Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2002-ΚΟΙΤΑΓΜΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ

«Τον κοιτάει στα μάτια». Αυτό, έμαθα από μικρός, σημαίνει μεγάλη αγάπη.
Και ίσως να είναι έτσι.
Τότε όμως η αγάπη είναι ένα δυστύχημα.

Η καινούργια μου ερωμένη με κοίταζε στα μάτια. Αμίλητη και με ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, απλά με κοίταζε συνέχεια στα μάτια.
   
Στην αρχή της γνωριμίας μας δεν έδωσα μεγάλη σημασία στο πράγμα. Έλεγα πως δεν θα ήτανε μόνιμο στοιχείο της προσωπικότητάς της και ότι με το πέρασμα των ημερών θα περιοριζόταν.
Έκανα λάθος.  
Το κοίταγμα στα μάτια συνεχιζόταν αμείωτο σε διάρκεια και χαρακτηριστικά.
Στην αρχή έβλεπα ότι με κοιτάζει όποτε γύριζα συμπτωματικά προς αυτήν τη ματιά μου. Και τότε εκείνη, χωρίς εντούτοις να σταματήσει να με κοιτάζει, φερνόταν τελείως απρόσμενα. Δηλαδή συνέχιζε να με κοιτάζει σαν αυτό να ήτανε τελείως φυσιολογικό αλλά και σαν να ήταν πολύ ικανοποιημένη ή σαν να περίμενε κάποια επιβράβευση γι αυτό που έκανε.
Γρήγορα όμως ήξερα ότι αυτή πάντοτε με κοίταζε.
Όλοι ξέρουν ότι φυσιολογικά, μετά από μια τέτοια ανταλλαγή βλεμμάτων όπου ένας συλλαμβάνει τον άλλον να τον κοιτάζει χωρίς εμφανή λόγο ή λογική αιτία, τότε ο άλλος από ευγένεια παίρνει τα μάτια του από κείνον που μέχρι τότε κοίταζε.
Η φίλη μου όμως όχι-συνέχιζε να με κοιτά ακόμα και ύστερα από όσες τέτοιες συναντήσεις των βλεμμάτων μας.
Και ας μη φανταστεί κανείς ότι αυτό το έκανε επειδή δεν είχε τι άλλο να κάνει. Όχι. Αυτό το κοίταγμα γινόταν όχι μόνον όταν δεν είχε να κάνει τίποτε, αλλά και στη μέση της δουλειάς της, όποια κι αν ήταν αυτή. Για παράδειγμα, την είχα δει να με βλέπει έχοντας σταματήσει το πλύσιμο των πιάτων και κρατώντας το πανί που ακόμα τα σκούπιζε στο χέρι, ή στεκάμενη ακίνητη με τη σκούπα στο χέρι πάνω από ένα σύνολο σκουπιδιών, που αδημονούσαν να συνεχιστεί ο δρόμος τους προς την εξώπορτα και η πτώση τους στη συνέχεια στο χώμα του κήπου, από το ύψος της τσιμεντένιας βεράντας του σπιτιού μου στο χωριό, όπου και διαδραματίζονταν το πρωτοείδωτο για μένα, επίμονο και ανεξήγητο κοίταγμα στα μάτια.
Μερικές φορές, μετά από κάποια από τις πολλές συναντήσεις του μονίμως επάνω μου προσηλωμένου βλέμματός της με το τυχαίο δικό μου, σηκωνόμουν από τη θέση μου και, με πρόφαση πως ήθελα να πάρω κάτι από το μέσα δωμάτιο, έμπαινα μέσα σε αυτό και άφηνα να περάσει ένα διάστημα δυο-τριών λεπτών προτού να ξαναγυρίσω στην ίδια θέση μου. Έλπιζα πως στο διάστημα αυτό η φίλη μου θα είχε ξαναγυρίσει στη δουλειά της ξεχνώντας, προσωρινά έστω, την απασχόληση που τόσο έδειχνε να την ευχαριστεί, το να με βλέπει δηλαδή μέσα κι ίσια στα μάτια.
Φρούδα ελπίδα όμως. Όταν έβγαινα από το δωμάτιο, αυτή βρισκόταν στην ίδια θέση και στάση στην οποία την είχα αφήσει πριν, να κοιτάζει δηλαδή προς την πόρτα του δωματίου στο οποίο είχα μπει. Φως φανάρι ότι δεν είχε σταματήσει να με κοιτάζει ακόμα και όταν δεν με έβλεπε, λες και συνέχιζε να με βλέπει και όταν ήμουν μέσα στο άλλο δωμάτιο τρυπώντας με το βλέμμα της τον τοίχο.
