Κυριακή 5 Μαΐου 2019

(συνέχεια ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ)

ΑΡΧΙΖΕΙ Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ. ΔΟΜΒΡΑΙΝΑ

Προχτές όταν ξημέρωσε, στείλανε οι Σουλιώτες
Μήνυμα ότι φεύγουνε-πως δε θα ’ρθούν μαζί μας.
Χτες βράδυ κάτι έψαχνε ο Γιωργής κατ’ απ’ το στρώμα
Και βρίσκει ετούτα τα γραφτά: "Μαριώ τί είναι ετούτα;"
Με έκπληξη με ρώτησε."Δικά μου είναι. Γράφω."
Δεν πίστεψε. Πως ψέμματα ενόμισε του είπα.
"Ξέρεις και γράφεις ωρε σύ; Για έλα γράψε κάτι".
Τι θες να γράψω Γιώργη μου; "Γράψε: ο Καραϊσκάκης
θα διώξει τους σκατότουρκους απ’ όλη την Ελλάδα".
Το ’γραψα. Πήρε το χαρτί. Το είδε… το ξανάδε…
"Τώρα τί έγραψες εσύ ουτ’ ο πούτζος μου δεν ξέρει".
Μου ’δωσε πίσω τα χαρτιά. Δεν είπε τιποτ’ άλλο.
Τα πήρα και τ’ απόθεσα πάλι στην ίδια θέση.

Τρεις μέρες τώρα δεν μπορώ να βρω στιγμή να γράψω.
Η προχωράμε ή κάτσουμε στέκομαι  πάντα δίπλα
Στο Γιώργη που ’ναι άρρωστος κι οπυρετός τον ψήνει.
Λες πως γραμμένο ήτανε, στις εικοσπέντε Οχτώβρη,
Τη μέρα που κινήσαμε, τον έπιασαν οι θέρμες.
Κι ο βήχας. Κι ειν’ αδύνατος σαν καλαμιά. Και τρέμει.
Του βάζω με ξυδόνερο πανί στο μέτωπό του,
Του φκιάνω το χαμόμηλο, τού φκιάνω τον καφφέ του,
Και στέκω δίπλα του, εκεί, απάνου στο κρεβάτι,
Ετοιμη ό,τι μου ειπεί να τρέξω να το κάνω.
Εικοσιπέντε Οχτωβριού, κατά το μεσημέρι,
Εφάγαμε και ήπιαμε στο δώμα του Καλλέργη-
Την άλλη μέρα γιόρταζε κι έκανε το τραπέζι.
Ο Γιώργης ήπιε κι έφαγε καλά. Δεν είχε θέρμες.
Τ’ απόγεμα κινήσαμε. Ημασταν δυό χιλιάδες.
Χίλιους στρατιώτες μ’ αρχηγό Τάσο Μαυροβουνιώτη
Ο Γιώργης μου τους άφησε για να φυλάν το δρόμο
Μωρηά και Ρούμελη ανοιχτόν. Εβάλαμε σκοπό μας
Στην Κάζα για να φτάσουμε όσο ταχύ γινόταν.
Κι ενώ καλά πηγαίναμε, κατά το βράδυ βράδυ 
Πέφτει ο Γιώργης άρρωστος.Τον άδραξε η θέρμη.
Ηρθ’ ο Σουλτάνης."Αδερφέ", του λέει, "Καραϊσκάκη,
Ας κάτσουμε αδερφέ μου εδώ για μια ή δυό ημέρες-
Να γιάνεις, κι ύστερα ο θεός, ξανακινάμε πάλι".
Τα ίδια του ’λεγα κι εγώ. Εκείνος πού ν’ ακούσει:
"Καθυστερήσαμε αδερφέ απ’ τά τσογλάνια τ’ άλλα,
Όμως για την αρρώστια μου δε χάνω ούτε μέρα.
Φκιάστε ένα ξυλοκρέββατο και βάλτε με απάνου.
Και γρήγορα! Δεν ξέρουνε οι τούρκοι απ’ αρρώστιες."
Φκιάσανε ξυλοκρέββατο, τον βάλανε απάνου
Κι αμέσως ξεκινήσαμε την ίδια εκείνη ώρα.
Κι ακολουθούσαν πίσω του δύο χιλιάδες άντρες.
Οταν στα Κουντουριώτικα εφτάσαμε καλύβια,
Τη νύχτα εκεί εμείναμε. Το Γιώργη είχαμε βάλει
Στο λιακωτό ενός σπιτιού απάνου στο κρεββάτι.
Πέρασαν και τον είδανε ολοι οι Καπεταναίοι.
Εκείνος ανακάθησε όσο ήτανε μαζί του
Και συμβουλές τους έδωσε για τα προβλήματά τους.
Οταν εφύγαν,  ξέπνοος έπεσε στο κρεββάτι:
"Παρε ένα κάθισμα", μου λέει, «και κάτσε ’δώ κοντά μου
Και κράτα μου το χέρι μου ως να με πάρει ο ύπνος".
Τον πήρε ο ύπνος γρήγορα. Δεν τ’ άφηκα το χέρι,
Ωσπου κοιμήθηκα κι εγώ απάνου του πεσμένη.
Μας ξύπνησε αργότερα ο Μήτρος ο Μπερούσης
Που ανέβηκε στο λιακωτό την κάπα του να πάρει.
Πεσμένη όταν πάνου του μ’ είδε ο Γιωργής, μού είπε:
"Μωρή Μαριώ εσύ ’σουνα πεσμένη μου απάνου
Κι εγώ έβλεπα όνειρο πως μ’ είχε πάρει βόλι
Και πάνου μου επέφτανε νεκροί και λαβωμένοι;.."

