βγήκαν.
Τότες αρχίζει ο Γιωργής σαν τον δαιμονισμένο
Να φέρνει γύρα το χωριό, να μπαίνει μες στα σπίτια,
Και είτε φοβερίζοντας, είτε φιλοτιμώντας,
Η βρίζοντας, ή αμοιβές τάζοντας σ’ όποιον φέρει
Τούρκων κεφάλια, ή ζωντανόν όποιος ζωγρήσει τούρκο,
Τους ξεσηκώνει όλους τους και τρέχουν στον αγώνα.
Και πέσαν πάνου στην Τουρκιά και κόβουν το φευγιό της.
Κι αρχίνησε το μακελλειό. Οι έλληνες εσφάζαν
Ωσπου στομώσαν τα σπαθιά. Όσοι απ’ αυτούς γλιτώναν,
Επέφτανε στους Ελληνες που έρχονταν συνέχεια.
κι άλλο όπλο ως δεν εδούλευε, παρά η σπάθα μόνο,
και του χιονιού η αφρατιά έπνιγε κάθε αντάρα
και κάθε άπελπη κραυγή των τούρκων που χανόνταν,
Ητανε μια παράξενη,όσο και άγρια μάχη,
Κι αμίλητη σα θάνατος.Τώρα πολλοί απ’ τούς τούρκους
που απ’ τά κρυοπαγήματα βλαμμένα είχανε πόδια,
Μέσα στο χιόνι πέφτανε, κρατώντας την ελπίδα
πως θα τους πάρουν για νεκρούς κι έτσι πως θα γλιτώσουν.
Κι όταν οι πρώτοι Ελληνες βρίσκανε τους πεσμένους
Στα γρήγορα τους παίρνανε άρματα και κεμέρια
και φεύγανε, θαρώντας τους αλήθεια πεθαμένους.
Κι αληθινά πολλοί απ’ αυτους πέθαναν μες στο χιόνι.
Κι οι χατζαρούλες έρχονταν για πλιάτσικο από πίσω,
και άρματα μη βρίσκοντας, τους βγάζανε τα ρούχα.
και τότε καταλάβαιναν πως μερικοί από κείνους
Ακόμα ζούσαν. Και καθώς εκείνοι τους ετάζαν
Πως θα τους δώσουνε λεφτά που τα ’χαν κάπου κρύψει
Αρκεί να μη τους χάσουνε, καμπόσοι εγλιτώσαν.
Ο Κεχαγιάμπεης ένοιωσε πως γλιτωμό δεν έχει.
Πάνω σε βράχο εκάθησε, με γύρω τους δικούς του,
και φώναζε ποιος ήτανε, τάζοντας αν τον πιάσουν
και δεν τόνε σκοτώσουνε, λύτρα γερά να πάρουν.
Μ’ άτυχος ήταν. Επεσε στους Ελληνες εκείνους
που γλίτωσαν στην Εξοδο από το Μισολόγγι,
κι όπως θυμόνταν το χαμό που πάθαν στην παγάνα
που στο Ζυγό στους Ελληνες ο ίδιος είχε στήσει,
Επεσανε απάνου του κι αλύπητα τον κόψαν.
Οι έλληνες σταμάτησαν τ’ αλύπητο κυνήγι
Μόνον αφού ενύχτωσε. Και στο χωριό γυρίσαν.
Μα όσα κι αν ελέγανε, δεν πίστευεν ο Γιώργης
Ότι μεγάλος ήτανε ο χαλασμός των τούρκων,
Όπως του τον παράσταινε καθείς απ’ τους δικούς μας.
Και μ’ όλο που κουβάλησαν στ’ ορδί μας το κεφάλι
Του Κεχαγιάμπεη, κι αυτοί όπου τόνε γνωρίζαν
Το Γιώργη εβεβαίωναν πως ήταν το δικό του,
και μ’ όλο που του Μουσταή του φέραν το κεφάλι -
Όπου ο Καραμφίλμπεης πέταξε ο αδερφός του
Ως έτρεχε για να σωθεί, πάλι ο Καραϊσκάκης
στενόχωρα επέρασε τη νύχτα του, θαρρώντας
πως όσα τους αξίζανε δεν πάθανε οι τούρκοι.
Σήμερα το πρωί πρωί πήγε να δει ο Γιώργης
Αν Τούρκοι χάθηκαν πολλοί. Κι ως με τα μάτια του είδε
Στρωμένος να ’ναι τούρκικα κορμιά ο κάμπος όλος,
Ησύχασε πως στάθηκε ο χαλασμός μεγάλος.
Κι απ’ ότι έπειτα έλεγε, από τις δυο χιλιάδες
Τους τούρκους που στη Ράχοβα ήτανε μαντρωμένοι,
Μόνο καμμιά διακοσαριά λογάριαζε να φύγαν
Και άχρηστοι για πόλεμο και κείνοι, απ’ τά τόσα
Που ’παθαν κρυοπαγήματα χωμένοι μες στα χιόνια.
"Απ’ τον καιρό του Δράμαλη δεν πάθαν τέτια νίλα"
Όλη τη μέρα μου ’λεγε. Κι ότ’ είχαν και δεν είχαν
Επέσανε στα χέρια μας: Όπλα και ζά, συγύρια,
Πολεμοφόδια ένα σωρό κι αμέτρητα μπαϊράκια.
Και μία σκιά πρωτόειδωτη επρόσεξα να σκιάζει
Τα λαμπερά τα μάτια του σα μου ’πε: "ωρέ Μαρία
Να ’ταν μαζί μας στη χαρά ετούτη κι ο Σουλτάνης…"
26 Νοέμβρη 1826
Με το ξημέρωμα εχτές, διάταξε ο Καπετάνιος
και με κεφάλια τουρκικά χτίσαν μια πυραμίδα.
Ο Καραϊσκάκης έβαλε ζωγράφο,τον Ιατρίδη,
Να ζωγραφήσει το σωρό απ’ τά τούρκικα κεφάλια.
Έκατσε ολημερίς αυτός και η δουλειά εγίνη.
Οταν το βράδυ έφερε τη ζωγραφιά στο Γιώργη,
Ί'ου ’πε ακόμα: "Αρχηγέ, αυτά που οι τούρκοι κάνουν
Δε στέκει να τα κάνουμε κι εμείς. Σκληρότη δείχνει
Κι απανθρωπιά το στήσιμο μιας τέτιας πυραμίδας".
Γλυκόφωνα, χωρίς θυμό τον αποπήρε ο Γιώργης:
«Και τ’ είναι ωρέ τ’ ανθρώπινο κορμί όταν πέθανει;
Ενα σακί για πέταμα. Βρώμισμα και σαπίλα.
Το λογαριάζεις ζωντανό; Πάρε μια χούφτα λάσπη
Κι ένα κορμί ανθρώπινο πλάσε με δάφτην. Εχει
Αξία το κορμί αυτό; Χώμα δεν είναι όπως
Το χώμα που κι εσύ πατάς και κατουράς και χέζεις;
Υποκριτής είσαι ωρέ. Αξία δίνεις σ’ ό,τι
Να σε πειράξει δεν μπορεί. Αν όμως χτες μπορούσες
Όληνε την Τουρκιά με μια θα ’κοφτες χατζαριά σου.
Τους ζωντανούς χρειάζεται ζωγράφε να καλόχεις.
Εκείνους πρέπει να πονάς-εκείνους να φροντίζεις
Κι όχι τ’ ανέψυχα κορμιά, τις πέτρες και το χώμα.
Και το θεό να ’φχαριστάς πρέπει, πού είμαστ’ έτσι
Που τόσο είμαστε σκληροί ως λες, καθώς οι τούρκοι,
και πύργους με τ’ ανθρώπινα που χτίζουμε κεφάλια.
Μον’ όποιος είναι άγριος όπως αυτοί ζωγράφε,
Μόνον αυτός θα γίνονταν μαζί τους να τα βάλει
Και όχι μόνο αυτό, αλλά, να τους νικήσει κιόλας.
Μον’ τ’ αγριόσκυλα μπορούν με λύκους να τα βάλουν.
Και να ’σαι σίγουρος ωρέ, σα μάθουνε οι τούρκοι
ότι με τα κεφάλια τους έχω σηκώσει πύργο,
κι όλους τους Ελληνες κι εμέ διπλά θα μας φοβούνται.
Κι άκου και τούτο. Είδα χτες, ένα όνειρο ζωγράφε.
Ημουνα λέει στ’ Αγραφα. Κι έβρεχε. Κι ήταν νύχτα,
και στη σπηλιά βρισκόμουνα όπου μικρός εζούσα.
Κι αρχίσανε από παντού μες στη σπηλιά να μπαίνουν
Κεφάλια που από τό λαιμό σύρριζα ήταν κομμένα.
Κι αμέσως γέμισε η σπηλιά και δεν εχώραγε άλλα.
Ηταν κεφάλια ελληνικά, κομμένα από τους τούρκους.
Και πύργους είχανε παλιά στήσει μ’ αυτά εκείνοι.
Τα μαγουλά τους κόκκινα.Τα κρέατα κρεμόνταν
Κι αίματα στάζανε νωπά, σα να σφαγήκαν τώρα.
Και βόγκαγαν και νείρονταν και κλαίγαν.
Και σε λίγο όλη η σπηλιά εγέμισε με δάκρυα και μ’ αίμα
Και μία λίμνη κόκκινη έγινε να με πνίξει.
Και τρομαγμένος και χλωμός τραβήχτηκα στην άκρη.
"Τι θέλετ’ από μένανε" τους είπα. Και αμέσως,
Σα μόνο να περίμενε ν’ ακούσει τη φωνή μου,
Ενα κεφάλι μίλησε, τ’ άλλα ενώ στριγγιάζαν.
"Γυρνάμε σαν ανεμικά ψάχνοντας τα κορμιά μας.
Γυρνάμε κει που πέσαμε. Γυρνάμε κει που ο τούρκος
Μας έκοψε, και ψάχνουμε καθένα το κορμί του.
Κι όταν το βρούμε, και ξανά σα γίνουμε ακέριοι,
Σηκώνει τη χατζάρα του ένας χαλδούπης πάλι
και πάλι μας ξαναχτυπά και μας ξαναχωρίζει.
Όταν κι εσύ με τούρκικα κεφάλια στήσεις πύργο,
Κάθε κεφάλι χτίζοντας που θα ταιριάζεις στ’ άλλο,
κι ένα κεφάλι από μας θα βρίσκει το κορμί του,
Χωρίς ο Τούρκος να μπορεί να το χαλάσει πάλι.
Τότε και μας θα μας δεχτεί στα μέρη του ο Αδης.
Τη χάρη κάνε μας αυτή που σου ζητάμε αδέρφι.
Ποιός άλλος παρά έλληνας μπορεί να μας βοηθήσει;
Ποιός άλλος παρά σαν εσέ μεγάλος πολέμαρχος;
Δος μας αδέρφι λυτρωμό απ’ τήν κατάρα ετούτη.
Βάσανα στη ζωή πολλά μας έχει δώσει ο Τούρκος.
Μη τον αφήσεις ως κι εδώ μαρτύρια να μας κάνει.
Θεός δεν ειν’ αδέρφι εδώ. Δεν είναι δικιοσύνη.
Όπως κι εκεί, κανείς κι εδώ. Κενό. Ερμιά και φρίκη.
Μον’ όποιος έχει δύναμη μπορεί να μας βοηθήσει.
Αυτός μπορεί το χώρισμα να σπάσει που χωρίζει
Ζωή και Θάνατο. Αυτός μόνο μπορεί να κάνει
Μα μην όλο πλανιόμαστε σαν τους καταχανάδες.
Σύ μόνο το μπορείς αυτό. Αδέρφι γλίτωσέ μας".
Το αίμα και τα δάκρυα γέμισαν τη σπηλιά μου.
Φτάσαν ως το κεφάλι μου. Από την αγωνία
Κι απ’ τον αγώνα να σωθώ, ξύπνησα ιδρωμένος.
Αλλά και όταν ξύπνησα, θάρρειγα πως ακούω
Τα λόγια που μου λέγανε τα ελληνικά κεφάλια
Οταν αγωνιζόμουνα να φύγω κολυμπώντας:
«Τότε μονάχα θα σωθείς,όταν εμάς θα σώσεις".
