Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Γιωργία όνειρο. Για να πάω στο χωριό μου έπρεπε να περπατήσω σ’ έναν στενό χωματόδρομο για πολλή ώρα. Κάποιος όμως με παίρνει και μου δείχνει ένα λόφο. Τον ανεβαίνουμε καί με μεγάλα σαν του θεού βήματα σε δυο λεφτά βρισκόμαστε στην κορυφή του και να που ξανοίγεται μπροστά μου το χωριό μου-στην άλλη τώρα πλευρά του λόφου, φωτεινό, ελεύθερο από κάθε εμπόδιο και λουσμένο σε φως άπλετο και καλό στο μάτι-όχι εκτυφλωτικό. Τραβάω για εκεί χαρούμενος.
 Άλλο όνειρο. Φεύγω για Αμερική. Με περιμένει το αεροπλάνο. Μαζεύω πράγματα. Δυο παλιά ψευδώς αγαπητά πρόσωπα συντριγυρίζουν μαζί μου.
Τρίτο όνειρο (συνεχόμενα όνειρα όλα). Είμαι στην Αμερική, υποτίθεται σε ένα σπίτι όπου ήμουν κάποτε, όμως ελαφρώς αλλαγμένο. Στους γειτονιά του, όπου είναι οι δρόμοι του παλιού παζαριού της Τρίπολης, αυτοκίνητα καθώς κάνουν μανούβρες πέφτουν πάνω μου ή με συνθλίβουν ανάμεσα στον όγκο τους και σε τοίχους, με αποτέλεσμα όχι το λιώσιμό μου, μόνο μια μέσα μου αλαφριά κατηγόρια:δεν προσέχουν καθόλου πια…
Αμερική. Μπαίνω γυμνός σε μια τουαλέτα με σκοπό να κενώσω την κύστη μου μα δεν γίνεται. Ρούχα κρατώ στα χέρια μου. Η τουαλέτα ένα μεγάλο δωμάτιο. Σε μια γωνιά ένα τραπεζάκι με βιβλία όπου κάποιος μαθητής διάβαζε εκεί παλιά. Βγαίνω.
Ετοιμασία για να φύγω από Αμερική όπου θα ξαναπάω όμως. Είμαι τώρα στο σπίτι του ξαδέρφου μου. Μαζεύω πράγματα. Ηλεκτρικές μικροσυσκευές και χαρτιά μου με ποιήματα κυρίως. Ένα τέως ψευδώς αγαπητό πρόσωπο ετοιμάζεται για κάπου κουβαλώντας μια κόκκινη κουβέρτα στην αγκαλιά του. Διασταυρωνόμαστε αμίλητοι. Ταχτοποιώ πράγματα μαζεύοντάς τα. Αξιολογώ την αναγκαιότητά τους. Αυτό παίρνω, εκείνο δεν παίρνω, τα ταχτοποιώ. Προσπαθώ να τα χωρέσω σε έναν μικρό χώρο. Το αεροπλάνο περιμένει. Διαβάζω τα χαρτιά μου.
Ξέρω πως ξέρεις να εξηγάς τα όνειρα από τη μαμά σου. Εξήγησέ τα μου στο ι-μέιλ μου. Περιμένω.