ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
Εκεί στα βοριοδυτικά της Ρούμελης τα μέρη
Ητανε μια καλόγρια στ’ Αη-Γιώργη το ’κλησάκι
Κι άναβε τα καντήλια του και καθαρό το εκράτει.
Ητανε χήρα και φτωχή, και νέα κι άτεκνη ήταν.
Ζωή τη λέγαν κι ήτανε ζωή όλο γεμάτη
Και χόχλαζε το αίμα της κι έκαιγε το κορμί της.
Αυτή με βλέμμα χαμηλό άναβε τα καντήλια
Κι άναβε ο πόθος μέσα της και την κατάκαιε όλη.
Αυτή αμίλητα έσκυβε και σκούπιζε το χώμα
Κι έσκουζε το τραγόμορφο μέσα της το θηρίο.
Αλλά πολύ δεν κράτησε η ξερασία εκείνη.
Στο χρόνο πάνω της χηρειάς ξανάλαμψε ο κόσμος
Κατάκατσε η πυρκαγιά, μέρεψε το θηρίο.
Ο φοβερός αρματολός Δημήτρης Καραΐσκος
Στην αγκαλιά του τη ζωή πάλι της Ζωής επήρε
Κι απλόχερα της έδωσε ό,τι της πήρε ο Χάρος.
Το εκκλησάκι απ’ τή ντροπή κοκκίνησε, κι οι άγιοι
Εκλείνανε τα μάτια τους τ’ άτοπο μην ιδούνε.
Κι ο κόσμος όταν το ’μαθε με ψίθυρους μιλούσε
Και του αντρός της οι γονιοί κι οι φίλοι και τ’ αδέρφια
Τη φαρμακογλωσσίζανε και την κατηγορούσαν.
Κι ύψωνε εκείνη τη φωνή κι αποκρινόταν σ’ όλους:
«Εχω μονάχα μια ζωή. Και θέλω να τη ζήσω.
Φτωχιά! Ο τούρκος το ψωμί απ’ τό στόμα να μου παίρνει.
Χωρίς οσπίτι και χωρίς άνθρωπο να μιλήσω.
Όλα ετούτα τα μπορώ. Μα του κορμιού τη φλόγα
Δεν την αφήνω να με φάει κι ας λέτε οτι θέτε.
Μπορειτε σείς αν θέλετε να ζείτε πεθαμένοι
Μα ’γώ σε τούτο το κορμί θα δώσω ό,τι ζητάει».
Μον’ ή Ελλαδα δίπλα της στεκάμενη κοιτάζει
Και την αποβαραίνουνε οι βαριές της αλυσίδες
Και στο βαθύ ανυπόμονο τη ρίχνουνε πηγάδι.
Και λέει "πότε οι εννιά οι μήνες θα περάσουν;"
Και "πότε του Ηλιού το φως το τέκνο μου θε να ’δει;"
Και "πότε θα περάσουνε σαράντα τόσα χρόνια;"
Και χρόνοι μοιάζουν οι στιγμές κι αιώνες οι βδομάδες.
Και για να μην παθιάζεται στρώνεται και δουλεύει.
Τις πέτρες που θ’ αγγίξουνε τα πόδια του λειαίνει,
Πάει καθαρίζει τις πηγές οπού θα τον ποτίσουν,
Κάτι κλαράκια ξεπετά που δέντρα θα μεστώσουν
Νάχει να τρώει στ’ άγρια καθώς θα τριγυρίζει,
Και του ’τοιμάζει τη σπηλιά όπου θα κατοικήσει.
Δυό μήνες επεράσανε κι ο Καραΐσκος φεύγει
Αφήνοντας μες στη Ζωή άλλη ζωή ν’ αξαίνει.
Κι όταν εφούσκωσε η κοιλιά, πηρε η Ζωή τους δρόμους
Και κόνεψε σε μια σπήλια και μέσα κει γεννάει.
Μονάχη της εγέννησε, μονάχη αφαλοκόπη.
Μόν’ η Ελλάδα δίπλα της, μ’ ένα κρυφό καμάρι
Τη γέννα εκείνη έβλεπε. Κι έκανε ό τι δυνόταν
Για να ξεδώσει τη χαρά που ’θελε να την πνίξει.
Στόλισε το έμπα της σπηλιάς με κάθε είδους άνθη:
Ασπρα να μοιάζουν στην ψυχή του νεογεννημένου,
Κόκκινα σαν το πάθος του για Λευτεριά και Δόξα,
Ρόδινα όπως την αυγή που θα ’φερνε στο Γένος,
Και της ελπίδας χρώματα, και χρώματα του Πόνου
Που παίδευε τους Έλληνες, και χρώματα του μίσους
Για καθετί το τούρκικο, και χρώματα της νίκης.
Γέμισε λιανοκάπαρη τον τόπον εναγύρω
Σημάδι του πατριωτισμού που τις καρδιές ψυχώνει,
Και κληματίδες για να λεν τη δύναμη που θα ’χε
Ο νους του νεογέννητου κι η ακλόνητη βουλή του,
Και καμπανούλες που ’δειχναν τη σταθερή του γνώμη,
Και στεμματάκια, δύναμης και μεγαλείου άνθη.
Και κρίνα σαν εκείνα όπου φυτρώνουνε στους κάμπους
Να δείξουν πως η ευτυχιά που ’χε μας ξεχασμένους
Ξανά θα μας εγύριζε μ’ αυτό το βρέφος κράχτη.
Κι ο ήλιος την ημέρα αυτή εφώτιζε σαν όπως
Τα μάτια του νιογέννητου ολοζωής θα λάμπαν:
Με θέληση, με δύναμη, μ’ αγνότη και με λάβρα.
Κι οι πέτρες χαίρανε διπλά και τρίδιπλα τα δέντρα
Κι "αχ! Πότε το ποδάρι του θα μας αγγίσει", ελέγαν
Κι "αχ! Πότε το ντουφέκι του πάνω μας θα κρεμάσει".
Κι η Ρούμελη εσείστηκε-εσείστη κι ελυγίστη
Και το Μωρηά κοιτάζοντας με μάτι που η περφάνια
Και η χαρά τα βούρκωναν, βάζει φωνή: «Αδέρφι!
Τον ήλιο είδε σήμερα και ο δικός μου δράκος!»
Και ο Μωρηάς με το Νοτιά της στέλνει συχαρίκια
Και με το κύμα χαρωπά την αδερφοφιλούσε.
Μόνον οι τούρκοι την ημέρα εκείνη δεν μιλούσαν.
Χωρίς να ξέρουν το γιατί μια στενοχώρια νιώθαν
Σαν ξάφνου να μη χώραγαν στης Ρούμελης το χώμα
Ή σαν το Χάρο νά ’δανε ονόματα να γράφει
Στο μαύρο το τεφτέρι του, και σαν να τους εφάνη
Τα τούρκικα ονόματα πως πολυπερισσεύαν.
Και η Καλόγρια μ’ αγκαλιά στεκόντανε το γιο της
Και με το νου της ξάγρυπνο. Κι έλεγε "Πού να πάω;"
Τόπος κανένας δεν κρατεί γυναίκα ντροπιασμένη.
Σπίτι κανένα δεν ανοι’ την πόρτα του σε μένα.
Και τούτο εδώ το νιάνιαρο πώς θα το μεγαλώσω;"
Κι ενώ αυτά σκεφτότανε, αητό έναν δεν είδε
Που βόλτες πάνω έφερνε ’πό κείνη και το βρέφος
Και σιγανομουρμούριζε το φονικό του ράμφος:
"Για δε’ πράμα παράξενο-πρώτη φορά μου βλέπω
Ν’ ανοίγει ένα αητόπουλο τα μάτια του σε κάμπο!»
Και με το γιό της στη σπηλιά έμεινε όσες μέρες
Φτάνανε πάλι να μπορεί τους δρόμους για να πάρει Τρώγωντας ό,τι φτωχικό της έφερνε τα βράδια
Ένας γερο-καλόγερος. Μετά το γιό της πήρε
Και πήγε και τον άφησε σ’ έναν Σαρακατσάνο
Να τον βυζαίνει η νεαρή γυναίκα του, η Πουλιάνα,
Κι αυτή καλογερίστικα ντυμένη τριγυρνούσε
Και μοσκολίβανο, κεριά, και γιατρικά πουλούσε.
Ώσπου έξη επεράσανε χρόνια, και τον μεγάλο
Και τον ακούραστο εραστή-το θάνατο- εβρήκε
Και σε μια αχάλαστη ηδονή βρίσκεται από τότε.
Ο γιός της εμεγάλωνε ξένος, φτωχός και μόνος
Σαν άγριο χόρτο στην ερμιά. Και τώρα δος μου Ελλάδα
Τη χάρη και τη δύναμη, τη ζήση να ιστορήσω
Και τα μεγάλα να ειπώ που το παιδί ετούτο
Έργα για Σένα έκανε για να Σε λευτερώσει
Απ’ τών τουρκώνε το ζυγό. Δος μου αυτή τη χάρη
Για να μπορέσω πριν αυτόν κι εγώ τον κόσμο αφήσω
Αφού άλλο τίποτα για Σέ δεν το μπορώ να κάνω
Τουλάχιστο ότι έκαναν άλλοι γιε Σέ να υμνήσω
Για να ειπώ ότι κι εγώ κάτι έκανα για Σένα.
ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΔΕΣ, ΚΛΗΡΟΣ, ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ
Κάπου τρακόσα και πενήντα χρόνια επεράσαν
Αφόντας εσκλαβώθηκαν οι έλληνες στους τούρκους-
Αφόντας το Βυζάντιο, κακοδιαφεντεμένο,
Έπεφτε κατ’ απ’ των τουρκών τ’ αγριεμένο πλήθος.
Κι ύστερα απο τη μέρα αυτή τη μαυροφορεμένη
Αρχισε για τους Ελληνες το σκότος της δουλείας.
Κι όπως σε κάθε μια εποχή κι όπως σε κάθε χώρα
Ή με σκλαβιά ή με λευτεριά, ή με Θεό ή με Διάλο
Και στην Ελλάδα οι άνθρωποι στα δυό εχωριστήκαν.
Σε πλούσιους και σε φτωχούς. Κι οι πλούσιοι ήταν εκείνοι
Οπου εχθροί γινήκανε της ίδιας τους πατρίδας
Γιατ’ έτσι μόνο μπόρεγαν να διατηρούν τον πλούτο.
Τους λέγαν Κοτζαμπάσηδες, τους λέγαν Φαναριώτες
Και τους ελέγαν άρχοντες, και προεστούς τους λέγαν,
Τους λέγαν μεγαλέμπορους, μεγαλοαπατεώνες.
Κι όλοι τους είχανε κοινό πως για να βρούνε χρήμα,
Τη δόλια και την άμοιρη Πατρίδα ξεπουλούσαν,
Καθώς κάνουν και σήμερα οι αρχόντοι στην Ελλάδα.
Και γέμιζαν τις στέρνες τους κι άδειαζαν την ψυχή τους.
Κι υποκλινόνταν στον αγά, και φίλαγαν τα κρόσσα
Της άκρης του χρυσόπλεχτου κι αστραφτερού σοφά του.
Κι ήταν πιό τούρκοι απ’ τούς τουρκούς σε σκέψη και σε πράξη
Και κλέβανε τους Ελληνες πιότερο από κείνους.
Πιότερο τους ατίμαζαν και τους απομυζούσαν.
Μονάχα κάθε Κυριακή αντί για να τραβήξουν
Οπως οι τούρκοι στο τζαμί, στην εκκλησιά πηγαίναν
Ντυμένοι με τ’ στραφτερά και τα χρυσά τους όλα
Ως κάνουνε και σήμερα οι πλούσιοι στην Ελλάδα.
Και πάντοτε για έγνοια τους μες στο μυαλό τους είχαν
Μην οι ραγιάδες σηκωθούν τον Τούρκο να χτυπήσουν.
Γιατί εμετρούσαν οι τουρκοί εγγύηση για κείνους
Οτι θα τρώνε πάντοτε μ’ ολόχρυσα κουτάλια-
Γιατί έτσι θα χανότανε η τάξη που κρατούσε
Και ’κράτει πάμπλουτους αυτούς κι ολόφτωχους τους άλλους.
Κι οι άλλοι ήσαν οι φτωχοί που, ή τη γης δούλευαν
Είτε τεχνίτες ήτανε μέσα στις πολιτείες
Ή στα καράβια πνίγονταν ή με τα ζα γυρίζαν.
Αθλιοι των αθλίωνε, χωρίς ουτ’ ένα ρούχο
Το κρύο να πολεμήσουνε, χωρίς δύναμη τόση
Ωστε ν’ αντιπαλαίψουνε και «όχι» να ειπούνε
Στις ατιμίες των τουρκών, στων προεστών τη βία.
Στα δέκα που καζάντιζαν απ’ τή σκληρή δουλειά τους
Τα εφτά οι τούρκοι τα ’παιρναν, τα δυο οι γραικοί οι γδάρτες
Και το ’να έμενε σ’ αυτούς για να ψευτοπεράσουν.
Και μετ’ εκείνο έπρεπε να φάνε, να ντυθούνε
Να συντηρήσουν φαμελιά και δύναμη να πάρουν
Για να ξαναδουλέψουνε και να τους ζανακλέψουν
Τα ξένα τ’ αγριόσκυλα και οι εντόπιοι λύκοι.
Γράφει ο Γάλλος Πουκεβίλ για τους Κοτζαμπασήδες
Πως πιο μεγάλοι ήταν εχθροί απ’ ότι ήταν οι τούρκοι
Για τους συμπατριώτες τους. Και πως σκληρά παιδεύαν
Τους που ’πρεπε να γνοιάζονταν και να παρηγοράνε.
Πως με χαμέρπεια, αναίδεια, και με αλαζονεία
Ένα ψηλόν εφτιάξανε τοίχο που χωρισμένους
Απ’ τό ίδιο τους τους εκράταγε το ελληνικό το Γένος.
Και καταδότες, ταπεινούς, τους λέει και διεφθαρμένους.
Και λέει πως χαιρόδουλοι και τουρκολάτρες ήταν.
Και λέει πως κι αν ο Ρωμιός ήταν του Τούρκου σκλάβος
Μα εκατό ήταν φορές πλέον δυστυχισμένος
Χάρη στους Κοτζαμπασήδες που τον εξεγυμνώναν.
Και λέει οι Κοτζαμπάσηδες πιό μισητοί πως ήταν
Στους έλληνες, κι από αυτούς τους άγριους τους τούρκους.
Κι αυτός που την Ελληνική έγραφε "Νομαρχία",
Ανώνυμος, δηγάται πως, μ’ όση δουλειά κι αν κάναν
Δεν ημπορούσαν οι έλληνες να ζήσουν σαν ανθρώποι
Γιατί μες απ’ τά χέρια τους οι Προεστοί τους παίρναν
Ό,τι αυτοί αξιώνονταν απ’ τή σκληρή δουλειά τους.
Και μας δηγάται και για μιά φτωχούλα φαμελίτρα
Που πέντε είχε ανήλικα παιδιά κι' ήτανε χήρα.
Επήγε στον Κοτζάμπαση και τον παρακαλούσε
Το φόρο που της όρισε να της τόνε λιγέψει.
Γιατ’ είχε-του ’πε η άμοιρη-πέντε παιδιά να θρέψει.
Κι εκείνος την αντίσκοψε: "Πέντε παιδιά είπες έχεις;
Απέ λοιπόν πούλα τα δυό και δώσε μου το φόρο".
Γι αυτό είχε δίκιο ο λαός και οι Καπεταναίοι
Που όλους αυτούς τους λέγανε τουρκοκοτζαμπασήδες.
Και οι φορές δεν ήτανε λίγες που οι ραγιάδες
Για να ’βρουνε το δίκιο τους από την τυραννία
Που εξασκούσαν πάνω τους οι χριστιανοί αρχόντοι,
Στον τούρκο επηγαίνανε του τόπου τους αφέντη
Και του παραπονιόντουσαν. Κι αν λάχαινε ίσως ’κείνοι
Να ’ναι άνθρωποι καλόψυχοι, κάποτε τιμωρούσαν
Τον Κοτζαμπάση που ’δειξε τόσο μεγάλο ζήλο.
Για κάποιονε Κοτζάμπαση μας λέει ένα τραγούδι,
Διαμάντι ένα απ’ τά τόσα μας δημοτικά τραγούδια:
"Εκείνον τον παληό καιρό και το παλιό ζαμάνι
Μ’ είχεν η χώρα προεστό, μ’ είχεν η χώρα πρώτον.
Κι οντά ’ριχνα το δόσιμο και το βαρύ τεφτέρι
Δέκα στους πλούσιους έριχνα, στις χήρες δεκαπέντε.
Στη δόλια τη φτωχολογιά έριχνα τριανταπέντε.
Κι η φτώχεια κλάψαν έκαμε, κλάψαν από τ’ εμένα
Και ο πασάς επρόσταξε, μου ’κοψαν το κεφάλι".
Αλλά εκτός από αυτούς που έλληνες λογιόνταν
Ηταν κι οι άλλοι απ’ την τουρκιά που ήρθανε όταν είδαν
Πως η τουρκιά πια έπαψε πλούσια σαν πρώτα να ’ναι
Και που επειδή εμένανε σ’ ένα της Πόλης μέρος
Οπου Φανάρι λέγονταν, τους είπαν Φαναριώτες.
Οι Φαναριώτες είχανε λοιπόν τη λόξα ότι
Από παλαιά κρατιούντανε σόγια του Βυζαντίου.
Και γιατί εκατέχανε τάχατες ξένες γλώσσες
Και γιατί λέει κατέχανε κι από διπλωματία,
Είχανε την απαίτηση ο Λαός να τους δουλεύει
Κι όλα έτοιμα να τα ’βρισκαν αυτοί, και δίχως κόπο.
Εκουβαλήσανε μαζί και τίτλους ευγενείας
Και λέγαν πως απόγονοι πριγκήπων ήσαν τάχα
-Αρα κι ίδιοι πρίγκηπες-και βγάνανε και δείχναν
Χαρτιά που τάχα ήτανε απόδειξη για τούτο.
Αλλά με γεια τους και χαρά. Μακάρι να κρατάγαν
Από τα σόγια που ’λεγαν. Μα αυτό δεν ωφελούσε
Αφού εναντιώνονταν στα δίκια της Ελλάδας.
Αμέσως όταν ήρθανε σπείρανε τη διχόνοια
Και θέλανε τους έλληνες να τους αδυνατίσουν
Ωστε αυτοί να κυβερνούν. Κι όχι μονάχα τούτο,
Μα ήτανε αντίθετοι στο Σηκωμό του Γένους
Αλλοτε λέγοντας νωρίς πως τάχα είν’ ακόμα
Κι άλλοτε περιμένοντας το λυτρωμό απ’ τούς ξένους
Ενώ εμείς θα είχαμε τα χέρια σταυρωμένα.
Κι ακόμα τούτο: Φέρανε μαζί τους μία γλώσσα
Και μίλαγαν και γράφανε σ’ αυτήν, κι αποζητούσαν
Να κάνουνε και το Λαό μ’ αυτήνε να μιλάει.
Ξέρουμε όλοι τι κακό έκαναν στην Ελλάδα
Μόνο με τη μανία τους αυτή. Και γεγονός να ένα
Που δείχνει πώς οι Ελληνες οι αγνοί αυτό το βλέπαν:
Ο Καραϊσκάκης κάποτε, στον Πειραιά σαν ήταν
Πρωτάτος στο στρατόπεδο, και θέλησε να στείλει
Μια επιστολή σε κάποιονε, ζήτησε να του φέρουν
Εναν καλό Γραμματικό να του υπαγορέψει.
Επήγε ένας λογιώτατος που του ’πανε πως ξέρει
"Πολύ βαθιά" τα Ελληνικά. Αλλά εκείνος ήταν
Απ’ τούς Φαναριωτόπληκτους, και τον Καραϊσκάκη
Τον έπρηξε με τα "βαθιά πολύ" Ελληνικά του.
Νευριασμένος φώναξε τότε ο Καραϊσκάκης:
«Όχι αυτόνε. ΙΙαρτε τον. Τον άλλον να μου φέρτε
Εκείνονε που γράφοντας δε βάζει "νι" στον πάτο".
Και για τον Κλήρο του καιρού εκείνου δύο λόγια.
Οι πιό πολλοί αρχιερείς ήταν των τούρκων φίλοι
Τόσο που ό,τι μάθαιναν όταν ξομολογούσαν
Το πρόδιναν στον τύραννο. Κι ο άγνωστος Γιαννιώτης
Πούγραψε την "Ελληνική" τη "Νομαρχία", μας λέει
ότι οι Αρτης, Γρεβενών, και ο Ιωαννίνων,
Ήταν οι μεγαλύτεροι προδότες του τυράννου,
Εκτός που ησαν "ασελγείς, άσωτοι εις το άκρον,
Πόρνοι, μοιχοί, και φανεροί", λέει, "αρσενοκοίτες".
Οταν σηκώθη ο Λαός λοιπόν το Εικοσιένα
Δεν εσηκώθη των τουρκών ενάντια μα και κείνων
Που τόνε τυραννούσανε πιότερο από τους τούρκους:
Των κληρικών, των προεστών και των κοτζαμπασήδων.
Και κάτι παραστατική που δίνει μια εικόνα
Του ποιος ήταν ο ανώτερος ο κλήρος, και ο ρόλος
Που ’παιζε αυτός την εποχή της Επανάστασής μας,
Ειν’ η απόκριση σε τρεις που δίνει Ευρωπαίους
Ενας δεσπότης, σαν αυτοί θελήσανε να μάθουν
Αν υποφέρουν οι Γραικοί κι είναι δυστυχισμένοι.
Η πένα η σατιρική μιλάει του Φερραίου:
"Να έχετε τέκνα, την ευχή μου
Κι ακούσατε την απόκρισή μου:
Εγώ τον ζυγόν δεν τον γνωρίζω,
Ούτε ξεύρω να τον νομίζω.
Τρώγω, πίνω, ψάλλω με ευθυμίαν.
Τότε υποφέρω αδημονίαν,
Οστις με βλάψει στην επαρχίαν.
Αυτή του Τούρκου η τυραννία
Σ’ εμέ είναι ζωή μακαρία.
Αφού το ράσον τούτο εφόρεσα,
Πλέον τινά ζυγόν δεν εγνώρισα.
Δύο ποθώ, ναι, μα τας εικόνας,
Ασπρα πολλά και καλας κοκκώνας.
Περί της Ελλάδος, που λέτε,
Δεν με μέλει κι ας τυραννιέται.
Μ' αν βαστάζει χωρίς να στενάζει
όλας τας αμαρτίας ευγάζει.
Ημείς πάντα ξομολογούμεν
Και ψυχικά τους νουθετούμεν.
Πίστιν να έχουν στον Βασιλέα (=Σουλτάνο)
Και σέβας εις τον Αρχιερέα.
Στον Τούρκον τ’ άσπρα να μη λυπούνται,
Τότε γαρ την ψυχήν ωφελούνται.
Και αρχιερέων παρρησίας
Και παπάδων πολλάς λειτουργίας.
Ο πνευματικός τους διορίζει
Πως πρέπει καθείς να δευτερίζει.
Αυτοί άρχισαν να παρακούσι
Και όλοι ελευθερίαν φρονούσι.
Δια τούτο και ημείς συμφωνούμεν,
Ομού με Τούρκους τους βαρβαρούμεν
Επειδή όλοι μας το θεωρούμεν,
Πως θέλει λείψει ό,τι βαστούμεν.
Χριστός, μας λέγουν, θέλει ελευθερίαν
Ημείς δεν έχομεν το δεσμείν και λύειν
Με θλίβει εμένα η μικρά Επαρχία,
Ελπίζω δι άλλην πλουσίαν.
Εχω (φίλους) πασάδες και τους ελτζίδες
Και είναι σίγουρες οι ελπίδες.
Και οι κοκκώνες είναι μέγα θαύμα,
Ευκολύνουν γαρ το κάθε πράγμα.
Φθάνει γουν η τόση απολογία,
Τουτ' η γυνή φέρει παρρησία."
(Γράφω ενενήντα τέσσερα, εικοσιέξη Ιούλη.
Του’ τη στιγμή που γράφω αυτά,στην τηλεόραση μου
Βλέπω τον Κλίντον με δεξά του το Χουσεΐν να στέκει
Κι αριστερά του του Ισραήλ να ’χει τον Κυβερνήτη.
Τάχα να είναι η αρχή του τέλους του Ανθρώπου
Αυτή η συμφιλίωση Ισραήλ-Ιορδανίας;
Γιατί αφότου εχάθηκε η ελπίδα της Ρωσσίας
Δε μένουν παρά οι Αραβες η ελπίδα του Ανθρώπου-
Η ελπίδα ότι τελικά θ’ αποκοπεί η πορεία
Η φρενιτιώδης του Χαμού που οι ΗΠΑ ακολουθούνε
Σερνοντας πίσω τους λαούς στο άρμα τους δεμένους-
Λαούς που ως χτες αμόλυντοι δείχνανε πως θα μέναν
Απ’ τό που απ’ την Αμερική ξεκίνησε μικρόβιο.
Κι αφού νικήθηκε ο Χριστός τώρα ο Αλλάχ μας μένει
Και οι πιστοί Του-οι Αραβες, που ακόμα στέκουν όρθιοι
Και σθεναρά αντιστέκονται στού Χαλασμού το ρέμα.
Ω! Πώς τυφλώνεις, όποιε Θεέ, τόσα μιλιούνια κόσμου
Κι αυτά δε βλεπουνε σωστά… Και, Θε, πώς το μυαλό τους
Ανάποδα να σκέφτεται το κάνεις και να κρίνει…
Και άνω-κάτω κάνουνε την Οικουμένη όλη
Οταν μια "τρομοκρατική" κάπου ενέργεια γίνει
Και σκοτωθούν ένας ή δυο ή δεκαπέντε άνθρωποι,
Ενώ αυτοί σκοτώνουνε καθημερνά χιλιάδες
Με ενέργειες τρομοκρατικές που όμως κανείς δε λέει
Το νόημα που έχουνε πράγματι να τους δώσει.
Και ό,ποιον κλέψει για να φάει, θεέ, γιατί πεινάει,
Τον κλείνουνε στη φυλακή και τόνε στιγματίζουν
Και μένουν έξω μόνο αυτοί, και με βοηθό το νόμο
Και με το χωροφύλακα προστάτη δυνατό τους
Κλέβουνε του φτωχού το βιός κι όλο και πιο πλουτίζουν.
Ποιος είπε ότι όλα αυτά ο Κοραής που γράφει
Αφότου εκείνος τα ’γραψε άλλαξανε καθόλου;
Ποιος είπε πως διορθώθηκε ο Κλήρος; Οτι τώρα
Οι δυνατοί δεν κλέβουνε; Πως άλλαξε ο κόσμος;
Οχι. Ούτε άλλαξε ποτέ ούτε θ’ αλλάξει κάτι
Οσα κι αν χρόνια θα διαβούν. Τα πρόσωπα μονάχα
Και του θεάτρου η σκηνή που αυτά πάνω της δρούνε
Αυτά και μόνον άλλαξαν .Οι άνθρωποι ίδιοι μένουν
Κι ίδια και πάλι κλέφτουνε κι ίδια σκοτώνουν πάλι.
Αλλάζουνε τα πρόσωπα μονάχα' και μαζί τους
Αλλάζουνε κι οι ποιητές που, ονειροπαρμένοι,
Πάντοτε για τα πράγματα τα ίδια θορυβούνε
Ενώ καλά το ξέρουνε, κανείς δεν τους ακούει
Και όχι μόνο αλλά γελούν με τα γραφόμενά τους.
Κι εγώ ετούτα γράφοντας δε λέω κάτι νέο
-Κι είναι η μόνη αξία μου ότι αυτό το ξέρω-
Μα να! Γυρεύω ν’ ακουστεί και η φωνή η δικιά μου
Για του Ανθρώπου το Άδικο. Για Δίκιο να φωνάζει
Εστω κι αν μέσα πνίγεται σ’ άλλων φωνών τα πλήθη
Που κράζουνε τ’ αντίθετα. Μπορεί-ποιός ξέρει-να ’ρθει
Μια μέρα όπου οι φωνές οι άλλες θα σωπάσουν.
Κάτι ας υπάρχει ν’ ακουστεί-να μη νεκρώσει η γή μας.
Η κι ίσως να ’ρθει κάποια αυγή-ποιός ξέρει, όλα μπορούνε-
Που οι άνθρωποι να δουν σωστά και δίκαια να πράξουν.
Να ξέρουν τότε πως και πριν, μες στ’ Άδικου τη δίνη,
Κάποιοι γνωρίζαν κι έλεγαν και γράφανε το Δίκιο.
Κι ακόμα ίσως κάποια αυτιά να ’ναι φτιαγμένα έτσι
Που να μπορούν μες στη βοή και μέσα στην αντάρα
Να πιάνουν όσα οι Ποιητές μηνύματα σκορπάνε.
Κι ίσως γι αυτούς τώρα κι εγώ να κάθομαι δω χάμου
Και με μεγάλη υπομονή χαρτιά να μουτζουρώνω.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο φως του Εικοσιένα)
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
Τη γη, ο ήλιος, γέννα του, τηνε λαμπροφωτίζει
Κι από το φως του αυτή ζωή παίρνει κι ολοκαρπίζει.
Και τα ζωάκια οι μάννες τους, ωσότου να μεστώσουν
Με ζεστασιά τα ντύνουνε και με στοργή τα σκέπουν.
Και τα δεντρά το σπόρο τους φροντίζουν να τον ντύσουν
Με ντύμα που από τα κακά τα προστατεύει όλα
Ως να ’βρουν την αφράτη γη, κι ως να ’βρουν τ’ άγιο χώμα
Που μέσα του με σιγουριά και θάρρος θα χωθούνε.
Μα του άνθρωπου του δύστυχου λίγες οι μάννες είναι
Που ως τα ζώα ή τα δεντρά τους γιους τους θ’ αγαπήσουν.
Οι πιότερες αφήνουνε στους τέσσερες ανέμους
Γυμνή και απροστάτευτη τη γέννα τους, και φεύγουν
Χωρίς μυαλό στην κεφαλή και πόνο στην ψυχή τους
Και παν να βρούνε της ζωής τις πρόσκαιρες τις χάρες
Και σε λερές ξαπλώνουνε και πολυδόχες κλίνες
Γυρεύοντας τη σάρκα τους μόνο να ηδονίσουν.
Οσο καλή κι αν ήτανε η Καλογριά η μητέρα
Στο γιό της δίπλα να σταθεί δεν μπόρεσε, γιατί είχε
Δουλειά να βρει για να μπορεί να ζήσει. Και για τούτο
Δυό μήνες μόνον ύστερα που φάνηκε στον κόσμο,
Μονάχο Ελλάδα απόμεινε το διαλεχτό παιδί σου.
Γιατί από τη μητέρα του σε ξένους παραδόθη.
Ξένοι το μεγαλώσανε ώσπου κι αυτοί εδυνόνταν.
Κι ύστερα ολομόναχο απόμεινε στον κόσμο.
Και ανυπόδητο, άστεγο και παραπεταμένο
Χωρίς κανένα στήριγμα, χωρίς καμμιά βοήθεια
Με μονή την αξία του και την παλληκαριά του
Μονάχο του παλεύοντας, μονάχο του μοχθώντας
Σού χάρισε τη Λευτερια-Σού χάρισε τη Δόξα.
"Με μόνη την αξία του και την παλληκαριά του"
Λέω εγώ σαν ποιητής που θέλω να λογιέμαι.
Παλληκαριά κι αξία ποιός του τα ’χε όμως δοσμένα;
Βαθιά Πατρίδα η γνώμη Σου κι άγνωστες οι βουλές Σου
Κι ένα μυστήριο είναι για μας οι δρόμοι του μυαλού Σου.
Ποιός ξέρει ποια παλαιϊκά σπέρματα της φυλής μας
Μες στο κορμί του αντρείεψες. Ποιός ξέρει από τα βάθη
Πόσων αιώνων στράγγιζες στου Χρόνου το τουλπάνι-
Τις αρετές του Αρχηγού-τα δώρα του μπροστάρη-
Και την ηρωική μ’ αυτά ζύμωσες την ψυχή του.
Ποιός ξέρει από ποιόν πρόγονο, χαμένον μες στα βάθη
Των ανιστόρητων καιρών, τη θέληση επήρες
Κι αδάμαστο κι ατσάλινο κάστρο την είχες στήσει
Στα στήθη του τ’ ανήμπορα. Ποιος ξέρει με ποια φλόγα
Την άλληνε-τού πυρετού του έσβηνες τη φλόγα.
Ποιος ξέρει ποιου Θεμιστοκλή τη μεγαλοφυία
Μπόλιασες μες στη σκέψη του. Ποιος ξέρει ποιου Αριστείδη
Τη δικιοσύνη ταίριαζες στις πράξεις και στα λόγια.
Ποιός ξέρει από ποιο Νέστορα τη φρόνηση επήρες
Και την αντρεία Αίαντα ποιανού έχεις ταιριάξει,
Κι Αριστοφάνη τις αισχρές ποιού τις εκφράσεις πήρες
Που από τα βάθη μιας ψυχής αγνής και ρωμαλέας
Ξεχείλιζαν, και σπάταλα τα ’χες φυτέψει όλα
Μέσα σε κείνο το κορμί. Αληθινά Πατρίδα,
Πόσο τ’ αταίριαστα Εσύ τα κάνεις ταιριασμένα.
Πόσο τ’ αδύνατα για Σέ δυνάμενα ειν’ όλα
Και πόσο με τ’ Ασύνηθο για όπλο Σου διδάσκεις.
Ελληνική, γερή Φυλή, αχάλαστη στους αιώνες
Πρώτη στο Μέγα, στο Καλό, στο Υψηλό, στ’ Ωραίο
Κομμάτι από Σένανε κι εγώ, πονώ μαζί Σου.
Ειν’ η ζωή μια ευλογιά ή μια βαριά κατάρα;
Είναι νεράκι γάργαρο η βούρκος βρωμισμένος;
Φως ή σκοτάδι; Φίλημα ή δάγκωμα και πόνος;
Μέρα γλυκιά Καλοκαιριού; Νύχτα άγριου Χειμώνα;
Κόπου ξανάσασμα σε σκιά; Βάσανο σε λιοπύρι;
Ότι και να ’ναι, ειν’ αυτή. Και νόημα δεν έχει
Κανείς όσα ειν’ απάντητα συνέχεια να ρωτάει.
Η ζήση είναι να τη ζεις. Είναι για να κινείσαι.
Να κάνεις κάτι μες σ’ αυτόν που βρέθηκες τον κόσμο.
Να πράττεις. Και οι πράξεις σου καιρό να μη σ’ αφήνουν
Για να σκεφτείς τ’ ειν’ η ζωή. Τότε μονάχα ύψώνεις
Στο πιο ψηλό της νόημα του Ανθρώπου την ουσία.
Και ζούσε και μεγάλωνε της Καλογριάς η γέννα
Και ζούσε και μεγάλωνε το άνθος των γενναίων
Και ζούσε και μεγάλωνε Πατρίδα το παιδί Σου
Κυνηγημένο απάνθρωπα κι από θεούς κι ανθρώπους.
Και κάνοντας θελήματα βαριά, που ήταν πιο πάνω
Από την ηλικία του, κέρδιζε τη ζωή του.
Φτώχεια, μιζέρια γύρω του. Αλώνιζαν οι τούρκοι.
Μα η δική του η ζωή πιό άχαρη απ’ όλες.
Ενα κουρέλι εσκέπαζε μονάχα το κορμί του.
Σαν ξένος εμεγάλωνε ανάμεσα σε ξένους.
Και δεν εξέχασε ποτέ σε όλη τη ζωή του
Τον τρόπο που εφέρνονταν οι δυνατοί κι οι πλούσιοι
Σ’ αυτόνε, τον αδύναμο και τον ορφανεμένο:
Σκληρά, περιφρονητικά, χειρότερα από ζώο.
Γι αυτό και τους αδύναμους πάντα τους συμπονούσε
Και κατηγόραγε αυτούς που άδικα τους φερνόνταν.
Κι όταν πια τράνεψε έλεγε: "Οποιος αφέντης γίνει
Χωρίς να γίνει δούλος πριν, μπάσταρδος είναι αφέντης
Κι αλί σ’ αυτόν που δούλος του στα χέρια του θα πέσει".
Με τα παιδιά ολημερίς τ’ άλλα ετσακωνόταν
Και με τον πετροπόλεμο που στήναν κάθε τόσο
Άνοιγε το κεφάλι τους κι άνοιγαν το δικό του.
Και δεν τόνε φωνάζανε ποτέ με τ’ όνομά του:
Μπάσταρδο τον ανέβαζαν, μούλο τον κατεβάζαν.
Ξυπόλητος περπάταγε στις κοφτερές τις πέτρες
Και κείνες εματώνανε, σκιούσαν τα πέλματά του.
Και τον πληγώναν τα ξερά του θέρους τ’ άγρια αγκάθια
Και του παγώναν το κορμί τα χιόνια το Χειμώνα
Και πρήσκανε τα πόδια του την Ανοιξη οι τσουκνίδες.
Και τον καιρό εκείνονε μια η χαρά του μόνο.
Και μια η αναγάλλια του: όταν του μπιστευόνταν
Να βόσκει γίδια. Έτρεχε πιό γρήγορα από κείνα
Και στο ψηλοσκαρφάλωμα παράβγαινε μαζί τους.
Τα γιδοπρόβατα λοιπόν ήτανε η χαρά του.
Κι ο πόθος του; Ο πόθος του ποιος ήτανε λες; Ένας:
Να γίνει Κλέφτης στα βουνά. Να γίνει καπετάνιος.
Εκεί, καθώς τριγύριζε μέσα στα τσελιγκάτα
Έβλεπε να συχνοπερνούν Αρματολοί και Κλέφτες.