ΤΑ ΕΠΙΝΙΚΙΑ
Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Το γιόμα ήρθαν στη σκηνή τέσσεροι καπετάνιοι:
Νικηταράς, Γιώργης Δαγκλής, Χορμόβας, Δυοβουνιώτης,
Και δύο αξιωματικοι-χιλίαρχοι κι οι δυό τους,
και περιμένανε να ’ρθεί απόξ’ ο Κάραισκάκης.
Γιατί έγγραφο εμάθανε ότι ετοιμαζόταν
Να στείλει στην κυβέρνηση για τη μεγάλη νίκη,
κι ήταν σταλμένοι απ’ αρχηγούς, άλλους, μικρότερούς τους,
Να μάθουνε το τί σκοπό είχε ο Καραισκάκης-
Θα υπόγραφε μόνον αυτός το έγγραφο, ή κι άλλοι-
κι αν άλλοι, ποιοί θα ’ταν αυτοί-και πόσοι-αυτό θέλαν
Τον Καραϊσκάκη όλοι αυτοί σα θα ’ρθει να ρωτήσουν.
Απ’ το πρωί εμένανε μου είχε πει ο Γιώργης
Πως όλους θα τους έβαζε μαζί του να υπογράψουν-
κι όλους τους αξιωματικούς κι όλους τους Καπετάνιους.
Δεν ήθελα να τους το πω όμως-ήθελα ο ίδιος
Να τους ειπεί την είδηση χαρά που θα τους δώσει.
Κι ας με διπλορωτήσανε, τους είπα πως δεν ξέρω.
Και κάτσαν και κουβέντιαζαν, κι άκουγα και χαιρόμουν.
Κι έλεγε ο Νικηταράς με την παχιά μουστάκα
Και τη χοντρή την κάπα του στους ώμους του ακόμα:
"Ξέρετ’ ωρέ τ’ ήταν αυτό που πάθανε οι Τούρκοι;
Καταστροφή μεγάλη ωρέ. Χάσανε τα πασκάλια.
Ξέρετε τι ελέγανε οι εχθροί μας στην Ευρώπη;
Πως πάει πιά, εχάθηκε για πάντα η Ελλάδα
και ότι όλη η Ρούμελη τούρκικη έχει γίνει
Κι έλληνες δεν υπάρχουν πια, παρά ραγιάδες μόνο.
Κι ο Κίουταχής τί έλεγε; Η Ρούμελη πως όλη
Δικιά του είναι κι οι Ελληνες τη δύναμη δεν έχουν
Ουτ’ ένα κομματάκι της μικρό να πάρουν πίσω.
Και τώρα να η Ράχοβα! Τού κλείσαμε το στόμα.
Και κείνου, αλλά κι αυτουνών που έξω απ’ την Ελλάδα
Λέγαν πως η επανάσταση έφαγε τα ψωμιά της.
Μη οι μάχες του στη Ρούμελη που ο Καραϊσκάκης
Μόνος του ακόμα κέρδιζε, θα ’χαμε σβήσει τώρα.
Και πόσα χρόνια θα ’μαστε ακόμα σκλαβωμένοι
κανείς δεν ξέρει. Ουτ’ ο θεός. Γιατί σου λέει κι εκείνος
Αφού τέτοια στραβόξυλα είναι κι όλο μαλώνουν,
Ας’ τους να παν στο διάολο. Δεν έγινε όμως έτσι.
Κι ακόμα περιμένετε. Αυτή η αρχή ’ναι μόνο.
Αρκεί ενωμένοι να ’μαστε, και μες σε λίγους μήνες
Κι η Ρούμελη και ο Μωρηάς λευτερωμένα θα ’ναι ".
Αυτά είπε και πετιέται μια ο Γιώργης Δυοβουνιώτης
και λέει "Ναι Νικηταρά. Καλά τα λες αδέρφι.
Όμως εδώ στη Ράχοβα επολεμήσαμε όλοι
Και όλοι πρέπει υπογραφή να βάλουμε αποκάτου
Στο έγγραφο που στη Διοίκηση ο αρχηγός θα στείλει".
"Εγώ", λέει ο Χόρμοβας, «αν ο Καραϊσκάκης
Δε θέλει να υπογράψω ’γω, καθόλου δε με νοιάζει.
Κι αν ειμ’ εδώ είναι γιατί γνιάζουμαι για τους άλλους,
Εκείνους που με στείλανε. Γιατί ο Καραϊσκάκης
κι όλα τα σχέδια έκαμε, κι αυτός τα ’κανε πράξη".
"Εγώ άκουσα οι Δύναμες πως έχουν οι Μεγάλες
παρμένη την απόφαση να μας ψηφίσουν κράτος!"
Ο ένας ο χιλίαρχος δήλωσε με καμάρι.
Παίρνει από τούτο αφορμή και λέει ο Νικήτας
που όσο τίμιος ήτανε κι έξυπνος ίδια ήταν:
"Αδέρφια μη γελιόμαστε. Αν βλέπανε οι ξένοι
Τον Τούρκο αποπάνου μας γερά να μας πατάει
Τότε γιατί να δίνανε στους Ελληνες πατρίδα;
Εκείνο που θα κάνανε-που θα καν’ η Ιγγλετέρα
Είναι ότι τσιφλίκι της θα ’κανε το Μωρηά μας.
Κι έχει σε τούτο σύμφωνο και το Μαυροκορδάτο.."
"...Μη λες τον έχει σύμφωνο. Τους το ’χει πες ζητήσει"
Πετιέται ο Γιώργης ο Δαγκλής. "…Γιατί θαρρείτε ο Κάννιγκ"
Συνέχισε ο Νικηταράς "αργεί με το Σουλτάνο
Απόφαση να πάρουνε; Γιατί εκαρτερούσε
Να σβήσει κι η Επανάσταση της Ρούμελης, και τότε
Θάλεγε, αθώα τάχατες σ’ όσους μας αγαπάνε:
Δέχτηκα για τους Ελληνες να μεσιτέψω, όμως
Δεν πρόφτασα. Γιατί αυτοί σε λίγους μήνες μόνο
πάψανε να υπάρχουνε πάνου σ’αυτό τον κόσμο."
Και με χαρούμενη φωνή εμίλησε ο Χορμόβας:
"Μα δε μπορεί να το ειπεί χάρη στον αρχηγό μας.
Και τί ζητάμε ’μείς εδώ; Μες στο χαρτί να μπούμε
που μόνο τ’ όνομα εκείνου να ’ναι γραμμένο πρέπει".
Το λόγο δεν απόσωσε, μπαίνει ο Καραϊσκάκης:
"Ωρέ καλώς τους.Τί καλό σας έφερε ’δω πέρα;
Μήπως κανείς γιορτάζει ωρέ και κέρασμα έχει φέρει;
Ποιος είναι στο τσαντήρι του να πάμε και να φάμε
Να πιούμε,να γλεντήσουμε και να του ευχηθούμε;.."
"Καραϊσκάκη αδερφέ", του κάνει ο Δυοβουνιώτης
Συμπάθα μας. Δεν ήρθαμε γιατί κανείς γιορτάζει.
Ηρθαμε γιατί μάθαμε ότι χαρτί θα στείλεις
Να πάει για την κυβέρνηση, και φτάσαμε ζητώντας
Να βάλουμε υπογραφή και μεις μετά από σένα".
Καλόκαρδα εγέλασε του αρχηγού η όψη:
"Ωρέ Ζαφείρη δεν τους λες; Γιά μυστικό τους το ’χεις;
Ωρέ αδέρφια μόνος μου την έκανα τη μάχη;
Μόνος εγώ εσκότωσα δύο χιλιάδες Τούρκους;
Πώς στο μυαλό σας πέρασε πως δε θα υπογράφτε;
Όλοι, κι οι καπετάνιοι μας, κι οι αξιωματικοί μας,
Φαρδιά πλατιά τη τζίφρα τους όλοι θα τήνε βάλουν.
Συντρόφοι ωρέ δεν είμαστε μονάχα στον αγώνα
αλλά και σ’ όλα τα καλά ή τα κακά που θα ’ρθουν.
Τράβα ωρέ Δούκα φώναξε να ’ρθούνε και οι άλλοι".
Εβγήνε ένας χιλίαρχος. Οι άλλοι να τ’ ακούσουν
Ί'α λόγια που ’πε ο αρχηγός, λάμπει το πρόσωπό τους.
"Φκιάσε Ζαφείρη έναν καφφέ" μου παραγγέλνει ο Γιώργης.
Πήγα να φκιάσω τον καφφέ. Ακουγα τις κουβέντες
που ώσπου οι άλλοι να ’ρθουνε λέγανε μεταξύ τους
Για τη Γαλλία, για την Τουρκιά, για Λευτεριά κι αγώνα.
Σε μια στιγμή πετάγεται και λέει ο Δυοβουνιώτης
"Εγω νομίζω πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα κράτη
πως η Αγγλία μας αγαπά. Και ας μολόγαε άλλα
Τ’ αδέρφι ο Νικηταράς λίγο πρις έμπεις μέσα.
Καραϊσκάκη εσύ τι λες; Μας αγαπά η Αγγλία;"
"Όπω τ’ αλάφι αγαπάει ο πεινασμένος λιόντας".
"Τότε γιατί ο Κάνιγγας μεσολαβεί στην Πόλη;"
"Ο Κάνιγγας μεσολαβεί για το καλό των Αγγλων.
κι ο γάλλος μόνο το καλό των γάλλων θα κοιτάξει.
Εμείς μονάχα το καλό θέλουμε της Ελλάδας.
Αν κουβεντιάζει ο Κάνιγγας για μας με το Σουλτάνο
Λες πως το κάνει για καλό των δόλιων των ελλήνων;
Κοιτάνε ποιος το πιο πολύ θα φάει απ’ την Ελλάδα,
Και πώς θα κάνουν νηστική ν’αφήσουν τη Ρουσσία".
Με μια φωνή μαχητική εμίλησ’ ο Νικήτας:
"Οι Αγγλοι θέλουν το Μωρηά να πάρουν απ’ τούς τούρκους
και να τον κάνουν αγλικόν. Και στα χαρτιά μονάχα
Ελευθερία ο Μωρηάς κατ’ απ’ τους Αγγλους να ’χει.
Καληώρα σαν τα Εφτάνησα. Μωρέ ελευτερία…
Μα κι απ’ αυτή την ψεύτικη Πατρίδα που σκαρώνουν,
Σκεδιάζουνε ν’ αφήσουνε τη Ρούμελη απόξω.
Λοιπόν τι λες εσύ γι αυτό, που ’σαι και Ρουμελιώτης;
Όμως εγώ θα σου ειπώ.Τους δύο μοναχούς τους
Αν τους αφήσουμε για μας απόφαση να βγάλουν
Σε μια σκλαβιά χειρότερη τους έλληνες θα ρίξουν.
Γι αυτό και πρέπει όχι αυτοί μόνο να κουβεντιάσουν
Μα στη συζήτηση να μπουν κι άλλα μεγάλα κράτη.
Και πρώτη και καλλίτερη πρέπει να μπει η Ρουσσία".
Ο Γιώργης του Νικηταρά σταμάτησε τη φόρα:
"Ωρέ Νικήτα όσοι κι αν για μας θα κουβεντιάσουν
Τα καριοφύλλια μας θα πουν τον πιο καλό το λόγο.
Τους τούρκους αν αφήσουμε να ’χουν τ’ απάνου χέρι,
Τότε καμμία Δύναμη δε σώνει την Ελλάδα.
Και τούτο πρέπει να ’χουμε μοναδική μας έγνοια-
Τους τούρκους να νικήσουμε. Κι ύστερα όλα τ’ άλλα."
Στο μεταξύ με πρόσωπα που από χαρά ελάμπαν
Αρχίσανε να έρχονται όλοι οι Καπεταναίοι
Και όλοι οι αξιωματικοί που υπογραφές θα ’βάζαν.
Σαν τις φωνές τους άκουσε απόξω ο Καραισκάκης
Στους Καπετάνιους μίλησε: "Τώρα οι μικροί που θα ’ρθουν,
Τέτοια συζήτηση μπροστά σ’ αυτούς δε θέλω να ’χω.
Γι αυτό εδώ η κουβέντα μας αυτή ας σταθεί αδέρφια".
Και στάθηκε η συζήτηση για τούρκους και για εγγλέζους.
