Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

 Ο ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΣ

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ







ΦΡΟΥΡΟΣ

Παρακαλάω τους θεούς να με γλιτώσουν τέλος
Απ' το μαρτύριο που τραβώ φρουρός εδώ ένα χρόνο.
Σ' όλο αυτό το διάστημα σαν το σκυλί αγρυπνώντας
Χωρίς ανάπαυση καμμιά στων Ατρειδών τη στέγη.
Των νύχτιων έφτασα αστεριών τη σύναξη να μάθω
Kαθώς και τα ολόλαμπρα τα’ αρχοντικά τ’ αστέρια
Που από τ’ άλλα ξέχωρα στον ουρανό φαντάζουν
Και που το θέρος στους θνητούς και το χειμώνα φέρνουν-
Και πότε δύουν έμαθα και πότε ανατέλλουν.
Και νάμαι! Ακόμα καρτερώ της φλόγας το σημάδι,
Τη λάμψη εκείνης της φωτιάς που απ' την Τροία θα φέρει
Την είδηση πως πάρθηκε η πόλη-έτσι ορίζει
Μία γυναίκα με ψυχή αντρίκια που όλο ελπίζει.
Και κείτομαι στο μεταξύ σ' ανήσυχο ένα στρώμα
Από της νύχτας τη δροσιά ψυχρό και που κανένα
Δε συντροφεύει όνειρο, αφού κοντά μου ο φόβος
Μην κλείσουν τα ματόφυλλα στέκει και όχι ο ύπνος.
Κι όταν βαλθώ ένα σκοπό να σιγοτραγουδήσω
Η να ψελλίσω μοναχά ζητώντας στο τραγούδι
Φάρμακο για τη νύστα μου, αντίς γι αυτό στενάζω
Και κλαίω για τη συφορά που βρήκε αυτό το σπίτι
Που όπως πριν, έτσι καλά τώρα δεν κυβερνιέται.
Μ' ας ετελείωναν καλά τα βάσανα μου τώρα.
Μες απ’ τη νύχτα ας πρόβαινε λάμψη καλομηνύτρα.

Ω! φλόγα! Καλώς όρίσες που μες στη νύχτα φέρνεις
Φως σαν ημέρας, κι αφορμή θα γίνεις για ένα πλήθος
Χορούς που στ’ Άργος θα στηθούν για το καλό που ήρθε.

Ω! Ω! Του Αγαμέμνονα με δύναμη μεγάλη
Κράζω, απ’ το κρεβάτι της να σηκωθεί η γυναίκα
Και μια μακρόσυρτη χαράς φωνή μες στο παλάτι
Να βγάλει για τη λάμψη αυτή αν πράγματι το Ιλιο
Επεσε, όπως να μας πει θέλει η φωτιά ετούτη.  
Δώσε ναρθεί ο βασιλιάς θεέ μου και ν’ αγγίσω
Τ’ αγαπημένο χέρι του με τούτο μου το χέρι.
Μα για να πω άλλο τίποτα η γλώσσα μου δεμένη.
Γιατί κι οι τοίχοι έχουν αυτιά. Κι αν είχανε και στόμα
Θα λέγαν πεντακάθαρα τι ακριβώς συμβαίνει.
Εγώ ευχαρίστως να τα πω σε κείνους που τα ξέρουν.
Μα μ’ όσους δεν τα ξέρουνε κι εγώ ιδέα δεν έχω.

ΧΟΡΟΣ
ΠΑΡΟΔΟΣ
Δέκα χρονιές περάσανε αφότου το ζευγάρι       
Των γιων του Ατρέα, οι μέγιστοι αντίπαλοι του Πριάμου
Οι βασιλιάδες οι ισχυροί Μενέλαος κι Αγαμέμνων
Που ο Δίας τους ετίμησε με σκήπτρο και με στέμμα
Σηκώσαν χιλιοκάραβον αργείτικο ένα στόλο,
Στρατιωτική γυρεύοντας βοήθεια στη βουλή τους,
Βγάζοντας απ’ τα στήθη τους μέσα κραυγές πολέμου
Σαν νάτανε γυπαετοί που δε μπορούν την έγνοια
Στ’ αφτέρωτά να δείξουνε παιδιά τους που τα χάσαν
Και τώρα πανω απ' τη φωλιά την άδεια παραδέρνουν
Με πόνο βαθυρρίζωτον χτυπώντας τα φτερά τους
Με λύσσα, λες ότι νερό χτυπάν κι όχι αέρα.

Μα ένας ουράνιος θεός, ο Απόλλωνας ή ο Πάνας
Ή και ο Δίας, ακούγοντας των ουρανίων κατοίκων
Τον θρήνο το στριγγόφωνο, την Ερινύα στέλνει
Στους ένοχους, που τιμωρεί, έστω κι αργά το κρίμα.
Όπως κι ο παντοδύναμος έστειλε ο Ξένιος Δίας
Ενάντια στον Αλέξανδρο τα τέκνα του Ατρέα
Για μια γυναίκα με πολλούς που εκοιμήθηκε άντρες
Σε πόλεμο να πέσουνε και μάχες για να στήσουν.
Γόνατα εκεί και Δαναών και Τρώων θα φάνε χώμα
Και δόρατα θα τσακιστούν στης μάχης την αντάρα.

Αλλά το πράγμα ειν’ εκεί πούναι. Και θα τελειώσει
Όπως και όπου η μοίρα του έχει γι αυτό γραμμένα.
Σε θυσία που απρόσδεχτη κι αμετάπειστη που είναι
Των σφαγίων η άρνηση να καούνε, καθόλου
Δεν αλλαζει η κατάσταση όσα δάκρυα αν χυθούνε  
Κι όσα ξύλα ή λάδι στη φωτιά κι αν θα πέσουν.

Μα εμάς που ανωφέλευτα σώματα, γερασμένα
Δε μας επήραν στο στρατό και μας αφήσαν πίσω
Νάμαστε, να στηρίζουμε στα ραβδιά μας επάνω
Μια δύναμη παιδιάστικη.Γιατί και η λαχτάρα
Που κλει' εντός του το παιδί και που του καίει τα στήθη
Ειν' όμοια με του γέροντα. Ο Αρης όμως θέση
Δεν έχει εκεί. Ετσι ακριβώς κι ο γέρος, αφού κάτω
Τα φύλλα εξεράθηκαν της ζωής του κι έχουν πέσει,
Με τρία πόδια περπατά, και ειν' η δύναμη του
Ιδια με κείνην του παιδιού. Κι έτσι καθώς πλανιέται
Μοιάζει σα νάναι φάντασμα που βγαίνει την ημέρα.

Μα πες μας του Τυνδάρεω συ κόρη, Κλυταιμνήστρα, Βασίλισσα μας, τι έγινε; Τι νέο έχεις μάθει
Κι έστειλες και ανάψανε φωτιές θυσίας τριγύρω;
Γιατί οι Βωμοί όλων των θεών των προστατών της πόλης, Από αυτούς που στέκουνε ψηλά ως τους υπόγειους,
Και των θεών της αγοράς μα και των υπαιθρίων
Έχουν φουντώσει με φωτιά που καίει θυσίας δώρα.
Και απ’ ολούθε υψώνοντας ως τα ουράνια φτάνει
Η φλόγα η απαλόθρεφτη απ' τις άδολες και άγιες
Τις μαγγανίες του λαδιού, από τις αποθήκες
Βγαλμένου τις απόκρυφες, βαθιές, των ανακτόρων.

Απ' όλα πες μου ό,τι μπορείς και ό,τι πρέπει μόνο.
Μα πες μου σε παρακαλώ για να μου φυγει η έγνοια
Που μια με κάνει άσχημες, μαύρες να έχω σκέψεις
Και μια απ' αυτές των θυσιών που άναψες τις φλόγες
Μία ελπίδα ολόγλυκα λάμποντας, ξεπροβαίνει
Και το σαράκι σταματά του αχόρταγου του πόνου
Και λύπη μες στα στήθια μου το εμποδάει να φέρει.

Ομως μπορώ για το καλό να πω σημείο της νίκης
Που όταν φευγαν οι άρχοντες στο δρόμο τους εφάνει –
Γιατί και τώρα, στα βαθιά γεράματά μου ετούτα
Την πίστη μέσα μου κρατώ που οι θεοί εμπνέουν
Και που μου δίνει δύναμη να τραγουδώ ακόμα-
Πώς δηλαδή των Αχαιών τη δίθρονη εξουσία,
Τους δυό αρχηγούς που κυβερνούν τα ελληνικά τα νιάτα
Με μια ψυχή και μια καρδιά, ο γύπας του πολέμου
Ενάντια στης Τρωάδας γης τους έστειλε τα μέρη
Με χέρι που εκδίκηση και δόρυ έχουν οπλίσει.
Δυό βασιλιάδες των πουλιών φανήκανε στους δύο
Τους βασιλιάδες του στρατού, κατάμαυρος ο ένας
Κι ο άλλος μ’ άσπρη την ουρά, εκεί, πλάι στο παλάτι
Κατά το μέρος του χεριού που ακοντάει το δόρυ,
Σε μέρος που όλοι βλέπανε, και σπάραζαν λαγίνα
Που ήταν ετοιμόγεννη κι απ’ της κοιλιάς το βάρος
Τον τελευταίο το δρόμο της δεν πρόλαβε να τρέξει.

Λυπητερό, λυπητερό τραγούδι πες, και νίκη
Για το καλό να εύχεσαι.

Κι όταν ο μάντης του στρατού που ’χει μεγάλη πείρα
Είδε τους δυο τους αητούς να τρώνε τη λαγίνα
Σ’ αυτούς αμέσως γνώρισε τους δυό πολεμιστάδες
Που αρχηγοί  ’ναι του στρατού κι έχουν ψυχή ανόμοια-
Τους δυό Ατρείδες. Κι έτσι ευθύς 'ξήγησε το σημάδι:
Θα έρθει η ώρα, έστω αργά, που ο στρατός ετούτος
Που φεύγει, θα ’μπει νικητής στην πόλη του Πριάμου
Κι άφθονα όσα ο λαός πλούτη στους πύργους πίσω
Κάτεχε, θε ν' αφανιστούν άγρια από τη μοίρα.
Φτάνει μονάχα ο θεϊκός ο φθόνος να μη στείλει
Κανένα μαύρο σύννεφο που στο στρατό επάνω
Θα πέσει, όταν ακόμα αυτός πολιορκεί την Τροία.
Γιατί η παρθένα η Αρτεμη, πονόψυχη όπως είναι
Μάχεται του πατέρα της τους φτερωτούς τους σκύλους
Που σπάραξαν την άμοιρη λαγίνα και μαζί της
Τ' αγέννητά της τα παιδιά. Μισεί τ’ αετίσια δείπνα.

Λυπητερό, λυπητερό τραγούδι πες, και νίκη
Για το καλό να εύχεσαι.

Θεά εσύ πανέμορφη, γεμάτη καλωσύνη
Όπου τ’ αδύναμα μικρά των άγριων λεόντων
Σκέπεις με τη φροντίδα σου, που όλη σου την έγνοια
Τη δίνεις στα μικρούλικα και στα βυζασταρούδια
Ολων των ζώων που στα βουνά και στις πεδιάδες ζούνε,
Ζητάμε από σένανε να στέρξεις τα σημάδια
Να βγουν αλήθεια των πουλιών, που καλοσήμαδα είναι
Αλλά και που βαραίνονται με άνομη μια πράξη.
Και τον Παιάνα εγώ καλώ βοηθό μας, μήπως έρθουν
Στους Δαναούς αντίθετοι άνεμοι που εμποδίζουν
Τα πλοία να κάνουνε πανιά και τα κρατάν δεμένα
Μες στο λιμάνι για καιρό, κάποια θυσία ζητώντας
Αλλη, ανίερη, χωρίς τραπέζια να στρωθούνε,
Που αιτία θα γίνει συμφορών πολλών μέσα στο γένος
Και αφορμή να ’ναι άφοβη η γυναίκα από τον άντρα.
Γιατί των σπιτιών τρομερή η οργή περιμένει,
Να χυμήξει πάντα έτοιμη και με μνήμη γεμάτη
Δολερή, περιμένοντας ευκαιρία για να ’βρει
Και να πάρει εκδίκηση για παιδί πεθαμένο.
Όλα αυτά τα μαντέματα τα γραμμένα απ’ τη μοίρα
Ο Κάλχας βροντοφώναζε μαζί μ’ ευχάριστα άλλα
Πού είπε για τα βασιλικά παλάτια, εξηγώντας
Ο,τι του δείχναν τα πουλιά. Και ταιριαστό με τούτα

Λυπητερό, λυπητερό τραγούδι πες, και νίκη
Για το καλό να εύχεσαι.

Οποιος κι αν είναι πράγματι και όπως κι αν τον λένε-
Δία αν θέλει να τον πω έτσι κι εγώ τον λέω-,
Αφού τις δυνατότητες έχω ζυγιάσει όλες
Δε βρίσκω άλλο έξω απ’ αυτόν, σωστό αν είναι-αν πρέπει
Τη μάταια απ’ τα στήθια μου έγνοια να τήνε βγάλω.

Ούτε για κάποιον που τρανός και μέγας κάποτε ήταν
Και με ακατανίκητο θράσος αφρομανούσε
Κανείς θα ξέρει να ειπεί αν έχει καν υπάρξει.
Κι αυτός που ήρθε ύστερα βρήκε το νικητή του
Και πάει, χάθηκε κι αυτός. Μόνον  αυτός που ψάλλει
Από τα βάθη της ψυχής στο Δία ύμνο θριάμβου
Μόνον αυτός λογίζεται αληθινά ευδαίμων.

Αυτός στον άνθρωπο άνοιξε της φρόνησης το δρόμο
Κι άφευγη έδωσε εντολή: θα μάθεις αφού πάθεις.
Αυτός κι όταν κοιμόμαστε τον πόνο μας σταλάζει
Μες στην καρδιά, ώστε κανείς, και τότε να θυμάται
Ο.τι κακό κι αν έκανε. Ετσι μαθαίνει πάντα
Θέλει δε θέλει ο άνθρωπος. Και το περνώ για χάρη
Αυτό που κάνει ο θεός απ’ τους ψηλούς του θρόνους:
Τη σωφροσύνη με τη βιά να δίνει στους ανθρώπους.

Και τότε ο πρώτος αρχηγός του Αχαϊκού του στόλου
Χωρίς με απ’ τους μάντεις του κανέναν να τα βάλει
Στη μαύρη που τον έδερνε αφέθηκε τη μοίρα
Οταν οι άπνοιες άρχισαν ν' αδειάζουνε τ' αμπάρια
Και των Ελλήνων το στρατό να τόνε τυραννάνε
Απ’ τη Χαλκίδα απέναντι κρατώντας τον, στην πόλη
Που της παλίρροιας αντηχεί το ρόχθο-στην Αυλίδα.

Κι οι άνεμοι που ήρθανε απ' τον Στρυμόνα πέρα
Τη σκόλη την κατάρατη φέρανε και την πείνα
Κι οι άντρες απ' το άραγμα σε άθλια αραξοβόλια
Εδώ κι εκεί σκορπίζανε, κι όλα τα παλαμάρια
Και τα καράβια βλάφτηκαν, και η αργοπορία  
Εδίπλιασε μαραίνοντας τα νιάτα των Αργείων.
Κι όταν ο μάντης γιατρειά είπε ότι ζητάνε
Οι όργητες της Αρτεμης που πιό πικρή θα είναι
Απ' τη βαριά κακοκαιριά, όταν αυτό οι Ατρείδες
Άκουσαν, δεν κρατήθηκαν και τα ραβδιά στο χώμα
Με πόνο εχτυπούσανε και δάκρυα εχύναν.

Τότε σηκώθη ο βασιλιάς ο πιό μεγάλος κι είπε:
" Αυτό αν δεν κάνω είναι βαριά η μοίρα. Όμως πάλι
Και αν το κάνω, ίδια βαριά, να σφάξω το παιδί μου
Του παλατιού μου τη χαρά, το πατρικό μου χέρι
Μιαίνοντας το στον βωμό μπροστά μ’ αίμα χυμένο
Από σφαγή παρθενική. Τι απ' αυτά τα δύο
Δε θε να φέρει βάσανα; Μα πώς και τα καράβια  
Ν’ αφήσω;  Πώς να γίνω εγώ της συμμαχίας προδότης;
 Μα κρίμα δεν λογίζεται αν μ’ όλη την καρδιά του
Κανείς ποθεί για να σταθούν οι άνεμοι, το αίμα
Να δει παρθένας να χυθεί. Για το καλό ας είναι".
Κι από την ώρα στο ζυγό που μπήκε της ανάγκης
Κι ασέβειας ένας άνεμος του γύρισε το νου του
Δε λογαριάζει πια ιερό και όσιο και μια τόλμη
Ασύνετη τον κυβερνά. Γιατί το πρώτο βήμα
Μέσα στο άθλιο το κακό σύμβουλος είναι αχρείος
Και του ανθρώπου το μυαλό με θράσος το γεμίζει.
Ετσι λοιπόν την κόρη του τολμάει και θυσιάζει
Ωστε ναρθεί ευνοϊκός αέρας στα καράβια,
Βοήθεια για τον πόλεμο που ήτανε να γίνει
Για μιας γυναίκας γδικιωμό.