Με τα χυτά στους ώμους τους μαλλιά, με το φεσάκι
Που φόραγαν ασίκικα στο πέρφανο κεφάλι
Με τα χρυσοϋφασμένα τους γελέκια, το ντουφέκι
Τ’ ασημοδουλεμένο τους στον ώμο περασμένο,
Τις μπρούτζινες παλάσκες τους, τις λαμπερές τοκάδες,
Και με μπιστολομάχαιρα γεμάτο το σελάχι.
Και το ’ξερε πως είχανε δικό τους μπαϊράκι
Παλληκαριά και λεβεντιά γεμάτο, κι αξιοσύνη.
Και τους καμάρωνε χορό να στήνουν. Και χτυπούσαν
Στα δασωμένα στήθια τους και στη λιγνή τους μέση
γατζούδια κι ώρια χαϊμαλιά κι ασημοβραγκαλίδια.
Κι όταν οι φλάσκες άδειαζαν και κόρωνε το γλέντι
Εβλεπε ν’ αστραφτοκοπούν ανάμεσα στα ελάτια
Οι γυμνωμένες πάλες τους κι άκουγε να βροντάνε
Τα καριοφύλλια, πνίγοντας του ταμπουρά τις τσίγκλες.
Και αντηχούσαν δίπλα του της λεβεντιάς τραγούδια:
"Πασά μου έχω το σπαθί-Βεζύρη το ντουφέκι
Κάλλιο να ζω με τα θεριά παρά να ζω με τούρκους".
Και θάμαζε την Κλεφτουριά να ρίχνει το λιθάρι
Και να συναγωνίζεται στο τρέξιμο, στον πήδο.
Με βία εκρατιότανε κοντά τους να μην τρέξει
Και να τους δείξει ότι κι αυτός ήταν μαζί τους άξιος
Να παραβγεί, ν’ αγωνιστεί και να τους ξεπεράσει!
Αυτός ήταν ο πόθος του. Να γίνει Καπετάνιος
Και να τον τρέμει ο ντουνιάς-να τον θαμάζει ο κόσμος.
Κι όπως με τα κατσίκια του και με τους Κλέφτες έτσι:
Αυτός μπροστά να οδηγά κι εκείνοι ν’ ακλουθάνε.
Για πού; Αλλά για πού αλλού; Για του φτωχού το δίκιο.
Για να μη κι άλλα σαν αυτόν παιδιά κακοπεράσουν.
Να μη γνωρίσουν σαν αυτόν πείνα και δυστυχία.
Αλλ’ αχ! ακόμα ήταν μικρός. Έπρεπε να προσμένει.
Ή να βιαστεί μην έπρεπε γοργά να μεγαλώσει;
Σε ζάλη τέτοια έχοντας το νου του βουτηγμένον
Έζησε και μεγαλώσε αγρίμι μες στ’ αγρίμια.
Και σ’ ηλικία που τα παιδιά ντάντεμα τ’ άλλα θέλαν
Τον πιο σκληρό αγώνα του κείνος αγωνιζόνταν
Με τους ανθρώπους, και φιλιά έπιανε με τη Φύση.
Και τίποτε δεν έβλεπες άλλο σε τούτο πάνω
Το πρόσωπο το πρόωρα κι άγρια βασανισμένο
Παρά δυο μάτια βαθουλά που καίγαν και σπιθίζαν.
Κι αυτών των μαύρων των ματιών η φλόγα και η σπίθα
Ποτέ δεν έσβησε απ’ αυτά-σ’ όληνε τη ζωή του
Εφώτιζε κι εθέρμαινε και στόλιζε τον κόσμο.
Κι όπως ο σπόρος ο καιρό μέσα στη γη κλεισμένος
Σα νιώσει πως ήρθ’ η Ανοιξη μεμιάς τρυπάει το χώμα
Και ξεπετιέται λεύτερος κι αρχίζει ν’ ανεβαίνει
Ετσι κι ο Γιος της Καλογριάς οχτώ χρονώ’ σα ’γίνει
Μια έδωσε και το ’σκασε απ’ τους Σαρακατσάνους.
Το Μαυρομμάτι άφησε, στη Γράλιστα τραβάει.
Πάει στου Λώλου τη σπηλιά και στήνει εκεί λημέρι.
Και κει εζούσε ολόμονος, έχοντας γι άρματά του
Μονάχα τη σβελτάδα του και την καπατσοσύνη.
Και μέσα κει στην ερημιά νοιώθει πως ανασαίνει
Πιο λεύτερα απ’ ότι ένοιωθε στο θλιβερό χωριό του
Με των ελλήνων τις βρισιές, των τούρκων τη φοβέρα.
Κι όταν σε μια βουνοκορφή βρισκόταν, όλα κάτω
Του φαίνονταν τόσο μικρά… και τόσο αυτός μεγάλος…
Εκείνη ήταν η αρχή. Κι ύστερα όσο ζούσε
Ψηλότερα… ψηλότερα να φτάσει προσπαθούσε.
Κυνήγι κι αγριόχορτα ήτανε η τροφή του
Και το που από ανάρμεγες βύζαινε γίδες γάλα.
Όμως αυτά δεν ήτανε σίγουρα κάθε μέρα
Και για να ζήσει έκλεβε. Κι όταν τον παγανεύαν
Σαν αλεπού εξέφευγε από τα δόκανα όλα.
Κι απ’ τις κλεψιές που έκανε, κι απ’ τή ζωή που ζούσε
Τόσο κακό απόχτησε όνομα, που οι μανάδες
Για να τα συνετίσουνε λέγανε στα παιδιά τους:
"Βρε σείς, εκαταντήσατε σαν τον Καραϊσκάκη!.."
Εκεί ο ήρωας έκαμε τους πρώτους του συντρόφους.
Ητανε συνομήλικα παιδιά, που μαγεμένα
’Πό τη μεγάλη τόλμη του κι από την εξυπνάδα
Τόνε δεχτήκαν γι αρχηγό. Και πριν ενώ τον διώχναν
Τώρα με σέβας άρχισαν όλα να τόνε βλέπουν.
Σε λίγο όλη η συντροφιά είχανε γίνει Κλέφτες
Με αρχηγό τον άχνουδο ακόμα Καραϊσκάκη.
Και τριγυρίζαν τ’ Αγραφα με τις ψηλές κορφάδες-
Αη Λιά, Τσουρνάτα, Καραβά-όλες τους φορτωμένες
Με κρύα νερά και μ’ έλατα, με θάμνους και με πεύκα.
Μα Κλέφτες δίχως άρματα δεν τους καλοφαινόταν
Και πάντα τους γυρεύανε και όπλα ν’ αποχτήσουν.
Κι η ευκαιρία μονάχη τους τους βρήκε. Σαν οι τούρκοι
Μάθαν πως κάτι νιάνιαρα τ’ Αγραφα εσβαρνίζαν
Στείλαν έναν μπουλούκμπαση στο χέρι να τα βάλει.
Αλλά τ’ αμούστακα παιδιά μάθανε τα μαντάτα
Και μετερίζια πιάσανε κοντά στον Αη Θανάση.
Κι όταν οι Τούρκοι σίμωσαν."Βαράτε παλληκάρια!"
Ήχησε το πολεμικό το πρόσταγμα το πρώτο
Από το στόμα του παιδιού ακόμα Καραϊσκάκη.
Κι όλοι απάνου πέσανε στους τούρκους ένα σώμα
Με ιαχές και με οργή και με μανία τόση
Που οι τουρκαλάδες τα ’χασαν και το ’βαλαν στα πόδια
Τρεις σκοτωμένους πίσω τους αφήνοντας, και όπλα
Πιο περισσότερα καθώς, όπλα πολλά τους πέφταν
Ετσι όπως πανικόβλητοι τρέχανε να σωθούνε.
Μετά απ’ αυτό εγέμισε ολόκληρη η παρέα
Μ’ άρματα το σελάχι της, με φήμη τ’ όνομά της.
Το δεύτερο κατόρθωμα της λιγοστής παρέας
Την τόλμη εφανέρωσε όχι μόνο τη μεγάλη
Αλλά και το πολεμικό του αρχηγού δαιμόνιο.
Κάτι βαφτίσια γίνονταν στη Γράλιστα. Και πήγαν.
Το βράδυ, άμυαλα παιδιά, κονέψανε στο σπίτι
Οπου τη μέρα γλένταγαν. Κάτι ποτέ που οι Κλέφτες
Οι έμπειροι δεν το τολμάν. Προδότες τους προδώσαν
Κι έφτασε ο ντερβέναγας και τους περικυκλώνει.
Πολλοί οι τούρκοι. Λίγοι αυτοί. Θα τους επετσοκόβαν.
Κι ο Καραϊσκάκης πρόστάξε κι όλοι τις κάπες βγάλαν.
"Κι όταν την πορτα ανοίξω εγώ ρίχτε τες όλες έξω"
Τους είπε. Κι έτσι κάνανε. Και μέσα στο σκοτάδι
Οι τουρκαλάδες θάρρεψαν οι κλέφτες ότι βγαίνουν
Κι αδειάσανε τα όπλα τους όλοι στις κάπες πάνου.
Ως να ξαναγεμίσουνε φύγαν τα παιδαρέλια.
Αλλά ο Γιος της Καλογριάς εβάλθηκε ακόμα
Τον ίδιο το ντερβέναγα να τον εξευτελίσει.
Απ’ άλλο δρόμο οδήγησε λοιπόν τα παλληκάρια
Κι έπιασαν ένα ψήλωμα στις πλάτες των τουρκώνε.
Και από κει τρεις μπαταριές, έτσι για κοροϊδία
Ερίξανε προς των τουρκών το έκπληκτο μπουλούκι.
ΑΛΗΠΑΣΑΣ
Οι άνθρωποι δεν αλλάζουνε. Αφότου στη γη πάνου
Βρέθηκε ο άνθρωπος να ζει, ο ίδιος πάντα θα ’ναι.
Μόνο οι μάσκες που φορεί θ’ αλλάζουν κάθε τόσο
Και θα πληθαίνουν όσο παν, γιατί η τεχνική του
Κάνει προόδους θαυμαστές. Μα η ψυχή του θα ’ναι
Ίδια σαν πού ήταν πάντοτε. Και ίδια πάντα θα ’ναι
Ωσπου τ’ ανθρώπου η ζωή πάνω στη γη να σβήσει.
Όλα λοιπόν και στου Αλή τα χρόνια ήταν ίδια
Καθώς και τώρα. Διάφορος ήταν ο τρόπος μόνο
Που ο άνθρωπος επάλεύε για ν’ αποκτήσει τα ίδια
Εκείνα όπου λαχταρά και σήμερα η ψυχή του.
Έκλεβαν και σκοτώνανε οι δυνατοί και τότε.
Το χρήμα ήταν ρυθμιστής σε όλες τους τις πράξεις.
Και τότε είχε ο άνθρωπος στο αίμα του ορμόνες
Που όταν εζεχείλιζαν ζητούσε τ’ άλλο φύλο.
Και μερικοί και τότε αυτό το λέγανε "αγάπη"
Και το θωρούσαν υφηλό αίσθημα και ωραίο,
Γιατί να κοροϊδεύεται ο άνθρωπος και τότε
Ζητούσε, τάχα νόημα η ζήση του πως έχει.
Ως για τις μάσκες τότε μια υπήρχε που όμως ’χάθη .
Ητανε η παλληκαριά. Η μάσκα η πιό ωραία
Που φτιάχναν οι ελεύθεροι με της ψυχής το σθένος
Και με του αιμάτου το βρασμό. Κι όσοι ήσαν παλληκάρια
Χωρίς αυτοί να της ζητούν, η ζωή τους αγαπούσε
Κι ή τους εχάριζε τιμές και μεγαλεία και πλούτη
Ή, αν της άρεσε αλλιώς, έπαυε να τους σκέπει
Κι η Δόξα πια ορίζονταν αιώνια συντροφιά τους.
Ενας τρανός παλληκαράς μες στους παλληκαράδες
Ητανε κι ο Αλήπασας. .Ξεκίνησε από Κλέφτης
Και χάρη στην αγριάδα του και την παλληκαριά του
Πασά μέσα στα Γιάννενα τον έκανε ο Σουλτάνος.
Ηταν ξανθός, μέτριος στο μπόι , χοντρός , γαλανομάτης.
Ενα παράξενο ήτανε χαρμάνι εξυπνάδας
Κακίας και κουτοπονηριάς. Και ήτανε πανούργος.
Αλλά μαζί και αφελής. Από τη μια τσιγκούνης
Από την άλλη απλόχερος. Δραστήριος και τεμπέλης.
Μέσα του δεν εφώλιαζε άνθρωπος ή θηρίο
Αλλά ένα παράξενο ανθρωποφάγο τέρας.
Εσκότωσε τ’ αδέρφια του να πάρει τα λεφτά τους.
Κρεμούσε ανθρώπους ζωντανούς. Σούβλιζε κι έγδερνε άλλους.
Αλλους αποκεφάλιζε ο ίδιος με πριόνι.
Στη λίμνη άλλους έπνιγε, στ’ αμόνι άλλων πάνω
Τα κόκκαλα ετσάκιζε και πάνω στις πλευρές τους
Μεγάλα βάρη έβαζε ώσπου να τους τις σπάσει.
Και την κλεψιά εχτύπησε για να ’ναι ο μόνο κλέφτης.
Χτύπησε τους εκβιαστές, μπέηδες και αγάδες
Για ν’ απομείνει εκβιαστής μόνος αυτός μεγάλος.
Το έγκλημα για να ’ναι αυτός μόνος εγκληματίας.
Εχτύπησε τους άρπαγες, άρπαγας μόνος να ’ναι.
Την αδικία, για ν’ αδικεί αυτός τους άλλους μόνο.
Εκανε ό,τι δηλαδή κάνανε στον καιρό μας
Οι Σύμμαχοι στο δεύτερο πόλεμο το μεγάλο:
Τον Χίτλερ εξοντώσανε για ν’ απομείνουν μόνοι
Φονιάδες κλεφτές κι άδικοι σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Μα μ’ όλα του τα εγκλήματα και με τις θηριωδίες
Είχε ο Αλής και μερικά καλά. Κι ένα από τούτα
Πως ετιμούσε ήτανε του άλλου την αξία-
Αξία του νου-και πιό πολύ, την παλληκαρωσύνη.
Κι ήταν εκείνο τον καιρό τα Γιάννενα η μόνη
Η πόλη μες στον τόπο μας τον τουρκοπατημένο
Που άκμαζε ασυνήθιστα για πόλη που βρισκόταν
Κάτω από τούρκικο ζυγό. Και μάλιστα ήταν κέντρο
Στρατιωτικό, εμπορικό, αλλά και των Γραμμάτων.
Κι ήταν οι Ελληνες πολλοί που απ’ την άλλη Ελλάδα
Εφύγανε και πήγανε στα Γιάννενα να ζήσουν
Και αρκετοί που στην Αυλή του Αλή εζούσαν μέσα.
Οσο κι αν στον ανήξερο μοιάζει με προδοσία
Το πράγμα αυτό, δεν ήτανε. Στου Αλή πασά τα σπίτια
Μαθαίνανε οι Ελληνες γράμματα, η μαθαίναν
Απ’ τούς ανθρώπους του Πασά, την Τέχνη του Πολέμου.
Οταν θα βγαίναν από κει καθείς τους, τότε μόνο
Κι ανάλογα το πώς αυτά που μάθαν θα εφαρμόζαν,
Θα δείχνονταν καθένας τους αν ήτανε προδότης
Ή αν παλληκάρι θα ’τανε κι άξιος σαν πατριώτης.
Κι αλήθεια πέρασαν πολλά λιοντάρια των ελλήνων
Από τη ζούγκλα του Αλή. Θραφήκανε κει πέρα
Νυχιάσανε, δοντώθηκαν, κι ύστερα βγήκαν έξω
Κι ενάντια πολεμήσανε του Αλή και των τουρκώνε
Η βόηθησαν με Γράμματα του Εθνους τον Αγώνα.
Απ’ τούς πολλούς τους, τέσσερους εδώ θα μνημονέψω.
Ψαλίδας, Γιάννης Βηλαράς, Αντρούτσος, Καραϊσκάκης.
Μα ήταν κι όσοι βγαίνοντας λύκοι απ’ τού Αλή τη στρούγκα
Ενάντια στην πατρίδα τους προδοτικά στραφήκαν.
Και να τέσσερα ονόματα που πρόδωσαν και βλάψαν:
Βάγιας και Ιερόθεος, Παλάσκας και Κωλέτης.
Γεννιέται το ερώτημα γιατί ο Αλής δεχόταν
Κι έτρεφε μες στον κόρφο του αγρίμια που κατόπιν
Ενάντια του ίσως ρίχνονταν να τον κατασπαράξουν;
Ο Αλήπασας είχε στραφεί ενάντια στο Σουλτάνο
Και στον αγώνα του αυτόν συμμάχους χρειαζόταν.
Και πρώτα μες στους Ελληνες κοίταζε να τους έβρει
Που για εχθρούς τους ήξερε κι εκείνους του Σουλτάνου.
Γιά τούτο και τους έβαζε και μέσα στην Αυλή του
Ελπίζοντας πως ό,τι αυτοί μάθουν, καλό θα ήταν,
Γιατί θα το εφάρμοζαν ενάντια στο Σουλτάνο.
Aλλ’ ακριβώς ο Αλήπασας μ’ αυτό τον πόλεμό του
Που ενάντια εξεσήκωσε στο μέγα το Ντοβλέτι
Του Εικοσιένα βόηθησε τη μπόρα να ξεσπάσει
Που έπνιξε και κείνονε και τράνταξε την Πύλη.
Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΣΤΟΥ ΑΛΗΠΑΣΑ
Μες στα μπουντρούμια του Αλή, εκεί ο Αλής ο ίδιος
Επρόστάξε και ρίξανε, παιδί, τον Καραϊσκάκη,
Στα δίχτυα του ντερβέναγα σαν έπεσε στο τέλος.
Του κάνανε τα πόδια του τούμπανο από το ξύλο.
Εγνώρισε το φάλαγγα, κούτσουρο, αλυσίδες.
Μα η εξυπνάδα του μαζί με την παλληκαριά του
Γρήγορα τον ξεχώρισαν μες στους φυλακισμένους
Και βρέθηκε μες στην Αυλή του Αλή, Βεζύρη ακόμα,
Που γρήγορα κατάλαβε στ’ αλήθεια ποιο ήταν κείνο
Τ’ αδάμαστο παιδόπουλο των δεκαέξη χρόνων.
Μες στην Αυλή του Αλήπασα μένει ο Καραϊσκάκης
Χρονιά εφτά' και γίνηκε του Αλή τζοχανταραίος-
Πάει να πει επίλεκτος σωματοφύλακάς του.
Ας δούμε τώρα δυο μικρά που γίναν επεισόδια
Που απ' του Ηρωα τη ζωή φύλαξε η Ιστορία,
Οσον καιρό μες στου πασά Βρισκόταν το ντοβλέτι.
Μια μέρα είχανε χορό στήσει τα παλληκάρια
Μες στην αυλή του σεραγιού. Και ο Καραϊσκάκης
Μπροστά μπροστά λεβέντικα τον τσάμικο τον σέρνει.
Ο γιος τ’ Αλήπασα περνά, και ο χορός το φέρνει
Και μία φούρλα πηδηχτά κάνει ο Καραϊσκάκης.
Κι ως καλοκαίρι οι Ελληνες βρακιά δεν εφορούσαν
Η φουστανέλλα ανέμισε και βγήκανε στα φορά
Του ήρωα τα πλιάτσικα. Και τα ’δε ο Μουχτάρης.
Ευθύς τραβάει στον Αλή και "το και το πατέρα,
Το κερατά μου έκανε ’μένα το Καραϊσκάκη".
Στέλνει ο Αλής και φέρνουνε τον ήρωα μπροστά του.
"Παλιόγυφτε, τι έκανες" του λέει "στο παιδί μου;"
"Πασά μου χορευα και να, έκανα μία φούρλα".
Και κει, μπροστά και στον πασά,την ίδια φούρλα κάνει.
Κι είδε του Γιώργη τα κρυφά και ο πολύς Βεζύρης.
Σκάει στα γέλια ο Αλής: "Πώς τόκανες βρε μπίρομ;
Κάμε το πάλι ωρέ!". Και "Να!, Ετσι έκαμα πασά μου"
Κι άλληνε μια φορά πηδά. Κι όλο γελά ο Σουλτάνος.
"Μ’ έκανες και διασκέδασα ορέ μπίρομ! Χάϊντε τώρα".
Τι δώρα να ’χει μια ψυχή πρέπει και πόσο ατσάλι
Ωστε αλύγιστη απ’ τη μια και άτρομη να στέκει
Κι από την άλλη στις ψυχές των άλλων να γεννάει
Φωτίζοντας τα τρίσβαθα σκοτάδια της οργής τους,
Το άδολο, τ’ ανυπόκριτο, το καρποφόρο γέλιο;
Κι όχι δουλόπρεπα παρά, με κείνηνε την τόλμη
Που όσοι νοιώθουν σίγουροι για τον εαυτό τους μόνο
Την έχουν, και που βρίσκεται σφιχτοπλεγμένη εντός τους
Με καλωσύνη, με χαρά, κι αστραποβόλο πνέμα.
Και τώρα τ’ άλλο που ’γινε και καθαρά μας δείχνει
Ο ήρωας τον κίνδυνο πόσο τον αψηφούσε.
Κείνα τα χρόνια, ο Οσμάν πασάς ο Πασβαντόγλου
Είχε σηκώσει αντάρτικο κι εκείνος μπαϊράκι.
Και ο Σουλτάνος πρόσταξε τους γύρω του πασάδες
Να πα’ να τον βαρέσουνε. Ο Αλήπασας συνάζει
Στρατό χιλιάδες δώδεκα και πάει με τους άλλους.
Μέσα σε τούτους βρίσκεται και ο Καραϊσκάκης.
Στο μεταξύ ο Πασβάντογλου μες στο Βιντίνι εμπήκε
Που βρίσκεται στη δεξιά του Δούναβη την όχτη
Χαντάκι άνοιξε βαθύ γύρω του, κι εκεί μεσα
Να ξεχυθεί του Δούναβη απόλυσε το ρέμα.
Και το Βιντίνι έγινε νησί μ’ αυτό τον τρόπο.
Εκεί εταμπουρώθηκε γερά ο Πασβαντόγλου
Κρατώντας μόνο δώδεκα χιλιάδες νοματαίους
Κι έδιωξε τους υπόλοιπους. Και τρόφιμα γεμάτος
Για μια πολύχρονη έτοιμος ήταν πολιορκία.
Μέσα σε κείνο το νησί το έτσι αρματωμένο
Που δεν κατάφερνε να μπει ούτε κουνούπι μέσα
Ηθελε κάποιον ο Αλής να στείλει, για να πάει
Κάποιο κρυφό του μήνυμα, γιατί να τα ταιριάξει
Μόνος αυτός, εγύρευε με τον αποκλεισμένο.
Κι απ’ τις χιλιάδες δώδεκα που και αυτός οδήγα
Τον Καραϊσκάκη διάλεξε να πάει το μαντάτο.
Αυτό σημαίνει ο Αλής πως είχε καταλάβει
Πόσο καπάτσο ήτανε το παιδαρέλι εκείνο
Το τότε δεκαεξάχρονο με τα σπιθάτα μάτια.
Κι η ικανότητα του Αλή να κρίνει, δικαιώθη.
Γιατι ό,τι του ζητήθηκε το ’κανε ο Καραϊσκάκης
Χωρίς να λείψει τίποτα ή κάτι να στραβώσει.
Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ
Πώς όταν έχει συννεφιά που την ψυχή μαυρίζει
Ξάφνου μια αχτίδα τα πηχτά τα σύννεφα τρυπάει
Και πάλι αντρώνεται η ψυχή και πάλι πεταρίζει…
Πώς όταν ειν’ το πρόβάτο απ’ το μαντρί χαμένο
Κι ενώ μετά τ’ ολόημερο το ψάξιμο γυρνάει
Πάλι στα στέκια του ο βοσκός κακαποφασισμένος
Ξάφνου ακούγεται δειλό το βέλασμα να φτάνει
Του αρνιού που νομιζότανε για πάντοτε χαμένο
Και του βοσκού σκιρτά η καρδιά σα να ξαναγεννήθη…
Και πώς στο κρύο της νυχτιάς μέσα ο στρατολάτης
Σα βρει σβησμένη μια φωτιά στις στάχτες μέσα ψάχνει
Μήπως και σπίθα κάποια βρει να τηνε ξανανάψει-
Και τηνε βρίσκει κι η ψυχή του αρχίζει να ζεσταίνει,
Ετσι και στην απελπισιά που ’χε ο Αλής σκορπίσει
Τους Κλέφτες ξεπατώνοντας από βουνά και κάμπους,
Κι ενώ σιωπούσε ο Όλυμπος και λούφαζε η Πίνδο
Ξάφνου εξαναφώτισε ο τόπος και ο πάγος
Αρχισε πάλι της Σκλαβιάς ξερά να σιγοτρίζει:
Του Κατσαντώνη βρόντηξε στ’ Αγραφα το ντουφέκι.
Ο Γιώργης εικοστέσσερω χρονών ήτανε τότε.
Τζοχανταραίος του'πασά. Στο δρόμο που ’χε κάνει
Απ’ τον εφιάλτη στ’ όνειρο και στη χλιδή απ’ την πείνα
Είχε γνωρίσει πια καλά τις δυό του κόσμου στράτες:
Η μια ήταν τη μέση σου στον τύραννο να σκύβεις
Και να τον γλύφεις σα σκυλί για να σ’ αφήνει εκείνος
Με ψίχουλα από τ’ άδικο φαΐ του να χορταίνεις.
Η άλλη ήταν το στενό κι ανήλιο μονοπάτι
Που μες από χαλάσματα και κακοπάθειες κι αίμα
Στης Λευτεριάς το φωτεινό τραβάει το παλάτι.
Δύσκολη στράτα και τραχιά. Κι όποιος την περπατήσει
Την κρύα νιώθει δίπλα του παρέα του θανάτου.
Αυτό το δεύτερο στρατί πήρε ο Καραϊσκάκης.
Ξενητεμένος αν κανείς, λάβει από την πατρίδα
Γράμμα που μέσα να μιλά για τα παλιά του στέκια
Εκεί που περνοδιάβαινε με τους γλυκούς τους φίλους,
Ένα μαχαίρι αλύπητα τρυπάει την καρδιά του.
Και δεν του δίνει θάνατο, μα ζήλεμα και πόθο.
Πόθο και πάλι να βρεθεί εκεί που πρωτανοίξαν
Τα θαμπωμένα μάτια του στα θάματα του κόσμου.
Και ζήλεια. Ζήλεια για τ’ αυτούς όπου στα μέρη εκείνα
Παιζογελούν αδιάφοροι και σιγοπερπατάνε.
Και θέλει αγέρας να ’τανε και να γοργοπνοούσε
Και πάλι να βρισκότανε στ’ αγαπημένα μέρη.
Ετσι κι ο Γιος τη Καλογριάς ένιωσε την καρδιά του
Χορό μέσα στα στήθια του να στήνει παθιασμένο
Σαν έμαθε πως στ’ Αγραφα που Κλέφτης πρωτοβγήκε
Τώρα ενού άλλου Ελληνα τ’ όπλο εκελαδούσε.
Κι ακολουθώντας τους τρελούς τους χτύπους της καρδιάς του
Πουλί σα να ’ταν πέταξε κοντά στον Κατσαντώνη.
Γρήγορα τον ξεχώρισε κι εκείνος απ’ τούς άλλους
Και σ’ ολιγάκι γίνηκε πρωτοπαλληκαρό του.
Μα πριν, πολλές περάσανε μαζί χαρές και λύπες
Και τούρκους χάλασε πολλούς των δυο τους το μαχαίρι.
Ιλιάσμπεγας, Ξηρόμερο, Κεράσοβο και Βάλτος
Του Κατσαντώνη οι πιο τρανές σταθήκανε οι νίκες
Που με το Γιό της Καλογριάς επέτυχε παρέα
Σηκώνοντας απ’ την αρχή στα όπλα την Ελλάδα.
Και κει, στα Μαλατέϊκα του Βάλτου, ’γίνει ετούτο:
Οταν η μάχη βρίσκονταν στο βράσιμο απάνου
Ο Καραϊσκάκης, άπραγος ακόμα, εταράχτη .
Τότε ο Τσάκας, φοβερός κι αντρειωμένος Κλέφτης
Του δίνει μια στην κεφαλή με τη βαριά του χέρα.
"Σκιάζεσαι ορέ παλιόγυφτε;" του κάνει. Και ο Γιώργης
Οχι θυμό δεν κράτησε στον Τσάκα, μα κι εδέθη
Με μια φιλία αληθινή μαζί του. Κι όταν ήρθε
Ο βλογημένος ο καιρός που ο Καραϊσκάκης
Ζωή στην Επανάσταση ξανάδινε και Δόξα,
Ο Τσάκας ήταν δίπλα του πρωτοπαλλήκαρό του.
Μα σήμερα, μετά απ’ αυτά που του είχε πει εκείνος
Ο ήρωας καταντράπηκε και χιλιοπαρεκάλει
Ν’ ανοίξη η γής και μέσα της για πάντα να τον κλείσει.
Τέλειωσε η μάχη. Σώπασαν τα καριοφύλλια. Η νύχτα
Πιο μολυβένια έπεσε κι από τα μαύρα βόλια.
Ηταν η αγριότερη μάχη που ο Κατσαντώνης
Στην ολιγόχρονη έκανε κι ολόδοξη ζωή του.
«Ο Αλούς Μπεράτης ήτανε», μας λέει ο Φραγγίστας
(Γιος του ως τότε δεύτερου μετά τον Κατσαντώνη)
"Μεγάθυμος Δερβέναγας". Και τον ακολουθούσαν
Αρβανιτάδες διαλεχτοί γύρω στους τετρακόσους.
Και μέτραγαν μια κατοστη μόνο οι Κατσαντωναίοι.
Κι άνοιξε ο πόλεμος τραχύς κι από τα δύο μέρη.
Κι άδειαζαν τα δεκάρικα φουσέκια απ’ τις παλάσκες
Πρώτη φορά τόσο γοργά. Και οι Κατσαντωναίοι
Στα καριοφύλια τρεις φορές και άλλοι μέχρι πέντε
Αλλάξαν στουρναρόπετρες. Είχε ανάψει ο τόπος.
Οποιο ταμπούρι να ’πιανες βογγούσε από τα βόλια.
Κι όσο οι ώρες πέρναγαν πιό φονικό γινόταν
Και πιό θρεμμένο κι απ’ τις δυο μεριές το ντουφεκίδι.
Πρώτη φορά ο Καραϊσκάκης τετοιο είδε πράγμα.
Ο, τι εκείνος γνώρισε δεκαπεντάρης Κλέφτης
δεν ήταν τίποτα μπροστά στην Κόλαση ετούτη.
Μα έσωσ’ η μάχη κι έπεσε το παγερό σκοτάδι.
Οι λαβωμένοι βάλθηκαν σε μιά παράγκα μέσα,
Τα παλληκάρια φάγανε το ξεροκόμματό τους,
Τα καραούλια πιάσανε τ’ ακοίμητά τους πόστα,
Κι οι άλλοι παραδόθηκαν στον ύπνο το ζωοδότη.
Ολοι εκτός της Καλογριάς το Γιό. Η κεφαλή του
Απ’ το χαστούκι το βαρύ τον πόναγε ακόμα.
Μ’ αυτό δεν ήταν τίποτα. Πιότερο πόνο νιώθει
Απ’ την αλήθεια που ’κλεινε ό,τι του είπε ο Τσάκας.
Εκάθησε κατάχαμα στο ματωμένο χώμα
Κι ακούμπησε την κάρα του πα’ σ’ ένα ξερολίθι.
"Φοβήθηκα. Ναι. Ετρεμα μη χάσω τη ζωή μου.
Εβλεπα γύρω τα κλαριά κι έλεγα τώρα... τώρα…
Τώρα θαρθεί και θα με βρει το φονικό το βόλι.
Κι αντίο πια και σεις δεντρά και λόγγοι και πουλάκια.
Και όχι το φοβόμουνα. Είχα πιστέψει κιόλας
Οτι ετούτη η μάχη μου θα ’τανε η στερνή μου.
Νόμιζα ότι έκρυβα το φόβο μου απ’ τούς άλλους.
Μα ο Τσάκας με κατάλαβε. Ποιός ξέρει πώς φαινόμουν…
Μια γυναικούλα είμαι λοιπόν. Και τρέμω σαν τ’ ορνίθι.
Κι έπρεπε άντρας να γενώ για να το καταλάβω.
Παιδί το είχα το μυαλό πανω απ’ το καύκαλό μου.
Και τίποτα δεν μ’ ένοιαζε. Γιατί δεν εσκεφτόμουν.
Δεν ήξερα τ’ ειν’ η ζωή. Δεν ήξερα ποιός είμαι.
Όλα ήταν ένα όνειρο. Όλα ήταν ένα ψέμα.
Τώρα δουλεύει το μυαλό. Κι αυτό με πάει πίσω.
Μα τί λοιπόν; Μες στη ζωή ζητάω να γυρίσω
Που στην Αυλή ζούσα του Αλή; Δούλος του κάθε τούρκου;
Οχι. Αυτό χίλιες φορές όχι. Μα τότε όμως
Τι άλλο από την Κλέφτικη ζωή μου απομένει;
Η μήπως θα μπορούσα εγώ να μείνω στο χωριό μου
Και να τρυγώ τ’ αμπέλια μου και να μεθάει ο Τούρκος
Και να θερίζω γέννημα να τρώει ο Κοτζαμπάσης;
Ούτε κι αυτό. Μόνο λοιπόν το Κλέφτικο μου μένει.
Μα σήμερα... τι ’ταν αυτό;.. Οι Κλέφτες δε φοβούνται.
Ούτε για Κλέφτης το λοιπόν δεν κάνω; Και γυρεύω
Και Καπετάνιος να γενώ, να με θαμάζουν όλοι,
Και των Αγράφων θέλω ’γώ να ’χω τ’ Αρματολίκι;
Ναι, μ’ εκτιμάει ο Αλής. Μπορεί να μου το δώσει.
Μα σήμερα να μ’ έβλέπε να τρέμω μες στη μάχη
Τη γνώμη θ’ άλλαζε κι αυτός. Γιατί μπορεί ό,τι θέλεις
Βρωμοδουλειές κι εγκλήματα και ατιμίες να κάνει
Μα όλοι τόνε ξέρουνε πως είναι παλληκάρι.
Δεν τόνε νοιάζει ο θάνατος. Δε συμπονάει τους άλλους-
Σα νάτανε κοτόπουλα τους σφάζει. Τους τσακίζει.
Αραγε ούτε λύπηση για τον εαυτό του νιώθει.
Δε θάταν ο πατέρας μου αυτός ο Καραΐσκος.
Εκείνος είν' ατρόμητος. Πραγματικό λιοντάρι.
Αν ήμουν γιος του θα ’μουνα ίδιος κι εγώ με κείνον.
Μπορεί όμως η μάνα μου να ’τανε φοβιτσάρα
Και απ’ αυτήν ο έρμος εγώ να πήρα να φοβάμαι.
Ή και μπορεί κι οι δύο τους φόβο να μην ενοιώθαν.
Μπορεί εγώ σε άλληνε ν’ ανήκω οικογένεια
Σβησμένη τώρα και καιρούς… χαμένη στους αιώνες…
Πού με τραβά η σκέψη μου!.. Μα λόγια, λόγια, λόγια.
Ο Τσάκας όμως μ’ ενοιωσε. Ντροπή! Ντροπή! Ντροπή μου!"
Αυτά σκεφτόνταν κάθοντας ξυπνός ο Καραϊσκάκης.
Και μες στο σκότος το βαθύ, βήματα πλησιάζουν.
Κι ο Καπετάνιος έρχεται και στέκεται κοντά του:
"Γιατί στέκεσαι ξάγρυπνος ωρέ Καραϊσκάκη;"
"Με ξάναψε ο πόλεμος και μου ’κοψε τον ύπνο".
"Τέτοιο κακό πρώτη φορά κι εμένα μου ’χει τύχει.
Τι λύσσα τα παλιόσκυλα! Πολλά θα τους ετάξαν.
Μα ξεσηκώσαμε καλά κι εμείς του εδικούς μας.
Κανένα απ’ τους λεβέντες μας παράπονο δεν έχω.
Σαν τα θεριά πολέμησαν. Θεός να τους φυλάει".
"Αν δεν τους ψύχωνες εσύ θα το ’βαζαν στα πόδια".
"Για τούτο ωρέ Καραϊσκάκ’ είμαι και Καπετάνιος.
Για να τραβώ εγώ μπροστά κι οι άλλοι ν’ ακλουθάνε.
Αλλιώς ένα θε να ’μουνα μονάχα καριοφύλλι".
"Συμπάθα μου το ρώτημα. Μα πες μου Καπετάνιο.
Εσκιάχτηκες καμμιά φορά;". "Μία φορά και δύο;
Και ποιος δε σκιάζεται ωρέ; Μα οι άντρες δεν το δείχνουν".
Εγινε μια βαριά σιωπή. Μέσα στην ησυχία
Φτερούγιζε η αποκοτιά του Γιώργη να ρωτήσει
Και τρεμίζε η απόκριση του ήρωα Κατσαντώνη.
Για όσα πάθαινε ο Αλής από τον Κατσαντώνη
Ντροπή και πόνο ένιωθε μες στη σκληρή καρδιά του.
Και παλληκάρι όντας κι αυτός, πολύ βαριά του ’ρχόταν
Που δε δυνότανε κι αυτόν στο χέρι να τον βάλει.
