Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Κυρίες και κυριοι, σήμερα δε θα σας δώσω ποίημα.
Θα στρέψω σήμερα το φως της ποιητικής γιορτής
όχι σε κάποιο ως πάντοτε ποιητικό αποκύημα,
μα σ' όποιον το 'γραψε. Ιδού! Φίλοι μου, ο Ποιητής!
Οι πυραμίδες! Άραγε, ποιος όταν τις κοιτάζει
σκέφτεται τις αμέτρητες στρατιές των εργατών
που το αίμα τους σε κάθε μια πέτρα βρυκολακιάζει
στο αργό αργό το κύλισμα των χιλιετιών;
Ή του μηχανικού τους ποιος τις διβουλίες νιώθει
που σκέψεις του επήρανε αμέτρητες ωρών
ώσπου οι αιώνιοι, οι αθάνατοι μες στην ψυχή του πόθοι
αθάνατα να γίνουνε μνημεία των Καιρών;
Ποιος ένα πίνακα σα δει, ζωγραφικής, γνωρίζει
τις νύχτες που επέρασε ο ζωγράφος ξαγρυπνιάς,
χρώμα κι ιδέες ταιριάζοντας, ώστε να μας χαρίζει
ό,τι εμείς σε μια ριπή βλέπουμε της ματιάς;
Και τάχα ποιος του Ποιητή τη μάχη με τις λέξεις
που κάποτε ολόκληρες δεκαετίες κρατούν,
μπορεί να ξέρει-λέξεις που, με αντίμαχες ορέξεις
κάθε τους μια κι όλες μαζί να υπάρξουν προσπαθούν;