                                                   Στα τόσα παρακάλια
Που έκανε, και στις φωνές που έβγαζε, καμμία
Οι πολεμόχαροι αρχηγοί δε δώσαν σημασία
Και ούτε τα παρθένα της λυπήθηκαν τα νιάτα
Παρά μετά από την ευχή, ο πατέρας της αμέσως
Να τήνε πιάσουνε γερά εδιάταξε τους δούλους
Ζωσμένη έτσι τους πέπλους της και μπρούμυτα πεσμένη
Και σαν κατσίκι στο βωμό ψηλά να τήνε στήσουν
Και να της κλείσουνε καλά το στόμα τ’ όμορφό της
Για ν' αμποδίσουν ν' ακουστεί κατάρα για το σπίτι.

Και με τη βία του φίμωτρου είχε βουβή απομείνει.
Κι ελεύθερη αφήνοντας στο χώμα να κυλήσει
Την κάπα την κροκόβαφη, δεητικά έναν έναν
Τους δήμιούς της τόξευε με των ματιών τα βέλη.
Και ζωγραφιά μια έμοιαζε με που θέλει να μιλήσει.
Και όμως στου πατέρα της τ' αρχοντικά τραπέζια
Πολλές φορές τραγούδησε και η παρθενική της
Αγνή φωνή,του λατρευτού πατέρα της τον παιάνα
Τίμησε τον καλότυχο στις τρίτες σπονδές πάνω.

Τι παραπέρα έγινε ουτ' είδα ούτε λέω.
Αλλά του Κάλχαντα δεν παν οι τέχνες στα χαμένα
Κι είναι γνωστό η Δίκη πως, μονάχα όσους πάθουν
Αφήνει και να μάθουνε. Ό,τι κι αν είναι νάρθει
Πάντοτε θα χεις τον καιρό σα γίνει να τ' ακούσεις.
Την πρόωρη γνώση άστηνε-γιατ’ είναι σαν να θέλεις
Ν' αναστενάζεις από πριν για μια καθάρια μέρα-
Μαζί με του ήλιου τις χρυσές αχτίδες θ' ανατείλει.
Αλλά γι αυτά που λέμε εμείς, όποια έκβαση και νάχουν Εύχομαι νάναι βολική όπως αυτή το θέλει  
Που πλησιάζει-το γερά χτισμένο αυτό το κάστρο
Που την Απία τώρα τη γη άταιρο προστατεύει.




ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΧΟΡΟΣ
Στην εξουσία σου σεβασμό δείχνοντας Κλυταιμνήστρα
Ερχομαι, γιατί του αρχηγού σωστό είναι τη γυναίκα
Να την τιμάμε αν 'ρημωθεί ο αρσενικός ο θρόνος.
Για πες μου, κάποια είδηση ευχάριστη έχεις πάρει
Ή επειδή δεν έλαβες ειδήσεις μέχρι τώρα
Θυσίας άναψες φωτιές με την ελπίδα νάρθουν
Νέα καλά; Με προθυμία μεγάλη θα σ' ακούσω.
Αλλά και πάλι αν δε μου πεις κακία δε θα σου πιάσω.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Καλή ας είναι η αυγή όσο ήτανε η νύχτα
Που την εγέννησε καθώς κι η παροιμία το λέει.
Μ’ ό,τι θ’ ακούσεις είδηση ανέλπιστη θα μάθεις:
Γιατί οι Αργείοι πήρανε την πόλη του Πριάμου.

ΧΟΡΟΣ
Τ’ είπες; Δεν το καλάκουσα. Τόσο απίστευτο είναι.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Η Τροία είναι Αχαϊκή. Καλά το είπα τώρα;


ΧΟΡΟΣ
Μέσα μου νιώθω μια χαρά που δάκρυα μου φέρνει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Το ξέρω πόσο είσαι πιστός. Τα ματιά σου το δείχνουν.

ΧΟΡΟΣ
Εχεις απόδειξη γι αυτό; Κάτι για να πιστέψω;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και βέβαια έχω. Παρεκτός κι αν οι θεοί είναι ψεύτες.

ΧΟΡΟΣ
Μήπως ονείρου πειστικού εξηγείς τις φαντασίες;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Όταν κοιμάμαι, το μυαλό εγώ δεν το πιστεύω.

ΧΟΡΟΣ
Μη καμμιά φήμη αλόγιστη συνεπαρμένη σ’ έχει ;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μου μίλησες σαν και μυαλό μικρής κοπέλας νάχω.


ΧΟΡΟΣ
Και πότε η πόλη έπεσε;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
                                         Στο είπα. Αυτή τη νύχτα.

ΧΟΡΟΣ
Και τόσο ποιος εβρέθηκε ταχύς αγγελιαφόρος;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ο Ηφαιστος, που ’στειλε τρανή λάμψη από την Ιδα.
Κι απ' τις φωτιές που ανάψανε η φλόγα με τη φλόγα
Η μια την άλλη έσπρωχνε μέχρις εδώ. Η Ιδα
Στη Λήμνο τον τρανό δαυλό στέλνει, στου Ερμή το βράχο. Τρίτον τον δέχτηκε η κορφή, στο Δία ταμένη, του Αθω,
Κι η δάδα ύστερα ψηλά, απάνω από τον Πόντο
Χρυσόφεγγη επορεύτηκε σαν ήλιος, που τα ψάρια
Για να χαρούν τη φλόγα της τρέχαν να την αγγίξουν.
Κι έστειλε αυτή τη λάμψη της στις βίγλες του Μακίστου.
Κι αμέσως ο βιγλάτορας ’ποδιωχνοντας τον ύπνο
Που να τον πάρει επάσκιζε, κάνει του αγγελιαφόρου
Το μέρος που του έπεφτε. Και πάει το φως μκριάθε
Στου Μεσσαπίου τους φύλακες. Αυτοί με τη σειρά τους Στείλαν τη λάμψη πιο μπροστά με φλόγες που άναψαν
Με στίβες γέρικων ρεικιών. Χωρίς ποτέ να σβήσει
Και πάντα δυναμώνοντας, επήδηξε η φλόγα
Παν’ απ' τους κάμπους του Ασωπού, σαν λαμπερό φεγγάρι Και άλλη για το μήνυμα φωτιά καινούργια ανάβει
Στου Κιθαιρώνα τις κορφές. Κι από τα προσταγμένα Καίοντας πιοτερο η φρουρά, ν' ανάψει δεν αρνιέται
Φωτιά που φτάνει μακριά, κι έτσι το φως εχύθη
Απ' τη Γοργώπη πάνωθε τη λίμνη. Κι όταν στο όρος
Αιγίπλαγκτο πια έφτασε, τους φύλακες καλούσε
Να συνεχίσουν της φωτιάς την τάξη. Και ανάβουν
Με δύναμη ανεξάντλητη φωτιές αυτοί καινούργιες
Και μία φλόγα στέλνουνε φωτιάς που και τον κάβο
Ακόμη του Σαρωνικού ξεπέρασε, σκορπώντας
Φως λαμπερό. Και φτάνοντας μετά στου Αραχναίου
Την κορυφή, τις διπλανές απ’ τις δικές μας βίγλες
Αστράφτοντας εφώτισε, κι ευθύς αντιχτυπάει
Στη στέγη αυτή των Ατρειδών-το φως που προπαππού του
Έχει εκείνη τη φωτιά που ανάφτηκε στην Ίδα.
Τέτοιους κανόνες έταξα, σαν των λαμπαδηδρόμων
Ν’ αλλάζει χέρι της φωτιάς αδιάκοπα η σκυτάλη
Και πρώτος είναι νικητής ο τελευταίος που τρέχει.  
Αυτή ’ναι η απόδειξη, αυτό ’ναι το σημάδι
Που ’χει σε μένα ο άντρας μου από την Τροία στείλει.

ΧΟΡΟΣ
Θα ευχαριστήσω τους θεούύς αργότερα κυρά μου.
Μα τώρα θέλω αδιάκοπα να στέκω να θαυμάζω
Τα νέα όπως συ τα λες, με το δικό σου τρόπο.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δική τους έχουν σήμερα οι Αχαιοί την Τροία.
Θαρρώ φωνές παράταιρες θ’ ακούγονται στην πόλη.
Λάδι και ξύδι όπως αν σ’ ένα δοχείο βάλεις
Ετσι όπως ειν’ αμόνιαστα ξεχωριστά θα μείνουν,
Ετσι και τα ξεφωνητά χώρια των νικημένων
Από των νικητών  θ’ ακούς, για όποιαν τον καθένα
Τύχη τον βρήκε ξέχωρη. Αυτοί από 'δω πεσμένοι
Πάνω σ’ αντρών και αδερφών κουφάρια και οι γέροι Απάνω στων παιδιώνε τους, πικρά θε να θρηνούνε
Για των αγαπημένων τους τη συμφορά, μα όμως
Με στόμα όχι ελεύθερο. Και από κείθε οι άλλοι
Που κόπος νυχτοπλάνητος τους δέρνει, πεινασμένοι,
Ο,τι στην πόλη βρήκαν τρων, στρωμένοι σε τραπέζια
Που ο κλήρος τους καθόρισε κι όχι καμμία τάξη.
Και νάτους τώρα, μένουνε στα Τρωικά τα σπίτια
Που σκλάβωσαν, γλιτώνοντας απ’ του ανοιχτού του κάμπου
Τις παγωνιές και τις δροσιές. Ω! Τι μακάριον ύπνο
Χωρίς την έγνοια της φρουράς θα κάνουν όλη νύχτα!
Κι αν τους πολιούχους σεβαστούν θεούς και τους ναούς τους
Της γης που κατακτήσανε, μια βέβαια που νικήσαν
Δεν πρόκειται αργότερα κι αυτοί να νικηθούνε.
Φτάνει μην πέσει στο στρατό κακός πριν φύγει πόθος
Ν’ αρπάξει όσα δε θάπρεπε από κέρδος νικημένος.  
Γιατί για τον ανώδυνο στο σπίτι γυρισμό του
Πρέπει από τ’ άλλο να διαβεί το μέρος του σταδίου.
Κι αν δίχως κρίμα στους θεούς το στράτευμα έρθει πίσω
Μα θάναι πάντοτε άγρυπνο το σκοτωμένο αίμα
Ψάχνοντας κάποιο νέο κακό μήπως μπορεί να κάνει.
Απ’ τη γυναίκα εμέ λοιπόν αυτά είχες ν’ ακούσεις.
Αλλ’ ας νικήσει το καλό έτσι που αμφιβολία
Να μην αφήνει η νίκη του. Αυτό εγώ διαλέγω
Απ’ όλα τ’ άλλα τ’ αγαθά.

ΧΟΡΟΣ
Κυρά, σαν άντρας γνωστικός, φρόνιμα έχεις μιλήσει.
Κι εγώ που ακούω από σε αλάθητα σημάδια
Να ευχαριστήσω τους θεούς θα ετοιμαστώ αμέσως
Γιατί μας ανταμείψανε τους τόσους μας τους κόπους.

ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

Ω! Δία βασιλιά! και συ αγαπημένη Νύχτα
Με τα πολλά και πλούσια σου στολίδια, που ένα δίχτυ
Πυκνό επάνω έριξες στα Τρωικά τα τείχη
Που κλει' την πόλη από παντού και δε μπορεί μεγάλος
Κανένας, ούτε και μικρός πηδώντας να ξεφύγει!
Ολοι κλεισμένοι βρίσκονται μες στη μεγάλη αρπάγη
Της συφοράς που η σκλαβιά πάνω τους έχει απλώσει
Και που κανέναν να σωθεί φεύγοντας δεν αφήνει.
Ναι, τον μεγάλο Δία εγώ τον Ξένιο ευλαβούμαι
Γιατί αυτός τόκανε αυτό. Ετέντωσε το τόξο
Ενάντια στον Αλέξανδρο πολύ πιό πριν, έτσι ώστε
Το βέλος που ετόξεψε χαμένο να μην πάει
Μα και το στόχο του να βρει και να ριχτεί όταν πρέπει.

Ο Δίας τους εχτύπησε κι όχι κανένας άλλος.
Αυτό το βλέπει εύκολα κανείς με λίγη σκέψη.
Ό,τι εκείνος όρισε αυτοί έχουνε κάνει.
Λεν μερικοί πως τους θεούς  καθόλου δεν τους νοιάζει
Για όσους των αγίων τους καταπατούνε τ’ άγια.
Οποιος το λέει ειν' ασεβής. Μα είναι φως φανάρι-
Όσοι πολέμου έχουνε τόλμη πανω από κείνη
Που ορίζεται απ' το δίκιο τους και όσοι συγκεντρώνουν
Περιουσία στα σπίτια τους πέρα από κάθε μέτρο
Αυτοί μέσα τους έχουνε σπόρο που στη γενιά τους
Κακό θα κάνει κάποτε. Ο φρόνιμος αρκείται  
Στα λίγα, και ανώδυνα κι ανέγνοιαστα περνάει.
Γιατί δε βρίσκει πουθενά καταφυγή εκείνος
Που πλούτο επιδιώκοντας το μέτρο θ' αγνοήσει
Και τον μεγάλονε βωμό της Δίκης θα γκρεμίσει.

Η άθλια Πειθώ,η φοβερή της τύφλωσης η κόρη
Αυτή και τον καθοδηγεί και δύναμη του δίνει.
Και το κακό ειν' αγιάτρευτο και φανερό. Φάνταζει
Σα φως λαμπρό που μέσα του αρές είναι κρυμμένες.
Κι οπως ο πρόστυχος χαλκός απ’ την πολλή τη χρήση
Και από τα χτυπήματα γίνεται τέλος μαύρος
Δείχνοντας τι ήταν πράγματι, έτσι κι αυτός τη μαύρη
Την όψη του φανέρωσε, γιατί σαν το παιδάκι
Πουλιά να πιάσει θέλοντας κακό πολύ μεγάλο
Στην πόλη του προκάλεσε. Και ούτε παρακάλια
καθόλου ακούνε οι θεοί-τον άδικο τον άντρα
Που θα επρόσπεφτε σ’ αυτούς, αυτοί τον αφανίζουν.
Κι ο Πάρις που στων Ατρειδών έμενε το παλάτι
Ετσι κι εκείνος κλέβοντας γυναίκα, το τραπέζι
Που σα φιλοξενούμενου του κάναν,το ατιμάζει.

Κι εκείνη πίσω αφήνοντας στη χώρα της τους κρότους Λόγχες κι ασπίδες που έκαναν κι οι αρματωσιές των πλοίων
Κι αντίς για προίκα χαλασμό στο Ιλιο κουβαλώντας Γοργόφτερη επέρασε τα σύνορα της πόλης
τ’ ατόλμητα αφού τόλμησε. Και λέγαν οι προφήτες
Των παλατιών, στενάζοντας βαριά: "Αχού παλάτι!
Αχού παλάτι κι άρχοντες! Αχού και συ κρεβάτι
Κι αχνάρια γλυκοθύμητα γυναίκας λατρεμένης.
Να! Εδώ πέρα κάθεται, άτιμος, βουβαμένος
Χωρίς από τα χείλη του λόγος πικρός να βγαίνει
Με πόνο ντύνοντας βαθύ την εγκατάλειψή του.
Κι απ’ τη μεγάλη πεθυμιά για κείνη πούχει φύγει
Το φάντασμα της κυβερνά νομίζεις το παλάτι.
Κι η χάρη απ’ τα όμορφα τ’ αγάλματα μια απέχθεια
Τώρα πια φέρνει στην ψυχή του άντρα της. Γιατί όταν Νεκρώσουνε στο πρόσωπο τα μάτια, χάνεται όλη
Που η Αφροδίτη πάντοτε σκορπίζει γοητεία.

Και μες στον ύπνο έρχονται με κολακεία γεμάτες
Ονείρου εικόνες που χαρά ανωφέλευτη κομίζουν.
Γιατί ενώ τόσο ζωντανή η εικόνα του φαντάζει  
Και να την πιάσει προσπαθεί, του φεύγει από τα χέρια
Κι ανοίγει αμέσως τα φτερά τ’ όνειρο ακολουθώντας.
Μα υπάρχουν και χειρότερα. Μέσα στο κάθε σπίτι
Που άνθρωπός του έφυγε μακριά από την Ελλάδα
Θρήνους ακούς σπαραχτικούς. Πολλούς μες στην καρδιά τους
Εχουν καημούς. Γιατί αυτούς στον πόλεμο που στείλαν
Ενώ καλά τους ξέρανε, αντίς τώρα για κείνους
Στα σπίτια τους τους στέλνουνε μες σε υδρίες στάχτες.