Ομως αλήθεια λύσσαξε σαν του ’παν πως ο Κλέφτης
Ο, που σταθεί κι ό,που βρεθεί κι ό,που έστηνε κονάκι
"Χέζω τα γένια του Αλή", ελεγε, ο Κατσαντώνης.
Η μεγαλύτερη βρισιά μέτραγε αυτή για τούρκο.
Και τον πιο μέγα απ’ όλους του κράζει τους πολεμάρχους-
Τον άγριο και τρομερό, τον μέγα Βεληγκέκα,
Και το κεφάλι του ζητά του Κλέφτη Κατσαντώνη.
"Κι αν μου το φέρεις μπρε, πασά στη Ρούμελη σε κάνω".
Κι ο Βεληγκέκας κίνησε κι έψαχνε για τον Κλέφτη.
«Στην Αλαμάνα βρίσκομαι» του γράφει ο Κατσαντώνης.
"Στις δεκαπέντε του Μαγιού, στις είκοσι του μήνα
Ο Βεληγκέκας κίνησε να πάει στού Κατσαντώνη.
Επάτησε κι εκόνεφε σ’ ενού παπά το σπίτι:
-Παπα ψωμί, παπά κρασί, να πιουν τα παλληκάρια.
Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν, κι εκεί που λακριντίζαν
Μαύρα μαντάτα του ’ρθανε από τον Κατσαντώνη.
Στα γόνατα γονάτισε. Γραμματικέ, φωνάζει,
Τα παλληκάρια μάζωξε κι όλον το νταϊφά μου.
Εγώ παγαίνω από μπροστά στην κρύα τη βρυσούλα.
Στη στράτα όπου πάγαινε, στη στράτα που παγαίνει
Οι Κλέφτες τον καρτέρεψαν και τον γλυκορωτούσαν:
-Πού πας Βελή, μπουλούκμπαση, ριτζάλι του Βεζύρη;
-Σε σένα Αντώνη κερατά, σ’ εσένα Κατσαντώνη.
Κι ο Κατσαντώνης έβαλε φωνή απ’ το μετερίζι:
Δεν ειν’ εδώ τα Γιάννενα, δεν ειν’ εόώ ραγιάδες
Για να τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια.
Εδώ ’ναι λόγγοι και βουνά και Κλέφτικα ντουφέκια.
Τρία ντουφέκια το δωσαν, τα τρία αράδα-αράδα.
Το ’να τον πήρε ξώδερμα και τ’ άλλο στο κεφάλι.
Το τρίτο το φαρμακερό τον πήρε στην καρδιά του.
Το στόμα του αίμα γιόμισε, τα χείλη του φαρμάκι".
(Δημοτικό)
Το τρίτο το φαρμακερό ήταν του Καραϊσκάκη.
Και στο χορό που στήσανε τη νίκη να γιορτάσουν
Όλοι τους του φωνάζανε "Γεια σου λεβέντη Γιώργη".
Απ’ την ήμερα κείνη εκεί, τ’ όνομα Καραϊσκάκης
Επήρε κι ακουγότανε σ’ όληνε την Ελλάδα.
Ποιός τον θυμάται σήμερα τον Κατσαντώνη αυτόνε;
Μες στα βιβλία τ’ όνομά του μόνο είναι γραμμένο.
Απ’ τις ψυχές έχει σβηστεί των νεαρών ελλήνων.
Οι έλληνες νέοι σήμερα, χωμένοι μες στο βούρκο
Της αμερικανόφερτης "προόδου", έχουν χάσει
Κάθε επαφή με τις γερές τις ρίζες της Φυλής μας.
Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που ούτε καν ρίζες έχουνε ούτε καν έθνος είναι
Και που για μέτρο ανθρωπιάς μετράει γι αυτούς το χρήμα…
Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που βιά και τρόμο εννοούν σα λεν "ελευθερία"
Και δίκιο του ισχυρότερου σα λεν "δικαιοσύνη"…
Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που κάθε μέρα πιό βαθιά μπήγουνε το μαχαίρι
Στις σάρκες του αληθινού Πολιτισμού του Ανθρώπου… Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που κούφιοι κι ανερμάτιστοι πλανιώνται στον αέρα
Κι όπου καμμιά μην έχοντας αξία να προβάλουν
Ισα τραβάν προς το Χαμό με μουσικές και γέλια
Που φρίκη μόνο προκαλούν σε κείνον που κατέχει…
Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που ούτε πορεία ούτε ρυθμό έχουνε και που μόνο
Σκοπό έχουν να τραβήξουνε στην άβυσσο μαζί τους
Κι όλους τους άλλους τους λαούς της γης και να σκοτώσουν
Ο,τι Καλό ’χει ο άνθρωπος μέχρι τα τώρα δώσει…
Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που τίποτα μηυν έχοντας Καλό για να το χάσουν,
Τραβάν κι αυτοί προς το Χαμό, ξοπίσω τους τραβώντας
Το κάθε τι Ελληνικό. Κι ακούγονται μονάχα
Απ’ όσους έξω μένουνε απ’ τού Χαμού τη Δίνη
Οι απελπισμένες οι κραυγές, οι τραγικές και άγριες
Που βγάζουν όσα Ελληνικά και όσα Φωτισμένα,
Προτού, έτσι, αφρόντιστα, σαν άχρηστα, να σβήσουν.
Και ήρθε ο Τσολάκογλου, πρόγονος του δικού μας,
Κοτζαμπάσης μες στ’ Αγραφα, που άρμεγε τους ραγιάδες
Και που την ησυχία του χάλαγε ο Κατσαντώνης
Γιατί ελεύτερη έκανε τη σκέψη των ραγιάδων,
Και πήγε και τον πρόδωσε στον Αγο Μουχουρντάρη.
Κι οι τούρκοι τόνε ζώσανε. Κι αυτός γιουρούσι κάνει,
Μ’ όλα τα παλληκάρια του. Έντεκα σκοτωθήκαν.
Κι ο Καπετάν Δίπλας μαζί, όπου στον νταϊφά του
Πρώτη φορά Κλεφτοπουλο εβγήκε ο Κατσαντώνης.
Κι ο Κατσαντώνης μήνυμα πήρε απ’ την Αγια Μαύρα
Να πάει που κινδύνευε ο τόπος, να βοηθήσει.
Κι έτρεξε όταν τ’ άκουσε μ' όλον το νταϊφά του.
Και συναγμένους βρίσκει εκεί κι άλλους Καπεταναίους
Κι αναμεσό τους ο άγριος Κλέφτης, ο Καραΐσκος.
Ετσι για πρώτη κι ύστερη φορά έσμιξε ο Γιώργης,
Τότε πρωτοπαλλήκαρο του θρυλικού Αντώνη,
Με τον πατέρα του. Αλλά, κανένας απ’ τους δύο
Δε δίνει τέτοια γνωριμιά. Αλλοι Καιροί τους παίρναν-
Αλλοι Ουρανοί τους πήγαιναν του Αγώνα τους ανθρώπους.
Οι Φράγκοι την Ιόνια παίρνουνε Πολιτεία.
Κι ο Κατσαντώνης στ’ Αγραφα γυρνάει. Αρρωσταίνει.
Τον κρύβουνε σε μια σπηλιά ωσότου να γερέψει.
Κι ένας προόότης ελεεινός, τόνομα Γιάννης Γκούρλιας,
Προδίνει το ανίκητο "Ξεφτέρι της Ελλάδας".
Και κάθε χτύπος του σφυριού πάνω στα κόκκαλά του
Σα στης Ελλάδας να ’πεφτε τα κόκκαλα μου μοιάζει
Και σαν μαζί τους να ’σπασε μου μοιάζει η πιό ωραία
Κι η πιό γλυκόφωνη χορδή της λάλας της ψυχής Της.
Κάποτε το τριαντάφυλλο ένα χέρι θα το κόψει.
Κι όσο πιο ωραίο πιο γρήγορα.Το ίδιο και τους Κλέφτες.
Κάποτε, μέσα στη βουή μιας τουρκοφόνας μάχης
Ετσι κι ο Χάρος, άγνοιαστος για λευτεριές και δίκια
Το σκεβρωμένο χέρι του μες στο σωρό θ’ απλώσει
Κι ό,τι καλλίτερο θα δει, μαζί του θα το πάρει.
Κι η αξιωσύνη των Κλεφτών κι η παλληκαρωσύνη
Είναι ότι το ξέρουνε του Χάρου το παιχνίδι
Κι αγόγγυστα το δέχουνται και γελαστά το παίζουν.
Γιατί έχουνε καλλίτερο το Χάρο από τη ζήση
Κατ’ απ’ την τούρκικη σκλαβιά, και πιό καλή από κείνην
Τη ζήση που με σύντροφο το καριοφύλλι κάνουν.
Και στού πολέμου τη βροντή και στον καπνό της μάχης
Νιώθουν πως έχουν απ’ τη μιά έναν εχθρό-τον Τούρκο
Κι από την άλλη το άλυπο του Χάρου το δρεπάνι
Που αν τους κόψει, λυτρωμό ξέρουν ότι τους δίνει.
Ευλογημένη η Τουρκιά, κι απ’ όποιον κι αν σταλμένη,
Οπου σε τόσες φώληασε ψυχές την άγια γνώση
Ο θάνατος καλλίτερος απ’ τή ζωή πως είναι.
Ευλογημένη η Τουρκιά και τρις ευλογημένη
Που τόσους ήρωες έκαμε και γέμισε η Ελλάδα.
Ευλογημένη που ’φερε τόσο πηχτό σκοτάδι,
Όπου οι πολυστέναχτοι τρυπώντας το ραγιάδες
Στο φως της άλλης βγήκανε μέρας, που ανέσπερη είναι.
Κι ο ήρωας επέθανε. Πέθανε ο Κατσαντώνης.
Τάχα οι κοινοί όπως θνητοί κι οι ήρωες πεθαίνουν;
Η' ακόμα κι όταν σβήσουνε τ’ άστρα, κι όταν η γη μας
θα ’ναι μια κρύα κι άφωτη μαραγκιασμένη μάζα,
Ακόμη τότε μη οι ψυχές θα πλέουν των ηρώων
Μες στων αιθέρων τα ιλαρά και τ’ άΰλα τα πλάτη
Σα σπέρματα γεμάτα φως που ήρεμα θα προσμένουν
Τη νέα χτίση με χαρά και φως να τη γεμίσουν-
Μη των ηρώων οι ψυχές ειν’ η ψυχή του Κόσμου;
Κι ο ήρωας επέθανε. Πέθανε ο Κατσαντώνης.
Λάμε πως είναι "ήρωας" για τέτοιο παλληκαρι
Οπως αυτός. Μα ήρωες ήτανε κι όλοι οι άλλοι
Όπου στη μάχη έπεσαν εκείνη. Όλοι όσοι
Σε όσες μάχες πέσανε του τραγικού ’Κοσιένα.
Γιατί κανένα ανθρώπινο νόμο ακολουθώντας
Δεν πήγανε να γίνουνε Αρματολοί και Κλέφτες.
Κανένας χωροφύλακας στην πόρτα τους δεν πήγε
Για να τους δώσει διαταγή να στρατολογηθούνε.
Γιατί κανείς οπλαρχηγός δεν πήγε με το ζόρι
Για να τους φέρει με τη βιά μέσα στο νταϊφά του.
Τότε ούτε νόμους είχανε ούτε χωροφυλάκους-
Κι οι αρχηγοί εδέχονταν μονάχα τους γενναίους
Κι όληΤιμη κι η δόξα τους, παντοτινή που θα ’ναι
Δε δόθηκε απ’ άλλονε κανένανε στους Κλέφτες.
Μονάχοι τους την κέρδισαν, μονάχοι τους την πήραν,
Μονάχοι εβροντοφώναξαν κι έτοιμοι τη βουλή τους
"Ελευθερία ή θάνατος". Γιατί μονάχοι πήγαν
Και κάθε στάλα απ’ την πικρή τη λίμνη της ζωής τους
Τη δώσαν για να ποτιστεί το χώμα της Πατρίδας
Ωστε το δέντρο πάνω του της Λευτεριάς ν’ ανθίσει
Το πάμφυλλο,το πάνδροσο,το δρακογεννημένο.
Κι αν η Ιστορία δεν έδωσε όλων τα ονόματά τους
Και τί με τούτο-όταν λέμε Αρματολοί και Κλέφτες
Μες στον τραχύ τον ήχο τους κλείνουν αυτές οι λέξεις
Ολων Εκείνων τ’ όνομα που πέσαν για τον ίδιο
Ιερό και Αγιο σκοπό, και ίδια ήρωες ήταν.
Γιατί όνομα οι ήρωες δεν έχουν. Εχουν μόνο
Φως δυνατότερο του ηλιού που να τους δεις τυφλώνει.
Και να μονάχα τι μπορεί μ’ αυτούς κανείς να κάνει:
Το ένα είναι να ζητάει στο ύψος τους να φτάσει.
Και τ’ άλλο να!, όσο μικρή κι ασήμαντή του η πένα
Δικό τους ό,τι δύναται μ’αυτήν να τραγουδάει.
Κι ο Κατσαντώνης πέθανε.Το μπαρουτοθρεμμένο
Ντουφέκι του, ανάμεσα σε σάρισες ευρέθη
Σε τοξα, σε ακόντια και σε χρυσές ασπίδες.
Με όλα αυτά ας τ’ αφήσουμε τη γνωριμία να δώσει.
Κι ας δούμε μεις τι απόγιναν οι διαλεγμένοι οι άντρες
Οταν χωρίς του αρχηγού μείνανε την ορμήνια.
Όταν λοιπόν απ’ τον Αλή χαλάστη ο Κατσαντώνης
Οι Κλέφτες κάναν σύναξη κι είπαν να μη σκορπίσουν.
Και γι αρχηγό τους όρισαν όλοι τον Λεπενιώτη
Αντράκλα δυσθεώρατο, γενναίο παλληκάρι.
Κι ο Αλής, που θαρρειε γλίτωσε απ’ τους Κατσαντωναίους,
Νέους μπελάδες έβαλε στην άσπρη κεφαλή του.
Κι ο ξακουστός ντερβέναγας, ο Σουλεϊμάν ο Τότης
Εστάλθηκε απ’ τον Αλή να φάει το Λεπενιώτη.
Μα στ’ Αγραφα, στην Παπαδιά, κι ο ίδιος εχαλάστη
Κι εξήντα απ’ τους στρατιώτες του έφαγε το σκοτάδι.
Η πρώτη ήταν νίκη τους αφότου ορφανέψαν.
Αυτή την ακολούθησαν κι άλλες, μικρές μεγάλες.
Ωσπου ο Αλής ενάντια τους, σύννεφο στέλνει τούρκους
Με τον Μπεκήρ Τζογάδουρο και τον Χασάν Τσαπάρη.
Και η Τουρκιά τους στρίμωξε και θα χανόνταν όλοι,
Αν δεν αποφασίζανε στα Εφτάνησα να πάνε.
Εκεί κουμάντο κάνανε οι Φραντσέζοι, όπου τότε
Πολιτική φιλότουρκη κρατούσαν. Τους διατάζουν
Να φύγουνε μονοημερίς, αλλιώς θα τους βαρέσουν.
Άλλο κι αυτοί δεν δύνονταν, γυρίζουν πάλι πίσω.
Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΑΡΜΑΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΟΥ ΑΛΗΠΑΣΑ
Οχτώβρη του οχτακόσα εννιά, Ζάκυθος και Ιθάκη
Κεφαλονιά και Κήθυρα, πέφτουν στα νύχια του Άγγλου.
Ο Τσώρτς ο Ρίτσαρντ-που ξανά μπροστά μας θα τον δούμε
Μετά από χρόνια δεκοχτώ, στού Πειραιά το δράμα
Που παίχτηκε ανάμεσα ξένων και Καραϊσκάκη,
Απ’ τη Λευκάδα ήθελε να διώξει τους φραντσέζους,
για τούτο κι έφκιασε στρατό από έλληνες λεβέντες.
Καραϊσκάκης, Λεπένιώτης,Τσόγκας και Φραγγίστας,
Πάνε μαζί του. Γρήγορα πήραν χαμπάρι όμως
Πως πιόνια μόνο ήτανε στο Αγγλικό παιχνίδι.
Το οχτακόσα δώδεκα, τους στέλνει ο Αλής ανθρώπους
Και τους μηνάει να δεχτούν να ’ρθουν με τα νερά του,
Κι όλα ξεχνάει τα πρωτινά κι Αρματολούς τους κάνει.
Ο ήρωας τότε ήτανε γύρω στα τριανταδύο.
Το δέχονται όλοι τους. Κι ευθύς φεύγουν απ’ τή Λευκάδα
Και βρίσκονται στη Ρούμελη. Κι ο Αλήπασας μοιράζει
Από ’να στον καθένα τους Αρματολίκι. Πήρε
Ο Λεπενιώτης τ’ Αγραφα, και ο Καραϊσκάκης
Κολτσής στη Σάμη έγινε. Και άλλοι πήραν άλλα.
Πολλά η Ανάγκη εργάζεται. Μα πάντα έχει εχθρό της
Το νου που ξεσηκώνεται και το αίμα που κοχλάζει.
Άλλη ήτανε η Κλεφτουριά, τ’ Αρματολίκι άλλο.
Τότε το δίκιο του φτωχού πρώτη τους ήταν έγνοια.
Τώρα να κάνουν είχανε ό,τι οι αγάδες λένε
Κι οι προύχοντες οι χριστιανοί, ενάντια στους ραγιάδες.
Μα τούτο δεν τους άρεσε. Κι αρχίσανε να παίρνουν
Πάλι το μέρος των φτωχών. Απ’ τ’ άλλο μέρος πάλι
Ούτε κι εκείνοι αρέσανε στους πλούσιους, που κοιτάζαν
Πώς το ραγιά θα κλέβουνε για να πλουτούν εκείνοι,
Χωρίς εμπόδιο να ’χουνε κανένα στους σκοπούς τους.
Κι ανήμερα μέρα Λαμπρή που ανασταίνει ο Πλάστης
Κι ανήμερα μέρα Λαμπρή που ανασταίνει η Πλάση
Οι πλούσιοι με το κάθαρμα Τσολάκογλου αρχηγό τους
Του Νίκου Θέου οπλίσανε το άτιμο το χέρι.
Και ο παλιάνθρωπος αυτός χτυπάει το Λεπενιώτη.
Μεσάνυχτα ήταν κι έκραζαν χαρούμενα οι καμπάνες
Και διαλαλούσαν του Χριστού το Σηκωμό απ’ τον τάφο.
Και οι ραγιάδες άκουγαν και σιγομουρμουρίζαν
"Αμποτες και το Σηκωμό του Γένους μας να δούμε".
Βροντολαλούσαν τ’ άρματα και λάμπαν τα κεράκια.
Και κείνος ο πάλιάνθρωπος χτυπάει το Λεπενιώτη.
Κατάκαρδα σημάδεψε και ξαπλωσε ο γίγας.
Τότε κι οι άλλοι Αρματολοί κατάλαβαν πως θα ’ρθει
Και η δική τους η σειρά. Πρέπει να κάνουν κάτι.
Οι δύο πιό επίσημοι, Τσόγκας και Καραϊσκάκης,
Με δεκαπέντε άλλους μαζί, μαζεύονται στο Βάλτο.
Κι οι δυό αρχηγοί αποφάσισαν στα Γιάννενα να πάνε
Να προσκυνήσουν τον πασά. Το λένε και στους άλλους.
Κι αμέσως εταράχτηκε κι είπε ο Μπακογιάννης,
Του Καραϊσκάκη σύντροφος και αδερφοποιτός του:
"Γιώργη το καλοσκέφτηκες αυτό που πας να κάνεις; "
"Για να το πω εγώ θα πει πως το ’χω λογαριάσει.
Δεν το ’χω το μυαλό μου εγώ απάνου από τη σκούφια".
"Ενάντια στον Αλήπασα ρε Γιώργη πολεμάμε
Και τώρα πώς για φίλο του θα σε δεχτεί κοντά του;
Προτού προλάβεις να του πεις, εκείνος θα σε κόψει.
Τζοχανταραίος του ήσουνα κάποτε. Όμως όταν
Ο Κατσαντώνης στ’ Αγραφα σήκωσε μπαϊράκι,
Κοντά του έτρεξες. Θαρρείς το ξέχασε ο Βεζύρης;
Το ξέρει πως τον πρόδωσες και δίκια θα σε κόψει.
Κι αν σου σχωρέσει την που του ’χεις κάνει προδοσία
Γιατί θα τόκανε αυτό; Τάχατες απ’ αγάπη;
Θα σ’ έχει χουσμεκιάρη του κι ενάντια θα σε βάλει
Με τους Ρωμιούς να πολεμάς-με τους φτωχούς ραγιάδες.
Κι ύστερα-πώς να σου το πω-δε θέλω μωρέ Γιώργη
Προσκυνημένονε να δω τον αδερφοποιτό μου."
Κι ο Γιώργης που για γνωστικόν είχε το Μπακογιάννη
Και τ’ άρεσε που μίλαγε πάντοτε με το μέλι,
Του ’πε: "Α! Ωρε μπράτιμε! Α.' Ωρε Μπακογιάννη!
Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί γαμιέται.
Δεν είδες πώς τον έφαγαν ωρέ το Λεπενιώτη;
Και ξέχασες πως έπαθε τα ίδια ο Κατσαντώνης;
Εδώ αν μείνουμε, κι εγώ, και συ, και όποιος άλλος
κεφάλι κάνει ενάντια να σ’κώσει στους αγάδες,
θα πάει από προδοσιά κι από Ρωμέΐκο βόλι.
Και γάρις μόνον η Τουρκιά μας πολεμά; Δε βλέπεις
Πως ειν’ οι Κοτζαμπάσηδες οι πιό μεγάλοι οχτροί μας;
Κάθε τσογλάνι που ’πιασε στα χέρια του παράδες
Εγινε κόλος και βρακί με των τουρκών τη φάρα.
Φυλάγεσαι απ’ τον ένανε και σου τη φέρνει ο άλλος.
Μας λειπει η δύναμη μωρέ. Τίποτα δε θα κάνει
Κανένας μας χωρίς δικό να έχει ένα ασκέρι.
Εδώ καθόντας θα μας φαν όλους μας έναν έναν.
Μονάχα μες στα Γιάννενα θα ’μαστε ασφαλισμένοι.
Δεν ήρθ’ ακόμα η ώρα μας μπράτιμε Μπακογιάννη.
Ακόμα ο Αλήπασας στις κορυφές ζυγιέται.
Θα πάρει τον κατήφορο. Αλλο δεν πάει απάνου.
Και τότε κάτι θα γενεί. Κάτι θ’ αλλάξει τότε.
Και για την ώρα εκείνη κεί πρέπει να εγνοιαστούμε.
Τότε θα δούνε ποιο σκοπόν ο πούντζος μου βαράει.
Κι όσο για τον Αλήπασα, πως τάχα θα με κόψει,
Εδώ κομμένος σίγουρα είμαι ωρέ Μπακογιάννη.
Εκεί έχω περσότερες ελπίδες για να ζήσω.
Τον ξέρω τον Αλήπασα. Η λεβεντιά τ’ αρέσει
Και πριν χαλάσει σκέφτεται κάποιο του παλληκάρι.
Μα είναι μωράχαβλος μωρέ. Μπορείς να τον τουμπάρεις.
Μον’ αν στυλώσεις σαν το ζω’ και πεις δεν προσκυνάω
Τότε σε κόβει σίγουρα. Αλλ’ αν τον προσκυνήσεις
Και του ειπείς πως ότι πει εσύ θα το ακούσεις,
Τότε μαλάζει του ο θυμός. Αυτό κι εγώ θα κάνω.
Στον Κατσαντώνη έτρεξα-ναι-γιατ’ ύπαρχε η ελπίδα
Να έρθει απ’ τά Εφτάνησα βοήθεια στους Φραντσέζους
Και να ’βγαινε κάτι καλό και για τη δόλια Ελλάδα.
Μα πάει κι ο Κατσαντώνης πια, πάνε και οι Φραντσέζοι
Που θα τα βάζαν τάχατες, λέει, με το Σουλτάνο.
Ποιοί άλλοι τώρα ενάντια ορθώνονται σε κείνον;
Ο Αλήπασας. Γι αυτό σ’ αυτόν με στέλνει το μυαλό μου.
Οπου είναι του Σουλτάνου εχθρός, φίλος μας πρέπει να ’ναι.
Και σείς το ίδιο κάνετε με με. Εκεί ’ν’ οι ελπίδες".
Ολοι σε σκέψη πέσανε μ’ αυτά που είπε ο Γιώργης.
Μονάχα ένας κουτούτσικος σηκώθηκε ο καημένος
Και λέει «Έγώ δεν πάω κει… Ο πασάς θα με σουβλίσει…"
«Αντε μωρέ στραβάριδο», κάνει ο Γιωργής γελώντας.
«Αν πάρει απόφαση ο πασάς εσένα να σουβλίσει
Εγώ θα κουμαντάρω ωρέ να σου γυρνώ τη σούβλα.
Κι αν παρακαίγεσαι ωρέ, μου λες και την ψηλώνω.
Γιατί αλήθεια ο πασάς αν έναν θα διαλέξει
Απ’ όλους μας για σούβλισμα, εσύ ωρέ θα είσαι."
"Ο δόλιος το ’λεγα εγώ", λέει ο στραβαρίδης.
Ολοι γελούν. "Ε, το λοιπόν"φωνάζει τότε ο Τσόγκας
"Τί λέτε; Αποφασίζετε;» Το "ναι" είπαν όλοι τότε,
Κι αμέσως εκινήσανε στα Γιάννενα να πάνε.
Και φτάσανε και τον πασά γυρέψανε να δούνε.
Και κουρασμένους κι ελεεινούς απ’ την πεζοπορία
Μπρος στον πασά τους κουβαλουν-τούς μπάζουν στον οντά του.
Βγάζει αυτός το ναργιλέ και τους καλοκοιτάζει.
"Καλώς ωρίσατε" τους λέει."Καιρό σας καρτερούσα".
Και στρέφοντας τα ματιά του ήρεμα σ’ έναν ένα,
Ξάφνου αστράψανε αυτά σαν είδανε το Γιώργη.
"Εσύ ’σαι ωρέ παλιόγυφτε;". "Εγώ είμαι πασά μου".
Ηρθανε στού πασά το νου τα χρόνια που κοντά του
Πάλι ο Γιώργης ήτανε. Το θάρρος του εθυμήθη
Την εξυπνάδα, την αντρειά, την που ’χε αξιοσύνη,
Θυμήθηκε τ’ αστεία του, θυμήθηκε πως όταν
Σ’ ανάγκη βρέθηκε να βρει έμπιστο κάποιον κι άξιο
Να στείλει στον Πασβάντογλου, αυτόν είχε διαλέξει.
"Και τώρα ωρέ παλιόγυφτε, πες μου, τι να σε κάνω;"
Κι αυτή ’ταν η απόκριση του γύφτου Καραϊσκάκη:
"Αν με γνωρίζεις", θαρρετά του λέει, "άξιον γι αφέντη,
Τότε αφέντη κάμε με. Αν πάλι με γνωρίζεις
Αξιον για χουσμεκιάρη σου, κάμε με χουσμεκιάρη.
Κι αν άξιον για το τίποτα, ρίξε με μες στη λίμνη"
Και τόνε κράτησε ο Αλής το γύφτο Καραϊσκάκη,
Κι ως γι αρχηγό τον γνώριζε, μπουλούκμπαση τον κάνει.
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Ο Καραϊσκάκης, ανοιχτό και φεγγοβόλο πνεύμα
Και με μια δραστηριότητα που αγκάλιαζε όλα γύρω
Σε σχέσεις μ’ όλους είχε ρθεί και μ’ όλα όσα τότε
Μικρό ή μεγάλον έπαιζαν ρόλο στο Εικοσιένα.
Κι όπως διαβάζει, μερικές φορές, ο αναγνώστης
Θα δει για κάτι να μιλώ που από πρώτη όψη
Φαίνεται πως καμμιά ή μικρή σχέση μονάχα έχει
Με τη ζωή του ήρωα. Κι αν θα νομίσει έτσι,
Δε φταίει εκείνος μα εγώ, που μπλέκω γεγονότα
Και καταστάσεις, και μορφές, χωρίς μεγάλη τάξη.
Μα κι έτσι όμως γράφοντας νομίζω πετυχαίνω
Να κάνω λίγο να φανεί της εποχής το κλίμα
Που μέσα του ήτανε γραφτό να δρα ο Καραϊσκάκης.
Βέβαια απ’ το μωσαϊκό των μαύρων και των άσπρων
Ψηφίδων που συνθέτουνε τον έξοχο Αγώνα
Λίγες, και κείνες βιαστικά μονάχα, ξεσκεπάζω
Και λίγα για την καθεμιά λέγοντας μόνο λόγια.
Γιατί αν ήθελε κανείς να πιάσει και να γράψει
Για κάθε μιάν από αυτές και να τις φανερώσει
Στο ταιριαστό τους μέγεθος, θα χρειάζονταν και χρόνος,
Και γνώσεις και ικανότητα πιότερα απ’ τα δικά μου.
Λοιπόν σχωρέστε τον "ποιητή" που ποιητής δεν είναι
και ό,τι σχέση άμεση θαρρείτε πως δεν έχει
Με τη ζωή του ήρωα που θέλω να ιστορήσω,
Με τούτο δώ το έργο μου, δεχτήτε το σα να ’ταν
Απλά και μόνο μια μικρή πληροφορία ακόμα
Της άγνωστης στους πιο πολλούς Ελληνες Ιστορίας.
ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΑΛΗΠΑΣΑ
Ας δούμε όμως τώρα πώς ο δράκος εσκεφτόταν,
Ο Αλής, που όταν πείναγε τρεφότανε μ’ανθρώπους.
Ας δούμε πώς τ’ απάνθρωπο θεριό συλλογιζόνταν
Κι ας δούμε γιατί δέχτηκε να πάρει πάλι πίσω
Το Γιώργη που τον πρόδωσε. Ας πουμε εμείς τα όσα
Δε χρειάστη στον Μπακόπουλο να πει ο Καραϊσκάκης
Γιατί αυτά τα ξέρανε τους χρόνους κείνους όλοι.
Πάλι εκεί στα Γιάννενα για λίγο ας βρεθούμε
Κι ας δούμε πόση προκοπή τα χρόνια είχαν εκείνα.
Κι ας δούμε περισσότερους Ελληνες από κείνους
Που μέσα στού Αλήπασα ζήσανε τα παλάτια,
Ή φίλοι του, ή, οι πιότεροι, φανατικοί εχθροί του,
Που μέσα κει τους κράταγε μονάχα η ανάγκη.
Ο Αλήπασας είχε βαλθεί να φτιάξει νέο κράτος,
Δικό του, υποτάζοντας Ελλάδα κι Αλβανία.
Χρονιές πολλές επάλευε το σχέδιο στο μυαλό του
Κι όλο ετοιμαζότανε σε πράξη να το βάλει.
Μα ο Σουλτάνος που παντού είχε δικούς του ανθρώπους,
Εμαθε τι ο ισχυρός σχεδίαζε ο πασάς του
Και το οχτακόσα δώδεκα ήταν που τον διατάζει
(Για να ’βγει ο επίβουλος απ’ τή σφηκοφωλιά του)
Να φύγει απ’ τά Γιάννενα να πάει στο Τεπελένι.
Και πηγε ο Αλήπασας. Μα φαίνεται πως τούτο
Το πήρε σαν υποταγής σημάδι ο Σουλτάνος,
Θάρρεψε πως ησύχασε απ’ του Αλή τα σχέδια
Και δεν εκίνησε στρατό στα Γιάννενα ενάντια.
Σαν ο πασάς το είδε αυτό, στα Γιάννενα γυρίζει.
Μα τώρα δεν μπιστεύεται τους τούρκους. Σε καθέναν
Βλέπει κι έναν επίβουλο της ζωής του ή του θρόνου.
Ολους εχθρούς του τους θαρρεί και όργανα της Πύλης.
Κι αναζητώντας για να βρει συμμάχους στα σχεδιά του,
Στρέφεται προς τους έλληνες και προς τους αρβανίτες
Που ξέρει πως κι οι δύο τους μισούνε το Σουλτάνο.
Ετσι μες στο πολύχρωμο αυτό το πανηγύρι,
Βλέπουμε παρδαλόχρωμους πολλούς να τριγυρίζουν
Και το δικό του ο καθείς το σχέδιο να δουλεύει.
Από τη μια ο Αλήπασάς που αναγκασμένος είναι
Να λέει στο Σουλτάνο "ναι" κι "όχι" να συλλογάται.
Και τη φιλία των Ρωμηών ενώ επιδιώκει, όμως
Να πρέπει να φυλάγεται το ίδιο κι από κείνους
Γιατί το ξέρει πως μπορεί κεφάλι να σηκώσουν
Όταν τον δουν σε πόλεμο να μπαίνει με την Πύλη.
Από την άλλοι οι Ελληνες που στον Αλή πλησιάζουν
Και φίλοι του καμώνονται ώσπου ευκαιρία να ’βρουν
Με το Σουλτάνο όταν πιαστεί να επαναστατήσουν
Και που φροντίζουν μεταξύ των δυο να ισορροπήσουν:
Σουλτάνου και Αλήπασα. Μετά ειν’ οι Αρβανίτες
Που όπως και οι Ελληνες έτσι κι αυτοί πασκίζουν
Πάλι το κράτος το παλιό και κείνοι ν’ αναστήσουν
Και μια βοηθάνε τον πασά και μια τον πολεμάνε.
Κι ύστερα ειν’ οι ύαινες, πάει να πει οι Μεγάλες
Δυνάμεις, που προσμένουνε πότε θα πέσει η Πύλη
Να φαν από το πτώμα της. Μα που αργοί δε μένουν
Ούτε και τώρα. Η Ρωσσία να θέλει όσο μπορέσει
Να φάει από την Τουρκιά μιας κι είναι δίπλα δίπλα.
Η Αγγλία την επέκταση να σκιάζεται των Ρώσσων
Κι από την άλλη το Μωρηά να θέλει, για να φτιάξει
Μωρηά και Μάλτα ενώνοντας, ένα προτεκτοράτο,
Ο Ναπολέων στις δόξες του με όλους να τα βάζει,
Κι όλοι μαζί , Ρωσσία, Αγγλία, Αυστρία και Γαλλία,
Μες στ’ άλλα τετοια "υψηλά" των κυβερνήσεών τους
Και το καθήκον να ’χουνε και να πολυπροσέχουν
Μην η Ελλάδα ήθελε ποτέ να πάρει τα όπλα,
Κι αν, όταν της επέτρεπαν, τα ’παιρνε, πώς το νέο
Κράτος που θα γεννιότανε,υπόδουλό τους θα ’ταν.
Ομως αν ήταν ο πασάς σκληρός στη διοίκησή του,
Ηταν και μεταρρυθμιστής. Είχε πολύ ξεφύγει
Απ’ τον Ανατολίτικο τρόπο ζωής και σκέψης.
Βοήθησε τις συναλλαγές των επαρχιών του Κράτους
Και με το εξωτερικό, και αναμεταξύ τους.
Με τους μεγάλους τα ’βαλε πολλές φορές φεουδάρχες.
Προώθησε το εμπόριο και τη βιοτεχνία.
Με μία λέξη έγινε για τους καιρούς εκείνους,
Ο εκπρόσωπος του αστισμού που τότε ανερχόταν.
Και μάζεψε στα χέρια του την εξουσία όλη
Κι έτσι των ολιγαρχικών κοπήκανε τα χέρια.
Τα Γιάννενα εγίνανε κέντρο του εμπορίου-
Τότε το μεγαλύτερο που είχε η Ελλάδα.
Μα και το μεγαλύτερο πνευματικό ήταν κέντρο
Για κείνηνε την εποχή. Εντός τους καταφύγιο
Βρήκανε διανοούμενοι πολλοί τα χρόνια εκείνα.
Κι ήταν ο Γιάννης Βηλαράς μαζί με τον Ψαλίδα
Δύο μεγάλοι δάσκαλοι του Ελληνικού του Γένους
Κι οι δύο δημοτικιστές, που είχαν καταλάβει
Οτι θα ξαναγεννηθεί το πνεύμα της Ελλάδας
Μόνο στη γλώσσα τη λαϊκή επάνω στηριγμένο.
Πρωθυπουργό είχε ο Αλής τον Μάνθο Οικονόμου
Που γίνονταν ό,τι έλεγε ("το είπε ο κυρ-Μάνθος").
Βοηθοί του ο Σπύρος Κολοβός κι ο Κώστας Βουρπιανίτης.
Επί των Εξωτερικών Μαρίνογλου ο Κώστας.
Αρχιτελώνης ήτανε ο Θόδωρος Μπατζάκας.
Ταμίας ήταν του πασά Γιάννης ο Μονοβάρδας.
Ο Δαμιράλης δεύτερος ήτανε στο Μπεράτι.
Στην Αρτα ο Καρυστινός. Ο Αρτας στο Πρεμέτι.
Και μες στην Γκόρτσα έπαρχο τον Κίνα είχε διορίσει.
Άλλοι σε θέσεις δυνατές ήταν ο Λογοθέτης,
Ο Λοιδωρίκης, και μετά ο Δούκας και ο Μίχος,
Του ήρωα του Μεσολογγίου Αρτέμη ο πατέρας.
Εξω απ’ αυτούς κι άλλοι Ρωμηοί πόστα μεγάλα είχαν
Κι άλλοι πολλοί μικρότερα. Κι ο πιο καλός ο φίλος
Του Αλήπασα εμέτραγε ο Νούτσος ο Αλέξης.
Και στους Τζοανταραίους του δεν είχε πλέον τούρκο
Ουτε αρβανίτη αρχηγό, μα έλληνα: το Βάγια,
Που έμεινε στον Αλήπασα πιστός μέχρι το τέλος.