Ξανακοιμήθη γρήγορα. Κι ας ξύπναε κάθε τόσο
Αλλά πολύ τον βοήθησε αυτός ο λίγος ύπνος
Και όταν εσηκώθηκε πρωί την άλλη μέρα  
Ένιωθε σαν καλλίτερα. Και φύγαμε και πάλι.
Την ίδια μέρα αποβραδίς εφτάσαμε στην Κάζα.
Στέλνει ανθρώπους του έμπιστους να πα’ να βρουν τον Ρούκη.
 Και να του πουν να τσακιστεί κι αυτός κι ο Δυοβουνιώτης
Να ’ρθούνε να τον έβρουνε. Να σπάσουν τα καπάκια
Που ’χαν με την καρα-Τουρκιά και να ενωθούν μαζί του".  '


Μαριώ συχωρά με,αλλά, για λίγο κάπου κάπου
θα σταματάω τη ροή του ωραίου του γραφτού σου
Ωστε να βάζω ανάμεσα από αλλωνών κομμάτια,
Αξιων κι εκείνων, τα γραφτά, σαν κρίνω πως αξίζει.
Αλλά χωρίς να σε ρωτώ καθόλου θα σε κόβω
Αν είναι ένα Δημοτικό τραγούδι για να βάλω
Γιατί αυτά όταν μιλούν μιλάει της Ελλάδας
Η τετραφτέρουγη ψυχή, και μπρος της όλα τ’ άλλα,
Και συ, κι εγώ, μόνο φτωχοί μετράμε πεζολάτες.

«Τρέμουν τα κάστρα τρέμουνε,τρέμουν τα βιλαέτια, 
Τρέμει κι η μαύρη Ρούμελη για τον Καραϊσκάκη.
Σ' εσένα Μήτσο-Δαίμονα, Αντρέα φαντασμένε,
Σταμούλη Γάτσο κερατά, Γιολντάση απ’ τή Ρεντίνα.
Κι εσύ Πεσλή κατάντησες σαν τον Αραπογιάννη,
Να κάθεσαι στο Λάσκοβο να καθαρίζεις μήλα!”

