Δευτέρα 25 Απριλίου 2022

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ
Ο Κρίστοφερ ζούσε με την οικογένειά του στις παρυφές της μικρής πόλης. Είχαν ένα ήσυχο σπιτάκι με ένα μικρό κήπο περιτριγυρισμένο από μία μάντρα, ένα γκρέμισμα της οποίας χρησίμευε για πόρτα, πόρτα που εκ των πραγμάτων πάντοτε ήταν ανοιχτή.
Ο Κρίστοφερ ήταν ανύπαντρος γιατί ήταν εναντίον του γάμου. Όμως αυτές τις τελευταίες μέρες του Ιούλη, πιεζόμενος  από την οικογένειά του και από την κοινή γνώμη της πόλης που δεν ανέχονταν άντρα άνω των τριάντα ανύπαντρο, είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση: να παντρευτεί.
Τη μέρα την προηγούμενη του γάμου έπρεπε να καθοριστεί το είδος του νυφικού που θα φορούσε και να βγουν οι φωτογραφίες της νύφης και του γαμπρού, οι οποίες τη μέρα του γάμου θα κοσμούσαν την μόστρα του καλλίτερου φωτογραφείου της πόλης. Δηλαδή του φωτογραφείου που ήταν το μόνο στεγασμένο. Γιατί το άλλο φωτογραφείο μόνο κατ’ όνομα ήταν φωτογραφείο, αφού όλη η επιχείρηση ήταν μια φορητή μηχανή πάνω σε τρίποδο, την οποία ο κάτοχός της έστηνε σε ένα απόμερο σημείο της πόλης, προς το Στρατώνα.
Ίσως φανεί παράξενο πως ο Κρίστοφερ θα φορούσε κι αυτός νυφικό, όμως αυτό ήταν μια παράδοση της πόλης από τα παλιά χρόνια.
Ο Κρίστοφερ σηκώθηκε νωρίς την προηγούμενη του γάμου ημέρα.
Ήταν Σάββατο. Χωρίς να φάει τίποτε για πρωινό κατευθύνθηκε με γρήγορο βήμα στο Δημαρχείο. Εκεί θα μαζεύονταν οι νέοι της πόλης για να παρακολουθήσουν την κυρία Δήμαρχο που θα έδινε συμβουλές στον γαμπρό ώστε όλα του γάμου να γίνουν σύμφωνα με το πρωτόκολλο.
Έφτασε εκεί με μια μικρή καθυστέρηση που οφειλόταν στην μεγάλη κίνηση της αγοράς που έπρεπε ο Κρίστοφερ να αντιμετωπίσει πηγαίνοντας προς το Δημαρχείο.
Η πρώτη ώρα κύλισε με τον καθορισμό των θέσεων στα θρανία που κάθε μαθητής την ημέρας εκείνη θα καταλάμβανε και με την ομιλία-πρόλογο της κυρίας Δημάρχου  για όσα θα ακολουθούσαν στις επόμενες ώρες των μαθημάτων.
Η δεύτερη ώρα διδασκαλίας ταυτιζόταν με την ώρα που άρχιζε η διαδικασία της φωτογράφισης και ο Κρίστοφερ δεν μπορούσε να καταλάβει πώς έπρεπε να παρακολουθήσει τα μαθήματα, ενώ την ίδια ώρα είχε να φροντίσει για τις φωτογραφίες.
Στο μέσον της δεύτερης ώρας λοιπόν επωφελήθηκε μια στιγμής που η κυρία Δήμαρχος έβλεπε προς τον πίνακα για να πηδήξει από το παράθυρο της αίθουσας έξω στο δρόμο.
Τράβηξε στο φωτογραφείο. Εκεί καθήκοντα φωτογράφου για σήμερα εκτελούσε η νοσοκόμα του Αγροτικού Ιατρείου της πόλης που όλοι στην πόλη ήξεραν ότι ήταν ερωτευμένη με τον Κρίστοφερ.
Μόλις τον είδε, κατέβηκε στο υπόγειο από μια καταπακτή που είχε το πάτωμα και σε λίγο ανέβηκε φέρνοντας το νυφικό του Κρίστοφερ. Ήταν μια τούλινη κατασκευή που θύμιζα ποδιά μαγειρέματος, που όμως όταν η νοσοκόμα την προσάρμοσε στο σώμα του Κρίστοφερ, έδειξε τον πραγματικό της εαυτό-ένα νυφικό αντάξιο ενός πλούσιου γάμου γιατί η νύφη, αντίθετα από τον Κρίστοφερ ήταν πολύ πλούσια.