Και δίπλα στους πολέμαρχους του Αλή εξεχωρίζαν
Ονόματα από κείνα που, Ελληνας αν τ’ ακούει
"Δακρύζουνε τα μάτια του και λαχταρά η καρδιά του"-
Ονόματα όπως αυτά:
Οδυσσέας Αντρούτσος.
Θανάσης Διάκος.
Βαλτινός.
Λάμπρος Βέϊκος.
Γρίβας.
Τσούκας.
Βαρνακιώτης.
Αντρέας Ισκος.
Σκαλτσοδήμος.
Ρούκης.
Γάτσος.
Πανουργιάς.
Δυοβουνιώτης.
Παλαιόπουλος.
Κι άλλοι πολλοί-και υπάλληλοι, και στ’ άρματα λεβέντες.
Ενας λοιπόν απ’ τούς τρανούς ήτανε στο ντοβλέτι
Κι ο Καραϊσκάκης. Το οχτακόσα ήταν δεκαπέντε.
Κι οι μόνοι που στα Γιάννενα δεν πέρναγε η μπογιά τους
Ηταν οι τούρκοι. Ο Αλής τους κράταγε μακριά του.
Ο ήρωας που θ’ ανάσταινε σε λίγο την Ελλάδα
Είχε ένα μέτριο ανάστημα. Ητανε κοκκαλιάρης,
Βαθουλωμένα μάγουλα, και μακροπροσωπάτος.
Μουστάκι μαύρο και κοντό, δόντια μικρά και σάπια.
Μαλλιά μακριά στη ράχη του ριγμένα. Κι αρρωστιάρης .
Τα μάτια του ήτανε βαθιά χωμένα μες στις κόχες
Και από κει ελάμπανε κι ολοσπιθοβολούσαν.
Κι ως για το χρώμα, μελαψός ήτανε, σαν τους γύφτους
Γι αυτό και του κολλήσανε το παρανόμι "γύφτος".
Μα τέτοια κρύβονταν ψυχή μέσα σ’ αυτό το σώμα
Που πρότυπο της λεβεντιάς φάνταζε στο λαό μας.
Εκεί, στα Γιάννενα, ο Γιωργής, χρονών τριανταπέντε
Τη Γκόλφο-ν-επαντρεύτηκε, την Ψαρογιαννοπούλου.
Κι άναψε ο αγώνας του Αλή με τη μεγάλη Πύλη.
Φτάνει της Πύλης ο στρατός. Ο Αλής πολιορκείται.
Του Βενετσάνου επάτησε τ’ αυλάκι ο Σουλτάνος
Και από κει στων Γιάννενων τα πρώτα σπίτια μπαίνει.
Στα οχτακόσα είκοσι, Αυγούστου εικοσιπέντε
Ο Αλήπασας βάνει φωτιά και καίει την πόλη όλη
Ν’ ανοίξει ο τόπος να μπορούν να ρίχνουν τα κανόνια.
Ο Καραϊσκάκης έκαψε ο ίδιος το Μαρούτσι,
Όπως ελέγαν του Βελή τ’ ωραίο το σαράι.
Μαζί του, μέσα, πολεμάει ο Αντρούτσος ο Δυσέας
Κι απόξω, τών Χαλδούπηδων "σύμμαχοι", ο Τζαβέλας,
Σουλιώτες με το Μπότσαρη, κι Αρματολοί του Ολύμπου.
Τα τρία του Αλήπασα παιδιά που πολεμούσαν,
Πρώτα τα δυό-Σελήμ, Μουχτάρ-, και ύστερα ο τρίτος-
Βελής-, παραδοθήκανε κι οι τρεις τους στο Σουλτάνο.
Οταν το έμαθε ο Αλής κούνησε το κεφάλι:
"Κρίμα καημένε Αλήπασα. Έχεις γεννήσει κότες ".
Και κάποια μέρα που ο Αλής είδε τον Καραϊσκάκη
Γενναία όπως πάντοτε να πολεμάει και τότε,
"Πω με παράτησαν ωρέ" του λέει "τα παιδιά μου
Και συ για μένα πολεμάς ωρέ Καραϊσκάκη!".
Δεν του ’πε ο Γιώργης τίποτα, μέσα του είπε όμως:
«Αλήθεια ειν’ ορ’ Αλήπασα πως είσαι παλληκάρι.
Κι αν χούγια έχεις βρωμερά, κι αν τυραννάς τον κόσμο
Μα είσαι παλληκάρι ωρέ. Κρίμα να μη μετράμε
Στον ίδιο νταϊφά κι οι δυό, παρά να είσαι εχθρός μου.
Και χαίρομαι που έπεσες στη λούμπα των Ελλήνων.
Σε σπρώξανε και πόλεμο άνοιξες με την Πύλη.
Μέχρις εδώ καλά ωρέ. Να δούμε παραπέρα.
Οι Φιλικοί ετοιμάστηκαν. Και ή την Πύλη πάρεις
Η' τ’ άσπρο το κεφάλι σου το κόψει ο Σουλτάνος,
Οποιος κι αν μείνει, αχαμνός θα ’ναι και ρημαγμένος.
Ωρέ Αλή, συ μια φορά, ’γω δυο φορές μπαμπέσης.
Αλλά το δίκιο είναι μ’ εμέ. Το χώμα μου είναι τούτο.
Κι αν μπρος σου είμαι φίλος σου κι εχθρός είμαι μακριά σου,
Για την Πατρίδα γνοιάζομαι και συ για τη δική σου.
Από τι στράτες η ζωή αλήθεια μας περνάει…
Ως κι υπηρέτες στού εχθρού μας έστειλε το Κάστρο-
Ως και νεφέρια του εχθρού μας έκανε η πουτάνα.
Και πόσα κάνει η Λευτεριά ως να ’ρθει τσαλιμάκια…
Χρόνια, αιώνες μας κρατεί κρυμμένη την είδη της.
Και να την ψάχνουμε θωρεί κι αδιάφορα γελάει.
Α! Σαν γυναίκα όταν τη βρω θα τη σφιχταγκαλιάσω.
Μα τ’ Αγραφα ήταν πάντοτε λεύτερα. Ε, μη βλέπεις
Αν τα ’χει ο Τούρκος τώρα πια και κείνα πατημένα
Τώρα κοντά τα πάτησε. Ο Βηλαράς μια μέρα
Καλή του ώρα, ήτανε ο μόνος απ’ τούς λόγιους
Που τόνε καταλάβαινα-μίλαγε σαν και μένα-
Μου ’λεγε, όταν έσκυβαν οι Ευρωπαίοι στον Τούρκο
Που έλυνε τότε κι έδενε, στ’ Άγραφα βγήκαν Κλέφτες
Που, λέει, αναγκάσανε την Υψηλή την Πύλη
Κι έκανε συμφωνία με μας, τούρκος να μην πατήσει
Στ’ Άγραφα, ούτε στα βουνά, ούτε στους γύρω κάμπους.
Μοναχά τους εδίναμε, λέει, κάτι ψωρογρόσα.
Μπορεί κάνας προπάππους μου να ’τανε τότε Κλέφτης.
Α! Ωρέ Τουρκιά! ή φάε με, ή, δόλια μου σε τρώω".
Μα δεν πολέμαγαν γι αυτόν ο Γιώργης κι ο Αντρούτσος
Μον’ την Τουρκιά πολέμαγαν όπου κι αν την εβρίσκαν.
Κι από τα Γιάννενα να βγουν κι οι δυό αποφασίζουν
Για να χτυπήσουν τ’ άσωστα τ’ ασκέρια του Σουλτάνου
Και να τους κάνουν τη ζημιά που πιότερο μπορούνε.
Κι ο Γιώργης λέει στον πασά: "Αν κάποιος πάει έξω
Και κόψει τον εφοδιασμό στο Σουλτανοασκέρι
Εκείνοι θα πεινάσουνε κι η νίκη είναι δική σου".
"Το ξέρω αυτό ωρέ μπίρο μου. Μα ποιός γι αυτό ειν’ άξιος;"
Τον βλέπει λίγο σκεφτικός κι ύστερα "ωρέ μπίρομ,
Μόνον εσύ ’σαι άξιος γι αυτό Καραϊσκάκη".
"Πασά μου ναι, αλλά εδώ έχω τη φαμελιά μου.
Αν πάω δίχως τους, θα λεν πως την κρατάς ρεέμι
Και δε θα με πιστέψουνε ότι δικός τους είμαι".
"Ξέρεις να σκέφτεσαι ωρέ. Παρ’ και τη φαμελιά σου".
Και βγαίνει ο Γιώργης και μαζί χτυπάν με τον Αντρούτσο
Πισώπλατα τη Σουλτανιά. Τής Ευτυχίας η Πύλη
Προστάζει ο Χουρσίτ πασάς απ’ τό Μωρηά να φύγει
Ν’ ανέβει και να πάρει αυτός την αρχιστρατηγία
Ενάντια στον Αλήπασα. Φεύγει ο Χουρσίτ κι αφήνει
Χωρίς ασκέρι το Μωρηά στο έλεος των ραγιάδων.
Τόσο πολύ δεν πίστευε κι αυτός, σαν τον Σουλτάνο,
Πως θα μπορούσε ο ραγιάς κεφάλι να σηκώσει.
Η ΦΙΛΙΚΗ, ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ
Φαντάζομαι το μυστικό της Φιλικής να εχύθη
Σαν αγεράκι καθαρό και κρύο απ’ τή Ρωσσία,
Δροσίζοντας καρδιές και νου όπου και αν πνοούσε.
Κι οι μυημένοι που ’ξεραν τ’ ειν’ η χαρά ετούτη
Αχόρταγα ρουφάγανε το θείο της το μύρο
Κι εκείνοι που δεν ήξεραν ρωτούσαν μεταξύ τους
Κι απόκριση δεν έβρισκαν. Μα νοιώθανε πως κάτι,
Κάτι καινούργιο έρχεται, καλό για την Πατρίδα.
Τ’ αλέτρι μοιάζει πιο λαφρύ στο χέρι του αγρότη.
Ο Τούρκος κι ο Κοτζαμπάσης μες στού ραγιά τα μάτια
Μικρή και πιό αδύναμη φτιάχνουνε τώρα εικόνα.
Γρύλλοι διπλο’ρωτεύονται μες στα φυλλωματάκια.
Ανθούς πετάν κάτι κλαδιά για χρόνια ξεραμένα.
Τα δέντρα δε θροϊζουνε μα λες πως τραγουδάνε
Κι οι πέτρες κακοδέχονται το τουρκικό το πόδι.
Και μες στη γης, βαθιά βαθιά, κάτου στον Κάτου Κόσμο
Κάτι νεκροί αναδεύονται και αλαφροξυπνούνε
Κι αποθαμάζουν: Τάχα τί τη νάρκη τους ταράζει;
Τί να ’γινε απάνου κει, μεγάλο και καινούργιο
Κι η μάνα γη στις φλέβες της το πήρε και το φέρνει
Μέχρις αυτούς που κείτονταν αιώνες πεθαμένοι
Κι αποξυπνούν και γνιάζονται και νιώθουν λίγο λίγο
Και χαίρονται, και τραγουδούν, λες και σαρκώνουν πάλι;
Κι ανήμποροι να έβγουνε πάλι στον πάνου Κόσμο
Ανοίγουνε μάτια κι αυτιά και νέα περιμένουν.
Βρισκόμαστε στην Οδησσό, οχτακόσα δεκαπέντε.
Ξάνθος Τσακάλωφ και Σκουφάς φτιάχνουν την Εταιρεία
Κι αρχίζουνε να κατηχούν Ρωσσία, Ευρώπη, Ελλάδα.
Το μυστικό ταξίδευε κι έμπαινε μες σε σπίτια
Και σε παλάτια έμπαινε και μέσα σε καλύβες.
Και μυούντανε Στρατιωτικοί, και Ναυτικοί κι Εμπόροι,
Δασκάλοι, Νομικοί, Γιατροί, Γραμματικοί και Λόγιοι,
Φαρμακοποιοί, Δικαστικοί, Πολιτικοί, Προξένοι.
Κι έφτασε και στα Γιάννενα. Κι όλοι οι οπλαρχηγοί μας,
Κι από τους πρώτους μες σ’ αυτούς πρώτος ο Καραϊσκάκης,
Εκοινωνήσανε τ’ αγνό κρασί του Εικοσιένα.
Αλλά, ένας Ζακυθηνός, ο Διόγος, πήγε κι είπε
Λέξη προς λέξη στον πασά ό,τι είχε μάθει ως τότε
Για το μεγάλο μυστικό.Του πρόδωσε ακόμα
Κι αυτά της αναγνώρισης τα Φιλικά σημάδια.
Και λέει ο Ιωάννης Φιλήμονας στο "Δοκίμιον περί της Φιλικής Εταιρίας", σελ. 321:
"...ήτον όσον παράδοξον, τόσον φρικώδες φαινόμενον ο τρόπος του τυράννου τούτου χειρονομούντος τα σημεία της Εταιρίας".
Ως για το Διόγο έλαβε ό,τι εδικαιούνταν.
Μια μέρα βρέθηκε νεκρός με μαχαιριές γεμάτος,
Χωρίς ποιος τόνε σκότωσε ποτέ κανείς να μάθει.
Ποιος άλλος: Η Επανάσταση, που κιόλας είχε αρχίσει,
Τη δόξα στους αληθινά γενναίους να χαρίζει,
Και στους προδότες θάνατο, ή σαν αυτόν του Διογου,
Ή σαν εκείνον που αυτή, αηδιασμένη όντας,
Στην Ιστορία το έργο αυτό άφησε να στεριώσει.
Καπεταναίοι Ρούμελης και Δυτικής Ελλάδας
Λαβαίνουνε μηνύματα να πάνε στη Λευκάδα.
Στου Γεναριού το μέσασμα του ιερού Κοσιένα
Βρίσκονται εκεί ο Πανουργιάς με τον Καραϊσκάκη,
Ο Βαρνακιώτης, ο Μακρής, Κατσικογιάννης, Κίτσος
Αντρούτσος, Τσόγκας, Στουρναράς, Τομπάζης απ’ την Υδρα.
Ο Καραϊσκάκης πριν ερθεί πήρε τη φαμελιά του
Και στο νησάκι Κάλαμο την άφησε για ασφάλεια.
Και όλοι μαζευτήκανε στο σπίτι του Ζαμπέλιου,
Του Λευκαδίτη ποιητή κι ένθερμου πατριώτη.
Και στάχτη για να ρίξουνε στα μάτια των Εγγλέζων
Με ορθάνοιχτα παράθυρα και πόρτες του σπιτιού του
Τρώνε και πίνουν, τραγουδούν, χορεύουνε, γελάνε.
Μετά κλειδαμπαρώνονται κι αρχίζουν την κουβέντα.
Μιλάνε γιά Επανάσταση, για Λευτεριά μιλάνε,
Τις όποιες έχει ο καθείς ειδήσεις διασταυρώνουν
Κι αποφασίζουν για να μην ανέτοιμοι βρεθούνε
Η ώρα όταν την Άνοιξη θα έρθει η μεγάλη
Να δούνε από τώρα τί, τότε καθείς θα κάνει.
Και παίρνουν την απόφαση να μείνουν στη Λευκάδα
Ισα με τις παραμονές της έναρξης του Αγώνα.
Τότε θα φύγει ο Πανουργιάς μαζί με τον Αντρούτσο
Και για την Ανατολική θα πάνε την Ελλάδα
Να τη σηκώσουν στ’ άρματα, ενώ οι άλλοι όλοι
Το ίδιο για τη Δυτική θα κάνουν την Ελλάδα.
Όταν κανείς θα γαντζωθεί στού πλούτου τίς αρπάγες
Πια και να θέλει δεν μπορεί να λυτρωθεί από κείνες.
Ο,που ο πλούτος τον τραβά εκεί κι αυτός πηγαίνει.
Ξεχνάει φίλους, συγγενείς, ξεχνάει και Πατρίδα
Κι ο μόνος είναι του σκοπός πώς κι άλλο να πλουτίσει.
Αδύναμος ο άνθρωπος βλέπεις, κι ο πλούτος δίνει
Δύναμη σ’ όποιον τον κρατεί. Και όλα του ο πλούσιος
Τα πάθη, με τον πλούτο του μπορεί να τα χορτάσει.
Γιατί αυτή ορίστηκε η μοίρα του ανθρώπου:
Οι πέτρες και τα μέταλλα και τα έγχρωμα χαρτάκια
Να κυβερνάνε τη ζωή και την υπόληψή του.
Όλα σκοτάδι κι άρνηση. Όλα «όχι» και «κατάρα»
Στις σχέσεις τις ανθρωπινές παράς αν δεν υπάρχει.
Μα κοίτα όλα πώς όμορφα γίνονται και ωραία
Οταν αστράψει ο χρυσός κι όταν φανεί τ’ ασήμι.
Και ποιος θα είναι τον παρά στα χέρια του που θα ’χει
Που άλλους θ’ αφήσει θέλοντας να ’ρθούν να του τον πάρουν;
Θα πολεμήσει άγρια με νύχια και με δόντια.
Στού πλούτου του τη δούλεψη θα βάλει το μυαλό του
Για να του πει πώς να φερθεί τον πλούτο του να σώσει.
Ανθρώπους με το χρήμα του το ίδιο θ’ αγοράσει
Και θα τους κάνει όργανα τυφλά της βούλησης του.
Κι ό,τι το δρόμο του εμποδά με βιά θα καταστρέψει.
Θα κατακλέψει αδύναμους, θα κρεουργήσει αθώους,
θα ψεμματίσει, θα κλαυτεί, το διχασμό θα σπείρει,
Και δε θα λείψει ατιμιά, βρωμιά και προδοσία
Που να μην κάνει ο πλούσιος, πλούσιος για να μείνει.
Ετσι κι οι Κοτζαμπάσηδες, κι οι Προεστοί, κι οι Αρχόντοι,
Για να μπορέσουν τον παρά που ’χανε να κρατήσουν.
Κι αυτός ο λόγος ήτανε που αντίθετοι σταθήκαν
Στο Σηκωμό, που χτύπησε όχι τον Τούρκο μόνο
Μα και τους Κοτζαμπάσηδες που ήταν μαζί του ένα.
Και όλοι τους λυσσάξαν πώς, με μπαμπεσιά και δόλο
Να σταματήσουν το "κακό"-να πάψουν τον Αγώνα.
Να μην αλλάξει τίποτα στο σύστημα του Κόσμου.
Καλά ήταν οι τσέπες τους γεμάτες με χρυσάφι.
Καλά οι τούρκοι έκαναν και δούλους μας κρατούσαν.
Ετσι ήτανε από θεού δοσμένο: οι ραγιάδες
Καλά ’καναν κι υπόφεραν, καλά ’ταν κι ας πεινούσαν.
Καλά ’ταν που ο βούρδουλας τους μάτωνε των τούρκων
Αφού παράδες γέμιζε την τσέπη τη δική τους.
Και τώρα κάτι άθεοι θέλανε να χαλάσουν
Την τάξη που βασίλευε για αιώνες στην Ελλάδα.
Ζηλέψανε τα νιόφαντα τα χούγια της Γαλλίας
Και ζήταγαν ισότητα και λευτεριά οι άθλιοι.
Και πρώτος ο Βελεστινλής. Θράσος που το ’χε αλήθεια
Με το Σουλτάνο-το θεό τον ίδιο!-να τα βάλει!
Και ύστερα οι Φιλικοί.Τί άνθρωποι και τούτοι
Να θέλουν σώνει και καλά το Εθνος να σηκώσουν
Κι ενάντια να το παν σε ποιόν; Στον κραταιό Σουλτάνο!
Και λόγια βάνουν στο λαό και όπλα του μοιράζουν.
Μα αν ο λαός στα χέρια του πάρει την εξουσία
Πάμε πια εμείς. Χαθήκαμε. Πάει και ο παράς μας.
Εμείς τι να την κάνουμε τη λευτεριά του Γένους
Αφού όλη μας τη δύναμη θα μας αποστερήσει;
Ο Πουκεβίλ,στο βιβλίο του που βγήκε στο Παρίσι το 1805 με τον τίτλο "Ταξίδι στο Μοριά, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλβανία και σε πολλά άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας", γράφει:
"Οι Ελληνες έχουν τους πιό μεγάλους εχθρούς ανάμεσά τους. Είναι οι Κοτζαμπάσηδές τους, που κυλιούνται μπροστά στα πόδια των Τούρκων και βασανίζουν σκληρά εκείνους που θάπρεπε ν’ αγαπάνε και να παρηγορούν. Με την αναίδεια τους, με την αλαζονεία τους και τη χαμέρπειά τους, που κύρια τους χαρακτηρίζει, βάλανε όρια ανάμεσα σ’ αυτούς και στο Ελληνικό Εθνος. Το διεφθαρμένο γένος τους έχει όλα τα ελαττώματα των δούλων και ικανοποιείται από τις ταπεινώσεις των Τούρκων με τα μονοπώλια, τις συμφεροντολογικές καταδόσεις και τις σιχαμερές καταληστεύσεις. Στην εκκλησία παίρνουν θέση κοντά στο ιερό, κάνοντας επίδειξη της φαρισαϊκής υπεροψίας τους, εξαγοράζοντας την πρωτοκαθεδρία τους αυτή με τίμημα την ευτυχία των συμπατριωτών τους".
Ομως το δέντρο είχε γερές ρίζες στο χώμα δέσει
Και πλέον δε γινότανε για να το ξεριζώσουν.
Και φοβερός πια χείμαρρος εβούΐζε μπροστά τους
Της φτώχειας το ξεχείλισμα, και κρατημό δεν είχε.
Ήταν τρανή η απόφαση και δεν πισωδρομούσε.
"Το πράγμα τέλος πάντων κατήντησεν εις τόσον βαθμόν ενθουσιασμού... ώστε και μυρίας γλώσσας Δημοσθενικάς αν είχε τις...", γράφει ο Περραιβός, "δια να καθησυχάσει την ορμή των Ελλήνων, ου μόνον εκοπίαζεν ματαίως, αλλ’ εκινδύνευεν ακόμα και η ζωή του, επειδή τον ενόμιζαν τουρκολάτρην και μάλιστα πολύ περισσότερον υπέκειντο εις τον κίνδυνον οι Αρχιερείς και οι Προύχοντες, ως συνεχή σχέσιν έχοντες μετά των Τούρκων".
ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ , ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΔΕΣ
ΚΑΙ Π.Π.ΓΕΡΜΑΝΟΣ
Ας δούμε τί ετράβηξε ο Δικαίος Παπαφλέσσας
Από τους Κοτζαμπάσηδες, σαν ήρθε στην Ελλάδα
Σταλμένος απ’ τούς Φιλικούς για να την ξεσηκώσει.
Μα ό,τι κι αν του κάνανε δεν ίδρωνε τ’ αυτί του.
Αυτός εκείνο που ’θελε το πέτυχε ως πέρα
Γιατί ο λόγος του δαυλί, και φλόγες εγεννούσε
όπου και Κοτζαμπάσηδες εκάψανε και τούρκους.
Πρώτοι του ήτανε σταθμοί στις Σπέτσες και στην Υδρα.
Οταν τους λέει να ’τοιμαστούν γιατί έφτασε η ώρα
Του λέγαν ότι χάζεψε και λέει παλαβομάρες.
Κι όταν αυτός στη γνώμη του με πάθος επιμένει
"Τότε", του λεν, "δεχόμαστε κι εμείς να σηκωθούμε
Οταν θα έχει χαλαστεί η τούρκικη αρμάδα".
Πάλι καλά δε ζήτησαν προτού να σηκωθούνε
Να ’ναι η Κωσταντινούπολη Ελληνική. Ας είναι.
Μετά από κεί ο "τρελόπαπας", όπως τόνε φωνάζαν,
’Τοιμάζεται για το Μωρηά. Οταν αυτό το μάθαν
Οι Μωραΐτες Προεστοί, κόπηκε η χολή τους.
Γιατί πολλά είχαν ακουστεί γι αυτόν τον Παπαφλέσσα.
Πως είχε πάρει τ’ άρματα στο χέρι του ο ίδιος
Και χτύπαγε ό,που έβρισκε τους τούρκους. Και ακόμα
Οτι με της Μονεμβασιάς τα ’βαλε το Δεσπότη.
"Αν ειν’ αυτός χαθήκαμε" λέγανε μεταξύ τους.
Βάζουν λοιπόν ανθρώπους τους στα μέρη τα παράλια.
Μα το μυρίστηκε ο παπάς και πάει και ξεμπαρκάρει
Μέσα στ’ Ανάπλι όπου τουρκοί μονάχα εκατοικούσαν.
Μασκαρεμένος μια σε μπέη και μία σε ζητιάνο
Ξεφεύγει τις κακοτοπιές και πάει για το Αργος
Και το Νικήτα Φλέσσα εκεί βρίσκει, τον αδερφό του
Που Κλεφτοκαπετάνευε σε κείνα εκεί τα μέρη.
Μαθαίνει πως οι Προεστοί θέλουν με κάθε τρόπο
Να τον μποδίσουν στο σκοπό που ’χε να ξετελειώσει.
Εφτά μαζί του παίρνοντας τότε αρματωμένους
Τραβάει και πάει στην Κόρινθο, και από κει μηνάει
Στ’ αρχοντιλίκια του Μορηά να πα’ να τόνε βρούνε
Γιατί τους φέρνει μήνυμα του ίδιου του Υψηλάντη.
Εκείνοι δεν πηγαίνουνε, και του μηνάν εκείνος
Να πάει και να τους εβρεί στο Αίγιο-στη Βοστίτσα.
Πάει με τα παλληκάρια του ο Φλέσσας και τους δείχνει
Τα πληρεξούσια γράμματα που ’χε απ’ τον Υψηλάντη
Και που οριζόταν στο Μωρηά "άλλο του εγώ" με κείνα.
Και τους διαβάζει διαταγές γραφτές του Υψηλάντη
Να του τοιμάσουν στράτευμα χιλιάδες εικοσπέντε.
Τ’ ακούει ο Παλαιών Γιατρών και οι Κοτζαμπασήδες
Κι ολόρθες τους σηκώνονται της κεφαλής οι τρίχες.
Λύνεται η συμμάζωξη κι οι Προεστοί το βράδυ
Μαζεύονται και συμφωνούν να πουν στο Φλέσσα "όχι".
Την άλλη μέρα μάζωξη καινούργια. Ο Δεσπότης
Παλαιών Πατρών ο Γερμανός, βάζει στον Παπαφλέσσα
Εντεκα ερωτήματα που ικανό καθένα
Ητανε να τορπιλιστεί κι η σκέψη του Αγώνα.
Ας πούμε: "τί θα κάνουμε αν Αγγλία και Αυστρία
Πόλεμο μας κηρύξουνε;" ή: "Έχει συμφωνήσει
Ολόκληρο πάνω σ’ αυτό, το Εθνος;" Λες πως κιόλας
Γίναμε κράτος κι η Αγγλία πόλεμο μας κηρύττει
Η λες πως όλοι οι έλληνες όλου έπρεπε του Κόσμου
Να έχουν κάνει δήλωση πως συμφωνούν με τούτα.
Αλλά ο Παλαιών Πατρών κι άλλη είχε μια αιτία
Που πήγαινε αντίθετα στο Φλέσσα. Είχε τη ζήλεια.
Και ποιος να τ’ άκουγε: αυτός, ένας κοτζάμ Δεσπότης
Προστάγματα να δέχεται από αρχιμανδρίτη-
Γιατί ετούτο τον βαθμό είχε ο Παπαφλέσσας.
Ακουσε τα ρωτήματα ο Φλέσσας και σε όλα
Απάντησε με ψέμματα-τί άλλο να ’χε κάνει-
Και σ’ όλα καθησύχασε τον πονηρό Δεσπότη.
Μετά μίλησε ο άρχοντας Αντρέας ο Ζαΐμης.
Είπε πως όλα όσα άκουσαν από τον Παπαφλέσσα
Ηταν «μπερμπάντικα σχεδόν, άστατα, απελπισμένα,
Στασιαστικά κι ιδιοτελή", και πως νωρίς ακόμα
Είναι για τετια πράγματα (Τί καρτερούσε τάχα;
Ποια ώρα πιο κατάλληλη θα έβρισκε από κείνην;)
Κι όλοι μαζί του συμφωνούν. Μα τον πιο κρύφιο φόβο
Που ένιωθαν οι Προύχοντες, ο Σώτος Χαραλάμπης
Μιλώντας τον φανέρωσε ύστερα απ’ τον Ζαΐμη.
"Εγώ πιστεύω" είπε αυτός "όσα μας είπε ο Φλέσσας
Κι ακόμα περισσότερα. Μα σα χαθούν οι τούρκοι
Τότε με μας τί γίνεται; Πού θα παραδοθούμε;
Ποιόν θα ’χουμε ανώτερο; Αφού πάρει τα όπλα,
Κανένα πλέον ο ραγιάς δε θα μας έχει φόβο
Και ούτε θα μας σέβεται κι ούτε θα μας ακούει.
Θα πέσουμε στα χέρια αυτών που ούτε το πηρούνι
Δεν ξέρουν να κρατήσουνε. Καλλιώρα σαν και τούτον"
Και δείχνει με το χέρι του τον Φλέσσα το Νικήτα.
Κι αποφασίζουν όλοι τους σε μοναστήρι μέσα
Να κλείσουν τον "τρελόπαπα" για να σιγουρευτούνε.
"Ο,τι κι αν λέτε δεν τ’ ακώ!" τους λέει ο Παπαφλέσσας.
Θα γίνει η Επανάσταση είτε το θέτε ειτ’ όχι.
Εγώ επήρα προσταγή από τον Υψηλάντη
Να ξεσηκώσοο το λαό, και θα τον ξεσηκώσω."
Ρίχνει το βλέμμα ολόγυρα κι ύστερα συνεχίζει:
"Κι όποιον ξαρμάτωτο θα βρουν οι τούρκοι, ας τον κόψουν".
Πάνω πετιέται ο Πατρών κι αρχίζει να τον βρίζει:
" Εισαι ένας εξωλέστατος. Αρπαξ κι απατεώνας."
Τους άφησε να ωρύωνται και φεύγει. Δεν τολμούσαν
Βλέπεις να τον αγγίξουνε, γιατί τόνε φυλάγαν
Οι εφτά που τον παράστεκαν δικοί του, αρματωμένοι.
Και αλωνίζει το Μωρηά. Φώναζει. Εμψυχώνει.
Ενθουσιάζει το λαό και τον καλεί στα όπλα.
Και ο λαός δε γύρευε και δεύτερη κουβέντα.
Αυτός ήταν ο Κλήρος μας, αυτοί κι οι προύχοντες μας-
Ενάντιοι σ’ Επανάσταση, στη Λευτεριά ενάντιοι.
Κι εκτός απ’ τών Φαναριωτών την άτιμη την κλίκα
Και των τουρκών το συρφετό και άλλα τόσα ενάντια,
Είχε κι αυτούς της Καλογριάς ο Γιος ν’ αντιπαλαίψει
Τις τύχες σαν στα χέρια του επήρε της Ελλάδας.
Γιατί κάθε κατόρθωμα και νίκη του σε μάχη
Ήτανε μία μαχαιριά στο ίδιο το κορμί τους.
ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΛΣΤΑΣΗ
Ομως αλλιώς τα πράγματα οι Ελληνες τα βλέπαν
Οι αληθινοί, που υπόφεραν απ’ τό ζυγό των τούρκων.
Να μάθει ότι αρχηγός εμπήκε ο Υψηλάντης
Ο λαός δεν εκρατιότανε. Ο Καρατζάς στην Πάτρα
Παίρνει την πόλη κι έκλεισε τους Τούρκους μες στο κάστρο.
Δυο μέρες ύστερα απ’ αυτό, στις εικοστρείς του Μάρτη
Δικαίος και Γέρος του Μωρηά μπαίνουν στην Καλαμάτα.
Μετά απ’ αυτά και άλλο μην μπορώντας πια να κάνουν
Οι Κοτζαμπάσες του Μωρηά μπήκανε στον Αγώνα.
Ας δούμε τί έγινε κι αλλού: οι Φιλικοί στις Σπέτσες
Με Γιώργη Πάνου αρχηγό, πείθουνε τους αρχόντους
Και ανεβάζουν Λευτεριάς παντιέρα στα καράβια.
Και όταν κάποιο απ’ αυτά για τα Ψαρά τραβάει,
Χωρίς καμμιά οι ψαριανοί αντίρρηση νε φέρουν
Μπαίνουν με τα καράβια τους κι εκείνοι στον Αγώνα.
Στην Υδρα, οι πλούσιοι άρχοντες ούτε ν’ ακούσουν θέλαν
Για Επανάσταση. Γι αυτούς ο Ιμπραήμ Σουλτάνος
Ο "βασιλιάς" τους ήτανε, κι ήταν πιστοί σε κείνον
Και στα προνόμια που αυτός τους είχε χαρισμένα.
Οι Πρόκριτοι απ’ τό Μωρηά τους γράφουν και τους λένε:
"Μ’ όλο που δεν το θέλαμε, το Κίνημα εγίνει,
Κι ας ήτανε παράκαιρο. Κι όταν οι τούρκοι σφάζουν
Δε θα κοιτάξουνε να δουν ποιός τα ’θελε-ποιός όχι.
Γι αυτό κι εσείς πράξτε σωστά: στα όπλα σηκωθήτε".
Αλλ’ αν δεν εβρισκότανε ο Αντώνης Οικονόμου
Μαζί με άλλους Φιλικούς για να τους αναγκάσει,
Θα ήταν αξεσκλάβωτη μέχρι τα τώρα η Ύδρα.
Γιατί σαν είδαν οι άρχοντες πως ο λαός ’σηκώθη
Θέλανε να το σκάσουνε μαζί με τα λεφτά τους.
Μα Οικονόμου και λαός με τ’ άρματα στα χέρια,
Και στο νησί τούς κράτησαν, και τα λεφτά τούς πήραν.
Πόσοι φερθήκαν ηρωικά στα χρόνια του Αγώνα!
Αμέτρητοι. Πόσες πολλές πράξεις αυτοθυσίας
Θα είχαμε να μετρήσουμε αν ξέραμε-αν μπορούσε
Ο τρόπος να βρισκότανε να γράφει η ιστορία
Οχι μονάχα ονόματα μαχών και Καπετάνιων
Αλλά του κάθε αγωνιστή τις ηρωικές τις πράξεις…
Μα δε μπορεί άλλο κι αυτή. Μικρό της το βιβλίο
Ισο με το στενόχωρο κεφάλι του ανθρώπου.
Και συγκρατεί ονόματα των αρχηγών μονάχα.
Μα κι από κείνων τις πολλές αξιόλογες τις πράξεις
Λίγες μας δίνει η χάρη Της. Τις άλλες τις ξεχνάει.
Οσο για μένανε εδωδά που ’πιασα και σε στίχους
Ταιριάζω τα όσα είναι γνωστά για τον Καραϊσκάκη,
Οταν για κάποιο πρόσωπο έξω απ’ αυτόν μιλάω
Τον προσπερνώ χαράζοντας μονάχα τ’ όνομά του.
Ομως γνωρίζω άριστα πως καθενός η Δόξα
Από τους τόσους Ελληνες του μέγα Εικοσιένα
Για να ειπωθεί θα έπαιρνε βιβλία και βιβλία.
Ετσι και τώρα φτάνοντας στης Σάμου τα μαντάτα
Για το Λυκούργο θα ειπώ μόνο το Λογοθέτη,
ότι αυτός ξεσήκωσε τους προύχοντες της Σάμου,
Ενώ αυτοί ζητούσανε βοήθεια από τους τούρκους
Ωστε την Επανάσταση να πνίξουν του νησιού τους.
Τα ίδια και στη Στερεά, με αρχηγό τον ίδιο
Τον ελεεινό Τσολάκογλου, αφέντη των Αγράφων:
Οταν επέρναγε ο Χουρσίτ από τη Θεσσαλία
Πηγαίνοντας στα Γιάννενα, τρέχει και του προφτάνει
Πως ο Καβοστεργιόπουλος και άλλοι τρεις ακόμα
Από την οικογένεια του, ήταν στην Εταιρία.
Και ο Χουρσίτ τους έπιασε, τους κόβει τα κεφάλια.
Αμ στην Αθήνα; Οι προύχοντες παίρνανε χίλιους όρκους
Να δείξουνε ότι πιστοί στους τουρκαλάδες είναι,
Ωσπου ο λαός με αρχηγό Μελέτη Βασιλείου-
Εναν χωριάτη απ’ τά Χασιά, επήρε την Αθήνα
Κι έκλεισε στην Ακρόπολη τους τούρκους που γλιτώσαν.
Η Θεσσαλία κι η Ρούμελη πήραν τον ίδιο δρόμο.
Επρεπε Αντρούτσος, Πανουργιάς κι ο Αθανάσιος Διάκος
Με το μαχαίρι στο λαιμό να πείσουν τους αρχόντους
Να πάψουνε να πολεμάν ενάντια στο λαό μας.
Και μόνο οι Κοτζαμπάσηδες του Ολύμπου καταφέραν
Με τη βοήθεια των τουρκών το Σηκωμό να πνίξουν.
Γίνηκε η Επανάσταση λοιπόν. Οι προεστοί μας,
Αφού δεν καταφέρανε να τηνε σταματήσουν,
Τουλάχιστο να τήνε παν βάλθηκαν όπου θέλαν.
Και να! Στις εικοσιοχτώ του Μάρτη φτιάχνουν κιόλας
Μια Γερουσία Μεσσηνιακή, που τον Μαυρομιχάλη
Ορίσαν, τον Πετρόμπεη, να είναι αρχηγός της.
Δυό μήνες υστερώτερα, Δεσπότες και αρχόντοι,
Επήγανε κι εφτιάξανε μια Επιτροπή του Αγώνα
Οπου Πελοποννησιακή την είπαν Γερουσία.
Και δεν εβάλανε σ’ αυτήν ανθρώπους του πολέμου,
Ή, έστω, ανθρώπους όπου μια ιδέα απ’ όπλα να ’χουν,
Μα ένα.. Δεσπότη βάλανε, και πέντε…Κοτζαμπάσες.
