ΕΙΚΟΣΑΕΤΟΥΣ ΠΕΣΙΜΙΣΜΟΣ
Νιώθει στη γη να πέφτει σάμπως
πια τα φτερά του δεν τον πάνε
το σώμα του σε λίγο ο κάμπος
κι η χλόη του θα το κρατάνε.
Νιώθει τις ρίζες του να έλκονται κάτω
μες στο βαθύ και πλούσιο χώμα
και λέει θα φύγει πριν τη Μάτω
με το στραβό λοξό το στόμα.
Νιώθει να ωθείται προς τον πάτο-
καθώς ναυάγιο-της θαλάσσης
όπως βουλιάζει μες στον κάδο
χάρτινες βάρκες ο Θανάσης.
Και σαν ψυχή νιώθει που θέλει
Να χωριστεί από το σώμα.
Αλλά-θεοί!-γιατί δε βγαίνει
και βασανίζεται ακόμα;..
Νιώθει στη γη να πέφτει σάμπως
πια τα φτερά του δεν τον πάνε
το σώμα του σε λίγο ο κάμπος
κι η χλόη του θα το κρατάνε.
Νιώθει τις ρίζες του να έλκονται κάτω
μες στο βαθύ και πλούσιο χώμα
και λέει θα φύγει πριν τη Μάτω
με το στραβό λοξό το στόμα.
Νιώθει να ωθείται προς τον πάτο-
καθώς ναυάγιο-της θαλάσσης
όπως βουλιάζει μες στον κάδο
χάρτινες βάρκες ο Θανάσης.
Και σαν ψυχή νιώθει που θέλει
Να χωριστεί από το σώμα.
Αλλά-θεοί!-γιατί δε βγαίνει
και βασανίζεται ακόμα;..