Ο ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΣ
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΚΡΑΤΟΣ
Στο μέρος το πιο ξέμακρο της γης έχουμε φτάσει,
που δεν πατάει ούτε ψυχή, στους Σκυθικούς τους τόπους.
Λοιπόν, ό,τι σου πρόσταξε Ηφαιστε ο πατέρας
Βάλτο μπρος τώρα: τούτον 'δω τον άνομο να δέσεις
Στα βράχια, στους ψηλούς γκρεμούς με αλυσίδες πούναι
Ατσάλινες κι ασύντριφτες. Τ’ άνθος σου έχει κλέψει
Και στους θνητούς το χάρισε-την πάντεχνη τη φλόγα.
Και πρέπει να τιμωρηθεί για ένα κρίμα τέτοιο
απ' τους Θεούς, ώστε του Δία την εξουσία να μάθει
να μην αγνοεί άλλη φορά,και για φιλανθρωπίες
να πάψει πια να σκέφτεται.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Για σας Κράτος και Βία
Τόπε ο Δίας κι αυτό ήτανε. Το πράμα έχει τελειώσει.
Δε σας κρατάει τίποτα. Μα εμένα η ψυχή μου
Δεν το βαστάει ένα θεό με βία να τον δέσω
Σ’ ένα φαράγγι παγερό. Μα πρέπει να υπακούσω-
Είναι βαρύ αν αψηφάς το λόγο του πατέρα.
Περήφανο της Θέμιδας παιδί, της μυαλωμένης,
Χωρίς να θέλω και χωρίς να θέλεις θα σε δέσω
Στο βράχο αυτό τον έρημο μ' άσπαστες αλυσίδες.
Ούτε φωνή, ούτε μορφή ανθρώπου θε να βλέπεις,
Αλλά σιγοκαιγάμενος από τη φλόγα του ήλιου
Την καυτερή,της όψης σου το χρώμα θε ν’ αλλάζεις.
Χαρά σου η χρυσοκέντητη νύχτα το φως που κρύβει.
Μα πάλι ο ήλιος της αυγής την πάχνη θα σκορπάει
Κι ενός αιώνιου βάσανου θα σε τρυπάει ο πόνος
Χωρίς να βρίσκεται ψυχή για να στον αλαφρώσει.
Αυτή σου είναι η πληρωμή φιλάνθρωπος για νάσαι.
Θεός εσύ και την οργή θεών δεν εφοβήθεις
Κι έχεις χαρίσει στους θνητούς τιμές πανω απ’ το μέτρο.
Γι αυτό κι ολόρθος, ξάγρυπνος, μ’ αλύγιστο το γόνα
θάσαι φρουρός στον άχαρο ετούτονε το βράχο
θρήνους πολλούς και οδυρμούς βγάζοντας απ’ το στόμα.
Μάταια όμως-το μυαλό του Δία δε θα γυρίζει
Γιατ’ είναι πάντοτε σκληρός ο νέος ο αφέντης.
ΚΡΑΤΟΣ
Τώρα εσύ τι κάθεσαι και μάταια τον λυπάσαι;
Πώς θεομίσητο θεό εχθρό κι εσύ δεν κάνεις
Που έχει το καμάρι σου προδώσει στους ανθρώπους;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αξία μεγάλη έχουνε συγγένεια και φιλία.
ΚΡΑΤΟΣ
Σύμφωνοι. Μα να παρακούς το λόγο του πατέρα
Τάχα πώς τόχεις; Πιό πολύ αυτό δεν το φοβάσαι;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Πάντοτε ανήλεος ήσουνα κι είχες μεγάλο θράσος.
ΚΡΑΤΟΣ
Καλό ετούτος δε θα δει με το να τον θρηνούνε.
Για κάτι ανώφελο λοιπόν και μάταιο μην κοπιάζεις.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Α! Πόσο η τέχνη μισητή μου είναι των χεριών μου.
ΚΡΑΤΟΣ
Τι τη μισείς; Αν θέλουμε να πούμε την αλήθεια
Για όσα τώρα γίνονται δε φταίει καθόλου η τέχνη.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Καλλίτερα όμως θάτανε να τήνε εκάτεχε άλλος.
ΚΡΑΤΟΣ
Όλα είναι δύσκολα εκτός θεούς να εξουσιάζεις.
Κανείς δεν ειν' ελεύθερος εκτός από το Δια.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αυτό το ξέρω και γι αυτό αντίρρηση δεν έχω.
ΚΡΑΤΟΣ
Βιάσου λοιπόν και πέρνα του αυτουνού τις αλυσίδες
Να μη σε δει ν ’αργοπορείς ο Δίας ο πατέρας.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Νάτοι, μπροστά στα μάτια σου οι κρίκοι κι έτοιμοι είναι.
ΚΡΑΤΟΣ
Βάλτους λοιπόν στα χέρια του και μ' όση δύναμη έχεις
Χτυπά τους και με τη βαριά στους βράχους κάρφωσέ τους.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Νάτο που τέλειωσε κι αυτό χωρίς να πάρει ώρα.
ΚΡΑΤΟΣ
Χτύπα και σφίγγε δυνατά. Μη τον λασκάρεις διόλου.
Μπορεί να φύγει από κει που δεν το περιμένεις.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Το χέρι αυτό δε λύνεται. Είναι γερά δεμένο.
ΚΡΑΤΟΣ
Κάρφωσε και σιγούρεψε και τ’ άλλο για να μάθει
ότι μπορεί νάναι σοφός μα όχι όσο ο Δίας.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Για τη δουλειά μου εξ’ απ’ αυτόν κανείς δε θα με ψέξει.
ΚΡΑΤΟΣ
Τώρα το δόντι τ’ άγριο της ατσαλένιας σφήνας
περνά το μες στα στήθια του ίσαμε κει που πάει.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αχ! Προμηθέα στους πόνους σου πονώ κι εγώ μαζί σου.
ΚΡΑΤΟΣ
Πάλι αργείς και στους εχθρούς του Δια συμπόνια δείχνεις;
.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αυτό που βλέπω δε μπορούν να το βαστάξουν μάτια.
ΚΡΑΤΟΣ
Εγώ βλέπω έναν πούπαθε αυτό που του αξίζει
Βάλε και στις μασχάλες του ζώνες.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αφού ειν’ ανάγκη
θα γίνει οπωσδήποτε . Ομως να μη φωνάζεις.
ΚΡΑΤΟΣ
Λοιπόν και θα φωνάζω αλλά και θα ουρλιάζω ακόμα.
Πιο κάτω τώρα πήγαινε. Κρικέλωσε τα σκέλη.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Να! Ετελείωσε κι αυτό χωρίς μεγάλο κόπο.
ΚΡΑΤΟΣ
Και τώρα χτύπα τα καρφιά γερά, να πάνε ως μέσα.
Θα έχεις δύσκολο κριτή σε τούτο σου το έργο.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αλήθεια ίδια η γλώσσα σου είναι με τη μορφή σου.
ΚΡΑΤΟΣ
Ας είσαι συ ο μαλακός. Για τη δική μου όμως
Αυθάδεια και σκληρότητα, σε σε δεν πέφτει λόγος.
ΚΡΑΤΟΣ
Ας πάμε. Όλα τα μέλη του αλυσωμένα είναι;
ΚΡΑΤΟΣ
Μεγαλοπιάνου τώρα εδώ και κλέβοντας τα δώρα
Τα τίμια από τους Θεούς δίνε τα στους ανθρώπους.
Μπορούνε τώρα οι θνητοί τους πόνους σου να γιάνουν;
Όνομα ψεύτικο οι Θεοί σου δωσαν: Προμηθέας.
Γιατί αλλουνού τώρα εσύ ανάγκη έχεις την πρόνοια
Με άλλη τέχνη απ’ τα δεσμά αυτηνής να σε γλυτώσει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ω! Αύρες γοργοφτέρουγες κι ουράνιε συ αιθέρα,
Και σεις πήγες των ποταμών, κι άπαυτο της θαλάσσης
Κυμάτινο τρεμούλιασμα, και γη, μητέρα όλων,
Και ήλιε που στους κύκλους σου όλα εσύ τα βλέπεις,
Ιδέστε με, θεός εγώ, από θεούς πώς πάσχω.
Κοιτάτε τούτες τις πληγές που με καταξεσχίζουν
Και για αιώνες άμετρους θα έχω συντροφιά μου.
Ανάρμοστα ως αυτά δεσμά εσκέφτηκε να δώσει
σε με ο καινούργιος άρχοντας ωιμένα! των μακάρων.
Στενάζω για τους τωρινούς πόνους μα και για κείνους
Που μελλουνε να έρθουνε. Αραγε πώς και πότε
Ετούτων των βασάνων μου το τέρμα θ' ανατείλει;
Αλλά τι λέω; Αλάθητα τα μέλλοντα όλα ξέρω
Από τα πριν. Απάντεχο κακό σε με δε θάρθει.
Λοιπόν το πεπρωμένο μου πρέπει να υπομένω
Όσο ελαφρότερα μπορώ, αφού καλά το ξέρω
Η δύναμη απολέμητη πως είναι της ανάγκης.
Και ούτε να το έκλεινα ούτε να μη το κλείσω
μπορώ στα τόσα πάθη μου το στόμα. Γιατί δώρα
θέλοντας ο βαριόμοιρος να κάνω στους ανθρώπους
Γι αυτό ετούτα τα τραβώ-για της φωτιάς το σπέρμα
που μέσα σ' ένα νάρθηκα έβαλα κλέβοντάς το
Και που όπως αποδείχτηκε ήταν για τους ανθρώπους
Για κάθε τέχνη δάσκαλος και πόρεψη μεγάλη.
Για ως αυτά αμαρτήματα τώρα εγώ πληρώνω
απ’ τον γυμνό κάτω ουρανό στα βράχια καρφωμένος.
Μα ποιος αχός; Ποιά μυρωδιά αφανέρωτη μ’ αγγίζει;
Τάχα θεού, ανθρώπου ή, των δυο ανακατεμένη;
Σε τούτο τον ακρόβραχο να δει ποιος έχει έρθει
τα πάθη μου; Η άλλο ζητά; Με βλέπετε δεσμώτη
Εμέ τον άμοιρο θεό που τον μισεί ο Δίας
Και όλοι οι άλλοι οι Θεοί όσοι μες στην αυλή του
Συχνάζουνε, για την πολλή αγάπη των ανθρώπων.
Ωιμέ! Το φτεροκόπημα πουλιών ακώ. Ο αέρας
Από σπαθιές ανάλαφρες φτερών αργοθροϊζει .
