ΑΛΚΜΗΝΗ
Κατέβηκε ο μεγαλοβρόντης απ' τον Όλυμπο
και στο δωμάτιο μπήκε της Αλκμήνης 
και στο κορμί της. 
Αυτή, από μιαν ασυνήθιστη λάμψη
των ματιών του κατάλαβε, 
ότι δεν είναι αυτός ο Αμφιτρύωνας 
και, απροσποίητα κι ολοκληρωτικά,
στου ξένου αφέθηκε το πάθος. 
Κάποιο νυχτολούλουδο στην αυλή, 
έπνιγε τον κόσμο με την ευωδιά του. 
…Έγινε πρωί και ο θεός ακόμα 
ορμήν αχάλαστη κρατούσε. 
Η σύντροφος του 
στα θεία πλήρως αφημένη χάδια, 
ένα δοχείο είχε στα χέρια του βαθύ γίνει, 
για να μπορεί την ευτυχία όλην να βαστάσει. 
Κι απ’ τη μεριά του ο Κεραυνορίχτης, 
τη διάρκεια εκείνης τριπλασίασε της νύχτας
για ν' απολαύσει της καινούργιας ερωμένης  
τελείως τα θέλγητρα.