Αφού η φωτογράφος-νοσοκόμα τον τοποθέτησε στη θέση της φωτογράφισης, του καθόρισε τη θέση που έπρεπε να έχουν τα χέρια του, την κλίση της κεφαλής και το ύφος του προσώπου, τράβηξε τη φωτογραφία αφού πρώτα έτσι τοποθετημένον και διαταγμένον να μην κινηθεί διόλου, τον φίλησε με πάθος στο στόμα.
Μετά έβγαλε το νυφικό του Κρίστοφερ, τύπωσε τρεις ίδιες μικρές φωτογραφίες του, τις έβαλε μέσα σε ένα μικρό πλαστικό κουτάκι με ένα κόκκινο υγρό μέσα του, και τις έδωσε στον Κρίστοφερ με την οδηγία να διαλέξει μία και την επομένη πρωί πρωί να φέρει μόνον αυτήν για να βγάλει από κείνην τη μεγάλη φωτογραφία του γάμου. Μία άλλη οδηγία ήταν να προσθέτει στο κόκκινο υγρό τρεις σταγόνες  νερού κάθε ώρα για να μην καούν οι φωτογραφίες.
Ο Κρίστοφερ πήρε το κουτάκι αν και αναρωτιόταν γιατί έπρεπε να διαλέξει μία φωτογραφία από τρεις ίδιες, και τράβηξε πάλι προς το Δημαρχείο.
Στο ύψος της αγοράς και πίσω από μια στοίβα καρπούζια είδε να στέκεται ένα στρατιωτικό τζιπ με οχτώ ρόδες και έχοντας πάνω του τέσσερες πάνοπλους και αγριωπούς στρατιώτες. Θυμήθηκε ότι ένας αξιωματικός του χρωστούσε δυο λίρες. Πήγε προς το τζιπ, έβγαλε την ταυτότητα του στρατού που ποτέ του δεν αποχωριζόταν και την έδειξε στον οδηγό ζητώντας του να τον πάει στο Στρατώνα.
Αυτός βλέποντας την ταυτότητα συμφώνησε. Αμέσως τράβηξε ένα μοχλό που υπήρχε βαθιά κάτω και αριστερά από τη θέση που βρισκόταν το τιμόνι, και το τζιπ έγινε ένα δοκάρι με ρόδες, μήκους εφτά μέτρων, που εκτείνονταν πίσω από τον οδηγό, που  ούτε η θέση του ούτε τα όργανα στο ταμπλό μπροστά του δεν είχαν αλλάξει. Έτσι καθισμένος τρίτος στη σειρά πάνω στο κινούμενο καδρόνι, έφτασε μαζί με τους άλλους ο Κρίστοφερ στον Στρατώνα.
Ο αξιωματικός του έδωσε τρεις λίρες-η μία για τόκο, του είπε- και διέταξε τους στρατιώτες να τον πάνε όπου ήθελε στην πόλη.
Τις λίρες ο Κρίστοφερ τις καρφίτσωσε στο δεξί του πέτο.
Χωρίς να του πει πού θέλει να πάει, ο οδηγός τον οδήγησε στο Δημαρχείο.
Ήταν η ώρα του δεύτερου διαλείμματος. Η κυρία Δήμαρχος τον επέπληξε για την απουσία του αλλά την κακή του διάθεση από αυτή την επίπληξη την διασκέδασε η κατανόηση των συμμαθητών του. Όταν μάλιστα του είπαν ότι κάποιος από αυτούς θα ντυνόταν Κρίστοφερ για να ξεγελάσει τη δασκάλα, δεν είχε πια λόγο να μην πάει στο σπίτι του το κουτάκι με τις φωτογραφίες. Έτσι έφυγε πριν οι μαθητές μπουν στην τάξη για την τρίτη ώρα.
