Ο ΚΑΪΝ ΜΟΝΟΛΟΓΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΟΥ ΑΒΕΛ
Και τώρα;
Γιατί κάθεται έτσι ακούνητος αυτός;
Πριν λίγο δεν με χτύπαγε και μ’ έβριζε;
Εγώ επήγα, τάισα τα ζώα,
έκοψα ξύλα για το βράδυ,
γυάλισα το πετράδι που μου ζήτησε η Εύα να της πάω,
γυρίζω
και πάλι αυτόν στην ίδια θέση τόνε βλέπω-
ξαπλωμένον και ακούνητο.
Έτσι έμεινε από τότε που… από τότε που…
…Α! Ναι! Από την ώρα που του πέταξα μια πέτρα στο κεφάλι.
Από τότε!
Και τώρα;
Τον σκούντηξα, τον κλώτσησα, τίποτα αυτός.
Ύπνο έναν τέτοιο δεν τον είχα δει ξανά να κάνει.
Ούτε αυτόν ούτε την Εύα ή τον Αδάμ.
Τάχα δεν θα ξυπνήσει;
Καλλίτερα.
Θα τόνε πάω στον Αδάμ
που πιο πολύ από μένανε τον αγαπάει
και θα χαρεί να μη του φεύγει κάθε μέρα για δουλειές
αλλά κοντά του τώρα πάντα να τον έχει.
Λίγο να τόνε πλύνω μόνο από τα χώματα...
Βέβαια θα κουράζομαι περσότερο
εξόν απ’ τα χωράφια και τα ζώα να περποιέμαι
που εκείνος μέχρι τώρα τα εφρόντιζε
το γάλα και το κρέας τους για να ’χω.
Μα πιο καλά χίλιες φορές πιο πάνω ας κουράζομαι
παρά να τόνε ξαναδώ
την Εύα να χαδολογά, κι εκείνη
τα ίδια και μ’ αυτόν
όπως με μένανε να κάνει…
Κι αν κάνει κι απ’ τον ύπνο του ξυπνήσει,
Έμαθα πια. Μια πέτρα πάλι πάνω στο κεφάλι του
και ήσυχον και πάλι θα μ’ αφήσει.