Το κάθε τι που έρχεται κοντά μου, με φοβίζει.
ΧΟΡΟΣ
Να μη φοβάσαι τίποτα. Μια φιλική παρέα
Τόνα της λαχταρίζοντας τ’ άλλο φτερό να φτάσει
Στο βράχο τούτο ανέβηκε, τη γνώμη του πατέρα
Μόλις κι αλλάζοντας. Γλυκές με συνόδεψαν αύρες.
Μέχρι τα βάθη της σπηλιάς ο αντίλαλος εμπήκε
Από ατσάλινες χτυπιές ξαφνίζοντας τη δείλια
Που με κατέχει και όρμησα στο φτερωτό το άρμα
Ξυπόλητη όπως ήμουνα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ωιμένα! Της πολύτεκνης Τιθύας θυγατέρες
Και κόρες του Ωκεανού, που όληνε τριγύρω
Τη γη με το ακοίμητο ρέμα του αγκαλιάζει,
Κοιτάξετε με τι δεσμά όντας καθηλωμένος
σε τι κορφές απάτητες του φαραγγιού ετούτου
θε να φυλάξω μια σκοπιά κανείς που δε ζηλεύει.
ΧΟΡΟΣ
Το βλέπω Προμηθέα και μιά ομίχλη από δάκρυα
Θολή, το φως μου εσκέπασε, το σώμα σου όταν είδα
Μες στ' ατσαλένια αυτά δεσμά φρικτά ν' αποστεγνώνει.
Τώρα καινούργιοι άρχοντες το Δίκιο διαφεντεύουν
του Ολύμπου. Ο πανίσχυρος με νέους τώρα ο Δίας
Αντικατάστησε θεσμούς τους παλαιούς τους νόμους
Κι όσα πελώρια ήτανε τώρα τα εκμηδενίζει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καλλίτερα να μ' έστελνε κατ' απ' τη γη, πιο κάτω
Κι απ' τη νεκροκατοίκητη τη γη του Αδη ακόμα.
Να μ' είχε στον απέραντο, βαθιά Τάρταρο ρίξει
Με άγρια και μ' άλυτα δεσμά γερά δεμένον,
να μη γελάει κανείς μ' εμέ, ούτε θεός ούτε άλλος.
Μα τώρα ο ταλαίπωρος, σα σκιάχτρο στον αέρα
πάθη τραβώ που χαίρονται με κείνα οι εχθροί μου.
ΧΟΡΟΣ
Ποιος τόσο μια καρδιά σκληρή απ' τους Θεούς να έχει Με τούτα που να χαίρεται; Ποιός να μη συμπονάει
Την τέτια σου τη συφορά εκτός από το Δία;
Οργή γεμάτος πάντοτε αυτός κι άκαμπτη γνώμη,
Γέννες δαμάζει τ’ ουρανού. Κι ούτε θα σταματήσει
Πριν χορταστεί του η καρδιά ή πριν την εξουσία
κάποιος με τρόπο κάποιονε την άπαρτη του πάρει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αλλά και τη δική μου αυτός, αν και με βασανίζει
Αλυσωμένονε σκληρά, θα λάβει την ανάγκη
Των μακάρων ο πρύτανης, για να του φανερώσω
Τη νέα που έρχεται βουλή, που απ’ αυτήν θα χάσει
Τιμές και σκήπτρο. Μα εμέ, μ’ όλες τις γοητείες
Της γλυκομίλητης Πειθώς δε θα με ξεπλανέσει,
Ούτε φοβέρες κι απειλές θα με τρομοκρατήσουν
Για να του πω το μυστικό, αν πρώτα δε με λύσει
Απ' τα δεσμά μου τα βαριά, και τα παιδέματα μου
Αν δε δεχτεί μ' αντίποινα πρώτα να ξεπληρώσει.
ΧΟΡΟΣ
Σκληρό καρύδι όμως και συ, κι όσο πικρές και νάναι
Δε σε λυγάνε οι συφορές κι ούτε κρατείς τη γλώσσα.
Μα εμένα μου ερέθισε φόβος βαρύς το νου μου
Για όσα σου ετύχανε' κι από την άλλη λέω
Λιμάνι πότε συ θα βρεις; Τα βάσανά σου τέλος
Εσέ πότε θα πάρουνε; Γιατί ο γιός του Κρόνου
Εχει αμάλαγη καρδιά και πεισματάρα γνώμη;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ξέρω πως ειν' ο Δίας σκληρός κι ότι κρατεί στα χέρια
Το δίκιο. Αλλά κάποτε νομίζω ότι τη γνώμη
Θ’ αλλάξει. όταν χτυπηθεί όπως σου είπα. Τότε
Θα χάσει την αλύγιστη οργή του και θα θέλει
Να πάψει τα μαλώματα και να τα βρει μαζί μου
Στην προθυμία μου στέργοντας με ίση προθυμία.
ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Μα έλα, διηγήσου μας και ξεφανέρωσέ μας
πάνω σε τι παράπτωμα σ’ έχει ο Δίας πιάσει
Κι έτσι σκληρά και άπρεπα σε βασανίζει; Πες μας
Αν βέβαια το να μιλάς δε σε χειροτερεύει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και να μιλάω γι αυτά πονά μα και να μη μιλάω,
Πάλι πονώ. Ετσι κι αλλιώς όλα κακά και μαύρα.
Αμέσως μόλις άρχισαν λοιπόν οι θεοί την έχθρα
Και να φουντώνει άρχισε ο καυγάς ανάμεσά τους,
Και όταν προσπαθούσανε άλλοι από το θρόνο
Τον Κρόνο να τον βγάλουνε κι ο Δίας να βασιλέψει,
Κι άλλοι τ' αντίθετα, ποτέ ο Δίας την εξουσία
Να μη την παρει, τότε εγώ γύρεψα, προσπαθώντας,
Για κάτι το καλλίτερο να πείσω τους Τιτάνες,
παιδιά της Γης και τ' Ουρανού. Δεν τα κατάφερα όμως
Γιατί μ' υπεροψία πολλή τις ήπιες τις μεθόδους
Αψήφισαν, και νόμισαν ότι θα κυριαρχήσουν
Ακοπα μόνο με τη βιά. Μα η μάνα Γη και Θέμις,
Με τα πολλά ονόματα και με τη μια μορφή της
Συχνά για τα μελλούμενα μου είχε προφητέψει
πώς δε θα κάνουν τίποτα η δύναμη κι η βία
Μα με το δόλο οι νικητές πως θα επικρατήσουν.
Κι ενώ με λόγια καθαρά τους τάχα εξηγήσει
Αυτοί απαξιώσανε να με κοιτάξουν έστω.
Απ’ όσους τότε ανοίγονταν λοιπόν μπροστά μου δρόμους
Τράβηξα εκείνον πιό καλός απ’ όλους που μου εφάνη.
Μαζί με τη μητέρα μου στο πλάι πήγα του Δία
Και στάθηκα, που, βέβαια, το ήθελε κι εκείνος.
Και είναι από συμβουλές δικές μου που η κρύπτη
Του Ταρταρου η κατάμαυρη έχει κατασκεπάσει
Τον Κρόνο τον παμπάλαιο μ' όλους του τους συμμάχους.
Κι όμως. Ενώ ωφελήθηκε τόσο πολύ από μένα
Να! των Θεών ο τύραννος με ποιες με ανταμοίβει
Βαριές ποινές. Γιατί ειν' αυτό της τυραννίας αρρώστια-
Φίλους να μη μπιστεύεται. Τώρα, όσο για κείνα
Που με ρωτήσατε, γιατί με βασανίζει έτσι,
Θα σας το πω ξεκάθαρα. Ευθύς όταν στο θρόνο
Κον πατρικό ανέβηκε, σε κάθε θεό προνόμια
Με τάξη αλήθεια στην αρχή, άρχισε να μοιράζει.
Μα για τους δύστυχους θνητούς έγνοια καμμιά δεν είχε,
Μον' ήθελε αφανίζοντας όλο το γένος, άλλο,
Νέο να σπείρει. Και κανείς σ’ αυτά δεν αντιδρούσε
Εξω από μένα. Μόνο εγώ είχα την τόλμη πάρει
Και τους ανθρώπους έσωσα και δεν αφανιστήκαν
Στον Αδη κατεβαίνοντας. Για τούτο με τα παθη
Καταπονιέμαι τούτα εδώ, που ειν ' άθλια να τα βλέπεις
Κι αβάσταχτα για κείνονε που τα τραβά. Τον οίκτο
Για τους ανθρώπους που ’δειξα εγώ δεν τόνε βρήκα.
Και να! εδώ ανήλεα κανονισμένο είναι
να μένω-ένα θέαμα που δεν τιμά το Δία.
ΧΟΡΟΣ
Θα πρέπει πετροκάμωτος να είναι Προμηθέα,
Και σιδερόκαρδος αυτό ς που δε σε συμπονάει.
Γιατί εγώ δε θα ’θελα ούτε να τ' αντικρύσω
Τα είδα όμως τα πάθη σου και ράισε η καρδιά μου.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Είμαι για να με βλέπουνε οι φίλοι και να κλαίνε.
ΧΟΡΟΣ
Μην έχεις έξω απ' αυτό κάνει και τίποτ’ άλλο;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πήρα μπροστά απ' τα μάτια τους τ’ όραμα του θανάτου.
ΧΟΡΟΣ
Και ποιό εβρήκες φάρμακο γι αυτήνε την αρρώστια;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Με απραγματοποίητες τους γέμισα ελπίδες.
ΧΟΡΌΣ
Μεγάλο δώρο έκανες με τούτο στους ανθρώπους.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Εξω απ’ αυτό και τη φωτιά τους έχω δώσει ακόμα.
ΧΟΡΌΣ
Κι έχουνε τώρα οι θνητοί τη λαμπερή τη φλόγα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Απ’ την οποία πάμπολλες θα διδαχτούνε τέχνες.
ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν για τέτοιες αφορμές και σένανε ο Δίας…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
…Με τυραννάει και το λουρί καθόλου δεν ξεσφίγγει.
ΧΟΡΟΣ!
Και μπρος σου των βασάνων σου τέρμα εσύ δε βλέπεις;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Άλλο κανένα, παρεκτός κι αν το θελήσει ο Δίας.
ΧΟΡΟΣ
Να το θελήσει; Πώς μπορείς σε τούτο να ελπίσεις;
Δε βλέπεις πως αμάρτησες; Κι ότι έχεις αμαρτήσει
Όταν το λέω θλίβομαι κι εγώ, αλλά και σένα
Πόνο σου φέρνει. Αλλ' αυτά τώρα στην άκρη ας μείνουν
Και τρόπο βρες για να σωθείς απ’ το μαρτύριό σου.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Οποιος ειν' έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια ξέρει.