Και με φωνάρες χαρωπές εγέμισε το δώμα.
Κατέβασα ’πο τη φωτιά το μπρίκι, και επήρα
Και μιά έβαλα πάνου της μεγάλη κατσαρόλα.
Πολλούς καφφέδες έπρεπε τώρα να ετοιμάσω.
27 Νοέμβρη 1826
Πώς, σαν κοιμόμαστε, φορές, θαρρούμε πως κρατούμε
κάτι στα χέρια, κι άφευγα το νιώθουμε δικό μας,
Και όταν θα ξυπνήσουμε, κοιτάμε τα σφιγμένα
Απ’ ότι κι αν κρατούσανε, χέρια μας άδεια να ’ναι,
Έτσι κι εγώ τόσον καιρό, αφότου έχω γνωρίσει
Το Γιώργη, και παρέα του αχώριστη έχω γίνει,
Νόμιζα πως τον κράταγα στα χέρια μου κλεισμένον.
Μα όμως εκοιμόμουνα. Τον είχα στ’ όνειρό μου.
Κι όταν εξύπνησα είδα πως δεν ήτανε δικός μου.
Το ξύπνημά μου Αράχοβα το λεν, κι ό,τι εκείνη
Μες στην ψυχή μου γέννησε με σπόρο της τα λόγια
Που για το Γιώργη ακούστηκαν και το κατόρθωμά του.
Για κείνον-ναι-που "Γιώργη μου" τον έλεγα ως τώρα.
Όχι. Επειδή ξαπλώνουμε στο ίδιο το κρεββάτι
Πως τον κατέχω δε θα πει. Δικός μου-όχι-δεν είναι.
Κι αλήθεια κάτι απέραντο, κάτι μεγάλο τόσο,
Πώς να χωρέσει στη μικρή ύπαρξη μου θα μπορούσε;
Κάτι το τόσο υψηλό σε με τη χαμηλούλα;
Πώς το βαθύ θα ταίριαζε, με τη ρηχότητά μου;
Το δυνατό με την που εγώ έχω αδυναμία;
Και μέγας ειν’ αληθινά ο Γιώργης Καραϊσκάκης.
Και δυνατός.Τί δύναμη αλήθεια πρέπει να ’χει
Για να παλαίψει με ολουνούς όσους ζητούσαν μόνο
Να τον εξουθενώσουνε, να τον ποδοπατήσουν,
Να τον απογυμνώσουνε από κάθε εξουσία,
Κι εκείνος τη μανία τους όχι να φεύγει μόνο
Αλλά και ν’ αναδύεται μεσα απ’ αυτήν πανώριος
Και κλέη να φέρνει σ’ όσους πριν να τόνε χάσουν θέλαν…
Πόσες δε θα επήγανε ικανότητες χαμένες
Αλλων, γιατί τη δύναμη δεν είχαν να μπορέσουν
Σε διαβολές κι επιβουλές ν’ αντισταθούν, και πόσες
Ψυχές δε θα γυρίσανε στα μέρη τα παλιά τους,
Ίχνη χωρίς ν’ αφήσουνε στον κόσμο που πέρασαν,
Γιατί δεν είχαν δύναμη τ’ άδικο να νικήσουν…
Α!Δεν αρκεί το λούλουδο να κλει ευωδιά εντός του,
πρέπει τη δύναμη να βρει το χώμα να τρυπήσει
Για να μπορεί τον γύρω του αγέρα να ευωδιάσει…
Θεέ μου το μεγάλωμα λοιπόν δεν το μετράνε
Με του κορμιού το ψήλωμα, με της υγειάς το σφρίγος,
Μα με τους γύρους του μυαλού και της ψυχής τη φλόγα.
Και είναι ο Γιώργης αψηλός, ώστε να μη τον φτάνουν
Του κόσμου τα παινέματα και να τόνε χαλάσουν.
Κι είναι βαθύς. Τόσο βαθύς που απ’ τά τέτοια βύθη
Φέρνει στο φως αγνώριστες για μας, νέες αξίες,
Κι όπως γνωρίζει μόνο αυτός στις δίπλες τις ταιριάζει
Του κόσμου μας του σκοτεινού και φως τις πλημμυράει.
Και τις ταιριάζει στα φτωχά κι άμετρα τα πλουταίνει
Και τις ταιριάζει στ’ άσχημα και κείνα ομορφαίνουν.
Κι είναι πλατύς σα θάλασσα και πιάνει τόσον τόπο
Που εκατομμύρια χρειάζονται μικροί για να γεμίσουν.
Χτίζει ένα σπίτι ο άνθρωπος και διπλοκαμαρώνει
Και λέει κάτι πως ορθό θα μείνει αυτός σαν πέσει.
Άλλος παντρεύει ένα παιδί, και λέει θε μου τώρα
Ο προορισμός μου τέλειωσε. Μπορώ πια να πεθάνω.
Τί πρέπει τότε να ειπεί ο Γιώργης που όχι σπίτι
Μα μόνος του ολόκληρη ανάστησε Πατρίδα;
Τι πρέπει ο Γιώργης να ειπεί, που αυτήνε την Πατρίδα-
Τη γέννα του, την πάντρεψε μ’ αιώνια μία Δόξα;
Παιδεύονται ολοζωής και πλούτη οι ανθρώποι φτιάχνουν.
Κι αντίς να θάψουν το αίσχος τους μέσα στη γης μαζί τους,
Διατυμπανίζουν τη βρωμιά και τα εγκλήματα τους
λέγοντας: "Δέστε, αδίκησα και κατακλέψει έχω,
Τη δυστυχία έφερα σ’ αμέτρητους ανθρώπους.
Πήρα ’π’ το στόμα του φτωχού την ξερική μπουκιά του,
Στέρησα από παιδιά χαρές, αγάπη απ’ τούς μεγάλους,
Το αίμα της φτωχολογιάς πήρα και τον ιδρώτα,
Τα ζύμωσα, τα σκέπασα, τα ’ψησα, εξέρανά τα,
Και να! Παράδες τα ’κανα και μάτσα τα φυλάω
Στην τσέπη, και τις στερνές μου έχω μ’ αυτά γεμάτες".
Κι ο Γιωργής που ’ντυσε παιδιά, που ζέστανε μεγάλους, ^
Που ’δωσε στον φτωχό φαί, που έφερε ευτυχία
Σ’ ανθρώπους που την είχανε χαμένη για αιώνες,
Κι όχι σ’ αυτούς μόνον αλλά και στους απογόνούς τους
Όσο γεννάν οι άνθρωποι κι όσο γυρνάει ο ήλιος,
Ο Γιώργης που ’δωσε ξανά στους έλληνες πατρίδα,
Τί πρέπει να παινεύεται και να βροντοφώναζει;
Μα δεν υπάρχει μια φωνή τέτια που να μπορέσει
Να γρικηθεί από τ’ αυτιά τ’ ανθρώπου. Μόνο οι λίγοι
Μπορούν να καταλάβουνε το τόσο μεγαλείο
Και να του δώσουν τη σωστή μέσα στον κόσμο θέση.
Πόσο πολύ γελάστηκα! Ο Γιώργης δε μου ανήκει.
Ανήκει σ’ όλους τους ρωμιούς και σ’ όλους τους ανθρώπους.
Είναι ψυχή. Είναι καρδιά. Είναι παλμός. Ειν’ αίμα.
Είναι το φως της Λεφτεριάς, του σκλαβωμένου Ελπίδα.
Ειν’ η ιδέα του Καλού. Ειν’ Αγγελος ’φροσύνης.
Κι όλοι τον κλειούμε μέσα μας. Κι όλους μας κλει’ εντός του.
Και μας γλυκαγκαλιάζουνε τα δυο λιγνά του χέρια
Και μας θωρούν τα δυό λαμπρά, κατάμαυρά του μάτια
Και στην ψυχή μας μας μιλάν τα δυό στεγνά του χείλια
Και λένε: "Μέσα στο κορμί και μέσα στην ψυχή μου .
και μες στου νου μου το εύφορο, το καρπερό χωράφι,
Δύναμες νοιώθω να οργούν-νιώθω φωτιές να καίνε.
Για σάς-να!-όλα Ελληνες. Για σας οι δύναμές μου
Τις αλυσίδες σπάζουνε που σκλάβους σας κρατούσαν.
Και για να σας ζεστάνουνε ανάβουν οι φωτιές μου
που θρέφουν και θεριεύουνε με της Τουρκιάς τα κλέη.
Για σας κάθε μικρή χαρά έχω παραμερίσει.
Για σας έκανα σπίτι μου της Ρούμελης τα σπήλια.
Για σας γυρνώ ξυπόλητος και νηστικός στα βράχια.
Για σας το ίδιο μου παιδί που γέννησα δεν το ’δα.
Για σας ταϊζω το χτικιό που το κορμί μου τρώει
Μ’ ό,τι καλλίτερο φαί θα ζήταε αν εμίλει.
Ό,τι κρατώ για σας κρατώ μες στη ζωή μου ακόμα.
Κι ένα γυρεύω από σας μονάχα-να μ’ αφήστε
Ό,τι κρατώ απλόχερα σε σας να το χαρίσω-
Να δώσω θέλω- το απλωτό χέρι μου μη μου κόφτε.."
Γιώργη μέσα στο χέρι σου κι εγώ στριφογυρίζω,
Στάχτη από τη φλόγα σου, πέτρα στο χτίσιμό σου.
Μία μικρή από σήμερα πνοή λογιέμαι αέρα
Που μπαίνει μες στα στήθια σου νεκρή, και ζωντάνευει,
Και γίνεται ορμή και βία, και γίνεται αγώνας.
Και, Γιώργη, από σήμερα, τ’ ορκίζομαι, απόψε,
Εδώ, απάνου στα χαρτιά που αγαπώ σκυμμένη,
Οτι θα πάψω η μικρή "Γιώργη μου" να σε λέω-
Γιά μένανε από σήμερα θα σαι ο Καραϊσκάκης.
Υπάρχει ένας Ερωτας που αψηφάει τα χάδια.
Υπάρχει ένας Ερωτας όπου καταφρονάει
Αγάπης πείσμα και φιλί, και έκσταση και πάθος.
Υπάρχει ένας Ερωτας όπου τ’ αγκαλιασμένα
Κορμιά, σα φύλλα στο πυκνό το δάσος Ί'ου μετράνε.
Σήμερα αυτόν τον Ερωτα,γλυκέ αγαπημένε
Μου ’μαθες. Μού ορθάνοιξες τις πύλες Του μπροστά μου
Κι Εκείνος με περίχυσε με το αιώνιο φως του.
Σκύβω και Τόνε προσκυνώ. Θεό μου Τον γνωρίζω
Και σένα για προφήτη Του ισάξιο και μέγα.
Καραϊσκάκη σήμερα μου ’δωσες το μαχαίρι
Και μιαν αγάπη σκότωσα και βρήκα την Αγάπη.
Ας έχεις δρόμο λεύτερον απ’ όλα τα εμπόδια".
Μια διακοπή εδώ Μαριώ ακόμα θα σου κάνω
Και λίγα σχετικά θα πω με ό,τι την τιτάνια
Τη νίκη της Αράχωβας είχε ακολουθήσει,
Που είτε συ δεν τα ’ξερες , είτε δεν είχαν γίνει
Όταν ακόμα έγραφες το ημερολόγιο σου.
Και θα ’χουν σχέση όσα πω μ’ ό,τι μας ενδιαφέρει
Και με και σε, μέσα σ’ αυτό που γράφω το βιβλίο:
Το τί τότε ειπώθηκε για τον Καραϊσκάκη
Και ποιόν στον κόσμο ολόκληρο αντίχτυπο είχε η νίκη.
Οταν από τον Παρνασσό η είδηση της νίκης
Επέταξε στην Αττική, και από κει επήγε
Στα γαλανά μας τα νησιά και στου Μωρηά το φύλλο,
Ολη η Ελλάδα ανάσανε. Μετά το Μεσολόγγι,
Η μία ακολούθαγε την άλλη αποτυχία,
Και η απογοήτευση τη θέληση λυγούσε
Ολων των αντρειωμένωνε.Τίποτα δεν ερχόταν
Τις λίγες των αγωνιστών ελπίδες να φτερώσει.
