ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΜΟΥ ΧΡΟΝΩΝ
Γυρίζω μες στην πόλη αυτή και ψάχνω.
Για να ’βρω τι; Δεν ξέρω να το πω.
Και λέω: δύναμη θα πρέπει να ’χω-
ακόμα για πολύ θα περπατώ...
Κάποτε κάτι πέτρες αντικρίζω
που η θέα τους με κάνει και σκιρτώ.
Τότε λιγάκι-μα του κάκου-ελπίζω:
κάτι άλλο είναι εκείνο που ζητώ.
Πιο πέρα μιαν αυλή χορταριασμένη
τα θαμπωμένα μάτια μου θωρούν.
Μ’ ακόμα η ψυχή είναι μουδιασμένη-
ακόμα τα φτερά της δεν πετούν.
Γνωστά τοπία βλέπω, παλιά κτίρια
που έμειναν ακόμα ζωντανά,
δρόμους με στοματάκια ακούω μύρια
στ’ αυτιά μου να μιλούν τα ορφανά.
Μα ούτε τότε η ψυχή δεν λέει
ν’ αρχίσει τον τρελό της το ρυθμό
και ο αγέρας πνιγηρός ως πνέει
κάτω απ’ τον ουρανό τον σκυθρωπό,
μου λέει: «Θα ψάχνεις άραγε ως πότε;
Φτάνει. Ποτέ δε θα το βρεις αυτό.
Γυρεύεις το παιδί που ήσουν τότε-
γυρεύεις τον αγνό σου εαυτό».