Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

 ΠΕΡΣΕΣ









ΧΟΡΟΣ
ΠΑΡΟΔΟΣ

Είμαστε  "οι  έμπιστοι"  εμείς,  όπως μας ξέρουν όλοι
Των Περσών που κινήσανε την Ελλάδα να πάρουν.
Κι  ο  ίδιος μας ο βασιλιάς, ο άρχοντας ο Ξέρξης
Γιός του Δαρείου, μας διάλεξε γιατί άξιους  μας εβρήκε
Και  μέσα στα πολύχρυσα και πλούσια  ανάκτορα του
Μας άφησε για να ’μαστε της Πολιτείας επόπτες.
Κι  όταν στο νου μας φέρνουμε το γυρισμό στη χώρα
Του βασιλιά και   του άμετρου χρυσόντυτου στρατού μας
Ενα φρικτό προαίσθημα  τρομάζει  την ψυχή μας
Που για το κάθε  μας πονεί φευγάτο παλληκάρι.
Γιατί από νιάτα  ολοκληρη ερήμωσε η Ασία
Και ούτε στην πρωτεύουσα την Περσική κανένας
Ιππέας ήρθε ή πεζός ως τώρα  αγγελιαφόρος
Αυτών που  από τ’  Αβγάτανα, είτε από τα Σούσα
Κι  εκείνων που απ’ τ’  απόρθητο, πάλια χτισμένο Κίσσιο
Εφύγανε.  Τους τόπους τους όλοι απαρατήσαν
Κι άλλοι πεζοί, και άλλοι  ιππείς, και άλλοι με καράβια
Του φιλοπόλεμου στρατού συνθέσανε το στίφος.
Όπως ας πούμε οι Άμιστρης, Αστάσπης, Αρταφέρνης
Και Μεγαβάτης, των Περσών ταγοί και  βασιλιάδες
Που υποταγή δηλώσανε στο μέγα βασιλέα,
Μ’ όσα  μαζί τους έσερναν αμέτρητα φουσάτα  
Όλους τους καβαλάρηδες κι αλάθευτους τοξότες
Που και στην όψη  ειν' φοβεροί, κι αξίζουνε στις μάχες
Και  μες στα στήθη μια ψυχή κρατούνε ατσαλένια.
Κι ο Αρτεμβάρης πούναι του παιχνίδι τ' άλογό του
Και ο Μασίστρης, κι ο άφταστος στο τόξεμα Ιμαίος
Κι  ο Φαρανδάκης, κι  ο Σοσβάνης, μάγος των αλόγων.
Κι άλλοι απ’  τον μέγα στάλθηκαν τον τροφοδότη Νείλο
Ο Σουσισκάνης από  'κει κι ο Αιγύπτιος Πηγαστάγων
Κι  ο μέγας άρχων  της  ιερής της Μέμφιδας,ο Αρσάμης
Κι  ο Αριόμαρδος, ο άρχοντας της μυθικής της Θήβας
και πλήθος αναρίθμητο ακόμα απ'  τους ελόβιους
Που η φήμη αξεπέραστους τους φέρνει λαμνοκόπους.
Κι ακολουθούνε οι Λυδοί οι καλομαθημένοι
Που απέραντων εκτάσεων λαούς εξουσιάζουν
Που ειν' οι βασιλιάδες τους κι οι δύο ξακουσμένοι:
Ενας ο Αρκτέας ο φρόνιμος κι ο Μιτρογάθης ο άλλος.
Κι απ' τις πολύχρυσες ορμούν τις Σάρδεις αναβάτες
Σ’ αμάξια απάνου τρίζυγα ή διπλόζυγα που είναι,
Που όποιος μονάχα τους ιδεί στο πρόσωπο,τρομάζει.
Κι ελπίζουνε του ιερού του Τμώλου οι γειτόνοι
Ότι δουλείας χαλινό θα βάλουν στην Ελλάδα.
Και οι Μυσοί ακοντιστές, κι ο Θάρυβις κι ο Μάρδων
Που όταν οι λόγχες τούς χτυπούν λες και χτυπούν σ’ αμόνι.
Κι η Βαβυλώνα η πάμπλουτη όλους τους μαχητές της
Από την κάθε της γωνιά μάζεψε κι έχει στείλει.
Και είναι άλλοι απ’ αυτούς ιδανικοί για ναύτες
Και άλλοι για να ρίχνουνε αλάθητα τα βέλη.
Και στέργοντας στην άφευγη του βασιλιά τη διάτα
τα πλήθη εμαζεύτηκαν όλα από την Ασία  
Αυτών που έχουν για όπλο τους το φονικό μαχαίρι.
Τετοιο το άνθος απ' τη γη που έφυγε της Περσίας.
Κι η Ασία που τους έθρεψε τρέμει κι αναστενάζει
Και των φευγάτων οι γονείς κι οι μοναχές γυναίκες
Μία μία λογιάζουνε τις μέρες που περνάνε
Τρομάζοντας σαν τον καιρό βλέπουνε να μακραίνει.

Καιρό έχει πια ο νικηφόρος που πέρασε
Στρατός του τρανού βασιλιά μας απέναντι
Στη γη που από μας μία θάλασσα εχώριζε
Εκείνη της Ελλης, της κόρης του Αθάμα.
Και πέρασε ενώνοντας τις δύο ξηρές
Με πλοία λινόδετα το ’να με τ’ άλλο
Πολύκολπο φτιάχνοντας έτσι ένα δρόμο
Που μοιάει υγός στον αυχένα του πόντου.

Και όπως βοσκός οδηγάει το κοπάδι
Και ο πολεμόχαρος άρχοντας έτσι
Τον άμετρο ίδια οδηγάει στρατό του
Στο δρόμο της θάλασσας και της στεριάς-
Ο άντρας ο ισόθεος της χρυσογενιάς.

Στα ματιά του μαύρο, φλογάτο το βλέμμα
Σα βλέμμα δράκου φονιά αιματόχαρου
Που μύρια κατέχοντας χέρια και πλοία
Το Σύριο το άρμα οδηγάει ποθώντας
Τον Αρη τον άφταστο στο τόξο να φέρει
Σε πόλεμο μ' άντρες δεινούς στο κοντάρι.

Κι όπως μ’ όσα κι αν κάνει αναχώματα κάποιος
Δε βολεί να βαστάσει τ’ ακράτηγο κύμα
Ετσι ούτε κανείς να σταθεί δεν ειν' άξιος
Σε ανθρώπινη όρθιος ενάντια πλημμύρα.
Γιατί έτσι ορμά των Περσών ο στρατός
Κι ο λαός μας φυχή ακατάβλητη έχει.

Μα πάλι τη με δόλο ετοιμασμένη
Παγίδα των θεών ποιος την ξεφεύγει,
ποιός πόδι μπορεί τόσο γρήγορο νάχει  
Που έγκαιρα αυτός να γλιτώσει πηδώντας;

Με χάδια τους ανθρώπους παρασέρνει
Στα δίχτυα της η Ατή κι από 'κει
Να βγει πια δεν μπορεί θνητός κανένας
Και να γλιτώσει με τη φυγή.

Γιατ’ η Μοίρα η δοσμένη απ’ τους θεούς
Από παλιά ορίζει για τους Πέρσες
Πολέμους καστρομάχους να κινάνε
Να χαίρουν ό,που αλόγων ταραχή
και νικημένες να κουρσεύουν πόλεις.
 
Και τα πλήθη εμάθανε όμως
Των κυμάτων να βλέπουν της θάλασσας
Της πλατιάς, που στον άνεμο ασπρίζει
Και ψιλόλιγνα ιστία αγαπήσαν
Και σκαριά λαοφόρα.

Γι αυτό τη μαύρη μου ψυχή
Τη δέρνει ο φόβος μήπως
«Οά του περσικού στρατού"
Κάποια κραυγή ακούσει
Από την έρμη απ’ άντρες πια
Τη χώρα των Σουσίων.

Και μη "οά" θ’ αντιβοά
Και των Κισσίων η πόλη
Απ’ τις σκουξιές των γυναικών
Καθώς τα βυσσινιά τους
Τα πέπλα θα ξεσκίζουνε
Μες στον πικρό δαρμό τους.

Γιατί όλος ο στρατός μας
Πεζοί και καβαλλάρηδες
Σαν σμήνος από μέλισσες πέταξε
Πίσω απ’ τον αρχηγό του
Κι απ’ τον ένα στον άλλονε  
Το θαλάσσιο τον όχτο επέρασε
Καθώς τώρα οι δύο αυτοί
Με διπλό ένα ζυγό είναι δεμένοι.

Και οι κλίνες με δάκρυα γεμίζουν
Απ’ τον πόνο που δίνει ο πόθος
Κι οι Περσίδες καθεμία τον άντρα της
Τον γενναίο αφού ζεπροβόδισε
Τώρα όλες τους μένουν
Μοναχές και παντέρμες
Και ο πόθος τις καίει
Και βαρύ στην καρδιά έχουν πένθος.
 
Ας πάμε όμως τώρα εμείς, Πέρσες,στο κτίριο μέσα
Και με φροντίδα θέληση γεμάτη και σοφία
Ας δούμε, όπως έχουμε καθήκον, τι να κάνει
Ο γόνος του Δαρείου μας, ο βασιλιάς ο Ξέρξης
Που τόνομα του γένους του έδωσε στο λαό μας:
Τάχα του τόξου να νικά η φαρμακερή σαΐτα
Η μη της λόγχης η ορμή κι η μύτη η σιδερένια.
Μα όπως φως που ξεχειλά από των θεών τα ματιά
Του βασιλιά η μάννα-να!-κι εμέ βασίλισσα μου
Προβαίνει. Εμπρός της ταπεινά σκύβω και προσκυνάω.
Αλλα κι εσείς μαζί με με, με λόγια όλο σέβας
Ας τήνε προσφωνήσουμε, με την τιμή που πρέπει.
.





ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
Εσύ που απ’  όλες πιο ψηλά στέκεσαι τις Περσίδες
Του Ξέρξη μάννα σεβαστή, γυναίκα του Δαρείου
Χαίρε θεοσυγκοίμητη, θεογεννήτρα χαίρε.
Εκτός κι αν έχασε  ο στρατός την τύχη που είχε πάντα.

