Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

ΤΟ ΚΕΡI

Θα πήγαινε ν’ ανάψει ένα κερί.
Το ύφος του θα διόρθωνε εις συντετριμμένον
με βήματα μικρά θα έμπαινε, διστακτικά
και με σκυφτό κεφάλι.
Θα έκανε μια κίνησιν φιλήματος
προς την εικόνα-
όμως χωρίς να ακουμπήσει στο γυαλί-
μετά δυο τρία βήματα οπίσω
κάνοντας ταυτοχρόνως το σημείον του σταυρού.

Ύστερα ήταν το κερί. Για να τ’ ανάψει
σήκωμα του κεφαλιού (να μην καούμε κιόλας)
στερέωσις του κεριού στο μανουάλι
κι υπόκλισις μετρία προς το ιερόν.
Σ’ αυτήν τη στάση πέντε ως δέκα δευτερόλεπτα
με το σιαγόνι ν’ ακουμπά στο στέρνον
κι ύστερα έξοδος ως είχε μπει
αθορύβως.

Μα το κυριότερον είναι το πρόσωπο να κρύβονταν.

Α! Να! Θα πήγαινε την ώρα
που το σκοτάδι πέφτει λίγο λίγο
ενώ τα φώτα δεν ανάβουνε ακόμα.
Στο μισοσκόταδο
το πρόσωπο σχεδόν καθόλου δε θα φαίνονταν.