Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Η ΚΑΡΦΙΤΣΑ

Θα 'ταν τριανταπέντε πάνω κάτω
κι ήτανε τα μαλλιά της άνω κάτω
καθώς τα εφυσούσε ένας αέρας
ζεστός από τη ζέστα της ημέρας.

Μιαν άσπρη οδηγούσε Μαζεράττι
και δίπλα μου το ρεύμα την εκράτει
της κίνησης στη SHERMAN HIGH WAY
επάνω σε μιαν άσφαλτο που καίει.

Στο σπορ της το αμάξι ήτανε μόνη
και είχε το 'να χέρι στο τιμόνι
και τ' άλλο απλωμένο προς το μέρος
του στήθους όπου εδράζεται ο έρως.

Εκεί ματαίως απ' ώρα προσπαθούσε-
μπροστά ενώ το δρόμο εκοιτούσε-
να βγάλει απ' τη φαρδιά της τη μπλουζίτσα
μια ολόχρυση απαστράπτουσα καρφίτσα.

Που όμως συνεχώς αντιστεκόνταν
ξεμάκραινε, διπλώνονταν, κρυβόνταν.
Κι εκείνη εσυνέχιζε την πάλη
κρατώντας πάντα ίσια το κεφάλι

και, θε μου, με μιαν έκφραση απλωμένη
στο πρόσωπο, καθώς γαληνεμένη
μια θάλασσα μετά την τρικυμία
που πλήρως ηρεμεί, ή σαν καμία

γυναίκα που αναλώθει όλο το βράδυ
στου έρωτα τη φλόγα και το χάδι-
που ολόκληρη εδόθη στα σκοτάδια
κι η μέρα τήνε βρήκε τέλεια άδεια.

Σου εύχομαι κυρία να μπορέσεις
το κόσμημα επιτέλους ν' αφαιρέσεις.
Αν μείνει, με τη λάμψη του την τόση
ποιος ξέρει τι κρυφό θα φανερώσει.