ΑΤΟΣΣΑ
Γι αυτό κι εγώ αφήνοντας τα ολόχρυσα δωμάτια
Που καποτε έμενα μαζί με το Δαρείο, ήρθα.
Κι εμέ αγωνία με κρατεί. Και, φίλοι μου, μια σκέψη
Θα σας ειπώ γιατί κι εγώ άφοβη δα δεν είμαι:
Μην ο ίδιος ο πλούτος μας δώσει μια με το πόδι
Και γκρεμίσει αθέλητα τη μεγάλη ευτυχία
Που οι θεοί εβοήθησαν το Δαρείο να χτίσει.
Γιατί δυο δυσκολόειπωτες καίνε σκέψεις το νου μου
Η μια πως διόλου δε φελα χωρίς τον άντρα ο πλούτος
Κι η άλλη πως της δύναμης όσο το φως κι αν είναι
Δε λάμπει όταν το σύννεφο της φτώχειας το σκεπάζει.
Κι αν πλούτο έχουμε πολύν, φοβάμαι για τα μάτια
Γιατ' είναι μάτι του σπιτιού η παρουσία του αφέντη.
Γι αυτό από σας τώρα ζητώ, πιστοί μου γερο-Πέρσες
Σ’ ότι θα πω τη φρόνιμή γνώμη σας να μου πείτε-
Γιατί για μένα, μέσα σας κάθε σοφία υπάρχει.

ΧΟΡΟΣ
Βασίλισσά μας πρόθυμους πάντοτε θα μας έβρεις.
Για οσα από το γέρικο το χέρι μας περνάνε.
Ο,τι να κάνουμε για σε θελήσεις η να πούμε
Δεύτερη δε χρειάζεται φορά να το ζητήσεις.

ΑΤΟΣΣΑ
Την κάθε νύχτα μου όνειρα πολλά τη συντροφεύουν
Αφότου ο γιος μου με στρατό που αρμάτωσε μεγάλον
Εφυγε θέλοντας τη γη να πάρει των Ιώνων.
Μα όνειρο τόσο ζωντανό δεν είχα δει ως τώρα
Όπως αυτό το αποψινό. Και άκουσε τι είδα:
Δύο γυναίκες φάνηκαν μπρος μου καλοντυμένες
Που η μια φορούσε Περσικούς, Δώριους η άλλη πέπλους.
Κι ήταν κι οι δυό τους πιό ψηλές και πιό όμορφες απ’ όσο
Είναι ψηλές και όμορφες οι αληθινές γυναίκες.
Κι ήτανε λέει αδερφές από το ίδιο γένος.
Και την Ελλάδα έδωσε ο κλήρος για πατρίδα
Στη μια, και μια βάρβαρη στην άλλη έδωσε χώρα.
Και τάχα καυγαδίζανε οι δύο μεταξύ τους.
Κι ο γιός μου μόλις τόμαθε, τις πιάνει, τις 'συχαζει
Γκέμια στο σβέρκο τους περνά και στ’ άρμα του τις ζεύει.
Κι η μία, λες πως ήτανε ο χαλινός στολίδι
Καμαρωτά-καμαρωτά στο στόμα τον κρατούσε.
Η άλλη όμως λύσσαγε να κόψει τα δεσμά της
Και τέλος εκατάφερε και με τα χέρια σπάζει
Τα χαλινάρια, κι ύστερα σέρνοντας το αμάξι
Με βία μια αλλοπρόσαλλη, σπάει το ζυγό στη μέση.
Και το παιδί μου έπεσε. Και ο πατέρας του ήρθε
ο Δαρείος, και με άμετρη συμπόνια τον κυττούσε.
Κι ο Ξέρξης βλέποντάς τόνε τα ρούχα του ξεσκίζει.
Αυτό ήτανε τ’ όνειρο που ειδα αυτή τη νύχτα.
Υστερα εσηκώθηκα κι αφού έβρεξα τα χέρια
Σε βρύση πεντακάθαρη, τις προσφορές επήρα
Και στο βωμό πλησίασα, έτοιμη να προσφέρω
Στους κακοδιώχτες τους θεούς εκείνα που τους πρέπουν.
Και τότε είδα έναν αητό απ’ το βωμό να φεύγει.
Από το φόβο φίλοι μου μου κόπηκε η μιλιά μου.
Και να που αμέσως ύστερα βλέπω ένα κιρκινέζι
Να χύνεται γοργόφτερο πάνω του και ν’ αρχίζει
Να του μαδάει την κεφαλή με τα γαμψά του νύχια.
Και ζαρωμένος ο αητός κι άπραγος εστεκόταν.
Αυτά είδα ’γω τα τρομερά που τώρα σεις ακούτε
Γιατί καλά να ξέρετε, πως, βέβαια αν ο γιός μου
Γυρίσει πίσω θριαμβευτής, μεγάλη δόξα θάχει
Μ’ αν πάλι και απότυχε, λογαριασμό δεν έχει
Να δώσει σε κανένανε. Αρκεί να έρθει σώος
Και όπως πριν θα κυβερνά και πάλι αυτός το κράτος

ΧΟΡΟΣ
Φόβο πολύ δε θέλουμε τα λόγια μας μητέρα
Να δώσουνε σε σένανε , μα πάλι ούτε και θάρρος.
Πρόσπεσε όμως στους θεούς και ζήτα τους να διώξουν
Ο,τι κακό κι αν έχεις δει και τα καλά να φέρουν
Σε σε, σε μας, στα τέκνα σου και σ’ όλη μας την πόλη.
Κι έπειτα πρέπει με χοές γη και νεκρούς να ράνεις
Κι απ’ την καρδιά σου να ζητάς του άντρα σου του Δαρείου
Που, όπως μας είπες λίγο πριν, στον ύπνο σου τον είδες,
Όλα να στείλει τα καλά σε σένα και στο γιό σου
Και τα ενάντια μες στης γης τα σκότη να κρατάει.
Αυτά η ψυχή μου μάντεψε κι ο νους μου συμβουλεύει
Κι η γνώμη μου είναι σε καλό πως όλ’ αυτά βα βγούνε.

ΑΤΟΣΣΑ
Ο πρώτος ήσουνα κριτής σε τούτα τα όνειρα μου
Κι ήσουν ο πιό καλόβουλος για με και το παιδί μου.
Μακάρι έτσι να γίνουνε. Οσο για τ’ αλλα πούπες
Οταν στο σπίτι φτάσουμε θα κάνουμε όλα τούτα
Και στους θεούς και στους θνητούς που τουτη η γη σκεπάζει.
Μα όμως τώρα φίλοι μου θα ήθελα να μάθω
Κατά ποιο μέρος λεν της γης πως βρίσκεται η Αθήνα.

ΧΟΡΟΣ
Μακριά πολύ, στα δυτικά, εκεί που πέφτει ο ήλιος.

ΑΤΟΣΣΑ
Και τόσο πια τη λαχταρά ο γιός μου αυτή την πόλη;

ΧΟΡΟΣ
Είναι γιατί έτσι θάπαιρνε και όλη την Ελλάδα

ΑΤΟΣΣΑ
Και τόσον άραγε στρατό πολύν εκείνοι νάχουν;

ΧΟΡΟΣ
Εχουν. Και μάλιστα έκανε πολύ κακό στους Μήδους.

ΑΤΟΣΣΑ
Τι άλλο ξέρετε γι αυτούς; Εχουνε πλούσια σπίτια;

ΧΟΡΟΣ
Ασημιά φλέβα μια της γης της χώρας ειν’ ο πλούτος.

ΑΤΟΣΣΑ
Και  τι κρατάν στα χέρια τους-με τόξα πολεμάνε;
.
ΧΟΡΟΣ
Καθόλου. Με κοντόμαχα όπλα. Κι έχουν κι ασπίδες.

ΑΤΟΣΣΑ
Και ποιος είναι ο άρχοντας που ορίζει το στρατό τους;

ΧΟΡΟΣ
Αυτοί ούτε δούλοι κανενός ούτε υπήκοοι είναι.

ΑΤΟΣΣΑ
Μα ξένον έτσι ένα στρατό πώς θ’ αντιμετωπίσουν;


ΧΟΡΟΣ
Όπως τον μέγιστο στρατό και άξιο του Δαρείου.

ΑΤΟΣΣΑ
Για των φευγάτων τους γονείς τα λόγια σου μαχαίρι.
 
ΧΟΡΟΣ
 Ομως νομίζω σίγουρα πως θα τα μάθεις όλα
Γιατί το βήμα που ακώ,Πέρση μου μοιάζει νάναι  
Που φερνει ειδήσεις' και καλές-κακές θα τις ακούσεις.

ΑΓΓΕΛΟΣ  
Ω! της Ασίας ολόκληρης πόλεις και χωριουδάκια!
Ω! γη μεγάλη Περσική, πλούτου εσύ λιμάνι
Πως μ’ ένα εχαθη χτύπημα η τόση σου ευτυχία!
Πως τ’ ανθός πέφτει των Περσών και χάθηκε και πάει..
Αλί μου. Πρώτος τι κακό τ’ άσχημα ν' αναγγέλεις.   
Μα ειναι ανάγκη να τα πω, Πέρσες, όλα όσα γίναν.
Γιατί όλος χάθηκε ο στρατός κι ο στόλος των βαρβάρων.

ΧΟΡΟΣ
Αχού ανήκουστα κακά -μαύρα κακά που ακούω     
ακούοντας τετοια συφορά! Πέρσες, ας κλαίμε όλοι.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Γιατί όλ' αυτά εγίνανε και ουτε εγώ ο ίδιος
Στου γυρισμού δεν τόλπιζα πως θα ’βγαινα το δρόμο.

ΧΟΡΟΣ
Τόσο πολύ εζήσαμε αλήθεια εμείς οι γέροι
Ωστε ν’ ακούσουμε όλ' αυτά τ' απέλπιδα τα νέα.
ΑΓΓΕΛΟΣ
Κι όσα κακά μας βρήκανε δεν τ’ ακουσα από άλλους
Αλλα ο ίδιος τάζησα όσα θακούστε, Πέρσες.

ΧΟΡΟΣ
Πωπω! Πωπω! Μάταια λοιπόν απ' όλη μαζευτήκαν
Την Ασιατισσα τη γη τα βέλη κι έχουν πάει
Και στης Ελλάδας πέσανε το εχθρικό το χώμα;
 
ΑΓΓΕΛΟΣ  
Της Σαλαμίνας οι ακτές κι όλοι τριγύρω οι τόποι    
Έχουν γεμίσει από νεκρούς που άδικα εχαθήκαν.  