Κολοκοτρώνη άφησαν έξω και Παπαφλέσσα!
Κι ας λέγονταν η Επιτροπή, Επίτροπή του Αγώνα,
Σχέση καμμιά όμως αυτή δεν είχε με αγώνα,
Μιας και απέξω άφησαν εκείνους που οι πρώτοι
Αν όχι οι μόνοι θα ’πρεπε τα μέλη της να είναι.
Όσοι εμπήκαν ούτε αυτοί οι ίδιοι περιμέναν
Πως θα ’κανε η Επιτροπή κάτι καλό μονάχη,
Κι ανάθεσαν το ρόλο αυτό πού αλλού; στη Θεία Πρόνοια,
Ωστε κανείς να μη βρεθεί να τους κατηγορήσει
Πως ο Αγώνας σε καλά δεν είχε πέσει χέρια…
Μα έλα που η Πρόνοια δρα, η Θεία, όχι μόνη
Αλλά για εκτελεστικά έχοντας όργανά Της
Ανθρώπους-κι αν οι άνθρωποι ανίκανοι τυχαίνουν
Και δεν καταλαβαίνουνε το τι Αυτή προστάζει
Τότε κι Αγώνες κι άνθρωποι, και Πρόνοιες και Πατρίδες
Τον άλλο δρόμο παίρνουνε και παν κατά διαόλου.
Και ούτε αρκεστήκανε ν’ αφήσουνε τα μέλη
Μονάχα της Επιτροπής της Θείας Πρόνοιας να ’χουν
Τα δώρα όλα, και μ’ αυτα τους Τούρκους να διαλύσουν,
Αλλά ορίσαν ο λαός τυφλά να υπακούει
Χωρίς αντίρρηση καμμιά στις διαταγές τους όλες.
Κι αυτές οι δυό που φτιάξανε οι αρχόντοι Γερουσίες
Η αρχή αυτή ’ταν των δεινών που έκτοτε η Πατρίδα
Μέχρι και σήμερα τραβά. Κακόμοιρη Ελλάδα.
Αλλ’ ας ιδεί καλλίτερα ο ίδιος ο αναγνώστης
Οι ίδιοι οι Θεοφώτιστοι πώς ακριβώς τα λέγαν
Στην πράξη που υπογράψανε τη μαύρη εκείνη μέρα:
«Τους διορίζομεν δε να παρευρίσκωνται μετά του ενδοξότατου αρχιστρατήγου μας Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, και πάντες οι άνωθεν επέχοντες την γερουσίαν όλου του δήμου των επαρχιών της Πελοποννήσου, προηγουμένου της ενδοξότητός του, να συσκέπτονται, προβλέπωσι και διοικώσι και κατά το μερικόν και κατά το γενικόν απάσας τάς υποθέσεις, διαφοράς, και παν ό,τι συντείνει εις την κοινήν ευταξίαν, αρμονίαν, εξοικονομίαν τε και ευκολίαν του ιερού αγώνος μας καθ όποιον τρόπον η Θεία Πρόνοια τους φωτίσει και γνωρίσωσι ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να εμπορεί τινας να αντιτείνει ή να παρακούσει εις τα νεύματα και διαταγάς των".
Φορές φορές σκέπτομαι πως η Ελλάδα ζει ακόμα
Γιατί απείθαρχος λαός οι Ελληνες μετράνε,
Με αποτέλεσμα να μη στους νόμους υπακούνε
Που φτιάχνουνε ιδιοτελείς, αρχομανείς και πλούσιοι
Αφότου πριν από ’κατόν ’βδομηντατρία χρόνια
Τα μάτια στων Κρατών το φως άνοιξε η Ελλάδα.
ΚΟΜΠΟΤΙ
Κι ήρθε ο καιρός και άφησε ο Αντρούτσος τη Λευκάδα
Οπως στη μάζωζη, εκεί, τα ’χανε συμφωνήσει
Κι ένα μπουλούκι έφτιαξε μικρό. Και μετ’ εκείνο
θέλοντας τους δισταχτικούς να σπρώξει καπετάνιους
Φόρα στον πόλεμο να βγουν, έστησε στην Τατάρνα
Χωσιά σ’ έναν ντερβέναγα που πέρναγε από κείθε
Σέρνοντας αποπίσω του εξήντα νοματαίους.
Ολους τους εξεπάστρεψε, κι από τους σκοτωμένους
Πήρε μονάχα τ’ άρματα και όχι τα κεμέρια,
Μ’ αυτό να δείξει θέλοντας, ότι αυτή του η πράξη
Δεν ήτανε ληστεία καμμιά μα Επανάσταση ήταν.
Κι ο Πανουργίας στα Σάλωνα κλείνει εξακόσους τούρκους
Κι εκείνοι παραδίνονται χωρίς να πολεμήσουν.
Ο Διάκος με το αίμα του γράφει την Αλαμάνα.
Κι ο Αντρούτσος πιάνει της Γραβιάς το χάνι, κι όταν φεύγει,
Δεν είναι χάνι που άφησε πίσω του μα ένας πύργος
Που γλυκαστράφτει Λεφτεριά και που ευωδάει δόξα.
Ο Καραϊσκάκης φεύγοντας από την Άγια Μαύρα
Τη Βόνιτσα εδιάλεξε στ’ άρματα να σηκώσει.
Μα οι Καπεταναίοι της διστάζαν να χτυπήσουν
Γιατί τ’ ασκέρια του Χουρσίτ ήταν πολύ σιμά τους.
Με παλληκάρια λίγα αυτός, τραβάει στα Τζουμέρκα
Και κει χτυπάει την Τουρκιά μ’ όσους λεβέντες είχε.
Στού Ιουνίου τις οχτώ βρίσκεται στο Κομπότι
Τον αρτινό έχοντας μαζί Γιαννάκη Κουτελίδα.
Ο Ισμαήλ Πλιάσας πασάς με όλο του τ’ ασκέρι
Εχει στρατοπεδέψει εκεί, ζητώντας ευκαιρία
Το Μακρυνόρος να διαβεί. Κι αρχίζει το ντουφέκι.
Ενας προς δέκα πολεμάν του Γιώργη τα λιοντάρια.
Και ξεμπροστιάζουν τους εχθρούς. Στο ξάναμμα της μάχης
Ο Καραϊσκάκης με φωνή μεγάλη τους φωνάζει:
"Πού πάτε ωρε; Κιοτέψατε; Φοβάστε το ντουφέκι ;"
"Κι εσύ ποιός είσαι ωρε Γκιαούρ που θα μας πεις κιοτήδες;"
"Είμαι ο Γιος της Καλογριάς κι απ’ την κορφή σας χέζω"
"Μας χέζεις είπες ρε Γκιαούρ;" "Σάς χεζω ρε Μεμέτες"
"Μπάσταρδε θα σε πιάσουμε κι όταν θα μπεις στη σούβλα
Τότε να δούμε τί ωρέ θα κρένει ο πισινός σου…"
"Εμένα θα σουβλίσετε;" "Ναι ωρέ Καραϊσκάκη"
"Να τότε ωρέ Μεμέτηδες τί κρένει ο πισινός μου!"
Και σ’ ένα βράχο πήδηξε, σ’κώνει τη φουστανέλλα
Γυμνό δείχνει τον κόλο του στους τούρκους και τους λέει:
"Να ωρέ Τούρκοι!" Μα εκεί που στέκονταν σκυμμένος
Ενα μολύβι του τρυπάει το δεξιό του μπούτι
Και βγαίνει από τη φύση του. Και η πληγή αφορμίζει.
Κι ο Καραϊσκάκης άμπορος όντας να πολεμήσει
Ώσπου να γιάνει ετράβηξε για την Ακαρνανία,
Στο ήσυχο κι απόμερο λιμάνι της Κατούνας.
Δεν ήτανε οι πόλεμοι σα σήμερα. Ετότες
Σώμα με σώμα έρχονταν οι εχθροί μέσα στη μάχη.
Κι ενίκα ο δυνατότερος κι ο πιο αντρειωμένος.
Κι ως αντιμέτωποι οι εχθροί ερχόντανε στις μάχες
Και καθώς ήτανε κοντά ο ένας με τον άλλο
Κουβέντες ανταλλάζανε και βρίζαν κι απειλούσαν.
Κι όποιος στον ψυχολογικό πόλεμο αυτόν νικούσε
Αυτός συνήθως κέρδιζε κι εκείνον με τα όπλα.
ΑΡΤΑ
Τη μέρα που γινότανε η μάχη στο Κομπότι
Την ίδια μέρα έφτανε στην Υδρα ο Υψηλάντης.
Φιλάει τους Αναγνωσταρά, Δικαίο, Κολοκοτρώνη,
Και χαιρετάει ανόρεχτα, ψυχρά, τους Κοτζαμπάσες
Γιατ’ είχε μάθει πριν να ’ρθεί το άτιμο φέρσιμό τους.
Μετά πάει στη Βρέστενα, όπου είναι συναγμένοι
Οι προύχοντες. Μα δε φελάν ν’ ακούσουν τί τους λέει
Και να του παραδώσουνε την εξουσία αρνούνται.
Θυμώνει εκείνος κι έφυγε να πάει στην Καλαμάτα.
Σηκώνονται οι Αγωνιστές στους Προεστούς ενάντια
Κι από μαχαίρι δίκοπο θα τους περνούσαν όλους
Αν δεν τους εμαλάκωνε ο μωραΐτης Γέρος.
Είχε η ασταμάτητη κι εδώ αρχίσει πάλη
Των πλούσιων με τους φτωχούς, λαού με τους αρχόντους-
Τού Υψηλάντη από τη μια με το λαό μαζί του
Κι από την άλλη των Προεστών και των Κοτζαμπασήδων.
Αλλά των πλούσιων σύμμαχοι και των φτωχών δυνάστες
Διάλεξαν κείνο τον καιρό να ’ρθουν κι οι Φαναριώτες.
Διαβόλοι όλοι τους, αλλά, ο πιό διαβολεμένος
Ηταν ο "εντιμότατος", "πρίγκηψ" Μαυροκορδάτος.
Υστερα Κατακουζηνός, και Καρατζάς και Νέγρης.
Πρώτοι αυτοί εφτάσανε. Μαγιά καλή ήταν όμως
Κι ο τόπος γέμισε απ ’αυτούς περνώντας λίγος χρόνος.
Και λεν την Επανάσταση "κακό" κι "ενόχους" κείνους
Που πρώτοι ξεκινήσανε της Λευτεριάς αγώνα.
Και λένε πως οι Φιλικοί σύστημα είχαν την "πλάνη",
Τα "ψέμματα", τις "διαβολές" και τις "δολοφονίες".
Και λέει ο αρχηγέτης τους "πρίγκιψ" Μαυροκορδάτος
Πως το καλό του όνομα χαλιέται στην Ευρώπη
Τη γνώμη αν σχηματίσουνε ότι κι αυτός ειν’ ένας
Απ’ τούς απαίσιους Φιλικούς, αυτούς τους "απατεώνες".
Απ’ τά λεγόμενά του αυτά μόνο, καθένας βλέπει
Πόσο μισούσε όλους αυτούς που –άκου- οι αλιτήριοι:
Οπλίστηκαν και στρέψανε τα όπλα τους στους τούρκους…
Και όλα αυτά πρέπει στο νου να τα ’χει ο αναγνώστης
Γιατί τα λίγα έστω αυτά που εδώ σήμερα γράφω
Δίνουνε την εξήγηση σ’ όλες τις ατιμίες
Και τις βρωμιές που έκανε κι αυτός και οι δικοί του
Πασκίζοντας να θάψουνε και Σηκωμό κι Ελλάδα.
Απ’ τή γερή κι ανέλπιστη βοήθεια που τους ήρθε
Σηκώσαν το κεφάλι τους και πάλι οι Κοτζαμπάσες
Και Αύγουστο στις τέσσερες του χρόνου Εικοσιένα
Σκοτώνουνε τον Καρατζά, τον ήρωα της Πάτρας
Που είχε στην Ακρόπολη τους τούρκους στριμωγμένους.
Και το Δεκέμβρη της χρονιάς δολοφονούν της ίδιας
Τον Οικονόμου, τη φωνή την τίμια της Υδρας.
Αυτοί χτυπούσαν τους σεμνούς αγωνιστές, κι ο Γέρος
Επαιρνε την Τροπολιτσά στις εικοστρείς Σεπτέβρη.
Μετά από τούτο ξεκινά για να ’μπει και στην Πάτρα.
Το μάθανε του Καρατζά οι απαίσιοι δολοφόνοι
Και σκέφτονται πως ο λαός πάλι στα πάνω θα ’ναι
Αν μπει ο Γέρος του Μοριά κυρίαρχος στην πόλη.
Στέλνουν λοιπόν ανθρώπους τους για να τον ξεπαστρέψουν.
Το ’μαθε ο Γέρος του Μοριά, γυρίζει πάλι πίσω.
(Για το περιστατικό αντιγράφω και παρεμβάλλω τους στίχους ενός άγνωστου ποιητή. Μιλάει για έναν αληθινό διάλογο του Κολοκοτρώνη με τον πρώην Λαρίσης, που τον συνάντησε όταν, αφού έλυσε την πολιορκία της Πάτρας ξαναγύριζε στην Τριπολιτσά
ΟΙ ΜΩΡΑΪΤΙΚΕΣ ΟΙ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΕΣ
Αν το εικοσιδυό ο Κολοκοτρώνης
συνέχιζε το κλείσιμο της Πάτρας
θα τον σκοτώνανε οι κοτζαμπασαίοι.
Γι αυτό και λύνει την πολιορκία
και για Τριπολιτσά στο δρόμο μπαίνει.
Στο δρόμο ανταμώνει έναν δεσπότη-
τον πρώην Λαρίσης- που τόνε μαλώνει
γιατί άφησε την Πάτρα κι είχε φύγει.
«’Πο πούθεν είσαι δέσποτα;" ο Γέρος.
"Από τη Δημητσάνα είμαι. Όμως
σ’ Ανατολής μεγάλωσα τα μέρη.»
"Γνωρίζεις δέσποτα κάτι πουλάκια-
τις πέρδικες τις γλυκοκελαδούσες;»
"Ναι. Κι έχουν μάλιστα φαΐ ωραίο.»
"Η Ανατολή έχει πουλάκια τέτοια;"
"Εχει. Μα σαν τις πέρδικες ετούτες
τις μωραΐτικες, δεν τραγουδάνε."
"Ξέρεις γιατί; Γιατί αυτές δεν πίνουν
νερό μωραΐτικο σαν τις δικές μας.
Λοιπόν ας κάτσει και η αφεντιά σου
μωραΐτικο να πιεί νερό-και τότε
αλλιώτικα να κελαδείς θα μάθεις.
Και τώρα δέσποτά μου την ευχή σου.
Σαν ανταμώσουμε ξανά, τα λέμε.»)
Κι όταν με το Δημήτριο μαζί τον Υψηλάντη
Στρατεύανε στην Κόρινθο, ο πρώτος Φαναριώτης
Τη βρωμερή Συνέλευση στήνει της Επιδαύρου.
Και από τότε άλλονε σκοπό στο νου του βάζει:
Πώς η Ελλάδα θα βρεθεί στα νύχια της Αγγλίας.
Αλλά ας γυρίσουμε στο Γιο της Καλογριάς και πάλι.
Οταν γιατρεύτη ο κόλος του απ’ τό τούρκικο το βόλι
Πάλι στο Πέτα βρίσκεται, και πάλι στο Κομπότι.
Και από κει ετράβηξε μαζί με Μακρυγιάννη
Για το Νιχώρι που ήτανε σε κίνδυνο απ’ τους τούρκους,
Κι όλους τους έδιωξε από κει κι ο τόπος λευτερώθη.
Και παίρνουνε απόφαση όλοι οι Καπεταναίοι
Την Αρτα να χτυπήσουνε. Τρακόσοι νοματαίοι
Με κεφαλές το Μπότσαρη και τον Καραϊσκάκη
Ορίζονται να ορμήσουνε να πάρουν το Μπουχούτσι,
Ενώ τους Αγιαπόστολους ο Νάσης Φωτομάρας.
Ως στ’ "Απομνημονεύματα» μας λέει ο Μακρυγιάννης
«Εκείνοι οι τρακόσιοι δεν ήσαντε ανθρώποι
αλλά λιοντάρια στην καρδιά και αητοί στα πόδια».
Και τα λιοντάρια κι οι αητοί εμπήκανε στην Άρτα.
Αλλά δε στέριωσαν εκεί αφού οι Αρβανίτες
Που των Ελλήνων σύμμαχοι λογιόνταν μέχρι τότε
Αλλάξανε στρατόπεδο και μυστικά ζητούσαν
Να επιτεθούν στους Ελληνες, σύμμαχοι πια των τούρκων.
Και θα τους πετσοκόβανε, και θα τα κατάφερναν,
Ο Γιώργης αν δε μάθαινε τα μυστικά τους σχέδια
Και είδηση δεν έδινε στους άλλους Καπετάνιους.
Κι αφήσανε τις θέσεις τους που είχαν πάρει μ’ αίμα
Κι απ’ τή φωλιά εβγήκανε; χωρίς φθορά, των λύκων.
Οπως το σπίτι αργά αργά χτίζεται πέτρα πέτρα
Ετσι κι η Δόξα χτίζεται αντρεία την αντρεία
Και λογική τη λογική κι αγώνα τον αγώνα.
Πέτρα την πέτρα έχτιζε και ο Καραϊσκάκης
Το χτίσμα που θα δόξαζε σε λίγο τ’ όνομά του.
Και οι λεβέντες τα ’βλεπαν και τ’ άκουγε ο λαός μας
Τα όσα κατορθώματα έκανε κάθε τόσο
Και η αντρειά του δείχνονταν και η παλληκαριά του
Κι η φήμη του μεγάλωνε κι άρχιζε να ριζώνει.
Μ’ ακόμα ήτανε μικρός. Αλλων Καπεταναίων
Αξιων κι αυτών, τα ονόματα μεσουρανούσαν τότε.
Αλλά ο Γιώργης τη δικιά του έγραφε Ιστορία.
Κι ας έγραφε μαζι μ’ αυτήν κι εκείνη της Πατρίδας
Ούτε κι εκείνος το ’ξερε ακόμα, ούτε οι άλλοι.
Κι είχε όλα τα χαρίσματα για να γινόταν πρώτος.
Την τόλμη και τη λογική πάντα τους ταιριασμένες.
Εδινε το παράδειγμα πρώτος εμπρός τραβώντας
Και δύναμη όλοι παίρνανε να τον ακολουθάνε.
Για τον καθενα αγωνιστή γνώριζε σε ποιες μάχες
Σε ποιους αγώνες είχε μπει, πού είχε ανδραγαθήσει,
Και στην κατάλληλη στιγμή το χρησιμοποιούσε
ψυχή για να του έδινε αν ήταν δειλιασμένος.
Είχε μεγάλη αντοχή σ’ όλες τις κακουχίες.
Τ’ αστεία του τους έκαναν όλους να διασκεδάζουν.
Μα πάνω απ’ όλα φρόντιζε σαν γνωστικός ηγέτης
Να έχει όσο γινότανε στράτεμα χορτασμένο
Και δεν εδίσταζε γι αυτό να δίνει απ’ τον παρά του.
Κι όπου για το κοινό καλό εθάρειε ότι πρέπει
Δε δίσταζε να υποχωρεί, αυτό όμως μέχρι τ’ όριο
Που έκρινε πως από κει και πέρα θα ’ταν βλάβη.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗΠΑΣΑ
Κι ήρθεν η μέρα κι ο πασάς ο Αλής να θανατίσει.
Γενάρη εικοσιτέσσερες ήταν του Εικοσιδύο
Που το λευκό κεφάλι του ο Κιοσέ Μεχμέτ του πήρε.
Κι αναθυμόταν ο πασάς τη γήινη ζωή του
Καθώς τραβούσε κατά κει που γυρισμό δεν έχει:
«Νιάτα και Πλούτη!Δύναμη! Και τα καλά του Κόσμου!
Και το φεγγάρι να φωτά για μένανε τα βράδια.
Και υπηρέτες άμετροι. Και όλα ετοιμασμένα
Για φαγητό. Για πιόσιμο. Γιά κάπνισμα. Για ύπνο.
Μία ζωή μες στη χλιδή, στον πλούτο και στη δόξα.
Μία ζωή σαν όνειρο. Ζωή παραμυθένια.
Λαούς να ’χω στα πόδια μου. Οι άρχοντες να τρέχουν
Και να συναγωνίζονται για να μ’ ευχαριστήσουν.
...Και τώρα όλα αθόρυβα να σβήνουνε αρχίσαν.
Και τώρα τον αγύριστο το δρόμο έχω πάρει.
Κι όσα θαμπά τα μάτια μου αχνοβλέπουνε ακόμα
Σε λίγο δεν θα το μπορούν ούτε αυτά να δούνε…
Τάχα υπάρχουν; Ζει; Πονά; Θλίβεται αυτός ο κόσμος;
Ο κόσμος. Ώ! Μια φαντασιά. Μιά έγνοια. Μία σκέψη.
Εγνοια και σκέψη... Φαντασιά…Μα ποιου; Αλλά, δική μου.
Εγώ λοιπόν. Εγώ… Εγώ… Μόνον εγώ υπάρχω
Κι όλα στα χέρια μέσα μου γίνονται και στο σώμα.
Και του μυαλού μου ολ’ αυτά ειν’ φαντασιές. Ω! Αδειο!
Πώς ταιριαστά σε γέμιζε με τόσα το μυαλό μου!
Και πώς, κι εκείνο μέσα σου αργοχαλιέται τώρα…
Να κι ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς.Τη σκάλα που ανεβαίνει,
Και στο καφτάνι έτσι καθώς πάνω είμαι ξαπλωμένος
Με την κοιλιά και το ζερβί χέρι μου λαβωμένα,
Θα πλησιάσει και γοργά κι αδείλιαστα θα κόψει
Το κάτασπρο κεφάλι μου με τ’ αργυρό σπαθί του.
Νάτος. Σηκώνει το σπαθί. Χτύπα Κιοσέ Μεχμέτη.
Το ρόλο όπου σου έταξα παίξ’ τον καλά αχρείε.
Ο τελευταίος άνθρωπος του Κόσμου μου θα είσαι-
Του Κόσμου όπου έχτισα για να περάσω εντός του
Οπως εγώ την ήθελα τη γήϊνη ζωή μου.
Τώρα γυρίζω πάλι Εκεί. Χτύπα λοιπόν Μεμέτη
Κι όλο τον Κόσμο χάλασε… πάρε μου το κεφάλι…
Μα όλβιος-τρισόλβιος, α! τρισευτυχισμένος
Εκείνος που του δόθηκε στα χέρια να κρατήσει
Το κύπελλο της ηδονής, κι απ’ τό ακριβό πιοτό του
Χωρίς παμό και τελειωμό, αδιάκοπα να πίνει.
Εκείνος που εχάρηκε μ’ όλες του τις αιστήσεις
Τη θηλυκιά παρηγοριά. Εκείνος που εχάρη
Κόρφους ανθοκρυστάλλινους, μέσες δαχτυλιδένιες,
Κοιλούλες ασπροχιόνιστες. Εκείνος που καθρέφτη
Το γυναικείο το κορμί έκανε και κοιτώντας
Ανάμεσα στα πόδια του είδε το είδωλο του,
Κι έσμιξε εικόνα και γυαλί, κι απ’ την ανεμοζάλη
Ξεπρόβαλε αναμάρτητη κι αμόλυντη η ψυχή του.»
Τρισόλβιος Αλήπασα και τρισευτυχισμένος
Και έζησες και πέθανες, αφού είχες γνωρίσει
Τη Μόνη Αλήθεια-του Κορμιού του Γυναικείου τα δώρα.
Αφού όσα κι αν επόθησες τα ’χεις μυρίσει τ’ άνθη.
Αφού όλα τα χρώματα που ζήλεψε το μάτι
Τα ’δες. Αφού αφουγκράστηκες κάθε γλυκειά φωνούλα
Που ακοή φαντάστηκε-κάθε στεναγματάκι.
Αφού στα χέρια έπιασες, αφού άδραξες καθένα
’Πό τα κορμιά όπου σ’ αυτά σ’ εσπρωχνε η χαρά σου.
Αφού το στόμα σου ένιωσε, και γεύτηκαν τα χείλη
Τον πιο γλυκύτερον καρπό απ’ όλους μες στην Πλάση,
Τον πετροβελουδόμοιαστον, λευκό γυναίκειο κόρφο.
Τί κι αν δυστύχησαν πολλοί την ευτυχία για να ’βρεις;
Τί κι αν λαοί εστέναζαν τη δύναμη για να ’χεις
Να κάνεις πράξη ταιριαστή την κάθε πεθυμιά σου;
Άνθρωπος ένας μοναχά στη γη αν ευτυχήσει
Αξίζει αυτό των άλλωνε όλων τη δυστυχία
Γιατί μας δείχνει έτσι πως, δεν είναι ουτοπία,
Πουλί δεν είναι ψεύτικο κι άπιαστο η ευτυχία-
Και σ’ όλους θάρρος δίνει αυτό, και σ’ όλους δίνει ελπίδα.
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΡΟΥΤΣΟΣ
Πρόεδρο του Βουλευτικού κάναν τον Υψηλάντη
Εκείνοι που τη βρωμερή Συνέλευση εστήσαν
Της Επιδαύρου. Ο άκακος και τίμιος Υψηλάντης
Το δόλο δεν κατάλαβε που αυτή έκρυβε η ψήφος
Και τους Μαυροκορδατικούς δέχτηκε να βοηθήσει.
Μα το οχτακόσα εικοσιδυό Φλεβάρης μήνας ήταν,
Φεύγει απ’ την Κυβέρνηση ο Δημήτριος Υψηλάντης
Γιατί αγανάχτησε μ’ αυτήν και τις παλιαθρωπιές της
Και με παρέα Νικηταρά για Ρούμελη τραβάει
Με το σκοπό να σμίξουνε με Οδυσσέa Αντρούτσο.
Αλλ'οι Μαυροκορδατικοί κάνανε και μιαν άλλη
Συνέλευση, νομίζοντας πως με τις Συνελεύσεις
Οι τούρκοι θα φοβόντουσαν και θα ’φευγαν αμέσως
Κι η λευτεριά θα ’ρχότανε στον τόπο δίχως διόλου
Ανάγκη για στρατεύματα, όπου τους Φαναριώτες
Διόλου δεν τους λογάριαζαν, ή για Καπεταναίους
Που-άκου τι παράξενο!-θέλανε να διοικούνε
Εκείνοι τα στρατεύματα κι όχι ο Μαυροκορδάτος…
Κι ο "πρίγκηψ" δε χρειάστηκε τώρα, ο Μαυροκορδάτος
Να κουραστεί Συνέλευση κάνοντας κι άλλη μία.
Ο Νέγρης, κόλος και βρακί μ’ αυτόν, πάει και στήνει
Το ταχυδακτυλουργικό κουτί, κατά τα μέρη
Της Αμφισσας. Κι αφού έκανε κι αυτός τα μαγικά του
Εναν λαγό παχύ παχύ έβγαλε από μέσα
Και-τι Ελληνας θα ήτανε!-τον είπε Άρειο Πάγο.
Οταν λοιπόν Νικηταράς μαζί με Υψηλάντη
Για του Δυσσέα φύγανε τα Κλέφτικα λημέρια
Του λέει του Νικηταρά ο Αρειος ο Πάγος:
"Μην περπατάς μαζί μ’ αυτόν. Ο κόσμος θα νομίσει
ότι κουμάντο κάνει αυτός κι η φήμη σου χαλάει".
Τους αγνοεί ο Νικηταράς.Τότε αυτοί τί κάνουν:
Καθίζουνε και γράφουνα γράμμα ένα του Αντρούτσου
Λέγοντας πως Νικηταράς μαζί με Υψηλάντη
Πάνε να τον χτυπήσουνε κι εκείνοι ν’ αρχηγέψουν.
Γιατί τα κάναν όλα αυτά; Γιατί με κάθε μέσο
θέλαν να εξοντώσουνε τους Καπετάνιους όλους
και να ’βαζαν στη θέση τους απόλεμους δικούς τους.
Και στα λημέρια φτάσανε οι δύο του Αντρούτσου.
Και πάει εκείνος και τους λέει:"Αν για κακό έχετ’ έρθει
Καλλίτερα να φύγετε γιατί θα σκοτωθούμε.
Μ’ αν πατριώτες είσαστε και την πατρίδα θέτε
Να την ιδούμε λεύτερη, τότε ας γινούμε φίλοι".
Κι είπαν ο ένας τ’ αλλουνού το τι ’πε ο Άρειος Πάγος
Κι Αντρούτσος και Νικηταράς τα γράμματα τους δείξαν
Κι οι τρεις τους αγκαλιάστηκαν κι αδερφοφιληθήκαν.
Ο Νέγρης κι ο Νεόφυτος, Δεσπότης Ταλαντίου
Του Αρείου Πάγου κεφαλές, κι οι δώδεκα οι άλλοι
Που μέλη του εμετράγανε, είχαν σκοπό τους βάλει
Εκτός από άλλα βρωμερά κι ανόσια που κάναν
Από τη μέση να ’βγαζαν τον Οδυσσέα Αντρούτσο.
Σκέπτονται τον Νικηταρά να σπρώξουν να το κάνει.
Του στέλνουν έναν άνθρωπο δικό τους και του λένε
Ορθά κοφτά και ξάστερα να φάει το Δυσσέα,
Και τότε αυτοί στη θέση του θα διόριζαν εκείνον.
(Νικηταρά αξέχαστε,τίμιε πατριώτη,
Που πάντα κράτησες ψηλά τ’ Ανθρώπου τη σημαία!)
Του λέει ο Νικηταράς "Φύγε πριν σε σκοτώσω.
Εδώ η Πατρίδα χάνεται και συ και οι δικοί σου
θέλετε να σκοτώσετε αυτούς που θα τη σώσουν;"
Τότε ο σταλμένος, που ήτανε φαίνεται πατριώτης
Του φανερώνει "Το και το: αυτοί βουλή έχουν βάλει
Για να σας φάνε όλους σας. Κι έχουνε κάνει σχέδια
Τον ένανε τον άλλονε να βάλουν να σκοτώσει
Ως να μη μείνει από σας κανένας ν’ αρχηγεύει.
Και μην ειπείς ότι εγώ σου είπα τί σκοπεύουν,
Γιατί θα με σκοτώσουνε. Μα πες τα στους δικούς σου
Να ξέρουνε τα σχέδια τους και να τους τα χαλάσουν".
Αφού δεν πέτυχε κι αυτό, άλλη προσπάθεια κάνουν.
Μηνάν πως να μιλήσουνε θένε του Οδυσσέα
Και στη γολέττα να τους βρει του καπετάν Βισβίζη.
Και του Βισβίζη παν και λεν: "Οταν ανέβει πάνω
Και πρι’ να ’ρθεί κάτω σε μας, πιάσ’ τον, ξεπάστρεψέ τον".
"Δε θα το κάνω αυτό ποτέ" τους λέει ο Βισβίζης.
"Γιατί;" τόνε ρωτάν αυτοί. "Αφού εμείς στο λέμε
θα πει πως θα ωφεληθεί από τούτο η Πατρίδα".
"Εγώ ίσα ίσα σκέφτομαι με το κουτό μυαλό μου
ότι ανθρώπους σαν κι αυτόν ανάγκη έχει η πατρίδα"
Πάει κι αυτό. Αφού είδανε πως όλα αποτυχαίνουν
Κατηγορούν στα φανερά γι άτολμο το Δυσσέα
Και πως επιβουλεύεται τάχατες την Πατρίδα
Κι ότι ζητά το καθεστώς-χαράσ' το! –ν’ ανατρέψει.
Και λένε στους οπλαρχηγούς να τον αφήσουν μόνο.
Χάνει την ψυχραιμία του ετότες ο Δυσέας
και στις δεκάξη του Απριλιού του χρόνου Εικοσιδύο
Τους επιστρέφει το χαρτί, όπου μ’ αυτό εκείνοι
Τον κάνανε χιλίαρχο. Και βέβαια κανένας
Τον Οδυσσέα δεν άφησε απ’ τούς οπλαρχηγούς μας.
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή τώρα, ότι ορίζουν
Για Καπετάνιο του ασκεριού του Αντρούτσου, τον Παλάσκα.
Και τον Παλάσκα στέλνουνε με τον Αλέξη Νούτσο
Να παραδώσει ο Δυσέας σ’ αυτούς την αρχηγία.
"Κι έτσι και δεν παραδοθεί", τους λένε, "ο Δυσέας
Τότε την άδεια έχετε να τόνε ξεπαστρέψτε".
Σαν έμαθε πως έρχονται τους έγραψε ο Δυσσέας:
"Η Διοίκηση εμέ ποτέ δε μου ’δωκε παράδες
Ή παλληκάρια. Πώς λοιπόν ζητάει να μου τα πάρει;
Αν θέτε να βοηθήσετε να διώξουμε τους τούρκους
Ελάτε κι είστε φίλοι μου. Αλλιώτικα φευγάτε."
Μα πού ν’ ακούσουνε αυτοί τα λόγια του Δυσέα
Οπου μεγάλο πρόσμεναν να πιάσουνε λαυράκι…
Τώρα ο Νούτσος που εχθρός ήταν του "πρίγκηπά" μας
Τον τρόπο ζήταγε να βρει ν’ απαλλαγεί από κείνον.
Κι ενώ κανείς δεν ήξερε τις διαταγές που είχαν
ο "πρίγκηπας" εφρόντισε να μάθει ο Αντρούτσος
Για τί πηγαίναν να τον βρουν οι δυό και τί μαζί τους
Χαρτιά κρατούσαν και αυτά τί μέσα τους έγραφαν.
Σου λέει όποιος απ’ τούς δυό τον άλλονε κι αν φάει
Για μένα θα ’ναι όφελος. Γλιτώνω απ’ τον ένα.
Οι δυο για τη Δρακοσπηλιά λοιπόν κρυφά τραβούσαν
Που το λημέρι βρίσκονταν του γίγαντα Δυσέα
Νομίζοντας πως έλειπε, κι ότι σα βρουν μονάχο
Τ’ ασκέρι του, ενάντια του όλους θα ξεσηκώναν.
Ο Οδυσσέας πίσω τους τους είχε όμως παρμένους
κι όταν σχεδόν εφτάσανε, τούς πιάνει και τους δύο
Και μπρος στ’ ασκέρι οδηγεί και Νούτσο και Παλάσκα.
Εκεί, μπρος σ’ όλους έβαλε και τις γραφές διαβάσαν,
Κι αφού στους δυό τα έψαλε, στ’ ασκέρι του γυρνάει:
"Ακούσατε τί έτρεξε", τους λέει "Εμείς χτυπάμε
Την τυραννία των τουρκών, κι αυτοί από δω γυρεύουν
Στο σβέρκο να μας κάτσουνε σαν τύραννοι καινούργιοι.
Λοιπόν ετούτο σας ρωτώ κι απόκριση προσμένω.
Θα γίνει ό,τι πειτε σείς. Θέτε αυτούς ή εμένα;"
"Εσένα θέλουμε αρχηγέ!" φωνάζουνε, κι ορμάνε
Και χάνουν της κυβέρνησης τους δυό αποσταλμένους.
Μετά το έγκλημα που αυτή η ίδια είχε οργανώσει
Τώρα η Κυβέρνηση λυσσά-κόπτεται για το "δίκιο"
και στο σφυρί την κεφαλή βγάζει του Οδυσσέα.
Θα είχε όποιος τόνε σκότωνε πέντε χιλιάδες γρόσα!
Ο Δράμαλης, λεύτερος πια μιας κι ο Αλής εχάθη
κατέβαινε για το Μωρηά,το Σηκωμό να πνίξει.
Καπεταναίοι τότε πολλοί της Δυτικής Ελλάδας,
Να κατεβαίνουν βλέποντας των τούρκων τα φουσάτα
Κι από την άλλη τσακωμός γερός να ’χει ανάψει
Ανάμεσα Κυβέρνησης κι Αντρούτσου, κι από τούτα
κρίνοντας πως αδύνατο θαταν ν’ αντιταχτούνε,
Κρίναν καλό με τον εχθρό να πέσουν σε καπάκια.
Ανάμεσα τους ήτανε και ο Καραϊσκάκης.
Πήρε τα παλληκάρια του και στ’ Αγραφα ανεβαίνει-
Στ’ αγαπημένα του Άγραφα που πρωτοβγήκε Κλέφτης
Και πολεμούσε την Τουρκιά δίπλα στον Κατσαντώνη.
Και το αγαπημένο του πήρε τ’ Αρματολίκι.
ΚΑΠΑΚΙΑ
Ας ρίξουμε μία μικρή ματιά και στα"καπάκια",
Μονάχα όσο χρειάζεται για να ειπούμε ότι
Δεν ήταν υποδούλωση στον Τούρκο ή προδοσία
Μα ήταν ανάγκη, και πολλές φορές, σύνεσης πράξη.
Ας μην ξεχνάμε πρώτα πως στη διάρκεια του Αγώνα
Είχε και η κυβέρνηση πολλές φορές ζητήσει
Να ’ρθουν σε συνεννόηση Καπεταναίοι με τούρκους
Όταν θαρρούσαν πως αυτό θα βόηθαγε τον τόπο.
Οταν διαπραγματεύονταν, ας πούμε, ο Βαρνακιώτης
Με την Τουρκιά, το έκανε γιατί ο Μαυροκορδάτος
Ο ίδιος του το ζήτησε για να κερδίσει χρόνο.
Ακόμα όταν προσκύναγε το εικοσιδυό ο Δυσέας
Για τούτο τον επαίνεσε ο ίδιος ο Υψηλάντης.