Μα τώρα όλα αλλάξανε. Ποτέ άλλοτε νίκη
Τόσο δεν εγιόρτάστηκε σ’ όλο το Εικοσιένα,
Όσο αυτή της Ράχοβας.Τα μίση ξεχαστήκαν
Και όλοι οι τοπικισμοί εμπήκανε στην άκρη.
Ανθρωποι που ήταν άγνωστοι, φιλιά παίρναν και δίναν,
Οι αγωνιστές απόλεμοι που μένανε,γύρευαν
Να παν να πολεμήσουνε κι αυτοί να δοξαστούνε,
Όταν στην Αίγινα έφτασε της νίκης το μαντάτο
(Εκεί τότε βρισκότανε η Κυβέρνηση), εγίνη
Δοξολογία πάνδημη στις ’κοσιοχτώ Νοέμβρη.
Χαρμόσυνα χτυπάγανε οι καμπάνες. Ό Λαός μας
Γιόρταζε. Κι οι επίσημοι τώρα υμνολογούσαν
Τον ήρωα που τόσο πριν τον είχανε πικράνει,
και τον περιφρονήσανε, και τόνε κατατρέξαν.
Και όταν μες στην εκκλησά μπήκαν και λειτουργία
Ευχαριστήρια έκαναν για τη μεγάλη νίκη,
Εκεί τον πανηγυρικό εκφώνησε ο Τρικούπης
Λέγοντας στ’ άλλα ανάμεσα:
«Χωρίς είδος,χωρίς κάλλος,ως ελεεινόν πτώμα εκείτετο χθες η Στερεά Ελλάς.Ο ζέφυρος της ελευθερίας,ο μόνος ο οποίος ζωογονεί τον λογικόν άνθρωπον, δεν έχυνε πλέον την δρόσον του εις το αμορφον πρόσωπον της. Αυχμηρά και κατάξερος ήτο η όψις της, γλυκεία αύρα έπνεε μόνον ακόμη εις εκείνο το μέρος όπου ετάφη ο Αριστογείτων. Σιωπηλή παντού αλλού ήτο η λύρα του Ελληνος,η οποία εγέμιζε προχθές τας πόλεις και τα χωρία με της παλληκαριάς και της ελευθερίας τα τραγούδια...Τα ένδοξα πλην ατυχή τέκνα της Ρούμελης, φεύγοντα το σκότος της αβύσσου,διεσπάρησαν τηδε κακείσε άστεγα και άπορα, άλλα εκρύπτοντο εν τοις σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης,άλλα κατέφευγαν εις ακροτόμους λίθους, άλλα ασφαλίζοντο εις τας κορυφάς άβατων βουνών, και άλλα εκάθοντο αντίκρυ της γης, την οποίαν η άβυσσος εφοβέριζε να καταπίει. Όλα έβλεπον ταπεινωμένην την δόξαν της, όλα, ως τα τέκνα του Ισραήλ όταν καθήμενα εις τον ποταμόν Βαβυλώνος ενθυμούντο την Σιών, έκλαιον πικρά ενθυμούμενα τας λαμπράς μάχας των Βασιλικών, του Μακρυνόρους, της Γραβιάς,του Καρπενησίου, της Αμπλιανης, όλα εδιηγούντο τα περασμένα της γης εκείνης μεγαλεία, τα οποία μία στιγμή αν διέβαινεν ακόμη, έβλεπον ότι έμελλον να κατεβούν και αυτά εις την ανοιχθείσαν άβυσσον, επάνω της οποίας εστέκετο το μέγα θηρίον, διά να παραχώσει εκεί μέσα τας τελευταίας ελπίδας της Στερεάς Ελλάδος, την γην, λέγω, όπου ετάφη ο Αριστογείτων, και έπειτα να την σφραγίσει με την σφραγίδα της αιωνιότητας. Χέρι εχρειάζετο δια να κτυπήσει κατακέφαλα το επάνω της αβύσσου θηρίον, και ούτως η άβυσσος να κλεισθεί πριν καταπίει όλην την κινδυνευουσαν εκείνην γην, και αφού πρώτον αποδώσει ό,τι επρόφθασε και κατέπιεν. Αλλά ποίον ήτο το τολμηρόν χέρι, το οποίον έμελλε να αντιπαλαίσει με το μέγα τούτο θηρίον; Οχι άλλο βέβαια, παρά το χέρι το ρουμελιώτικον, εκείνο το χέρι το οποίον εκινδύνευσε να κόψει την κεφαλήν
του θηρίου μαχόμενον εντός της ηρωικής πόλεως
της Ελλάδος. Αλλά το στιβαρόν τούτο χέρι έπρεπε να το διευθύνει επιχειρηματικός και εμπειροπόλεμος
άνθρωπος.Τοιούτος επαρρησιάσθη ο αρχηγός Καραϊσκάκης. Αυτός επικεφαλής των ανδρείων,οι οποίοι τον πόλεμον έχουν χαράν και τον κόπον άνεσιν, έλαβεν συναγωνιστήν και τον ατρόμητον πολεμιστήν της Πελοποννήσου Νικήταν, εύρε και συνεργούς προθυμότατους εις τους σωτηριώδεις τούτους σκοπούς τους φιλότιμους και φιλοπάτριδας Ψαριανούς, και εφοδιασμένος με όλην της Διοικήσεως την πατριωτικήν φροντίδα, έτρεξεν εις καταδίωξιν του επάνω της αβύσσου μεγάλου θηρίου... "
Και γράφει ο υπασπιστής του Γέρου, ο Φωτάκος:
"Η δε εκστρατεία του στρατηγού τούτου (του Καραϊσκάκη) εκαθάρισεν ολίγον και τα πάντα έσωσε. Διότι εκτός των άλλων απεστόμωσε τους εξωτερικούς εχθρούς της Ελλάδος,οι οποίοι έλεγον εις τον Σουλ-τάνον, οτι όλη η Ρούμελη υπετάχθη εις τον Κιουταχήν, και ότι Ελληνες πλέον δεν υπάρχουν, ειμή μόνον ραγιάδες".
Και ο Παπαρρηγόπουλος τη μέρα λέει της νίκης
"ημέραν αναστάσεως της προ μικρού πεσούσης Στε-
ρεάς Ελλάδος".
Κι ομολογεί ο Χέρτσβεργ πως:
"επί τη λαμπρά του Καραϊσκάκη νίκη ανεπτερώθησαν αύθις αι ελπίδες των εν Πελοποννήσω Ελλήνων και η Επανάστασις ηνωρθώθη παραχρήμα ερρωμένη".
Κι ένας απ’ τους σημαντικούς πολιτικούς του Αγώνα,
Γερό και τίμιο μυαλό, μας γράφει (ο Σπηλιάδης):
"Δεν ανέστησεν η ολιγαρχία την Στερεά Ελλάδα. Την ανέστησε ο Καραϊσκάκης... Οτι δε άλλος δεν την ανέστησε, θα το αποδείξει ο θάνατός του."
Οσο για τους φιλέλληνες ολόκληρου του κόσμου
Παρόμοια η νίκη αυτή χαρά τους είχε όλους τους γεμίσει.
Στα χείλια όλων ήτανε τ’ όνομα Καραϊσκάκης,
Και όλοι οι Φιλελληνικοί Σύλλογοι της Ευρώπης,
Που εφόδια να μας στέλνουνε είχανε σταματήσει,
Νομίζοντας πως πάει πια, νέκρωσε ο Αγώνας,
Να ενδιαφερονται άρχισαν πάλι για την Ελλάδα
Και πάλι ξαναρχίσανε να μας τροφοδοτούνε.
Ο Εϋνάρδος έγραψε γράμμα στον Καραϊσκάκη-
Και είχεν εξαιρετική το γράμμα αυτό αξία.
Ο Λουδοβίκος, βασιλιάς της Βαυαρίας, που είχε
Την πτώση του Μεσολογγιού σαν έμαθε ανακράξει
Με δάκρυα στα μάτια του «Πέθανε η Ελλάδα!",
Τώρα με δάκρυα χαράς παράφορα ξεσπάει:
"Η Ελλάς μου αναστήθηκε!" Αλλά και κάτι ευώδες:
Σε μιαν απ’ τις δημόσιες που δίναν εσπερίδες
Κυρίες ελληνόφιλες στ’ όμορφο το Παρίσι
Για να μαζέψουν χρήματα να στείλουν στην Ελλάδα,
Χρήματα που θα μάζευαν πουλώντας διάφορα είδη
Σε υπερβολική τιμή, εκεί, ένας ανθοπώλης
Εδιάθεσε για πούλημα έναν ευώδη κρίνο
Όπου τον ονομάτισε "κρίνο Καραϊσκάκη".
(συνεχίζεται)
Γράφω βαθιά μεσάνυχτα. Τα μάτια μου βαραίνουν.
Εξω το κρύο είναι βαρύ κι ακόμα πέφτει χιόνι.
ΤΟ ΜΑΚΕΛΛΕΙΟ
25 Νοέμβρη 1825
Γίνανε πράγματα πολλά και τι να πρωτογράψω.
Το χιόνι δε σταμάτησε. Εχιόνιζε ακόμα
Και σήμερα. Σαν περπατώ με πάει παν’ απ’ το γόνα.
Εχτέ τ’ απομεσήμερο οι τούρκοι αποφασίσαν,
Μην έχοντας καλλίτερο τίποτα για να κάνουν,
Να βγουν. Μα τους πετσόκοψε η σπάθα των ελλήνων.
Ως βράδυ χτες δεν ξέραμε τι γίνεται στους τούρκους.
Εσήμερα τα μάθαμε από τους αιχμαλώτους.
Γι αυτό θα δώσω με σειρά όσα ως τώρα τρέξαν
Στ’ ασκέρι και το τουρκικό, αλλά καιτο δικό μας.
Το χιόνι τους γονάτισε τους τούρκους πέρα πέρα.
Πολλών τους επαγώσανε τα χέρια και τα πόδια.
Και φυσικό ήταν αυτό. Γιατί δεν είχαν ξύλα
Ν’ ανάψουνε καμμιά φωτιά λίγο να ζεσταθούνε-
Ο τόπος είναι άδεντρος που ήτανε κλεισμένοι.
Σπίτια δεν είχε να ’παιρναν τα ξύλα να τα κάψουν.
Το μόνο ξύλο που είχανε ήσαντε τα σαμάρια.
Τα πήραν και τα κάψανε. Και για να λιγοστέψουν
Το κρύο που τους χτύπαγε, είχανε βάλει κύκλο
Τα ζα, κι αυτοί καθόντανε ’πο μεσα από τον κύκλο.
Αλλά δεν ήταν μόν’ αυτό. Τούς θέριζε η δίψα.
Άρχισαν να φωνάζουνε λοιπόν στους αρχηγούς τους
και τους ζητούσαν γρήγορα μια απόφαση να πάρουν.
Πρώτα στον Κεχαγιάμπεη επήγανε. Εκείνος
Τους είπε πως δε μπόρηγε μόνος ν’ αποφασίσει
Κι είπε να παν όλοι μαζί να βρουν το Μουσταμπέη
Να συζητήσουνε οι δυο κι απόφαση να πάρουν.
Κι ο Κεχαγιάμπεης μπροστά, τ’ ασκέρι από πίσω,
Τραβάν για του Μουστάμπεη. Σα φτάσαν στη σκηνή του
Βγαίνει έξω ο Καραμφίλμπεης, του Μουσταή τ’ αδέρφι.
Τους λέει πως τ’ αδέρφι του του θανατά εχτυπήθη
Και λίγες ώρες μοναχά του μένουνε ακόμα.
"Γι αυτό μην περιμένετε απόφαση από κείνον.
Μη τον μετράτε ζωντανό. Μονάχοι αποφασίστε".
Ν’ ακούσει ο Κεχαγιάμπεης πως ο Μουστάμπεης πάει,
Στο χώμα εσωριάστηκε σαν σάκκος αδειασμένος
Κι ούτε μπορούσε να σκεφτεί πώς θα σωθεί τ’ ασκέρι.
Σε τούτη την απελπισά που χτύπαγε τους τούρκους,
Σηκώνετ’ ένας άντρακλας, Γκέκας, θεριακωμένος,
Μαζεύει όλα τα γερά κοντά του παλληκάρια,
Κι αποφασίζούνε να βγουν κι όσοι σωθούν σωθήκαν.