ΧΟΡΟΣ
Πωπω! πωπω! Λοιπόν μου λες ότι κορμιά ανθρώπων Αγαπητών μας, έρχονται και παν από το κύμα, Τυμπανισμένα, μελανά, κι ότι στους βράχους πάνω
Ετσι,σαν πράγματα άψυχα, δέρνονται και χτυπιούνται;

ΑΓΓΕΛΟΣ
Τα τόξα δεν ωφέλησαν κι όλοι αφανίστηκαν
οι άντρες, απ’ τα έμβολα των πλοίων νικημένοι.


ΧΟΡΟΣ
Θρηνητικό βγάλε βουητό γιατ'  οι θεοί στους Πέρσες
Ολα τα ρίξαν τα κακά. Παει-αλί!- ο στρατός μας.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Τι μισητό που τ’ όνομα είναι της Σαλαμίνας
Και πώς στενάζω στο μυαλό σα φέρνω την Αθήνα.

ΧΟΡΟΣ
Στυγνή στους ατυχούς εμάς εστάθηκες Αθήνα.
Αχ πώς πονώ θυμώντας σε. Πόσες πολλές Περσίδες
Αδικα τις ορφάνεψες από παιδιά και άντρες.

ΑΤΟΣΣΑ
Απ’ τα τόσα που άκουσα τα κακά βουβαμένη
Δε μιλάω η άμοιρη τόσην ώρα εδωπέρα.
Γιατ' είναι τόσο η συφορα μεγάλη που ούτε λέξη
Δε βγαίνει, κατι για να πω ή να ρωτήσω κάτι.
Μα όσο βάσανα οι θεοί δίνουνε στους ανθρώπους
Πρέπει αυτοί να τα βαστούν. Λοιπόν ξεδίπλωσε όλη
Τη συφορα, και όσο κι αν πονάς να τα θυμάσαι,
Για όλα πες μας τα κακά. ΙΙοιός ζει ακόμα πες μας
Και ποιόν απ' τους αρχόντους μας θα πρέπει να θρηνούμε
Και για ποια θέση που έμεινε με το χαμό του άδεια.


ΑΓΓΕΛΟΣ
Ο Ξέρξης είναι ζωντανός. Βλέπει το φως του ήλιου.

ΑΤΟΣΣΑ
Με φως μεγάλο εφώτισες το σπίτι μου μ' ό,τι είπες Κι έφτιαξες μέρα ολόλαμπρη από τη μαύρη νύχτα.


ΑΓΓΈΛΟΣ
Ο Αρτεμβάρης που ιππείς  δέκα όριζε χιλιάδες
Στων Σιληνιών τ’ ακρόβραχα τώρα βροντοχτυπιέται
Και μ’ ένα χτύπο κονταριού ο χιλίαρχος Δαδάκης
Πήδησε σα να χόρευε άπανω  από το πλοίο.
Και ο Τενάγων, Βακτριανός γέννημα θρέμμα κι άξιος
Στο θαλασσόδαρτο νησί του Αίαντα έχει μείνει.
Και οι Αρσάμης, Λίλαιος και τρίτος ο Αργήστης
Του ίδιου εκείνου του νησιού του περιστεροτρόφου
Με το κεφάλι πέφτοντας κουτούλησαν το χώμα.
Και ο Αρκτέας, που στις πηγές του Νείλου γειτονεύει-
Του ποταμού της Αίγυπτος, κι απόκοντα ο Αδεύης,
Και τρίτος, που εκράταγε κι ασπίδα, ο Φαρνούχος,
Από το ίδιο και οι τρεις έπεσανε καράβι.
Και ο Χρυσέας ο Μάταλλος, ταγός δέκα χιλιάδων
Πεθαίνοντας τη ρούσα του, πλούσια, πυκνή γενειάδα
Το χρώμα της το άλλαξε με άλικο φλογάτο.
Κι ο Μάγος Αραβος, κι αυτός ο Βακτριανός Αρτάβης,
Τριάντα που οδήγαγε χιλιάδες άτια μαύρα,
Η γη του έγινε η σκληρή παντοτινό του σπίτι.
Κι ο Αμφιστρέας ο Αμηστρις με το γερό κοντάρι
Και ο γενναίος Αριόμαρδος που τον πενθούν οι Σάρδεις
Και ο Σεισάμης, Μύσιος, κι ο Θάρυβις, Λυρναίος,
Διαφεντευτής διακόσωνε πενήντα καραβιώνε,
Αντρας ωραίος, θάνατο κακόν εβρήκε ο δόλιος.
Και των Κιλίκων ο έπαρχος, ο Συέννεσις, που θάρρος
Απ' όλους είχε πιότερο, πέθανε δοξασμένα
Κάνοντας πρώτα στους εχθρούς, μόνος, κακό μεγάλο.
Αυτά είναι για τους αρχηγούς όσα θυμάμαι τώρα
Όμως απ’ όλα τα κακά λίγα σας λέω πάλι.

ΑΤΟΣΣΑ
Ωιμέ! Ακούω απ’ τ’ άσχημα τα πιό χειρότερά τους:
Θρήνους, ντροπές και σπαραγμούς που λέγονται για Πέρσες.
Μα γύρνα λίγο πιό μπροστά και πες μου πόσα τάχα
Τα Ελληνικά να ήτανε καράβια που τολμήσαν
Σε ναυμαχία να μπλεχτούν με τα δικά μας πλοία;

ΑΓΓΕΛΟΣ
Μάθε πως αν εμέτραγε ο αριθμός μονάχα
θα κέρδιζαν οι βάρβαροι. Γιατ’ ήταν των Ελλήνων
Τα πλοία τρακόσα μοναχά, κι ακόμα μια δεκάδα
που τάχουν για ξεχωριστά και για καλλίτερά τους.
Και ξέρω πάλι σίγουρα πως οδηγούσε ο Ξέρξης
Χιλιάδα και γοργόδρομα διακόσα εφτά ακόμα.
Αυτή που σου ’πα ήτανε η μοιρασιά των πλοίων.
Λοιπόν τι λες-λιγότεροι ήμασταν ’μεις στη μάχη;
Όχι. Μα να, κάποιος θεός αφάνισε το στόλο
Τη ζυγαριά βαραίνοντας άνισα απ’ το ’να μέρος.
Α! Οι θεοί τη σώζουνε την πόλη της Παλλάδας.

ΑΤΟΣΣΑ
Κι ακόμα ειν' απόρθητη των Αθηνών η πόλη;

ΑΓΓΕΛΟΣ
Γιατ’ είναι οι άντρες της εκεί, κι αυτοί ’ναι στέριο τείχος.

ΑΤΟΣΣΑ
Και η αρχή στη σύγκρουση των πλοίων ποια ήταν; Λέγε.
Τη ναυμαχία ποιός άρχισε; Οι Ελληνες ή μήπως
Ο γιος μου απ’ τη μεγάλη του δύναμη ξιππασμένος;

ΑΓΓΕΛΟΣ
Δέσποινα, όλο το κακό τ’ άρχισε μια κατάρα.
Τ’ άρχισε κάποιος δαίμονας που άγνωστο πούθεν ήρθε.
Απ’ το στρατό των Αθηνών, Ελληνας κάποιος πήγε
Κι είπε στον Ξέρξη ότι σαν η μαύρη νύχτα φτάσει
Δε θάμεναν οι Ελληνες, μα τα σκαμνιά των πλοίων
Πηδώντας, πως θα φεύγανε να σώσουν τις ζωές τους,
Αλλος εδώ κι άλλος εκεί τραβώντας όπου τύχει.
Κι αυτός αυτό σαν άκουσε, δεν είδε ούτε το δόλο Του Ελληνα, ούτε ένιωσε τον θεϊκό το φθόνο.
Και σ’ όλους τους ναυάρχους του αυτή τη διάτα βγάζει:
Να πυρπολεί όταν τη γη ο ήλιος θάχει πάψει
Κι όταν του αιθέρα τη φωτιά τη σβήσει το σκοτάδι
Τότε τρεις στοίχους καραβιών να βάλουν να φυλάνε
Τα βουερά περάσματα και τα στενά. Κι ακόμα
Με άλλα πλοία, το νησί του Αίαντα να κυκλώσουν.
Και τους παράγγειλε πως αν οι Ελληνες γλυτώναν Βρίσκοντας καποια αφύλαχτη διάβαση να περάσουν,  
Τότε αυτοί, ας το ξέρανε, θ’ αποκεφαλιζόνταν.
Και λέγοντας τα όλα αυτά ήταν χαρά γεμάτος
Γιατί δεν ήξερε οι θεοί τι τούχανε γραμμένα.
Με πειθαρχία και τάξη αυτοί ετοίμασαν το δείπνο
Κι οι ναύτες βαλαν στους σκαρμούς τ' ανάλαφρα κουπιά τους,
Κι ο ήλιος σα μαράθηκε και φάνηκε η νύχτα
Κάθε ταγμένος στο κουπί και κάθε οπλομάχος
Στις θέσεις τους επήγαιναν και ήσυχα εκαθόνταν.
Και μες στο πλοίο η μια σειρά παρακινεί την άλλη
Και πλεαν όπου ήτανε καθένας ορισμένος.
Κι όλη τη νυχτα αρμένιζαν συνέχεια τα καράβια
Με τα πανιά τους ανοιχτά και μ' όλους τους τους άντρες.
Μα η νύχτα επροχώραγε χωρίς απ' των Ελλήνων
Το στόλο κίνηση κανείς να κάνει για να φύγει .
Και όταν τα ολάσπρα της τ’ άλογα οδηγώντας
Ολόφεγγη πάνω στη γη γλυκάστραψε η μέρα
Απ' το μέρος ακούστηκε να ηχεί των Ελλήνων
Μια βουή καλλικέλαδη-με φαιδρό έναν τόνο
Που γερά την αντήχησαν οι νησιώτικοι βράχοι.
Οταν νιώσαν οι βάρβαροι πως γελάστηκαν έτσι
Τρομάρα τους επλάκωσε γιατί ο σεμνός παιάνας
Που ψάλλανε οι Ελληνες, δεν ήταν για φευγάλα
Αλλά για πέσιμο μ' ορμή και θάρρος μες στη μάχη.
Και όλα εφλογίζονταν στης σάλπιγγας τον ήχο.
Κι αμέσως τα γλυκόλαλα κουπιά μαζί βουτώντας
Στην άρμη μέσα τη βαθιά καλά συντονισμένα
Στα μάτια μας εφανηκαν όλοι μπροστά σε λίγο. Προπορευόταν το πλευρό το δεξιό με τάξη
Και πίσω του ολόκληρος ο στόλος προχωρούσε. ΄
Κι από κοντά τότε άκουγες σα βουητό μεγάλο:
«Εμπρός σεις άντρες έλληνες! Πατρίδα ελευθερώστε
Παιδιά, γυναίκες, τα ιερά των πατρικών θεών σας,
Τους τάφους τους προγονικούς! Για την ελευθερία
Τούτ’ τη φορά όλων αυτών σήμερα πολεμάτε!»
Ομως βουερά κι η Περσική απάντησε η γλώσσα
Γιατί καιρός για χάσιμο πια τώρα δεν υπήρχε.
Και να χτυπιούνται αρχίσανε καράβι με καράβι.
 Πρώτα καράβι Ελληνικό το έμβολο του μπήγει
Και σπάζει ενός Φοινικικού τ’ ακρόπρωρό του όλο.
Κι άρχισε πια για τα καλά τότε η ναυμαχία.
Λοιπόν αλήθεια στην αρχή αντέχανε οι Πέρσες.
Αλλα το μέρος ήτανε στενό, πολλά τα πλοία
Βοήθεια δε μπορούσανε να δώσει ο ένας του άλλου
Και όχι μόνο αυτό αλλά, οι ίδιοι μεταξύ τους
Με τις γερές, χαλκόστομες τις πρώρες τους χτυπιόνταν
Ωσπου των πλοίων τα κουπιά σπάσανε τέλος όλα.
Και από γύρω οι Ελληνες χτυπώντας πια με τέχνη
Αναποδογυρίζανε τους καραβίσιους όγκους.
Κι αν κοίταζες δε θαβλεπες θάλασσα πια τριγύρω
Παρά ναυάγια μοναχά κι ανθρώπινα κουφάρια.
Κι οι ακρογιαλιές οι γύρω μας και τα βραχονησάκια
Νεκρούς γεμάτα. Κι έλαμναν, φεύγοντας δίχως τάξη
Οσα καράβια απόμειναν στο στόλο των βαρβάρων.
Ομως αυτοί σα νάπιασαν μέσα στα δίχτυα τόννους
Ή σαν μπροστά τους νάχανε κάποιο ψαροκοπάδι
Με σανιδοξεσκίσματα και με κουπιά χτυπούσαν
Κι όλο το πέλαο γέμισε θρηνήματα και βόγγους  
Ωσπου το μαύρο της νυχτιάς μάτι, τα σκέπασε όλα.
Αλλά το πλήθος των δεινών ούτε αν δέκα μέρες
Μιλώ χωρίς σταματημό πάλι δε θάλεγα όλο.
Γιατί να ξέρεις πως ποτέ πλήθος ανθρώπων τόσων
Δεν επεθάνανε ποτέ σε μια και μόνο μέρα.