Όντας το σπίτι σχεδόν έξω από την πόλη, αναζήτησε ταξί για να τον πάει εκεί. Όμως τα ταξί είχαν όλα πάει στη γειτονική πόλη για μια κηδεία. Θυμήθηκε πως όταν ήταν μικρός νοίκιαζε ποδήλατο από ένα ποδηλατάδικο σε ένα κοντινό στενό. Πήγε εκεί και ενώ δεν υπήρχε πια το μαγαζί, έξω από εκεί που παλιά ήτανε η πόρτα του, τώρα υπήρχαν δυο καινούργια ποδήλατα. Κάποιος που φερόταν σαν να ήταν ο κάτοχος των ποδηλάτων τον παρότρυνε με το βλέμμα να πάρει όποιο ποδήλατο θέλει. Πήρε το κόκκινο και άρχισε την ορθοπεταλιά για να βγάλει τον ανήφορο που ανοιγόταν μπροστά του. Στο ψηλότερο σημείο του ανήφορου είδε τον μεγαλύτερο αδερφό του να περπατεί προς το σπίτι με μια ταμπέλα να κρέμεται από το λαιμό του με γραμμένες τις λέξεις «δεν μιλάω με μικρούς».
Στο σπίτι βρήκε μιαν ατμόσφαιρα γιορτινή. Φουσκωμένα μπαλόνια σαν σε πάρτι, λουλούδια ψεύτικα εδώ κι εκεί, φώτα πολλά κι ένα τραπέζι στρωμένο να λείπουν μόνο τα φαγητά και οι συνδαιτημόνες. Και τρεις πιατέλες με πουτίγκες πάνω στον μπουφέ, κάτι που γινόταν μόνο τα Χριστούγεννα. Και η μητέρα του σχεδόν ευτυχισμένη. Μόνον ο πατέρας καθόνταν περίλυπος μπροστά στο τζάκι. Δεν ήθελε ούτε αυτός το γάμο.
Ο Κρίστοφερ έδωσε το κουτάκι με τις φωτογραφίες στη μητέρα του λέγοντάς της και τις οδηγίες της φωτογράφου και έφυγε με τα πόδια ξεχνώντας το ποδήλατο στο σπίτι.
Η τέταρτη ώρα των μαθημάτων είχε οριστεί να γίνει στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου. Και όταν ο Κρίστοφερ πήγε εκεί είδε αντί τους μαθητές, η κυρία Δήμαρχος να διδάσκει τους πεθαμένους προγόνους τους τα του γάμου, ενώ από το παράθυρο φαίνονταν να χάσκουν οι τάφοι ανοιγμένοι. Ώστε λοιπόν παντρεύονται και οι νεκροί. Και αυτό του έφερε στη θύμηση τη νύφη που προορίζονταν γι αυτόν. Ξανθιά, με πρόσωπο παχουλό, με χρυσά σκουλαρίκια στα αυτιά, στη μύτη, στα χείλη και στη γλώσσα τόσο μεγάλα, που σχεδόν της κάλυπταν όλο της το πρόσωπο. Το σώμα της ήταν πλατύ πάνω από τη μέση και στενό κάτω από αυτήν, με πόδια που χόντραιναν ή λέπταιναν ανάλογα με το βάρος που κουβαλούσαν κάθε φορά και σκεπασμένο με ένα ολόσωμο φουστάνι με χρώμα ίδιο με το υγρό που βρισκόταν στο κουτάκι των φωτογραφιών.
Οι πρόγονοι αδημονούσαν να τελειώσει το μάθημα. Στριφογύριζαν στις θέσεις τους, κοίταζαν δεξιά και αριστερά αντί στη δασκάλα, και μερικοί σκύβοντας προς το χώμα ένευαν σε κάτι αόρατο για τη δασκάλα και τον Κρίστοφερ.
Ξάφνου η δασκάλα είπε πως το μάθημα τελείωσε. Αμέσως οι πρόγονοι εξαφανίστηκαν. Και η δασκάλα γυρνώντας στον Κρίστοφερ του είπε «ούτε αυτοί δε με θέλουν. Και συ έχεις ξεχάσει το ποδήλατο στο σπίτι σου» Και την ίδια στιγμή άρχισε να ανεβαίνει στον ουρανό πολύ γρήγορα, σαν ένα μπαλόνι που ξεφουσκώνει, ώσπου χάθηκε από τα μάτια του Κρίστοφερ.
Αυτός βρέθηκε, χωρίς να το επιδιώξει, στο φωτογραφείο.
