Τρίτη 26 Απριλίου 2022

                             ΤΟ ΦΩΣ

(στον D’ Edigio, ιταλό οδοντίατρο μου στο Λος Άντζελες)
D’ Edigio κάπου φαίνεται πως σκάλωσε το πράμα
Kαι δεν υπάρχει πια το φως που έμοιαζε με θάμα.
Θυμάμαι, και προσπάθησε να θυμηθείς μ’ εμένα
Με συντομία τα μακρινά εκείνα περασμένα.

Στης μαγικής Ανατολής πρωτάναψε τα μέρη
Το φως που σ’ ύψη ουράνια τον άνθρωπο είχε φέρει.
Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι, Ινδοί, Ασσύριοι ,Πέρσες,
Πρώτοι του νου τις απλωσιές καλλιέργησαν τις χέρσες.

Από αυτούς το πήραμε το φως εμείς εκείνο.
Εμείς το αγριοβότανο σεπτόν κάναμε κρίνο.
Εμείς εβάλαμε το φως μες σ' αργυρό καντήλι
Κι ύμνους γλυκούς του ψάλαμε με της ψυχής τα χείλη.

Σωστά ως εδώ; Και ύστερα κάτω από το δικό σας
Το πέλμα εμείς βρεθήκαμε-είχε έρθει ο καιρός σας.
Και πήρατε από μας το φως κι άξιοι λαμπαδηφόροι
Μαζί του προχωρήσατε στου Λόγου τ’ ανηφόρι.

Και δεν τ' αφήσατε ούτε εσείς το θείο φως να σβήσει.
Κι έτσι ωσότου έφτασε και η δική σας δύση.
Τότε, με ρεύμα αντίθετο και άνεμο ενάντιο
Εδώσατε για φύλαξη τη φλόγα στο Βυζάντιο.

Σε βιβλιοθήκες άφωτες μέσα οι Βυζαντίνοι
Το φύλαξαν. Και το ’δωσαν με τη σειρά κι εκείνοι
Στην που από λήθαργο βαθύ ξύπναγε τότε Ευρώπη.
Κι η αλυσίδα η σεπτή εκεί για μένα εκόπη.

Κι αυτή ειν' η απορία μου: τι κάναν οι Ευρωπαίοι
Το φως που κάθε βρώμικο και κάθε σάπιο καίει;
Γιατί ούτε αυτοί το έχουνε ούτε άλλοι το κρατάνε:
Έθνος οι αχτίδες του-Λαό, κανέναν δε φωτάνε.

Ακούω διαδόσεις διάφορες. Λένε πως σε καράβι
Για δω να ’ρθει  το βάλανε κι η θάλασσα το θάβει.
Η ότι έφτασε ως εδώ κι είπαν οι Αμερικάνοι:
«Έχουμε φως ηλεκτρικό. Αυτό τι να μας κάνει;»

Και το εσβήσανε. Άλλοι λεν, πως στην Ευρώπη όντας
Από μακριά τ’ αντίκρισε ο Αμερικάνος λιόντας,
Για θρυαλλίδα το πέρασε σε τρομοκράτη χέρια,
Και πάει το φως που έλαμπε γλυκύτερα απ' τ’ αστέρια.

Μα ό,τι λεν κι ό,τι θα πουν, πίσω το φως δε φέρνει.
Όμως μια ιδέα στο μικρό μυαλό μου παραδέρνει:
Ότι το άγιο εκείνο φως μπορεί να ξαναζήσει
Μόνο από μας που κάποτε το είχαμε γνωρίσει.

Πως ίσως κάπου μέσα μας μια σπίθα έχει μείνει
Απ’ τη φωτιά που κάποτε μας ζέσταινε εκείνη.
Αυτές λοιπόν οι σπίθες μας αν ενωθούνε όλες
Μπορούν να γίνουν η μαγιά για λάμψεις φεγγοβόλες.

Λέω λοιπόν ν' αρχίσουμε να στέλνουμε τριγύρω
Ό,τι φυλάξαμε καλό απ’ τον παλιό τον κλήρο
Που όλοι να μάθουν τι ήτανε τότε ο σκοπός του βίου-
Κι όλοι τη λάμψη να ιδούν στ’ ανθρώπινα, του Θείου.

Και που το ξέρεις-με καιρούς ίσως φυτρώσει πάλι
Ο σπόρος που διαφύλαξε η δική μας η σκυτάλη.    
Κι ίσως-ποιός ξέρει-μια Αθηνά γεννήσει ο κόσμος νέα
και πάλι δώσει Οβίδιους και χτίσει Κολοσσαία.