Ο Υψηλάντης ειν’ αυτός πάλι που είχε γράψει
Οντας ακόμα στη Βλαχιά, στις ’κοσιενιά Γενάρη,
Προτού δυό μήνες η Ιερή Επανάσταση ξεσπάσει
Κι έλεε στο Γέρο του Μωρηά πως πρεπει οι Καπετάνιοι
Να συμμαχήσουν με Αλή ενάντια στο Σουλτάνο.
Οταν λοιπόν οι οπλαρχηγοί "έπαιζαν τα καπάκια"
Ή "βάζαν ψευτοκάπακα" όπως αλλιώς το λέγαν,
Αυτό σημάδι υποταγής αληθινής δεν ήταν.
Ητανε μια κατάσταση προσωρινή, ωσότου
Οι έλληνες ν’ ανασυνταχτούν να ξαναπολεμήσουν.
Ακόμα είχε η πράξη αυτή κι άλλον σκοπό. Ηθέλαν
Τις επαρχίες οι αρχηγοί να οργανώσουν πάλι
Κι αυτό με την ανακωχή πιό εύκολα γινόταν-
Γιατί αυτό και ήτανε στο τέλος το "καπάκι":
Μια ανακωχή και μάλιστα πάντα έτοιμη να σπάσει.
Κι αυτό κι οι τούρκοι το ’ξεραν, μα και γι αυτούς καλό ’ταν
Κι ευχάριστα κάθε φορά δεχόνταν το "καπάκι"
Γιατί, έστω προσωρινά,τους λύνονταν τα χέρια
Κι ήτανε τοτε λεύθεροι αλλού να πολεμήσουν.
Το μόνο αυτό ήταν τ’ άσχημο που έκανε το "καπάκι".
Μα όταν έπαυε αυτό κάποιονε να συμφέρει
Από τους δυό, το χάλαγε. Κι αυτό κι οι δυό το ξέραν.
Αν το "καπάκι" ήτανε προσκύνημα στους τούρκους προσκυνημένοι οι Αρματολοί ετότες θα μετρούσαν.
Δεν τα ’γραψα όλα τούτα δω για να δικαιολογήσω
Τάχατες τους Αγωνιστές. Δικαίωση ποιαν άλλη
Καλλίτερη έχουν αυτοί απ’ τό που εχύσαν αίμα
Κι απ’ την πλατιά Υπογραφή που έβαλε καθείς τους
Κάτω από της Ελληνικής της Λεφτεριάς το θάμα;
Ομως κανένας αν σωστά θέλει να συμπεράνει
Για το τί τα περίφημα ήτανε τα "καπάκια",
Πρέπει να λαβει υπόψη του τις τότε τις συνθήκες
Καθώς και τί ανάγκασε τον κάθε Καπετάνιο
Να κάμει αυτό που έκαμε. Ακόμα ακόμα ίσως
Να πρέπει για να κρίνουμε του καθενός τις πράξεις
Να δούμε πόσο βοήθησε με κείνες την Πατρίδα.
"ΗΤΤΗΘΗΜΕΝ. ΑΣ ΕΧΕΙ ΔΟΞΑΝ Ο ΘΕΟΣ!"
Σήμερα όλοι οι έλληνες είναι υποχρεωμένοι
Να παν στρατιώτες σα γινούν εικοσιενός χρονώνε.
Τότε στρατιώτες γίνονταν όσοι τυφλά πιστεύαν
Σε κάποιον από τους πολλούς που υπήρχαν Καπετάνιους.
Κοντά σ’ αυτόν πηγαίνανε και ζούσανε κοντά του,
Ενα μπουλούκι φτιάχνοντας που εκείνος κυβερνούσε.
Μέσα στην Κλέφτικη ζωή τους έσπρωχνε όχι άλλο
Μα μόνο η παλληκαριά το θάρρος κι η αντρεία
Που ο Καπετάνιος έδειχνε κι η φήμη που είχε βγάλει
Παλεύοντας ενάντια στα Τούρκικα τ’ ασκέρια.
Αλλα απ’ αυτά δεν κοίταζαν ούτε μισθό ζητούσαν.
Τους έφτανε ένα φαγητό λιτό κι όποτε υπήρχε.
Μα να γνωρίζουν έπρεπε απ’ την καλή εκείνον
Που θα τον κρίναν ικανό να γίνει αρχηγός τους
Κι αρώτητα να εκτελούν την κάθε προσταγή του.
Έτσι όταν ο λογιώτατος «πρίγκηψ» Μαυροκορδάτος
Βλέποντας πως ο Δράμαλης πλησίαζε ολοένα
Εστειλε ανθρώπους στο Μωρηά για να στρατολογήσει,
Κανέναν δεν εμάζεψε. Κανένας δεν εδέχτη
Να ’χει ανθρώπους γι αρχηγούς που πρώτηνε φορά του
Εβλεπε, και που ήξερε απόλεμοι πως ήσαν.
Ετσι γι ακόμα μια φορά είχε αποτυχία
Η που οι πολιτικάντηδες εκάνανε προσπάθεια
Να σχηματίσουνε στρατό χωρίς τους Καπετάνιους.
Και κατεβαίνει ο Δράμαλης. Και ο Κολοκοτρώνης
Φκιάνει στρατό απ’ τό μηδέν κι αρχίζει τον αγώνα.
Μαυροκορδάτος και λοιποί, την ίδια εκείνη ώρα
Γράφουνε μιαν αναφορά προς τον Εγγλέζο Μαίτλαντ
Των Ιονίων Διοικητή, και του ζητάνε-άκου!
Να μπουν οι Αγγλοι στο Μωρηά και κατοχή να κάνουν.
Αυτά δεν είναι ψέμματα. Γίνανε. Κι όποιος θέλει
Και όποιος ενδιαφέρεται κι έχει όρεξη, ας ψάξει
Κι όλα υπάρχουν τα χαρτιά και όλα τα στοιχεία.
Στο μεταξύ ο Δράμαλης τραβάει στην Αργολίδα.
Ο Υψηλάντης κλείνεται στο Άργος κι από κείθε
Εχτύπαγε το Δράμαλη. Σε μία τέτοια μάχη
Στην Εκκλησιά της Παναγιάς οι Ελληνες νικηθήκαν.
Και τότες ο κοτζαμπάσης Κανέλλος Δεληγιάννης
Στον αδερφό του που μαζί με τον Μαυροκορδάτο
Στη Δυτική εβρίσκονταν Ελλάδα, στέλνει γράμμα
Που με χαρά μεγάληνε του ’γραφε αυτά τα λόγια:
"Ηττήθημεν. Ας έχει δόξαν ο θεός. Αλλιώς, αν ενικώμεν, ο Δήμος εγίνετο Βασιλεύς".
Κύριε Κανέλλο όμως-φεύ-ο Γέρος δε ’νικήθη
Μα έκανε δώρο σ’ όλους μας του Δράμαλη τη νίλα.
ΠΕΤΑ. ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ.
Οσον καιρό γινόντανε αυτά, ο Μαυροκορδάτος
Ντυμένος σαν φανταχτερός κόκορας με λοφίο,
Με μπιχλιμπίδια και στολή στρατηγική φορώντας,
Πρόλαβε και νικήθηκε απ’ τον Κιουταχή στο Πέτα,
Που λιάνισε Φιλέλληνες και ταχτικούς στρατιώτες.
Θλίψη για τους ανθρώπους μας νιώθουμε που χαθήκαν
Μα ευγνωμοσύνη νιώθουμε και για τους άντρες κείνους
που αφήκαν τις πατρίδες τους κι ήρθανε στην Ελλάδα
Να μοιραστούν μαζί με μας των τούρκων τη μανία
Και που σχεδόν εχάθηκαν όλοι σ’ αυτή τη μάχη.
Μιλώ για τους Φιλέλληνες που εκτός από εικοσπέντε
Οι άλλοι όλοι πέσανε γενναία πολεμώντας.
Και σαν ένα μνημόσυνο, και σα για να πληρώσω
Ενα που τους οφείλεται σ’ αυτό το έργο χρέος
Τα ονόματα εκείνωνε που ξέρω θ’ αναφέρω.
Μινιάκ. Που όταν οι εχθροί τόνε ξεμοναχιάσαν
Στηρίζοντας τα νώτα του σε μια ελιά επάνω
Σαν ξιφομάχος άφταστος που ήτανε, θερίζει
όσους τον πλησιάζουνε. Και σπάζει το σπαθί του.
Και τον σωριάζουν οι εχθροί. Και τ’ άτυχο κορμί του
Κομμάτια του το κάνουνε να τον εκδικηθούνε.
Ντιάνα. Γενναίος Ιταλός, που είκοσι τον κυκλώσαν,
κι αφού τον ξεκοιλιάσανε του κόψαν το κεφάλι.
Ο Γερμανός ο στρατηγός Νόρμαν, που ελαβώθη
Και λίγες μέρες ύστερα πέθανε στη Λαγκάδα.
Μερζιέφσκι. Δέκα Πολωνών ο άξιος ηγέτης.
Κι ακόμα τρία ονόματα: Ρεμπό, Γκεγιάρ, Ταρέλα.
Και άλλοι… κι άλλοι… Γερμανοί, Γάλλο ι Ιταλοί και Βέλγοι…
Ας ειν’ καλά οι Πατρίδες τους. Και οι απόγονοι τους
Ας μην ξεχνούν πόσο πολύ αγαπήσαν την Ελλάδα
και τη ζωή τους δώσανε τον Τούρκο πολεμώντας.
ΚΙ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΒΡΩΜΙΑ ΤΟΥ "ΠΡΙΓΚΗΠΑ"
Ο Κιουταχής ελεύθερος ύστερα από το Πέτα
Τραβάει σακάτου θέλοντας να μπει στο Μεσολόγγι.
Ο Βαρνακιώτης στον Αητό και στον Προφήτη Ηλία,
Χωρίς βοήθεια από αλλού, κρατάει μακριά τους τούρκους
Και σώζει από σίγουρο μαχαίρι το λαό τους.
Κι ας δούμε τώρα τί έκανε πάλι ο Μαυροκορδάτος
Που το στρατό είχε βαλθεί τον άξιο να χαλάσει
Και τους Καπεταναίους του να βάζει στα μαχαίρια.
Πιάνει και γράφει μια γραφή και λέει στο Βαρνακιώτη:
«Μαζί σου δεν πολέμησε αυτός ο Καραϊσκάκης.
Μα δεν με ξάφνιασε αυτό. Όλο έτσι αυτός κάνει.
Κι όπως μαθαίνω έκανε συνθήκες με τους τούρκους
Και ότι δε θα τους χτυπά τους έταξε στον κάμπο.
Και γενικά κάνει αυτός ό,τι θα του καπνίσει,
Κι όχι αυτό που διαταγή θα πάρει για να κάνει".
Την ίδια μέρα έγραφε και στον Καραϊσκάκη:
"Προχτές πολέμησαν σ’ Αητό και στον Προφήτη Ηλία
Οι δικοί μας και νικήσανε. Έμαθα όμως ότι
Δεν κυνηγήσαν τον εχθρό. Τον άφησαν να φύγει.
Αν όμως ήσουνα εσύ γενναίε Καραϊσκάκη
Δε θα ’στεργες να φύγουνε μα θα τους κυνηγούσες
Και δε θα γλίτωνε κανείς.» Εδιαβασε το γράμμα
Μα δεν εκολακεύτηκε ο ξύπνιος Καραϊσκάκης.
Παίρνει το γράμμα που έλαβε και μ’ έναν άνθρωπό του
Στον Βαρνακιώτη το ’στειλε. "Κοίτα", του λέει, "Γιώργη
Ο τσόγλανος ο πρίντζιπας τι θέλει να μας κάμει.
Θέλει ν’ ανάψει πόλεμο ανάμεσα στους δυό μας.
Εμένα τη φιλία μου την ξέρεις ωρέ Γιώργη
Και δεν αλλάζει έστω κι αν χίλιοι Μαυροκορδάτοι
Τον γαμημένο κόλο τους στο μάρμαρο χτυπάνε".
Ο ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ
Η υποψία και μαζί η διχόνοια: τα δυό φρούτα
Που οι Φαναριώτες φέρανε σαν ήρθαν στην Ελλάδα.
Ο Καραϊσκάκης στ’ Αγραφα μαλώνει με το Ράγκο
Που είναι προστατευόμενος του "ήρωα" του Πέτα.
Ο Στάϊκος κι ο Βλαχόπουλος δε βλέπουνε τους τούρκους
Μα μεταξύ τους πιάνονται. Στα Κράβαρα ο Πηλάλας
Κι ο Αναγνώστης Καναβός τρώγονται σαν τους σκύλους.
Ο Βρυώνης και ο Κιουταχής κλείνουν το Μεσολόγγι,
Αλλά περνώντας ο καιρός ούτε την πόλη παίρνουν,
Αλλά κι ίδιοι κλείνονται και δεν μπορούν να φύγουν.
Τραβούν, και, σιγουρεύονται, νομίζουν, στο Βραχώρι.
Ομως αλλιώς λογάριαζε ο Αντρούτσος. Μόλις φύγαν
Οι τούρκοι του Κιοσε Μεχμέτ από τη Βοιωτία,
Τραβάει με τ’ ασκέρι του ενάντια στο Βραχώρι.
Τα ίδια και ο Βαλτινός, ο Ράγκος, και ο Ισκος,
Αφού τα που είχαν σπάσανε καπάκια με τους τούρκους.
Φοβούνται οι τούρκοι μη χαθούν, και φεύγουν και τραβάνε
Γραμμή στον Ασπροπόταμο, για να τόνε διαβούνε.
Αλλά ο Ασπροπόταμος είναι πλημμυρισμένος
και στο Βραχώρι που άφησαν ξαναγυρίζουν πίσω.
ΣΟΒΟΛΑΚΟ
Πώς κάτω απ’ ένα πράσινο από τη χλόη χώμα
Του αγριοκρίνου ο βολβός της Ανοιξης σα νιώσει
Η ευλογιά πως έφτασε, τα χέρια του απλώνει
Απ’ τις αχτίδες πιάνεται του ήλιου και αρχίζει
Να σκαρφαλώνει ανείδωτος ακόμα, ώσπου μια μέρα
Στα μάτια του ανύποπτου διαβάτη να προβάλει
Κι ορθώνεται στο μίσχο του παν’ απ’ της χλόης το στρώμα
Και βλέπει πιό μακριά απ’ αυτήν και νιώθει πιό καλά της,
Ετσι και κει που φανερό δεν ήταν ως τα τώρα
Οτι ο Γιος της Καλογριάς πιό αψηλά θα φτάσει
Από τους άλλους αρχηγούς και τους Καπεταναίους,
Ξάφνου αυτός εξέφυγε απ’ τών μικρών τα βρόχια
Και αψηλά πετάχτηκε μέχρι το Σοβολάκο.
Ο Καραϊσκάκης ένιωσε πως ήρθε η Άνοιξή του.
Και σ’κώθηκε. Και κοίταξε. Κι ένοιωσε όλα γύρω.
Και είπε: "Οι Μεμέτηδες δεν έχουν πού να πάνε.
Η θα καθήσουν εκειδά και θα πετσοκοφτούνε
Ή θα τραβήξουνε ψηλά πέρασμα για να βρούνε
Και να περάσουν από κει να φύγουν, να σωθούνε.
Μα δε θα τους αφήσω εγώ. Θα πάω να τους χαλάσω!"
Βλέποντας ότι τα νερά δε λεν να λιγοστέψουν
Ο Βρυώνης και ο Κιουταχής στέλνουν τον Χατζή Μπέντο
Τον Ισμαήλ Πλιάσα πασά, και τον Βασιάρη Άγο
Με τρεις χιλιάδες στ’ Αγραφα ν’ ανέβουν νοματαίους,
Και τις πηγές του ποταμού να βρουν και να περάσουν.
Και από κει στην Πρέβεζα να πανε και να στείλουν
Μαστόρους, να τους κάνουνε πέρασμα στο ποτάμι
Ωστε αυτοί που έμειναν πίσω τους να διαβούνε.
Με οχτακόσους μαχητές κινά ο Καραϊσκάκης
Και μια πορεία έκανε που μένει ξακουσμένη
Ανάμεσα στις άλλες του αμέτρητες πορείες.
Γιατί και δύσκολη ήτανε και γρήγορα εγίνη.
Ο Κασομούλης έγραψε στα ''ΕΝΘΥΜΉΜΑΤΆ"του:
"…ως αετός σχίσας τα χιονισμένα βουνά..."
Καθώς ήταν τ’ Αγαλιανό ποτάμι φουσκωμένο
Που ήταν ο κοντινότερος για να περάσουν δρόμος,
Περνάν από του Κόρακα το ξύλινο γεφύρι.
Στο Ροδοβίτσι βγαίνουνε.Τραβάνε προς τα πάνω
Μέχρι τη θέση Κρεμαστά που ο ποταμός στενεύει,
Και πάλι ανάστροφα περνάν. Στο δρόμο τους απάνω
Το μοναστήρι βρίσκεται της Παναγιάς Τατάρνας.
Στέκονται να ξεκουραστούν και ο Καραϊσκάκης
Εμπήκε μες στην εκκλησιά. Σταυροκοπιέται. Λέει:
"Αν κάνεις και νικήσουμε, ε, τότε μαυρομμάτα
Σε προσκυνώ για Παναγιά. Ειδέ αλλιώς…" Και βγαίνει.
Για να μπορεί την Παναγιά κανείς να φοβερίζει
Πρέπει να νιώθει δυνατός. Κι ήταν ο Καραϊσκάκης
Οπως ατσάλι δυνατός κι αγνός κι απλός σαν κρίνο.
Στο Σοβολάκο φτάσανε και μια σπηλιά επιάσαν
Και μέσα ταμπουρώθηκαν κι απέξω όπως μπορούσαν.
Φτάνουν οι τούρκοι . "Ποιοι είσαστε;" Φωνάζουν στους δικούς μας.
"Του Καραϊσκάκη ο ντα'ΐφάς-Καπτάνιου των Αγράφων".
Στέλνει ο Πλιάσας άνθρωπο να πει του Καραϊσκάκη
Σέβας να δείξει στα μαζί που είχανε καπάκια
Και να μεριάσει να διαβούν κι απείραχτοι να πάνε.
Ομως αυτός πρωτάκουστο τους παίζει ένα παιχνίδι,
Που δείχνει ευέλικτο μυαλό και μία ειρωνεία
Που αν δεν την καταλάβαιναν οι τούρκοι, θα βοηθούσε.
Ετσι κι αλλιώς απόφαση πάρει είχε να τους χάσει.
"Εγώ", τους λέει, "είμαι πιστός στο λόγο που ’χω δώσει
Και στα καπάκια που’ κανα με το Χουρσίτ. Σεις όμως
Που απιστείτε στον κραταιό και μέγα μας Σουλτάνο,
Και τον ντροπιάτε φεύγοντας σα να ’σαστε κιοτήδες
Μπροστά σε λίγους χαϊνηδες-εσάς θα σας χτυπήσω!"
Λεν οι πασάδες "Ο άτιμος! Λεφτά θέλει να βγάλει!"
Κι ένα έμπιστό τους στέλνουνε να πάει να τον έβρει
Και πεντακόσες του μηνάν θα ’χει χιλιάδες γρόσα,
Αν τους αφήσει να διαβούν. Τους απαντάει εκείνος:
"Η πίστη στο Σουλτάνο μας ξαγορασμό δεν έχει.
Πες τους να φύγουνε γιατί αλλιώς θα τους βαρέσω".
Ενόσω ο Γιώργης μίλαγε με τον σταλτό των τούρκων,
Δίπλα του στέκει ο φοβερός στους τούρκους Κλέφτης Τσάκας,
Που είχε απ’ τή θήκη του βγάλει το γιαταγάνι
Κι έκανε πως το τρόχιζε απάνου σ’ ένα βράχο.
"Το βλέπεις γύφτο τούτο δώ;» του λέει σα μείναν μόνοι,
"Για το λαιμό σου ήτανε αν έπαιρνες τα γρόσα.
Η εμείς θα φάμε την Τουρκιά ή εμάς θα φαν’ τα όρνια."
Ο Γιώργης τον εχάρηκε: "Ενοια σου ωρε Τσάκα.
Το θέλημα σου έγινε" του ’πε χαμογελώντας.
Ο Χατζη-Μπέντος, να τον πει κιοτή ο Καραΐσκάκης
Σκυλιάζει. «Ώρέ γκιαούρηδες", βγαίνει και τους φωνάζει
"Προτού ανάψει ο πόλεμος και πέσουνε κουφάρια
θέλω δυό λόγια να ειπώ με τον Καραϊσκάκη.
Που είσαι γιε της καλογριάς;" "Εδώ είμαι γιε τουρκάλας.
Τί θέλεις από μένανε;" κι απτή σπηλιά προβαίνει.
"Ποιόν ονομάτισες κιοτή;" "Εσένα και τους άλλους".
"Αν είσαι παλληκάρι ωρε να χτυπηθούμε οι δυό μας".
"Καρτέρα με ΧατζήΜπεντο". "Σε καρτερώ γκιαούρη".
Και προχωράνε και οι δυό. Πρώτος βαράει ο Τούρκος.
Κι αστόχησε το βόλι του. Ρίχνει ο Καραϊσκάκης
Κι ο Χατζή Μπέντος έπεσε βαρύς πάνω στο χώμα.
Πόλεμος ως εγίνονταν την εποχή του Ομήρου.
Μονομαχίες αρχηγών. Κουβέντες πριν τη μάχη .
Και για να μη σταθεί ως εδώ το μοιάσιμο του αγώνα
Με κείνους όπου γίνονταν κατ’ απ’ της Τροίας τα τείχη
Τρέχουνε τούρκοι κι έλληνες κατά τον σκοτωμένο.
Οι πρώτοι για να πάρουνε του αρχηγού το σώμα
Κι οι άλλοι να του πάρουνε κεφάλι και κεμέρι.
Κι ανάβει αγώνας δυνατός που κράτησε για ώρες.
Κάποια στιγμή στριμώχνουνε τον Καπετάνιο οι τούρκοι,
Μαζί με λίγους δίπλα του. «Έδώ όλοι θα χαθούμε!»
Βάζει φωνή ο αρχηγός."Ελληνες πολεμάτε!".
Βλέπουν οι άλλοι από μακριά και άγρια φωνάζουν
"Χάνεται ο Καπετάνιος μας!" κι ορμούν να τον βοηθήσουν.
Δειλιάζουν τώρα οι εχθροί κι αρχίζουν να λυγάνε.
Βγάζει ο Γιώργης το σπαθί και δυνατά φωνάζει:
"Με τα σπαθιά σας Ελληνες.! Απάνω τους αδέρφια!"
Και ξεμπροστιάζουν την Τουρκιά ίσαμε το Βραχώρι.
Διακόσοι Τούρκοι χάθηκαν. Είκοσι απ’ τούς δικούς μας.
Τέλος οι τούρκοι βλέποντας ότι θα παν χαμένοι
Μες στο Βραχώρι αν μείνουνε κλεισμένοι απ’ ολούθε,
Παίρνουνε την απόφαση να μπούνε στο ποτάμι
Κι ας ήτανε κατεβατό-κι όσοι σωθούν σωθήκαν.
Και τόλμησαν. Και πνίγηκαν πάνω απο πεντακόσοι.
Πρώτη μεγάλη ήταν αυτή νίκη του Καραϊσκάκη.
Με φόβο πια τ’ ακούγανε οι τούρκοι τ’ όνομά του,
Με σεβασμό οι Ελληνες-κι όλοι τον λογαριάζαν.
Εκείνος, τροπαιούχος πια, γυρίζει στ’ Αγραφά του.
Μαζί του είχε κι έντεκα κεφάλια Τουρκαλάδων
Και με ανθρώπους στον Χουρσίτ τα στέλνει μ’ ένα γράμμα:
"Βελή μου, δόξα το θεό, εκείνους τους κιοτήδες
Που ντρόπιασαν και σένανε και το τρανό ντοβλέτι
Τους τσάκισα. Και μερικά κεφάλια τους σου στέλνω
Για να χαρείς που έγινε ως τα ’χαμε μιλήσει".
Αυτός διαβάζει τη γραφή με τα κακά μαντάτα
"και κατέπιεν εν φόρτωμα φαρμάκι"
(Κασομούλης)
Και την ανάγκη κάνοντας φιλοτιμία, του γράφει
Και τον ευχαριστεί πολύ για όσα είχε κάνει
"πλην πλάγια τον έλεγεν ότι μέλει μιαν φοράν, να τα πληρώσει"
(Κασομούλης)
Τούτο το γράμμα ήτανε από τα τελευταία
Που ’γραψε ο Χουρσίτ πασάς. Γιατί φαρμακωμένος
Από το ίδιο χέρι του τέλειωσε τη ζωή του.
Παράξενο είναι τάχα τι τους άντρες να τους σπρώχνει
Ετσι να σκέφτωνται για μια γυναίκα, που αν εκείνη
Τους απιστήσει, τότε αυτοί νιώθουνε σαν προδότες,
Λες κι ειν’ αυτοί που κάνανε τη βδελυρή την πράξη.
Λες και αυτοί ευθύνονται γι αυτό που η γυναίκα
Πατώντας κάθε ιερό και όσιο έχει τολμήσει.
Κι είναι παράξενο, γιατί, αν ίσως ο αδερφός τους
Η ένας φίλος τους στενός μια προδοσία τους κάνει,
Ή άλλη πράξη βδελυρή, τότε δε νιώθουν διόλου
θιγμένοι να ’ναι απ’ αυτό ή κι ίσως προδομένοι.
Μόνο μπορεί κάποιοι να πουν "δε ντράπη να το κάνει;",
Η να τόνε μαλώσουνε το φταίχτη ή να τον βρίσουν.
Ομως ποτέ δε θα σκεφτούν της ατιμίας ότι
Να ξεπλυθεί με θάνατο τάχατες της αξίζει
Ώστε ή αυτοί να λείψουνε ή να χαθεί ο προδότης.
Γιατί σωστά σκεφτόμενοι, δε γνοιάζονται για ό,τι
Κάποιος τελείως απ’ αυτούς άλλος, ψυχή και σώμα
Βρώμικο κάτι έκανε. Κακό του κεφαλιού του,
Κι όλη η ατιμία κι η ντροπή σε κείνονε μετράει.
Γιατί όμως όταν θηλυκό κάποιο τους απατήσει
Νομίζουν ότι χάθηκε ο κόσμος από μπρος τους;
Την ατιμία συνήθεια ποια ζητάει να ’χουν οι άντρες;
Ποια τάξη, θεσπισμένη πώς, να δείξουνε τους σπρώχνει
Αλλο από περιφρόνηση κάτι για μία πόρνη;
Γιατί πονούν οι ίδιοι αυτοί σα να ’ταν πομπεμένοι;
Μιλούν γι αγάπη μερικοί και για τιμή κάποιοι άλλοι
Χωρίς κανένας απ’ τούς δυό να ξέρει τι μιλάει.
Λες την αγάπη χαϊμαλί την έχουν κρεμασμένη
Και η τιμή πως βρίσκεται ανάμεσα χωμένη
Στα πόδια της γυναίκας τους-της αγαπητικιάς τους.
Και παν οι άθλιοι και ή σκοτώνονται ή σκοτώνουν.
Μέσα σε τούτους τους χαζούς και ο Χουρσίτ ’μετρήθη.
Οταν το πάθημα έμαθε ο Σουλτάνος του στρατού του
Εψαξε τους υπεύθυνους. Κι έκρινε ότι φταίνε
Ο Ισμαήλ Πασόμπεης και ο Χουρσίτ. Κι αμέσως
Διατάζει τα κεφάλια τους να πάνε να του φέρουν.
Και πήραν του Πασόμπεη του έρμου το κεφάλι.
Μα του Χουρσίτ δεν πρόλαβαν. Τους είχε αυτός προλάβει.
Αν κι οι δικοί του του ’πανε το τι τον περιμένει
Και θα μπορούσε να σωθεί αφήνοντας την πόλη,
Δεν το ’κανε. Προτίμησε ο δόλιος να πεθάνει
Οχι γιατί το ζήτησε ο κραταιός Σουλτάνος
Μα γιατί κάποιο άλλο "κακό" του έφτασε χαμπέρι.
Έμαθε η γυναίκα του ότι τον απατούσε
Και μη αντέχοντας αυτό το τελευταίο νέο
Φαρμάκι έπιε ο Χουρσίτ κι έκοψε τη ζωή του.
Ητανε η περίοδος εικοσιδυό-εικοστρία
Που θέριεψε και ξέσπασε ο πρώτος ο Εμφύλιος,
Που η αιτία του ήτανε η δόξα που ’χαν πάρει
Αντρούτσος και Νικηταράς, και ο Καραϊσκάκης,
Κι ο Υψηλάντης, αλλά πιο πολύ ο Κολοκοτρώνης.
Αυτός η κύρια ήτανε η αιτία που λυσσάξαν
Μαυροκορδάτος και λοιποί, γιατί εκείνος είχε
Ύστερα από τη νίκη του στα Δερβενάκια πάρει
Τέτια μια φήμη στον απλό ανάμεσα λαό μας,
Που ήταν επικίνδυνη, και για τους Φαναριώτες
Και για τους Κοτζαμπάσηδες. Και άρχισαν εκείνοι
Να τον παραμερίζουνε απ’ όλα του τα πόστα,
Και να κοιτάζουν πώς και πώς όσο κι αν το μπορούσαν
Να λιγοστέψουν τη λατρεία που είχε ο λαός μας
Γι αυτόν το Γέρο του Μωρηά… Απάνω που διαλύσαν
Τους Φιλικούς, και είχανε ξεφορτωθεί κι εκείνον
Τον Υψηλάντη, που βραχνάς τους ήτανε μεγάλος,
Τώρα καινούργιος κίνδυνος ορθώνονταν μπροστά τους.
Αλλ’ ας αφήσουμε αυτούς τους άθλιους να προδίνουν
Λαό και Επανάσταση, κι ας πάμε στο σκοπό μας
Που ’ναι τα έργα τα τρανά που’κανε ο Καραϊσκάκης.
Και τότε θ’ αναφέρουμε κι αυτούς τους δολοφόνους
Μόνο όταν μπλέκονται αυτοί στου Ηρωα τα έργα.
ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ
Ο Καραϊσκάκης άλλαξε μετά το Σοβολάκο.
Κατάλαβε πως έπρεπε να την περιφρουρήσει
Τη δόξα που εκέρδισε σε κείνηνε τη μάχη,
Κι ακόμα περισσότερο να τήνε δυναμώσει,
Ώστε λεβέντες πιότεροι να τον ακολουθούσαν,
Τ’ ασκέρι να μεγάλωνε κι οι νίκες να πληθαίναν.
Τ’ αστεία του δεν τα ’παψε, μα σα σοβαρευόταν
Αστεία πια δε σήκωνε. Όλες του οι κουβέντες
Έπρεπε πια ν’ ακούγονται. Κι άκουγε με χαρά του
Να τον φωνάζουν γύρω του όσοι ήταν, Καπετάνιο.
Όταν στους Τούρκους έγραφε, έγραφε ό,τι του ’ρχόταν.
Αλλοτε τους εφύλαγε, τους έλεγε, τα μέστια,
Και άλλοτε τους έλεγε πως για ν’ αποφασίσει
Για κάτι που περίμεναν, έπρεπε να ρωτήσει
"Τον σύνδροφόν του" πριν. Και ως μας λέει ο Κασομούλης
"Τον συνδροφόν μου λέγοντας, τον πούντζον του εννοούσεν".
Ο Κασομούλης ήτανε τότε μαζί με κείνους
που θέλανε να διώξουνε απ’ τ’ Άγραφα το Γιώργη.
Εκείνος το ’ξερε αυτό. Και σε μια ευκαιρία -
Μια μέρα που ετρώγανε παρέα μαζί με άλλους-
Αρχισε φοβιτσιάρηδες και άχρηστοι να λέει
Πως είναι οι Γραμματικοί (όπως ο Κασομούλης
Που ήτανε Γραμματικός ετότε του Στουρνάρα).
Ο Κασομούλης δε μιλά. Μα ο Καραϊσκάκης
Γυρνά, του λέει: "Τι το θες το σήμαντρο ετούτο;"
Οι Αρματολοί οι παλαιοί, την πάλα περασμένη
Την είχαν στο σελάχι τους. Οι νέοι κάπως όμως,
Στον ώμο την κρεμάγανε, όπως ο Κασομούλης.
Και επειδή εθύμιζε καμπάνα όπως κρεμόταν
Κι ο Καραϊσκάκης εύκολα έβγαζε παρανόμια,
Οχι σ’ ανθρώπους μοναχά, μα και σε καταστάσεις
Και πράγματα, γι αυτό κι αυτήν-την πάλα-σήμαντρο είπε.
«Εσφίχθηκα παρά πολύ", γράφει ο Κασομούλης,
«και του είπα, μες στον πόλεμο το ’χω από τούρκο πάρει
Και θα το μεταχειριστώ η ώρα του σα θα ’ρθει.»
«Εσύ;» Γυρνά και δύσπιστα ρωτά ο Καραϊσκάκης.
«Εγώ! Ναι! Και αν αύριο, μια δρασκελιά από μένα
Πάς πιο μπροστά στον πόλεμο, σε λέω παλληκάρι!»
Δεχτήκανε το στοίχημα και δώσανε τα χέρια.
Μα στοίχισε η προσβολή αυτή του Καραϊσκάκη
Στον νεαρό κι ευέξαπτο Νικόλα Κασομούλη.
Κι ομολογεί πως έκτοτε του είχε μια αντιπάθεια
Τέτοια που ό,τι έκανε, βάρβαρο του φαινόταν.
Και γίνηκε φανατικός εχθρός του Καραϊσκάκη.
Και τον κατάτρεξε πολύ. Κι ήθελε το χαμό του.
Υστερα (κι όλα τούτα δω τα μολογάει ο ίδιος),
Ανοίξανε τα μάτια του κι είδε πως μόνο ο Γιώργης
Ηταν αυτός που μπόρειγε να σώσει την Ελλάδα.
Θα τρέξει τότες δίπλα του και θα τον αγαπήσει
Με όση δύναμη πιό πριν τον είχε μισημένο.
Θα τον θαυμάζει απέραντα και θα κατηγοράει
Τον εαυτό του που πιό πριν είχε αυτή τη γνώμη
Και μέσα στα πολύτιμα τα "Ενθυμήματά" του,
Σε κάθε που κατάλληλη θα βρίσκει ευκαιρία
Θα τόνε λέει όταν μιλά γι αυτόνε, "μέγαν άνδρα".
ΝΑ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ!
Κατά τα μέσα του μηνός Απρίλη εικοσιτρία
Τούρκοι από τη Λάρισα πέντε χιλιάδες βγαίνουν
Και παν προς Ασπροπόταμο τ’Αγραφα για να πάρουν.
Ο Σιλιχτάρ Μπόδας μηνά να προσκυνήσει ο Γιώργης.
Ο Γιώργης του απάντησε με μια γραφή μεγάλη
Που μέσα της δεν άφηνε απ’ τις αισχρές μια λέξη
Οπου να μη την έγραφε. Και στέλνει στον Στουρνάρα
Και τον καλεί να τόνε βρει να δούνε τι θα κάνουν.
Αλλά εκείνος του απαντά "Έλα εσύ να μ’ έβρεις".
«Δε φταις εσύ ωρέ αδερφέ», του γράφει ο Καραϊσκάκης
«Τις σκούφιες μόνο ανάθεμα που σ’ έχουν τριγυρίσει"
Και τον αφήκε. Όμως σαν εμπήκαν οι Σουλιώτες
Στον Ασπροπόταμο, να βρουν γυρεύοντας κονάκι,
Τότε ο Στουρνάρας γύρεψε βοήθεια από τον Γιώργη.
Εκείνος τον μικρότερο έκανε και πηγαίνει.
Ανταμωθήκαν στου Ψαρού τη βρύση. Ο Στουρνάρας
Είναι βαρύς κι αμίλητος. Αντίθετα ο Γιώργης
Εχει όρεξη για λακριντί. Και αρχινάει τ’ αστεία.
Λέει για τη γυναίκα του, πως τάχα του απιστούσε:
"Που πήγα και την έβρηκα ’ρε την παλιοπουτάνα…
Επήγε κι εγαμήθηκε μ’ έναν παλιοβρωμιάρη.
Ακούς εκεί ο άντρας της τους τούρκους να χτυπάει
Κι εκείνη μ’ όλα τα καλά να πάει να γαμιέται…
Θα την χωρίσω ωρε σεις. Ξέρετε ποιά θα πάρω;
Την κόρη του Τσολάκογλου, την ορφανή. Ναι. Μπέσα.
Να κι η εικόνα της ωρέ. Μαζί μου την κρατάω".
(Ειν’ ο Τσολάκογλου αυτός, ο αφέντης των Αγράφων.
Σαν άρχισ’ η Επανάσταση, απ’ τ’ Άγραφα το σκάει
Και τράβηξε στη Λάρισα να υπηρετεί τους τούρκους.
Κι όταν δεν τον χρειάζονταν πια εκείνοι, τόνε κόψαν).
Και εικόνα μία χαραχτή βγάζει όπου ποιός ξέρει
Πότε και πού την είχε βρει, και τήνε δείχνει σ’ όλους.
Τα παλληκάρια τ’ άκουγαν και σοβαρά το πήραν.
Και ο Στουρνάρας πίστεψε πως όλα ήταν αλήθεια.
Του λέει:"Για τη γυναίκα σου μη λες μπροστά σε άλλους.
Και μη καημένε μου ακούς τους καλοθελητάδες.
Αν παντρευτείς ετούτηνε, όλοι θα σε κακίσουν".
Ο Γιώργης τάχα πείθεται, πετάει την ταμπακέρα
"εις των Ελλήνων τον σωρόν", ως λέει ο Κασομούλης,
Και λήγοντας το χωρατό, λέει "όποιος τήνε θέλει
Ας τήνε πάρει γιατί εγώ, τη χέζω την πουτάνα."