ΑΤΟΣΣΑ
Ωιμέ!  Τι πέλαγος κακών απάνω έχει ξεσπάσει
Στους Πέρσες και  σ'  ολόκληρο το γένος των βαρβάρων!

ΑΓΓΕΛΟΣ
Και ούτε-σκέψου-τα μισά δε σου ’χω πει ακόμα. Τετοια μια ακόμα συφορά τους βρήκε, που ετούτα Που ως τα τώρα σου ’χω πει δίπλα τα ξεπερνάει.

ΑΤΟΣΣΑ
Και ποιό κακό θα ήτανε χειρότερο από τούτο;
Τι θες να πεις; ποιά συφορά λες το στρατό πως βρήκε
Που αυτή που είπες λίγο πριν είναι μικρή μπροστά της;

ΑΓΓΕΛΟΣ
Οσους η Φύση πιό γερούς είχε απ’ τους Πέρσες πλάσει,
Και γενναιότεροι ήτανε κι από γενιά κρατούσαν
Και που μια πίστη σταθερή στο βασιλιά είχαν πάντα,
Και άδοξα επεθάνανε και κακοθανατίσαν.

ΑΤΟΣΣΑ
Α! φίλοι μου! Τι συφορά κακή με βρήκε πάλι.
Λοιπόν, ποιό θάνατο αυτοί πεθάνανε; Γιά λέγε.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Υπάρχει ένα νησάκι εκεί, κοντά στη Σαλαμίνα
Μικρό, και που είναι δύσκολο να πιάσει εκεί καράβι
Και που στα περιγιάλια του τ’ αρέσει να βολτάρει
Ο Παν, που ο χορός πολύ παθιάρικα του αρέσει.  
Εκεί τους έστειλε αυτούς, ώστε όταν συντριμμένοι
Οι εχθροί θα εμφανίζονταν, αυτοί να εξοντώναν
Το πια ευκολοδάμαστο στράτευμα των Ελλήνων
Και τους δικούς μας να έσωζαν από τα κακοτόπια.
Ασχημα όμως πρόβλεψε, γιατί όταν στων Ελλήνων
Το στόλο έδωσε ο θεός τη νίκη και τη δόξα
Την ίδια μέρα τότε αυτοί τις χάλκινες ζωστήκαν
Αρματωσιές τους, πήδησαν απ’ τα καραβιά έξω
Και το νησί κυκλώσανε από παντού εναγύρω.
Τότε οι δικοί μας σάστισαν.Δεν ξέραν που να γείρουν.
Τότε με πέτρες που αυτοί πέταγαν με τα χέρια
Και με τα βέλη τα πολλά που ρίχναν,τους θερίσαν.
Τέλος χυμήξανε μεμιάς, όλοι μαζί χτυπώντας
Και τους ψιλολιανίσανε των δύστυχων τα μέλη
Ωσότου όλων τη ζωή τήνε καταχαλάσαν.
Εσκουξε ο Ξέρξης των κακών το βάθος όταν είδε
Γιατί σε λόφο έναν ψηλό, κοντά στο περιγιάλι
Καθότανε κι αγνάντευε το στράτευμά του όλο.
Κι αφού θρηνώντας άγρια τους πέπλους του ξεσκίζει Γρήγορα βγάζει διαταγές για τον πεζό στρατό του
Και σ’ άτακτη ετράπηκε φυγή. Γι αυτό σου είπα
Οτι στις τόσες συφορές έχεις να κλαις και γι'άλλες.

ΑΤΟΣΣΑ
Ω μοίρα μου αγέλαστη πώς γέλασες τους Πέρσες
Και η Αθήνα η ξακουστή τιμώρησε το γιό μου.
Δε σ' έφτασαν οι βάρβαροι που ’φαγε ο Μαραθώνας
Γιατί εκείνος θέλοντας να εκδικήσει όσους
Στο Μαραθώνα πέσανε, γι αυτό υποφέρει τώρα
Τόσο μεγάλα βάσανα. Μα πες μου τώρα, ξέρεις
Οσα καραβιά γλύτωσαν το χαλασμό που πήγαν;
Θυμάσαι που τους άφησες; Μπορείς να πεις σημάδια;

ΑΓΓΕΛΟΣ
Των καραβιών που μένανε οι αρχηγοί, τρεχάλα
Τ' αγέρι πρίμο βρίσκοντας φεύγανε δίχως τάξη,
Ενώ ο υπόλοιπος στρατός χανόταν στη Βοιωτία-
Αλλοι μη βρίσκοντας νερό πεθαίναν απ' τη δίψα
Στον τόπο τον πανέμορφο που τόνε λένε Κρήνη,
Κι άλλοι από την κούραση άπνοοι σωριαζόνταν.
Επεράσαμε ύστερα στης Φωκίδας τον τόπο,
Στη Δωρίδα εφτάσαμε, και μετά μες στον κάμπο
Του Μηλιά, που ο Σπερχειός με αγάπη ποτίζει.
Από εκεί κακόπαθους της Αχαγιάς ο κάμπος,
Κι οι πόλεις μας εδεχτηκαν μετά της Θεσσαλίας
Που ένα σωρό επέθαναν εκεί από την πείνα
Μα κι απ' τη δίψα-γιατί αυτά υπήρχαν και τα δύο.
Στη Μαγνησία φτάσαμε, και στη Μακεδονία,
Στ’ Αξιού το ρέμα και μετά στις βαλτωσιές της Βόλβης,
Και στου Παγγαίου το βουνό, στη γη την Ηδωνίδα.
Ομως τη νύχτα αυτή ο θεός ξάφνου χειμώνα ρίχνει
Κι όλο παγώνει το αγνό το ρέμα του Στρυμόνα.
Και όποιος δεν επίστευε θεό ποτέ ως τώρα
Με θέρμη τώρα επρόσπεφτε κι όλο παρακαλούσε  
Και προσευχόταν σε θεούς κι επίγειους και ουράνιους.
Και στους θεούς όταν ευχές και παρακάλια παύει
Το κρουσταλλόπηχτο περνά ο στρατός μας το ποτάμι.
Κι όποιος προτού ν' απλώσουνε οι θεϊκές αχτίδες
Επρόλαβε κι επέρασε, αυτός ήταν σωσμένος.
Γιατί σα φάνηκε ο λαμπρός, φλογάτος κύκλος του ήλιου
Ως και στου πάγου την καρδιά χύθηκε λιώνοντάς τον
Και στο ποτάμι πέφτανε σωροί σωροί εκείνοι.
Κι αχ θε μου όποιος γρήγορα παράδωσε το πνεύμα
Εκείνος κι ήταν απ’ αυτούς αλήθεια ευτυχισμένος.
Οσο για τους υπόλοιπους, εκείνους που σωθήκαν,
Τη Θράκη επεράσανε με βάσανα περίσσια.
Κι όσοι ξεφύγαν φτάσανε στη γη την πατρική μας
Μια χουφτα ανθρώποι μοναχά για να μπορούν οι Πέρσες
Την ποθητή τους να θρηνούν τη νιότη που έχουν χάσει.
Τούτα ειν' ολ' αληθινά. Μα παραλείπω ακόμα
Πολλά απ’ αυτά που έδωσε κακά ο θεός στους Πέρσες.

ΧΟΡΟΣ
Σκληρέ θεέ το Περσικό το γένος
Με πόδι ένα βαρύ τόχεις πατήσει.