Το ήξερα πολύ καλά ότι αυτά θα γίνουν.
Τόθελα και αμάρτησα. Τόθελα και το λέω.
Γιατί βοηθώντας τους θνητούς εβρήκα εγώ τους πόνους.
Αλλά και δεν περίμενα τέτοιες ποινές, απάνου
Σ' αυτές τις ψηλοκρεμαστές να σιγολιώνω πέτρες
Ετούτου του μοναχικού, του απόμερου του βράχου.
Μα πάψετε τα πάθη μου αυτά να τα θρηνείτε
Μόνο αφού πεζέψετε, την τύχη που μου μέλλει
Ακούστε κι ως το τέλος της όληνε μάθετέ την.
Ελάτε. Μη διστάζετε, κοπιάστε, συμπονέστε
Κάποιονε τώρα που πονά. Η δυστυχία έτσι,
Καθώς γυρνάει αδιάφορη, τον ένα πότε, πότε
Τον αλλονε φορτώνεται.
ΧΟΡΟΣ
Αυτή 'ταν Προμηθέα
Και η δική μας θέληση. Και τώρα το γοργό μας
Το άρμα εγκαταλείποντας και τον αγνόν αέρα,
Τη λεωφόρο των πουλιών, το αλαφρό το πόδι
Σε τούτη την απόκρημνη τη γη πατώντας, όλους
Τους πόνους σου θ' ακούσουμε μέχρι το τέλος τέλος.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Αφού για νάρθω μακρινό ένα δρόμο έχω πάρει
Να που στο τέλος έφτασα σε σένα Προμηθέα.
Το γοργοφτέρουγο αυτό πτηνό αντί με γκέμια,
Με θέληση οδηγώντας το. Με τους δικούς σου πόνους
Να ξέρεις πως κι εγώ πονώ. Κι ούτε στη φύση μου είναι
Τα ψεύτικα γλυκόλογα.Λοιπόν να σε βοηθήσω
Πες μου σε τι χρειάζεσαι. Γιατί ποτέ σου φίλο
μπορείς να πεις πιστότερον πως έχεις από μένα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μπα μπα μπα μπα! Τι βλέπω εδώ; ήρθες και συ επόπτης
Στα τόσα μου τα βάσανα; Το συνονόματό σου
Το ρέμα πώς ετόλμησες και τις σπηλιές ν' αφήσεις
Τις βραχοκαμπυλόσκεπες, που μόνες τους χτιστήκαν
Στη γη για νάρθεις τούτη 'δω, του σίδερου τη μάνα;
Ή ήρθες να δεις τις τύχες μου και να με συμπονέσεις;
Ιδού με! Να το θέαμα! Εγώ, του Δία ο φίλος
Που τόσο τον εβόηθησα την εξουσία να πάρει
Με τι απ’ αυτόν μαρτύρια τώρα καταπονιέμαι.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Βλέπω. Αλλά μια συμβουλή θάθελα Προμηθέα,
Αν κι έξυπνος είσαι πολύ, καλή από με ν' ακούσεις.
Τον εαυτό σου γνώρισε. Σε τρόπους προσαρμόσου
Νέους. Κι ο άρχοντας των θεών καινούργιος τώρα είναι.
Κι αν λόγια βίαια θες να λες θα σε ακούσει ο Δίας
Απ' τους ψηλούς τους θρόνους του, και τότε με παιχνίδια
Θα μοιάζουνε όσα τραβάς απ' την οργή του τώρα.
Αλλά, ταλαίπωρε, άφησε όποιους θυμούς κι αν έχεις
Και απ’ αυτά τα βάσανα πώς θα γλυτώσεις κοίτα.
Ισως σου μοιάσουν παλαιικά ετούτα που σου λέω,
Να όμως τα επίχειρα ποια είναι Προμηθέα
Της γλώσσας που αγέρωχα μιλάει. Μα σύ πάντα
Στις συφορες αγέρωχος ήσουνα κι αλαζόνας
Και θες σε τούτα που τραβάς και άλλα να προσθέσεις
Αφού το βλέπεις πως τραχύς κι ανεύθυνος μονάρχης
Στην εξουσία βρίσκεται. Μα τώρα εγώ ας πάω
Να δω αν γίνεται απ’ αυτά τα πάθη να σε σώσω.
’Σύχαζε συ και τσουχτερά μην ξεστομίζεις λόγια.
Ή μήπως και με την πολλή σοφία σου δεν ξέρεις
Πως ξύλο πάει η άσκεφτη γυρεύοντας η γλώσσα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ζηλεύω που καμιά μομφή δε σε βαραίνει εσένα
Ενώ σε όλα ενεργά με τόλμη μέρος πήρες.
Αλλά σταμάτα τώρα πια να νοιάζεσαι για μένα.
Και ούτε πρόκειται ποτέ τη γνώμη του ν' αλλάξεις
Γιατ' είναι αμετάπειστος. Κοίταξε συ μονάχα
Μην πάθεις τίποτε κακό στο δρόμο που θα κάνεις.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Είσαι πολύ καλλίτερος άλλους να συμβουλεύεις
Παρά τον ίδιο εσένανε. Και ψέματα δεν είναι-
Τα έργα σου το δείχνουνε. Μη με κρατάς καθόλου
Τώρα που εξεκίνησα. Καυχιέμαι , ναι , καυχιέμαι
Ότι τη χάρη αυτήν εδώ θα μου την κάνει ο Δίας,
Από τους πόνους δηλαδή αυτούς να σε λυτρώσει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σ’ ευχαριστώ κι ευγνώμονας για πάντα θα σου είμαι
Που τόσο είσαι πρόθυμος. Αλλά μην μπεις στον κόπο
Αν πράγματι τον έκανες. Καλλίτερα στην άκρη
Κάτσε και μείνε ήσυχος. Εγώ αν υποφέρω
Κι άλλους δε θάθελα να δω νάχουν την ίδια τύχη.
Αρκεί για μένα ο καημός της τύχης του αδερφού μου
Του Ατλαντα που στέκεται στους εσπερίους τόπους
Τον κίονα γης κι ουρανού στους ώμους του κρατώντας
Βάρος καθόλου ευχάριστο. Κι ακόμα έχω πονέσει
Για τον 'κατοντακέφαλο, που βίαια εχαλάστη,
Το γιο της γης, το τρομερό τέρας που στων Κυλίκων
Εκατοικουσε τις σπηλιές, τον γαύρο τον Τυφώνα.
Κεφάλι σ' όλους τους θεούς ενάντια είχε σηκώσει
Και τρόμο εσφυρίζανε τ’ άγρια του τα σαγόνια
Και φοβερό άστραφτε φως από τα μάτια του όταν
Το Δια να ρίξει πάσκιζε από την εξουσία.
Όμως του Δία τ’ άγρυπνο, τ' ολόφλογο το βέλος,
Ο κεραυνός, απάνω του έπεσε ο κατεβάτης,
Κι από τα μεγαλόστομα ύψη των κομπασμάτων
Κατάχαμα τον γκρέμισε. Μες στην καρδία τον βρήκε
Κι η δύναμή του θρύψαλα τινάχτηκε και στάχτη.
Τώρα κουφάρι ανώφελο, άχαρα ξαπλωμένο
Κοντά σε θάλασσας στενό κείται καταχωμένος
Κατ' απ’ της Αίτνας τα ριζά, και πάνω στην κορφή του
Μύδρους χτυπάει ο Ήφαιστος. Και από κει μια μέρα
Φωτιάς θ' ανοίξουν ποταμοί, με άγρια σαγόνια
Τις εύφορες σπαράζοντας της Σικελίας πεδιάδες.
Τέτοιο ο Τυφώνας μάνισμα πάλι θε να ξεσπάσει
Με ρέματα ασυγκράτητα μιας πυρωμένης μπόρας
Κι ας είναι απ' τον κεραυνό του Δία καρβουνιασμένος.
Εσύ ’σαι όμως έμπειρος και δάσκαλο δε θέλεις.
Τον εαυτό σου κοίταξε όπως μπορείς να σώσεις
Κι εγώ την τύχη αυτήν εδώ που μ' ήβρε θα υπομείνω
Ώσπου η οργή μες στην καρδιά του Δία να κοπάσει.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Δεν ξέρεις Προμηθέα αυτό: από θυμό όποιος πάσχει
Πως οι καλλίτεροι γιατροί τα λόγια είναι για κείνον.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ναι, συμφωνώ, αν την καρδιά κανείς την καλοπιάνει
Την ώρα την κατάλληλη, και όχι αν με το ζόρι
Ενώ απ’ οργή βράζει αυτή αυτός τήνε πιέζει.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Και αν με μια προσεκτική τον πλησιάσω τόλμη
Καμμιά ζημιά να κρύβεται σε τούτο βλέπεις; Πες μου.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ναι. Βλέπω κόπο περιττό κι αλαφρομυαλωσύνη.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Ας έχω την αρρώστια αυτή. Γιατί το βλέπω κέρδος
Οταν κανείς έχει μυαλό άμυαλο να τον λένε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δικό μου αυτό τ' αμάρτημα θ' αποδειχτεί πως είναι.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Με λίγα λόγια δηλαδή στο σπίτι μου με στέλνεις.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Γιατί για τη συμπόνια μου μπορεί να μπλέξεις σ’ έχθρα.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Με τον καινούργιο εννοείς πανίσχυρο αφέντη;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ναι, αυτόνε. Πρόσεχε καλά μη τον κακοκαρδίσεις.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Η συμφορά σου δάσκαλος μου είναι Προμηθέα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ξεκίνα, πήγαινε λοιπόν και τις ιδέες σου κράτα.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Κάποιον που ήταν έτοιμος να ξεκινήσει διώχνεις.
Γιατί και το τετράποδο αυτό πτηνό το βλέπω
Που τα φτερά κουφοχτυπά μες στον πλατύ αιθέρα.
Χαρούμενα θα λύγιζε το γόνα στο παχνί του.
ΧΟΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Για τη μαύρη σου οδύρομαι Προμηθέα την τύχη
Κι απ' τα μάτια μου αβάσταγο βρύση τρέχει το δάκρυ
Και με αυλάκια καυτερά κυλάει στα μαγουλά μου.
Σκληρά ο Δίας κυβερνά με τους δικούς του νόμους
Και στους θεούς τους παλαιούς υπεροψία δείχνει.
