Κυριακή 13 Μαΐου 2018

ΚΟΜΟΤΗΝΗ

Όταν του στείρου πέλαγου των πόθων η πλημμύρα
μα τα μικρά της κι ύπουλα με ζώνει κυματάκια
μονάχος βγαίνω στα στενά κι ανήλιαγα δρομάκια
της πόλης όπου άγνωστον με πέταξεν η μοίρα.

Καθώς τα μάτια δω και κει μηχανικά γυρίζω
κάτι μορφές βλέπω θολές στα τζάμια να κολλάνε
και μ' ένα βλέμμα ανέκφραστο τους δρόμους να κοιτάνε
λες και μαγνήτης τις τραβά το χρώμα τους το γκρίζο.

Σαν ζωγραφιές νοσταλγικές μοιάζουν και λυπημένες
που ο χρόνος τους επέρασε κι είναι μισοσβησμένες.
Και τόσο είναι θλιβερές που λες πως όταν βρέχει
δεν είν' οι στάλες της βροχής στα τζάμια που κυλάνε
αλλά το δάκρυ απ' τα σβηστά τα μάτια τους που τρέχει
καθώς αυτές ανέκφραστες τους δρόμους τους κοιτάνε.