Κυριακή 27 Μαΐου 2018

ΑΛΙΟΣΑ

Ξέρω ένα παιδάκι που το λεν Αλιόσα.
Για να του μιλήσω δίνω όσα κι όσα.
Μα η μαμά του όλο μακριά το πάει
Κι από μένα όλο πέρα το κρατάει.

Και εκείνο μ’ αγαπά και με πλησιάζει
με χαρά με χαιρετά  κι όλο με κοιτάζει.
Όμως η μαμά του, σαν πουλί η κλώσα
όλο του φωνάζει «έλα δω Αλιόσα!».

Θέλω εκεί να πάω και να της ειπώ
Πόσο και Ρωσία και ρώσους αγαπώ,
τη Ρωσία πως έχω για ψυχή του κόσμου
κι ίδια μετ’ εκείνη που πλαντάει εντός μου.

Να της πω για Στάλιν. Να της πω για Λένιν.
Να της πω για το στερνό αίμα του Εσένιν.
Τον «Αλιόσα» να της πω του Τολστόι «-τσουκάλι»
Που σαν άγιος πέρασε της ζωής τη ζάλη.

Τον Αλιόσα να της πω που ο Πογκορέλσκι
Να του αρέσει έκανε τόσο το κοτέτσι.
Και για τον Καραμαζώφ τον γλυκύ Αλιόσα
Που σε τόσους συγγραφείς έχει δώσει τόσα.

Αλλά πάλι η μάνα του όλο το τραβάει
Κι από μένα μακριά πάντοτε κρατάει
Το μικρό ξανθό παιδί-το μικρό αγοράκι
Που ως από μακριά φανεί λάμπει το βραδάκι.

Ειν’ ένα χρυσό παιδί, καταδεχτικό
όμορφο, γλυκούλικο, έξυπνο, ζωηρό,
λες η γης δεν το γυρνά αλλ’ αυτό εκείνη
ενώ λάμπουνε ψηλά των αστέρων σμήνη.

Και σαν ρώσος περπατεί και πατά γερά
κι άλλοτε, σαν τρεχαλεί, έχει λες φτερά.
Και την ευτυχία λες των θνητών χαλκεύει
κάτω από των δύστυχων Δυτικών τη χλεύη.

Να ’σφιγγα θα ήθελα μια φορά το χέρι
ενού ρώσου στ’ όνομα που ακούει Αλιόσα
και να νιώσω αχώριστο που έχω γίνει ταίρι
μ’ όσα οι άνθρωποι όπου γης-όχι!-δεν μου δώσαν!