Πέρα ως πέρα οδυρμοί τραντάζουν κάθε χώρα
Και τη μεγάλη όλοι τιμούν κι αρχαιοπρεπή σου δόξα
Αλλά και κείνηνε μαζί των δύο αδερφών σου.
Κι όσοι θνητοί της παναγνης Ασίας πατούν το χώμα
Συμπάσχουν στα πολύκλαυτα δικά σου τα μαρτύρια.
Και της Κολχίδας οι άτρομες στον πόλεμο παρθένες
Και της Σκυθίας οι ορδές που κατοικούν τριγύρω
Στη λίμνη τη Μαιώτιδα, πέρα, στης γης την άκρη.
Μα και το πολεμόχαρο άνθος της Αραβίας
Που μένουν στο ψηλόγκρεμο το κάστρο του Καυκάσου,
Ενας λαός τρομαχτικός π' ουρλιάζει γοργοσειώντας
Σπαθιά καλοακόνιστα.
Ενα θεό ακόμα
Μόνο πρωτύτερα έχω δει μ’ άλυσες δαμασμένο,
Τον Τιτάνα τον Ατλαντα που μ’ αντοχή τεράστια
Γη κι ουρανό στους ώμους του τους κραταιούς σηκώνει.
.
Βογγάει συμπόνια η θάλασσα, στενάζουν οι βυθοί της, Αργομουγκρίζουνε της γης τα μαύρα καταχθόνια
Και τα νερά των άχραντων πηγών των ποταμίσιων
Μοιρολογάν με τον φριχτό τον πόνο που σε βρήκε.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΙΙΕΙΣΟΔΙΟ
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μην το θαρρείτε ξιπασιά ούτε και περήφανια
Που δε μιλώ. Από μέσα μου, σπαράζεται η καρδιά μου
Του εαυτού μου βλέποντας την άθλια την κατάντια.
Κι όμως στο βάθος σ’άλλον ποιόν χρωστούν παρά σε μένα
Ολα τους τα’ αξιώματα οι Θεοί μας οι καινούργιοι;
Αυτά καλά τα ξέρετε και περιττό το βρίσκω
Να σας τα πω. Μα των θνητών θ’ακούσετε τα πάθη
Που τράβαγαν σαν ήτανε ακόμα όπως τα νήπια,
Πριν να τους δώσω νου εγώ και σκέψη. Δεν το λέω
Από παράπονο αυτό για τους ανθρώπους-οχι-
Μα την καλή μου πρόθεση μόνο για να σας δείξω.
Πρώτα λοιπόν εβλέπανε αυτοί αλλά δε βλέπαν.
Ακουγαν μα δεν άκουγαν. Σαν ήσκιοι ήταν ονείρου
Και τέτοιοι όντας πέρναγαν το μάκρος της ζωής τους.
Ανάκατα τα σύγχιζαν όλα. Και ούτε σπίτια
Προσήλια και λιθόχτιστα ηξέρανε να φκιάχνουν,
Ούτε το ξύλο δούλευαν, αλλά σ’ ανήλια ζούσαν
Σαν τα μυρμήγκια, κι αχαμνά σπήλια καταχωμένοι.
Και ούτε βέβαια είχανε σημάδι του χειμώνα,
Της ανθοφόρας άνοιξης, του καρπερού του θέρους,
Ωσπου τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσες
Των αστεριών τους έδειξα. Και την τρανή σοφία
Τους έδειξα των αριθμών, κι ακόμα να ταιριάζουν
Τους έμαθα τα γράμματα, που ειν' η μνήμη όλων,
Και της μητέρας των μουσών εργάτες. Κι εγώ πρώτος
Εζεψα ζώα στους ζυγούς με ζεύγλες και σαμάρια.
Τους πιο μεγάλους των θνητών μόχθους για να σηκώνουν
Εγώ έκανα τ’ άλογα στα χαλινάρια φίλους
Και στ’ άρματα τα έζεψα, χάρμα χλιδής και πλούτου.
Και τα θαλασσοπλάνητα εγώ και όχι άλλος
Βρήκε τα λινοφτέρουγα των ναυτικών αμάξια.
Τέτοιες εγώ για τους θνητούς ενώ εβρήκα τέχνες,
Δεν έχω ο άμοιρος εγώ ούτε καν τέχνασμα ένα
Που απ’ τους κόπους που τραβώ εμένα να γλιτώσει.
ΧΟΡΟΣ
Αδικη σ' ήβρε συφορά κι έχεις το νου σου χάσει
Σαν τον ανίδεο γιατρό που έπεσε σ’ αρρώστια
και ποια δεν ξέρει φάρμακα να βρει να τον γιατρέψουν.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μα θα θαυμάσεις πιό πολύ για τ’ άλλα σαν ακούσεις-
Τι μηχανές τους έβρηκα, μα κι άλλες πόσες τέχνες.
Κι η πιό μεγάλη: Αν έπεφτε κανένας σε αρρώστια
Δεν είχε για να γιατρευτεί ουτ’ ένα καταπότι
Να πιεί και ούτε αλοιφές. Τίποτα. Μαραινόταν
Από φαρμάκων στέρηση, ώσπου εγώ και πάλι
Να συγκερνούν τους έδειξα τα βότανα τα ήπια
Ωστε την κάθε αρρώστια τους μ’ αυτά να πολεμάνε.
Και τους πολλούς της μαντικής τους χώρισα τους τρόπους.
Και πρώτος έκρινα το ποια που βλέπαν όνειρά τους
Στο ξύπνιο θα τους έστεργαν. Και να μπορούν να κρίνουν
Τα δύσκολα τους έμαθα, τα λόγια, και των δρόμων
Το κάθε συναπάντημα. Ξεχώρισα την πτήση
Των όρνιων των γαμψώνυχων, ποιά ’ναι καλά σημάδια
Και ποια ειν' άσχημα, καθώς και ποιες συνήθειες έχουν,
Τις έχθρες, τις φιλίες τους, τα συνταιριάσματά τους,
Και ποια τα σπλάχνα αν έχουν χροιά τα προτιμούν οι θεοί τους
Και της χολής και του λοβού τις διάφορες τις όψεις.
Και μες στη σκέπη τυλιχτά μεριά κι οσφύ με λίπος
Καίγοντας, δύσκολη έδειξα μια τέχνη στους ανθρώπους,
Μάτια στης φλόγας δίνοντας τα πριν τυφλά σημάδια.
Έξω απ’ αυτά και τα κρυφά μέσα στης γης τα σπλάχνα
Το σίδερο, το χάλκωμα, τ’ ασήμι, το χρυσάφι
που τόσο ειν’ ωφέλιμα στον άνθρωπο, ποιος πρώτος
Μπορεί να πει πως τάχει βρει! Και βέβαια κανένας
Εκτός αν είναι φλύαρος και λόγια λέει στο βρόντο.
Κι αν με δυό λόγια θάθελα να τάλεγα όλα τούτα:
Στον Προμηθέα οι θνητοί χρωστάν τις τέχνες όλες.
ΧΟΡΟΣ
Μην ωφελώντας τους θνητούς πιο πέρα απ’ ό,τι πρέπει
Τον εαυτό σου μοναχά στη δυστυχία αφήνεις.
Αλλά ελπίζω να λυθούν γρήγορα τα δεσμά σου
Και όση έχει δύναμη ο Δίας ν' αποκτήσεις.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ακόμα δε μου γράφεται τέτοιο απ’ τη μοίρα τέλος.
Αλλ’ αφού πρώτα δαμαστώ από μαρτύρια μύρια
Τότε μονάχα λύτρωση θα δω απ’ τα δεσμά μου.
Η τέχνη ειν’ ανίσχυρη πολύ μπρος στην ανάγκη.
ΧΟΡΟΣ
Ποιος την ανάγκη κυβερνά;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Οι τρίμορφες οι μοίρες
Κι οι Ερινύες που δεν ξεχνούν.
ΧΟΡΟΣ
Και μήπως ειν' ο Δίας
Από αυτές κατώτερος;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τη μοίρα να ξεφύγει
Βέβαια ειν' αδύνατο.
ΧΟΡΟΣ
Τι άλλο για το Δία
Γραμμένο ειν' γι αυτόν εκτός απ’το αιώνια ν’ άρχει;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Οσο και αν παρακαλάς αυτό δε θα το μάθεις.
ΧΟΡΟΣ
Θα είναι κάποιο μυστικό σπουδαίο για να το κρύβεις.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ας πούμε γι άλλο τίποτα γιατί καιρός δεν είναι
να πω γι αυτό. Αντίθετα να το κρατήσω πρέπει
Οσο μπορώ πιό μυστικό. Κι έτσι φυλάγοντάς το
Απ’ τα δεσμά μου τ’ άπρεπα και πάθη θα γλυτώσω.
ΧΟΡΟΣ-
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Ο Δίας που όλα κυβερνά, ποτέ ας μη μου βάλει
Τη δύναμή του αντίπαλη στη γνώμη μου. Και πάλι
Ας μη ποτέ πάψω κι εγώ ιερές βωδιών θυσίες
Παντα να κάνω στους Θεούς, στ’ άσωστα τ’ ακρογιάλια
Του Ωκεανού πατέρα μου, και πάντα μες στο νου μου
Τη γνώμη αυτή ας την κρατώ κι άσβυστη ας την έχω.
Είναι γλυκό με θαρρετές ελπίδες της ζωής μου
Τις μέρες όλες να περνώ, και την ψυχή να τρέφω
Ευφρόσυνα. Όμως εσέ σύγκορμη ανατριχιάζω
Να βλέπω μύρια να ξεσκιούν μαρτύρια Προμηθέα.
Γιατί χωρίς να φοβηθείς το Δία, πας στους ανθρώπους
Και τους τιμάς υπέρμετρα με τη δική σου ιδέα.
Ομως για πες, στη χάρη σου, εσύ ποια είδες χάρη
Αγαπημένε μου, και ποια βοήθεια απ’ τους ανθρώπους;
Ποια είδες υποστήριξη; Δε βλέπεις ποια απραξία
Σαν όνειρο αδύναμη, το γένος των ανθρώπων
Κρατάει δεμένο το τυφλό; Του Δία την αρμονία
δεν παρασάλεψε ποτέ όμως βουλή ανθρώπου.
Αυτά Ολα τα έμαθα σαν είδα Προμηθέα
Τα τρομερά τα πάθη σου. Και γέμισε το νου μου
Μια μελωδία αλλιώτικη και όχι σαν εκείνη
Που μία μέρα σου έψαλα στη νυφική σου κλίνη
Όταν μ' αρίθμητα προικιά, γαμπρός, την αδερφή μου
Την Ησιόνη κέρδισες και την οδήγαες μόνος.
ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΙΩ
Ποια γη; Ποιό γένος ειν' αυτό; Και ποιός αυτός που βλέπω
Σ’ αυτό τον βράχο τρομερά δεινά να τόνε δέρνουν;
Ποιες αμαρτίες πληρώνοντας έτσι χαμένος πάει;
Μα δείξε μου σε ποια μεριά η έρμη της γης πλανιέμαι;
Α,ά,έ,ε, τη δύστυχη, παλι κεντά με ο οίστρος.
Του Αργού να! το φάντασμα του γίγαντα…Φοβάμαι…
Πάρ’ τονα γη… Τον βλέπω… να... βοσκό με μύρια μάτια
Πούρχεται και τριγύρω του όλα μεμιάς τα βλέπει.
Που και νεκρό δεν τον κρατά η γης, κι από τον κάτω
Τον κόσμο πάνω έρχεται κι όλο με σαλαγάει
Και με πηγαίνει νηστική τη δύστυχη εμένα
Σ' αμμουδερές ακρογιαλιές.
Κι ένα σκοπό το κέρινο σουραύλι του σφυρίζει
Που ύπνο φέρνει. Ω! Αλλί! πού πάλι με τραβάνε
Οι μακροπεριπλάνητοι αυτοί παραδαρμοί μου;
Τάχα σε τι να έφταιξα; Σε τι, ω! γιε του Κρόνου
Και μες σε τέτιες συφορές εμένα-ωιμέ-έχεις ζέψει
Και με τρομάρα οιστρήλατη με τυραννάς τη μαύρη;
Ρίξε φωτιά και κάψε με ή θάψε με στο χώμα
Η μες στον πόντο να με φαν τα κήτη πέταξε με.
Μη μου τ' αρνιέσαι θέ μου αυτό. Εξαντλημένη μ’ έχουν
Οι μακρινοί παραδαρμοί που να μην ξέρω πότε
Τέλος θα βρουν τα πάθη μου. Ακούς που σου μιλάει
Μια κόρη βοϊδοκέρατη;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και πώς δεν την ακούω
Τη θυγατέρα του Ιναχου που οίστρος την κεντάει;
Που την καρδιά μ’ ερωτική φλόγα του Δία γεμίζει,
Που η Ηρα την εμίσησε, και τώρα τήνε σέρνει
Σε δρόμους ατελείωτους χωρίς τη θέληση της;
ΙΩ
Πουθ' έχεις του πατέρα μου τ’ όνομα συ ακουσμένο;
Πες μου της πολυπάθητης, κακόμοιρε, ποιός είσαι;
Ποιός, που αλήθεια δύστυχε, στη δύστυχη τα είπες;
Και αχ! που τη θεόσταλτη ονόμασες αρρώστια
Που με μανία κεντώντας με συνέχεια με μαραίνει!
Κι ήρθα μ’ ακράτηγη ορμή τρέμοντας απ’ την πείνα
Κατατρεγμένη από θεού θέληση οργισμένη.
Ποιοί αχ! από τους δύστυχους τραβάν όσα τραβάω;
Να πάθω πες μου καθαρά, τι μ’ απομένει ακόμα;
Υπάρχει κάποιος λυτρωμός-πες μου το συ αν ξέρεις
Ή κάτι την αρρώστια μου που θα γιατρέψει; Λέγε.
Την κακοπεριπλάνητη φώτιζε συ παρθένα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αφοβα όλα θα στα πω, αυτά πού θες να μάθεις.
Κι όχι ακαταλαβίστικα, μόνον απλά, με λόγια
Σε φίλους που ταιριάζουνε. Λοιπόν, ο Προμηθέας
Είμαι, αυτός που τη φωτιά έδωσε στους ανθρώπους.
ΙΩ
Αχ! Προμηθέα δύστυχε, γιατί να πάσχεις έτσι
Που τόσο έχουν δει καλό οι άνθρωποι από σένα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μόλις πριν λίγο έπαψα τους πόνους μου να κλαίω.
ΙΩ
Τότε λοιπόν τη χάρη αυτή δε θα μου τηνε κάνεις;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Λέγε τι θέλεις. Θα σου πω ευθύς ότι ρωτήσεις.
ΙΩ
Πες μου από ποιόν στο βράχο αυτόν εσύ αλυσοδέθεις;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Από του Δία τη θέληση κι απ' του Ηφαίστου το χέρι.
ΙΩ
Και ποιό το κρίμα το βαρύ που έτσι ξεπλήρωνεις;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φτάνουν αυτά που ως εδώ σου έχω φανερώσει.
ΙΩ
Τουλάχιστο πότε θα δω της περιπλάνησής μου
Ιο τέλος; Πες, πότε κι εγώ θα πάψω να υποφέρω;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Είναι καλλίτερο για σε αυτό να μην το μάθεις.
ΙΩ
Κρυφό αυτό μη μου κρατάς που πρόκειται να πάθω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αυτό που θα σου έλεγα δεν το ζηλεύω διόλου.
ΙΩ
Ελα λοιπόν, γιατί αργείς, και δε μου λες τα πάντα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φτάνει να θές . Μα δεν τολμώ να σε ταράξω κιόλας.
ΙΩ
Μην είσαι πιό επιεικής απ’ ό, τι εγώ σε μένα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αφού το θες τόσο πολύ, στα λέω. Λοιπόν άκου.
ΧΟΡΟΣ
Οχι ακόμα. Και σε με κάνε μικρή μια χάρη.
Πρώτα για την αρρώστια της ν' ακούσουμε απ' την ίδια
Για τις δικές της να μας πει πολύφθορες τις τύχες
Και όσα πια της μέλλονται από σένα τα μαθαίνει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Είναι στο χέρι σου Ιώ τη χάρη να τους κάνεις
Μιας κι είναι του πατέρα σου μάλιστα οι αδερφάδες.
Γιατί αν για την τύχη του κανείς θρηνεί και κλαίει
Σε κείνους που όταν τον ακούν δάκρυα γι αυτόνε χύνουν,
Τότε αξίζει ο κόπος του.
ΙΩ
.
Δεν ξέρω πώς να κάνω
Κι αυτή τη χάρη ν’ αρνηθώ. Λοιπόν ότι ζητάτε
Ξεκάθαρα θα μάθετε, αν και ντροπή με παίρνει
Όταν για τη θεόσταλτη μιλώ τη συφορά μου
Και της μορφής την αλλαγή τη μαύρη που με βρήκε.
Νύχτια οράματα συχνά μου έρχονταν στην κλίνη
Παρθένα που εξάπλωνα, και με φωνή πλανεύτρα
Τα λόγια ετούτα μούλεγαν: "Ω! Τρισευτυχισμένη!
Γιατί ακόμα κάθεσαι τόσον καιρό παρθένα
Ενώ η πιό μεγάλη εσέ τύχη σε περιμένει;
Γιατί το Δία τον χτύπησαν του πόθου σου τα βέλη
Και τη γλυκιά θέλει μαζί να νιώστε την αγάπη.
Μην το αρνιέσαι να δεχτείς, κόρη, του Δια το γάμο,
Αλλά στης Λέρνης τα βαθιά λιβάδια βγες, στα μέρη
που βόσκουν του πατέρα σου τα ζώα, ώστε του Δία
Το βλέμμα, απ’ τον γλυκό πόθο σου ν’ αγαλλιάσει".
Τέτοια όνειρα με τάραζαν την άμοιρη τις νύχτες
Ωσότου για τα τρομερά πλάσματα αυτά του σκότους
Το θάρρος στον πατέρα μου επήρα να μιλήσω.
Και στην Πυθώ έστειλε αυτός τότε και στη Δωδώνη
Μάντεις που να προλέγουνε κατά θεό έχουν μάθει
Για να του πούνε μ’ έργα ποια κι ακόμα με ποια λόγια
Θα ευχαριστούσε τους θεούς. Μα αυτοί γυρνάγαν πίσω
Φρνοντας αξεδιάλυτους χρησμούς και τέτοια λόγια
Που ήτανε και σκοτεινά και διφορούμενα ήταν.
Μα τέλος ήρθε ένας χρησμός στον Ίναχο καθάριος
Που τούλεγε προστακτικά πως πρέπει να με βγάλει
Εξω απ’ το σπίτι κι απ’ αυτήν ακόμα την πατρίδα
Και να μ’ αφήσει ελεύθερη εκεί στης γης την άκρη
Για να πλανιέμαι. Ειδαλλιώς του Δια πυρωμένος
Θα πέσει ένας κεραυνός και θα εξολοθρέψει
Το γένος του όλο. Στους χρησμούς ετούτους του Λοξία
Πείστηκε, κι άθελα κι εγώ και άθελα κι εκείνος
Εξω απ' το σπίτι μ' έβγαλε και μ’ έδιωξε. Σε τούτη
Με βιά του Δία ο χαλινός τον έσπρωξε την πράξη.
Κι ευθύς παραμορφώθηκα στο νου μα και στην όψη
Και κέρατα στο μέτωπο έχοντας όπως βλέπεις
Και με βοϊδόμυγας κεντρί οξύ φαρμακεμένη
Προς τα γλυκόπιοτα νερά εχυμηξα της Κέρχνας
Και προς της Λέρνας τις πηγές. Κι ο βοϊδολάτης Άργος
Γίγας, θεριό ανήμερο, με χίλια μύρια μάτια
Τα ίχνη μου από κοντά παίρνοντας μ' ακολούθα
Φυλάγοντάς με, μέχρι που αιφνίδια τόνε πήρε
Θάνατος αναπάντεχος. Κι εγώ απ’ τη βουκέντρα
Τη θεϊκή οιστρήλατη, από τη μια στην άλλη
Πλανιέμαι γη. Με άκουσες. Τώρα και συ αν ξέρεις
Ακόμα τι μου μέλλεται, φανέρωσέ το. Κι ούτε
Από οίκτο λόγια ψεύτικα μου πεις για παρηγόρια,
Γιατί βρωμιά αισχρότερη απ' τα ψεύτικα τα λόγια
Δεν είναι άλλη λέω εγώ.
ΧΟΡΟΣ
.
Αχ! Αχ! Μακριά κι αλάργα:
Ποτέ δεν το περίμενα, ποτέ να ακούσω λόγια
Ποτέ τόσο παράξενα. Και ούτε την ψυχή μου
Με μια βουκέντρα δίκερη να μου τήνε παγώσουν
Τόσο φρικτά κι αβάσταγα βδελύγματα και φόβοι
Και συμφορές.Τα πάθη σου, έφριξα Ιώ σαν τάδα.