ΑΤΟΣΣΑ
Ωιμέ η δύστυχη: Πάει ο στρατός μας.
Ω! Ξάστερο όνειρο της μαύρης νύχτας
Πώς τα κακά εσύ μούδειξες όλα.
Μα σεις στρεβλή μου εκάνατε κρίση.
Ομως αφού αυτή είχατε τη γνώμη
Θυσίες πρώτα στους θεούς θα κάνω
Και ύστερα θα φέρω από το σπίτι
Πίττα για τους νεκρούς και για τη γη μας.
Γιατί βεβαίως το κακό έχει γίνει.
Μα κάτι ίσως καλλίτερο μας έρθει.
Και πρέπει εσείς για ότι έχει γίνει
Πιστές στους πιστούς συμβουλές να δώστε.
Κι αν από μένα πριν έρθει ο γιός μου,
Παρηγορήστε τον, κι ως το παλάτι
Μαζί του ελάτε μήπως μέσα στ’ άλλα
Κι άλλο κακό, χειρότερο μας έβρει.




ΧΟΡΟΣ

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

Ω Δία παντοδύναμε, που το στράτευμα τώρα
Το περήφανο κι άμετρο των Περσών έχεις φθείρει.
Των Αβγάτανων πώς και των Σούσων την πόλη
Μ’ ένα πένθος αβάσταγο και βαρύ έχεις σκεπάσει.
Πώς με χέρια ολοτρύφερα πλήθος τώρα γυναίκες
Στον καημό συμμετέχοντας τα μαγνάδια τους σκίζουν
Και με δάκρυα τους κόρφους τους ασταμάτητα βρέχουν.

Κι οι γλυκές κι απαλόθρηνες
οι Περσίδες ποθώντας
Με τους άντρες ζευγάρωμα
ν' απολάψουν και πάλι
Παραιτούν τα κρεβάτια τους
κι ασταμάτητα κλαίνε.
Μα κι εγώ την πολύπενθη
των φευγάτων τη μοίρα
Και βαθιά την αισθάνομαι
και τιμώ την ως πρέπει.
Πέρα ως πέρα αδειανή
θρηνεί τώρα η Ασία.
Ποιός εκεί τους επήγαινε;
Πωπω πωπω,ο Ξέρζης!
Και ποιός όλους τους έχασε;
Πωπω πωπω, ο Ξέρξης!
Α! Καλά δεν τις έκανε
τις δουλειές του ο Ξέρξης
Τα καράβια όταν ’τοίμαζε.
Μήπως τάχα ο Δαρείος
Απ’ τα Σούσα δεν ήτανε
αρχηγός τοξομάχος;
Ομως δεν έκανε ζημιά
ποτέ του στους πολίτες.

Σαν πουλιά οδηγώντας τους
Με τα μαύρα φτερά τους
Τους πεζούς και τους ναύτες μας
Τα καράβια-ωιμέ-τους κουβάλησαν
Τα καράβια-ωιμέ-τους εχάσαν
Τα καράβια τους θέρισαν
και των Ιώνων τα χέρια,
με θανάτου χτυπήματα.
Και για λίγο να πέθαινε
ως κι ο ίδιος ο Ξέρξης
Στους θρακίσιους καμπόδρομους-
έτσι έχουμε ακούσει-
Και στα όρη που πάντοτε
ο χειμώνας τα δέρνει.

Κι αυτοί που πρωτοχτύπητοι
της μοίρας έχουν πέσει
Α! δυστυχία μου! στης Κυχρειάς
τριγύρω τ’ ακρογιάλια
Τώρα κυματοδέρνονται.
Μα βόγγαε και δαγκώνου
Και σκούζε ως τα μεσούρανα
Την άθλια συφορά σου.

Κι απ’ τα βράχια της θάλασσας
έτσι-αχ-ξεγδαρμένοι
Αλλί μου-τώρα τα παιδιά
της άμωμης τους τρώνε.
Κι εδώ-αλί-βαρυπενθούν
του κύρη τους τα σπίτια
Κι όσοι γονιοί ξεκλήρισαν
Τον κάθε πόνο ακούνε
Που λέμε μεις οι γέροντες
και μέγα υψώνουν θρήνο.

Και λίγο ακόμα κι οι λαοί
Που την Ασία οικούνε
Πια δε θα στέργουν στων Περσών
Το νόμο και την τάξη
Και ούτε θα πληρώνουνε
Τους φόρους που με βία
Ως τώρα επληρώνανε.
Ούτε στη γη πεσμένοι
Θα προσκυνάνε όπως πριν.
Γιατί της βασιλείας
Είναι χαμένη όλη πια
Η δόξα η κυβερνήτρα.


Και ούτε πια τη γλώσσα τους
θα έχουνε δεμένη
Μα λεύτερα οι άνθρωποι-
Άφοβα θα μιλάνε
Γιατί πια καταργήθηκε
Ο δεσμός της δουλείας.
Γιατί όλη τη δύναμη
Των Περσών τη μεγάλη
Μες στο χώμα του που άφθονο
Έχει αίμα ποτίσει
Το νερόζωστο του Αίαντα
το νησί έχει θάψει.
 



ΔΕΥΤΕΡΟ  ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΑΤΟΣΣΑ
Το κακό αυτός που, φίλοι, γνωρίσει
Ξέρει πως συφορά όποιον εβρει
Τότε φόβο αυτός για όλα νιώθει.
Κι όταν πάλι ο θεός τον καλόχει
Πάντα έτσι νομίζει ότι θάναι.
Ετσι εμέ τώρα όλα φοβίζουν
Και καθάρια τη θεία έχθρα βλέπω.
Κι ότι γύρω ακούω μ’ αγριεύει.
Αυτό έχω πάθει.
Γι αυτό και δίχως όχημα έχω έρθει
Στου γιου μου τον πατέρα κουβαλώντας
Χοές που τους νεκρούς εξευμενίζουν:
Κάτασπρο γάλα καθαρής γελάδας
Και χρυσοδιάφανο κι ολόαγνο μέλι
Και σταλαχτό νερό πηγής παρθένας
Κι αυτό το ανόθευτο κρασί το γνήσιο
Από αμπέλι άγριο, κι ευώδη
Καρπό εληάς ξανθής που πάντοτε είναι
Σταχτιά ωραία φύλλα στολισμένη
Κι άνθη της παντογέννας γης, πλεγμένα.
Τις σπονδές των νεκρών φίλοι μου όμως
Τώρα εσείς συνοδέψτε με ύμνους
Και το πνεύμα στο φως του Δαρείου
Προσκαλέστε να ’ρθεί ενώ εγώ
Τους θεούς του κάτω του κόσμου
Με αυτές τις χοές θα δροσίζω.

ΧΟΡΟΣ

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Ω σεβάσμια βασίλισσα των Περσών, συ ας στέλνεις
Τις χοές σου στα δώματα τα υπόγεια του Αδη
Και την ίδια την ώρα εμείς θα ζητάμε με ύμνους
Να μας είναι καλόγνωμοι όσοι κατω απ’ τη γη μας
Τους νεκρούς οδηγούνε.

Ω θεότητες πάναγνες του υπόγειου του κόσμου,
Και Γη κι Ερμή, και βασιλιά συ των νεκρών, τη σκιά του
Από τα βάθη εκεί της γης στείλτε στο φωσς επάνω.
 Γιατί αν κάποιος από μας καλλίτερα γνωρίζει
Στα βάσανα μας γιατρειά, θαλεγε εκείνος μόνο.

Τάχα ν’ ακούει ο νεκρός ισόθεος βασιλιάς μου
Αυτά που λέω τα βάρβαρα λυπητερά μου λόγια
Που έτσι βαριοθρήνητα πλέκουνε μοιρολόγια;
Ν’ ακούει τάχα εκεί βαθιά που οι πεθαμένοι μένουν;
Αλλα συ Γη για χάρη μου, και οι θεοί οι άλλοι
Του κάτω κόσμου, η ψυχή να ’ρθει εδώ η μακάρια
Του θεού αφήστε των Περσών, του Σουσογεννημένου.
Εδώ επάνω στείλτε αυτόν που όμοιόν του της Περσίας
Το χώμα δεν εσκέπασε-αλί!-ποτέ ως τώρα.

Αντρας αλήθεια αγαπητός. Αγαπητός κι ο τάφος
Αφού ψυχή αγαπητή μέσα του έχει κλείσει.
Σαν φυχοστάλτης Αϊδωνέα εσυ ας μας τον στείλεις.
Ω! Στείλ’ τον μας τον αρχηγό Δαρείο Αϊδωνέα!

Γιατί ποτέ άντρες αυτός με αμυαλωσύνες τέτοιες
Σε πόλεμο δεν έχασε. Θεοστόχαστο τον λέγαν
Οι Πέρσες, θεοστοχαστος και ήτανε αλήθεια
Γιατί κυβέρνησε σωστά πάντοτε το στρατό του.

Ελα παλιέ μας βασιλιά! Μονάρχη μας ω! φτάσε
Στην κορυφή αυτού εδώ του τάφου σου επάνω.
Ελα με το κροκόβαφο το ποδοσανταλό σου
Ως εδώ πέρα κι άφησε το φάλαρο να λάμψει
Του σκήπτρου σου στα ματιά μας μπροστά. Ελα πατέρα.
Πρόβαλε. Άκακε έλα συ Δαριάνα βασιλέα!

Βάσανα έλα ανάκουστα
και καινούργια ν' ακούσεις.
Ελα συ πούσαι άρχοντας
του άρχοντά μας, Γιατί έχει
Μια μαυρίλα επάνω μας
σαν κατάχνια απλωμένη.
Γιατί τώρα η νιότη μας
πάει-χάθηκε όλη.
Πρόβαλε Άκακε! Έλα συ
Δαριάνα βασιλέα!

Ω αλλίμονοί Αλλίμονο'. Ω εσύ όπου οι φίλοι
Με αστέρευτα κλάψανε όταν πέθανες δάκρυα.
Τι να είναι αφέντη μας; τι να είναι αφέντη
Ολα αυτά τα χτυπήματα πούχουν έτσι χτυπήσει
Με μανία τη δίδυμη, τη μεγάλη σου χώρα;
Τα καράβια τα τρίσκαρμα αφανιστήκανε-πάνε.
Ακάραβη, ακάραβη η Περσία είναι τώρα.








ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
 
ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Ω! έμπιστοί μου σύμβουλοι, της νιότης μου συντρόφια
Ω γερασμένοι Πέρσες μου. Ποιον πόνο εχει η πόλη;
Στενάζει και μοιρολογά και σκίζεται η γη μας
Κι ως βλέπω τη γυναίκα μου στου τάφου μου την άκρη
Φοβήθηκα και τις σπονδές ευχάριστα έχω λάβει.
Και σεις κοντά στον τάφο μου στέκοντας με καλείτε
Με ψυχοκράχτισσες φωνές στριγγές και πονεμένες.  
Δεν είναι όμως εύκολο να βγεις από κει μέσα   
Μιας κι οι θεοί που βρίσκονται κατ’ απ’ τη γη φροντίζουν
Μόνο το πως θα πάρουνε και δύσκολο να δώσουν.
Μα τα κατάφερα μ' αυτούς και νάμαι. Γρήγορα όμως  
Για να μην έχουν να μου πουν πως αργήσα, έλα, πες μου.
Τι ’ναι το νέο το βαρύ κακό που ’βρε τους Πέρσες;

ΧΟΡΟΣ
Ο παληός σεβασμός μου για σένα
Χαμηλά μου κρατάει τα μάτια
Και τη γλώσσα μου δένει.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Μα αν εγώ βρίσκομαι εδώ οι θρήνοι σου με φέραν.
Γι αυτό χωρίς λόγια πολλά μα σύντομα μιλώντας
όλα ως το τέλος πέστα μου κι ασ’ τις ντροπές στην πάντα.
 
ΧΟΡΟΣ
Φόβο νιώθω να υπακούσω
Φόβο νιώθω ν' αρνηθώ
Όταν είναι γι ανείπωτα
Να μιλήσω σε φίλους.
 
ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Λοιπόν αφού ο φόβος σου ο παληός σε σταματάει
Τότε γυναίκα μου εσύ, του κρεβατιού μου ταίρι,
Γρηά εσύ αρχόντισσα, με λόγια φώτισέ με
Αφού το κλάμμα σου αυτό κι αυτούς τους θρήνους πάψεις.
Οι δυστυχίες των θνητών για τους ανθρώπους είναι
Και συφορές ένα σωρό απ’ την ξηρά ή τον πόντο
Μπορούν να τους συντύχουνε όσο η ζωή μακραίνει.

ΑΤΟΣΣΑ
Ω! που η μοίρα η καλή για σένα έχει ορίσει
Κι απ' όλους έχεις τους θεούς πιότερο ευτυχήσει.
Ω! συ που το φανέρωμα του ήλιου όσο θωρούσες Μακαρισμένος σα θεός εζουσες μες στους Πέρσες.
Σε ζηλεύω που πέθανες δίχως νάχεις προλάβει
Των κακών που μας βρήκανε να μετρήσεις το βάθος.
Μα ολ' αυτά θα σου τα πω Δαρείε, με δυο λόγια:
Τη δύναμη τους χάσανε όλη σχεδόν οι Πέρσες.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Πώς; αρρώστια μην έπεσε; Ή μην έγινε στάση;

ΑΤΟΣΣΑ
Όχι. Μα όλος ο στρατός χάθηκε στην Αθήνα.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Κι από τους γιους μου ποιος εκεί το στράτευμα οδηγούσε;

ΑΤΟΣΣΑ
Ο αψύς ο Ξέρξης. Κι άδειασε τη χώρα πέρα ως πέρα.


ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Στη θάλασσα ο ανόητος ή στη στεριά τολμούσε;

ΑΤΟΣΣΑ
Και στα δυό. Δύο μέτωπα με στρατούς δυό ανοίγει.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Και πώς τόσο εμπόρεσε πεζικό να περάσει;

ΑΤΟΣΣΑ
Τον Ελλήσποντο έζεψε κι έτσι έχει περάσει.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Και το Βόσπορο έκλεισε; Ως κι αυτό έχει κάνει;

ΑΤΟΣΣΑ
Αλήθεια,ναι. Κάποιος θεός θα του ’πε να το κάνει.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Αχ! Φοβερός θα ήτανε πολύ ο θεός εκείνος.

ΑΤΟΣΣΑ
Φαντάζεσαι το τι κακό τέλος του έχει δώσει.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Λοιπόν τι έπαθαν αυτοί κι εσείς στενάζετε έτσι;

ΑΤΟΣΣΑ
Πρώτα ο στόλος ρήμαξε, κι εχάθη κι ο στρατός μας.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Μου λες πως όλος ο στρατός εχαθηκε απ’ το δόρυ;

ΑΤΟΣΣΑ
Και γι αυτό αντρογύμνωτα τώρα κλαίνε τα Σούσα.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Ο στρατός! Αλί!  Το στήριγμα και η αξία μας όλη.

ΑΤΟΣΣΑ
Κι απ' των Βακτρίων το λαό χάθηκαν όλοι οι νέοι.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Ποιών συμμάχων ο δύστυχος έχει σβυσει τη νιότη...

ΑΤΟΣΣΑ
Κι ο Ξέρξης λένε, έρημος, μονάχος και με λίγους…



ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Λοιπόν; Πού τέλειωσε; Και πώς; Υπάρχει σωτηρία;

ΑΤΟΣΣΑ
Στη γέφυρα ήρθε γρήγορα που πριν είχε φτιαγμένη.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Στην ήπειρο να έφτασε τάχα γερός ετούτη;

ΑΤΟΣΣΑ
Ναι.Και για τούτο δε χωρεί αμφιβολία καμμία.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Αλλίμονο. Ηρθε των χρησμών πιό γρήγορα το τέλος
Που έλεγα πως θα ’παιρναν χρόνο πολύ να στέρξουν.
Αλλά ο Δίας θέλησε πολύ πιό πριν να γίνουν.
Οταν κανένας βιάζεται και ο θεός τον σπρώχνει.
Κακή πληγή τώρα άνοιξε σε όλους μας τους φίλους.
Κι ο γιος μου τόκανε αυτό και τ’ άσκεφτά του νιάτα
Την ιερή ελπίζοντας ροή του Ελλησπόντου
Πως θα κρατούσε όπως κρατεί τους δούλους στα δεσμά τους.
Και του θεϊκού επίστεψε ρεύματος του Βοσπόρου
Πως θα του αλλάξει τη μορφή. Και πως αφού του βάλει
Δεσμά σιδεροκάμωτα, μεγάλο θ’ άνοιε διάβα
Για το στρατό του. Και θνητός ενώ ήτανε, θαρρούσε,
Με την κακή τη γνώμη του πως όλους θα νικούσε
Τους θεούς-κι αυτόν τον ίδιονε τον άγριο Ποσειδώνα.
Πώς να μην πω πως ήτανε του νου αυτή η αρρώστια
Που το παιδί μου είχε βρει; Οι άνθρωποι φοβάμαι
Τον ακριβό τον πλούτο μου, που για να τόνε μάσω
Τόσες θυσίες έκανα, να μη μου τον αρπάξουν.

ΑΤΟΣΣΑ
Από φίλους μαθήματα τέτοια πήρε ο Ξέρξης
Που για σένα του λέγανε ότι πάμπολλα πλούτη
Εχεις κάνει με πόλεμο για να βρουν τα παιδιά σου
Και πως κείνος πολέμαγε μοναχά μες στο σπίτι
Και καθόλου δεν αύξαινε -το μεγάλο το βιός του.
Κι επειδή εντρεπότανε όλα τούτα ν' ακούει
Στο μυαλό του το έβαλε την Ελλάδα να πάρει.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Ετσι λοιπόν.Το έργο αυτό αυτοί το έχουν κάνει
Το μέγα κι αλησμόνητο-ν' αδειάσουνε τα Σούσα,
κάτι που μέχρι σήμερα ποτέ δεν είχε γίνει
Αφότου ο Δίας έδωσε τη χάρη σ’ έναν μόνο
Αντρα, την προβατότροφη να κυβερνάει Ασία.
Και ηγεμόνας του στρατού πρώτος ο Μήδος ήταν
Κι ο γιος του εσυνέχισε το έργο του κατόπιν
Γιατί του εκυβέρναγε η φρόνηση το νου του.
Και τρίτος ύστερα απ' αυτόν ο ευτυχής ο Κύρος
Που την ειρήνη έδωσε σ’ όλους του τους συμμάχους
Και τους λαούς υπόταξε Λυδίας και Φρυγίας
Και με τη βία εδάμασε όλη την Ιωνία
Γιατ' ήταν άνθρωπος με νου κι οι θεοί τον αγαπούσαν.
Του Κύρου πάλι ο τέταρτος ο γιος ήταν σατράπης.
Πέμπτος ο Μέρδις διοίκησε, ντροπή για την πατρίδα
Και για τους θρόνους τους παληούς, ώσπου μες στο παλάτι
Οικτρά τον δολοφόνησε ο ο άξιος Αρταξέρξης,
Με φίλους άλλους κάνοντας ότι έπρεπε να κάνουν.
Κι εγώ αυτό που ήθελα με κλήρο τόχω πάρει
Και με πολύ έκανα στρατό μεγάλες εκστρατείες.
Μα ούτε τόσο δα κακό έκανα στην πατρίδα.
Κι ο γιος μου ο Ξέρξης που σα νιος και νιές ιδέες έχει
Τις συμβουλές που του ’δωσα διόλου δε λογαριάζει.
Και σεις το ξέρετε καλά της νιότης μου συντρόφοι
Πως όσοι εκαθήσαμε πάνω σ’ αυτόν το θρόνο
Κακά όσα έκαμε αυτός, δεν έχουμε όλοι κάμει.

ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν Δαρείε μ' ολ' αυτά πού κατάληγεις; Πες μας
Τι σαν λαός να κάνουμε πρέπει για νάρθει πάλι
Κάτι καλλίτερο για μας ύστερα απ’ όλα τούτα;

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Ξανά μην πολεμήσετε στη χώρα των Ελλήνων
Κι ας είναι περισσότερο το στράτευμα των Μήδων
Γιατί την ίδια τους τη γη έχουνε σύμμαχό τους.

ΧΟΡΟΣ
Τι θες να πεις; Πώς συμμαχούν οι δυό τους; Με τι τρόπο;

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Γιατί όσους περισσεύουνε με πείνα τους σκοτώνει.

ΧΟΡΟΣ
Αλλά θα στείλουμε στρατό γερό και διαλεγμένο.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Ακόμα κι όσος έμεινε στρατός μες στην Ελλάδα
ούτε κι αυτός γυρίζοντας δε θάβρει σωτηρία.