Ο Αρης, ο αργυραμοιβός, σώματα που ζυγίζει
Οταν στης μάχης το χαμό χτυπιούνται τα κοντάρια,
Απ’ το καμίνι του Ίλιου στέλνει στους εδικούς τους
Στάχτη βαριά, πολύκλαφτη στη θέση του άντρα, στάχτη
Που έχει όμορφα βαλθεί μες σε μικρές υδρίες.
Κι εγκώμια για κάποιονε στενάζοντας λεν άντρα
Και γι άλλον ότι έπεσε γενναία πολεμώντας
Στην άγρια μάχη-μα γιατί; Για γυναικός χατήρι  
Που ξένη μέτραγε γι αυτόν-τέτοιους ακούς ψιθύρους.
Και νιώθουν με τον πόνο τους μαζί κρυφό ένα μίσος
Για τους Ατρείδες που απ’ αυτούς ετούτα όλα αρχίσαν.
Και άλλοι μένουν πάλι εκεί, γύρω απ’ της Τροίας το τείχος θαμμένοι, όπως ήτανε, ολόσωμοι. Επήρε
Μέσα στα σπλάχνα της η γη εκείνους που την πήραν.

Είναι επικίνδυνη η φωνή λαού φουρτουνιασμένου.
Ό.τι αυτός καταραστεί θα γίνει δίχως άλλο.
Κάτι, ντυμένο της νυχτιάς τη θλίψη και το σκότος
Η αγωνία μου καρτερεί ν’ ακούσει. Γιατί εκείνους
Που αίμα ποτάμι χύσανε η ζωή δεν τους ξεχνάει.
Οι Ερινύες οι ζοφερές έρχονται κάποια μέρα
Κι αυτόν την ευτυχία του που έχει άδικα αποκτήσει
Τον αφανίζουνε και πια δεν έχει σωτηρία.
Ειν' επικίνδυνο κανείς δόξα μεγάλη νάχει  
Γιατί του Δία ο κεραυνός πέφτει και τον τυφλώνει.
Μα εγώ την αφθόνητη προτιμώ ευτυχία.
Ούτε να είμαι πορθητής θέλω ούτε να ζήσω
Μία ζωή μες στη σκλαβιά σ' άλλους υποταγμένος.

Γοργή στην πόλη απλώνεται η είδηση πούχει φέρει
Το φως το καλομήνυτο της φλόγας. Μα ποιος ξέρει
Αν ειν ' αλήθεια ο,τι μήνα ή κάποιου θεού ψέμμα…
Και ποιος είναι παράλογος ή νου παιδιού ποιος έχει
Να του φλογίσει την καρδιά της φλόγας το μαντάτο
Κι όταν αλλάξει η είδηση να βουτηχτεί στη θλίψη;
Είναι γυναίκας γνώρισμα πρόθυμα να πιστεύει
Αυτό που θα της έδινε χαρά κι ας ήταν ψέμα.
Όντας πολύ ευκολόπιστος ο νους ο γυναικείος
Τα ίδια του τα σύνορα τρέχοντας ξεπερνάει.
Μα όπως ανάβει γρήγορα γρήγορα κι έτσι η φήμη
Σβήνει που εξεκίνησε από γυναίκας στόμα.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΧΟΡΟΣ
Σε λίγο αν είναι αληθινές θα μάθουμε οι φλόγες
Και οι φωτιές οι απανωτές, ή αν το φως εκείνο
Σαν όνειρο ευχάριστο μας έχει ξεγελάσει.
Γιατί να! βλέπω κήρυκα που από την παραλία
Προβαίνει και κατάσκεπος είναι μ' ελιάς κλωνάρια.
Της λάσπης η ξερή αδερφή, η σκόνη, δείχνει ότι
Δε θα μας στείλει άφωνα με τον καπνό σημάδια
Με τις φωτιές που θάναβε με φρύγανα του δάσους
Μα ή τη μεγάλη μας χαρά θα κάνει πιο μεγάλη
Η…μα ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω τίποτ' άλλο.
Αλλά, μακάρι στα καλά σημάδια κι άλλο νάρθει.
Κι όποιος αντίθετη ευχή γι αυτή την πόλη κάνει
Μονάχος του ας το χαρεί το κρίμα του μυαλού του.


ΚΗΡΥΚΑΣ
Ω! Χώμα της Αργείτικης της γης της πατρικής μου!
Μετά 'πο δέκα χρόνια να! κοντά σου είμαι πάλι.
 Πολλές μου ελπίδες ξέφτισαν μ’ αυτή εβγήκε πέρα.
Ποτέ μου δε θα τόλεγα ότι ’θελα πεθάνω
Σ’ αυτήν εδώ του Άργους τη γη κι ότι τον τάφο θάχω
Σε τόπο πολυπόθητο. Μα τώρα χαίρε γη μου
Χαίρε και φως του ήλιου της, και συ ύψιστε της χώρας Δία, και Πύθιε βασιλιά, που πια δε ρίχνεις βέλη
Πάνω μας με τα τόξα σου. Φτάνει η εχθρότη-όση
Μας έδειξες στον Σκάμαντρο κοντά. Τώρα σωτήρας
Ω! βασιλιά συ Απόλλωνα γίνε και γιατρειά μας.
Κι ευλαβικά εγώ προσκυνώ τους θεούς όλους της πόλης Και σένα Ερμή προστάτη μου κήρυκα αγαπημένε  
Και των κηρύκων άγιε. Και από σας ζητάω
Ηρωες, που μας στείλατε τώρα με καλοσύνη
Απ’ το στρατό όσους σώθηκαν και φτάνουν, να δεχτείτε.
Βασιλικά παλάτια μου! Αγαπημένες στέγες
Και τιμημένα σεις θρονιά, και σεις βωμοί αντήλιοι
Με όψη όπως πριν φαιδρή και με τιμή δεχτείτε
Το βασιλιά μας που γυρνά μετά 'πο τόσα χρόνια.
Γιατί ο Αγαμέμνονας.ο βασιλιάς μας φτάνει
Φως μες στη νύχτα φέρνοντας για όλους τους πολίτες.
Λοιπόν όλη σας τη χαρά δείξτε του. Του αξίζει
Γιατί με της εκδίκησης του Δία τη σκαπάνη
Την Τροία την ανάσκαψε και χάλασε τη γη της .
Και οι βωμοί αφανίστηκαν και των θεών οι εστίες
Και δεν υπάρχει πια στη γη όλη ουτ' ένας σπόρος.
Τετοιον ζυγό στον τράχηλο της Τροίας έχει βάλει.
Και έρχεται ο βασιλιάς ο Ατρείδης ο μεγάλος
Της τύχης ο ευνοούμενος, που απ' όλους τους ανθρώπους
Που τώρα ζουν, οι πιότερες τιμές σ' αυτόν αξίζουν.
Και ουτ' ο Πάρις δεν μπορεί να ισχυριστεί ουτ' η πόλη
Που πλήρωσε μαζί μ' αυτόν, πως ό,τι έχει πράξει
Αξιζε περισσότερο απ’ το κακό που τούρθε.
Άρπαγας οπωσδήποτε, αλλά μαζί και κλέφτης
Εχασε ο,τι έκλεψε, κι αφάνισε επί πλέον
Το πατρικό το σπίτι του και όλη του τη χώρα.
Ετσι διπλά το κρίμα τους πλήρωσαν οι Πριαμίδες.

ΧΟΡΟΣ
Κήρυκα του Αχαϊκού στρατού χαίρε!

ΚΗΡΥΚΑΣ
                                                                       Ναι. Χαίρω.
Μα κι αν το θέλουν οι θεοί αναντίρρητα πεθαίνω.

ΧΟΡΟΣ
Τόσο πολύ αυτή τη γη την πατρική ποθούσες;

ΚΗΡΥΚΑΣ
Τόσο που δάκρυα χαράς μου έρχονται στα μάτια.

ΧΟΡΟΣ
Μάθε πως είχατε κι εσείς ίδια με μας αρρώστια.


ΚΗΡΥΚΑΣ
Πες το αυτό καλλίτερα. Τα’ είπες δεν έχω νοιώσει.

ΧΟΡΟΣ
Οτι και μας μας έδερνε για σας ο ίδιος πόθος.

ΚΗΡΥΚΑΣ
Η χώρα που ποθούσαμε λες ότι μας ποθούσε;

ΧΟΡΟΣ
Τόσο που αναστενάζαμε μες απ' τα φυλοκάρδια.

ΚΗΡΥΚΑΣ
Και από πού η θλίψη αυτή και η βαριά καρδιά σου;


ΧΟΡΟΣ
Από παλιά έχω τη σιωπή για φάρμακο της λύπης.

ΚΗΡΥΚΑΣ
Οταν εμείς ελείπαμε φοβόσουνα κανέναν;

ΧΟΡΟΣ
Τόσο που όπως λες κι εσύ θάθελα να πεθάνω.

ΚΗΡΥΚΑΣ
Γιατί όλα ήρθανε καλά. Μα ως κυλάει ο χρόνος
Αλλα τα φέρνει βολικά κι άλλα στραβά τα φέρνει.
Ποιός άλλος έξω απ' τους θεούς περνά τη ζήση του όλη Χωρίς κανένα βάσανο; Αν έλεγα τους μόχθους
Του ταξιδιού μας του κακού, τ' αράγματα τα σπάνια,
Το στρίμωγμα μας στις στενές, κακόστρωτες κουβέρτες
Και πόσο εστενάζαμε που το καθημερνό μας
Κι εκείνο το στερούμαστε… Μα ό,τι μας εβρήκε
Χειρότερο ήταν στη στεριά. Είχαμε καταυλίσει
Κατ' απ' τα κάστρα του εχθρού και η δροσιά συνέχεια
Των λιβαδιών και τ' ουρανού μας ράντιζε τις τρίχες
Και τα μαλλιά αγριεύοντας και λιώνοντας τα ρούχα.
Και τι να πω για των πουλιών το χάρο, το χειμώνα,
Τέτοιον που μόνο απ' τη χιονιά της Ιδας κατεβαίνει,
Ή για τη ζέστα, όσες φορές η θάλασσα κοιμόταν
Ατάραχη απ' τον άνεμο στα μεσημεριανά της
Γαληνεμενη ανάκλιντρα. Μα τι να κλαίω για τούτα;
Τα βάσανα περάσανε. Και για τους πεθαμένους
Τόσο πολύ περάσανε, που ούτε που τους νοιάζει
Πάλι ποτέ ν’ αναστηθούν. Γιατί τους πεθαμένους
Πρέπει να λογαριάζουμε. Γιατί εμάς που ζούμε
Θα πρέπει να μας θλίβουνε οι αναποδιές της τύχης.
Τις συμφορές τις στέλνω εγώ να πάνε στο καλό τους.
Γιατί σε μας που μείναμε απ’ το στρατό του Άργους
Νικάει το κέρδος. Το ζυγό να τον αντισηκώσουν
Δεν το μπορούνε οι ζημίες. Ώστε μπορούμε τώρα
Να καυχηθούμε εδώ μπροστά στο φως αυτού του ήλιου,
Και σε στεριά και θάλασσα να διαλαλήσουμε ότι
«Την Τροία τήνε πήρανε οι Αργείοι οι στρατιώτες
Και σαν τιμή για τους θεούς που όλη λατρεύ' η Ελλάδα
Και σα λαμπρό για τις γενιές που θάρθουνε στολίδι
Τα λάφυρα εκρέμασαν ετούτα στους ναούς της".
Οταν ακούει αυτά κανείς να ευχαριστεί θα πρέπει
Την πόλη και τους στρατηγούς. Μα και του Δία τη χάρη Πρέπει να την τιμήσουμε που έχει ευδοκήσει
Αυτά όλα να γίνουνε. Αλλο να πω δεν έχω.

ΧΟΡΟΣ
Κρέμομαι απ' τα χείλια σου. Καθόλου δεν τ’ αρνιέμαι.
Γιατί στα στήθια κρύβεται πάντοτε των γερόντων
Νεανική μια πεθυμιά όλα να τα μαθαίνουν.
Τα όσα είπες βέβαια τάπες για το παλάτι,
Κι αυτό το βρίσκω φυσικό, και για την Κλυταιμνήστρα
Μα και σε μένα και χαρά εδώσανε και γνώση.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Χαρούμενα ξεφώνισα πριν από τη χαρά μου
Όταν το πρώτο μήνυμα στη νύχτα μέσα ήρθε
Το φωτεινό, για να μας πει πως πάρθηκε η πόλη
Και πως ξεθεμελιώθηκε. Και κάποιοι μου έλεγαν
Τότε κακολογώντας με "επίστεψες στις φλόγες
Και λες η Τροία πως πάρθηκε. Α! Τόχουν οι γυναίκες
Να συνεπαίρνονται εύκολα" έτσι σα να μου λέγαν
Ανόητη πως ήμουνα. Μα εγώ δε σταματούσα
Να θυσιάζω σύμφωνα με τον γυναίκειο νόμο.
Και ακουγόντανε παντού χαράς φωνές στην πόλη
Από αυτούς που τους θεούς μετά 'πο τις γυναίκες
Ευχαριστούσαν στους ναούς, ενώ την ίδια ώρα
Την πείνα καθησύχαζαν της μυρωδάτης φλόγας
Που είναι παντα αχόρταστη για της θυσίας σφάγια.
Τώρα γιατί να μου ειπείς περσότερα από τούτα;
Ό,τι έγινε απ' του βασιλιά το στόμα θα το μάθω.
Και όσο πιό καλά μπορώ το σεβαστό μου άντρα
Θα τρέξω να υποδεχτώ που ήρθε πάλι πίσω-
Γιατί ποιό φως γλυκύτερο στα μάτια της γυναίκας
Παρά μετά 'π' τον πόλεμο, απ' το θεό σωσμένος
Όταν ο άντρας της γυρνά την πόρτα να του ανοίξει;
Αυτό να πεις στον άντρα μου. Πως τον ζητά η πόλη.
Νάρθεί όσο γρήγορα μπορεί. Και πως σα φτάσει θάβρει
Να στέκει μες στο σπίτι του μία πιστή γυναίκα
Ιδια καθώς την άφησε, που άγρυπνα το παλάτι
Όσο έλειπε του φύλαγε, για τους εχθρούς του εχθρός τους,
Και όλες τούχει αχαλαστες φυλάξει τις σφραγίδες.
Κι όσο να βάφω το χαλκό γνωρίζω, άλλο τόσο
Την άνομη εγνώρισα ηδονή και τόσο λόγος
Κακόφημος ακούστηκε για μένανε από άντρα.
Αυτά καυχιέμαι λέγοντας και όλα ειν' αλήθεια.
Κι όταν τα λέει μια αρχόντισσα, τότε ντροπή δεν είναι.

ΧΟΡΟΣ
Αυτά ειχ' εκείνη να σου πει τα λόγια που για όσους
Ξέρουν καλά να εξηγούν έχουν πολλά να πούνε.
Αλλά για πες μου κήρυκα, για το Μενέλαο θέλω
Να μάθω.Τάχα γλίτωσε; Θάρθει κοντά μας πάλι
Ο αγαπημένος άρχοντας αυτής εδώ της χώρας;

ΚΗΡΥΚΑΣ
Για μένα ειν' αδύνατο να πω καλές ειδήσεις
Που όμως είναι ψεύτικες. Γιατ' η χαρά στους φίλονς
Εκείνες που θα δίνανε πολύ δε θα κρατούσε.

ΧΟΡΟΣ
Κάνε λοιπόν τ' αληθινά κι ευχάριστα να είναι
Γιατ' είναι μάταιο τα δυό αυτά να τα χωρίσεις.

ΚΗΡΥΚΑΣ
Απ’ το στρατό των Αχαιών άφαντος έχει γίνει
Κι εκείνος και το πλοίο του. Σας λέω την αλήθεια.
 
ΧΟΡΟΣ
Τι απ' τα δυό; Τον είδατε ν’ ανοίγει τα πανιά του
Και επειδή το ήθελε να φεύγει απ’ την Τροία  
Ή τρικυμία που το στρατό έχει όλονε ταράξει
Τον άρπαξε;

ΚΗΡΥΚΑΣ
                           Σαν άφταστος τοξότης βρήκες στόχο
Και μια μεγάλη συμφορά με δύο λόγια είπες.

ΧΟΡΟΣ
Και πάνω στ’ άλλα πλοία ποια φήμη γι αυτόν ακουόνταν
Από τους ναύτες; Οτι ζει; Ή οτ' είναι πεθαμένος;

ΚΗΡΥΚΑΣ
Κανείς δεν ξέρει να μας πει στα σίγουρα. Ο ήλιος
Μόνο, που ό,τι 'πα' στη γη υπάρχει, αυτός το τρέφει.