«Και στέλνει το λεβεντονιό το Γαρδικιώτη Γρίβα
Να μη σταθεί να κοιμηθεί, μα ίσα να τραβήξει
Μ’ άλλους τρακόσους, και γραμμή, νύχτα πεζολατώντας,
Να πέσει μες στη Δόμπραινα, στη ρίζα του Ελικώνα
Με την ελπίδα πως θα βρει ανίδεους τους τούρκους
Και να τους πέσει απάνου τους και να τους αφανίσει.
Μα τα ’φερε ο διάολος κι οι ίδιοι αφανίστηκαν.
 Γιατ’ έπεσε μία βροχή κι έπιασ’ ενας αέρας
Που όλοι εσκορπίσανε μέσα στ’ ανεμοβρόχι.
Και παλληκάρια μοναχά τριάντα απ΄τους τρακόσους
Εφτάσανε στη Δόμπραινα πρωί την άλλη μέρα,
Βρεγμένοι, άυπνοι, νηστικοί και κακοπαθημένοι. 
Οι άλλοι εσκορπίσανε ψάχνοντας καταφύγιο.
 Οι Δομπραινιώτες να ιδούν εκείνους τους τριάντα,
Για κλέφτες τους νομίζουνε, στους μπέηδες το λένε
Και παν αυτοί να διώξουνε τους που νομίζουν κλέφτες. 
Καβαλαραίοι έρχονται, τους παίρνουν του κυνήγου,
Και πιάνουν έναν απ’ αυτούς που η μπόρα είχε σκορπίσει.
Τον βασανίζουνε, κι αυτός, τους λέει-ο Καραϊσκάκης
Ερχεται για τη Δόμπραινα με όλο του τ’ ασκέρι.
Στον Ελμάζ-Μπέη το μηνάν αυτοί, τον αρχηγό τους.
Διατάζει εκείνος τους τουρκούς να πιάσουνε τα σπίτια
Και τους τρεις πύργους του χωριού, και να ταμπουρωθούνε. 
Κι αρχίσανε τ’ απόγεμα μπουλούκια απ’ τους δικούς μας
Να φτάνουνε στη Δόμπραινα. Ρίχνονται σε γιουρούσι
Να πάρουν όλο το χωριό, πέφτουνε μες στα σπίτια,
Μα παίρνουν μόνο μερικά. Τα πιο γερά κρατάνε.
Αλλά κι αυτά τα λιγοστά τα σπίτια που είχαν πιάσει
Οι έλληνες τ’ αφήσανε σα νύχτωσε και φύγαν.
Μάταια τους εμήνυσε ο Γιώργης να μη φύγουν
Και ό,τι μ’ αίμα εκέρδισαν το χάσουνε και πάλι.
Εκείνοι δεν τον άκουσαν. Βρεγμένοι όπως ήταν
και άθλιοι, εκινήσανε και πήγαν στο Κακόσι,
Ενα χωριό εδώ κοντά, στα απίτια του εμπήκαν,
Και κάθονταν στα τζάκια του, και, οι μαύροι, ζεσταινόνταν.
Οι τούρκοι αμέσως πήρανε τα σπίτια που ’χαν χάσει,
Και ταμπουρώθηκαν καλά στη Δόμπραινα και πάλι.
Και όχι μόνο, μα έστειλαν παντού μαντατοφόρους
Να φέρουνε την είδηση πως ήρθ’ ο Καραϊσκάκης.
Την άλλη μέρα οι Ελληνες τραβάνε στη Δομπραίνα.
Τη βλέπουν όλη τούρκικη. Κι οι τούρκοι τους χτυπάνε.
Ο Γιώργης έρχοντας εδώ είχε βάλει καραούλια
Σ’ όλους τους δρόμους πούφερναν στη Δόμπραινα. Ειχε έγνοια
Οτι μπορεί να φτάνανε στους τούρκους ενισχύσεις.
Σε λίγο τ’ Ανατολικό έρχεται καραούλι
Και να! Πως φάνηκαν του λέει ντελήδες στην πεδιάδα.
Αφήνει το κρεββάτι του ο Γιώργης και προστρέχει
Τους αναβάτες που ’στειλε η Θήβα να χτυπήσει:
Βοήθεια για τη Δόμπραινα που ήτανε κλεισμένη.
Τον ακλουθούν Νίκηταράς, ο Πανουργίας, Σουλτάνης,
Καλλέργης με τους λιγοστούς τους καβαλάρηδές του.
"Απάνου τους ωρ’ Ελληνες", φωνάζει ο Καπετάνιος,
Και χύνονται, πρώτος αυτός σαν αστραπή στους Τούρκους.
Τον έβλεπα που έτρεχε απανου στ’ άλογό του
Και σκέφτομουν το άλογο θα ’νοιωθε σαν αέρας
Να ’χε καθίσει πάνω του-τόσο λιανός ο Γιώργης
Και σαν ψυχούλα ελαφρός-θεός να τον φυλάει.
Βλέπω τη μάχη από ψηλά. Μόλις οι τούρκοι βλέπουν
Να ’ρχόνται πάνω τους μ’ ορμή ο Γιώργης και οι άλλοι,
Για λίγο κοντοστέκονται, συχίζονται, δειλιάζουν,
Κι αντις να ορμήσουνε κι αυτοί, στέκουν και περιμένουν.
Οταν τους φτάσαν οι Ελληνες, για λίγο αντισταθήκαν,
Κι ύστερα εσκορπίσανε κι αρχίσαν να το σκάνε.
Πάνου στη μάχη που ’γινε, τη δύναμη εβρήκε
Ο Γιώργης, και ντελή ενού επήρε το κεφάλι.
Λες και κρασί να είχε πιεί έπεσε απα’ στους Τούρκους.
Σαν  μεθυσμένος. Ξέχασε κι ανημποριά κι αρρώστια,
Κι έγινε ανίκητο θεριό και δράκος μανιασμένος.
Εγύρισαν. Ελάμπανε τα μάτια του. Μου λέει:
"Ωρή Μαριώ δεν ξέρεις πώς στ’ άλογο πάνου νοιώθεις…
Σα να πετάς! Σαν όληνε τη γης να ’χεις δικιά σου!"