ΧΟΡΟΣ
Τι λες; Λοιπόν απ’ τον πορθμό δε θα διαβεί της Ελλης
Οσο βαρβάρων στράτευμα βρίσκεται στην Ευρώπη;

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Ελάχιστοι, αν των θεών πρέπει τις προφητείες
Να τις πιστεύουν οι θνητοί, κι απ’ ότι μέχρι τώρα
Που έχει γίνει έχουμε δει. Γιατί δε στέργουν άλλα
Και αλλά όχι. Ετσι λοιπόν ελπίδες είχε κούφιες
Φεύγοντας όταν διαλεχτούς στρατιώτες έχει αφήσει
Και στην πεδιάδα κάθονται που του Ασωπού το ρέμα
Τρέχει, τροφή καλόδεχτη στης Βοιωτίας το χώμα.
Κι εκεί τους μέλλει τα κακά τα πιο βαριά να πάθουν.
 Γιατί δειχτήκαν άθεοι κι αυθάδεια γεμάτοι
Και διόλου δεν εντράπηκαν φτάνοντας στην Ελλάδα
Θεών ιερά να γδύνουνε και τους ναούς να καίνε.
Τώρα συντρίμμια οι ναοί. Και των βωμών τα κτίρια
Συρριζα είναι άγρια, φρικτά καταστραμμένα.
Αφού κακά εκάμανε, κακα και θε να πάθουν.
Αλλ’ απ’ αυτά που έπαθαν έχουν να δούνε κι άλλα,
’Τι των κακών δε στέρεψε η πηγή γι αυτούς ακόμα.
 Γατί η λόγχη η Δωρική θα κάνει ώστε το χώμα
Των Πλαταιών, αιμάτινη να το σκεπάσει κρούστα.
Κι ως την τριτόσπορη γενιά σωροί νεκρών μεγάλοι
Άφωνοι θε να δείχνουνε στα μάτια των ανθρώπων
Οτι δεν πρέπει του θνητού να παίρνει ο νους αέρα.
Γιατί όπου ανθίζει η ξιπασιά και ο χαμός καρπίζει
Και συφορές πολυκλαυτες τρυγάει όποιος θερίζει.
Τέτοια λοιπόν γνωρίζοντας η πληρωμή πως θάναι
Ελλάδα να θυμώσαστε πάντοτε και Αθήνα.
Κι ούτε κανένας απά σας να μην καταφρονήσει
Τη μοίρα του και άλληνε μοίρα ζητώντας νάβρει
Την τωρινή ευτυχία του χαλάσει τη μεγάλη.
Γιατί ο Δίας, ο αυστηρός και δίκαιος κριτής μας
Την άμετρη την έπαρση και άμετρα κολάζει.
Ετσι λοιπόν αφού αυτός δεν έχει φρονιμάδα
Με συμβουλές καλόγνωμες συστηστε του να πάψει
Με θράσος υπερφίαλο να προκαλεί τα θεία.
Και συ γρηά μητέρα του, που σ’ αγαπάει ο Ξέρξης
Στο σπίτι πήγαινε κι αφού στολή καλή μια πάρεις
Το γιο σου προϋπάντησε που απ’ τον μεγάλο πόνο
Τα πλουμισμένα ρούχα του κουρέλια είναι τώρα
Και καθησύχασε τόνε με τα καλά σου λόγια.
Γιατί απ’ όσο ξέρω εγώ, μόνον εσέ θ’ ακούσει.
Εγώ πηγαίνω πάλι εκεί, κάτω, στης γης τα σκότη.
Όσο για, σας γερόντοι μου κι αν τ’ άσχημα σας ζώνουν
Μες στην ψυχή σας τη χαρά ναχετε κάθε μέρα
Γιατί ο πλούτος στους νεκρούς καθόλου δε φελάει.

ΧΟΡΟΣ
Επόνεσα σαν άκουσα τα πάθη των βαρβάρων
Για όσα ή τους βρήκανε ή θα τους βρουν ακόμα.

ΑΤΟΣΣΑ
Μαύρη μου μοίρα! Τι κακών πόνοι πολλοί με βρίσκουν
Και πως ετούτη η συφορά πιότερο με δαγκώνει
Για τη ντροπή ν’ ακούω εγώ των ρούχων όπου ντύνουν
Του βλασταρτού μου το κορμί!  Μ’ ας πάω στο σπίτι τώρα
Και αφού πάρω μια στολή ας τον προϋπαντήσω.
Γιατί δεν πρέπει ο άνθρωπος ποτέ του να προδίνει
Τους που αγαπά περσότερο αυτοί σα δυστυχούνε.

ΧΟΡΟΣ
ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Α! Τι μεγάλη κι όμορφη περνούσε η ζωή μας
Τη χώρα όταν κυβέρναγε ο βασιλιάς Δαρείος,
Αυτός ο γέρος ο άκακος, ο πάντα νικηφόρος,
Ο ισόθεος, ο πάντοτε με δύναμη γεμάτος.

Και πρώτα πρώτα είχαμε στρατό πολυακουσμένο
Πούριχνε κάτω κι έπαιρνε κάστρα πυργοφραγμένα.
Κι απ’ τους πολέμους άκοπους και χαρωπούς μας βρίσκαν
Οι γυρισμοί και μπαίναμε σε σπίτια ευτυχισμένα.

Και πόσες δεν εκούρσεψε πόλεις εκείνος δίχως
Του ποταμού το πέραμα του Αλυ να περάσει-
Δίχως από το σπίτι του να το κουνήσει διόλου,
Σαν τις Αχελωΐδες που στο πέλαο του Στρυμόνα
Βρίσκονται και για συντροφιά έχουν χωριά της Θράκης.

Κι αυτές που εξω απ’ τη θάλασσα, μες στη στεριά χτισμένες
Με πύργους είναι δυνατούς περιτριγυρισμένες
Κι αυτές σ' αυτόν υπάκουαν. Και όσες καμαρώνουν
Γύρω απ' της Ελλης το πλατύ το πέρασμα, κι εκείνες.
Κι η Προποντίδα η τρίσβαθη και ο στενός ο Πόντος.  

Και τα νησιά που βρίσκονται θαλασσοκυκλωμένα
Γύρω απ’ τη γλώσσα της στεριάς,ετούτης, της δικής μας
Καθώς η Σαμο η λιόφυτη, κι η Λέσβος και η Χίος
κι οι Πάρος, Νάξος, Μύκονος, και παραδίπλα η Τήνος
Κι η Ανδρος η γειτόνισσα η τόσο κοντινή της.

Και τα νησιά που βρίσκονται στων δυό στεριών τη μέση
Λήμνος και Ρόδος κι Ικαρία, Κνίδος, κι αυτά δικά του.
Κι από της Κύπρου όριζε τις πόλεις Πάφο, Σόλους,
Και Σαλαμίνα, σήμερα που η μητρόπολή της
Αιτία για τους τόσους μας τους πόνους έχει γίνει.
 
Κι ακόμα με τη γνώση του εξουσίαζε κι εκείνες     
Τις πόλεις τις Ελληνικές στη γη της Ιωνίας
Που και ανθρώπους εχουνε πολλούς και πλούτο μέγα.
Μα δύναμη ακατάβλητη οι άντρες, κι οι δικοί του  
Είχανε, και οι σύμμαχοι, απ’ όπου κι αν φερμένοι.
Μα τούτο που έχει ο πόλεμος κακό θαλάσσιο φέρει
Σε μας, και που απρόσμενα μας έχει αφανίσει  
και τόσο μας επόνεσε, βέβαια θεόσταλτο είναι.



ΕΞΟΔΟΣ

ΞΕΡΞΗΣ
Αλλί ! Τι κακό αναπάντεχο   
Που χτύπησε εμένα το δόλιο
Και πώς ο θεός τσαλαπάτησε ,
Με τετοια μανία τους Πέρσες
Αλί! Τι θα γινω ο κακόμοιρος.
Αχ! Τώρα που βλέπω μπροστά μου
Σεβασμιους της χώρας μας γέροντες
Τα πόδια μου είναι κομμένα.
Ας ήτανε θε μου κι εμένα      
Η ίδια να πρόσμενε μοίρα
Με κείνους που εκεί εχαθήκανε.

ΧΟΡΟΣ
Αλί βασιλιά μου-αλλίμονο.
Αλί στο γενναίο στρατό μας.
Αλί στων Περσών τη μεγάλη
Την κυβερνήτρα δύναμη
Αλί στων αντρών μας το καύχημα
Που η μοίρα τους έχει θερίσει.
Και κλαίει η γη μας τα νιάτα της
η ίδια που έχει γεννήσει
κι ο Ξέρξης τα πήρε και τάστειλε
Γραμμή μες στον αφωτο Αδη.

Και πάει το ανθός της χώρας μας.
Και παν τοξομάχοι μεγάλοι.
Κι αρίθμητα παν παλληκάρια μας
Κι. η κάθε μας πάει ελπίδα.
Μυριάδες λεβέντες για πάντα
Για πάντα-γιά πάντα χαθήκανε.
κι η γη της Ασίας η υπέρλαμπρη
Μαζί με κεινούς βασιλιά μου
Αδύναμη τώρα εγονάτισε.

ΞΕΡΞΗΣ
Και νάμαι κι εγώ, αξιοθρήνητος.
Ωΐμέ, συφορά για να φέρω
Στη χώρα μου μόνο εγεννήθηκα
και  μαύρα κακά στη φυλή μου.

ΧΟΡΟΣ
 Γι αυτό και αντίς καλωσόρισμα
Εγώ μοιρολόγι θα ψάλλω
Μαριανδυνό, κακομέλετο
Στριγγό και κακόφωνο κι άγριο.

ΞΕΡΞΗΣ
Βγάλτε δαρμό που σπάει καρδιές.
Βγάλτε στριγγιά καρδιοσπαράχτρα.
Η ίδια επάνω μου έπεσε
Η μοίρα και μ’ έχει ρημάξει.

ΧΟΡΟΣ
θα βγάλω φωνή, ναι, ολόδαρτη
Να δείξω τον πόνο που νιώθω
Για όσα κακά θαλασσόφερτα
Μας έχουν καινούργια χτυπήσει.
Το πένθος θα σκούξω δακρύβρεχτο
Εγώ της γενιάς και της χώρας.

ΞΕΡΞΗΣ
Γιατί των Ιώνων
Την είχε ταμένη
Τη νίκη αυτή.
Σε κείνους τη δίνει
Ο μέγας ναυάρχος
Ο Αρης ο άδικος
Στον μαύρο αλωνίζοντας
Γιαλό και τους βράχους
Εκεί τους κατάρατους.