ΧΟΡΟΣ
Αλλά πώς έπεσε, για πες, η τρικυμία στο στόλο
Και πώς αυτή τελείωσε η θεϊκή μανία;

ΚΗΡΥΚΑΣ
Δεν πρέπει μαύρες λέγοντας ειδήσεις να μολύνω
Τέτοια ημέρα ευφροσύνη. Εξ άλλου κι οι θυσίες
Που κάνουμε, είναι διάφορες για τόνα και για τάλλο.
Οταν με όψη σκοτεινή μηνύσει μες στην πόλη
Ο αγγελιαφόρος συφορές για το στρατό που εχάθει,
Πως απ' τη μια μεριά χαμός τη χώρα όλη βρήκε
Και απ' την άλλη άντρες πολλοί πως λείψανε απ' τα σπίτια Απ' τη διπλή τη μάστιγα την αρεστή στον Αρη-
Κακό μεγάλο δίκοπο, θανατικού ζευγάρι-
Ετσι, καθώς βαρύφορτος με τέτιες είναι ειδήσεις καταστροφής, τότε σ' αυτόν ταιριάζει τον παιάνα
Των Ερινυών να τραγουδά. Μα όταν όμως νίκης
Καλά μηνύματα να πει, έχει, όπως εγώ είχα,
Στην πόλη που ξεφάντωμα γνωρίζει της χαράς της,
Πώς εγώ ταίρι τα καλά με τ' άσχημα να κάμω
Μιλώντας για τη θύελλα που οι Αχαιοί εβρήκαν
Που οργισμένοι στείλανε θεοί; Γιατί ως τότε
Εχθροί ενώ άσπονδοι ήτανε η θάλασσα κι οι φλόγες
Ετώρα συμμαχήσανε και τη φιλιά τους δείξαν
Τον άμοιρο αφανίζοντας το στόλο των Ελλήνων.  
Νύχτα ήταν που σηκώθηκε η αντάρα αυτή  η μαύρη
Κι οι θρακικοί αγέρηδες επάνω τόνα στ’ άλλο
Ρίχνοντας τα καράβια μας τα σύντριβαν. Κι εκείνα
Μες στη θαλασσοταραχή πούφερ' η ανεμοζάλη
Κι απ' τον ανεμοστρόβιλο ανήλεα χτυπημένα
Οδηγημένα ανάρμοστα ξάφνω αφανιζόνταν.
Κι όταν του ήλιου το λαμπρό το φως εφανερώθη
Τότε το Αιγαίο πέλαγος το είδαμε γεμάτο
Με Αχαιών νεκρά κορμιά και καραβιών συντρίμμια.
Μα εμάς, και το καράβι μας, πούμεινε το σκαρί του Απείραχτο, κάποιος θεός χωρίς αμφιβολία
Κι όχι άνθρωπος, αγγίζοντας του πλοίου το τιμόνι
Μας γλίτωσε από μόνος του ή άλλον παρακαλώντας.
Η τύχη η ίδια στάθηκε στο πλοίο μας επάνω
Κι ούτε σε πρόχειρο άραγμα τ’ άφησε να υποφέρει
Του κύματος το χτύπημα, ούτε να εξοκείλει
Σε ξέρα πάνω. Επειτα κι αφού είχαμε ξεφύγει
Τον Αδη το θαλασσινό, χωρίς μια τέτοια τύχη
Ακόμα να πιστεύουμε, σα χρύσωσε η μέρα
Μ' έγνοια σκεφτόμασταν γι αυτή τη συμφορά τη νέα
Του στρατού τόσα που έπαθε και κακά έτσι εχάθη.
Και τώρα, όσοι ζωντανοί εμείνανε από κείνους
Θα λένε πως πνιγήκαμε για μας -και γιατί όχι;
Και μεις πάλι νομίζουμε πως χάθηκαν εκείνοι.
Ας είναι όλα νάρθουνε καλά. Και πρώτα απ’ όλους
Και σίγουρα, καρτέραγε ο Μενέλαος πως θάρθει.
Γιατί αν τον βλέπει ζωντανόν μία του ήλιου αχτίδα
Αυτή είναι η απόφαση του Δία και σημαίνει
Ακόμα πως το γένος του δε θέλει ν' αφανίσει,
Κι έτσι ναρθεί στο σπίτι του υπάρχει μια ελπίδα.
Λοιπόν αυτά που άκουσες ξέρε πως ειν’ αλήθεια.

ΧΟΡΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

Στην Ελένη που πόλεμο με τους γάμους της φέρνει
Και που για την αγάπη της καυγάδες παντα αρχίζουν
ΙΙοιός τάχα να της τόδωσε που τόσο να ταιριάζει
Τ’ όνομα αυτό; Αόρατος μήπως κανείς προβλέπει
Τα μέλλοντα και στο σωστό τη γλώσσα οδηγάει;
Γιατί το "ελ", τη ρίζα του, κοινό έχει με λέξεις
Που φανερώνουν συμφορές πλοίων, κάστρων, στρατευμάτων.
Κι αυτό αλήθεψε καθώς εκείνη ξεγλιστρώντας
Απ’ των διαμερισμάτων της τις απαλές κουρτίνες
Εφυγε ταξιδεύοντας στης θάλασσας το κύμα
Σπρωγμένη από την πνοή του Ζέφυρου του γίγα
Ενώ την κηνυγούσανε πλήθος ασπιδοφόροι
Που ακλουθώντας των κουπιών την άφαντη πορεία
Στις όχθες του Σιμόεντα τις φουντωτές άραξαν
Το αίμα και τον πόλεμο μαζί τους κουβαλώντας.

Η οργή, που ανεκτέλεστη ποτέ των θεών δε μένει
Νύφη εκείνη έστειλε στην Τροία για να φέρει
Όχι χαράς συγγένεμα, παρά, χάρου αλήθεια,
Για να ξοφλήσει με καιρό την προσβολή που εκάναν
Στον Δία τον Συνέστιο και στης ξενίας το δείπνο
’Κείνοι που τότε προς τιμήν της νύφης το τραγούδι Βροντόφωνα του Υμέναιου ψάλλοντας εγιορτάζαν
Και που η μοίρα τόφερε οι γαμπροί τότε να πούνε.
 Η πόλη όμως του Πρίαμου εκείνο το τραγούδι,
το έχει ξεμάθει και αντίς εκείνου τραγουδάει
Βογγώντας και στενάζοντας πολύθρηνο, άλλο τώρα,
Που δεν παινάει τον Παρι πια παρά τον καταριέται
Για τον κακό τον γάμο του αλλά και για το αίμα
Που όλοι το πληρώσανε οι κάτοικοι της πόλης.

Ετσι και κάποιος μια φορά στο σπίτι του επήρε
Κι ένα μικρό ανάθρεφε, που βύζαινε ακόμα
Λιοντάρι, απ’ της μάννας του στερώντας το το γάλα.
Και στην αρχή όλα καλά πηγαίνανε κι ωραία-
Ηταν η αγάπη των μικρών και η χαρά των γέρων.
Συχνά το έπαιρνε αγκαλιά σα νάτανε παιδάκι
Και κείνο όταν επείναγε κούναγε την ουρά του
Κορτάροντας ναζιάρικα το χέρι που το τάιζε.

Μα με το χρόνο έδειξε ποιό ήταν το φυσικό του
Που απ' τους γονείς του κράταγε. Γιατί για να πληρώσει Εκείνους που το τάιζαν, μια μέρα μοναχό του
Ετοίμασε το γεύμα του χωρίς καμμιά βοήθεια,
Με πρόβατα που σπάραξε το ίδιο. Γέμισε αίμα
Το σπίτι όλο, αγιάτρευτη, πληγή για τους ενοίκους,
Μέγα κακό πολύφονο. Επίτηδες το είχε
Λες κάποιος θεός στείλει εκεί, τη συμφορά να φέρει.

Ετσι θα έλεγα κι αυτή πως έφτασε στο Ιλιο
Σαν μία αδιατάραχτη γαλήνης οπτασία,
Σαν διαμαντόπετρα σεμνή στου πλούτου την κορώνα,
Αγάπης άνθος, της ψυχής γλυκόδεχτο μαρτύριο,
Με μια ματιά που τόξευε σαν απαλή σαΐτα.
Ξεστράτισε όμως και πίκρα ξετέλειωσε το γάμο
Τέτοια κακιά συντρόφισσα και σύνοικη που εστάθη
Δίπλα στου Πρίαμου τα παιδιά σταλμένη από το Δία
Τον Ξένιο, μια νυμφόκλαυτη, μια μαύρη Ερινύα.

Πολύ παλιά ειπώθηκε, κι ο λόγος στέκει ακόμα
Μες στους θνητούς πως η άμετρη του ανθρώπου ευτυχία Πάντα γεννά, και ακληρη ποτέ της δεν πεθαίνει.
Και μες στο γένος πάντοτε, απ' την καλή την τύχη
Βαριά φυτρώνει δυστυχιά. Δικιά μου έχω γνώμη
Από τους άλλους ξέχωρα. Το έργο της ασέβειας
Πιο ύστερα πλήθος καρπούς γεννάει που μοιάζουν ’κείνου
Που τα εγέννησε. Αλλά, στα δίκαια τα σπίτια
Η ευτυχία πάντοτε καλά παιδιά γεννάει.

Τόχει συνήθιο η παλιά η Υβρη να γεννάει
Αργότερα ή νωρίτερα, σα ρθει της γέννας η ώρα
Νέα μια Υβρη και μαζί το ανίερο το θράσος,
Ανίκητον κι αδάμαστον δαίμονα σύντροφό της,
Κι η μια και τ' άλλο ολέθριες Ατές στα σπίτια μέσα
Που και οι δυό της μάνας τους στο κάθε τι της μοιάζουν.

Η Δίκη όμως στων φτωχών τα καπνισμένα σπίτια
Λάμπει και στην ενάρετη ζωή τιμή χαρίζει.
Στα σπίτια που ασέβειας χέρια χρυσοστολίσαν
Δε ρίχνει καν το βλέμμα της, και στα καλά τα σπίτια
Πηγαίνει, γιατί εκτίμηση αυτή καμιά δεν τρέφει
Στη δύναμη την ξακουστή μα κίβδηλη του πλούτου,
και οδηγεί το κάθε τι εκεί όπου του πρέπει.

ΤΡΙΤΟ   ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΧΟΡΟΣ
Γιε του Ατρέα, βασιλιά και πορθητή της Τροίας
Καλώς μας ήρθες.Τι να πω… Πώς να σε προσφωνήσω
Χωρίς πιο κάτω να βρεθώ ή πιό ψηλά απ' το μέτρο;
Γιατί πολλοί προτίμηση σ' ό,τι φαντάζει δείχνουν
Και την αλήθεια δεν τιμούν. Στενάζουν μπρος σε κάποιον
Που συφορά τον χτύπησε, μα ο καημός της λύπης
Δεν τους αγγίζει την καρδιά καθόλου. Κι όταν πάλι
Τους άλλους δουν να χαίρονται, αυτοί τα πρόσωπά τους
Τ' αγέλαστα, τα βιάζουνε, ώστε χαρά να δείξουν.
Μα οι άνθρωποι είναι πρόβατα κι ο βασιλιάς βοσκός τους
Κι αν ο βοσκός είναι καλός, τα μάτια των ανθρώπων
Να τον γελάσουν δεν μπορούν που ενώ του δείχνουν πίστη
Φαίνονται πως με ψεύτικη αγάπη κολακεύουν.
Οταν ετοίμαζες στρατό για χάρη της Ελένης
Εγώ έλεγα μέσα μου-δε θέλω να στο κρύψω-
Πως το τιμόνι του μυαλού σωστά δεν κυβερνούσες
Κι ούτε με μάτι σ' έβλεπα καλό, αφού ζητούσες
Ανθρώπους θυσιάζοντας να πάρεις πάλι πίσω
Μία γυναίκα ακόλαστη πούφυγε με βουλή της.
Μα τώρα μ’ όλη την καρδιά στο λέω και σαν φίλος
Τέλος καλό, όλα καλά, και τα κακά ακόμα.
Και ρωτώντας αργότερα, αν θελήσεις, θα μάθεις
Ποιός το δίκιο ακολούθησε απ’ αυτούς που την πόλη
Την φυλάγαν, και ανάρμοστα πάλι ποιός έχει πράξει.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Πρώτα, όπως συνηθίζεται, το Άργος χαιρετίζω
Και τους θεούς του τόπου μου που στέρξαν να γυρίσω
Αφού δίκια εκδικήθηκα την πόλη του Πριάμου.
Γιατί χωρίς να καρτερούν τους λόγους των διαδίκων
Με μιαν απόφαση οι θεοί στην κάλπη του θανάτου
Ερίξανε την ψήφο τους: μαζί με το στρατό του
Ν' αφανιστεί το Ιλιο. Ενώ στην άλλη κάλπη
Μόνο η ελπίδα του χεριού ζύγωνε-κι έμενε άδεια.
Και τώρα ακόμα ο καπνός δείχνει πως ’πάρθη η πόλη. Θανάτου ανεμοστρόβιλοι ακόμα τήνε ζώνουν.
Μαζί τους, το δικόνε της θάνατο η στάχτη ζώντα
Βαριές σκορπάει μυρουδιές απ' τα παλιά τα πλούτη. Πρέπει στους θεούς παντοτινή μια χάρη να χρωστάμε Πίσω αφού επήραμε την προσβολή που εγίνη
Με τη φρικτή την αρπαγή, και για βουλή γυναίκας
Η πόλη αφανίστηκε απ' το θεριό του Άργους-
Τον ασπιδόντυτο στρατό που απ’ την κοιλιά του αλόγου Εβγήκε κι έξω επήδηξε ως κρύβονταν η πούλια.
Κι ο αιμοβόρος λέοντας χύμηξε μες στο κάστρο
Κι αχόρταγα βασιλικό γλύφοντας αίμα ήπιε.
Το λόγο λίγο τράβηξα για τους θεούς μιλώντας,
Όσο για τα αισθήματα που μούχεις φανερώσει
Τάχω στο νου μου. Τ’άκουσα και συμφωνώ μαζί σου.
Αλήθεια, λίγοι άνθρωποι τόχουν στο φυσικό τους
Τον φίλο τους σαν ευτυχεί να μη τόνε φθονούνε.
Κι όμως πικρό μες στην καρδιά σταλάζει το φαρμάκι
Γιατί εκείνος που φθονεί διπλή αρρώστια έχει.
Από τη μια τα βάσανα τον τρώνε τα δικά του
Κι από την άλλη τον πονά η ευτυχία του άλλου.
Η πείρα με δασκάλεψε γι αυτό μιλώ. Και ξέρω
Οτι ενώ μου δείχνανε πολλοί μεγάλη αγάπη
Εμοιαζε η αγάπη τους με είδωλο καθρέφτη,
Με σκιάς εικόνα. Απ' όλους τους μονάχα ο Οδυσσέας
Που άθελα ξεκίνησε, πρόθυμα με βοηθούσε
Οταν εμπήκε στο ζυγό -μιλάω γι αυτόνε δίχως
Να ξέρω αν πέθανε η ζει. Για τ’ άλλα που στην πόλη
Και στους θεούς να κάνουμε χρωστάμε, θα σκεφτούμε
Στη συνοδό των πολιτών, μαζί όλοι συζητώντας.
Και πρέπει νάναι η σκέψη μας πώς ότι καλοστέκει
Θα το κρατήσουμε καλό. Κι ό.τι έχει πάλι ανάγκη
Από γιατρειά και. φάρμακα, πώς την αρρώστια πέρα
Θα κάνουμε, είτε κόβοντας, ή καίγοντας, με γνώση
Πάντοτε και με σύνεση. Στην τιμημένη εστία
Τώρα θα πάω του παλατιού, και υψώνοντας τα χέρια
Θα χαιρετήσω τους θεούς πρώτα, που αφού με στείλαν
Και πήγα τόσο μακρια, όμως με φέραν πίσω.
Κι η νίκη, μια που ακλούθησε, γιά πάντοτε ας στεριώσει.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Πολίτες του Αργούς σεβαστοί και πρώτοι μέσα σ' όλους
Δε θα ντραπώ να πω σε σας την τόση την αγάπη
Που νιώθω για τον άντρα μου. Περνώντας σβήνει ο χρόνος Τη συστολή απ' τον άνθρωπο. Δεν άκουσα από άλλους
Όσα σας πω, αλλά εγώ τάχω τραβήξει η ίδια,
Εγώ αυτή την άθλια ζωή εζούσα όσο
Αυτός ο άνθρωπος εδώ, κατ’ απ’ της Τροίας τα τείχη
Τόσον καιρό βρισκότανε. Και πρώτα μια γυναίκα
Μόνη, χωρίς τον άντρα της στο σπίτι της να μένει
Κακό είναι αφάνταστο. Στ’ αυτιά της όλο φτάνουν
Φήμες πολλές δυσάρεστες. Και πότε να ’ρχεται ένας
Κακά μαντάτα φέρνοντας, και πότε πάλι άλλος
Ενα χειρότερο κακό να λέει απ' τον πρώτο,
Για συμφορές φωνάζοντας όλοι τους μες στο σπίτι.
Αν τόσες είχε πληγωθεί φορές όσο η φήμη
Που μες στο σπίτι έφτανε τόθελε, τότε θάταν
Θάλεγες ο άνθρωπος αυτός πιό τρύπιος κι από δίχτυ,
κι αν πάλι είχε όσες φορές ελέγανε πεθάνει
Τότε σαν άλλος Γηρυών να καυχηθεί θα μπόρειε
Πως τρεις φορές εφόρεσε της γης αυτής το ντύμα
(Μιλάω για την πάνω γη, όχι για τα υπόγεια)
Και από μια πεθαίνοντας φορά σε κάθε σχήμα.
Γι αυτές τις άραχλες λοιπόν τις φήμες, πολλούς βρόχους
Πούχα κρεμάσει από ψηλά, πολλοί, απ’ το λαιμό μου
Χωρίς να θέλω μου έλυσαν. Κι είναι γι αυτό το λόγο
Και νάσαι βέβαιος γι αυτό, που ο γιός σου ο Ορέστης
Ο εγγυητής της πίστης σου μαζί και της δικής μου
Εδώ δεν είναι ως θα ’πρεπε. Όμως μην απορήσεις.
Εμπιστος φίλος τον κρατεί, ο Φωκαέας ο Στρόφιος,
Διπλά που μούλεγε κακά, ένα για τον δικό σου
Που έτρεχες τον κίνδυνο, εκεί στης Τροίας τα τείχη
Και πως θα μπόρειε του λάου η βουερή αναρχία
Τη γερουσία νάριχνε-γιατί έτσι ειν' οι ανθρώποι,
Αυτόν που πέφτει αδύναμος, να τον κλωτσάνε θέλουν.
Δόλο δεν κρύβει βέβαια η σκέψη αυτή κανέναν.
Στέρεψαν των δακρύων μου οι πηγές που αναβλύζαν
Με δύναμη. Δε μένει πια ούτε σταγόνα. Κι έχω
Πόνο στα μάτια απ’  την πολλή αγρύπνια μες στη νύχτα,
Σαν έκλαιγα για τις φωτιές πούταν για σε ν’ ανάψουν
Κι όλο και δεν ανάβανε. Και μου ’κοβε τον ύπνο
Τ' ανάλαφρο ζουζούνισμα του κουνουπιού. Ξυπνούσα
Και να με ζώνουν συφορές πιότερες εθωρούσα
Παρ’ όσες μες στου ύπνου μου χωρούσανε το χρόνο.
Μετά απ' αυτά που τράβηξα, ξέγνοιαστη πλέον τώρα
Μπορώ να πω πως ο άνθρωπος είναι αυτός για μένα
Της μάντρας σκύλος φύλακας, άγκυρα για το πλοίο,
Στύλος γερός στέγης ψηλής, μοναχογιός πατέρα,
Κι ακόμα γη ανέλπιδη σε θαλασσοδαρμένο,
Μέρα γλυκιά που έρχεται μετά απο κακοσύνη,
Νερό πηγής τρεχάμενο στη δίψα στρατοκόπου.
Ω! Τι χαρά το άφευγο κακό κανείς να φεύγει!
Όπως αυτά χαιρετισμού θαρρώ του αξίζουν λόγια.
Και μη κανείς να τα φθονεί. Αλήθεια ως τα τώρα
Πολλά κακά τραβήξαμε. Και κάνε μου τη χάρη
Αγαπημένε αφέντη μου, κατέβα από τ’ αμάξι
Χωρίς το πόδι σου στης γης το χώμα να πάτησεις-
Το πόδι σου ω βασιλιά που έριξε την Τροία.
Και δούλες σεις,τι κάθεστε; Δική σας η φροντίδα
Χαλιά να στρώσετε στη γη απ’ όπου θα περάσει.
Ο δρόμος πορφυρόστρωτος γι αυτόν ας γίνει αμέσως
Για να τον πάει στ’ ανέλπιστο παλάτι του η Δίκη.
Όσο για τ’ άλλα, η άγρυπνη φροντίδα μου, σε τέλος
Με τη βοήθεια του Θεού δίκαιο θα τα φέρει
Καθώς από τη μοίρα τους είν’ όλα ορισμένα.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Των παλατιών μου φύλακα, της Λήδας θυγατέρα,
 Μακριά η απουσία μου, μακρύς κι ο λόγος σου ήταν.
Μα πιό πολύ θα ταίριαζε απ' άλλους να ερχόταν
Του δίκιου έπαινου η τιμή. Κι όσο για τάλλα πούπες,
Εμέ μη με χαδολογάς σα να γυναικοφέρνω
Ούτε σα νάμουν βάρβαρος να θες να με τιμήσεις
Μιλώντας υψηλόφωνα και χαμοπροσκυνώντας
Ούτε με πέπλα επίφθονα να στρώνεις μου το δρόμο.
Ταιριάζει μόνο τους θεούς με τέτοια να τιμούμε.
Να περπατήσω εγώ, θνητός, σε τέτοια έτσι επάνω
Στρωσίδια ομορφοπλούμιστα σε μέγα φόβο τόχω.
Σαν άντρας πούμαι τίμα με, όχι θεός σα νάμουν.
Ανάγκη η δόξα η καλή δεν έχει από ξόμπλια
Κι από ποδοστρωσίματα. Και το πιό μέγα δώρο
Οι θεοί απ' όσα δίνουνε ειν' η ορθοφροσύνη.
Πρέπει να μακαρίζουμε μονάχα αυτόν που είδε
Να του τελειώνει σε γλυκειά μέσα η ζωή ευτυχία.
Κι αν πάντα έτσι φέρομαι, φόβο εγώ δε θάχω.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και τώρα θέλω να μου πεις την καθαρή σου γνώμη.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Οσο γι αυτό,τη γνώμη μου εγώ δεν την αλλάζω.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Το έχεις έτσι ορκιστεί για των θεών το φόβο;