Η ΓΟΛΕΤΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΝΟΝΙ ΤΗΣ
30 Οχτώβρη 1826 

Ο Γιώργης μου, δεν το ’ξερα, είναι και καπετάνιος.
Να πως το έμαθα κι εγώ. Όταν στην Ελευσίνα
Ημαστε ακόμα ψάχνοντας να έβρει τροπο ο Γιώργης
Να ενισχύσει το ’ρημο το Κάστρο της Αθήνας,
Οταν του εδινότανε και γι άλλα ευκαιρία
Να πάει δεν την άφηνε και κείνηνε χαμένη.
Του ’παν λοιπόν πως ήτανε στον κόρφο της Κορίνθου
Μία γολέτα τούρκικια για μέρες αραγμένη-
γολέτα δέκα κανονιών. Σοφίστηκε ο Γιώργης
Να τηνε πάρει. Το λοιπόν, αγόρασε μια τράτα
Και την περνάει απ’ τον Ισθμό-άκου!-με κατρακύλα.
Και μέσα έτσι στης Κόριθος την έμπασε τον κόρφο.
Πάει δεξά κι αριστερά, βρίσκει καμπόσες βάρκες.
Και βάζει τσούρμο μέσα τους διακόσα παλληκάρια.
Και τους ορίζει αρχηγό το Χρήστο Παλιογιάνη.
Και μία νύχτα σκοτεινή, στα μέσα του Σεπτέβρη,
Που στης Ιτιάς βρισκότανε η γολέτα το λιμάνι,
Γλιστράνε πάνω στο νερό αθόρυβα τις βάρκες,
Πλευρίζουνε το τούρκικο κι απάνου του πηδάνε. 
Οι τούρκοι ούτε που πρόλαβαν ν’ αντισταθούν καθόλου.
Για καπετάνιο έβαλε ο Γιώργης στη γολέτα
Το Μισεγιάννη Δημητρό από το Γαλαξείδι
Που ’ξερε κείνα τα νερά σαν τα βουνά οι Κλέφτες.
Απάνου στο πλεούμενο υπήρχε ένα κανόνι.
Αυτό έστειλε ο Γιώργης μου, πάνε τρεις μέρες τώρα,
Και στο Κακόσι το ’φερε για να βαρούν τους τούρκους.
Κάθε πρωί το παίρνανε, το φέρναν στη Δομπραίνα,
Κι αποβραδίς το πήγαιναν και πάλι στο Κακόσι.
Μικρή η ζημιά που προξενεί, μα ο θόρυβος μεγάλος.
Κι ο Καπετάνιος λέει αυτό πως θέλει-να βροντάει
Κι οι χωρικοί να λένε να!, ήρθ’ ο Καραΐσκάκης
Όχι ξεβράκωτος, αλλά φέρνει μαζί κανόνια. 
Σήμερα, ενώ ήτανε στημένο το κανόνι
Σχεδόν ως τίρο ντουφεκιού απ’ τής Δόμπραινας τα σπίτια,
Μια δυνατή πιάνει βροχή λες άνοιξαν τα ουράνια.
Οι κανονιέρηδες, κι αυτοί που ’τανε ορισμένοι
Για να υπερασπίζουνε απ’ τούς τούρκους το κανόνι        
Τ’ αφήσανε και τρέχανε να πάνε στο Κακόσι.
Ο Καπετάνιος ξάπλωνε απάνου στο κρεββάτι
Και τον εγιατροπόρευα. Έρχονται και του λένε