ΧΟΡΟΣ
Ρωτάω και σκούζω:
Που είναι οι άλλοι
οι ολάκριβοι φίλοι!
Που είναι ο Πελάγονας;
Και που ο Φαρανδάκης;
Που ειν' ο Δοτάμας;
Που ειν' ο Αγδάβατας;
Ο Σούσας; Ο Ψάμμις;  
Και ο Σουσισκάνης
Τ' Αβγάτανα που άφησε
μαζί σου για νάρθει;

ΞΕΡΞΗΣ
Χαμένους εκεί
Εκεί τους παράτησα
Εκεί. Από Τύρια
Πεσμένους γαλέρα
Να ρέβουν στο κύμα-
Στους βράχους να ρέβουν
Της Σαλαμίνας.


ΧΟΡΟΣ

Και πούναι, και πάλι
Ρωτώ,ο Φαρνούχος;
Και το παλληκάρι
Ο Αριόμαρδος πούναι;
Και πού ο Σευάκης
Ο βασιλιάς;
Και πού τ' αρχοντόπουλο  
Ειν' ο Λιλαίος;    
Ο Μέμφις; Ο Θάρυβις;
Και πού ο Αρτεμβάρης;
Και πού ο Μασίστρας;
Και πού ο Υσταίχμας
Ρωτάω. Πες μου!

ΞΕΡΞΗΣ
Αλλί μου! Αλλί μου!
Τους έγραφε η μοίρα       
Σα δουν την παλιά
Κατάρατη Αθήνα    
Αμέσως μετά    
Να πέσουνε όλοι.    
Αλί μου! Αλί!    
Εκεί σπαρταράνε    
Στην ξέρα οι δόλιοι.    
ΧΟΡΟΣ

Κι αλήθεια μην είδες         
Τον μες στους πιστούς σου     
πιστότερο απ’ όλους,
Εκείνον, το μάτι σου,    
Τον Άλπιστο λέω,
Αυτόν, του Βατάνωχου,    
Που σου εμετρούσε    
Μυριάδες μυριάδες
Τους τόσους στρατιώτες;
Η μη το Σησάμα
Του Μεγαβάτα;
Τον εύσωμο Πάρθο
Η τον Οΐβάρη;
Τους άφησες όλους.
Τους άφησες δόλιε
Για να ’χεις να λες
Στους ένδοξους Πέρσες
Κακά κι από τ’ άσχημα
Χειρότερα ακόμα.

ΞΕΡΞΗΣ
Ωχου λαχταρά και καημός!
Για τους συντρόφους τους καλούς
Τ’ άραχνα μου θυμίζεις
Τα βάσανα τ’ αξέχαστα-
Τ’ αξέχαστα-αλίμονο
Που την καρδιά μου κάνουνε
Να μου βογγάει στο στήθος.
 

ΧΟΡΟΣ
Κι ακόμα βέβαια πολλούς.
Πολλούς ζητάμε ακόμα.
Τον Ξανθι που οδήγαγε
Μύριους στη μάχη Μάρδους
Και τον Αγχάρη τον δεινό
Στη δίνη του πολέμου,
Του ιππικού τους άρχοντες
Διαίξη και Αρσάμη,
Τον Τόλμο τον αχόρταστο
Για πόλεμο. Παν όλοι.
Άταφοι πάνε. Αταφοι.
Δεν ακλουθούνε τις σκηνές
Τις τροχοκίνητές σου.

ΞΕΡΞΗΣ
Γιατί οι πρώτοι του στρατού
Χαθήκανε και πάνε.


ΧΟΡΟΣ
Χαθήκανε οι άμοιροι.

ΞΕΡΞΗΣ
Αλί μου! Αλί! Αλίμονο!


ΧΟΡΟΣ
Αχού κακό ανέλπιστο
Που οι θεοί έχουν στείλει.
Α! Πως η Άτη καθαρά
Ολόλαμπρη φαντάζει.

ΞΕΡΞΗΣ
Αλί! Πώς χτυπηθήκαμε
Για παντα από τη μοίρα.


ΧΟΡΟΣ
Εχτυπηθήκαμε  μαθές.
 
ΞΕΡΞΗΣ
Με νέο κακό.
Με νέο κακό.


ΧΟΡΟΣ
Οι ναύτες εμείς που απαντήσαμε
Των Ιώνων, κακό μας εφέρανε.
Α! Είναι στον πόλεμο άτυχοι οι Πέρσες.
 
ΞΕΡΞΗΣ
Πως όχι αφού ο ταλαίπωρος
Στρατό έχω τόσον χάσει;

ΧΟΡΟΣ
Και τι δεν εχάθη!
Μεγάλα τα πάθη
Που βρήκαν τους Πέρσες.

ΞΕΡΞΗΣ
Και  βλέπεις ακόμα
Κι αυτό της στολής μου
Που απόμεινε ράκος;

ΧΟΡΟΣ
Το βλέπω... το βλέπω…

ΞΕΡΞΗΣ
Και βλέπεις ακόμα
Κι αυτή τη φαρέτρα;..

ΧΟΡΟΣ
Ε, τι; Ειν' αυτό
Που τάχα εσώθη;
 
ΞΕΡΞΗΣ
…Τη δέσμη αυτή των βελών!


ΧΟΡΟΣ
Πολλά ενώ ήταν    
Εμείνανε λίγα.    

ΞΕΡΞΗΣ
Κι οι σύμμαχοί μας χάθηκαν.

ΧΟΡΟΣ
Φυγόμαχοι όχι-
Δεν είναι οι Ίωνες.

ΞΕΡΞΗΣ
Καθόλου. Αναπάντεχη
Μας κάναν λαχτάρα.

ΧΟΡΟΣ
Μιλάς για τα όσα
Καράβια εφύγαν
Μακριά, να σωθούνε;

ΞΕΡΞΗΣ
Που αυτά μου τα ρούχα
που φόραγα, τα ’σκισα
Στην τόσο βαριά συφορά.


ΧΟΡΟΣ
Πωπω πωπω:
 
ΞΕΡΞΗΣ
Οσα πωπω κι αν έλεγα
Λίγα θα ήταν πάλι.

ΧΟΡΟΣ
Διπλά και τριπλά
Τα κακά μας εβρήκαν.

ΞΕΡΞΗΣ
Δικές μας λύπες
Εχθρων χαρές.

ΧΟΡΟΣ
Κι η δύναμη πούχαμε
Πάει ... πετσοκόφτηκε…

ΞΕΡΞΗΣ
Και δε μου εμείνανε
Καθόλου ακόλουθοι.

ΧΟΡΟΣ
…Απ’ όσα έχουν πέσει
Κακά πελαγίσια
Στων φίλων τα πλήθη.

ΞΕΡΞΗΣ
Μα κλαίγε. Όλο κλαίγε
Για τ' άμετρα πάθη
Και ως το παλάτι
Ας πάμε θρηνώντας,


ΧΟΡΟΣ
 Ναι. κλαίω. Απ’το θρήνο
Καταβρεχτος είμαι.

ΞΕΡΞΗΣ
Αντίφωνα τώρα
Στο θρήνο μου σκούζε.


ΧΟΡΟΣ
Κακά οι αχρείοι
Και παίρνουν και δίνουν.

ΞΕΡΞΗΣ
Μαζί τώρα ταίριαξε
Με μένα το θρήνο.


ΧΟΡΟΣ
Ωΐμένα! Ωΐμέ!
Βαριά είναι τούτη
που μ’  ήβρε η μοίρα
Βαρύς και  ο πόνος
Γι αυτήν που πονώ.

ΞΕΡΞΗΣ
Σέρνε το θρήνο. Σέρνε τον
Και στέναζε γιά μένα.

ΧΟΡΟΣ
Αλίμονο!  Αλίμονο!
Πόνος και πόνος.

ΞΕΡΞΗΣ
Αντίφωνα τώρα
Στον θρήνο μου σκούζε.

ΧΟΡΟΣ
Δε λείπει αφέντη μου
Ο λόγος για τούτο.

ΞΕΡΞΗΣ
Λοιπόν τώρα θρήνει
Σε τόνους ψηλούς.

ΧΟΡΟΣ
Αλί, αλί! Πωπω πωπω!
Θα σμίξουν και πάλι
Στη μαύρη πληγή μου
Δαρσίματα μαύρα.

ΞΕΡΞΗΣ
Και χτύπα το στέρνο
Και λέγε το Μύσιο
Για με μοιρολόγι.

ΧΟΡΟΣ
Με πίκρα...Με πίκρα...

ΞΕΡΞΗΣ
Και τ’ άσπρα σου γένια
Ξερρίζωνε τώρα.

ΧΟΡΟΣ
Με δύναμη κιόλας.
Και κλαίω γοερά.

ΞΕΡΞΗΣ
Στριγγόφωνα τώρα.

ΧΟΡΟΣ
Κι αυτό θα το κάνω.

ΞΕΡΞΗΣ
Τα πέπλα σου σκίσε
Με άπελπα χέρια.

ΧΟΡΟΣ
 Με πίκρα… Με πίκρα…

ΞΕΡΞΗΣ
Και τα μαλλιά σου τράβα τα
Θρηνώντας το στρατό μας.

ΧΟΡΟΣ
Με δύναμη κιόλας.
Και κλαίω γοερά.

ΞΕΡΞΗΣ
Τα μάτια να τρέχουν.

ΧΟΡΟΣ
Ολόβρεχος είμαι


ΞΕΡΞΗΣ
Αντίφωνα τώρα
Στον θρήνο μου σκούζε.

ΧΟΡΟΣ
Αά… αα…

ΞΕΡΞΗΣ
Αλί! Αλί!
Για την πόλη τραβάτε.

ΧΟΡΟΣ
Ναι ναι, αλίμονο!
Για κει  τραβάμε…

ΞΕΡΞΗΣ
Να θρηνείτε καθώς
Σιγανά περπατάτε.

ΧΟΡΟΣ
Πικροβάδιστο-αλί!
Της Περσίας το χώμα…

ΞΕΡΞΗΣ
Αχ αχ αχ αχ γι αυτούς που χάθηκαν
Αχ αχ αχ αχ με τα τρίσκαρμα πλοία.

ΧΟΡΟΣ
Με κακόκραχτο κλάμα
Ως εκεί θα σε πάω.

ΤΕΛΟΣ