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ξέρω καλά πως το σωστό έχω αποφασίσει.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και τι νομίζεις θάκανε ο Πρίαμος αν νικούσε;

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Σίγουρα και θα πάταγε πάνω σε τέτια ξόμπλια.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μη φοβηθείς λοιπόν κι εσύ τον ψόγο των ανθρώπων.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ναι, μα ο λόγος του λαού μεγάλη δύναμη έχει.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Οποιον οι άνθρωποι φθονούν αυτόνε και θαυμάζουν.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Μα δεν ταιριάζει να ζητά καυγάδες η γυναίκα.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Είναι καλό κι οι νικητές κάπου να νικηθούνε.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Τόσο σπουδαίο αλήθεια συ, τόχεις να με νικήσεις;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τη νίκη αν δώσεις θέλοντας, ο νικητής εσύ 'σαι.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Τέτοια αφού ειν' η γνώμη σου, 'μπρος τότε, ας μου λύσουν
Τα πέδιλα που δουλικά πατιούνται από τα πόδια,
Κι ενώ πατώ πάνω σ' αυτά τα πορφυρά στρωσίδια
Το μάτι ας μη φθονερό των θεών πάνω μου πέσει.
Τόχω αλήθεια σε ντροπή μεγάλη να χαλάω
Πατώντας με τα πόδια μου τα πλούτη του σπιτιού μου
Και τα ολασημοζύγιαστα υφάδια του. Τελειώνω
Μ’ αυτό το θέμα.
 
                              Όμως αυτή την ξένη να την μπάσεις
Στο σπίτι μέσα ευπρόσδεκτα. Γιατ’ οι θεοί με μάτι
Από ψηλά βλέπουν καλό στον πράο τον αφέντη.
Κανείς δεν πέφτει στη σκλαβιά με θέληση δική του.
Αυτή,  εν' άνθος διαλεχτό ανάμεσα στα πλούτη
Που ο στρατός μου δώρισε, μ' έχει ακολουθήσει.
Όμως αφού αναγκάστηκα να κάνω αυτό που θέλεις
Ας μπω μες στο παλάτι μου πατώντας σε πορφύρες.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΉΣΤΡΑ
Ας ειν' καλά η θάλασσα-και ποιός θα την ξεράνει-
Που την πολύτιμη αυτή βαφή των υφασμάτων
Καινούργια πάντα κι άφθονη μέσα της τήνε θρέφει.
Και δόξα νάχει ο θεός, στο σπίτι βασιλιά μου
Υπάρχει πλήθος απ' αυτά, όρεξη μόνο νάχεις.
Το σπίτι φτώχεια τι θα πει δεν ξέρει. Και αν τότε,
Που έψαχνα τρόπο πληρωμής νάβρω για να γλιτώσεις  
Απ' το μαντείο το πρόσταζαν, θα ’ταζα μες στο σπίτι
Κι άλλα πολλά τέτοια υφαντά να στρώσουν να πατήσεις.
Το φύλλωμα ξανάρχεται η ρίζα όταν υπάρχει
Κι απ’ το βαρύ ο ίσκιος του το κάμα προστατεύει.
Ετσι κι εσέ ο γυρισμός μέσα στ' αρχοντικό μας
Είναι σα να μας έφερε μες στο χειμώνα ζέστη,
Και όταν φτιάχνει απ' την ξυνή την αγουρίδα ο Δίας
Κρασί, τότε δροσιά υπάρχει μες στο σπίτι
Αφού ο νοικοκύρης του μέσα του τριγυρίζει.
Α! Δία! Δία! Που όλα συ στο τέλος τους τα φέρνεις
Και οι δικές μου οι ευχές κάνε να ευοδωθούνε
Και όλη δωσ’ την έγνοια σου σ' αυτό πούχεις να κάνεις.

ΧΟΡΟΣ
ΤΡΙΤΟ  ΣΤΑΣΙΜΟ

Γιατί αδιάκοπα άραγε να φτεροδέρνεται έτσι
Μες στην αλαφροϊσκιωτη καρδιά μου αυτός ο φόβος
Και ν' αρχινά το μαντικό εντός μου το τραγούδι
Ακάλεστο κι απλήρωτο; Γιατί μες στης καρδιάς μου
Δεν πάει το θάρρος το καλό στον θρόνο να καθίσει
Και τ' όνειρο του φόβου μου το μαύρο να ξορκίσει;  
Σαν άμμος πέρασε πολύς ο χρόνος από τότε
Που πά' στα πλοία πέσανε τα παλαμάρια, όταν
Ο ναυτικός μας ο στρατός κίναε να πάει στην Τροία.

Τους είδα με τα μάτια μου και ξέρω πως γυρίσαν.
Και όμως μέσα μου η καρδιά το θρήνο ψαλμουδάει
Των Ερινυών, χωρίς κανείς να της τον έχει μάθει,
Και δίχως λύρας συνοδειά. Κι αχ! Το καλό το θάρρος
Που η ελπίδα η γλυκεία μούδινε τόχω χάσει.
Τα σπλάχνα μου έτσι άδικα ποτέ δε λαχταρίζουν
Κι αναίτια δε χοροπηδά στα στήθη μου η καρδιά μου.
Μα εύχομαι ψέματα να βγουν εκείνα που φοβάμαι
Και φως ημέρας να μη δουν.
 
                                               Διόλου δε νιώθει ασφάλεια
Ουτ’ η υγεία η πιό καλή, αφού κοντά της πάντα
Ομότοιχη γειτόνισσα στέκεται η αρρώστια
Κι ενός ανθρώπου η ευτυχιά που ολόπριμα αρμενίζει
 Μπορεί να πέσει ξαφνικά σε ύφαλο επάνω.
Μ' αν ένα μέρος απ' αυτά στο φόβο πού ανήκουν
Αυτός τα ρίξει έγκαιρα πετώντας ό,τι πρέπει
Δε θα χαθεί ολόκληρο το σπιτικό, κι ας είναι
Γεμάτο πλούτη άφθονα.Το πλοίο δε θα βουλιάξει.
Φτάνουν τα πλούσια κι άφθονα δώρα που δίνει ο Δίας
Και οι σοδειές κάθε χρονιάς, την πείνα να νικήσουν.

Μα όμως το μαυριδερό αίμα σφαγμένου ανθρώπου
Μιας και χυθεί ποιος ξορκιστής μπορεί να φέρει πίσω;
Αλλά κι εκείνον πούμαθε με τη σωστή την τέχνη
Να ζωντανεύει τους νεκρούς, τον ξέκανε ο Δίας.
Αν το δικό μου το γραφτό δεν μπόδιζε η μοίρα
Που οι θεοί μου όρισαν, να πει αυτά που θέλει
Τότε θα την προλάβαινε τη γλώσσα η καρδιά μου
Κι έξω θα τον ετίναζε τον φόβο μου ετούτον.
Μα τώρα βαριολύπητα στενάζει στο σκοτάδι
Δίχως ελπίδα κάποτε τα φλογισμένα στήθη
Απόφαση μία σωστή στο φως να ξεδιπλώσουν.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Λοιπόν Κασσάνδρα μέσα μπες-σε σένανε το λέω-
Αφού ο Δίας σου όρισε οργή χωρίς να δίνεις
Το αγνό να δέχεσαι νερό, και μέσα στο παλάτι,
Με άλλους δούλους στους βωμούς δίπλα να παραστέκεις
Που τ' αγαθά μας μας φυλάν.  Κατέβα από τ’ αμάξι
Κι άσε τις περηφάνιες σου, αφού και της Αλκμήνης
Ο γιος ακόμα κάποτε πουλήθηκε, παρ’όλο
Που διόλου δε συνήθιζε φαΐ να τρώει δούλου.
Αν όμως και για κάποιονε τόφερε η ανάγκη
Και τέτοιος κλήρος τούλαχε, αν πέσει σε αφέντες
Που είναι πλούσιοι από παλιά, μεγάλη θάχει τύχη.
Κι αν πεις για τους νεόπλουτους, πάντα σκληροί στους δούλους.
Αφθονα όμως από μας θα ’χεις ότ' είναι δίκιο.

ΧΟΡΟΣ
Ξεκάθαρα εμίλησε, και  τέλειωσε όπως  βλέπεις.
Και   τώρα που στο  δόκανο επιάστηκες  της  μοίρας
Αν  θες υπάκουσε. Αλλά μου φαίνεται  δε  θέλεις.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Εκτός και αν  βαρβαρική  μιλάει αυτή  μια γλώσσα
Ή αλλόκοτη  σαν  τη φωνή χέλιδονιού, τα λόγια
Στο νου της μέσα χώνοντας να νιώσει  θα την κάνω.

ΧΟΡΟΣ
'Μπρος! Ακολούθησε τηνε! Σου λέει ό,τι  στη θέση
Που  βρίσκεσαι καλλίτερο δε  μπόρειες ν'  ακούσεις.
Ακου την κι απ' το κάθισμα του αμαξιού κατέβα.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Καιρό  δεν έχω βέβαια κοντά σ'  αυτήν να μένω,
Στην πόρτα  εμπρος ενώ εκεί, στου παλατιού  τη  μέση
Μπρος  στο  βωμό για σφαξιμο τ' αρνιά με περιμένουν-
Χαρά που  δεν  προσμέναμε  ποτέ  να τήνε  δούμε.
Εσύ αν αποφάσισες το τι  θα κάνεις, κάν’ το.
Μ’  αν  ίσως πάλι  δε  μπορείς τα λόγια μου να νιώσεις
Γιατί  σου είναι αγνωστα, πες της τα σύ, για γλώσσα
Το χέρι σειώντας το βουβό.

ΧΟΡΟΣ
                                                 Άξιο ένα διερμηνέα
Μάλλον η ξένη θάθελε να της τα εξηγήσει.
Ο τρόπος της νιοσκλάβωτο αγρίμι τήνε δείχνει.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Στ' αλήθεια ειν' ανισόρροπη και τις κακές ακούει
Σκέψεις που κάνει το μυαλό. Που ενώ έχει αφήσει
Την πόλη τη νιοσκλάβωτη, εδώ ήρθε και δεν ξέρει
Το χαλινάρι να φορεί προτού ν' αφρίσει πρώτα
Η ορμή μέσα στο στόμα της. Μα δε θα ταπεινώσω
Τον εαυτό μου λέγοντας στα τόσα λόγια κι άλλα.

ΧΟΡΟΣ
Μα εγώ δε θα θυμώσω της γιατί τήνε λυπάμαι.
Κατέβα πια ταλαίπωρη. Αφησε το αμάξι
Και της σκλαβιάς κάνε αρχή αφού το θέλ' η ανάγκη.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Αλίμονο κι αλίμονο. Απόλλων!. Απόλλων!.    

ΧΟΡΟΣ
Γιατί τους θρήνους έβγαλες αυτούς για το Λοξία;
Δεν του αξίζει αυτουνού να τον μοιρολογάνε.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Αλίμονο κι αλίμονο. Απόλλων! Απόλλων!         


ΧΟΡΟΣ
Πάλι με στόμα βλάστημο καλεί τον θεό εκείνο
Που οι φωνές του σπαραγμού καθόλου δεν του πρέπουν.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Απόλλων οδηγέ μου συ κι αφανιστή. Απόλλων!        Αγύριστα τη δεύτερη αυτή φορά με χάνεις.