«Και πώς θα βρούμε δρόμο ωρέ μέσα σε τέτοια ζάλη;"
Λέει ένας αρβανίταρος. "Εγώ θα σας τον δείξω",
Μία φωνή ακούστηκε. Ήτανε ο προδότης
Ζελιγιανναίος με τ’ όνομα, που όλα τα μονοπάτια
ου Παρνασσού, ένα μυστικό δεν είχαν από δαύτον.
Παίρνουν λοιπόν του Παρνασσού το δρόμο οι Αρβανίτες
Κι άγρια θεριά σαν να ’τανε πέφτουνε στους δικούς μας.
Tώρα οιι δικοί μας, λιγοστοί φυλάγανε τους τούρκους-
οι πιό πολλοί ζεσταίνονταν μες στου χωριού τα σπίτια.
Έτσι περάσανε σχεδόν όλοι απ’ τούς τρακόσους.
Τους βλέπει ο Καραμφίλμπεης, τρέχει στον αδερφό του
που έζηγε δεν έζηγε, και το και το του λέει,
Θα σε κρατώ στον ώμο μου και θα ’βγουμε κι οι δυό μας.
Εσήκωσε ο Μουστάμπεης όση φωνή κι αν είχε:
"Στ’ όνομα του πατέρα μας αδερφι σ’ εξορκίζω.
Αν κουβαλάς και με μαζί, κι οι δυο θα χαθούμε.
και δεν είναι το χάσιμο-μιά ζήση τη χρωστάμε.
Μα οι άτιμοι χαίνηδες θα ’χουν τη χάρη τότε
Να πάρουν το κεφάλι μου και να το περγελούνε.
Εγώ δεν καταδέχτηκα σ’ αυτόν τον Καραϊσκάκη
Και ζώντας να παραδοθώ, για να μην το καυχιέται
πως σαν και με πολεμιστής τον έχει προσκυνήσει.
Μη τώρα θέλεις άρρωστον σ’ αυτόνε να με δώσεις.
Γιατί αυτό θα έχουμε το τέλος και οι δύο
Αν θέλεις να με κουβαλάς και μένανε μαζί σου.
Γι αυτό αδέρφι αν μ’ αγαπάς κι άντρας και συ αν είσαι
πάρε μου το κεφάλι μου και βάλτο σ’ ένα σάκκο
Και τρέξε να σωθείς κι εσύ, και κείνο να γλιτώσεις
Απ’ τό βαρύ το ατίμασμα απ’ τούς εχθρούς που θα ’βρει ".
Και πήρε το κεφάλι του και φεύγει ο αδερφός του.
Βλέπουνε την κατάσταση του κεχαγιά οι δούλοι
πάνε και τον παρακαλάν να φύγουνε κι εκείνοι,
Αλλά και όσο απόμενε ακόμα εκεί ασκέρι
(Γιατί πολλοί εφύγανε χωρίς να τον ρωτήσουν)
Κι αυτό να φύγει-να σωθεί. Και τότε αποφασίζει
Να φύγει και ο κεχαγιάς και όλο του τ’ ασκέρι.
Σαν έφτασεν η είδηση για το φευγιό στο Γιώργη,
Απαρατάει τη φωτιά όπου εζεσταινόταν,
και μπήγει δυνατές φωνές να τον ακούσουν όλοι
Οι Τούρκοι ότι φεύγουνε, να παν να τους χαλάσουν.
Τώρα τί έγινε; Πιό πριν, πρωί ακόμα ήταν,
ακούστηκε μία φωνή πως φεύγουνε οι τούρκοι.
Όλοι απ’ τά σπίτια βγήκανε τότε. Μα όταν είδαν
Ότι ακόμα στέκονταν στη θέση τους οι τούρκοι,
πίσω ξαναγυρίσανε και πιάσαν τις φωτιές τους.
Γι αυτό και τώρα νόμιζαν πως πάλι το ίδιο θα ’ναι-
πως κάποιο λάθος θα ’γινε και πάλι, και δε βγήκαν.
Τότες αρχίζει ο Γιωργής σαν τον δαιμονισμένο
Να φέρνει γύρα το χωριό, να μπαίνει μες στα σπίτια,
Και είτε φοβερίζοντας, είτε φιλοτιμώντας,
Η βρίζοντας, ή αμοιβές τάζοντας σ’ όποιον φέρει
Τούρκων κεφάλια, ή ζωντανόν όποιος ζωγρήσει τούρκο,
Τους ξεσηκώνει όλους τους και τρέχουν στον αγώνα.
Και πέσαν πάνου στην Τουρκιά και κόβουν το φευγιό της.
Κι αρχίνησε το μακελλειό. Οι έλληνες εσφάζαν
Ωσπου στομώσαν τα σπαθιά. Όσοι απ’ αυτούς γλιτώναν,
Επέφτανε στους Ελληνες που έρχονταν συνέχεια.
κι άλλο όπλο ως δεν εδούλευε, παρά η σπάθα μόνο,
και του χιονιού η αφρατιά έπνιγε κάθε αντάρα
και κάθε άπελπη κραυγή των τούρκων που χανόνταν,
Ητανε μια παράξενη,όσο και άγρια μάχη,
Κι αμίλητη σα θάνατος.Τώρα πολλοί απ’ τούς τούρκους
που απ’ τά κρυοπαγήματα βλαμμένα είχανε πόδια,
Μέσα στο χιόνι πέφτανε, κρατώντας την ελπίδα
πως θα τους πάρουν για νεκρούς κι έτσι πως θα γλιτώσουν.
Κι όταν οι πρώτοι Ελληνες βρίσκανε τους πεσμένους
Στα γρήγορα τους παίρνανε άρματα και κεμέρια
και φεύγανε, θαρώντας τους αλήθεια πεθαμένους.
Κι αληθινά πολλοί απ’ αυτους πέθαναν μες στο χιόνι.
Κι οι χατζαρούλες έρχονταν για πλιάτσικο από πίσω,
και άρματα μη βρίσκοντας, τους βγάζανε τα ρούχα.
και τότε καταλάβαιναν πως μερικοί από κείνους
Ακόμα ζούσαν. Και καθώς εκείνοι τους ετάζαν
Πως θα τους δώσουνε λεφτά που τα ’χαν κάπου κρύψει
Αρκεί να μη τους χάσουνε, καμπόσοι εγλιτώσαν.
Ο Κεχαγιάμπεης ένοιωσε πως γλιτωμό δεν έχει.
Πάνω σε βράχο εκάθησε, με γύρω τους δικούς του,
και φώναζε ποιος ήτανε, τάζοντας αν τον πιάσουν
και δεν τόνε σκοτώσουνε, λύτρα γερά να πάρουν.
Μ’ άτυχος ήταν. Επεσε στους Ελληνες εκείνους
που γλίτωσαν στην Εξοδο από το Μισολόγγι,
κι όπως θυμόνταν το χαμό που πάθαν στην παγάνα
που στο Ζυγό στους Ελληνες ο ίδιος είχε στήσει,
Επεσανε απάνου του κι αλύπητα τον κόψαν.
Οι έλληνες σταμάτησαν τ’ αλύπητο κυνήγι
Μόνον αφού ενύχτωσε. Και στο χωριό γυρίσαν.
Μα όσα κι αν ελέγανε, δεν πίστευεν ο Γιώργης
Ότι μεγάλος ήτανε ο χαλασμός των τούρκων,
Όπως του τον παράσταινε καθείς απ’ τους δικούς μας.
Και μ’ όλο που κουβάλησαν στ’ ορδί μας το κεφάλι
Του Κεχαγιάμπεη, κι αυτοί όπου τόνε γνωρίζαν
Το Γιώργη εβεβαίωναν πως ήταν το δικό του,
και μ’ όλο που του Μουσταή του φέραν το κεφάλι -
Όπου ο Καραμφίλμπεης πέταξε ο αδερφός του
Ως έτρεχε για να σωθεί, πάλι ο Καραϊσκάκης
στενόχωρα επέρασε τη νύχτα του, θαρρώντας
πως όσα τους αξίζανε δεν πάθανε οι τούρκοι.
Σήμερα το πρωί πρωί πήγε να δει ο Γιώργης
Αν Τούρκοι χάθηκαν πολλοί. Κι ως με τα μάτια του είδε
Στρωμένος να ’ναι τούρκικα κορμιά ο κάμπος όλος,
Ησύχασε πως στάθηκε ο χαλασμός μεγάλος.
Κι απ’ ότι έπειτα έλεγε, από τις δυο χιλιάδες
Τους τούρκους που στη Ράχοβα ήτανε μαντρωμένοι,
Μόνο καμμιά διακοσαριά λογάριαζε να φύγαν
Και άχρηστοι για πόλεμο και κείνοι, απ’ τά τόσα
Που ’παθαν κρυοπαγήματα χωμένοι μες στα χιόνια.
"Απ’ τον καιρό του Δράμαλη δεν πάθαν τέτια νίλα"
Όλη τη μέρα μου ’λεγε. Κι ότ’ είχαν και δεν είχαν
Επέσανε στα χέρια μας: Όπλα και ζά, συγύρια,
Πολεμοφόδια ένα σωρό κι αμέτρητα μπαϊράκια.
Και μία σκιά πρωτόειδωτη επρόσεξα να σκιάζει
Τα λαμπερά τα μάτια του σα μου ’πε: "ωρέ Μαρία
Να ’ταν μαζί μας στη χαρά ετούτη κι ο Σουλτάνης…"
26 Νοέμβρη 1826
Με το ξημέρωμα εχτές, διάταξε ο Καπετάνιος
και με κεφάλια τουρκικά χτίσαν μια πυραμίδα.
Ο Καραϊσκάκης έβαλε ζωγράφο,τον Ιατρίδη,
Να ζωγραφήσει το σωρό απ’ τά τούρκικα κεφάλια.
Έκατσε ολημερίς αυτός και η δουλειά εγίνη.
Οταν το βράδυ έφερε τη ζωγραφιά στο Γιώργη,
Ί'ου ’πε ακόμα: "Αρχηγέ, αυτά που οι τούρκοι κάνουν
Δε στέκει να τα κάνουμε κι εμείς. Σκληρότη δείχνει
Κι απανθρωπιά το στήσιμο μιας τέτιας πυραμίδας".
Γλυκόφωνα, χωρίς θυμό τον αποπήρε ο Γιώργης:
«Και τ’ είναι ωρέ τ’ ανθρώπινο κορμί όταν πέθανει;
Ενα σακί για πέταμα. Βρώμισμα και σαπίλα.
Το λογαριάζεις ζωντανό; Πάρε μια χούφτα λάσπη
Κι ένα κορμί ανθρώπινο πλάσε με δάφτην. Εχει
Αξία το κορμί αυτό; Χώμα δεν είναι όπως
Το χώμα που κι εσύ πατάς και κατουράς και χέζεις;
Υποκριτής είσαι ωρέ. Αξία δίνεις σ’ ό,τι
Να σε πειράξει δεν μπορεί. Αν όμως χτες μπορούσες
Όληνε την Τουρκιά με μια θα ’κοφτες χατζαριά σου.
Τους ζωντανούς χρειάζεται ζωγράφε να καλόχεις.
Εκείνους πρέπει να πονάς-εκείνους να φροντίζεις
Κι όχι τ’ ανέψυχα κορμιά, τις πέτρες και το χώμα.
Και το θεό να ’φχαριστάς πρέπει, πού είμαστ’ έτσι
Που τόσο είμαστε σκληροί ως λες, καθώς οι τούρκοι,
και πύργους με τ’ ανθρώπινα που χτίζουμε κεφάλια.
Μον’ όποιος είναι άγριος όπως αυτοί ζωγράφε,
Μόνον αυτός θα γίνονταν μαζί τους να τα βάλει
Και όχι μόνο αυτό, αλλά, να τους νικήσει κιόλας.
Μον’ τ’ αγριόσκυλα μπορούν με λύκους να τα βάλουν.
Και να ’σαι σίγουρος ωρέ, σα μάθουνε οι τούρκοι
ότι με τα κεφάλια τους έχω σηκώσει πύργο,
κι όλους τους Ελληνες κι εμέ διπλά θα μας φοβούνται.
Κι άκου και τούτο. Είδα χτες, ένα όνειρο ζωγράφε.
Ημουνα λέει στ’ Αγραφα. Κι έβρεχε. Κι ήταν νύχτα,
και στη σπηλιά βρισκόμουνα όπου μικρός εζούσα.