Να μην πολυλογώ, ένιωθα πάντοτε το βλέμμα της να πέφτει επίμονα και εκνευριστικά πάνω μου, σαν ένα βάρος που μάλιστα δεν έπεφτε από πάνω προς τα κάτω όπως όλα τα βάρη της γης, αλλά οδεύοντας οριζόντια, από το πρόσωπο της στο πρόσωπο μου, από τα μάτια της στα μάτια μου.
Και το ένοιωθα αυτό το βάρος να με κυνηγά συνέχεια όπου και να βρισκόμουν και όπου και να πήγαινα μέσα στο σπίτι. Αλλά και όταν βρισκόμουν μόνος μακριά από το σπίτι, έπρεπε να περάσει ώρα ώσπου να νοιώσω ελεύθερος από το κοίταγμα της φίλης μου, αν και κάπου βαθιά μου υπήρχε η υποψία ότι και τότε ακόμα με ακολουθούσε αυτό το βλέμμα. Και ευλογούσα την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης που δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ή να απορρίψει κάτι τέτοιο, βαυκαλιζόμενος ότι, αν μπορούσε, θα αποδείκνυε το φυσικότερο, ότι η φίλη μου δεν με κοίταζε τις ώρες εκείνες.
Αλλά εκείνο που θεωρούσα εγώ φυσικό, εκείνη το έβρισκε αφύσικο. Απόδειξη πώς, ενώ δεν είχε την πιο μικρή ιδέα για το πότε θα γυρίσω στο σπίτι, όμως όταν έφτανα στο σημείο, επιστρέφοντας, να έχω οπτική επαφή με αυτό, εκείνη ήταν εκεί και η ματιά της έφτανε ως εμένα, έστω και αν η απόσταση ήταν δυσανάλογα μεγάλη για να βλέπει κανείς τόσο μακριά.
Έχω πειστεί από την πείρα μου ότι οι ανθρώπινες αντιδράσεις δεν μπορούν να εξηγηθούν με τη λογική. Παρ’ όλα αυτά προσπάθησα να καταλάβω ώστε και να δικαιολογήσω έτσι τη συμπεριφορά της φίλης μου. Μάταια.
Προσπάθησα δηλαδή να δω στην αρχή το κοίταγμα αυτό σαν μια προσπάθεια της φίλης μου να με γνωρίσει φωτογραφίζοντας στιγμές μου όπου θεωρούσα πως είμαι μόνος με τον εαυτό μου και αθέατος από οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο ον, επειδή τις στιγμές εκείνες ο καθένας αφήνει τον εαυτό του ελεύθερον και δίνει με τις ενέργειες που τότε κάνει ένα μέτρο της πραγματικότητας του χαρακτήρα του.
Μα αυτό δεν δικαιολογούσε την συνέχεια του κοιτάγματός μου από τη φίλη μου και μετά την ανακάλυψη ότι αυτή με κοιτάζει. Γιατί αν αυτή ήταν η αιτία της προσήλωσης του βλέμματος της επάνω μου, τότε θα έπρεπε, όταν την έβλεπα θα έπαιρνε το βλέμμα της από πάνω μου, περιμένοντας μια πιο κατάλληλη ευκαιρία.
Άλλες φορές αναρωτήθηκα αν κάτι παράξενο είχα  άθελά μου επάνω μου, και αυτό ήταν που η φίλη μου έβλεπε σε μένα, χωρίς και να έχει το θάρρος να μου το πει.
Και αυτό όμως το απόκλεισα γρήγορα, ρίχνοντας κάθε φορά μια βιαστική ματιά επάνω μου με ή χωρίς έναν καθρέφτη απέναντί μου, μήπως και ανακαλύψω το παράξενο ή το αταίριαστο. Κάτι που γρήγορα σταμάτησα να κάνω όταν συνειδητοποίησα ότι τα μάτια της δεν ήτανε καρφωμένα σε κάποιο σημείο πάνω στα ρούχα ή στα χέρια μου, ώστε να υποθέσω πως ίσως κάτι που βρισκόταν πάνω σ’ αυτά έφταιγε, αλλά κατευθείαν στα μάτια μου.  
Ακόμα προσπάθησα απελπισμένα να δικαιολογήσω την κατάσταση αυτή σαν μια επιθυμία της να προλάβει κάθε δική μου επιθυμία πριν αυτή εκδηλωθεί με λόγια, όταν ακόμα μόλις υποδηλωνόταν με τις ανεπαίσθητες κινήσεις του σώματός , ή με την κατεύθυνση  της ματιάς μου προς το επιθυμητό αντικείμενο της στιγμής, όπως όταν θέλουμε για παράδειγμα να φτάσουμε κάτι ή να σηκωθούμε για να το πάρουμε.
