Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Η ΜΙΜΗ Η ΑΝΗΨΟΥΛΑ ΜΟΥ)
(Το τότε «Νταίζη» ήταν παραπλανητικό)

Οταν έφυγε Εκείνη
Ελεγα πως δε θα μείνει
Στην καρδία ούτε μια θέση
Που αυτήν νάχει στη μέση.

Κι έλεγα πώς μακρυά της
θάσβηνε ως και τόνομά της …
Αν η μνήμη δε μ' εμπαίζει
Την έλεγαν… α-ναι-Νταίζη!

Είχε μάτια που τρελλαίναν
Σαν καλόβλεπαν κανέναν
Είχαν φλόγα-είχαν λαύρα
Μα τι χρώμα; Α! !Ηταν μαύρα!

Το ζεστό χαμόγελο της
Τόχε ανάγκη η Ανθρωποτης
Κι απ' τη χάρη της αντλούσε
Χάρη η Ανοιξη κι ανθούσε.

Ομως μόνοι θ' απαντήστε
Αν να μάθετε ρωτήστε
Πως εμοιάζαν της τα χείλη ...
Ναι… μ' αδάγκωτο σταφύλι!..

Και ακόμα έχω ξεχάσει των μαλλιών της τ' άγρια δάση-
Αν κοτσίδες τάχε κάνει
Οταν μ' είχε ξετρελλάνει

Η λυτά τάχε αφήσει
Και με είχε παραλύσει
Τον κακόμοιρο εμένα-
Μα… θυμάμαι!-ήταν λυμένα

Αξετίμητα στολίδια
Τα γραμμένα της τα φρύδια
Και τα μάγουλα σαν ρόδα
Και ανάσα που ευώδα.

Δόντια ίσια και κάτασπρα
Πού ελάμπανε σαν άστρα
Μύτη λίγο σηκωμένη
(Δίχως νάναι φαντασμένη.)

Στόμα χάρμα-σώμα ίσιο
Και περπάτημα λαφίσιο
Κι όταν ’μίλει λες αηδόνια Κελαδούσανε στα κλώνια.

Μα πως έγιν' έτσι ξάφνου
Και ξανάρθανε κοντά μου
Τα ζεστά κι αγαπημένα
Μέλη πούχ^α ξεχασμένα;

Η απάντηση είναι μία
Δε θα ζέχναγα καμμία
Από κείνες τις εικόνες
Κι ας επέρναγαν αιώνες

Μόνο να, έπαιρνα θάρρος
Να νομίζω πως το βάρος
Της αγάπης μου για κείνη
Ισως λίγο ελαφρύνει

Και πως ίσως αν τη χάσω
Ισως λίγο την ξεχάσω.
Όμως  βγήκα γελασμένος
Και ο κάθε αγαπημένος

Της καρδούλας της ο χτύπος
Πως φοβάμαι τώρα μήπως
Δε χτυπάει πια για μένα
Πέρα κει στα μαύρα ξένα…

Λος Άντζελες 1987