Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΑΓΑΠΗ

Σε τάφο πλάι χρονίτικο στέκει γλυκιά κοπέλα.
Μοσκοβολάει γαρύφαλλο-μοσκοβολάει κανέλλα.
To χείλι σταφιδόμοιαστο. Το μάτι στερεμένο.
Και λες το στόμα που μιλεί κι αυτό στη γη θαμμένο.

«Καλέ μου αν αδάκρυτο εκράταγα το μάτι
στο ίδιο τώρα θα ’μουνα μαύρο της γης κρεβάτι.
Όμως καλέ μου έκλαψα ένα χρόνο νύχτα μέρα. 
Του μισεμού σου μ’ έφαγε-με λιάνισεν η ξέρα.

Απ’ το βαρύ το χτύπημα δεν το μπορώ να γιάνω.
Άδειασε ό,τ’ είχα μέσα μου κι ακόμα πίκρια βγάνω.
Πα’ στης αγάπης την πληγή ο πόνος άνοιξε άλλη-
μετρώ τες και ζαλίζομαι ποια είναι πιο μεγάλη.

Αλλ’ απ’ το σώμα που ’ξερες ό,τι έχει απομείνει
κείνη η φωτιά που το ’καιγε ακόμα αυτή το ψήνει-
καλέ μου απόψε το κορμί αυτό θα παραδώσω
σε άλλου χάδια και φιλιά. Μα δε θα σε προδώσω.

Φωλιά μια είμαι αδειανή. Ένα κερί σβησμένο.
Φλογίτσα είμαι άθερμη και άφρι μαυρισμένο.
Είμαι το ντύμα του φιδιού, του τζίτζικα το ντύμα.
Δικά σου φίδι, τζίτζικας-όχι-δεν έχω κρίμα.

Χαμένο ένα κι άψυχο κουφάρι θα κρατήσει
εκείνος που τα χείλια μου απόψε θα φιλήσει. 
Σχώρα καλέ το σάρκινο κορμί που ζει ακόμα
και το που λόγια ετόλμησε τέτοια να ειπεί το στόμα.»

«Πίστη γλυκιά πασκίζοντας να κάνει την ελπίδα
όταν τον ρώταες όνομα και κύρη και πατρίδα
ο ξένος που επόθησες ο καινουργιοφερμένος
να μην τρομάξεις, ψέματα σου ’λεγε ο καημένος.

Με αρώματα εμπέρδευε της σάρκας τη σαπίλα
και μακριά σου εστέκονταν κάθε που σου εμίλα
να μην ιδείς τα χέρια του άσπρα κοκαλωμένα
να μην ιδείς τα μάγουλα με χώμα λερωμένα.

Αν μια φορά πόναγες συ, διπλοί οι δικοί μου πόνοι. 
Το ξύλο βάρκα έκανα, πανάκι το σεντόνι
και πότε αψύς πότε γλυκύς φυσώντας με ο πόθος
να ’μαι! αντίς μέσα ξαπλωτός πάνω στη γης ολόρθος.

Κι ανέχαρη αγαπούλα μου, κι απέλπιδη σε βρήκα.
Μα να! ελπίδα και χαρά σου φέρνω εγώ για προίκα:
αχ! αηδονάκι μου χλιβό! αχ! μαραμένο δάσο!
εγώ απόψε… εγώ... εγώ... εγώ θα σ’ αγκαλιάσω!»