ΣΥΝΗΘΩΣ Τ' ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ
Κάποιες φορές, συνήθως τ' απογεύματα
Εκείνος ξάπλωνε μπρούμυτα στο κρεβάτι
Βάζοντας τον αριστερό του πήχη σαν σπαθί
Κατ' απ' το μέτωπο, πάνω στο μαξιλάρι.
Εκείνη καβαλλίκευε στα οπίσθια του σαν γοργόνα
Και με τις παλάμες της χτυπούσε σιγανά
Τις πλάτες του τις άσπρες και ισχνές
Ενώ αυτός αγάλλονταν και ακινητούσε.
Σκηνές από αυτές που στήνονται μονάχα
Ανάμεσα σ' ένα ετερόφυλο αταίριαστο ζευγάρι
Ναρκωμένο απ' τη συνήθεια.
Και συνεχίζονταν οι χτύποι ρυθμικά
Κι ο ήχος τους εξάφνιζε τον ήλιο
Κι η ηχώ τους παρεμπόδιζε τον ύπνο των λεόντων
Και το ζευγάρωμα των χταποδιών,
Κι οι πλάτες κοκκινίζαν και πλαντούσαν
Και κείνος εγουργούριζε κι ευφραινόταν.
Τέτοιες λοιπόν στιγμές συνέβαινε καμιά φορά
Να σταματήσει να χτυπά εκείνη.
Τότε αυτός
Ξένοιαστος και γελώντας
Της έλεγε χωρίς να βλέπει
"Γιατί σταμάτησες; Συνέχισε λοιπόν…"
Όμως αυτή δεν ήταν πια εκεί.
Με μετέωρα τα χέρια και με βλέμμα άδειο
Μέσα σε πέλαγα χανόταν ζοφερά,
Ή στην αυλή της έπαιζε την παιδική
Πεντόβολα και γάμους και βαφτίσια
Κι η κούκλα ζάρωνε το μούτρο της και θύμωνε
Γιατί δεν ήθελε τα ψεύτικα κουκλίστικα σκουτιά
μα αληθινό γάμου φουστάνι,
Κι εκείνη την καλόπιανε και την καλόπιανε…
Άλλες πάλι φορές
Σε μιας εστέκονταν τον δίσκο ζυγαριάς
Κι ο δίσκος εκατέβαινε και εκατέβαινε
Κι αυτή μαζί του επήγαινε και γνώριζε
Όλα τα βάθη κι όλους τους πυθμένες
Και τους στροβίλους που ως τότε
Το ήπιο σβήσιμό τους γνώριζε,
κι εκείνο από διηγήσεις κι από μύθους μόνο.
Εκείνος τότε σκέφτονταν "κουράστηκε…"
Σηκώνονταν και τράβαγε στο καφενείο.
Όσο για κείνην μέχρι τ' άλλο το πρωΐ ήταν έτσι.