Το γέλιο που ακολούθησε δεν έχει ξαναγίνει.
Έσπασε ο πάγος κι άρχισε η σοβαρή κουβέντα.
Σε λίγο, σαν ο Κιουταχής εκστράτεψε στο Βόλο,
Ο Σιλιχτάρ Μπόδας κινά με τέσσερες χιλιάδες
Στ’ ασκέρια του Καραϊσκάκ’ και του Στουρνάρα ενάντια.
Ο Γιώργης γράφει γράμματα καλώντας σε βοήθεια
Τους Καπετάνιους Πανουργιά, Σιαφάκα, Γιολδασαίους,
Τον Κοντογιάννη, τον Σκαλτσά, Πεσλή και τον Αντρούτσο.
Μα δεν προσμένει να ’ρθουνε. Και με τους λίγους που ’χει
Απ’ την Οξυά ετράβηξε Νευρόπολη να πάει
Και ν’ αντιβγεί μες στους οχτρούς. Και ρίχνεται στη μάχη.
Κι ενώ οι Τούρκοι εκιότεψαν κι αρχίσανε να φεύγουν
Αξαφνα είδε να λυγά το Γιάννη το Φραγγίστα
Που ’χε πρωτοπαλλίκαρο. Οι τούρκοι παίρνουν θάρρος
Κι οι Ελληνες νικήθηκαν. Ο Γιώργης θυμωμένος
Με το Φραγγίστα τα ’βαλε. Τον λέει πουλημένο
Σε κείνους που από τ’ Άγραφα θέλανε να τον διώξουν.
Τέλος πηγαίνει στην Οξυά με ολόκληρο τ’ ασκέρι.
Σ’ όλη την Επανάσταση, πολλοί Καπεταναίοι
Φοβόνταν μη οι αντίπαλοι βάλουν να τους σκοτώσουν.
Γι αυτό και πάντα φρόντιζαν να ’ναι αρματωμένοι
Και διάλεγαν με προσοχή τους κοντινούς τους φίλους.
Κι υποψιαζόνταν εύκολα, πολλές φορές αναίτια.
Μα κι ούτε είχαν άδικο. Γιατί οι πολιτικάντες
Τη δόξα των οπλαρχηγών πάντοτε τη ζηλεύαν,
και τους μεγάλους απ’ αυτούς θέλαν να τους ξεκάνουν.
Και για πολλούς προσπάθησαν. Γι άλλους τα κατάφεραν
και γι άλλους όχι. ΙΙιό πολύ φοβότανε ο Γέρος.
Μα πίσω δεν επήγαινε και ο Καραϊσκάκης.
Κι ήτανε φυσικό αυτό.Το πιο πολύ το άχτι
Το ’χανε οι πολιτικοί για κείνους που αξίζαν.
Ηταν καιρός που η ζωή μεγάλη αξία δεν είχε.
Κι ας ήταν ενός αρχηγού καθώς ο Καραϊσκάκης
Η αξία ανυπολόγιστη, αυτό δεν εμετρούσε
Για τους πολιτικάντηδες που μόνο εκοιτάζαν,
όπως και οι πολιτικοί σήμερα όλοι κάνουν
Το πώς θα φαν,το πώς θα πιουν, πώς πιό πολλά θα κλέψουν.
Και πιο πολύ οι κεφαλές, όπου και δόξα ηθέλαν,
και να την κλέψουν πάσκιζαν απ’ τούς Καπεταναίους.
Αυτή η αιτία ήτανε που ο Καραϊσκάκης
Με το Φραγγίστα τα ’βαλε που τόσο ήταν πιστός του.
Ενώ βρισκόταν στην Οξυά, ο Γιώργης αρρωσταίνει.
Κάλλιο να πω πως άρρωστος πάντα ο Γιώργης ήταν.
Από ’να πάθος στηθικό χρόνια βασανιζόταν.
Η πείνα και τα βάσανα μικρός που ’χε τραβήξει
Τον κάνανε φυματικό. Κι έλυωνε λίγο λίγο.
Μα την αρρώστια του ποτέ στα σοβαρά δεν πήρε.
Με γιατροσόφια νόμιζε ότι θα του περάσει.
Όμως καλά του’ τη φορά τον είχε χερακώσει.
Σκέλεθρο εκατάντησε. Κι απ’ την αδυναμία
Δε μπόρηγε καλά καλά ούτε να περπατήσει.
Και κείνος ο κοντόβηχας τον είχε ξαναπιάσει.
Λοιπόν πεσμένος στη γωνιά, σε κάποιο στρώμα απάνου
Με γύρω του τους αρχηγούς που ’χανε τώρα φτάσει,
Διαπραγματεύσεις θα ’κανε με τον Καραταΐρη,
Αποσταλμένο των τουρκών που ζήταγαν ειρήνη.
Και δεν τους ήρθε ξαφνικά να κάνουνε ειρήνη,
Μα ήταν που ο Κιουταχής χρειάζονταν βοήθεια
Και ήθελε του Σιλιχτάρ τ’ ασκέρι να τον δράμει.
Την ώρα αυτή τους μίλαγε από το στρώμα χάμου
Ο Καραϊσκάκης. Ίδρωνε απ’ την πολλή προσπάθεια.
"Καπεταναίοι αδέρφια μου, υπόχρεος σας είμαι
που βοηθοί μου ήρθατε στη δύσκολη την ώρα.
Καθώς όμως το βλέπετε, σκατά ειν’ η υγειά μου.
Και δε θα προοδέψουμε με μένα στο κρεβάτι.
Κι αυτό το λέω γιατί προψές, ο κερατάς Φραγγίστας
Χωρίς αιτία ετσάκισε, κι ας ήμουνα κοντά του.
Και τί θα γίνει αν λείψω εγώ; Κι είναι πολλοί οι Μεμέτες.
Κι εκείνες οι σαποκοιλιές με τον τεσσαρομάτη
Γυρεύουν να με βλάψουνε. Θέλουνε να με διώξουν
Απ’ τ’ Άγραφα που τόπος μου είναι και κατοικιά μου,
Και δεν κοιτάνε τους εχθρούς να βλάψουν οι πουτάνες,
Μα το λαό που απ’ την τουρκιά τόσο πολύ υποφέρει.
Αυτά με κάνουν να δεχτώ να στέρξω στην ειρήνη
Που μου ζητάν οι άπιστοι. Αλλά οι κερατάδες
Πρώτα θα μας γυρίσουνε όλους τους ζωγρισμένους.
Αυτά εγώ λέω.Τώρα σεις. Τί λέει η αφεντιά σας;"
Το λόγο πήρε ο βαρύς και βλοσυρός Στουρνάρας.
"Και τώρα ειρήνη είχαμε. Μα όταν λογαριάσαν
πως τους συμφέρει ο πόλεμος, να τους οι κερατάδες!
Ωρέ ειν’ άπιστοι αυτοί, κι αν θέλουνε ειρήνη,
Θα ’χουν καμμιά κολόσφιξη, γι αυτό τήνε ζητάνε.
Κι αν τώρα ειρηνέψουμε, αυτοί σα δυναμώσουν
θα γράψουν στα τσαρούχια τους τα λόγια της ειρήνης".
"Δίκιο έχεις ωρέ αδερφέ" λέει ο Καραϊσκάκης
"Μα λόγω της αρρώστιας μου κι ώσπου να νταγιαντήσω
Ας κλείσουμε με τις πορδές της αλεπούς ειρήνη".
"Καλά", ο Στουρνάρας απαντά, "Μα τούτη η βοήθεια
Οπου μας ήρθε σήμερα θα είν’ εδώ και αύριο;"
Και ο Σιαφάκας τ’ απαντά κι ευκόλυνε το πράγμα:
"Εμείς πάλι ερχόμαστε. Αυτό δε μας πειράζει.
Αρκεί η δουλειά να γίνεται- να χάνονται οι τούρκοι".
"Ωρέ Στουρνάρα αδέρφι μου", κάνει ο Καραϊσκάκης,
«Κάνεις ωσάν να συζητάν Ρουσία με Τουρκία.
Κάνουμε ειρήνη, κι αύριο, άμα δε μας αρέσει
Τη χέζουμε κι εγώ κι εσύ ως έκαναν κι εκείνοι".
Στέλνουνε και φωνάζουνε να ’ρθεί ο Καραταϊρης.
Μπαίνοντας τονε βάζει μπρος γερά ο Καραϊσκάκης:
"Βρε τούρκε, βρε σκατότουρκε, έλα εδώ ρε Εβραίε.
Ελα ρε γυφτοτσάνακο σταλμένο από τούς Γύφτους.
Ελα ν’ ακούσεις ρε σκυλί τα κερατιάτικά σας.
Τί τον θαρρέψατε ωρέ τον πόλεμο; Παιχνίδι;
Σήμερα τον αρχίζουμε, σήμερα τον χαλάμε;
Και τώρα δεν ντρεπόσαστε ειρήνη να ζητάτε
Με κοτζαμάν σκατάσκερα που ’χετε συναγμένα;
Και το Σουλτάνο το Μαχμούτ που ’χετε να τον χέσω-
Κι αυτόν και την πουτάνα σας το Σιλιχτάρ το Μπόδα."
Και λέει ο Κασομούλης: "Ολοι εγελούσαμεν οπού θύμωνεν πεσμένος εις το στρώμα"
"Θα σηκωθώ απάνου ωρέ και θα σε κομματιάσω,
Να φάω από το κρέας σου το δίκιο μου να πάρω.
Βρωμιάρη! Ηρθες ως εδώ και μπήκες μες στ’ ορδί μου
Τάχα για φίλος άπιστε, όμοιε των αφεντών σου."
"Φτάνει ωρέ Καραΐσκάκ’", κάνει ο Καραταΐρης.
"Και μένανε και την Τουρκιά μας έβρισες. Μα τώρα
Τα λόγια να τ’ αφήσουμε να δούμε τι θα γίνει".
"Να!" Ο Γιώργης τ’ αποκρίνεται, δείχνοντας προς τους άλλους,
"Θα γίνει ό,τι θα σου πουν αυτοί οι πουντζαράδες.
Ειμ’ άρρωστος και δε μπορώ ν’ ακούω το φαφλά σου.
Και, κερατάδες, αυτουνούς πούχετε ζωγρισμένα,
Δικοί σας. Τούρκοι ήτανε και γαμημένοι Εβραίοι.
Γιατί ραγιάς αυτό θα πει. Να οι Ελληνες! Τους βλέπεις.
Κι αυτοί σας χέζουν όλους σας και πάντοτε και τώρα".
Κι έστρεψε το κεφάλι του τάχα να μη τον βλέπει.
Τέλος εσυμφωνήσανε να κάμουνε ειρήνη.
Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑΕΙ ΝΕΚΡΟΝ
ΤΟ ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Ιούνη ο Μουσταή πασάς με διαλεχτό ασκέρι-
Γκέκηδες σκληροτράχηλους χιλιάδες δεκαπέντε-
Εφτασε ως τα Τρίκαλα. Πρώτη δουλειά του ήταν
Κάθεται γράφει μια γραφή για τον Καραϊσκάκη.
Να προσκυνήσει του ζητά. Και μάλιστα του λέει
Πως άλλονε δε θα δεχτεί στη θέση του να πάει
Παρά ο ίδιος μοναχά. Κι ο Γιώργης του απαντάει
Όπως μας λέει ο Γαζής που ήταν Γραμματικός του:
"Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω.
Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον πουντζον μου τον ίδιον
Κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω
Κι αν έρθεις κατεπάνω μου ευθύς να πολεμήσω".
Και στον Στουρνάρα μια γραφή στέλνει ο Καραϊσκάκης
Μαζί με του Μουστάη-πασα το πέρφανο το γράμμα:
"Σε περικλείω του Μαχμούτ πασά το γράμμα. Ιδές τι γράφει ο σαλεπιτζης του κερατά. Εγώ διόρισα όλον τον λαόν να τραβηχτεί εις ταις δυναταίς θέσεις και μόνος μου, επειδή είμαι ασθενής, θέλω τραβηχτεί εις τα Παλούκια, εκεί να τους καρτερέσω και ακούς ειδήσεις μου έπειτα. Κάμε το χρέος σου λοιπόν αδερφέ. Και εμένα εκεί να με ηξεύρεις".
Ο Μουσταή εχώρισε τ’ ασκέρι του στα τρία.
Σε τούτη τη διήγηση τα δυό μας ενδιαφέρουν.
Και το ’να προς τον άρρωστο πάει Καραϊσκάκη.
Αυτόν που ανημπόρευτος όντας να πολεμήσει
Πισωδρομάει σιγά σιγά ώστε να προφυλάει
Τον κόσμον που έφευγε μακριά με τα υπάρχοντά του.
Στο μοναστήρι του Προυσσού πηγαίνει και κονεύει.
Τ’ άλλο τραβάει ο Μπότσαρης να το ’βρει στα Πλατάνια.
Κι εκεί γενναία ως έζησε και πολεμώντας έτσι
Όπως ο Μάρκος Μπότσαρης πάντοτε πολεμούσε,
κι ενώ έτοιμος ήτανε το Σκόδρα να χτυπήσει
στο μάτι του το δεξιό τον βρίσκει ένα βόλι.
Κι η ηρώισσα επέταξε αμέσως η ψυχή του.
Ελληνες εσκοτώθηκαν εξήντα. Και σαράντα
Λαβώθηκαν. Μα οι οχτροί, νεκρούς και λαβωμένους
Στη μάχη εμετρήσανε χίλιους και πεντακόσους.
Oι. σύντροφοί του πήρανε απόφαση να πάνε
Να θάψουνε τον ήρωα μέσα στο Μεσολόγγι.
Περνώντας από του Προυσσού στέκονται ν’ ανασάνουν
Και βάζουν το κουφάρι του μέσα στην εκκλησία.
Ο Καραϊσκάκης, άρρωστος βαριά πάνω στο στρώμα,
Σηκώθηκε και σύρθηκε μέχρι την εκκλησία
Και στο νεκρό εσίμωσε. Εσήκωσε την κάπα.
Για λίγο τον εκοίταξε.Υστερα γονατίζει.
Σταυροκοπήθη, εδάκρυσε,τόνε φιλεί και λέει:
"Αμποτες από θάνατο τέτοιον κι εγώ να πάω".
ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤOΥ ΠΡΟΥΣΣΟΥ,
ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ TOY ΛΗΜΕΡΙΑ
Στο μοναστήρι πέρναγαν οι μέρες
Οπως αγίου περνάει λιτανεία.
Ησυχα ξαπλωμένος πα’ στό στρώμα
Ζητά να ξεκουράσει το κορμί του
Με του ύπνου τη χαρά και τη συντρόφια.
Και μες στο κάρωμα ο νους του τρέχει
Μες σε λιβάδια ανθένια και σε δάση
που όλα ειν’ αμόλυντα απο Τούρκο.
Κι ανάμεσα σε λούλουδα και δέντρα
Παίζουν αξέγνοιαστα μικρά παιδάκια.
Να ’ταν και κείνος έτσι να ’χε παίξει
Αντίς που γύριζε φτωχός κι ολέρμος…
Να ’ταν και τα παιδιά του έτσι να παίζαν…
Αλλά δεν ήρθ’ αυτή ακόμα η ώρα.
Μα πρέπει να ’ρθει. Πρέπει στον αγώνα
Ολοι να μπουν για να ’ρθει κείνη η μέρα
Που τώρα στ’ όνειρό του ζει μονάχα…
Μα που ’ναι τ’ όπλο του; Πού το σπαθί του;
Τα παλληκάρια; Που ’σαι ωρέ Στουρνάρα;
Και ξύπναγε, και κοίταζε τριγύρω
Και στη ζωή απ’ τ’ όνειρο γυρνούσε.
Αχ πότε να γερέψει λιγουλάκι
Στον πόλεμο να τρέξει όπως πρώτα
Και τούρκους να σκοτώνει ως να τελειώσουν.
Αχ! Τούτη του η αρρώστια να μην ήταν…
Αλλά και η Προυσσιώτισσα τί κάνει;
Στο σπίτι της εμπήκε. Δεν τον βλέπει;
Γιατί τόσο αργεί να τόνε γιάνει;
Ενας καλόγερος του ’πε μια μέρα:
"Τάξε της κάτι τις Καραϊσκάκη
Να δεις για πότε βρίσκεις την υγειά σου!".
"Τί να της τάξω;" Κείνες τις ημέρες
Τ’ άλογο της Μονής είχε ψοφήσει.
"Τάξε της τ’ άλογό σου καπετάνιε".
"Ε, της το τάζω." Σε πεντέξη μέρες
Ενιωσε σα να γέρεφε λιγάκι
και σκώθηκε να φύγει. Πριν, θυμάται,
Επήρε τ’ άλογό του και το δένει
Με την τριχιά στης εκκλησιάς την πόρτα:
"Κοίτα να μην το ξέρω αφόντας ήρθα
Πως άλογο ήθελες για να με γιάνεις…"
Είπε, χαιρέτησε τους καλόγερους,
Κι έφυγε μόνος του απ’ τό μοναστήρι.
Είχε ειδήσεις πως οι τουρκαλάδες
Είχανε ησυχάσει για την ώρα.
Ηταν η ευκαιρία που ζητούσε
Να ξαναδεί και πάλι τη σπηλιά του
Εκεί που οχτάχρονο μικρό αγόρι
Εζούσε κλέβοντας και κυνηγώντας.
Αγόρασε καινούργιο ένα μουλάρι
Και στη σπηλιά εβρέθη σε δυό μέρες.
Βρήκε έναν τσέλιγκα παλιό του φίλο
Και του ’φερνε να τρώει κάθε μέρα.
Τόσο μικρή του φάνηκε η σπηλιά του,
Που απόρησε πώς τον χωρούσε τότε.
Εβρήκε κι ένα τάσι σκαλισμένο
που το ’χε φτιάξει από φλύδα δέντρου,
Εβρήκε και τον μαυρισμένο τοίχο
Απ’ τή φωτιά που άναβε χειμώνα.
Εκάθησε και είδε τη ζωή του.
Πόσο παλιά και μακρινά ήταν όλα
Σα να μην είχανε καθόλου γίνει.
Μόνο σαν έβλεπε τον εαυτό του
Σκύβοντας για να πιεί απ’ το βαγένι,
Κι έβλεπε τα μαλλιά και τα μουστάκια,
Κι έβλεπε τ’ άγριο το πρόσωπο του,
Εκαταλάβαινε πως ειν’ αλήθεια-
Πως όλα κείνα που ’ξερε είχαν γίνει.
Ετώρα ήτανε καλοντυμένος.
Γούνινο πανωφόρι και γελέκι,
Δερμάτινα τσαρούχια γελαδίσια
Και σκούφια κόκκινη χρυσοδεμένη.
Και διαμαντένιο φόραε δαχτυλίδι
Που του ’πανε πως χίλια πεντακόσα
Τάλαρα ισπανιόλικα κοστίζει.
Όλα αρπαγμένα από τους τουρκαλάδες,
Πλιάτσικα σε καρτέρι είτε σε μάχη.
Χάθηκε μες στις θύμησες τρεις νύχτες
Και τα ξανά ’δε όλα σε τρεις μέρες.
Κι όταν εχόρτασε απ’ τα παλιά του,
Ο νους του τον εγύρισε και πάλι
Στης μάχης-στου πολέμου την αντάρα,
Και στους Καπεταναίους και στους τούρκους.
Κι αφού πολυλογάς ήταν πλασμένος,
Και σ’ άλλονε δεν είχε να μιλήσει,
Αρχισε να μιλάει στον εαυτό του.
"Κάτι καινούργιο γίνεται ’δω πέρα.
Σαν τέτοιος Σηκωμός δεν είχε γίνει
Αλλη φορά όπως αυτός μεγάλος.
Ποτέ τόσοι πολλοί Καπεταναίοι,
Ποτέ όλος ο λαός δεν εκινήθη.
Μην ήρθ’ η ώρα που ζητάμε όλοι;
Μην ηρθ’ η ώρα να λευτερωθούμε;
Κράτος να φτιάξουμε κι εμείς δικό μας
Καθώς η Ιγγλετέρα κι η Ρουσία;
Και γιατί όχι; Μη και πρώτα πρώτα
Δεν ήμασταν τρανύτεροι απ’ όλους!
Γιατί όχι και πάλι! Κι αν ο Τούρκος
Δε θέλει από το σπίτι μας να φύγει,
Γι’ αυτό ’χουμε τα όπλα-και τι άλλο
Από τα όπλα θα ’διωχνε τον τούρκο;
Και ποιοί τα ’χουν τα όπλα; Ο Στουρνάρας,
Εγώ, ο Δυσσέας, ο Κολοκοτρώνης..
Σε μας λοιπόν ο κλήρος έχει λάχει
Να διώξουμε τον Τούρκο απ’ την Ελλάδα".
Εσκυψε κι εκοιτάχτη στο βαγένι:
"Σ’ εμενα το ζαμπούνη, ναι, σε μένα,
Αφού εγώ έχω δύναμη και όπλα..
Αφού εμένα ακούν τα παλληκάρια..
Σ’ εμένα και στους άλλους Καπετάνιους.
Και γιατί όχι; Κι αν οι τούρκοι έχουν
Πιότερα και διαμάντια και χρυσάφια,
Ε, από κάποιονε τα ’χουνε πάρει.
Αλλά στον πόλεμο η ψυχή μετράει.
Και η παλληκαριά. Κι αν παλληκάρια
Είναι οι τούρκοι μια, οι Ελληνες δέκα.
Α! ωρέ: Οταν στον πόλεμο τους ρίχνω
Σπίθες πετάν τα μάτια κι η καρδιά τους.
Ας είναι. Ηρθ’ η ώρα. Αλλο δεν πάει".
Από το τάσι του γουλιά μια ήπιε
Κι ύστερα κοίταξε ολόγυρά του.
Είδε τα χόρτα, τα βουνά, τα δέντρα,
Τον ήλιο που όλο πήγαινε να δύσει
Κι όλο στεκότανε στο ίδιο μέρος.
Ετρόμαξε. Σκοτείδιασε η ματιά του.
Μέσα εστράφηκε στον εαυτό του
Και τον μονάχο συνεχίζει λόγο:
«Είναι παμπόνηροι όμως οι τούρκοι.
Και συμφωνίες κάνουνε μαζί μας.
Και πέφτουμε μαζί τους σε καπάκια.
Και με δοσίματα κι Αρματολίκια
Θέλουν αυτοί την τύχη μας να ορίζουν.
Ετσι δε γίνεται όμως χαϊρι,
Γιατί έτσι ό,τι σήμερα κερδάμε
Αύριο εκείνοι μας το ξαναπαίρνουν.
Πρέπει να σταματήσουν τα καπάκια.
Και πρώτα ο πουντζαράς εγώ ο ίδιος.
Αλήπασας πια τώρα δεν υπάρχει,
Δεν τρώγονται οι τούρκοι μεταξύ τους.
Πριν, πότε παίρναμε του ενός το μέρος
Πότε του άλλου άπιστου. Μα τότε..
Τότε είχε λόγο ετούτη μας η στάση.
Μα τώρα ρε πουτάνα Καραϊσκάκη
Τί θέλεις τα καπάκια με τους Τούρκους;
Τώρα κι εμείς έχουμε δυναμώσει.
Αυτοί καπάκια τώρα μας ζητάνε.
Δεν είδες τον κολόπασα της Σκόδρας;
Βρε τι καλά τα λέω εδώ μονάχος...
Μα μόνος μου δεν είμαι. Είναι κι άλλοι
Που πρέπει όλοι τους ίδια να κάνουν
Για να ’χει επιτυχία ο αγώνας.
Πρέπει σαν πάω εκεί να τους μιλήσω.
Μα θα μ’ ακούσουνε οι κερατάδες;
Μα ό,τι και να κάνουν όλοι εκείνοι
Και αν κανένας τους δε θα μ’ ακούσει
Εγώ θα προχωρήσω μοναχός μου.
Στις μάχες κόβει το ξερομυαλό μου.
Κι αυτό το είδανε καλά κι εκείνοι.
Και από τότε που ο γερο-Τσάκας
με είπε φοβιτσιάρη, έχω αλλάξει.
Και με λατρεύουνε τα παλληκάρια.
Για μένανε και τη ζωή τους δίνουν.
Κι αν στον τεσσαρομάτη δεν αρέσω
Κι αν δε με θέλουν οι πολιτικάντες
Εδώ είμαι κι ας ερθούν να με σκοτώσουν.
Να δούμε ποιός τον άλλονε θα φάει.
Αλήθεια ωρέ αυτοί από πού φυτρώσαν;
Πού διάβολο κρυβόνταν μέχρι τώρα;
Δεν κρύβονταν, αλλά μακριά μας μέναν.
Ενώ εμείς στενάζαμε απ’ τούς τούρκους
Αυτοί εμεγαλώναν με νταντάδες
Και τρώγανε μαζί με τους πασάδες.
Να ξέραν από πόλεμο κανέμου…
Μπα.Τίποτα. Δεν έχουνε ιδέα.
Αν ήτανε καλλίτεροι από μένα
Μετά χαράς μου, ας γίνουν Καπετάνιοι,
Κι εγώ δικό τους να ’μαι παλληκάρι.
Αλλά δεν είναι τα καρα-τσογλάνια.
Κι απ’ όλους κείνος ο τεσσαρομάτης.
Θέλει και στρατηγός να γίνει τ’ όρνιο…
Τα τέσσερα δεν ξέρει πού του πάνε,
Και θέλει ο κερατάς στρατηγηλίκια.
Τον είδαμε στην Πλάκα και στου Πέτα.
Ωρέ Πατρίδα ποιοί σε κυβερνάνε…
Όμως ορκίζομαι σε του’ την κούπα
Οπου με πότιζε μικρό παιδάκι
Ότι εγώ θα πέσω στον αγώνα,
Και με τους άλλους τους καπεταναίους,
Που τους γνωρίζω ίδιους μετ’ εμένα,
Τη Λεφτεριά θα φέρουμε στον τόπο".
Σηκώθη κι είδε πάλι κατά πάνω.
Τώρα ο ήλιος πάλι προχωρούσε.
Κι ο Γιώργης με χαρούμενο ένα βήμα
Ετράβηξε να πάει στη σπηλιά του.
Ο ΚΑΡΑΓΣΚΑΚΗΣ ΣΤΑ ΕΦΤΑΝΗΣΑ
Κεφαλονιά. Οχτώβρης. Αργοστόλι.
Εκεί επήγε ο Καραϊσκάκης
Φεύγοντας από τη σπηλιά. Η αρρώστια
Πάλι τόνε χτυπάει. Κι αποφασίζει
Να πάει στους γιατρούς τους Ευρωπαίους
Να τον ιδούν και να του πουν τι έχει.
Και του ’πανε. Πως έχει του ’παν φθίση
Και πως παράμερα να κάτσει πρέπει.
Να μην κουράζεται και να ησυχάσει.
Ν’ αφήσει όπλα και Καπετανλίκια.
Τ’ ακούει ο Γιώργης, μ’ άλλα λογαριάζει.
Στο μεταξύ αυτό ο Μαυροκορδάτος
Στέλνει ένα έγγραφο στο Αργοστόλι
Στις Αγγλικές αρχές, κατηγορώντας
Για αρχικακούργο τον Καραϊσκάκη,
και τους εζήταγε να τον συλλάβουν.
Ποιος ξέρει πώς του άτιμου Εγγλέζου
Δούλεψε το μυαλό, και δεν τον πιάνει.
Οπως και να ’ναι, ο Καραϊσκάκης
Φεύγει για Στερεά σε λίγες μέρες.
Στο πλοίο εταξίδευε μαζί του
Ο Τζούλιους Μιλλιγκαν, Γάλλος ντοτόρος:
"Καραϊσκάκη πρέπει να ησυχάσεις.
Έτσι που ζεις γρήγορα θα πεθάνεις".
"Ντοτόρε, η ζωή κατ’ απ’ τον Τούρκο
Θάνατος είναι. Άλλη ζωή δεν ξέρω
Παρά για λεφτεριά να πολεμάω
Τόσο, όπου δεν ξέρω τί θα κάμω
Όταν στο τέλος θα λευτερωθούμε".
"Πιστεύεις ότι θα λευτερωθείτε;"
"Ντοτόρε όπως σε βλέπω και με βλέπεις.
Οι Ελληνες ξεσηκωθήκαν όλοι.
Κι είδες-τους καταφέρνουμε τους τούρκους.
Το δίκιο με το μέρος μας μετράει.
Πολύ έχουμε απο κείνους υποφέρει.
Το αίμα όπου έχυσε ο λαός μας
Όληνε φτάνει την Τουρκιά να πνίξει.
Μόνο να είμαστε όλοι ενωμένοι".
"Και πώς να είσαστε όλοι ενωμένοι
Αφού την ώρα τούτη που μιλάμε
Στο Ράγκο το μυαλό σου τριγυρνάει-
Πώς τ’ Αγραφα θα κάνεις να του πάρεις…"
"Δεν είναι μόνο τ’ Αγραφα στο νου μου.
Στο νου μου ειν’ η Πατρίδα. Κι ό,τι κάνω
Για κείνηνε το κάνω. Αν ντοτόρε
Εχω ένα τόπο και τον διαφεντεύω,
Τότε μπορώ και παλληκάρια να ’χω
Και Καπετάνιος τότε να λογιούμαι-
Κι εγώ τ’ Αγραφα μόνο είναι που ξέρω.
Χωρίς Καπετανλίκι και στρατιώτες
Πλάσμα άχρηστο θα είμαι για τον τόπο".
Ο Μίλλιγκαν εσκόπευε βιβλίο
Να γράψει σα στον τόπο του γυρίσει
(Και το ’γραψε με τίτλο: "Αναμνήσεις
Από τις υποθέσεις της Ελλάδος")
Για ό,τι εγινόταν στην Ελλάδα.
Και όπου έβρισκε κάποιον που να ’χει
Πόστο μεγάλο, και κυρίως όπου
Εβρισκε Καπετάνιο, προσπαθούσε
Οσα μπορούσε απ’ αυτόν να βγάλει
Λόγια, για του βιβλίου του τις ανάγκες.
Το ίδιο έκανε και με το Γιώργη
Που κιόλας ήταν όνομα μεγάλο
Στα πράματα τα τότε της Ελλάδας.
Και ο Καραϊσκάκης που ζητούσε
Μόνο αφορμή ν’ αρχίσει να μιλάει,
Πολύ δεν ήθελε ούτε και τώρα.
Και πάλι ο Μίλλιγκαν τόνε ρωτάει:
"Γιατί τα ’χετα βάλει οι Καπετάνιοι
Με το Μαυροκορδάτο; Τί σας κάνει;"
"Φαίνεται πως γυρεύεις να τ’ ακούσεις
Κι ας τα γνωρίζεις πιό καλά από ’μένα.
Εμείς δεν τα εβάλαμε με κείνον.
Εμάς εχθροί μας είναι μόνο οι τούρκοι.
Ομως αυτός αφόντας ήρθε κάτου,
Το ’βαλε για σκοπό να κυβερνήσει
Και μας, και το λαό, και την Ελλάδα.
Βάζει ζιζάνια για να μας χωρίσει
Κι ο ένας να σκοτώσουμε τον άλλο.
Και τότε πες μου-.ποιός θα πολεμήσει;
Αυτός. Και θα τα φκιάσει με τους Αγγλους
Και τώρα ο λαός θα υποφέρει
Οχι απ’ τους Τούρκους αλλ’ από τους Άγγλους.
Κι όχι μονάχα ο Μαυροκορδάτος,
Μα κι όσοι ορντινιάστηκαν μαζί του
Ίδια μ’ αυτόνε προσπαθούν να κάνουν.
Τι θες; Να κάτσουμε να μας σκοτώσει;
Όταν εμείς για τετρακόσα χρόνια
Σφαζόμαστε απ’ τών τούρκων το μαχαίρι
Αυτοί του το ακόνιζαν στην Πόλη.
Τώρα ζητάει στρατηγός να γίνει.
Βρήκε καλόνε τον Κολοκοτρώνη
Και δέχεται τις τζιριτζάτζουλές του.
Του είπε ο Οδυσσέας: βάλτους μαχαίρι,
Αυτοί θα φαν κι εμάς και την Πατρίδα.
Ο Γέρος όμως κιότεφε. Φοβήθη
Πως η Ευρώπη λέει θα θυμώσει.
Μπορεί και να ’χε δίκιο. Δεν το ξέρω.
Μα να μη χώνονται μες στις δουλειές μας".
Επήρα φόρα ο Καραϊσκάκης
Και το προχώρησε κι ας μη ’ρωτήθη:
"Λέει πως θέλουμε κάποιον προστάτη.
Και τούτο δω;" Κι έδειξε το σπαθί του
"Τί είναι; Και ζητάει την Ιγγλετέρα
Να φέρει, κι απέ τότε θα σωθούμε…
Τ’ αρχίδια οι Εγγλέζοι όμως τί λένε;
Μέχρι τα τώρα τ’ άκουγα μονάχα
Μα όταν ήμουνα στο Αργοστόλι
Τα είδα με τα ίδια μου τα μάτια.
Κι αν μια φορά η Ιγγλετέρα πρώτα
Δεν ήθελα να έμπει στην Ελλάδα,
Τώρα δε θέλω δέκα. Επειδή είδα
Πόσα τραβάν οι Ελληνες απ’ τους Αγγλους.
Εσύ τα ξέρεις πιο καλά από μένα.
Εκείνοι δεν πουλήσανε την Πάργα
Σα να ’τανε χρονιάτικο κατσίκι;
Και τώρα η πουτάνα ο Μαιτλάνδος
Ο,που μπαϊράκι Ελληνικό το σκίζει.
Καράβια δέχεται μόνο των τούρκων.
Και πες, κανείς κοτάει να μιλήσει;
Οι φυλακές ειν’ έλληνες γεμάτες,
Γιατί βοηθάνε, λέει, την Ελλάδα.
Αμ ποιόνε θα βοηθήσουν; Την Τουρκία;
Περιουσία οι Ελληνες ορίζουν;
Ο,τι ώρα θέλει τους την παίρνει ο Αγγλος.
Και τα σκυλιά οι Ιγγλέζοι οι στρατιώτες
Βλέπεις πώς φέρονται στους εδικούς μου.
Καλλίτερος για μας ήταν ο Τούρκος.
Και στη Λευκάδα τι ατιμία μένει
Που δεν την έκανε ο Τεμπλ-ο άλλος
Μεγάλος άνθρωπος της Ιγγλετέρας;..
Οταν ακούει έλληνα φρενιάζει.
Πόσους δεν κρέμασε, μόνο και μόνο
Γιατ’ είχανε καλή για μας ιδέα;
Αυτός ο ίδιος έπιασε του Τσόγκα
Και κρέμασε το πρώτο παλληκάρι,
Και την κρεμάλα του την είχε στήσει
Στην άκρη του νησ’ού με τέτοιον τρόπο
Που απ’ απέναντι να τήνε βλέπουν.
Αμέ στα Κύθηρα; (τα ’μαθα όλα)
Βουτάν τους Ελληνες όπου κρεμάνε
Μες στο κατράμι για να μη σαπίζουν
και μες σε σιδερόκλουβα τους βάζουν
και τα ’χουνε για χρόνια κρεμασμένα
Για να τους βλέπουν όλοι, να φοβούνται.
Αλλά τα παλληκάρια δε φοβούνται.
Δε λογαριάζουν ούτε Ιγγλετέρα
ούτε καμμία δύναμη μεγάλη.
Κι αν τίς εβάλεις ούλες τις Δυνάμεις
Σε μιας ντοτόρε ζυγαριάς το δίσκο
Και πά’ στον άλλο βάλεις ενού Κλέφτη
θέλεις τη σπάθα ή το καριοφύλλι,
Στη σπάθα του η ζυγαριά θα γείρει
Γιατί έχει η σπάθα του γραμμένο πάνω
Ένα ντοτόρε-τούτο: Ελευτερία
Η θάνατος-κι αυτό ’ναι που βαραίνει.
Γιατί λοιπόν να έρθει η Ιγγλετέρα;
Γιατί τη θέλει ο Μαυροκορδάτος;
Γιατί για πάντα δούλος θέλει να ’ναι;
Γι αυτό; Δεν έζησε στα κορφοβούνια,
Δε βγήκε Κλέφτης στα βουνά να ξέρει.
Τη λεφτεριά τη νιώθει μον’ ο Κλέφτης.
Γι αυτό σου λέω θα τον πολεμήσω.
Κι εγώ και οι Καπεταναίοι όλοι.
Κάποτε τα νησ’ά ήταν δικά σας.
Δεν ξέρω τα δικά σας τα χαμπέρια,
Αλλά κι αν είσαστε ακόμα αγγέλοι,
Ξένοι είσαστε για μένανε ντοτόρε.
Καλλίτερα έλληνες, κι ας ειν’ διαβόλοι".
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΡΑΛΪΣΚΑΚΗ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΥ
Στο μεταξύ αφού ο Μαυροκορδάτος
Αναψε στο Μωρηά τον πρώτο Εμφύλιο
Κινάει και πάει στη Δυτική Ελλάδα
Θέλοντας οι Καπεταναίοι όλοι
Να τον γνωρίσουνε για Διοικητή τους.
Το πέτυχε απ’ όλους. Μόνον ένας
Του ’μενε ακόμα: ο Καραϊσκάκης!
Και τον καλεί να πάει να τον έβρει.
"Καραϊσκάκη το καλό του τόπου
Ομόνοια θέλει αναμεταξύ μας.
Γι αυτό σε κάλεσα. Να φιλιωθούμε".
"Εχθροί δεν είμαστε Μαυροκορδάτε.
Εχθροί και των δυονώνε μας οι τούρκοι".
"Ακου Καραϊσκάκη. Εδώ για να ’ρθω
Μου όρισε η Κυβέρνηση και ήρθα".