Η μέλλουσα γυναίκα του είχε ήδη φωτογραφηθεί και η νοσοκόμα του έδειξε τη φωτογραφία της με καμάρι. Τότε κατάλαβε γιατί η νύφη είχε φορτώσει το πρόσωπό της με χρυσά που έκρυβαν την επιφάνειά του. Επειδή διέκρινε ανάμεσα στις χαραμάδες που άφηναν τα χρυσαφικά, μικρά ασπρουδερά σκουλήκια άλλα με σηκωμένο το κεφάλι τους για να πάρουν αέρα και άλλα καθηλωμένα από το βάρος του χρυσού πάνω στο δέρμα. Ρώτησε τη νοσοκόμα αν το ήξερε αυτό από πριν και αυτή του απάντησε ότι όλοι στην πόλη το ήξεραν και μάλιστα σε όποιον την απάλλασσε από κάποιο σκουλήκι, αυτή του έδινε ένα γενναίο χρηματικό ποσό. «Εγώ», του είπε, «γι αυτό έχω πλουτίσει γιατί σα νοσοκόμα και με τις λαβίδες που διαθέτω κάνω την καλλίτερη δουλειά με τα σκουλήκια της.»
Εκείνη τη στιγμή ο Κρίστοφερ πήρε την απόφαση να μην παντρευτεί. Περιέργως όμως, πιο πολύ από αυτό που είδε τον βασάνιζε η σκέψη πως ίσως ο κάτοχος του ποδήλατου που είχε χρησιμοποιήσει, να του ζητούσε ένα υπέρογκο ποσό για ενοίκιο όταν του το επέστρεφε, ή ίσως και για τιμωρία του θα είχε να παντρευτεί τη νύφη με όλα τα χρυσαφικά και τα σκουλήκια της, τη νύφη που μόλις τώρα αυτός είχε αποφασίσει να μην παντρευτεί.
Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό του έψαχνε εναγώνια να βρει μέσο να τον πάει στο σπίτι ώστε να πάρει αμέσως το ποδήλατο και να το επιστρέψει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Η αγορά ήτανε στο φόρτε της και ήτανε τόσο το πλήθος που ψώνιζε, ώστε για ώρα δεν θα μπορούσε να βρει το δρόμο για το σπίτι του. Ένας μανάβης που ο Κρίστοφερ τού ήτανε πελάτης, του έγνεψε συνωμοτικά με το χέρι την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει για να πάει πιο γρήγορα. Πήρε την κατεύθυνση αυτή και σαν από θαύμα στην πρώτη στροφή αριστερά μετά το φούρνο, βρέθηκε μπροστά στο σπίτι της ξαδέρφης του. Έβλεπε μπροστά του την κομψή καγκελόπορτα, τον χωμάτινο διάδρομο ανάμεσα στα λουλούδια που οδηγούσε στην πόρτα του σπιτιού. Μπήκε στον κήπο, και πήγε ως την εξώπορτα. Χτύπησε. Κανείς δεν άνοιξε. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Η ξαδέρφη του τον περίμενε όρθια μπροστά στο παράθυρο. Έλαμπε ολόκληρη. Ήρθα να σε πάρω, της είπε, γιατί σ’ αγαπώ και θέλω να είμαστε μαζί. Μα αύριο έχω μάθημα, του είπε. Και μάθε ότι τα ξαδέρφια δεν ερωτεύονται μεταξύ τους. Καλά, της είπε, τότε θα ερωτευτώ τα παιδιά σου.
Βγήκε γρήγορα από το σπίτι της ξαδέρφης του και περνώντας τις Μηλιές έφτασε στο δικό του.
Το ποδήλατο βρισκόταν απέξω.
Θέλοντας να τον ακούσουν όλοι μέσα στο σπίτι, φώναξε δυνατά: «Δεν θα παντρευτώ». Η μητέρα του μόνο, που ήταν εξήντα δύο χιλιόμετρα μακριά προς το μέρος της κουζίνας ρώτησε: «τι είπες;» Ετοιμαζόταν να της το ξαναφωνάξει, μα ο πατέρας του τον καθησύχασε: «άσε, θα της το πω εγώ».
Ύστερα από αυτό ο Κρίστοφερ πήρε το ποδήλατο, το προσάρμοσε στη ράχη του και με τις δυο ρόδες του για φτερά, έφυγε για πάντα από την πόλη.