Ούτε και περί αυτού επρόκειτο, γιατί, αντίθετα από την μεγάλη τάση για εξυπηρέτηση των όποιων καθημερινών μου αναγκών, η φίλη μου δεν έδειχνε να έχει την πρόθεση να προλάβει σε τέτοιες στιγμές όποια μου επιθυμία, αφού μόνος τελικά πήγαινα και έπαιρνα το αντικείμενο που ήθελα, ή που έκανα πως ήθελα, στην προσπάθειά μου να ξεφύγω από το επίπονο βλέμμα της.
Μήπως ένας κεραυνοβόλος έρωτας την είχε κυριέψει για μένα και βρήκε αυτό τον τρόπο να τον εκδηλώσει; Μα πολύ λίγες πιθανότητες έδωσα στην υπόθεση ο μικρός φτερωτός θεός να διάλεγε για πεδίο δράσης του μια τέτοια βλακώδη τακτική: να βλέπεις στα μάτια κάποιον ώστε να του δώσεις να δει μέσα στα μάτια σου την αγάπη ναι, όμως τι ζητούσε η μέθοδος αυτή ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που είχανε ήδη «βγάλει τα μάτια τους»-κατά τον Καζαντζάκη;  
Μήπως πάλι… θυμάμαι τα φοιτητικά μου χρόνια που η Τζένη, φιλενάδα του Νίκου, ήρθε μια βραδιά στο δωμάτιό μου όπου έκατσε μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Έκατσε δεν είναι τελείως αλήθεια, αφού την περισσότερη ώρα ήταν ξαπλωτή. Και όταν το πρωί έφευγε, στάθηκε στην πόρτα πριν την κλείσει πίσω της, και απαντώντας σε ένα ερώτημα που ίσως ήξερε πως θα ήθελα να απαντηθεί, και χωρίς εγώ να τη ρωτήσω, μου είπε: για το χρώμα των ματιών σου έγινε αυτό.
Δεν ξέρω τίποτε από χρώματα και τα ονόματα τους, ούτε ακόμα ξέρω τι χρώμα είχαν τα μάτια μου τότε ή τι χρώμα έχουν σήμερα. Όμως απόρριψα και την εκδοχή αυτή, γιατί ακόμα και αν η τωρινή φίλη μου είχε τα ίδια μυαλά με τη Τζένη και εγώ τα ίδια μάτια ακόμα, θα μπορούσε απλά κι ωραία να μου το πει.
Ας προσθέσω ακόμα ότι από τότε που «βγάλαμε τα μάτια μας» η κατάσταση χειροτέρεψε αντί να καλυτερέψει.
Τώρα η φίλη μου όχι μόνον με κοίταζε από μακριά, αλλά ξαπλώνοντας στην αγκαλιά μου με το κεφάλι της στα γόνατά μου, είχε τώρα τα μάτια της στραμμένα πάνω στα δικά μου από πολύ μικρή απόσταση. Και όταν ήθελε από τη θέση αυτή να μου μιλήσει, όρθωνε το κεφάλι της πλησιάζοντας το στόμα της στο δικό μου στα τρία έως τέσσερα εκατοστά απόσταση, ενώ και μιλώντας μου συνέχιζε να βυθίζει τα όποια βέλη των ματιών της στα δικά μου μάτια.
Το βλέμμα ως τότε ήταν ένα λάμπον βλέμμα θαυμασμού και λατρείας. Τώρα προστέθηκε στο μίγμα και μια απέραντη αφοσίωση.
Έπρεπε να κάνω κάτι.
Άρχισα, ενώ με έβλεπε από μακριά, να γυρίζω ξαφνικά και να τη ρωτώ τι ήθελε που με κοιτούσε. Εκείνη, απλά απαντούσε: δε θέλω τίποτα.
Της είπα ότι είναι αγένεια να κοιτάζει κάποιος τον άλλο συνεχώς κατάματα. Σαν να μην της το είπα.
Έφτασα, ενώ δούλευα πάνω στα γραφτά μου, να βάζω την καρέκλα μου έτσι, που να έχω την πλάτη μου γυρισμένη σ' αυτήν. Έφτασα να παίρνω τη δουλειά μου και να πηγαίνω στο άλλο δωμάτιο να συνεχίσω.