Πως το κανόνι τ’ άφησαν αφύλαχτο οι στρατιώτες.
Για πότε ορθός πετάχτηκε, ούτε που είδα."Πάμε!"
μου λέει "γιατ’ αλλιώς, το χάνουμε απ’ τους τούρκους…"
Και τρέχει μέσα στη βροχή. Και όσους συναντούσε
Που πίσω εγυρίζανε, με το παράδειγμά του
Και με δυο λόγια γκαρδιακά, τους εφιλοτιμούσε,
Και γύριζαν πίσω πολλοί μαζί του στο κανόνι.
Και πρώτος πιάνει το σκοινί κι αρχίζει να τραβάει
Να πάει το κανόνι μας και πάλι στο Κακόσι.
Ετράβαγε και πυρετό είχε αρπάζει ο νους μου-
Να βλέπεις έναν άρρωστο αρχιστράτηγο, χτικιάρη,
 Οπου στο ξυλοκρέββατο ως τα χτες τον κουβαλούσαν,
Να σέρνει μέσα στη βροχή και μέσα στην αντάρα
Ενα κανόνι. Κι έλεγα μέσα μου, έτσι θα ’ναι,
Η Λεφτερια θα ’ναι θεριό κι όταν διψά πίνει αίμα
Κι όταν πεινάει τρώει ζωές κι όταν βαριέται θέλει
Να βλέπει αρχιστράτηγους να σέρνουνε κανόνια.
Σε λίγο να ο Νικηταράς που ήρθε να βοηθήσει.
Κι από κοντά λαχανιαστός ένας στρατιώτης φτάνει
Και λέει πως στης Δόμπραινας τ’ αμπέλια έχουν οι τούρκοι
Περικυκλώσει κάμποσους δικούς μας, κι αν δεν πάει
Κάποιος αμέσως κατά κει, βοήθεια να τους  δώσει,
Εκείνοι πάει, χάνονται. Αφήνει το κανόνι
Και τρέχει ο Γιώργης κατακεί, παίρνοντας το Φαρμάκη
Κι έναν ακόμα αγωνιστή, να πάει να τους γλιτώσει.
Αλλά καθώς προχώραγε κατά το μέρος κείνο,
Τους βλέπει να γυρίζουνε μέσα στ’ ανεμοβρόχι
Έχοντας τελευταία στιγμή ξεφύγει την παγάνα.
Αποφασίζει τότε πια να πάει στο Κακόσι.
Κι έτσι καθώς περπάταγε, βρεγμένος, λασπωμένος,
Κοιτάει, βλέπει δίπλα του το Δήμο τον Αινιάνα,
Που εδώ και λίγον ήτανε καιρό Γραμματικός του.
Κι όπως αντάμα περπατούν, γυρίζει και του λέει:
"Τα βλέπεις τι τραβάμε ωρέ! Μα ποιος μας το γνωρίζει;"
"Τα πάθη αν τώρα κρύβουνε όσους αγώνες κάνεις
Κι όσες πολλές εκδούλευσες προσφέρεις στην Πατρίδα,
Θα έρθει κάποτε καιρός όπου του καθενός μας
θα γνωριστεί η αξία του, κι ανάλογα ετότες
Και δίκιος θα ’ναι ο έπαινος και δίκια η αμοιβή του".
"Γράφε καν, γράφε και αυτή, ας ειν’ η αμοιβή μου".


ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΔΩΝ
29    Οχτώβρη 1826

Από τον Ρούκη μήνυμα έρχεται. Είναι λέει
Ετοιμος τα καπάκια του ευθύς να τα χαλάσει,
Αλλά ζητάει δύναμη να του ’στελνε ο Γιώργης
Ώστε οι δικοί του να τους δουν και να θαρρέψουν πάλι.
Ο Γιώργης που δε δίσταζε διόλου να λιγοστεύει
Τ’ ασκέρι του αν για το καλό ήτανε του Αγώνα,
Του στέλνει Νάκο Πανουργία και Γρίβα Γαρδικιώτη
Και νοματαίους τους έδωσε μαζί τους τετρακόσους.
Την ίδια ώρα έγραψε γράμμα στον Δυοβουνιώτη
Να σπάσει τα καπάκια του κι αυτός με τον Κιουτάγια,
Κι όλοι μαζί τα Σάλωνα να πάνε να μπλοκάρουν.
Και όταν βράδυ αργά αργά μαζεύτηκε στο σπίτι,
Προστάζει Δράκο και Μάκρη να παν στη Βιτρινίτσα.
Αλλά δεν ελιγόστεψε τ’ ασκέρι του καθόλου.
Γιατί οι Σουλιώτες που ’σαντε ως τώρα θυμωμένοι,
Αλλάξανε τη γνώμη τους και σήμερα το γιόμα
Φτάσαν και με τ’ ασκέρι μας ενώθηκαν κι εκείνοι.
Μόνον ο Κώστας Μπότσαρης κι ο Κίτσος ο Τζαβέλας
Εμείνανε στα Μέγαρα, καθώς ν’ αναγνωρίσουν
Δε θέλαν πως ο Γιώργης μου είναι ανώτερός τους.
Ως πότε όμως; Κάποτε κι αυτοί θα ’ρθούν κοντά του
Ως τρέχουν τα κλωσσόπουλα ’πο πίσω από την κλώσσα.

30    Οχτώβρη 1826
Ενώ εμείς στη Δόμπραινα παλεύαμε τους Τούρκους,
Τα τριγυρνά της τα χωριά φοβούνται τον Κιουτάγια
Και ούτε όπλα παίρνουνε τους τούρκους να βαρέσουν
Ουτ’ έρχονται να ενωθούν στον νταιφά του Γιώργη.
Για να τους κάνει ο Γιωργής να πάρουν λίγο θάρρος
Στέλνει τον Κοντασόπουλο με τον Γιαννάκη Αντρούτσο,
Τον αδερφό του άτυχου Δυσσέα, με διακόσους, 
Τα δυο χωριά, Κουτουμουλά και Ζαγαρά να πιάσουν.
Όμως οι Κοτζαμπάσηδες γυρεύοντας να δείξουν
Πως ήρθαν οι χαϊνηδες χωρίς τη θέληση τους,
Μαντάτο στον Μουστάμπεη στέλνουνε, που βρισκόταν
Στη Λεβαδειά, με διαλεχτούς στρατιώτες οχτακόσους.
Κινάει ο Μουστάμπεης, ρίχνεται στους διακόσους,