ΧΟΡΟΣ
Θα προφητέψει  φαίνεται  για τα δικά της πάθη.
Κρατεί  το θείο χάρισμα και στη σκλαβιά της μέσα.
 

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Απόλλων!  Οδηγέ μου συ κι αφανιστή!Απόλλων!       
Αλλί μου και πού μ’ έφερες;  Κατω  από ποιάνε στέγη;

ΧΟΡΟΣ
Στων Ατρειδών! Και αν εσύ μοναχή δεν το νιώθεις
Στο λέω εγώ. Και μη μου πεις πως ψέμματα σου λέω.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Σε σπίτι θεομίσητο. Πούχει πολλούς γνωρίσει       
Φρικτούς αποκεφαλισμούς από συγγένειας χέρι.
Τόπος αιματοπότιστος. Σωστό σφαγείο ανθρώπων.

ΧΟΡΟΣ
Μοιάζει καλό λαγωνικό νάναι η ξένη. Ψάχνει
Εκεί που πρέπει και λαγό γρήγορα θε να βγάλει.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Γιατί έχω μάρτυρες καλούς. Και τους πιστεύω. Νάτοι!     Παιδιά που μαυροκλαίγονται για τη φριχτή σφαγή τους… Σάρκες ψημμένες που τις τρώει αυτός που τις εγέννα…
                                                                                     
ΧΟΡΟΣ
Η φήμη σου η μαντική έχει στ' αυτιά μας φτάσει.
Ομως δε χρειαζόμαστε προφήτες εδώ πέρα.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Ω! Αλίμονο! Τι ’ναι αυτό πούχει στο νου της βάλει;
Ποιό είναι το καινούργιο αυτό και το μεγάλο κρίμα;
Μέγα κακό στο σπίτι αυτό αλήθεια ετοιμάζει
Για φίλους ανυπόφορο και που γιατρειά δεν έχει.
 Κι όποια θα μπόρειε ναρθεί μακριά είναι βοήθεια.



ΧΟΡΟΣ
Καθόλου δεν τις ένιωσα τις προφητείες ετούτες.
Τις άλλες τις κατάλαβα. Τα λέει όλη η πόλη.

 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Αχού ταλαίπωρη! Αυτό λοιπόν να κάνεις θέλεις;
Αφού τον πλύνεις στο λουτρό τον ομοκρέβατό σου…
Το τέλος πώς να το ειπώ-μα γίνεται ό,που νάναι…
 Να! Τόνα χέρι απλώνεται… τ' άλλο ακολουθάει…

ΧΟΡΟΣ
Πρώτα αινίγματα. Υστερα, οι σκοτεινοί χρησμοί σου.
Ακόμα δεν κατάλαβα.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
                                      Πωπω πωπω αλί μου..    
Τι ειν' αυτό που φαίνεται; Δεν είναι δίχτυ του Αδη;
Οχι. Η γυναίκα του ειν’ αυτή, όπου μαζί με άλλους
Θα τον σκοτώσει. Κι η αρά η αχόρταγη του γένους
Για το φριχτό το φονικό βαρύν ας στήσει θρήνο.

ΧΟΡΟΣ
Ποιά ειν' η Ερινύα αυτή που την καλείς να υψώσει
Μες στο παλάτι τη φωνή; Αυτά δεν μου αρέσουν.
Και νιώθω αίμα κίτρινο να δράμει στην καρδιά μου
Σαν κείνο που όσων πέσανε στη μάχη πληγωμένοι
Τους συνοδεύει τις στερνές αναλαμπές της ζήσης
Λίγο πριν έρθει η σκοτεινιά.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
                                       Α! ά! Να! Να! Τον ταύρο    
Απ’ τη γελάδα κράτα τον μακριά, μιας και με δόλο
Στα βρόχια της τον έπιασε και με κρυφό μαύρο όπλο
Τόνε χτυπά. Και στο λουτρό εκείνος μέσα πέφτει.
Σου λέω για τη δολερή και φονική λεκάνη.

ΧΟΡΟΣ
Βέβαια σπουδαίος 'ξηγητής χρησμών δε λέω πως είμαι
Μα όσα λες μοιάζουν κακά. Και πότε στους ανθρώπους
Κάτι καλό είπαν οι χρησμοί; Γιατί των μάντεων πάντα
Οι τέχνες οι πολύλογες το φόβο μας μαθαίνουν
Ανάμεσα απ' τις συφορές.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
                                            Ω μαύρο πεπρωμένο!                                 
Ωχου τη δύστυχη εμέ! Στων συμφορών το τάσι
Και τη δική μου δυστυχιά βάζω και κλαίω για όλες.
Α! η ταλαίπωρη εγώ! Πού μ' έχεις οδηγήσει!
Και για τι άλλο βέβαια; Για να πεθάνω. Ή όχι;


ΧΟΡΟΣ
Θεόπνευστη είσαι βέβαια μα και αλλοπαρμένη
Αφού, πράγμα ασυνήθιστο, θρηνείς τον εαυτό σου,
Σαν την αηδόνα την ξανθή που με ψυχή θλιμμένη
Την πικραμένη της ζωή με θρήνους τη γεμίζει
Και κλαίοντας ασταμάτητα φωνάζει «Ίτι…Ίτυ…"

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Α όχι! Είναι καλότυχο το λυγερό τ' αηδόνι    
Γιατ' οι θεοί το προίκισαν με φτερωτό ένα σώμα
Και μια ζωή του δώσανε γλυκειά με δίχως θρήνους.
Μα με προσμένει εμέ σφαγή με δίκοπο μαχαίρι.

ΧΟΡΟΣ
Πούθε οι κενοί οι πόνοι αυτοί της έμπνευσης σου ήρθαν
Και τα δεινά με σκούξιμο μακρόσυρτο τα ψέλνεις
Και το τραγούδι σου ψηλά πολύ 'ναι τονισμένο;
Τ' είναι αυτό που οδηγεί τα μαντικά σου χείλη
Τέτοιες κακομελέτητες ν' αρθρώνουν προφητείες;

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ    
Γάμοι του Παρι! Γάμοι, αχ! Όλεθρος για τους φίλους.
Αχού νερά του Σκάμαντρου οι πατέρες μας που πίναν.
Και η ταλαίπωρη εγώ στις όχθες του τριγύρω
Τρεφόμουν και μεγάλωνα. Γρήγορα όμως τώρα
Γύρω θαρρώ στον Κωκυτό θα ψάλλω προφητείες
Και στις οχτιές του Αχέροντα.

ΧΟΡΟΣ
                                                 Τώρα τι ειν' ο λόγος
Πούπες αυτός ο καθαρός; Κι ένα μωρό ακόμα
Θα τόνε καταλάβαινε. Η μαύρη σου η τύχη
Βαθιά με κάνει να πονώ, σαν φονικό ένα φίδι
Λες και με δάγκασε καθώς να τραγουδάς ακούω
Τέτοια τραγούδια λυπηρά που την καρδιά σπαράζουν.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Αχ οι κόποι της πόλης μας! Αχ οι κόποι της πόλης!   
Αδικα πήγαν. Χάθηκε η πόλη μας και πάει.
Και οι θυσίες πούκανε ο πατέρας για τους πύργους
Σφάζοντας αναρίθμητα ζώα καλοθρεμμένα
Δεν μπόρεσαν να κάνουνε την πόλη να γλιτώσει
 Και να μην πάθει ό,τι έπαθε. Και μένα το ζεστό μου
Το αίμα πα' στη γη αυτή γρήγορα θα σκορπίσει.


ΧΟΡΟΣ
Τα λόγια αυτά περίμενα που είπες να τ' ακούσω
Αφού ήτανε η φυσική συνέχεια των πιό πάνω.
Και κάποιος βέβαια θεός που θέλει το κακό σου
Βαρύς πολύ επάνω σου έπεσε και σε κάνει
Πάθη να ψέλνεις θλιβερά που θάνατο μηνάνε.
Αλλά το τέλος να ειπώ ποιό θάναι δεν το ξέρω.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Λίγο ακόμα κι ο χρησμός δε θα θωρεί κρυμμένος
Πίσω από πέπλους, νιόπαντρη σα νάτανε μια νύφη
Μα θα χυθεί όπως φαίνεται ορμητικά προς του ήλιου
Τις λαμπερές ανατολές και μες στο φως θα βγάλει
Σαν κύμα, ένα πιό τρανό κακό από το άλλο.
Θα σε φωτίσω κι όχι πια μ' αινίγματα μιλώντας.
Και μάρτυρές μου νάσαστε μαζί ακολουθώντας
Πως των αρχαίων μυρίζομαι των συμφορών τ' αχνάρια.
Δεν απολείπει ο χορός ποτέ αυτή τη στέγη
Και πάντα με κακόφωνη θα ψάλλει αρμονία.
Και μια που έχει μάλιστα πιεί και ανθρώπινο αίμα
Θράσεψε πια ολότελα και στρώθηκε στο σπίτι
Ο γιορτερός ο όμιλος των Ερινυών του γένους
Και πια δε λέει να σηκωθεί. Και καλοθρονιασμένες
Μέσα εδώ παντοτινά, να τραγουδούν αρχίζουν
Για την αιτία των συμφορών την πρώταρχη. Κι ακόμα
Με φρίκη το αδερφικό κρεβάτι καταριούνται
Σκληρό πολύ αληθινά γι αυτόν που το ατιμάζει.
Αστόχησα ή το πέτυχα σαν τον καλό τοξότη;
Η καμιά ψευτομάντισσα φλύαρη μήπως είμαι
Από αυτές που τριγυρνούν απ’ τόνα σπίτι στ' άλλο;  
Δώσε μου όρκο από πριν πως παραδέχεσαι ότι
Τις αμαρτίες του σπιτιού τις πρώτες δεν τις ξέρω
Μόνο από φήμες.

ΧΟΡΟΣ
                                     Νάτανε του όρκου η συμφωνία
Που μ' ειλικρίνεια γίνεται να φέρει θεραπεία!
Όμως θαυμάζω εσένανε που όντας αναθρεμμένη
Σε μία χώρα αλλόγλωσση και τόσο μακρινή μας
Σα να ’σουν μπρος και ταβλεπες όλα τα ξεδιαλύνεις.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Στην τέχνη αυτή με όρισε ο Απόλλωνας ο μάντης.

ΧΟΡΟΣ
Μήπως κι ας ήτανε θεός τον λάβωσ' ο ερωτάς σου;


ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Πρωτύτερα τόχα ντροπή γι αυτό να κάνω λόγο.


ΧΟΡΟΣ
Σαν ευτυχεί κανείς πολύ δε θέλει να το δείχνει.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Μα όλο φλόγα επάλευε για να με αποκτήσει.

ΧΟΡΟΣ
Μη και παιδιά εκάματε μαζί μετά από γάμο;

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Ενώ του είχα πει το ναι, τον γέλασα κατόπι.

ΧΟΡΟΣ
Αφού τη θεία είχες πια την τέχνη αποκτήσει;

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Ναι. Όλα πια προφήτευα τα πάθη στους πολίτες.

ΧΟΡΟΣ
Και ποια ήταν η εκδίκηση που πήρε ο Λοξίας;

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Κανένας δεν με πίστευε ύστερ' απ' ό,τι εγίνει.



ΧΟΡΟΣ
Αλλά σε μας, αχ, φαίνονται πολύ σωστοί οι χρησμοί σου.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Αλί κι αλί! Ωχ κι ωχ κακά! Πάλι ο φριχτός ο πόνος
Η ορθομαντεία που γεννά και που μ' αναταράζει
Μ' απαίσιο προανάκρουσμα… Βλέπετε αυτούς τους νέους Δίπλα απ' το σπίτι καθιστούς, ίδιες μορφές ονείρου;
Θάλεγες μοιάζουν με παιδιά δικοί που έχουν σφάξει.
Χέρια γεμάτα απ’ το φαΐ των ίδιων των σαρκών τους.
Σαν να κρατούνε φαίνεται τρισάθλιο φορτίο-
Τα σπλάχνα τους και τ' άντερα που γεύτηκε ο πατέρας.
 Γι αυτά σου λέω εκδίκηση ένα δειλό ετοιμάζει
Λιοντάρι που ανενόχλητο μέσα στο σπίτι μένει
Και στα κρεβάτια -αλίμονο-ενάντια τριγυρνάει
Στον αφέντη που γύρισε-Στον αφέντη μου ωΐμένα-
Μιας κι ειν' ανάγκη της σκλαβιάς το βάρος να βαστάξω.
Κι ο αρχηγός των καραβιών και κουρσευτής της Τροίας
Δεν ξέρει τι για τύχη του κακή του ετοιμάζει
Το αποτρόπαιο θηλυκό-πως θάνατο σχεδιάζει.
Αφού κρυφά τον έγλυψε πρώτα σα νάταν σκύλα
Κι αφού τ’ αυτιά της χαρωπά τάχα είχε τεντωμένα
Τετοια τολμάει: θηλυκό ειν' ο φονιάς του άντρα!
Ποιου αν απαίσιου όνομα της έδινα θηρίου
Σωστά θα την ονόμαζα; Αμφίσβαινα ή μήπως
Σκύλλα σε βράχους καθιστή που μακελλεύει ναύτες;
Ή μάννα του Αδη έξαλλη που εχθρό για τους δικούς της
Τον Αρη μέσα της κρατά;.. Και τι σκουξιές θριάμβου
Που έβγαζε η αδιστακτη: σαν νάχε μες σε μάχη Κατατροπώσει τον εχθρό και λέει. απ' τη χαρά της
Πώς ήταν, που εσώθηκε κι είχε γυρίσει εκείνος.
Κι αν δεν πιστεύεις, τίποτα με τούτο δεν αλλάζει.
Και τάχα γιατί θ’ άλλαζε; Ο,τι είναι νάρθει θάρθει.
Και σύντομα. Και συ εδώ θάσαι και θα με κλάψεις.
Και λυπημένος πράγματι θα λες:μάντευε αλήθειες.

ΧΟΡΟΣ
Τόνιωσα κι ανατρίχιασα το δείπνο του Θυέστη   
Με των παιδιών του κρέατα. Και φόβος μ’ έχει πιάσει.
Αλήθειες βλέπεις άκουσα και όχι φαντασίες.
Αλλά των άλλων που άκουσα το νόημα μου διαφεύγει.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Το φόνο του Αγαμέμνονα σου λέω πως θ' αντικρίσεις.

ΧΟΡΟΣ
Αθλια! Μη κακομίλητο το στόμα σου ανοίγεις.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Στο λόγο που είπα γιατρειά καμμία δεν υπάρχει.

ΧΟΡΟΣ
Οχι, αν θα γίνει. Μα ο Θεός ποτέ να μην το δώσει.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Εσύ το εύχεσαι. Μα αυτοί το φόνο μελετάνε.

ΧΟΡΟΣ
Και ποιός ο άντρας που αυτό το κρίμα ετοιμάζει;

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Βλέπω πως έξω έπεσες πολύ απ' τους χρησμούς μου.

ΧΟΡΟΣ
Είναι που δεν κατάλαβα ο φόνος πώς θα γίνει.


ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Κι όμως, κατέχω άριστα τη γλώσσα των Ελλήνων.

ΧΟΡΟΣ
Και η Πυθία. Μα δύσκολο κανείς να τήνε νιώσει.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Αλλί μου! Αλλί μου! Τι φωτιά!. Κι απάνω μου χυμάει!
Ωιμένα Λύκειε Απόλλωνα! Λυπήσου με… λυπήσου...
 Αυτή, λιόντισσα δίποδη με λύκο που κοιμάται
Οταν ο λιόντας ο άρχοντας από το σπίτι λείπει,
Θα με σκοτώσει τη φτωχιά. Και σαν να ετοιμάζει
Φάρμακο λες, καυχιέται πως μες στο υγρό θα χύσει
Και τη δίκη μου πληρωμή. Κι ενώ ακονάει το ξίφος
Για του άντρα της το σφάξιμο, θα λέει πως τον σκοτώνει Γιατί εμένα έφερε εδώ. Λοιπόν τι τα  φοράω
Αυτά εδώ που προκαλούν το γέλιο των ανθρώπων
Τα σκήπτρα και τα μαντικά στεφάνια στο λαιμό μου;
Εσάς,  προτού να χαλαστώ, εγώ θα σας χαλάσω.  
Α να χαθήτε. Ετσι, να! Πεσμένα σας πληρώνω.
Προικίστε άλλη συφορά και όχι τη δική μου.
Να! Ο ίδιος ο Απόλλωνας το φόρεμα μου βγάζει
Το μαντικό, αφού είδε πριν να με περιγελούνε
Ενώ ακόμα τούτα εδώ φορούσα τα στολίδια,  
Ίδια κι οι φίλοι κι οι εχθροί χωρίς καμμιά αιτία.
Και δύστυχη με λέγανε, στρίγγλα και ψωμοζήτα
Κι υπόφερα σα νάμουνα ζητιάνα γυρολόγα.
Και αφού τέλεια μάντισσα ο μάντης μ’ έχει κάνει,
Στη μαύρη με οδήγησε τη μοίρα του θανάτου.
Κι αντίς γιά πατρικό βωμό με περιμένει τώρα
Ενα κρεατοσάνιδο, νωπό ακόμ' απ' το αίμα
Αυτού που σφάγηκε πιό πριν. Αλλά το θάνατο μου
Ετσι ατιμώρητο οι θεοί δεν πρόκειται ν’ αφήσουν.
Γιατί θαρθεί εκδικητής άλλος με τη σειρά του,
Παιδί που του πατέρα του θα πάρει πίσω το αίμα
Σκοτώνοντας τη μάννα του. Μακριά 'π' τη χώρα ετούτη
Πλανημένος, εξόριστος, πίσω θαρθεί να φέρει
Την Άτη ετούτου του σπιτιού στ' αποκορύφωμά της.
Εχουνε ορκιστεί οι θεοί μεγάλον έναν όρκο.
Πως θα ’ρθει εδώ εκδικητής για τον νεκρό πατέρα
Που χτυπημένος έπεσε. Αλλά γιατί να κλαίω
Στενάζοντας, τη μοίρα μου; Αφού του Ιλίου είδα
Πρώτα τα χάλια πούπαθε, κι αυτοί που το επήραν
Το ίδιο τέλος θάχουνε με των θεών την κρίση.
Ας μ' έβρει ο,τ' είναι να με βρει. Θ’ αντέξω να πεθάνω
Και σας εδώ, του Αδη για με, πύλες, σας χαιρετάω.
Μα θάθελα ένα μοναχά θανάσιμο να νιώσω
Χτύπημα, που έτσι, ασφάδαστη, και με χυμένο το αίμα,
Τέλος ευκολοθάνατο τα μάτια να μου κλείσει.