Ω! Μοίρα! Μοίρα! Αλίμονο!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Στενάζεις πριν την ώρα
Και φοβισμένη είσαι πολύ. Περίμενε να μάθεις όσα
στο μέλλον θα τη βρουν.
ΧΟΡΟΣ
Πέστα. Φανέρωσέ τα.
Σ' αυτούς που είναι άρρωστοι καλό είναι να ξέρουν
πολύ καλά και από πριν αυτό που τους προσμένει.
.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Εκείνο από μένανε που έχετε ζητήσει
Το επετύχατε εύκολα. Και από κείνην, πρώτα
Εμάθατε τα πάθη της.Τώρα και τ’ αλλα ακούστε
Οσα ειν' ανάγκη η κόρη αυτή να πάθει από την Ηρα.
Και συ σπέρμα του Ιναχου, ετούτα μου τα λόγια
Μέσα στο νου σου κράτα τα ώστε έτσι να γνωρίζεις
Τους δρόμους σου ως το τέλος τους. Λοιπόν από 'δω πέρα
Στου ήλιου την ανατολή στρέφεις, και προχωρώντας
Ανάμεσα σ’ ανόργωτα χωράφια, θε να φτάσεις
Στους Σκύθες που δε στέκονται ποτέ στο ίδιο μέρος
Και που σε στέγες κατοικούν πλεχτές σ’ αμάξια πάνω
Και είναι με μακρόρριχτα τόξα εφοδιασμένοι.
Μη τους σιμώσεις. Σ’ αιχμηρούς βράχους ακροπατώντας
Και αφροκυματόδαρτους.φύγε απ' αυτή τη χώρα.
Επειτα προς τ' αριστερό χέρι σου οι σιδεράδες
Οι Χάλυβες οι ανήμεροι μένουν, οι εχθροί των ξένων.
Να φυλαχτείς και απ’ αυτούς. Μετά από κει θα φτάσεις
Στον Υβριστή τον ποταμό, που, όνομα και πράμα
Να τον περάσεις δύσκολο. Μη τον περνάς αν πρώτα
Στου Καύκασου το πιό ψηλό το μέρος κείνο φτάσεις
Που ο ποταμός το άφρι του κατάκορφα ξεχύνει
Και τις κορφές του αφού διαβείς που γειτονεύουν στ' άστρα
Τις αντρομάχες θε να βρεις τις Αμαζόνες νότια,
Πυ τα Θεμίσκυρα θαρθούν μια μέρα να οικήσουν
Τριγύρω στον Θερμώδοντα, ως της Σαλμυδησσίας
Το άγριο που στη θάλασσα χώνεται το σαγόνι
Που για τους ναύτες ειν’ εχθρός και μητριά στα πλοία.
Με προθυμία πολλή αυτές το δρόμο θα σου δείξουν
Και στον Κιμμέριο πορθμό θαρθείς, στης λίμνης πάνω
Το άνοιγμα το πιό στενό, που όλο το θάρρος πρέπει
Να βάλεις μέσα στην καρδιά για να τ' αφήσεις, κι ίσα,
Να σκίσεις τον Μαιωτικό πορθμό αντίκρυ, που όμως
Από αυτό το πέρασμα και από τ’ όνομά σου
Βόσπορος θέλει ονομαστεί. Και της Ευρώπης έτσι
Τα μέρη εγκαταλείποντας θα φτάσεις στην Ασία.
Λοιπόν τι λέτε; Των θεών δεν είναι ο δεσπότης
Ομοια σκληρός σε όλα του, έρωτα που ποθώντας,
Θεός αυτός, μίας θνητής γυναίκας ν' απολαύσει
Τέτιους της έδωσε καημούς; Βρήκες σκληρό ένα ταίρι,
Στους γάμους σου κορίτσι μου. Και ξέρε πως δεν είναι
Ουτ' η αρχή των πόνων σου αυτά που ’χεις ακούσει.
ΙΩ
Αχ! Αχ! Αλίμονοί Αλί!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Θρηνείς και σκούζεις πάλι. Τότε, σαν τάλλα σου δεινά θ’ ακούσεις τι θα κάνεις;
ΙΩ
Τι; Μένουν και χειρότερα να της ειπείς ακόμα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ολόκληρο άγριο πέλαγο μαυροφουρτουνιασμένο.
ΙΩ
Τι μ’ ωφελεί λοιπόν να ζω αλλά δεν πάω να πέσω
Απ’ τον ξερόβραχο αυτόν, και χάμου τσακισμένη
Απ’ όλα να εγλίτωνα τα βάσανα μου έτσι;
Κάλλιο να βρει μια και καλή το θάνατο κανένας
Παρά να βασανίζεται συνέχεια μέρα νύχτα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πόσο θα υπόφερες βαριά τα βάσανα μου αν είχες…
Να βρω εγώ το θάνατο δεν είναι πεπρωμένο.
Θάταν η λύτρωση αυτή στα τόσα βάσανα μου.
Μα τώρα για τους πόνους μου δε βλέπω τέλος μπρος μου
Πριν απ’ της εξουσίας του το θρόνο πέσει ο Δίας.
ΙΩ
Αλλά μπορεί απ’ το θρόνο του ποτέ να πέσει ο Δίας;
ΙΙΡΟΜΗΘΕΑΣ
Νομίζω θα χαιρόσουνα κι εσύ με κάτι τέτιο.
ΙΩ
Και βέβαια θα χαιρόμουνα γιατί απ’ το Δία πάσχω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μπορείς λοιπόν να χαίρεσαι γιατί αυτό θα γίνει.
ΙΩ
Και ποιός θ’ αρπάξει απ’ αυτόν της εξουσίας τα σκήπτρα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Η ματαιοδοξία του θα του τα παρει η ίδια.
ΙΩ
Με ποιόνε τρόπο; Πες το μου αυτό αν δε σε πειράζει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Θα κάνει γάμο τετοιονε που θα το μετανιώσει.
ΙΩ
Με ποια; Με θεά ή με θνητή; Δε μου το λες αν κάνει;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Το ποια-αυτό δε λέγεται γι αυτό και δεν το λέω.
ΙΩ
Μην είναι η γυναίκα του που θα τον εκθρονίσει;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Θα του γεννήσει ένα παιδί τρανότερο από κείνον.
ΙΩ.
Και τρόπος απ’ τη μοίρα του δεν είναι να γλιτώσει;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ,
Κανείς, πλην μόνο αν εγώ λυθώ απ’ τα δεσμά μου.
ΙΩ
Ποιός είναι που θα σ’ έλυνε χωρίς να θέλει ο Δίας;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Από τους απογόνους σου πρέπει αυτός να είναι.
ΙΩ
Τ’ είπες; Από τα βάσανα γιός μου θα σε λύτρωσει;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μετά από δεκατρείς γενιές.
ΙΩ
Δε νιώθω το χρησμό σου.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τότε μη θες και τ' αλλά σου τα πάθη να τα μάθεις.
ΙΩ
Κάτι που υποσχέθηκες μη μου το πάρεις πίσω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Το ένα μόνο απ' τα δυό μπορώ να σου χαρίσω.
ΙΩ
Ποια δύο; Πρώτα πες τα μου κι ύστερα θα διαλέξω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Διάλεξε. Η και τ’ άλλα σου θα σου ειπώ τα πάθη
Χωρίς να κρύψω τίποτα, ή εμένα ποιος θα λύσει.
ΧΟΡΟΣ
Από τις δυό χάρες αυτές κάνε τη μια σε μένα
Και καν’ την άλληνε σ' αυτήν. Μη μου πεις όχι. Πες της
Αυτής την περιπλάνηση που ακόμα θα τραβήξει
Και με ποιός θα σε λύσει πες. Πολύ να μάθω θέλω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τόσο αφού το θέλετε αντίρρηση δε φέρνω
Και ολ' αυτά θα σας τα πω που μου ζητάτε. Πρώτα
Τους πολυπλάνητους θα πω δικούς σου Ιώ τους δρόμους
Και. γράψ’ τες στα θυμητικά του νου σου τα βιβλία.
Αφού το ρείθρο θα διαβείς , σύνορο δυό ηπείρων
προς τη φλογάτη ανατολή θα πας, που δέρνει ο ήλιος
Και του πελάου το σάλαγο περνώντας θε να φτάσεις
Στους κάμπους τους Γοργόνειους, εκείνους της Κισθήνης
που οι Φορκίδες κατοικούν, οι τρεις γρηες οι κόρες,
Κυκνόμορφες, μονόδοντες, και μ’ ένα μάτι μόνο
Και για τις τρεις, και που ποτέ του ήλιου οι αχτίδες
Δε βλέπουν, ή το δρέπανα της νύχτιας της σελήνης,
Και οι ανθρωπομίσητες κοντά τρεις αδερφές τους,
Οι φτερωτές.φιδόμαλλες Γοργόνες, που αμέσως ^
Θνητός πεθαίνει που τις δει. Γι αυτό και σου το λέω
Ωστε να τόχεις στο μυαλό να φυλαχτείς. Και άκου
Θέαμα κι άλλο φοβερό που πρέπει να προσέξεις.
Είναι οι Γρύπες,τ' άγρια του Δία σκυλιά που έχουν
Ενα μουσουδι σουβλερό, κι ακόμα ο καβαλάρης
Των Αριμάσπων ο στρατός, που ένα έχουν μάτι
Και στου χρυσόρροα Πλούτωνα του ποταμού τις όχθες
Τριγύρω κάθονται. Αυτούς εσύ μην τους ζυγώσεις.
Μετά θα πας σ’ αλαργινή μαύρων ανθρώπων χώρα
Κατά του ήλιου τις πήγες που ο ποταμός Αιθίοψ
Ποτίζει. Εκείνου τις οχτιές πάρε και τράβα ώσπου
Τον καταρράχτη με τ' αγνά καλόπιοτα να έβρεις
Νερά του Νείλου που κυλάει από τα Βύβλινα όρη.
Στη χώρα την τριγωνική αυτός θα σ’ οδηγήσει
Την Αίγυπτο, που είναι γραφτό εσύ κι τα παιδιά σου
Να θεμελιώστε μακρινή εκεί εσείς αποικία.
Αν πάλι κάτι σκοτεινό και δύσκολο σου είπα
Ρώτα και πεντακάθαρα θα σου το εξηγήσω.
Εχω καιρό, και μάλιστα πιότερο απ’ όσον θέλω.