Τίποτα δεν άλλαζε.  
Αντίθετα ένα ήσυχο και θλιμμένο κλάμα μια μέρα, μου έδειξε πως την υποτιμούσε το να μη θέλω να με κοιτάζει. Δεν πτοήθηκα αλλά ενέτεινα τις προσπάθειες να απαλλαγώ από τη μανία ή τη συνήθειά της αυτή. Το τελευταίο που σοφίστηκα, όσο βάρβαρο και όσο απάνθρωπο κι αν μοιάζει, ήταν, όταν ήτανε γερμένη στην αγκαλιά μου να βάζω ένα περιοδικό ή μια εφημερίδα ανάμεσα σε μένα και σε κείνην και μάλιστα επιδεικτικά.
Δεν την ενόχλησε ούτε αυτό, μάλιστα από κει και πέρα δεν έδειχνε καμία ενόχληση ούτε και στις άλλες προσπάθειες που ανάφερα πιο πάνω. Η λαιμαργία των ματιών της τις είχε όλες καταπιεί.
Εκείνο που άλλαξε μετά από όλες τις προσπάθειές μου ήταν πως μερικές από τις φορές που της υπόδειχνα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τη  δυσφορία μου, εκείνη έπαιρνε για μια μόνο στιγμή τη ματιά της από μένα, για να την επαναφέρει, χαμογελώντας μάλιστα, σαν αυτό να ήτανε ένα παιχνίδι, στην ίδια θέση αμέσως μετά.
Έφτασε να βλέπω εγώ τηλεόραση και κείνη να βλέπει εμένα. Έφτασε να φτιάχνω εγώ τη χαλασμένη πόρτα και εκείνη να στέκει όρθια δίπλα μου όχι για να με βοηθήσει αν χρειαζόμουν κάτι, αλλά για να με βλέπει.
Πριν δώσω ένα βίαιο τέλος στο μαρτύριο αυτό χωρίζοντας από τη φίλη  μου, έκατσα και σκέφτηκα σοβαρά μήπως εγώ ήμουν εκείνος που δεν αντιμετώπιζε σωστά την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Μήπως έπρεπε να μην με νοιάζει, μάλιστα μήπως έπρεπε να είμαι και ικανοποιημένος ή και να αισθάνομαι πως κολάκευε τον αντρισμό μου η συμπεριφορά αυτή της φίλης μου. Μα κι αν ως ένα βαθμό ήταν έτσι, το γεγονός υπερέβαινε κατά πολύ τα ανεκτά όρια της απόδειξης έστω και της λατρείας, αν αυτή ήταν η αιτία του φαινομένου.
Μήπως είμαι ιδιότροπος; αναρωτιόμουν. Και στο κάτω κάτω ας το δεχόμουν. Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και η καινούργια φιλενάδα μου είχε μερικά ελαττώματα. Ένα από αυτά ήτανε και κείνο-ας το ανεχόμουν.
Μα κι αν έπαιρνα πολλές φορές την απόφαση να το ανεχτώ, κάτι πάνω από τις δυνάμεις μου δεν με βοηθούσε να κρατήσω την υπόσχεση που έδινα στον εαυτό μου σε κάποιες στιγμές υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων μου.
Ε, ας την να κοιτάζει, έλεγα καμιά φορά, τι με πειράζει; ας κάνω πως δεν το βλέπω.
Ούτε αυτό το μπορούσα.
Επιστράτευσα τις, ισχνές άλλωστε, φιλοσοφικές μου γνώσεις. Όπως ας πούμε ότι δεν ανεχόμουν το βλέμμα της γιατί το βλέμμα του άλλου μας κλέβει κάτι όπως λέει ο Σαρτρ. Μα ο ίδιος λέει ακόμα πως το βαθύ μας μυστικό κανείς δεν θα το πάρει.
Ή πως όπως λέει ο εκπρόσωπος του θεϊστικού υπαρξισμού, τα βλέμματα των άλλων μας αποκαλύπτουν τον εαυτό μας ή τον κόσμο. Μα όχι, γιατί σε πολύ λίγα συμφωνώ με τον Μαρσέλ, κι αυτό είναι ένα από τα πολλά.
Κατάληξα τέλος, μη βρίσκοντας απάντηση ούτε στις φιλοσοφίες, να γυρίσω στη λαϊκή σοφία για να εξηγήσω το κοίταγμα της φίλης μου και μαζί να δικαιολογήσω την αντίδρασή μου σ’ αυτό, με τη ρήση: το πολύ «Κύριε ελέησον» το βαριέται κι ο θεός.