Κι αρχίσανε από παντού μες στη σπηλιά να μπαίνουν
Κεφάλια που από τό λαιμό σύρριζα ήταν κομμένα.
Κι αμέσως γέμισε η σπηλιά και δεν εχώραγε άλλα.
Ηταν κεφάλια ελληνικά, κομμένα από τους τούρκους.
Και πύργους είχανε παλιά στήσει μ’ αυτά εκείνοι.
Τα μαγουλά τους κόκκινα.Τα κρέατα κρεμόνταν
Κι αίματα στάζανε νωπά, σα να σφαγήκαν τώρα.
Και βόγκαγαν και νείρονταν και κλαίγαν.
Και σε λίγο όλη η σπηλιά εγέμισε με δάκρυα και μ’ αίμα
Και μία λίμνη κόκκινη έγινε να με πνίξει.
Και τρομαγμένος και χλωμός τραβήχτηκα στην άκρη.
"Τι θέλετ’ από μένανε" τους είπα. Και αμέσως,
Σα μόνο να περίμενε ν’ ακούσει τη φωνή μου,
Ενα κεφάλι μίλησε, τ’ άλλα ενώ στριγγιάζαν.
"Γυρνάμε σαν ανεμικά ψάχνοντας τα κορμιά μας.
Γυρνάμε κει που πέσαμε. Γυρνάμε κει που ο τούρκος
Μας έκοψε, και ψάχνουμε καθένα το κορμί του.
Κι όταν το βρούμε, και ξανά σα γίνουμε ακέριοι,
Σηκώνει τη χατζάρα του ένας χαλδούπης πάλι
και πάλι μας ξαναχτυπά και μας ξαναχωρίζει.
Όταν κι εσύ με τούρκικα κεφάλια στήσεις πύργο,
Κάθε κεφάλι χτίζοντας που θα ταιριάζεις στ’ άλλο,
κι ένα κεφάλι από μας θα βρίσκει το κορμί του,
Χωρίς ο Τούρκος να μπορεί να το χαλάσει πάλι.
Τότε και μας θα μας δεχτεί στα μέρη του ο Αδης.
Τη χάρη κάνε μας αυτή που σου ζητάμε αδέρφι.
Ποιός άλλος παρά έλληνας μπορεί να μας βοηθήσει;
Ποιός άλλος παρά σαν εσέ μεγάλος πολέμαρχος;
Δος μας αδέρφι λυτρωμό απ’ τήν κατάρα ετούτη.
Βάσανα στη ζωή πολλά μας έχει δώσει ο Τούρκος.
Μη τον αφήσεις ως κι εδώ μαρτύρια να μας κάνει.
Θεός δεν ειν’ αδέρφι εδώ. Δεν είναι δικιοσύνη.
Όπως κι εκεί, κανείς κι εδώ. Κενό. Ερμιά και φρίκη.
Μον’ όποιος έχει δύναμη μπορεί να μας βοηθήσει.
Αυτός μπορεί το χώρισμα να σπάσει που χωρίζει
Ζωή και Θάνατο. Αυτός μόνο μπορεί να κάνει
Μα μην όλο πλανιόμαστε σαν τους καταχανάδες.
Σύ μόνο το μπορείς αυτό. Αδέρφι γλίτωσέ μας".
Το αίμα και τα δάκρυα γέμισαν τη σπηλιά μου.
Φτάσαν ως το κεφάλι μου. Από την αγωνία
Κι απ’ τον αγώνα να σωθώ, ξύπνησα ιδρωμένος.
Αλλά και όταν ξύπνησα, θάρρειγα πως ακούω
Τα λόγια που μου λέγανε τα ελληνικά κεφάλια
Οταν αγωνιζόμουνα να φύγω κολυμπώντας:
«Τότε μονάχα θα σωθείς,όταν εμάς θα σώσεις".
ΤΑ ΕΠΙΝΙΚΙΑ
Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Το γιόμα ήρθαν στη σκηνή τέσσεροι καπετάνιοι:
Νικηταράς, Γιώργης Δαγκλής, Χορμόβας, Δυοβουνιώτης,
Και δύο αξιωματικοι-χιλίαρχοι κι οι δυό τους,
και περιμένανε να ’ρθεί απόξ’ ο Κάραισκάκης.
Γιατί έγγραφο εμάθανε ότι ετοιμαζόταν
Να στείλει στην κυβέρνηση για τη μεγάλη νίκη,
κι ήταν σταλμένοι απ’ αρχηγούς, άλλους, μικρότερούς τους,
Να μάθουνε το τί σκοπό είχε ο Καραισκάκης-
Θα υπόγραφε μόνον αυτός το έγγραφο, ή κι άλλοι-
κι αν άλλοι, ποιοί θα ’ταν αυτοί-και πόσοι-αυτό θέλαν
Τον Καραϊσκάκη όλοι αυτοί σα θα ’ρθει να ρωτήσουν.
Απ’ το πρωί εμένανε μου είχε πει ο Γιώργης
Πως όλους θα τους έβαζε μαζί του να υπογράψουν-
κι όλους τους αξιωματικούς κι όλους τους Καπετάνιους.
Δεν ήθελα να τους το πω όμως-ήθελα ο ίδιος
Να τους ειπεί την είδηση χαρά που θα τους δώσει.
Κι ας με διπλορωτήσανε, τους είπα πως δεν ξέρω.
Και κάτσαν και κουβέντιαζαν, κι άκουγα και χαιρόμουν.
Κι έλεγε ο Νικηταράς με την παχιά μουστάκα
Και τη χοντρή την κάπα του στους ώμους του ακόμα:
"Ξέρετ’ ωρέ τ’ ήταν αυτό που πάθανε οι Τούρκοι;
Καταστροφή μεγάλη ωρέ. Χάσανε τα πασκάλια.
Ξέρετε τι ελέγανε οι εχθροί μας στην Ευρώπη;
Πως πάει πιά, εχάθηκε για πάντα η Ελλάδα
και ότι όλη η Ρούμελη τούρκικη έχει γίνει
Κι έλληνες δεν υπάρχουν πια, παρά ραγιάδες μόνο.
Κι ο Κίουταχής τί έλεγε; Η Ρούμελη πως όλη
Δικιά του είναι κι οι Ελληνες τη δύναμη δεν έχουν
Ουτ’ ένα κομματάκι της μικρό να πάρουν πίσω.
Και τώρα να η Ράχοβα! Τού κλείσαμε το στόμα.
Και κείνου, αλλά κι αυτουνών που έξω απ’ την Ελλάδα
Λέγαν πως η επανάσταση έφαγε τα ψωμιά της.
Μη οι μάχες του στη Ρούμελη που ο Καραϊσκάκης
Μόνος του ακόμα κέρδιζε, θα ’χαμε σβήσει τώρα.
Και πόσα χρόνια θα ’μαστε ακόμα σκλαβωμένοι
κανείς δεν ξέρει. Ουτ’ ο θεός. Γιατί σου λέει κι εκείνος
Αφού τέτοια στραβόξυλα είναι κι όλο μαλώνουν,
Ας’ τους να παν στο διάολο. Δεν έγινε όμως έτσι.
Κι ακόμα περιμένετε. Αυτή η αρχή ’ναι μόνο.
Αρκεί ενωμένοι να ’μαστε, και μες σε λίγους μήνες
Κι η Ρούμελη και ο Μωρηάς λευτερωμένα θα ’ναι ".
Αυτά είπε και πετιέται μια ο Γιώργης Δυοβουνιώτης
και λέει "Ναι Νικηταρά. Καλά τα λες αδέρφι.
Όμως εδώ στη Ράχοβα επολεμήσαμε όλοι
Και όλοι πρέπει υπογραφή να βάλουμε αποκάτου
Στο έγγραφο που στη Διοίκηση ο αρχηγός θα στείλει".
"Εγώ", λέει ο Χόρμοβας, «αν ο Καραϊσκάκης
Δε θέλει να υπογράψω ’γω, καθόλου δε με νοιάζει.
Κι αν ειμ’ εδώ είναι γιατί γνιάζουμαι για τους άλλους,
Εκείνους που με στείλανε. Γιατί ο Καραϊσκάκης
κι όλα τα σχέδια έκαμε, κι αυτός τα ’κανε πράξη".
"Εγώ άκουσα οι Δύναμες πως έχουν οι Μεγάλες
παρμένη την απόφαση να μας ψηφίσουν κράτος!"
Ο ένας ο χιλίαρχος δήλωσε με καμάρι.
Παίρνει από τούτο αφορμή και λέει ο Νικήτας
που όσο τίμιος ήτανε κι έξυπνος ίδια ήταν:
"Αδέρφια μη γελιόμαστε. Αν βλέπανε οι ξένοι
Τον Τούρκο αποπάνου μας γερά να μας πατάει
Τότε γιατί να δίνανε στους Ελληνες πατρίδα;
Εκείνο που θα κάνανε-που θα καν’ η Ιγγλετέρα
Είναι ότι τσιφλίκι της θα ’κανε το Μωρηά μας.
Κι έχει σε τούτο σύμφωνο και το Μαυροκορδάτο.."
"...Μη λες τον έχει σύμφωνο. Τους το ’χει πες ζητήσει"
Πετιέται ο Γιώργης ο Δαγκλής. "…Γιατί θαρρείτε ο Κάννιγκ"
Συνέχισε ο Νικηταράς "αργεί με το Σουλτάνο
Απόφαση να πάρουνε; Γιατί εκαρτερούσε
Να σβήσει κι η Επανάσταση της Ρούμελης, και τότε
Θάλεγε, αθώα τάχατες σ’ όσους μας αγαπάνε:
Δέχτηκα για τους Ελληνες να μεσιτέψω, όμως
Δεν πρόφτασα. Γιατί αυτοί σε λίγους μήνες μόνο
πάψανε να υπάρχουνε πάνου σ’αυτό τον κόσμο."
Και με χαρούμενη φωνή εμίλησε ο Χορμόβας:
"Μα δε μπορεί να το ειπεί χάρη στον αρχηγό μας.
Και τί ζητάμε ’μείς εδώ; Μες στο χαρτί να μπούμε
που μόνο τ’ όνομα εκείνου να ’ναι γραμμένο πρέπει".
Το λόγο δεν απόσωσε, μπαίνει ο Καραϊσκάκης:
"Ωρέ καλώς τους.Τί καλό σας έφερε ’δω πέρα;
Μήπως κανείς γιορτάζει ωρέ και κέρασμα έχει φέρει;
Ποιος είναι στο τσαντήρι του να πάμε και να φάμε
Να πιούμε,να γλεντήσουμε και να του ευχηθούμε;.."
"Καραϊσκάκη αδερφέ", του κάνει ο Δυοβουνιώτης
Συμπάθα μας. Δεν ήρθαμε γιατί κανείς γιορτάζει.
Ηρθαμε γιατί μάθαμε ότι χαρτί θα στείλεις
Να πάει για την κυβέρνηση, και φτάσαμε ζητώντας
Να βάλουμε υπογραφή και μεις μετά από σένα".
Καλόκαρδα εγέλασε του αρχηγού η όψη:
"Ωρέ Ζαφείρη δεν τους λες; Γιά μυστικό τους το ’χεις;
Ωρέ αδέρφια μόνος μου την έκανα τη μάχη;
Μόνος εγώ εσκότωσα δύο χιλιάδες Τούρκους;
Πώς στο μυαλό σας πέρασε πως δε θα υπογράφτε;
Όλοι, κι οι καπετάνιοι μας, κι οι αξιωματικοί μας,
Φαρδιά πλατιά τη τζίφρα τους όλοι θα τήνε βάλουν.
Συντρόφοι ωρέ δεν είμαστε μονάχα στον αγώνα
αλλά και σ’ όλα τα καλά ή τα κακά που θα ’ρθουν.
Τράβα ωρέ Δούκα φώναξε να ’ρθούνε και οι άλλοι".
Εβγήνε ένας χιλίαρχος. Οι άλλοι να τ’ ακούσουν
Ί'α λόγια που ’πε ο αρχηγός, λάμπει το πρόσωπό τους.
"Φκιάσε Ζαφείρη έναν καφφέ" μου παραγγέλνει ο Γιώργης.
Πήγα να φκιάσω τον καφφέ. Ακουγα τις κουβέντες
που ώσπου οι άλλοι να ’ρθουνε λέγανε μεταξύ τους
Για τη Γαλλία, για την Τουρκιά, για Λευτεριά κι αγώνα.