ΧΟΡΟΣ
Ω! Συ, πολυβασάνιστη και πάνσοφη γυναίκα:
Είπες πολλά. Μ' αληθινά, το θάνατό σου αν ξέρεις
Με δίχως φόβο έτσι πώς, προς το βωμό πηγαίνεις
Όπως τα βόδια που θεϊκό τα οδηγάει χέρι;

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Ξένε, η ώρα σα θαρθεί αναβολή δεν παίρνει.

ΧΟΡΟΣ
Μα ειν' η ώρα η στερνή που πιότερη έχει αξία.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Ηρθε η μέρα. Ειν' αυτή. Λίγο κερδίζω αν φύγω.

ΧΟΡΟΣ
Μάθε, με γενναιότητα ξέρεις να υπομένεις.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Κανένας όταν ευτυχεί αυτά δε θα τ’ ακούσει.

ΧΟΡΟΣ
Χάρη είναι για τον άνθρωπο θάνατος δοξασμένος.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Αλλί πατέρα μου κι εσείς παιδιά του δοξασμένα.

ΧΟΡΟΣ
Τ’ είναι; Ποιος φόβος σε γυρνά και πάλι εκεί πέρα;

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Αχ! Αχ!

ΧΟΡΟΣ
Γιατί αυτό το "αχ"; ποια φρίκη πάλι νιώθεις;

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Πνοή αιματοστάλαχτη το σπίτι αναδίνει.

ΧΟΡΟΣ
Και πως; Μον’ είναι τα σφαχτά που απ' τους βωμούς μυρίζουν.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Ειν' ίδια όπως ο αχνός που βγαίνει από τάφο.
 
ΧΟΡΟΣ
Τα Συριακά τ’ αρώματα εννοείς πούναι στο σπίτι ;



ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Μα και στο σπίτι θε να μπω τη μοίρα μου να κλάψω
Και του Αγαμέμνονα μαζί. Φτάνει η ζωή. Αχ ξένοι
Δεν κλαίω όπως κλαίει μπροστά στο θάμνο ένα πουλάκι
Από ένα φόβο μάταιον. Μάρτυρες να μου είστε
Όταν εγώ χαθώ, σ’ αυτό: γυναίκα θα πεθάνει
πληρώνοντας για μένανε, και άντρας θε να πέσει
Γι’ άντρα αλλουνού το θάνατο,  κακό που είχε ταίρι.
Σαν ξένη ετούτο σας ζητώ λίγο προτού πεθάνω.

ΧΟΡΟΣ
Δύστυχη, για τη μοίρα σου, που προφητεύεις, κλαίω.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Θέλω ένα λόγο να ειπώ ακόμα-όχι θρήνο-
Γιά τον εαυτό μου. Στο στερνό μπροστά το φως του ήλιου Εύχομαι να πληρώσουνε στους γδικιωτές οι εχθροί μου
Και τον δικό μου το χαμό-αφού έχουνε σκοτώσει
Μια σκλάβα-τόσο εύκολο κατόρθωμα στ’ αλήθεια.
Αλίμονό σας άνθρωποι. Είσαστε ευτυχισμένοι;
Μια σκιά την ευτυχία σας μπορεί να τήνε χάσει.
Δυστυχισμένοι είσαστε; Της πριν σας ευτυχίας
Τ' αχνάρια, ένα υγρό περνά σφουγγάρι και τα σβήνει.
Και με λυπεί το δεύτερο περσότερο απ' το πρώτο.

ΧΟΡΟΣ
Από τη φύση οι άνθρωποι  όλοι τους είν’ φτιαγμένοι  
Για ευτυχία αχόρταγοι. Ποτέ οικοδεσπότης
Κανείς δεν την βαρέθηκε κι έξω από το σπίτι
Ποτέ του δεν την έβγαλε, την πόρτα δείχνοντας της
Και λέγοντας της "φτάνει πιά! Μην ξαναμπείς 'δω μέσα!" Ετσι και οι αθάνατοι θεοί έχουνε δώσει
Να πάρει αυτός του Πρίαμου την πόλη. Κι έχει πίσω
 Γυρίσει θεοτίμητος. Μα τους παλιούς αν είναι
Φόνους, αυτός με το αίμα του, να τους πληρώσει τώρα
και αν για όσους χάθηκαν πεθαίνοντας κι εκείνος,
Μετά 'πο τόσους θανάτους από εκδίκηση άλλους
Θα φέρει το κατόπι του, ποιος τότε μες στον κόσμο
Πως μπόρειε με ασυφόριαστη να γεννηθεί μια μοίρα
Ποτέ του θα καυχιότανε αυτά όταν ακούει;

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ωιμένα!  Με χτυπήσανε με χτύπημα θανάτου.

ΧΟΡΟΣ
Σώπαινε. Χτυπημένος ποιος θανάσιμα φωνάζει;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ωιμέ μου! Εδευτέρωσε. Με χτύπησαν και πάλι.

ΧΟΡΟΣ
Ο βασιλιάς σκοτώθηκε, αν κρίνω απ' τις φωνές του.
Τώρα λοιπόν κι εμείς εδώ θα πρέπει να σκεφτούμε
Και σοβαρή απόφαση να πάρουμε αν μπορούμε.


ΠΡΩΤΟΣ
Εγώ σας λέω τη γνώμη μου. Να φέρουμε βοήθεια.
Να φωνάξουμε νάρθουνε στο παλάτι οι πολίτες.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Εγώ λέω πως γρήγορα πρέπει να μπούμε μέσα
Και το φονιά να πιάσουμε με ξίφος ματωμένο.

ΤΡΙΤΟΣ
Ναι. Συμφωνώ κι  εγώ μ'  αυτό. Κάτι  να γίνει  πρέπει. Καιρός  δεν πρέπει  να χαθεί.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
                                             Το βλέπει αυτό καθένας.
Ετσι που αρχίσαν δείχνουνε πως παν για τυραννίδα.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Εμείς αργούμε. Αλλ' αυτοί βάζοντας κατά μέρος Αναστολές, το χέρι τους ξάγρυπνο το κρατούνε.

ΕΚΤΟΣ
Εγώ δεν ξέρω τι να πω. Δεν έχω γνώμη ακόμα,
πρέπει κανένας να σκεφτεί προτού να κάνει κάτι.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Τα ίδια σκέφτομαι κι εγώ. Γιατί το πώς δεν ξέρω
Με λόγια αυτόν που πέθανε να τόνε φέρω πίσω.

ΟΓΔΟΟΣ
Και πια έτσι το κεφάλι μας θα σκύβουμε όσο ζούμε
Στους άτιμους που ντρόπιασαν άρχοντες και παλάτια;

ΕΝΑΤΟΣ
Αυτό δεν είναι υποφερτό. Κάλλιόχω να πεθάνω.
Γλυκύτερος ο θάνατος από την τυραννίδα.

ΔΕΚΑΤΟΣ
Μα για σταθείτε, τις φωνές παίρνοντας γι αποδείξεις
θα πούμε πως σκοτώθηκε ο βασιλιάς και πάει;

ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ
Ας μη μας πιάνει ταραχή. Ας βεβαιωθούμε πρώτα.
Αλλο να είσαι βέβαιος κι άλλο να υποθέτεις.

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ
Απ’ όσες γνώμες άκουσα, σωστή νομίζω ετούτη:
Να μάθουμε ξεκάθαρα τι τούτυχε του Ατρείδη.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Αν και πολλά είπα πιό πριν που τότε με βολεύαν
Δε θα ντραπώ τ' αντίθετα τώρα να πω από κείνα.
Γιατί αλλιώς πώς αν κανείς κάποιο κακό ετοιμάζει
Για τον εχθρό που φίλος του δείχνει πως τάχα είναι
Τα δίχτυα του ξολοθρεμού θα περιφράξει στέρια
Σε ύψος που ειν' αδύνατο αυτός να το πήδησει;
Για κάποια διαφορά παλιά, καιρό αυτή την πράξη
Τώρα την εσκεφτόμουνα. Και να που ηρθ' η ώρα.
Και τώρα στέκομαι εδωδά που χτύπησα, νικήτρα.
Κι άκου λοιπόν πώς έκανα-και που γι αυτό καυχιέμαι  
Που ούτε το χάρο ξέφυγε, ουτε αντιστάθη διόλου.
Με τους φαρδιούς κι ολέθριους πέπλους μου τον τυλίγω
Σα με το.δίχτυ το πυκνό εκείνο των ψαράδων
Και τον χτυπάω δυο φορές. Πόνου κραυγές δυο σέρνει
Και άφησε το σώμα του παράλυτο να πέσει.
Κι έτσι πεσμένος που ήτανε, και τρίτη μια του δίνω
Δώρο ταμένο που είχα 'γω στο βασιλιά τον Αδη,
Του κάτω κόσμου άρχοντα και των νεκρών σωτήρα.
Και κάτω έτσι σωριαστός ξέρασε την ψυχή του.
Ορμητικά τινάχτηκε το αίμα της πληγής του,
Ενώ η ψυχή του έβγαινε, και με τις μαύρες στάλες
Της ματωμένης της δροσιάς με ράντισε. Και ήταν
Όχι μικρότερη η χαρά που ένοιωσα από κείνη
Που νιώθει ο σπόρος του σταριού για τη θεϊκή βροχούλα Όταν του δένει ο καρπός. Και σεις προεστοί του Άργους Σεβάσμιοι, αν το θέλετε, χαρήτε μ' όσα γίναν.
Εγώ είμαι περήφανη. Κι αν στους νεκρούς θα πρέπει
 Σπονδές να γίνονται, γι αυτόν πρέπει και παραπρέπει:
Αφού στο σπίτι γέμισε μεγάλο ένα κροντήρι
Με συφορές κατάρατες, εγύρισε και το ’πιε.



ΧΟΡΟΣ
Θαυμάζουμε της γλώσσας σου αλήθεια την αυθάδεια,
Να καμαρώνεις έτσι δα, λέγοντας τέτοια λόγια
Παν' απ' το πτώμα του άντρα σου, που συ έχεις σκοτώσει.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Με δοκιμάζετε σα μια κουτή γυναίκα νάμουν.
Μα σε σας που με ξέρετε δίχως φόβο το λέω-
Και καθόλου δε νοιάζομαι σας αρέσει ναι ή όχι-
Αυτός είναι ο άντρας μου, ο Αγαμέμνονάς σας
Από το ίδιο μου νεκρός το δεξιό το χέρι.
Κι ό,τι έπαθε το άξιζε. Σάς άρεσε; Αυτό ’ναι.

ΧΟΡΟΣ
Σαν ποιό βοτάνι μαγικό από τη γη θρεμμένο
Η τι πιοτό απ’ τα κύματα της θάλασσας βγαλμένο
Γυναίκα να εγεύτηκες κι έκανες τέτοιον φόνο;
Μονάχη σου εδίκασες, μόνη σου έχεις σκοτώσει,
Μα τώρα λαομίσητη κι εξόριστη θα ζήσεις.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Για καταδίκη μου μιλάς τώρα και για εξορία
Κι ότι το μίσος του λαού θάχω και τις κατάρες.
Αλλα σε κείνον τίποτα να πεις δε βρήκες τότε
Που έτσι, αλογάριαστα, σφαχτάρι σαν να ήταν
Κι ενώ αρνιά είχε άφθονα στα μαλλιαρά κοπάδια
Θυσίασε την κόρη του, το πιο ακριβό μου σπλάχνο
Να εξορκίσει θέλοντας τους θρακικούς ανέμους.
Εκείνονε δεν έπρεπε για κείνο του το κρίμα
Να τον εξόριζες; Οχι ε; Μόνο σε μένα δείχνεις
Σκληρός πως είσαι δικαστής σα σου είπα τι έχω κάνει.
Ακου λοιπόν. Φοβέριζε, αλλά να ξέρεις ότι
Ετοιμη είμαι αν νικηθώ-σειρά σου και σειρά μου-
Στην εξουσία σου να μπω. Μα οι θεοί αν κρίνουν
Αντίθετα να γίνουνε, τότε πως είσαι γέρος
Καθόλου δε θα το σκεφτώ και γνώση θα σου βάλω.

ΧΟΡΟΣ
Σου πήρε αέρα το μυαλό και γλώσσα έχεις ροδάνι.
Κι όπως σου αντάριασε ο νους απ' το αίμα πούχεις χύσει
Ετσι δυο λάμψεις κόκκινες είναι τα δυο σου μάτια.
Κι ακόμα αν δεν επλήρωσες, μα θάρθει κάποια μέρα
Που θε να μείνεις μόνη σου και καταφρονεμένη
Και τότε με το αίμα σου το αίμα θα πληρώσεις.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μ' άκου κι αυτούς τους δίκαιους τους όρκους που θα κάνω.
Μα τη Δίκη, της κόρης μου το φόνο που εκδικήθη
Και μα την Ερινύα και μα την Άτη που σε κείνες  
Αυτόν εγώ που έσφαξα θυσία έχω προσφέρει,
Η έγνοια του φόβου δε θα μπει ποτέ στο σπιτικό μου
Οσο θ' ανάβει τη φωτιά ο Αίγισθος στο τζάκι,
Πιστός σε μένα όσο και πριν. Μια μεγάλη ασπίδα
Είναι αυτός του θάρρους μας.

                                                        Νάτος,νεκρός πεσμένος
Ο ανέντιμος ο σύζυγος, ο γόης των Χρυσηίδων
Κατ’ απ’ τους πύργους τους Τρωικούς. Νάτην εδώ και τούτη
Η μάντισσα κι αιχμάλωτη και ομοκρεβατή του
Προφήτισσα μα και πιστή γυναίκα του και ταίρι
Στα στρώματα τα ναυτικά. Εβρήκανε κι οι δυο τους
Εκείνο που τους ταίριαζε. Αυτός λοιπόν πάει έτσι
Και κείνη, η ερωμένη του, νεκρή στο πλάϊ του κείται
Αφού σαν κύκνος έψαλλε τον θρήνο του θανάτου
Τον ύστατο. Και μένανε ο θάνατός της νέα
Εχει προσθέσει στην παλιά ηδονή του κρεβατιού μου.



ΧΟΡΟΣ
Αχ ποιου θανάτου γρήγορη μοίρα να μπόρειε νάρθει     
Που δίχως να κρεβατωθώ απ’ αρρώστια, δίχως  πόνο,
Τον ύπνο τον αξύπνητο να δώσει στην καρδιά μου,
Αφού ο προστάτης μου εμέ που τόσο μ’ αγαπούσε
Και τόσα υπόφερε κακά για χάρη μιας γυναίκας,
Από γυναίκας έχασε χέρι και τη ζωή του.    
Αχού Ελένη άμυαλη! Αχού που μονό μία       
`Ψυχή εσύ, τόσες πολλές στον Αδη έχεις στείλει
Κατ’ απ' το Ιλιο ψυχές, τώρα μ' αυτό το αίμα
Που έχυσες, τ' αξέπλυτο, σε φούντωμα μεγάλο
Εφερες κι αλησμόνητο, μέγα κακό ό,τι ήταν
Μέσα στο σπίτι αυτό εδώ απ' τα παλιά τα χρόνια-
Κακό που-να!-κατάληξε σ' ενός αντρός το φόνο.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μη μες στη θλίψη σου καλείς του θανάτου τη μοίρα
Ούτε να στρέφεις την οργή που νιώθεις στην Ελένη
Πώς τάχα αφού αφάνισε τόσους, κι έστειλε μόνη
Πολλούς στον Αδη Ελληνες, πόνο μας έχει δώσει.

