ΜΑΤΑΙΩΣΗ
Της γης το κουφάρι πατά
και μέσα του χώνει
σαν ξίφος το πόδι του
σημαία ξεδιπλώνει
στητός χαιρετά
καλό ξεπροβόδι του.
Καλό του ξημέρωμα
στο βράδυ του δρόμου
που πάει μοναχός
λευκό έχει φτέρωμα
κι αστέρια οδηγό του
για να ’βγει στο φως.
Και μεσοστρατίς
ποια χείλια την είπανε-
στριγγιά ακούει: "Μείνε!
Γυρεύεις να βρεις
το φως που δεν ήτανε-
το φως που δεν είναι."
Της γης το κουφάρι πατά
και μέσα του χώνει
σαν ξίφος το πόδι του
σημαία ξεδιπλώνει
στητός χαιρετά
καλό ξεπροβόδι του.
Καλό του ξημέρωμα
στο βράδυ του δρόμου
που πάει μοναχός
λευκό έχει φτέρωμα
κι αστέρια οδηγό του
για να ’βγει στο φως.
Και μεσοστρατίς
ποια χείλια την είπανε-
στριγγιά ακούει: "Μείνε!
Γυρεύεις να βρεις
το φως που δεν ήτανε-
το φως που δεν είναι."