Σε μια στιγμή πετάγεται και λέει ο Δυοβουνιώτης
"Εγω νομίζω πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα κράτη
πως η Αγγλία μας αγαπά. Και ας μολόγαε άλλα
Τ’ αδέρφι ο Νικηταράς λίγο πρις έμπεις μέσα.
Καραϊσκάκη εσύ τι λες; Μας αγαπά η Αγγλία;"
"Όπω τ’ αλάφι αγαπάει ο πεινασμένος λιόντας".
"Τότε γιατί ο Κάνιγγας μεσολαβεί στην Πόλη;"
"Ο Κάνιγγας μεσολαβεί για το καλό των Αγγλων.
κι ο γάλλος μόνο το καλό των γάλλων θα κοιτάξει.
Εμείς μονάχα το καλό θέλουμε της Ελλάδας.
Αν κουβεντιάζει ο Κάνιγγας για μας με το Σουλτάνο
Λες πως το κάνει για καλό των δόλιων των ελλήνων;
Κοιτάνε ποιος το πιο πολύ θα φάει απ’ την Ελλάδα,
Και πώς θα κάνουν νηστική ν’αφήσουν τη Ρουσσία".
Με μια φωνή μαχητική εμίλησ’ ο Νικήτας:
"Οι Αγγλοι θέλουν το Μωρηά να πάρουν απ’ τούς τούρκους
και να τον κάνουν αγλικόν. Και στα χαρτιά μονάχα
Ελευθερία ο Μωρηάς κατ’ απ’ τους Αγγλους να ’χει.
Καληώρα σαν τα Εφτάνησα. Μωρέ ελευτερία…
Μα κι απ’ αυτή την ψεύτικη Πατρίδα που σκαρώνουν,
Σκεδιάζουνε ν’ αφήσουνε τη Ρούμελη απόξω.
Λοιπόν τι λες εσύ γι αυτό, που ’σαι και Ρουμελιώτης;
Όμως εγώ θα σου ειπώ.Τους δύο μοναχούς τους
Αν τους αφήσουμε για μας απόφαση να βγάλουν
Σε μια σκλαβιά χειρότερη τους έλληνες θα ρίξουν.
Γι αυτό και πρέπει όχι αυτοί μόνο να κουβεντιάσουν
Μα στη συζήτηση να μπουν κι άλλα μεγάλα κράτη.
Και πρώτη και καλλίτερη πρέπει να μπει η Ρουσσία".
Ο Γιώργης του Νικηταρά σταμάτησε τη φόρα:
"Ωρέ Νικήτα όσοι κι αν για μας θα κουβεντιάσουν
Τα καριοφύλλια μας θα πουν τον πιο καλό το λόγο.
Τους τούρκους αν αφήσουμε να ’χουν τ’ απάνου χέρι,
Τότε καμμία Δύναμη δε σώνει την Ελλάδα.
Και τούτο πρέπει να ’χουμε μοναδική μας έγνοια-
Τους τούρκους να νικήσουμε. Κι ύστερα όλα τ’ άλλα."
Στο μεταξύ με πρόσωπα που από χαρά ελάμπαν
Αρχίσανε να έρχονται όλοι οι Καπεταναίοι
Και όλοι οι αξιωματικοί που υπογραφές θα ’βάζαν.
Σαν τις φωνές τους άκουσε απόξω ο Καραισκάκης
Στους Καπετάνιους μίλησε: "Τώρα οι μικροί που θα ’ρθουν,
Τέτοια συζήτηση μπροστά σ’ αυτούς δε θέλω να ’χω.
Γι αυτό εδώ η κουβέντα μας αυτή ας σταθεί αδέρφια".
Και στάθηκε η συζήτηση για τούρκους και για εγγλέζους.
Και με φωνάρες χαρωπές εγέμισε το δώμα.
Κατέβασα ’πο τη φωτιά το μπρίκι, και επήρα
Και μιά έβαλα πάνου της μεγάλη κατσαρόλα.
Πολλούς καφφέδες έπρεπε τώρα να ετοιμάσω.
27 Νοέμβρη 1826
Πώς, σαν κοιμόμαστε, φορές, θαρρούμε πως κρατούμε
κάτι στα χέρια, κι άφευγα το νιώθουμε δικό μας,
Και όταν θα ξυπνήσουμε, κοιτάμε τα σφιγμένα
Απ’ ότι κι αν κρατούσανε, χέρια μας άδεια να ’ναι,
Έτσι κι εγώ τόσον καιρό, αφότου έχω γνωρίσει
Το Γιώργη, και παρέα του αχώριστη έχω γίνει,
Νόμιζα πως τον κράταγα στα χέρια μου κλεισμένον.
Μα όμως εκοιμόμουνα. Τον είχα στ’ όνειρό μου.
Κι όταν εξύπνησα είδα πως δεν ήτανε δικός μου.
Το ξύπνημά μου Αράχοβα το λεν, κι ό,τι εκείνη
Μες στην ψυχή μου γέννησε με σπόρο της τα λόγια
Που για το Γιώργη ακούστηκαν και το κατόρθωμά του.
Για κείνον-ναι-που "Γιώργη μου" τον έλεγα ως τώρα.
Όχι. Επειδή ξαπλώνουμε στο ίδιο το κρεββάτι
Πως τον κατέχω δε θα πει. Δικός μου-όχι-δεν είναι.
Κι αλήθεια κάτι απέραντο, κάτι μεγάλο τόσο,
Πώς να χωρέσει στη μικρή ύπαρξη μου θα μπορούσε;
Κάτι το τόσο υψηλό σε με τη χαμηλούλα;
Πώς το βαθύ θα ταίριαζε, με τη ρηχότητά μου;
Το δυνατό με την που εγώ έχω αδυναμία;
Και μέγας ειν’ αληθινά ο Γιώργης Καραϊσκάκης.
Και δυνατός.Τί δύναμη αλήθεια πρέπει να ’χει
Για να παλαίψει με ολουνούς όσους ζητούσαν μόνο
Να τον εξουθενώσουνε, να τον ποδοπατήσουν,
Να τον απογυμνώσουνε από κάθε εξουσία,
Κι εκείνος τη μανία τους όχι να φεύγει μόνο
Αλλά και ν’ αναδύεται μεσα απ’ αυτήν πανώριος
Και κλέη να φέρνει σ’ όσους πριν να τόνε χάσουν θέλαν…
Πόσες δε θα επήγανε ικανότητες χαμένες
Αλλων, γιατί τη δύναμη δεν είχαν να μπορέσουν
Σε διαβολές κι επιβουλές ν’ αντισταθούν, και πόσες
Ψυχές δε θα γυρίσανε στα μέρη τα παλιά τους,
Ίχνη χωρίς ν’ αφήσουνε στον κόσμο που πέρασαν,
Γιατί δεν είχαν δύναμη τ’ άδικο να νικήσουν…
Α!Δεν αρκεί το λούλουδο να κλει ευωδιά εντός του,
πρέπει τη δύναμη να βρει το χώμα να τρυπήσει
Για να μπορεί τον γύρω του αγέρα να ευωδιάσει…
Θεέ μου το μεγάλωμα λοιπόν δεν το μετράνε
Με του κορμιού το ψήλωμα, με της υγειάς το σφρίγος,
Μα με τους γύρους του μυαλού και της ψυχής τη φλόγα.
Και είναι ο Γιώργης αψηλός, ώστε να μη τον φτάνουν
Του κόσμου τα παινέματα και να τόνε χαλάσουν.
Κι είναι βαθύς. Τόσο βαθύς που απ’ τά τέτοια βύθη
Φέρνει στο φως αγνώριστες για μας, νέες αξίες,
Κι όπως γνωρίζει μόνο αυτός στις δίπλες τις ταιριάζει
Του κόσμου μας του σκοτεινού και φως τις πλημμυράει.
Και τις ταιριάζει στα φτωχά κι άμετρα τα πλουταίνει
Και τις ταιριάζει στ’ άσχημα και κείνα ομορφαίνουν.
Κι είναι πλατύς σα θάλασσα και πιάνει τόσον τόπο
Που εκατομμύρια χρειάζονται μικροί για να γεμίσουν.
Χτίζει ένα σπίτι ο άνθρωπος και διπλοκαμαρώνει
Και λέει κάτι πως ορθό θα μείνει αυτός σαν πέσει.
Άλλος παντρεύει ένα παιδί, και λέει θε μου τώρα
Ο προορισμός μου τέλειωσε. Μπορώ πια να πεθάνω.
Τί πρέπει τότε να ειπεί ο Γιώργης που όχι σπίτι
Μα μόνος του ολόκληρη ανάστησε Πατρίδα;
Τι πρέπει ο Γιώργης να ειπεί, που αυτήνε την Πατρίδα-
Τη γέννα του, την πάντρεψε μ’ αιώνια μία Δόξα;
Παιδεύονται ολοζωής και πλούτη οι ανθρώποι φτιάχνουν.
Κι αντίς να θάψουν το αίσχος τους μέσα στη γης μαζί τους,
Διατυμπανίζουν τη βρωμιά και τα εγκλήματα τους
λέγοντας: "Δέστε, αδίκησα και κατακλέψει έχω,
Τη δυστυχία έφερα σ’ αμέτρητους ανθρώπους.
Πήρα ’π’ το στόμα του φτωχού την ξερική μπουκιά του,
Στέρησα από παιδιά χαρές, αγάπη απ’ τούς μεγάλους,
Το αίμα της φτωχολογιάς πήρα και τον ιδρώτα,
Τα ζύμωσα, τα σκέπασα, τα ’ψησα, εξέρανά τα,
Και να! Παράδες τα ’κανα και μάτσα τα φυλάω
Στην τσέπη, και τις στερνές μου έχω μ’ αυτά γεμάτες".
Κι ο Γιωργής που ’ντυσε παιδιά, που ζέστανε μεγάλους, ^
Που ’δωσε στον φτωχό φαί, που έφερε ευτυχία
Σ’ ανθρώπους που την είχανε χαμένη για αιώνες,
Κι όχι σ’ αυτούς μόνον αλλά και στους απογόνούς τους
Όσο γεννάν οι άνθρωποι κι όσο γυρνάει ο ήλιος,
Ο Γιώργης που ’δωσε ξανά στους έλληνες πατρίδα,
Τί πρέπει να παινεύεται και να βροντοφώναζει;
Μα δεν υπάρχει μια φωνή τέτια που να μπορέσει
Να γρικηθεί από τ’ αυτιά τ’ ανθρώπου. Μόνο οι λίγοι
Μπορούν να καταλάβουνε το τόσο μεγαλείο
Και να του δώσουν τη σωστή μέσα στον κόσμο θέση.
Πόσο πολύ γελάστηκα! Ο Γιώργης δε μου ανήκει.
Ανήκει σ’ όλους τους ρωμιούς και σ’ όλους τους ανθρώπους.
Είναι ψυχή. Είναι καρδιά. Είναι παλμός. Ειν’ αίμα.
Είναι το φως της Λεφτεριάς, του σκλαβωμένου Ελπίδα.
Ειν’ η ιδέα του Καλού. Ειν’ Αγγελος ’φροσύνης.
Κι όλοι τον κλειούμε μέσα μας. Κι όλους μας κλει’ εντός του.
Και μας γλυκαγκαλιάζουνε τα δυο λιγνά του χέρια
Και μας θωρούν τα δυό λαμπρά, κατάμαυρά του μάτια
Και στην ψυχή μας μας μιλάν τα δυό στεγνά του χείλια
Και λένε: "Μέσα στο κορμί και μέσα στην ψυχή μου .
και μες στου νου μου το εύφορο, το καρπερό χωράφι,
Δύναμες νοιώθω να οργούν-νιώθω φωτιές να καίνε.
Για σάς-να!-όλα Ελληνες. Για σας οι δύναμές μου
Τις αλυσίδες σπάζουνε που σκλάβους σας κρατούσαν.
Και για να σας ζεστάνουνε ανάβουν οι φωτιές μου
που θρέφουν και θεριεύουνε με της Τουρκιάς τα κλέη.
Για σας κάθε μικρή χαρά έχω παραμερίσει.
Για σας έκανα σπίτι μου της Ρούμελης τα σπήλια.
