Ο ΠΕΡΣΗΣ
«BREAKFAST SPECIAL
ΔΟΛΑΡΙΑ ΤΡΙΑ ΚΙ ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΕΝΝΙΑ.»
Άτιμη γενιά.
Πόσο θέλεις να κατέβουν οι τιμές
Και με ποσό πιο μεγάλα γράμματα να γράψει
Την προσφορά του το κατάστημα;
Ένας Πέρσης είμαι,
Τέως ευγενής
Διωγμένος από την Πατρίδα.
Μαζί μου όταν έφυγα επήρα
Δολάρια πέντε εκατομμύρια.
Οι άτιμοι Αμερικάνοι μου τα ’φαγαν
Σε μπίζνες που έκαναν με τα δικά μου
Ανατολίτικα λεφτά.
Με ότι μου άφησαν
Αυτό το ελεεινό εστιατόριο αγόρασα.
Άλλα λεφτά να έβρω δεν μπορώ.
Πρέπει μ' αυτό να βολευτώ
Και με το BREAKFAST SPECIAL του.
Κι αν, σκέφτομαι, πάει καλά η δουλειά
Όλο πιο λίγο και θα θέλω να γυρίσω στην Πατρίδα.
Ακόμα κι αν ο καταραμένος Χομεΐνί πεθάνει
Ακόμα κι αν ο γιος του Σάχη μας
Γυρίσει τροπαιούχος
Δύσκολα εγώ θα γύριζα μαζί του.
Βλέπεις εκεί θα κινδυνεύω πάλι
Να φύγω ξαφνικά κυνηγημένος
Από μιαν άλλη αλλαγή…
Βρήκα και κάτι άλλους πατριώτες εδώ πέρα
Και τα συζητάμε.
Κι αυτοί τα ίδια σκέπτονται.
Μια κοινωνία λοιπόν καινούργια
Μεις οι διωγμένοι εκάναμε οι Πέρσες
Εδώ στην Καλιφόρνια.
Μια μυρωδιά και μια πεποίθηση Περσίας
Εφέραμε και στήσαμε
Σ’ αυτή την άπιστη γωνιά του κόσμου.
Και αν χρειάζεται κανείς πολύ κοντά μας
Να ’ρθεί για να μυρίσει το άρωμα
(Πολλές μικρές πατρίδες έχουν μαζευτεί εδώ πέρα)
Για μας αρκεί. Θα μας κρατήσει
Ώσπου η ώρα νάρθει
Που για πατρίδες πια δε θα νοιαζόμαστε
(Για τα παιδιά
Θα ’ναι παράξενα λιγάκι στην αρχή,
Μετά, μικρά είναι
θα συνηθίσουν).
Έπειτα πάει πια, χαθήκαμε μέσα στο πλήθος.
Τώρα στην αρχή να βαστηχτούμε μόνον».