189

Και πάει.Τριάντα σκότωσε, τριάντα αιχμαλωτίζει.
Κι ανάμεσα στους ζωντανούς πιασμένους, κι ο Αντρούτσος,
Που έτσι όπως φιλότιμος είναι, είχε μείνει πίσω.
Τριάντα παλληκαρόπουλα θανατωμένα. Σκέψου…
Ακόμα χτες επαίζανε και τρέχαν και γελούσαν.
Κι ανάμεσα τους κι ο Γιωργής απτή Λυκοβρυσούλα.
Εχτές τα λέγαμε μαζί. Και μούλεγε: "αν πεθάνω
θέλω μες στο τετράδιο σου να γράψεις τ’ όνομά μου-
πως πέθανα σαν ήρωας τους τούρκους πολεμώντας".
Του το υποσχέθηκα. Και να, το λόγο μου κρατάω:
Γιώργης απ’ τή Λυκόβρυση-επέθανε σαν ήρως.
Κι όμορφος. Πριν προλάβουνε τα γηρατειά να φτάσουν
Και να του ρυτιδώσουνε το πρόσωπο… τα χέρια…
Και να τον ασχημήνουνε. Κι αλήθεια, μιας κι η ώρα
Εφερε πάνω στο χαρτί ετούτα δω τα λόγια,
θέλω να πω κάτι πολύ που εντύπωση μου κάνει.
Οσοι λεβέντες χάνονται στον πόλεμο απάνου,
Τον πόνο τους πως θα χαθούν, μικρότερο τον κάνει
Η σκέψη τους  πως θα χαθούν νέοι ακόμα όντας,
Γιατί ’κει πέρα που θα παν, πέρα, στον άλλο κόσμο
θα είναι νέοι όπως εδώ, και πως εκεί θα βρούνε
Οσα δε χάρηκαν εδώ, σε τούτονε τον κόσμο.
θυμάμαι τον Πατόπουλο που εχάθη στο Χαϊδάρι.
Επέθανε στα χέρια μου καθώς τον περποιόμουν








Μαζί με άλλους που ’χανε λάβει πληγές στη μάχη.
Ηταν στα τελευταία του. Και με τα δυο κρατούσα
Χέρια μου το κεφάλι του που βάραινε ολοένα.
Εξαφνα με το μάτι του μου έγνεψε να σκύψω,
Γιατ’ έχει κάτι να μου ειπεί. Βάζω τ’ αυτί στο στόμα
Και με φωνή ψιθυριστή που μόλις ακουγόταν
«Ζαφείρη είμαι όμορφος;» "Πολύ κιόλας" του λέω.
"Πες μου", ξανά το στόμα του το άψυχο ανοίγει,
"Κορίτσα εκεί υπάρχουνε ; " "Υπάρχουνε" του κάνω.
"Και πώς το ξέρεις " "Ετσι λεν οι γέροι κι οι σοφοί μας»
"Κι αυτοί πώς ξέρουν;» "Ξέρουνε."  Μια πίκρα εζωγραφίστη
Στα χείλη του τ’αναιμικά: "Ζαφείρη, φίλησε με!..".
Εσκυψα και τον φίλησα. Αν κάπου θεός υπάρχει
Και κρίνει των ανθρώπωνε τις πράξεις καθώς λένε,
Οταν αυτό το φίλημα βάλει στη ζυγαριά μου
Βαρύτερα απ’ τα κρίματα όλα μου θα ζυγίζει.
Και όσοι λεν πως ευτυχιά στον κόσμο δεν υπάρχει
Μην τους πιστέψετε ποτέ. Εγώ εκεί την είδα
Στου νιου να ζωγραφίζεται Πατόπουλου την όψη
Οταν το πρώτο κι ύστερο φιλί γυναικείο πήρε.

2 Νοέμβρη 1826
Δυο Ελληνες που ήρθανε από του Κουτσουμούλα
Μας είπαν πως σαν έπιασαν οι Τούρκοι τον Αντρούτσο,
Την ίδια κείνη τη βραδιά τον βαλαν στα τσιγκέλια.
Αξέχαστα, ηρωικά Αντρουτσέικα αδέρφια!
Αναπαυτείτε τώρα πια στης δόξας σας τις δάφνες
Και, μη γνιαζόσαστε γι αυτό που αφήσατε δω πέρα-
Ο,τι αφήσατε μισό, εμείς το προχωράμε. 



