Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

 ΩΡΑΙΕΣ ΠΤΥΧΩΣΕΙΣ

Έδωσε μια κι υψώθη στον αέρα
κι έτσι σαν βέλος κακοτάξιδο
έπεσε πάνω του με το σπαθί της.
(Σαν ηλιαχτίδες ζωηρές
ανέμιζαν τα ολόχρυσα μαλλιά της.)

Αυτός
Λίγο προτού να νιώσει το σπαθί της
Να χώνεται ίδιος θάνατος στο στήθος του.
πέταξε κάτω το δικό του
έτσι που κίνδυνο σε κείνην να μη δώσει.

Αυτή εσάστισε. «Γιατί», του είπε,
αυτός ενώ πεσμένος εξαιμάτωνε,
«Γιατί δεν με αντίκρουσες με το σπαθί σου;»

«Δεν θα με πίστευες κι αν στο ’λεγα»
της είπε ξεψυχώντας.

«Γιατί; Γιατί;» αυτή επέμεινε.
Κι αυτός, με τη στερνή πνοή του
κι ενώ τα μάτια του από θάνατο κι αγάπη έλαμπαν:
«Γιατ’ ήθελα να πάω στο σπίτι μας...
μαζί σου...».
Και τα μάτια του έκλεισαν.

Εκείνη δίπλα του εγονάτισε,
και τι να πρωτοκάμει
διόλου δεν ήξερε-
Να βγάλει του απ’ το στήθος το μαχαίρι;
Να τόνε φίλαγε;
Να τονε κλάψει;

Τέλος
μία φωνή στριγκή ως πάνω έβγαλε
που κι άστρα κι ήλιος έφριξαν.

Ο άνεμος
τα κίτρινα
καθώς φουστάνια μακριά
τα ρούχα τους ανέμιζε
ωραίες πτυχώσεις φτιάχνοντας κι από τα δυο
χάρμα στο μάτι να τις βλέπεις.

Ήταν στην Κίνα.
Εκείνος αυτοκράτορας
κι αυτή παλιά του ερωμένη.