ΧΟΡΟΣ
Αν κάτι ακόμα απόμεινε ή έχεις αφημένο
Απ’ την πολύφθορη αυτή πορεία, έλα, πες το
Όμως αν όλα τα ’χεις πει, κάνε και μας τη χάρη
Που όπως θυμάσαι βέβαια σου είχαμε ζητήσει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ακουσε την πορεία της μέχρι το τέλος. Ομως
Και για να δει πως δε μιλώ του κάκου, θα ιστορήσω
Και όσα ως τώρα πέρασε. Αυτό εγγύηση θα ’ναι
Για όσα είπα.Τα πολλά τα λόγια θ’ αποφύγω
Ευθύς στην τελευταία σου μπαίνοντας περιπέτεια.
Απ’ τη στιγμή που έφτασες στων Μολοσσών τη χώρα
Και κατά την ψηλόρραχη Δωδώνη που του Δία
Του Θεσπρωτού υπάρχουνε μαντεία και ο θρόνος
και-πράγμα που ειν’ απίστευτο-οι δρύες που μιλούνε
Γλυκά σε καλωσόρισαν με λόγια όλο λαμπράδα
Και όχι διφορούμενα "σεπτή του Δία γυναίκα
Μελλούμενη" -μη τίποτα σου λένε όλα τούτα;
Κι ο οίστρος πάλι σ’ άδραξε και του γιαλού το δρόμο
Πήρες, ωσότου στον πλατύ της Ρέας έφτασες κόρφο,
Απ’ ο,που πίσω γύρισες κι άρχισες άλλους δρόμους
Φουρτουνιασμένους να τραβάς. Κι αυτός ο κόλπος μάθε
Ιόνιος θα ονομαστεί στα χρονιά που θα έρθουν
Μνήμη για την πορεία σου σε όλους τους ανθρώπους.
Σημάδια έχε αυτά λοιπόν ότι ο νους μου βλέπει
Και περα από τα ορατά.Τώρα και για τις δυο σας
Θα πω και τα υπόλοιπα, μαζί, γι αυτήν και σένα,
Γυρνώντας πίσω στα παλιά των λόγων μου τ’ αχνάρια.
Είναι μια πόλη, Κάνωβος, στης γης την άκρη άκρη
Στις ίδιες πάνω εκβολές του Νείλου, στο στόμιό του.
Εδώ σε φέρνει ο Δίας πια πάλι στα λογικά σου
Μ’ άσφαλτο χέρι αγγίζοντας-με άγγιγμα και μόνο-,
Κι έτσι απ’ το Δία ένα παιδί μαύρο θε να γεννήσεις
Τον Έπαφο με τ’ όνομα, που όση ποτίζει ο Νείλος
Χώρα ο πλατυκίνητος, αυτός θα εξουσιάσει.
Από αυτόν πέμπτη γενιά, πενήντα κόρες πίσω
Στο Άργος θάρθουν άθελα για ν’ αποφύγουν γάμο
Με συγγενείς, ξαδέρφια τους που ποθοπλανταγμένα
Και σα γεράκια απόκοντα παίρνοντας περιστέρες
Θα έρθουν ακυνήγητους γάμους να κυνηγήσουν.
Μα δε θα δώσει, να χαρούν ο θεός τα σώματά τους
Αλλ’ από νυχτοφρούρητη των γυναικών την τόλμη
Πεσμένους θε να τους δεχτεί των Πελασγών η χώρα:
Κάθε γυναίκα τη ζωή θα κόψει κάθε άντρα
Μες στις σφαγές τους μπήγοντας διπλόκοπο μαχαίρι-
Μακάρι τετιους έρωτες νάχουνε κι οι εχθροί μου.
Από τις κόρες μόνο μια η αγάπη θα γητέψει
Και δε θα δώσει θάνατο στον αγαπητικό της
Μα θα στομώσει η γνώμη της και θε’ να προτιμήσει
Από τα δυό, δειλή, παρά μιαρή να τήνε πούνε.
Και απ’ αυτήν βασιλική γενιά θα βγει στο Άργος.
Μα λόγια θάθελα πολλά λέγοντας λεπτομέρειες.
Ωστόσο απ’ το σπέρμα της γενναίος τοξότης θάβγει
Και ξακουστός, στους πόνους μου που αυτός θα δώσει τέλος.
Τέτοια η αρχαία μητέρα μου ιστορημένα μου έχει,
Η Τιτανίδα Θέμιδα. Μα για να τάλεγα όλα,
Το τί και πώς, θέλει καιρό και συ δε θα κερδίσεις
Τίποτα αυτά μαθαίνοντας.
ΙΩ
Αλίμονο: Αλί μου:
Πάλι σπασμός και ταραχή μανίας το νου μου δέρνει
Και μια φωτιά οίστρου κεντρί αφλόγιστη μ’ ανάφτει.
Στα στήθια λαχτίζει η καρδιά απ’ τον τρόμο.Τα μάτια Τροχογυρνάνε ανάγυρα. Μιάς λύσσας το μπουρίνι
Με σέρνει εξω απ’ το δρόμο μου και δεν κρατώ τη γλώσσα,
Και αλλοπρόσαλλα, θολά, πάνε κι ερχόνται λόγια
Τα κύματα της συφοράς της μαύρης ακλουθώντας.
ΧΟΡΟΣ-ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Σοφός, σοφός ήταν αυτός που πρώτος μες στο νου του
Το ζύγιασε και τόβαλε σε μύθο, οτ’ είναι κάλλιο
Είναι με όμοιους του κανείς συμπεθεριό να κάνει
Κι άνθρωπος χεροδουλευτής γάμο ποτέ ας μη θέλει
με κείνους που κομπάζουνε για τα πολλά τους πλούτη
και που μεγαλοπιάνονται για την ψηλή γενιά τους.
Ποτέ, ποτέ να μη με δεις νύφη του Δία, ω Μοίρα,
Στην κλίνη του, μήτε ποτέ γαμπρό να βρω ουράνιο
Γιατί τρομάζω της Ιώς την παρθενιά να βλέπω
Την άστεργη κι απλήρωτη έτσι αφανισμένη
Από τους κακοπλάνητους κατατρεγμούς της μοίρας.
Εγώ ένα γάμο ταιριαστό, δεν τον φοβάμαι-όχι.
Αλλά φοβάμαι μοναχά μη πάνω μου ο έρως
Κάποιου Θεού το άφευγο το βλέμμα του θα γείρει
Γιατ' είναι απολέμητος πόλεμος σαν αυτόνε
Κι ελπίδες φέρνει άπελπες. Δε θάχα τι να γίνω.
Γιατί δε βλέπω τη βουλή πώς θάταν ν’ αποφύγω
Του παντοδύναμου θεού.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μα μ' όληνε την έπαρση πούχει ο νους του Δία
κάποτε θα ταπεινωθεί, γάμο καθώς 'τοιμάζει
που από την εξουσία του θα τον καταγκρεμίσει.
Κι έτσι θα πιάσει ολότελα η κατάρα που ο Κρόνος
Τούδινε, ο πατέρας του, όταν από τους θρόνους
Επεφτε τους αρχαίους του. Πώς ν’ αποφύγει τέτοια
Μιά συφορά, κανείς Θεός άλλος έξω από μένα
Να του υποδείξει δεν μπορεί. Με τρόπο ποιο και πότε
Εγώ το ξέρω μοναχά. Ξέγνιαστος τώρα εκείνος
Ας μένει στην πεποίθηση των βροντερών του χτύπων
Τα βέλη τα πυρίπνοα κραδαίνοντας στο χέρι.
Καθόλου δεν τόνε βοηθούν αυτά στο να μην πέσει
Σε πτώσεις ανυπόφορες μέσα κι ατιμασμένες.
Ο ίδιος τώρα αντίπαλο, τέτοιον, του εαυτού του,
Τέρας ακαταμάχητο ’τοιμάζει που μια φλόγα
Πιό δυνατή απ’ του κεραυνού θα βρει, και χτύπο έναν
Πιό φοβερό κι ανώτερο κι απ’ της βροντής, που ακόμα,
Του Ποσειδώνα, ως κι αυτήν, στάχτη θα τήνε κάνει
Την κοσμοσείστρα τρίαινα, τ’ όργανο αυτό του ολέθρου.
Μα σα σ’ αυτή τη συφορά πέσει,θα μάθει τότε
Πως άλλο ειν’ η υποταγή από την εξουσία.
ΧΟΡΟΣ
Το Δία τον κακογλωσσάς για ό,τι σε συμφέρει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Το τί θα γίνει μοναχά λέω, που και το θέλω.
ΧΟΡΟΣ
Κι ελπίζεις κάποιος πως μπορεί στο Δία ν’ αρχηγέψει!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και άλλα, πιο δυσβάσταχτα κακά απ’ αυτά θα πάθει.
ΧΟΡΟΣ
Πώς δε φοβάσαι σαν κι αυτά λόγια να ξεστομίζεις;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και τάχα τί να φοβηθώ που θάνατο δεν έχω;
ΧΟΡΟΣ
Μην ίσως κι άλλα βάσανα, περσότερα σου στείλει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ας στείλει ό,τι κι αν ήθελε. Ολα τα περιμένω.
ΧΟΡΟΣ
Σοφοί όσοι την Αδράστεια με σέβας προσκυνάνε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σέβου, προσκυνά, χάιδευε πάντοτε τους μεγάλους.
Μα εγώ τον Δία κι απ’ το μηδέν πιό λίγο λογαριάζω.
Ας κάνει ό,τι του κατεβεί κι ας κυβερνά όπως θέλει
Όσον ακόμα έχει καιρό. Δε θα εξουσιάζει
Αυτός για πάντα τους θεούς. Αλλά του Δία βλέπω,
Του νέου του κυρίαρχου, τον πρόθυμο υπηρέτη
Και βέβαια κάποιο μήνυμα θα ήρθε για να φέρει.
ΕΡΜΗΣ
Σοφέ, που ειν' η πίκρα σου πικρότερη απ’ την πίκρα
Που στους θεούς αμάρτησες και πήγες στους ανθρώπους
Τιμές να δώσεις, της φωτιάς κλέφτη, σ' εσένα λέω.
Στέλνει ο πατέρας διαταγές να πεις ποιου ειν' οι γάμοι
Που τάχα θαν' η αφορμή το θρόνο του να χάσει.
Κι όχι ακαταλαβίστικα, μα με καθάρια λόγια.
Και μη να πάω και νάρχομαι με κάνεις Προμηθέα,
Ο Δίας δε μαλάζεται βλέπεις με κάτι τέτοια.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Λόγια γεμάτα έπαρση και παραφουσκωμένα
Σαν τέτια που ταιριάζουνε στων θεών τον υπηρέτη.