ΤΟ ΒΡΑΚΙ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ

Σήμερα ο Μουστάμπεης χτύπησε τη Δομπραίνα-
Τα πρώτα πρωτα σπίτια της που ’ναι ταμπουρωμένα.
Με πείσμα κι απ’ τις δυο μεριές άναψε το ντουφέκι
Αλλά κρατεί ο Νικηταράς σαν άξιο παλληκάρι.
Τ’ απόγεμα φανήκανε να ’ρχόνται άλλοι χίλιοι
Καβαλαραίοι και πεζοί , που ’στελνε ο Κιουτάγιας.      
Πέφτουν κι αυτοί στη Δόμπραινα. Οι Ελληνες δε λυγάνε
Αλλά δεν ξέρει και κανείς ως πότε θα βαστάξουν
Σε τόσο μπούγιο του εχθρού κι εκείνοι τόσοι λίγοι.
Για σιγουριά στέλνει ο Γιωργής έναν μαντατοφόρο
Να πάει στο Μπούσγο να του πει, που ’τανε στο Κακόσι,
Να ’ρθεί βοηθός στη Δόμπραινα. Μα ο μαντατοφόρος 
Φοβήθηκε γιατί τη γης απ’ όπου θα περνούσε
Τήνε πλαγιοχτυπάγανε οι Τούρκοι του Κιουτάγια. 
Και έμεινε το μήνυμα. Σαν έπεσε το βράδυ,
Προστάζει ο Γιώργης ο στρατός να πάει στο Κακόσι.
Σαν έφτασε κι αυτός'εκεί, βλέπει το Βάσο Μπούσγο,
Που θάρειε πως δείλιασε να πάει να πολεμήσει-
Μη ξέροντας το μήνυμα ότι δεν είχε φτάσει.
"Φέρτε μου το βρακί ωρέ", λέει ,"της Κατερίνας".
Της Κατερίνας το βρακί ένα παλιόβρακο είναι,
Που ποιος τον ξέρει από πού το έχει βρει ο Γιώργης,
Και το φοράει σ’ οποιανούς δειλιάζουνε στη μάχη.
"Για ποιόν το θέλεις αρχηγέ;" τόνε ρωτάει ο Μπούσγος.
"Για σε κιοτή. Σε φώναξα στον πόλεμο να τρέξεις
Κι εσύ χαζεύεις εδωπά". Θεριό γίνεται ο Μπούσγος.
Τραβάει τη μπιστόλα του, κάνει ένα βήμα πίσω,
Του φούντωσε το πρόσωπο-έτοιμος να τραβήξει:
Πότε ωρέ με φώναξες και πότε ’γω δεν ήρθα;"
Σαν έμαθε τι έγινε, πικράθηκεν ο Γιώργης
Που άδικα επρόσβαλε φιλότιμο έναν άντρα:
Σε κατηγόρησα άδικα. Συμπάθα με ωρέ Μπούσγο"
Τα χέρια του άπλωσε, του λέει «έλα να φιληθούμε".
’Γκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν, όσο που δάκρυα τρέχαν
Από των δυο αντρειωμένωνε τα μάτια που κοντέψαν
Για κάποιου άλλου φταίξιμο ν’ αλληλοσκοτωθούνε.



ΘΑΝΑΤΟΣ ΤOY ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΣΟΥΛΤΑΝΗ

11 Νοέμβρη 1826     
Ο Γιώργης έλεγε πως αν είχε καβαλαρία,
θα έδιωχνε τον Κιουταχη χωρίς μεγάλο κόπο.
Κι όπως δεν ήταν μπορετό να φκιάσει μια ο ίδιος
Καβαλλαρία εζήτησε απ’ τον Κολοκοτρώνη.
Του ’γραψε ένα τον Αύγουστο γράμμα και του ζητούσε,         
θυμίζοντας του όσα οι δυο πριν είχαν συμφωνήσει,      
Να στείλει καβαλάρηδες όσους κι αν εδυνόταν
Και πως με κάτι άλογα πούχε κι αυτός, θα φτιάξει
Καβαλαρία που να μπορεί να έμπει στον αγώνα
Και να χτυπήσει με καρδιά τους τούρκους τους ντελήδες".

Και να το γράμμα, που η Μαριώ δοσμένο δε μας το ’χει.

(συνεχίζεται)