ΧΟΡΟΣ
Δαίμονα που βαρύς βαρύς πα’ στου Ταντάλου πέφτεις
Το σπίτι και τα δυό παιδιά, και νίκη στις γυναίκες
Εδωσες τις ισόψυχες, τι σπαραγμό μου δίνεις!
Νάτονε! Τώρα στάθηκε απάνω από το πτώμα
Σαν το κοράκι απαίσιος και δίκαια καυχιέται
Πως ψάλλει αυτό τον άθλιο τον ύμνο του θριάμβου.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τώρα εμίλησες σωστά. Για τον τριπάχυντο είπες
Αυτού του γένους δαίμονα. Γιατί έμβρυο ακόμα,
Είναι που τρέφεται απ’ αυτόν του αίματος ο πόθος
Και πριν τελειώσει η συφορά η παλιά, μια νέα βγαίνει.


ΧΟΡΟΣ
Για του σπιτιού το δαίμονα μίλησες τον μεγάλο
Που η οργή του είναι βαριά. Ακόρεστη για κρίμα
Αλλί κι αλλί μια συφορά μου θύμισες και μαύρη.
Αχ! Αχ! Του Δία θέληση αυτά που εγίναν ήταν.
Γιατί είναι κάτι που μπορεί χωρίς το Δία να γίνει;
Υπάρχει κάτι απ' αυτά που οι θεοί δε στείλαν;  

Αχ! Βασιλιά μου! Αχ βασιλιά! Και πώς να σε θρηνήσω;
Απ' την πιστή μου την καρδιά τι λόγια εγώ να βγάλω;
Στης αράχνης το δόκανο τούτο πεσμένος που είσαι  
Πήγες αδικοθάνατος.  Αλλίμονό! Σε τούτη
Την κλίνη κείτεσαι νεκρός, θάνατο αφού εβρήκες
Από μαχαίρι δίκοπο κι από δικού σου χέρι.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Φωνάζεις πως εγώ είμαι αυτή που ετούτο έχω κάνει.
Να μην το πεις ξανά. Εγώ δεν είμαι η γυναίκα
Του Αγαμέμνονα, παρά, ο άγριος εγώ 'μαι
Του Ατρέα που επρόσφερε απάνθρωπο ένα δείπνο
Ο παλαιός Αλάστορας. Και της γυναίκας πήρε
Την όψη ετούτου του νεκρού, που θυσιάζοντάς τον,
Ωριμο θύμα, εκδίκηση για τα παιδιά επήρε
Που σφάχτηκαν.

ΧΟΡΟΣ
                                  Πως είσαι εσύ αθώα για το φόνο
ποιός θα το έλεγε ποτέ; Και πού να το στηρίξει;
Να σου εστάθη συνεργός σε ό,τι έχεις κάνει
Μπορεί ο παλιός Αλάστορας που τη γενιά ρημάζει.
Και σαν ποτάμι χύνοντας ο μαύρος Αρης αίμα
Συγγενικό, αγωνίζεται να φτάσει στο σημείο
Της άνομης παιδοσφαγής να εκδικηθεί το κρίμα.


Αχ! Βασιλιά μου! Αχ Βασιλιά! Και πώς να σε θρηνήσω;   
Απ’ την πιστή μου την καρδιά τι λόγια εγώ να βγάλω;
Στης αράχνης το δόκανο τούτο πεσμένος που είσαι
πήγες αδικοθάνατος. Αλίμονο! Σε τούτη
Την κλίνη κείτεσαι νεκρός, θάνατο αφού εβρήκες
Από μαχαίρι δίκοπο κι από δικού σου χέρι.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και δε νομίζω πως αυτός ανάξια έχει πεθάνει.    
Μη δολερή μια συμφορά κι αυτός μέσα στο σπίτι         
Δεν έφερε; Μ' αν πλήρωσε για ότι έχει κάνει
Στην κόρη που με κείνονε είχα εγώ γεννήσει,
Στην κόρη την πολύκλαυτη, την Ιφιγένεια λέω,
Στον Αδη ας μην καυχιέται αφού για ό,τι έκαμε πρώτος,
πλήρωσε για την πράξη του με θάνατο από ξίφος.

ΧΟΡΟΣ
Η απορία με κρατεί. Ο νους μου έχει χάσει    
Τη λογική τη σκέψη του. Πού να στραφώ; Το σπίτι Γκρεμιέται.Της αιμάτινης βροχής τους χτύπους τρέμω
Που σει’ το σπίτι δυνατά. Πότε θα πάψει τάχα;
Η μοίρα, της εκδίκησης το δίκοπο μαχαίρι
Σε άλλα ακόνια τ' ακονά, σκοπό έχοντας καινούργια,
Κι άλλη να φέρει συφορά.

                                             Αμποτε και να μ' είχες    
Ω γη! δεχτεί, προτού αυτόν τον δω νάχει για στρώμα
Το ασημόπλευρο λουτρό.
                                               
                                        Και ποιός θα τόνε θάψει!
Ποιός θα τον κλάψει; Μήπως συ αυτό θα το τόλμησεις-
Τον άντρα σου αφού σκότωσες θρήνους μετά να στήσεις Άπρεπους, μιαν αχάριστη προσφέροντας του χάρη
Σαν τάχα γι ανταπόδωση στην τρομερή σου πράξη;
Και ποιός παν' απ' τον τάφο του στον έξοχο αυτόν άντρα
θα ψάλλει επιτύμβιο θρήνο και ποιός μ' εγκώμια
Και δάκρυα που από την ψυχή βγαίνουν θα τον υμνήσει;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δεν είναι δική σου δουλειά η φροντίδα για τούτα.     
Από μένα χτυπήθηκε, από με έχει πεθάνει,
Κι εγώ θα τον θάψω χωρίς συγγενών μοιρολόγια.
Μα η Ιφιγένεια, η κόρη του, χαρούμενη ως ταιριάζει
Σαν τον πατέρα στων καημών το γρήγορο ποτάμι
Υποδεχτεί, αγκαλιάζοντας θέλει τόνε φιλήσει.

ΧΟΡΟΣ
Είν' ανταπόδοση κακού τουτ’ το κακό που ήρθε    
Και είναι δύσκολο να πεις μα ποιόν είναι το δίκιο.
Κείνος που πιάνει πιάνεται-πληρώνει όποιος σκοτώνει.
Και όσο ο Δίας στέκεται, ακλόνητο θα στέκει
Πως όποιος έκανε κακό κακό θα βρει μπροστά του.
Γιατ' είναι νόμος του θεού. Ποιος απ'αυτό το σπίτι
Θα μπόρειε να ξερίζωνε το σπέρμα της κατάρας;
Γένος και Άτη έχουνε σφιχτά μαζί κολλήσει.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Το θείο νόμο αυτόν σωστά τον έχεις αναφέρει.    
Οσο για με θα ήθελα μια τέτοια συμφωνία
Να κλείσω με το δαίμονα πούχει βαθιά ριζώσει
Στο σπίτι των Πλεισθενιδών. Αυτά που ως τα τώρα
Γινήκανε, να τα δεχτώ, βαριά όσο κι αν είναι,
Αλλ’ από 'δω και υστέρα θέλω απ' αυτό το σπίτι
Μακριά να φύγει και γενιά μι’ άλληνε ν’ αφανίζει
Με αλληλοσκοτώματα. Κι απ' τ’ αγαθά τα τόσα
Ενα μικρό θα μου ’φτανε μέρος εμέ μονάχα:
Τη μανία να σταμάταγε δικός δικό να σφάζει.


ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ω! Φεγγοβόλημα γλυκό της εκδικήτρας μέρας!
Μπορώ πια τώρα να ειπώ πως οι θεοί τα βλέπουν
Από ψηλά τα κρίματα οι άνθρωποι που κάνουν
Κι ανάλογα τους τιμωρούν αφού στων Ερινύων
Τα πέπλα είδα με χαρά να κείται αυτός ο άντρας,
Του πατρικού πληρώνοντας χεριού την αδικία.
Γιατί ο Ατρέας, άρχοντας αυτής της γης, πατέρας
Ετούτου, τον πατέρα μου και αδερφό του Θυέστη –
καλά τα λέω- απ' αφορμή που ορέγονταν το θρόνο
Τον 'ξόρισε απ’ το σπίτι του αλλά κι από την πόλη.
Και όταν πίσω γύρισε, του τόπου του ικέτης,
Ο Θυέστης ο κακόμοιρος ασφάλεια βρήκε, κι έτσι
Τον θάνατο γλιτώνοντας δεν πότισε ο ίδιος
Της πατρικής το χώμα γης με το αίμα το δικό του.
Μα τούτου ο θεομίσητος πατέρας, ο Ατρέας,
Ενα ξενίας έκανε χάρισμα στον δικό μου.
Με προθυμία πιο πολύ παρά με ειλικρίνεια
Κάνοντας πως χαρούμενα πανηγυρίζει τάχα
Τη συμφιλίωση με γιορτές και κάνοντας θυσίες,
Για δείπνο του ετοίμασε τις σάρκες των παιδιών του.
Πόδια και χτένια των χεριών τα είχε λιανισμένα
Και κάτου απ' τ' άλλα τα ’κρυψε κομμάτια. Και μπροστά του
Τα έβαλε, καθίζοντας εκείνος παραπέρα.
Κι αθώος καθώς ήτανε κι ανύποπτος εκείνος
Παίρνει και τρώει απ' το φαΐ εκείνο που όπως βλέπεις Καταραμένο ήτανε για τη γενιά. Μα όμως
Αμέσως μόλις ένιωσε το απαίσιο το έργο
Φωνή μεγάλη έβγαλε και προς τα πίσω γέρνει
Ξερνώντας τα παιδιάτικα σφαχτάρια, και μια μοίρα
Εύχεται τρισκατάρατη να βρει τους Πελοπίδες.
Κλωτσιά στο δείπνο δίνοντας μαζί με την κατάρα
«Ετσι χαμένη κι η γενιά να πάει του Πλεισθένη».
Γι αυτά είναι που ’πεσε αυτός και πήγε όπως τον βλέπεις.
Κι ήτανε δίκαιο για με το φόνο να υφάνω.
Τρίτο ήμουνα παιδί εγώ του δόλιου του πατέρα.
Μωρό, κι αυτός μ’ εξόρισε στα σπάργανα μαζί του.
Και όταν εμεγάλωσα μ’ έφερε πίσω η Δίκη
Και τον χτυπώ τον αντρα αυτόν, μ’ όλο που του σπιτιού του
Δεν ήμουν. Κι αφού ύφανα το σχέδιο του χαμού του
Τώρα και να επέθαινα, γλυκειά η θανή θα ήταν,
Μιά και αυτόν τον έχω δει στο δόκανο της Δίκης.


ΧΟΡΟΣ
Αίγισθε,τέτοιο καύχημα για κρίμα, δεν το εγκρίνω.
Λες πως μελέτησες λοιπόν αυτή την καταδίκη
Και πως το σχέδιο πάνω σου όλο του φόνου παίρνεις;
Στο λέω, ξέρε το καλά, ότι η κεφαλή σου
Δε θα γλιτώσει απ' του λαού τις δίκαιες κατάρες
Κι από τις πέτρες που βροχή απάνω σου θα πέσουν.

ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ο τελευταίος συ τροχός του αμαξιού λες τούτα;
Κι έρχεσαι συ σ’ αντίθεση μ' αυτούς που κυβερνάνε;
Θα μάθεις πόσο είναι βαρύ να σε υποχρεώνουν
Γνώση να βάλεις γέροντα σ' αυτή την ηλικία.
Μα οι αλυσίδες της σκλαβιάς και τα κακά της πείνας
Οι πιο καλοί είναι δάσκαλοι που κι ένα γέρο ακόμα
Γράμματα τον μαθαίνουνε-γιά σκέψου, έτσι δεν είναι;
Όταν κλωτσάς κάτι σκληρό το πόδι σου πονάει.

ΧΟΡΟΣ
Γυναίκα εσύ που έμενες στο σπίτι καρτερώντας
Τους άντρες απ' τον πόλεμο, αφού ενός γενναίου
Την κλίνη την ατίμασες, ακόμα και το φόνο
Του άντρα εσύ ετοίμασες που ένα στρατό εκυβέρνα;

ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Θάναι για κλάματα αφορμή και τούτα σου τα λόγια.
Και γλώσσα έχεις αντίθετη από κείνη του Ορφέα.
Εκείνου όλα τα ’δενε η μαγεία της φωνής του
Ενώ εσύ γαυγίζοντας ανόητα μ’ ερεθίζεις.
Και θα δεθείς. Κι όταν δεθείς, τότε μυαλό θα βάλεις.

ΧΟΡΟΣ
Μήπως και θέλεις βασιλιάς να γίνεις μες στο Άργος
Εσύ που ενώ σχεδίασες δεν έχεις και τολμήσει
Το φόνο με τα ίδια σου τα χέρια να τον κάνεις;

ΑΙΠΣΘΟΣ
Ο δόλος-είναι φανερό-έπεφτε στη γυναίκα.
Εγώ, ο παλιός του ο εχθρός, θα σήκωνα υποψίες.
Τώρα με 'κείνου τ' αγαθά εγώ θα προσπαθήσω
Να εξουσιάσω το λαό κι αντίσταση όποιον φέρει
Θα τόνε βάλω σε ζυγό βαρύ-όχι σαν πουλάρι
Καλοθρεμμένο, που δουλειά εύκολη έχει στο άρμα
Μα θα τον συνετίσουνε νηστεία και σκοτάδι.

ΧΟΡΟΣ
Γιατί τον άντρ' αυτόν εσύ δε σκότωσες ο ίδιος
Με την κακή σου την ψυχή, παρ' άφησες το φόνο
Γυναίκα και τον έκανε-το ντρόπιασμα της χώρας
Και των εντόπιων των θεών; Μα ζωντανός δε θάναι
Κάπου ο Ορέστης και ναρθεί μοίρα καλή αν θελήσει,
Να χύσει και των δύο σας, εκδικητής, το αίμα;

ΑΙΠΣΘΟΣ
Τέτοια αφού κάνεις κι αφού λες, θα δεις κι εμένα τώρα. Εμπρός πιστοί μου σύντροφοι! Έφτασε τώρα η ώρα!  

ΧΟΡΟΣ
Εμπρός. Πανέτοιμοι κι εμείς. Και το σπαθί στο χέρι.

ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Κι εγώ κρατώντας το σπαθί θάνατο δεν ψηφάω.

ΧΟΡΟΣ
Πέθανε συ! Τα υπόλοιπα όλα θα τα δεχτούμε.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Πολυαγαπημένε μου, ας μη κακά και άλλα
Σε τούτα μας προσθέσουμε. Συγκομιδή πανάθλια
Και τούτα που θερίσαμε-η συφορά αυτή φτάνει.  
Αίμα άλλο ας μη χύσουμε. Και, γέροντες σεβάσμιοι,
Πάτε και σεις στη μοίρα σας κανείς πριν πάθει η κάνει
Κάτι κακό. Ο,τι κάναμε ήταν γραφτό να γίνουν.
Κι αν τούτα μας τα βάσανα εδώ θα σταματούσαν
Θα το δεχόμουνα. Γιατί με τη βαριά οπλή του
Ασχημα μας εχτύπησε ο δαίμονας. Τα λόγια
Μίας γυναίκας ειν' αυτά, κι αν θέλεις άκουσέ τα.

ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Μα πάλι αυτοί εμένανε με τη λερή τους γλώσσα
Να με στολίζουν, και μ' αυτή την αμυαλιά που δείχνουν
Να με προσβάλουν έτσι-εμέ! που είμαι ο άρχοντας τους!..

ΧΟΡΟΣ
Σ' Αργείους δε θα ταίριαζε να προσκυνούν αχρείους.

ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Α! Κι έννοια σου'. Αργότερα οι δυο μας θα τα πούμε.

ΧΟΡΟΣ
Δε θα προλάβεις αν ο θεός μας στείλει τον Ορέστη.

ΑΤΓΙΣΘΟΣ
Ξέρω. Μ’ ελπίδες τρέφονται όσοι εξόριστοι είναι.

ΧΟΡΟΣ
Κάντο κι αυτό αφού μπορείς-μη χάνεις τον καιρό σου.
Και πήγαινε και πλούτιζε μολύνοντας τη Δίκη.

ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ξέρε, αυτή την αμυαλια θα μου τήνε πληρώσεις.

ΧΟΡΟΣ
Ξεθάρρευε και κόμπαζε όπως στην κότα δίπλα
Ο κόκορας!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
                           Στ' ανόητα γαυγίσματα ετούτα
Μη σημασία δώσεις καμιά. Εγώ κι εσύ, σαν κύριοι
Που ’μαστε ετούτου του σπιτιού, σε όλα εδώ μέσα
Τάξη καλή θα βάλουμε.

ΤΕΛΟΣ