Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

                           Ο ΞΕΝΟΣ
Κάτι μου λεν όταν με βλέπουν τα δεντράκια.
Τα βράδια όταν μες στ’ άλση τους βρεθώ τα σκοτεινά
ψιθυριστά στην ησυχία ακούγονται λογάκια-
κάτι κρυφό η σιγανή φωνή τους μου μηνά.

Κάτι γυρεύουν από μένα οι πετρούλες.
Μόνος καθώς στα έρημα και στ’ άγρια περπατώ
με απαλές, τραγουδιστές με κράζουνε φωνούλες
που δώρο γλυκοπρόσφερτο στη μνήμη μου κρατώ.

Και το νερό φορές φορές το μούρμουρό του
έτσι καθώς μες στ’ άβαθο ρυάκι του κυλά
το άρωμα και τη δροσιά του δροσερού του χνώτου
μου στέλνει και το σώμα μου χαϊδεύει απαλά.

Αγαπημένα μου τη γλώσσα σας δεν ξέρω
μα μη μ’ αδικοκρίνετε-ψυχή μου, σώμα, νους
δικά σας είναι. Από σας κι αν στη μορφή διαφέρω
μα αντάμα σελαγίζουμε στους ίδιους ουράνούς.

Ξένος εγώ είμαι για τους άλλους τους ανθρώπους.
Αυτό εσείς το ξέρετε από μένα πιο καλά.
Κι ας ειν’ αυτό το ποίημα-δεν έχω άλλους τρόπους
η απόκριση στα λόγια σας που ακούω τα πολλά.

To μίλημά σας κι αν δεν ξέρω τι μου λέει
κι αν ίσως σεις δεν ξέρετε το τι σας λέω εγώ
όμως στον Πόνο μου η αγνή ψυχή σας-ξέρω-κλαίει
και, φίλοι μου, στον Πόνο σας, απέραντα πονώ.