Για σας γυρνώ ξυπόλητος και νηστικός στα βράχια.
Για σας το ίδιο μου παιδί που γέννησα δεν το ’δα.
Για σας ταϊζω το χτικιό που το κορμί μου τρώει
Μ’ ό,τι καλλίτερο φαί θα ζήταε αν εμίλει.
Ό,τι κρατώ για σας κρατώ μες στη ζωή μου ακόμα.
Κι ένα γυρεύω από σας μονάχα-να μ’ αφήστε
Ό,τι κρατώ απλόχερα σε σας να το χαρίσω-
Να δώσω θέλω- το απλωτό χέρι μου μη μου κόφτε.."
Γιώργη μέσα στο χέρι σου κι εγώ στριφογυρίζω,
Στάχτη από τη φλόγα σου, πέτρα στο χτίσιμό σου.
Μία μικρή από σήμερα πνοή λογιέμαι αέρα
Που μπαίνει μες στα στήθια σου νεκρή, και ζωντάνευει,
Και γίνεται ορμή και βία, και γίνεται αγώνας.
Και, Γιώργη, από σήμερα, τ’ ορκίζομαι, απόψε,
Εδώ, απάνου στα χαρτιά που αγαπώ σκυμμένη,
Οτι θα πάψω η μικρή "Γιώργη μου" να σε λέω-
Γιά μένανε από σήμερα θα σαι ο Καραϊσκάκης.
Υπάρχει ένας Ερωτας που αψηφάει τα χάδια.
Υπάρχει ένας Ερωτας όπου καταφρονάει
Αγάπης πείσμα και φιλί, και έκσταση και πάθος.
Υπάρχει ένας Ερωτας όπου τ’ αγκαλιασμένα
Κορμιά, σα φύλλα στο πυκνό το δάσος Ί'ου μετράνε.
Σήμερα αυτόν τον Ερωτα,γλυκέ αγαπημένε
Μου ’μαθες. Μού ορθάνοιξες τις πύλες Του μπροστά μου
Κι Εκείνος με περίχυσε με το αιώνιο φως του.
Σκύβω και Τόνε προσκυνώ. Θεό μου Τον γνωρίζω
Και σένα για προφήτη Του ισάξιο και μέγα.
Καραϊσκάκη σήμερα μου ’δωσες το μαχαίρι
Και μιαν αγάπη σκότωσα και βρήκα την Αγάπη.
Ας έχεις δρόμο λεύτερον απ’ όλα τα εμπόδια".
Μια διακοπή εδώ Μαριώ ακόμα θα σου κάνω
Και λίγα σχετικά θα πω με ό,τι την τιτάνια
Τη νίκη της Αράχωβας είχε ακολουθήσει,
Που είτε συ δεν τα ’ξερες , είτε δεν είχαν γίνει
Όταν ακόμα έγραφες το ημερολόγιο σου.
Και θα ’χουν σχέση όσα πω μ’ ό,τι μας ενδιαφέρει
Και με και σε, μέσα σ’ αυτό που γράφω το βιβλίο:
Το τί τότε ειπώθηκε για τον Καραϊσκάκη
Και ποιόν στον κόσμο ολόκληρο αντίχτυπο είχε η νίκη.
Οταν από τον Παρνασσό η είδηση της νίκης
Επέταξε στην Αττική, και από κει επήγε
Στα γαλανά μας τα νησιά και στου Μωρηά το φύλλο,
Ολη η Ελλάδα ανάσανε. Μετά το Μεσολόγγι,
Η μία ακολούθαγε την άλλη αποτυχία,
Και η απογοήτευση τη θέληση λυγούσε
Ολων των αντρειωμένωνε.Τίποτα δεν ερχόταν
Τις λίγες των αγωνιστών ελπίδες να φτερώσει.
Μα τώρα όλα αλλάξανε. Ποτέ άλλοτε νίκη
Τόσο δεν εγιόρτάστηκε σ’ όλο το Εικοσιένα,
Όσο αυτή της Ράχοβας.Τα μίση ξεχαστήκαν
Και όλοι οι τοπικισμοί εμπήκανε στην άκρη.
Ανθρωποι που ήταν άγνωστοι, φιλιά παίρναν και δίναν,
Οι αγωνιστές απόλεμοι που μένανε,γύρευαν
Να παν να πολεμήσουνε κι αυτοί να δοξαστούνε,
Όταν στην Αίγινα έφτασε της νίκης το μαντάτο
(Εκεί τότε βρισκότανε η Κυβέρνηση), εγίνη
Δοξολογία πάνδημη στις ’κοσιοχτώ Νοέμβρη.
Χαρμόσυνα χτυπάγανε οι καμπάνες. Ό Λαός μας
Γιόρταζε. Κι οι επίσημοι τώρα υμνολογούσαν
Τον ήρωα που τόσο πριν τον είχανε πικράνει,
και τον περιφρονήσανε, και τόνε κατατρέξαν.
Και όταν μες στην εκκλησά μπήκαν και λειτουργία
Ευχαριστήρια έκαναν για τη μεγάλη νίκη,
Εκεί τον πανηγυρικό εκφώνησε ο Τρικούπης
Λέγοντας στ’ άλλα ανάμεσα:
«Χωρίς είδος,χωρίς κάλλος,ως ελεεινόν πτώμα εκείτετο χθες η Στερεά Ελλάς.Ο ζέφυρος της ελευθερίας,ο μόνος ο οποίος ζωογονεί τον λογικόν άνθρωπον, δεν έχυνε πλέον την δρόσον του εις το αμορφον πρόσωπον της. Αυχμηρά και κατάξερος ήτο η όψις της, γλυκεία αύρα έπνεε μόνον ακόμη εις εκείνο το μέρος όπου ετάφη ο Αριστογείτων. Σιωπηλή παντού αλλού ήτο η λύρα του Ελληνος,η οποία εγέμιζε προχθές τας πόλεις και τα χωρία με της παλληκαριάς και της ελευθερίας τα τραγούδια...Τα ένδοξα πλην ατυχή τέκνα της Ρούμελης, φεύγοντα το σκότος της αβύσσου,διεσπάρησαν τηδε κακείσε άστεγα και άπορα, άλλα εκρύπτοντο εν τοις σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης,άλλα κατέφευγαν εις ακροτόμους λίθους, άλλα ασφαλίζοντο εις τας κορυφάς άβατων βουνών, και άλλα εκάθοντο αντίκρυ της γης, την οποίαν η άβυσσος εφοβέριζε να καταπίει. Όλα έβλεπον ταπεινωμένην την δόξαν της, όλα, ως τα τέκνα του Ισραήλ όταν καθήμενα εις τον ποταμόν Βαβυλώνος ενθυμούντο την Σιών, έκλαιον πικρά ενθυμούμενα τας λαμπράς μάχας των Βασιλικών, του Μακρυνόρους, της Γραβιάς,του Καρπενησίου, της Αμπλιανης, όλα εδιηγούντο τα περασμένα της γης εκείνης μεγαλεία, τα οποία μία στιγμή αν διέβαινεν ακόμη, έβλεπον ότι έμελλον να κατεβούν και αυτά εις την ανοιχθείσαν άβυσσον, επάνω της οποίας εστέκετο το μέγα θηρίον, διά να παραχώσει εκεί μέσα τας τελευταίας ελπίδας της Στερεάς Ελλάδος, την γην, λέγω, όπου ετάφη ο Αριστογείτων, και έπειτα να την σφραγίσει με την σφραγίδα της αιωνιότητας. Χέρι εχρειάζετο δια να κτυπήσει κατακέφαλα το επάνω της αβύσσου θηρίον, και ούτως η άβυσσος να κλεισθεί πριν καταπίει όλην την κινδυνευουσαν εκείνην γην, και αφού πρώτον αποδώσει ό,τι επρόφθασε και κατέπιεν. Αλλά ποίον ήτο το τολμηρόν χέρι, το οποίον έμελλε να αντιπαλαίσει με το μέγα τούτο θηρίον; Οχι άλλο βέβαια, παρά το χέρι το ρουμελιώτικον, εκείνο το χέρι το οποίον εκινδύνευσε να κόψει την κεφαλήν
του θηρίου μαχόμενον εντός της ηρωικής πόλεως
της Ελλάδος. Αλλά το στιβαρόν τούτο χέρι έπρεπε να το διευθύνει επιχειρηματικός και εμπειροπόλεμος
άνθρωπος.Τοιούτος επαρρησιάσθη ο αρχηγός Καραϊσκάκης. Αυτός επικεφαλής των ανδρείων,οι οποίοι τον πόλεμον έχουν χαράν και τον κόπον άνεσιν, έλαβεν συναγωνιστήν και τον ατρόμητον πολεμιστήν της Πελοποννήσου Νικήταν, εύρε και συνεργούς προθυμότατους εις τους σωτηριώδεις τούτους σκοπούς τους φιλότιμους και φιλοπάτριδας Ψαριανούς, και εφοδιασμένος με όλην της Διοικήσεως την πατριωτικήν φροντίδα, έτρεξεν εις καταδίωξιν του επάνω της αβύσσου μεγάλου θηρίου... "
Και γράφει ο υπασπιστής του Γέρου, ο Φωτάκος:
"Η δε εκστρατεία του στρατηγού τούτου (του Καραϊσκάκη) εκαθάρισεν ολίγον και τα πάντα έσωσε. Διότι εκτός των άλλων απεστόμωσε τους εξωτερικούς εχθρούς της Ελλάδος,οι οποίοι έλεγον εις τον Σουλ-τάνον, οτι όλη η Ρούμελη υπετάχθη εις τον Κιουταχήν, και ότι Ελληνες πλέον δεν υπάρχουν, ειμή μόνον ραγιάδες".
Και ο Παπαρρηγόπουλος τη μέρα λέει της νίκης
"ημέραν αναστάσεως της προ μικρού πεσούσης Στε-
ρεάς Ελλάδος".
Κι ομολογεί ο Χέρτσβεργ πως:
"επί τη λαμπρά του Καραϊσκάκη νίκη ανεπτερώθησαν αύθις αι ελπίδες των εν Πελοποννήσω Ελλήνων και η Επανάστασις ηνωρθώθη παραχρήμα ερρωμένη".
Κι ένας απ’ τους σημαντικούς πολιτικούς του Αγώνα,
Γερό και τίμιο μυαλό, μας γράφει (ο Σπηλιάδης):
"Δεν ανέστησεν η ολιγαρχία την Στερεά Ελλάδα. Την ανέστησε ο Καραϊσκάκης... Οτι δε άλλος δεν την ανέστησε, θα το αποδείξει ο θάνατός του."
Οσο για τους φιλέλληνες ολόκληρου του κόσμου
Παρόμοια η νίκη αυτή χαρά τους είχε όλους τους γεμίσει.
Στα χείλια όλων ήτανε τ’ όνομα Καραϊσκάκης,
Και όλοι οι Φιλελληνικοί Σύλλογοι της Ευρώπης,
Που εφόδια να μας στέλνουνε είχανε σταματήσει,
Νομίζοντας πως πάει πια, νέκρωσε ο Αγώνας,
Να ενδιαφερονται άρχισαν πάλι για την Ελλάδα
Και πάλι ξαναρχίσανε να μας τροφοδοτούνε.
Ο Εϋνάρδος έγραψε γράμμα στον Καραϊσκάκη-
Και είχεν εξαιρετική το γράμμα αυτό αξία.
Ο Λουδοβίκος, βασιλιάς της Βαυαρίας, που είχε
Την πτώση του Μεσολογγιού σαν έμαθε ανακράξει
Με δάκρυα στα μάτια του «Πέθανε η Ελλάδα!",
Τώρα με δάκρυα χαράς παράφορα ξεσπάει:
"Η Ελλάς μου αναστήθηκε!" Αλλά και κάτι ευώδες:
Σε μιαν απ’ τις δημόσιες που δίναν εσπερίδες
Κυρίες ελληνόφιλες στ’ όμορφο το Παρίσι
Για να μαζέψουν χρήματα να στείλουν στην Ελλάδα,
Χρήματα που θα μάζευαν πουλώντας διάφορα είδη
Σε υπερβολική τιμή, εκεί, ένας ανθοπώλης
Εδιάθεσε για πούλημα έναν ευώδη κρίνο
Όπου τον ονομάτισε "κρίνο Καραϊσκάκη".
(συνεχίζεται)