Νέοι με νέα είσαστε εξουσία και θαρρείτε
Πως πύργους έχετε άπαρτους. Εγώ δεν ειμ' εκείνος
Που είδα δύο στη σειρά κυρίαρχους να πέφτουν;
Και τρίτονε θα δω αυτόν που τώρα κυβερνάει
Γοργά να πέφτει κι άτιμα. Η και σου μοιάζω μήπως
Πως δείλιασα ή σκιάχτηκα τους νέους τους θεούς σου;
Πολύ απέχω απ’ αυτό. Και συ, το δρόμο πούρθες
Και πάλι πίσω πάρτονε. Τίποτα δε θα μάθεις
Από αυτά που με ρωτάς.
ΕΡΜΗΣ Μ' αυθάδειες βέβαια τέτοιες
Και πριν που έλεγες, σ’ αυτό το χάλι έχεις φτάσει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Με τη δική σου υποταγή εγώ τα βάσανά μου
Μάθε πως δε θα τ’ άλλαζα.
ΕΡΜΗΣ
Κάλλιο στο βράχο πάνω
Παρά νασαι άγγελος πιστός του Δία του πατέρα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Εκείνους που με βρίζουνε και 'γω έτσι τους βρίζω.
ΕΡΜΗΣ
Τα ’χεις καμάρι φαίνεται αυτά τα βάσανα σου.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καμάρι; Τετοιο να το δω καμάρι στους εχθρούς μου.
Και λογαριάζω βέβαια μέσα σ' αυτούς και σένα.
ΕΡΜΗΣ
Ρίχνεις για τούτα φταίξιμο αλήθεια και σε μένα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Με λόγο ένα τους Θεούς όλους μισώ εκείνους
Που από μένα είδαν καλό κι άδικα με πληρώνουν.
ΕΡΜΗΣ
Μου φαίνεται απ' ό,τι λες για τα καλά πως πάσχεις.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πάσχω,το μίσος στους εχθρούς αρρώστια αν το λογιάζεις.
ΕΡΜΗΣ
Υποφερτός δε θάσουνα ούτε κι αν ευτυχούσες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αλίμονο.
ΕΡΜΗΣ
Το λόγο αυτόν ο Δίας δεν τον ξέρει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αλλά περνώντας ο καιρός όλα μας τα μαθαίνει.
ΕΡΜΗΣ
Και συ ακόμα μοναχά γνώση δεν έχεις βάλει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σωστά. Γιατί δε θάχα αλλιώς κουβέντες με υπηρέτες.
ΕΡΜΗΣ
Καλά αν εκατάλαβα, απ’ όσα ο πατέρας
Ζητάει, δε θα πεις τίποτα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Θα τούλεγα βεβαίως
Αν χάρη του το χρώσταγα.
ΕΡΜΗΣ
Με κοροϊδεύεις δηλαδή σα νάμουνα παιδάκι.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και μη δεν εισαι από παιδί πιο άμυαλος ακόμα
Αν από μένα τίποτα να μάθεις περίμενεις;
Βασανιστήριο ή τέχνασμα κανένα δεν υπάρχει
Που ο Δίας θα με κατάφερνε να πω το μυστικό μου,
Προτού από τούτα τα φριχτά δεσμά μου με λυτρώσει.
Κι έτσι λοιπόν ας πα’ να σκάει η φλόγα η πυρφόρα
Κι ας πέφτουνε λευκόφτερες χιονονιφαδες. Βρόντοι
ας δονούν τα υποχθόνια και ας τα συνταράζουν.
Εμέ δε θα με λύγιζε από αυτά κανένα
Για να του έλεγα από ποιόν το θρόνο του θα χάσει.
ΕΡΜΗΣ
Σκέψου αν όλα όσα λες καθόλου σε ωφελούνε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Από καιρό έχω σκεφτεί κι έχω αποφασίσει.
ΕΡΜΗΣ
Τόλμα λοιπόν ματαιόδοξε. Τόλμα μυαλό να βαλεις
Μπροστά σ’ αυτά τα τρομερά που σε παιδεύουν πάθη.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σα να τα ρίχνεις στο γιαλό τα λόγια σου χαμένα.
Κι από το νου σου βγάλτο αυτό: Τη γνώμη εγώ του Δία
Να φοβηθώ κι έτσι άναντρα μπροστά του να ζαρώσω,
Και σαν γυναίκα, δεητικά, τα χέρια μου να υψώσω
Στον πολυμισημένο μου εχθρό για να με λύσει
Απ’ τα δεσμά μου αυτά εδώ, ξέχασ’ το αυτό τελείως.
ΕΡΜΗΣ
Οσα κι αν πω μου φαίνεται ότι θα παν του κάκου.
Ειν’ η καρδιά σου αμάλαχτη, κι από τα παρακάλια
Μένει αλύγιστη. Εσύ μασάς τα χαλινάρια
Σαν άλογο νεόζωστο κι από ηνία δεν ξέρεις.
Αλλά το τόσο θράσος σου σάπια πατάει σανίδα.
Γιατί του νου η αποκοτιά, όταν η γνώση λείπει
Μόνη της, κι απ' το τίποτα λιγότερο αξίζει.
Λοιπόν ακου τι θύελλα κακών σε περιμένει
Και τι φουρτούνες άφευγες αν δεν πειστείς σ' ότι είπα:
Πρώτα την άγρια φάραγγα ετούτη ο πατέρας
Μ’ αστροπελέκια και βροντές θε να τήνε σπαράξει
Και το κορμί σου θα κρυφτεί στην αγκαλιά της πέτρας
Ωσότου πίσω, με καιρό στο φως να έβγεις πάλι.
Αλλά του Δία το σκυλί, ο αητός ο αδηφάγος
Λιανίζοντας σ’ αιμάτινα κομμάτια το κορμί σου
Ολημερίς σ’ απρόσκλητο έρχοντας φαγοπότι
Θα κατατρώει το σκότι σου το μαυροσαπιμένο.
Και μη στο μαρτύριό σου αυτό λύτρωση περιμένεις
Πριν να βρεθεί ένας θεός που να θελήσει εκείνος
Τα πάθια σου επάνω του να πάρει και να πάει
Στον Αδη και στου Τάρταρου τ’ ανήλιαγα τα βάθη. ¨
Πάρε λοιπόν απόφαση γιατί αυτά δεν είναι
Λόγια που πλάστηκαν παχιά, παρά η πάσα αλήθεια.
Του Δία το στόμα ψέμματα δε λέει και δίνει τέλος
Σε ό,τι πει. Αλλά εσύ καλά εξέταστα όλα
Και φρόντισε ανάλογα. Και μη σκεφτείς ποτέ σου
Πως η αυθάδεια στέκεται πιο πάνω από τη γνώση.
ΧΟΡΟΣ
Σε μας δε φαίνεται άδικο σ’ αυτά που λέει νάχει
ο Ερμής, που σου ζητάει αυτό το πείσμα σου ν’αφήσεις
Και σε μια γνώμη φρόνιμη να στρέψεις το μυαλό σου.
Πείσου. Γιατί μετράει ντροπή σοφός να κάνει λάθος.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τάξερα τα μηνύματα που μούχει αυτός γαυγίσει.
Τίποτα το αφύσικο εχθρός απ’ τον εχθρό του
Να υποφέρει. Ε λοιπόν, το γυριστό πλοκάμι
Πάνω μου ας σπάζει της φωτιάς. Και μ’ άγριων ανέμων
Τραντάγματα, και με βροντές, ο αιθέρας ας μανίζει.
Και ας τραντάζεται η γη απ’ την οργή της μπόρας
Μαζί με τα θεμέλια της. Και με αψύν το κύμα
Του πόντου ένα βρουχησμό, των άστρων τους ουράνιους
Δρόμους ας πνίξει εκεί ψηλά, κι ένα τα δυο ας γίνουν.
Και μες στα μαύρα Τάρταρα το σώμα μου ας ρίξει
Βαθιά μες στις αφεύγατες τις δίνες της ανάγκης.
Ό,τι να κάνει, δεν μπορεί θάνατο να μου δώσει.
ΕΡΜΗΣ
Οσοι τους σάλεψε ο νους κάνουνε τέτοιες σκέψεις,
Και τέτοια λόγια μονο αυτοί βέβαια μπορούν να πούνε.
Απ’ την ευχή του λείπει τί, που να μην είναι βλάβη
Του νου και παραλήρημα; Μα εσείς εδώ που είστε
Και συμπονάτε αυτουνού τα βάσανα, βιαστείτε,
Φύγετε γρήγορα από δω, και κάπου αλλού τραβάτε
Μη της βροντής το φοβερό το μουγκρητό πειράξει
Το λογικό σας.
ΧΟΡΟΣ
Συμβουλές άλλες για να με πείσεις
Δος μου. Γιατί ξεστόμισες λόγο βαρύ για μένα.
Πώς έτσι με παρακινείς κάτι κακό να κάμω;
Όντας εδώ μαζί μ’ αυτόν, ότι και νάναι ας πάθω.
Γιατί έχω μάθει να μισώ την προδοσία, και άλλη
Δεν απεχθάνομαι απ’ αυτήν χειρότερη αρρώστια.
ΕΡΜΗΣ
Λοιπόν να το θυμόσαστε αυτό που τώρα είπα.
Σα σας αρπάξει η συφορά μη με την τύχη τότε
Τα βάλετε, ούτε ποτέ να πείτε πως ο Δίας
Σ’ απρόβλεπτα μέσα κακά και σας σας έχει ρίξει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Να όπου με έργα κι όχι πια με λόγια η γη εσείστη.
Υπόκωφα ο αντίλαλος απ’ τη βροντή μουγκρίζει
Και φλογοβόλας αστραπής λαμποκοπάνε γλώσσες.
Αγριος σίφουνας ψηλά τη σκόνη στροβιλίζει,
Ολοι οι αέρηδες σκιρτούν κι ένας στον άλλο αντίκρυ
Στήνουνε πόλεμο μ' οργή αντίπνοη καθένας,
Και ταραχτήκανε μαζί κι ο πόντος κι ο αιθέρας.
Τέτοια απ’ το Δία βέβαια σε με χυμάει αντάρα
Τρόμο γεννώντας. Αλλά ω! μητέρα σεβαστή μου
Και ω! Αιθέρα που κοινά όλα με φως τυλίγεις,
Βλέπεις πόσο άδικα πονώ.
ΤΕΛΟΣ