"Ποια από τις δύο ωρέ Μαυροκορδάτε;
Η μήπως κάματε και καμμιά τρίτη;"
"Μπορεί συ να γελάς Καραϊσκάκη.
Αλλά για να προκόψει ο κάθε τόπος
σε μια πρέπει αρχή όλοι ν’ ακούνε
κι όχι να κυβερνάει ο καθένας.
Πρέπει σειρά και τάξη να υπάρχει
Αν θέλουμε ο τόπος να προκόψει".
"Μου τσαμπούνας ο τόπος και ο τόπος.
Ποιός τόπος; Κείνος που εσύ κι οι άλλοι
θέτε να μοιραστεί σε δέκα ανθρώπους;"
"Καραϊσκάκη άλλα δεν ακούω,
Ενα σου λέω μόνο.Υποτάξου
Στης Κυβερνήσεως τις αποφάσεις.
Αυτό θα πει πατρίδα. Μόνον έτσι
Το κάθε δόσιμό σου θα μετράει.
Και θέλω γρήγορα να μ’ απαντήσεις".
"Ετσι μου είπε κι ο πασάς της Σκόδρας.
Κι αυτός να προσκυνήσω μου ζητούσε.
Αφού το θες λοιπόν Μαυροκορδάτε
Άκου αμέσως την απόκρισή μου.
Εσύ καλά κατέχεις τα βιβλία.
Εγώ τον πόλεμο καλά κατέχω.
Δεν ήρθα να σου πω πώς να διαβάζεις.
Ετσι και συ μη θέλεις να με μάθεις
Το πώς με τ’ όπλο μου να ντουφεκάω.
Καθείς στο έργο του Μαυροκορδάτε.
Άσε τους Καπετάνιους στη δουλειά τους.
Την ξέρουνε καλλίτερα από σένα.
Και κάτι ακόμα. Τούτ’ η γής δεν είναι
ούτε δική σου κι ούτε και δική μου.
Σ’ όλους ανήκει. Μοίρασ’ τήνε σ’ όλους.
Αυτά τα δυο σαν κάνεις, τότε μπέσα,
Οταν λευτερωθεί αυτός ο τόπος,
Όταν Πατρίδα θα ’χουμε δικιά μας,
Τότε και βασιλιά μου σε γνωρίζω.
Ως τότε όμως τους Καπεταναίους
Ας’ τους να πολεμάνε όπως ξέρουν".
«Πολύ καλά λοιπόν Καραϊσκάκη.
Να ξέρεις όμως ότι όλοι οι άλλοι
Συμφώνησαν με μένα. Σύρε τώρα ".
"Μανία που την έχεις να διατάζεις!
Θα σύρω. Μα θα πω κάτι ακόμα.
Αν συ εγύρευες να μου μιλήσεις
Κι εγώ εγύρευα να σ’ ανταμώσω.
Ξέρεις γιατί. Γιατί άρρωστος σαν ήμουν
Το Ράγκο έβαλες κι έχει πατήσει
Τ’ Αγραφα-τα δικά μου τα λημέρια.
Τούτο λοιπόν να σου ζητήσω θέλω:
Απ’ τ’ Αγραφα το Ράγκο να τον πάρεις".
"Ο Ραγκος μόνος του πήγε κει πάνω".
"Εσύ τον έβαλες. Κι αυτό το ξέρω".
"Κι αν δε τον πάρω τι Καραϊσκάκη;"
"Τότες εγώ μονάχος θα τον διώξω".
"Με πέντε ανθρώπους που σου απομείναν;"
"Μαυροκορδάτε τέσσερα έχεις μάτια
Αλλά σωστά δε βλέπεις κακομοίρη.
Αλλιώς ήθελες μάθει μέχρι τώρα
Οτι εγώ δεν είμαι Καπετάνιος
Των εκατό παλληκαριών μονάχα-
Γιατί έμαθα πως τόσα μου ορίζεις.
Και τώρα με την άδεια σου πηγαίνω".
Οσο κι αν στου κουφού βροντάς την πόρτα
Χαμπάρι αυτός. Και ο Μαυροκορδάτος
Εχοντας καταλάβει καλά πλέον
Πως δεν μπορεί παρά με ατιμία
Να καταστρέψει τον Καραϊσκάκη
Βάζει μπροστά μια μέθοδο γνωστή του-
Ετσι δε γλίτωσε απ’ τον Υψηλάντη
Κι από τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη;
Προδότες δεν τους είπε και τους δύο;
Λοιπόν προδότης κι ο Καραϊσκάκης!
Εύκολο θα ’ναι. Τόσα μέσα έχει.
Κι ανθρώπους όσους θες στη διάθεση του
Ετοιμους ό,τι ψέμμα τους ζητήσει
Κι αρώτητα όποια βρωμιά να κάνουν.
Και μια και δυο αρχίνησε να πλέκει
Ενα γερό, καθώς θαρρούσε, δίχτυ
Να πιάσει μέσα του τον Καραϊσκάκη.
Ας δούμε όμως πρώτα κάτι άλλο:
Τα λόγια που είπε ο Καραϊσκάκης
Στους Καπετάνιους τους υποταγμένους
Στη δολερότη του Μαυροκορδάτου,
Οταν αυτοί σταλμένοι από κείνον,
Τον Μαχαλά πηγαίνανε να πιάσουν,
Τάχατες δίχως το γιατί να ξέρουν,
Ενώ σταλτοί από τον "πρίντζιπα" ήταν
Για να στριμώξουν τον Καραϊσκάκη
Και από τ’ Άγραφα να τόνε διώξουν.
Απ’ τό Αιτωλικό λοιπόν περνώντας
Ο Νότη-Μπότσαρης και ο Στουρνάρας,
Τον άλυγο ανταμώσαν Καπετάνιο
Που κιόλας ήξερε γι αυτούς τα πάντα.
"Για πού τραβάτε ωρέ;" Τους αρωτάει.
"Κι εμείς δεν ξέρουμε ",του λέει ο Νότης.
"Στο Μαχαλά μας στέλνει το γκουβέρνο
Και κει θα κάμουμε ό,τι μας ορίσει".
"Για ποιό μου λες γκουβέρνο καπτα-Νότη;
Λες για γκουβέρνο το Μαυροκορδάτο,
Του Ρεϊζ εφέντη το καρα-τσογλάνι;
Τον φαντασμένο τον τεσσαρομάτη;
Και ποιός τον έκαμε ωρέ γκουβέρνο;
Δεν τον γνωρίζουμε κι εγώ κι οι άλλοι.
Τον υπογράψανε δέκα χιλιάδες
Με το σκοπό να λάβουν τους λουφέδες.
Αυτοί τον υπογράψανε. Συ πρώτος
Που όλα με το ζουρνά θέλεις να ’ρχόνται,
Και ο νταγκ-νταγκ ο Σκάλτσας η καμπάνα,
Κι ο άλλος ο Μακρής, ο μακρυλαίμης
Ο κρεμασμένος, όπου το κεφάλι
Μονάχα ξέρει να κουνά και λέει
"πέκεΐ εφέντημ" στο Μαυροκορδάτο.
Κι ο Μήτσος Κοντογιάννης η πουτάνα
Που αν τον έκανε ο Θεός γυναίκα
Δέκα χιλιάδες θα ’θελε την ώρα.
Κι ο Τζόγκας ο Ξυνογαλάς ο Γιώργης,
Κι ο αδερφός μου ο ψεύτης ο Στουρνάρας.
Ο πούντζος μου όμως δεν τον υπογράφει
Και να σας δω το τί λογής σεφέρι
θα κάνετε όλοι σας χωρίς εμένα".
Τα ’μαθε ολ’ αυτά ο Μαυροκορδάτος
Και πιότερο εφούντωσε απ’ ότι ήταν,
Κι έκαμε πιό γοργό τον γδικιωμό του.
Η ΔΙΚΗ
Ολα μπορεί κανείς να τα ξεφύγει.
Οταν βυθίσει το πλεούμενο του
Και μες σε θάλασσα βρεθεί αφρισμένη
Μπορεί μία σανίδα να τον σώσει.
Σα σε γκρεμό βαθύ κατρακυλάει
Μπορεί μια ρίζα να βρεθεί μπροστά του
Και να πιαστεί, να μη βρεθεί στον Αδη.
Μπορεί από τα νύχια μιας γυναίκας
Να φύγει πριν να χάσει την ψυχή του
Κι ας τούχει εκείνη πιεί το αίμα όλο.
Κι η γης κατ’ απ’ τα πόδια του αν ανοίξει
Σ’ άλλο άνοιγμα μπορεί να τόνε βγάλει.
Μα πώς κάτι μπορεί να περισώσει
Από του δυνατού την αδικία,
Που πέφτει από ψηλά όπως γεράκι-
Που σφίγγει από παντού σαν τη δαγκάνα,
Κι άλλοτε αργοσέρνεται σα φίδι
Που μόνο ορθώνεται για να δαγκάσει,
Κι άλλοτε με φτερά φτάνει αγγέλου,
Η μ’ ανοιχτές αγκάλες σαν γυναίκας
Και πετσοκοφτεί και τρυπάει και σφάζει;
Ετσι του "πρίντζιπα" Μαυροκορδάτου
Η αδικία εχτύπα σαν μαχαίρι
Που άλλοτε βρίσκει φλέβα και σκοτώνει,
Κι άλλοτε τυραγνά και βασανίζει,
Πληγή ανοίγοντας ό,που χτυπήσει.
Πόσοι θεοί να κατεβήκαν πρέπει
Κι όπως τον Οδυσσέα του Ομήρου
Να βόηθησαν και τον Καραϊσκάκη
Γερός να βγει από τούτη την Οδύσσεια…
Και όχι μόνο, μα από κει και πέρα
Και μι’ άλλη περιπέτεια ν’ αρχινήσει,
Την πιο μεγάλη που θνητός ’δυνήθη,
Την πιό υψηλή που σκέψη εβουλήθη,
Την πιό κορμί που ανθρώπου έχει αντέξει.
Μοιάζει σαν οι θεοί να κατεβήκαν
Απ’ τα Ολύμπια τα δώματά τους,
Για να του γίνουνε συμπαραστάτες
Στη μάχη του στην αδικιά ενάντια.
Και βρήκανε σ’ αυτόν ό,τι είχαν χάσει
Για δυόμισυ χιλιάδες τόσα χρόνια.
Κι οι θύμησες κι οι νοσταλγίες τους πνίξαν
και τους εκράτησαν εκεί, κοντά του,
Βοηθό σ’ ότι κι αν έκανε πιό πέρα.
Ο Αρης βρήκε άρματα κι αντρεία,
Της αγροτιάς η Δήμητρα το φίλο,
Ο Δίας τις αστραπές του στη ματιά του,
Η Αφροδίτη η Πάνδημη τον άντρα,
Κι η Ουρανία ζήτησε να γέψει
Την ηδονή των ήσυχων στιγμών του.
Ετσι έγινε και ο Καραϊσκάκης
Ενώ καταδικάστηκε, μα όμως,
Με θεϊκή μια δύναμη και φλόγα
Τον κάθε εφώτισε κατήγορό του.
Και σαν αντίδωρο στην αδικία
που του εδώρησε, ο Μαυροκορδάτος,
Ελευτεριά επήρε από κείνον
Για να μπορεί άδικος πάλι να ’ναι.
Και κάθε δικαστήριο από τότε
Εχασε κάθε εκτίμηση κι αξία.
Και από τότε είναι δικιοσύνη
Η λεβεντιά, το φως και η αλήθεια.
Η δίκη το λοιπόν με λίγα λόγια.
Και πρώτα πρώτα οι κατηγορίες.
Ενώ μισοάρρωστος ο Καραϊσκάκης
Στο Αιτωλικό ακόμα εβρισκόταν
Πιάνουν ανθρώποι του Μαυροκορδάτου
Κι ενώ βρισκότανε στο Μεσολόγγι
Δέρνουν του θανατά έναν ανηψιό του.
Σαν το μαθαίνει ο Καραϊσκάκης
θηρίο γίνεται. Και στέλνει αμέσως
Ανθρώπους του και παν στο Μεσολόγγι,
και δυό προεστούς του φέρνουνε δεμένους.
Κι άλλους και πιάνουνε το Βασιλάδι.
Τρίβει τα χέρια του ο Μαυροκορδάτος:
Εγκληματίας ο Καραϊσκάκης…
Ενας Βουλπιώτης τώρα είχε πάει
Στα Γιάννενα ταξίδι για δουλειές του.
Τον πλησιάζει ο Μαυροκορδάτος,
Τόνε πληρώνει και να πει του λέει
Οτι στα Γιάννενα τάχα επήγε
Γιατί τον έστειλε ο Καραϊσκάκης
Να πάει στον Ομέρπασα χαμπέρι
Πως ήρθ’ η ώρα κάτου να κατέβει
Και-άκου Ελληνα και πατριώτη-,
Το Μεσολόγγι να του παράδωσει,
Κι ακόμα Μπάυρον και Μαυροκορδάτο.
Ετυχε ακόμα κείνες τις ημέρες
Κάτι τουρκών καράβια κινηθήκαν,
Μπαίνει κι αυτό μες στην κατηγορία-
Ατράνταχτο στοιχείο προδοσίας.
Μέσα σε μια Εκκλησά έγινε η δίκη.
Εισαγγελείς τέσσεροι πουλημένοι,
Με Πρόεδρο τον Πορφύριο της Αρτας.
Παρών κι ο Κασομούλης που σ’ αυτόνε
Χρωστάμε την περιγραφή της δίκης.
Μπαίνει στην εκκλησά ο Καραϊσκάκης,
Πάνοπλος όπως όλοι εκεί μέσα.
Απόξω παλληκάρια του φυλάνε
Από το φόβο μήπως τον σκοτώσουν.
Σα μπήκε, προσκυνάει τις εικόνες
Και τους ρωτάει ο Καραϊσκάκης:
"Πέστε μου: ορθός να μείνω ή να καθήσω;"
Του απαντάει ο πρόεδρος-Δεσπότης:
"Κάτσε γιατ’ είσαι άρρωστος".Του φέρνουν
Ενα προσκέφαλο, και σταυροπόδι,
Κάτω στο πάτωμα πάει και καθίζει.
Αρχίζει ο Δεσπότης και μιλάει
Και αραδιάζει τις κατηγορίες.
"Λοιπόν η απολογία σου ποια είναι
Σε όλες τούτες τις κατηγορίες;"
"Απ’ όλες τούτες τις κατηγορίες
Που μ’αραδιάσατε, είδηση δεν έχω.
Για γδικιωμό πήρα το Βασιλάδι
Αυτών που δείρανε τον άνθρωπό μου.
Και τους προεστούς γι αυτό τους είχα πιάσει.
Αλλά και κείνους και το Βασιλάδι
Λέφτερα τ’ αφήσα την άλλη μέρα.
Οσο για το Βουλπιώτη που μου λέτε
Ναι, ’γω του είχα δώσει διαβατήριο-
Όλοι οι Καπεταναίοι το συνηθάμε.
Αθώο τόνε ξέρω τον εαυτό μου.
Φέρτε μου εδώ μπροστά μου το Βουλπιώτη
Κι αν πει τ’ αντίθετα εκείνος, τότε
Και θάνατο αν μου δώστε με παλούκι,
θα τον δεχτώ χωρίς αντιλογία".
Επιστρατεύουνε το Γιάγκο Σούτσο,
Απ’ τά τσιράκια του Μαυροκορδάτου:
"Μου ’πε ο ίδιος ο Καραϊσκάκης
Πως στον Ομέρπασα είχε μηνύσει
Ότι θα του ’δινε το Μεσολόγγι".
Πετάγεται ορθός ο Καραϊσκάκης:
"Εγώ μωρέ σου τα ’πα αυτά εσένα;
"Μάλιστα". Παρεμβαίνει ο Στουρνάρας:
"Αν κάτι σίγουρο έχουμε, μπορούμε
Να τον δικάσουμε τον Καραϊσκάκη.
Μα όχι μόνο για τα λόγια που ’πε.
Ξέρουμε όλοι πως συνήθειο το ’χει
Λόγια πολλά να λέει". Με συμπάθεια
Τόνε κοιτάζει ο Καραϊσκάκης.
Λέει ο Γρηγόρης Λιακατάς: "Ακόμα
Δεν τέλειωσε η κρίση. Μέχρι αύριο
Πολλές θα βγούνε μαρτυρίες στη φόρα".
Πικρά τον βλέπει ο Καραϊσκάκης.
"Σ’ αυτά που λέω αν βάλετε θεμέλια,
Οσες ζωές και να ’χω δε γλιτώνω".
Τους λέει. Πετάγεται ο Μεγαπάνου:
"Βρε ξέρουμε πως είσαι όλο λόγια,
Αλλά γιατί!" "Κυρ-Πάνο το ’χω χούι".
"Αλλά γιατί να το ’χεις χούι ακόμα
Που πενηντάρησες Καραϊσκάκη;"
"Αμ δε μπορώ κυρ-Πάνο να το κόψω.
Κι εσύ ογδοντάρης είσαι, μα το χούϊ
που έχεις να γαμείς, δεν το αφήνεις".
Λέγοντας τούτα, λαός, κριτές και όλοι,
Λιποθυμήσανε από τα γέλια.
"Κι εγώ ο ίδιος", λέει ο Κασομούλης.
Πρώτος το γέλιο έπαψε ο Στουρνάρας:
"Για σήμερα ας τ’ αφήσουμε", τους λέει,
"Γιατί το καταντήσαμε τζιορτζίνα".
Ελεγαν πως θα χάλαγε τη δίκη
βάζοντας τους δικούς του να χτυπήσουν.
Δεν τους την έκανε αυτή τη χάρη.
Μ’ ένα του χωρατό εγίναν όλα.
Αρκεσε αυτό τη μάσκα να ξεσκίσει
Της νομιμότητας των παρανόμων,
κι όπως μας διηγάται ο Κασομούλης
Αρχισαν τότε όλοι να φωνάζουν
Αλλος πως αθωώθηκε τελείως,
Αλλος πως αποκρίθηκε θαυμάσια
Και αποστόμωσε τους δικαστές του,
Αλλος εκθείασε το παράστημα του,
Την ετοιμότητα του και τ’ αστεία,
Κι άλλοι "δε θα φανεί πάλι" ελέγαν
"Αλλοτε πουτζιαράς ωσάν και τούτον".
Την άλλη μέρα το πρωί οι στρατιώτες
Είχαν αλλάξει διάθεση και γνώμη.
Όσοι ήταν ενάντιά του οργισμένοι,
Μετά απ’ αυτά ν' αδιαφορούνε δείχναν,
Κι όσοι τον συμπαθούσαν κι από πρώτα
"Τώρα επέταξαν ταις γλώσαις έξω".
Δεν ετολμήσανε την άλλη μέρα
Στην εκκλησά να μαζευτούνε πάλι.
Ούτε καλέσαν τον Καραϊσκάκη.
Αποβραδίς εβάλαν το Βουλπιώτη
Και κάνει μια κατάθεση καινούργια,
Επαρχο τάζοντας του να τον κάνουν,
και τη διαβάζουνε την άλλη μέρα
Στο σπίτι του Λουριώτη συναγμένοι.
Κίτσος Τζαβέλλας, Ζώης, Πάνου, Βέρης,
Βλέπουν πως λέει ψέμματα ο Βουλπιώτης
και φεύγουν, "να μη βάψουνε τα χέρια
Σ’ αθώου αίμα. Κι όποιοι θα το κάνουν
Το αίμα στα κεφάλια τους να πέσει
Και στων παιδιών τους". Σταματά η Δίκη.
Οι του Μαυροκορδάτου του μηνάνε
Να ’ρθει ο ίδιος να τα κανονίσει,
Αλλιώς θ’ αθωωθεί ο Καραϊσκάκης.
Κι έρχεται αυτός και γράφει ένα φερμάνι
Ότι τον διώχνει από την Πατρίδα,
Ότι του παίρνει κάθε του εξουσία,
κάθε αξίωμα, κάθε βαθμό του,
Και όχι μόνο, μα καλεί και όλους
Τους έλληνες να μη τον πλησιάζουν,
Και να τον λογαριάζουν για εχθρό τους.
Μετά άπό λίγο, στις εφτά τ’ Απρίλη,
Σ’ ένα του γράμμα ο Μαυροκορδάτος
Στο Εκτελεστικό, λέει και τούτα:
"Εν τοσούτω δε ελπίζεται ότι η ζωή του θέλει είσθαι βραχυτάτη, επειδή αυτός είναι φθισικός και το πάθος του κατήντησεν εις τον τρίτον βαθμόν. Ούτε να περιπατήσει δεν ημπορεί, ούτε να καβαλικεύσει, αλλά τον σηκώνουν εις φορείον".
Αργότερα, ο ίδιος σ’ ένα γράμμα
ΙΙρος την Επιτροπή των Ζακυνθίων
Εγραφε καταστενοχωρημένος:
Ο βρωμερός: "δυστυχώς, ζει ακόμη".
Ναι. Δυστυχώς για τους Μαυροκορδάτους,
Μα ευτυχώς για μας και την Ελλάδα.
Και συνεπείς για να ’μαστε θα πούμε
και για την τιμωρία του Βουλπιώτη,
Του ανεψιού του Καπετάνιου Ράγκου,
Εχθρού φανατικού του Καραϊσκάκη
Και πρώτου φίλου του Μαυροκορδάτου:
Από τη φυλακή βγήκε αμέσως
Από τον ίδιο το Μαυροκορδατο,
Που τόνε πήρε σύμβουλο κοντά του
Λεφτά γεμίζοντας τονε και δώρα.
Αυτά για τον προδότη το Βουλπιώτη.
Τώρα, αμέσως ο Μαυροκορδάτος
Μετά από την απόφαση που ο ίδιος
Σύνταξε κι έγραψε κι είχε υπογράψει
Σαν έγγραφο Διοικητικό να ήταν,
Μήνυμα στέλνει στον Καραϊσκάκη
Ν’ αφήσει το Αιτωλικό αμέσως.
Ζητά έξη μέρες ο Καραϊσκάκης
Για να ετοιμαστεί.Του δίνει δύο.
Του τις χαρίζει ο Καραϊσκάκης.
Πρωί πρωί την άλλη μέρα κιόλας
Ειν’ έτοιμος κι αυτός, κι απ’ τους δικούς του
Ογδόντα παλληκάρια. Δίνει διάτα
Λυπητερά οι τρουμπέτες να λαλούνε,
Κι αυτός κρατώντας στα λιγνά του χέρια
Ενα μαντήλι με φλουριά γεμάτο,
Βαδίζοντας μοιράζει κι από ένα
Στους συναγωνιστές που αφήνει πίσω,
Για να τόνε θυμούνται, όπως λέει.
Περνώντας από κάτω από το σπίτι
Όπου εκόνευε ο Μαυροκορδάτος,
Στέκεται και μονάχος μπαίνει μέσα.
Σ’ ένα τραπέζι πλούσια που ειν’ στρωμένο
Τρώει ο Μαυροκορδάτος με παρέα
Τον ίδιο κι όμοιό του-το Βουλπιώτη.
Και ο ειλικρινής ο Κασομούλης
Λέει σχετικά στα «Ενθυμήματά» του:
"Η τιμή αυτή έγινε στο Βουλπιώτη για την τρίτη κατάθεση που έβγαλε από τη δυσκολία το Μαυροκορδάτο".
"Φάε ωρέ Βουλπιώτη" του φωνάζει
"Φάε με πρίντζιπες και Καπετάνιους
Για να σκοτώσεις τον Καραϊσκάκη.
Και σένα πρίντζιπα πού ’ν’ η ντροπή σου
Δίπλα σου, στο τραπέζι σου να βάζεις
Ένανε ψεύτη κι ένανε προδότη;"
Κοιτάει τους κριτές του και τους λέει:
"Αν δίκαια με κρίνατε αδέρφια,
Ευτύς όπου θα βγω από ’δω μέσα
Ο θεός στην κεφαλή μου να το στείλει.
Αν άδικα, πάνου σε σας να πέσει".
Γυρνάει μετά προς το Μαυροκορδάτο:
"Ε, ωρέ Μαυροκορδάτε, άκουσέ με.
Την προδοσία που λες πως έχω κάμει
Απάνου σε χαρτί την έχεις γράψει.
Μα τη δικιά σου εγώ θα σου τη γράψω
Στο κούτελό σου-να φανεί ποιός είσαι".
Ο ψευτοπρίγκιπας μιλιά δε βγάζει.
"Εχετε γεια", τους λέει,"Καπεταναίοι".
Του αποκρίνονται "ώρα καλή σου".
Γράφω τον "πρίγκιπα" όπως τον γράφω
Γιατί αλήθεια πρίγκιπας δεν ήταν.
Αλλο ένα ψέμα του ήταν και τούτο
Για να μην πει κατώτερος πως είναι
Απ’ τό Δημήτριο τον Υψηλάντη,
Πρίγκιπα αληθινό και μέγα εχθρό του,
Κι εμψυχωτή της Επανάστασής μας.
ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ Τ’ ΑΓΡΑΦΑ.
ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ
ΣΤΟ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟ
Απ’ τους πολιτικάντηδες διωγμένος.
Απ’ τ’ Αγραφα διωγμένος-τ’ Αγραφά του
Που τ’ αγαπούσε και τον αγαπούσαν,
Μ’ ανίερη καταδίκη βαρυμένος,
Μ’ όλους τους Ελληνες δασκαλεμένους
Κατάμουτρα την πόρτα να του κλείνουν,
Ρετσινωμένος με την προδοσία,
Όλος μπλεγμένος μέσα στα πλοκάμια
Της ατιμίας, του μίσους και του δόλου,
Βγαίνει στο δρόμο του ο Καραϊσκάκης.
Κι άρρωστος. Με το σώμα φαγωμένο.
Κόκαλο μένει μοναχά και πέτσα.
Χτικιάρης. Μάγουλα βαθουλωμένα
Στήθια από την αρρώστια σαπισμένα.
Ούτε να περπατήσει δεν ’δυνόταν.
Μόνο τα μάτια φλόγες να πετάνε-
Μονό τα μαύρα μάτια να σπιθίζουν
Και της ψυχής το ξάναμμα να δείχνουν,
Που όσο το σώμα λιώνει και φυραίνει
Τόσο εκείνο πιότερο θεριεύει.
Μόνο τα μάτια ό,τι κοιτάν να καίνε
Κι άλλοτε πάλι να γλυκοχαΐ'δεύουν.
Μόνο τα μάτια να φεγγοβολάνε
Οπως τη νύχτα φέγγουν δυό τρυπούλες
Στον τοίχο καμινιού κορφοφλογάτου.
Ριγμένος στο βυθό τού που οι ανθρώποι
Ως τώρα έχουν ανοίξει το πηγάδι
Εκεί αφήνεται για να πεθάνει.
Μα οι αθάνατοι δύναμη παίρνουν
Απ’ του βυθού το ζωογόνο χώμα
Κι ορθώνονται, και πάλι ξεκινάνε
Για νέα τρόπαια, για νέους αγώνες.
Τον βούτηξαν στο μαύρο το μελάνι.
Μα να που λίγο λίγο ξεπροβάλλει
Κι ολόλευκος σε λίγο θα θαμπώσει.
Τον πάτησαν, τον κλώτσησαν, τον φτύσαν.
Μα κοίτα, σ’ αυτούς όλα θα γυρίσουν.
Από τ’ ανθρώπινα όλα διωγμένος.
Αλλά, ο υπεράνθρωπος μαγνήτης
Ο μες σε τούτο το κορμί κλεισμένος
Τραβά ό,τι γερό έχει απομείνει-
Ο,τι μπορεί να κινηθεί ακόμα,
Κι όπου αυτός πηγαίνει, ακολουθάει.
Κι είναι αυτά τα ογδόντα παλληκάρια,
Κι ειν’ όσα νέα τώρα παν κοντά του,
Κι ειν’ ο φτωχός λαός που τον λατρεύει
Σα λυτρωτή και σαν εκδικητή του.
Κι είναι οι Καπετάνιοι που μπορούνε
Πιό μακριά και καθαρά να βλέπουν.
Κι είναι τα κρύα χέρια της Πατρίδας,
Τ’ άπελπα και ρικνά κι απελπισμένα
Που αδράχνονται απάνου στο κορμί του
Ζητώντας του τις άλυσες να σπάσει
Και πάλι ν’ απλωθούν, να ξαναζήσουν.
Κι είναι τα κρύα χέρια της Πατρίδας
Τον παλαιό που ξαναρχίζουν μύθο:
Να τον μπολιάσουνε μ’ ορμή και πάθος,
Ακάματα φτερά να του φυτρώσουν,
Κι αυτός όπως ο ήλιος να ψηλώσει
Και να πηγαίνουνε κι αυτά μαζί του.
Βγαίνει στο δρόμο του ο Καραϊσκάκης
Με πρώτο πόθο μέσα στην ψυχή του,
Με πρώτο σχέδιο μέσα στο μυαλό του
Στ’ αγαπημένα του Αγραφα να φτάσει
Και ν’ αρχηγέψει εκεί όπως και πρώτα,
Και η φωλιά εκείνα να γινούνε
Για κάθε νέο ψηλοπέταγμά του.
Κι αδύναμος να περπατάει ως είναι
Βάζει τα παλληκάρια και του φτιάχνουν,
Με ξύλα με κλαδιά και με κουρέλια
Ενα φορείο-το ξυλοκρέββατό του.
Πάνω σε κείνο ο άρρωστος ξαπλώνει
και τέσσερες τον κουβαλούν στον ώμο.
Σαν ειρωνία ή μακάβριο αστείο:
Ετσι τους πεθαμένους κουβαλούνε.
Αλλά, πάνω σε κείνο το κρεβάτι
Εθνους ολάκερου η ζωή ανθίζει.
Κι αρχίζει δυό μηνώνε μια πορεία
Σε ράχες σε βουνά και σε ρουμάνια,
Σε κρύα, σε βροχές και σε δρολάπια.
Και πάει η ζωογόνα Λιτανεία.
Και πάνε μπρος τα Άγια των Αγίων
Και πίσω ακλουθάνε… αλλ’ ας δούμε
Σαν που δικαίωμα έχουμε και χρέος
Σαν που και μεις συνεχιστές εκείνης
Είμαστε της πομπής που ακόμα πάει…
- Ας δούμε ποιοί ιερή έτσι την κάνουν,
Ας δούμε λάτρεις ποιοί και ποιοί ικέτες
Σε κείνο το βωμό έχουν προσπέσει.
Ας δούμε όσους προφτάσουμε σε τούτο
Του Γένους το ιερό το προσκλητήριο.
Να! Πρώτος ο Γενάρχης της Φυλής μας,
Ο Έλληνας. Με τους φαρδιούς του ώμους,
Γίγαντας, με μουστάκες και μαλλούρες,
Με μάτια που και τώρα όλο κοιτάνε
Να μάθουν, να γνωρίσουνε, να δούνε.
Στέρια τα πόδια του τη γης πατούνε.
Απλώνοντας κάποιες φορές τα χέρια,
Δείχνοντας σεβασμό κι εμπνέοντας φόβο,
Τους πίσω αμποδάει να πλησιάσουν
Πιότερο απ’ ότι πρέπει στο φορείο.
Το ξυλοκρέβατο όταν σταματάει
Στέκει κι αυτός και όλοι από πίσω,
Και πρώτος ύστερα απ’ τους πέντε πάει
Σαν η πομπή και πάλι ξεκινάει.
Ακολουθούν ο Δίας κι ο Προμηθέας.
Χωρίς ο πρώτος κεραυνό στο χέρι,
Και με τα φρύδια τώρα όχι σμιγμένα.
Αυτή ειν’ από τις σπάνιες τις φορές του
Που δίκιο δίνει σ’ ό,τι ο Προμηθέας
Εφτιαξε μόνος, παρακούοντάς τον,
Αφού είχαν αποτέλεσμα ετούτο
Το ιερό θεριό που πάει μπροστά τους.
Κι ο Προμηθέας δίπλα του, το χέρι
Μισαπλωμένο να ’χει και απάνου
Στο δάχτυλό του, ο αητός να στέκει,
Ημερωμένος κυνηγάρης τώρα.
Οι ήρωες κατόπι ακολουθάνε
Θησέας, Ηρακλής και Αχιλλέας.
Στο χέρι του Θησέα χρυσολάμπει
Το πατρικό σπαθί, που τόσους άθλους
Είχε με κείνο σύντροφό του κάνει.
Και προχωρεί με τα λευκά ντυμένος
Τα καραβόπανα που ’χε κρατήσει,
Τα λόγια παρακούγοντας του Αιγέα,
Για να διδάξει: ο φόνος του πατέρα
Ο πρώτος άθλος είναι των ηρώων.
Σαν βασιλιάς ήτανε της Αθήνας,
Εκείνος ήταν που είχε συνενώσει
Τριγύρω από την Ακρόπολή της
Οσους την Αττική εκατοικούσαν.
Να ξέρει άραγες τώρα ο Θησέας
Οτι ο ήρωας του Εικοσιένα
Γι αυτηνε την Ακρόπολη την ίδια
Με νύχια και με δόντια θα παλαίψει,
Κι ότι γι αυτήν θα δώσει τη ζωή του;
Ο Ηρακλής το ρόπαλο κρατάει
Και "Πώς να μοιάζουν" λέει "αυτοί οι τούρκοι…
Να ’ναι χειρότερα θεριά ’π’ την Υδρα;
Και πιο μεγάλα από τις Στυμφαλίδες;
Και πώς αυτός, αδύναμος, μικρούλης,
Μ ό,τι και να ’ναι οι τούρκοι θα τα βάλει;
Τόσα πολλά θεριά θα τα νικούσε
Μόνο του Δία τον κεραυνό αν είχε.
Μα πώς να τον ρωτήσει και να μάθει…
Ας είναι όμως. Μη κι αυτός ο ίδιος
Λογαριασμό έδινε σε κανέναν;
Και ποιος τολμούσε καν να τον ρωτήσει…"
Ο Αχιλλέας πάει το κατόπι,
Που με κρυφό το βλέμμα του καμάρι
Στους γύρω το γυρνά, γιατί κι εκείνος
Οπως κι αυτοί γνωρίζουν πως ο ήρως
Ο πλαγιαστός στο ξυλοκρέβατό του,
Τα πιο πολλά που τον στολίζουν δώρα
Τα έχει από κείνονε παρμένα.
Του Αχιλλέα την αντρειά έχει πάρει
Κι όπως σαν τόνε βλέπανε οι Τρώες
Ετρέχανε πού να πρωτοκρυφτούνε
Τα ίδια και με τον Καραϊσκάκη-
Οι τούρκοι στ’ όνομά του μόνο τρέμουν
Κι όταν τον βλέπουνε τρέχουν να φύγουν.
Και ξέρει ο Αχιλλέας πως τα ρούχα
Κάποιος στρατιώτης του ήρωα θα φορέσει
Για να τρομάξει η θέα της τους τούρκους,
Σα με τον Πάτροκλο έκανε κι εκείνος.
Και ξέρει ότι φτάνει όπου να ’ναι
Η ώρα που ο ήρωας, σαν και κείνον,
Τον πιο καλό του φίλο θα θρηνήσει
Που έπεσε στη μάχη αντίς για κείνον.
Ας ήταν ως εδώ το μοιάσιμο τους
Κι ας μη-θεοί-κι ετούτονε με δόλο
Στη μάχη κάποιος Πάρις τον χαλάσει.
Αυτά σκεφτότανε ο Αχιλλέας,
Πατώντας τις ανόμοιες του τις φτέρνες
Στο χώμα πάλι της γλυκειάς Πατρίδας
Ακολουθώντας όπως τόσοι άλλοι
Το πιο γλυκύτερο απ’ τα παιδιά της
Που σαν πουλάκι επέταγε μπροστά τους.
Πίσω από κείνους οι Αμαδρυάδες,
Με του βουνού λουλούδια στολισμένες,
Κλαδιά κρατώντας έλατου στα χέρια,
Λέγοντας ιστορίες και γελώντας,
Μιαν ευωδιά ξεχύνουν κι ένα μύρο,
Που απ’ όλους πιό πολύ ένας το νιώθει-
Ο άρρωστος που κάποτε γευόταν
Χωρίς φραγμό, και άρωμα και Νύμφες.
Να κι ο Φαέθωνας που η χαρά του
Είναι να βρίσκεται κοντά στους ήλιους,
Οπου τους βρει, στη γη είτε στα ουράνια.
Κι ο Οδυσσέας, πονηριά γεμάτος,
Ψυχή μεγάλη, θέληση ατσαλένια.
Μ’ ένα μυαλό που όλα τα ’ξετάζει
Και δεν αφήνει τίποτα στην τύχη,
Πασίχαρος γιατί το μερτικό του
Κι εκείνος το ’βαλε στη ζύμη μέσα
Για να πλαστεί μετά αιώνες τόσους
Αυτός ο (άκου όνομα...) ο Γιώργης.
Κι ένας γεράκος δίπλα του τραβώντας,
Να γράφει και να γράφει. Και τα χείλη
Να λεν στους γύρω που άπορα κοιτάνε:
"Ζήστε! Ερωτευτείτε! Πολεμήστε!
Θυσιάστε στους θεούς! Ξενητευτείτε!
Εγώ ειμ’ εδώ για να σας τραγουδήσω.
Εγώ εδώ ’μαι να σας ιστορήσω.
Μα πιό πολύ να σας ευχαριστήσω
Γιατί χωρίς σας ούτε εγώ θα ζούσα,
Παιδιά μου... πατεράδες μου… αδέρφια.»
Κι έχει του σώματος κλειστά τα μάτια.
Και η Ελένη, λάγνα, ορθοστήθα,
Δοχείο μυθικών απορριμμάτων,
Τους εραστές της θα τους άφηνε όλους
Για να ’χε του’ τον ήρωα δικόν της.
Τρεις αρχηγέτες ματωμένων Οίκων-
θύματα μιας σκληρής κι οι ίδιοι Μοίρας:
Ο Κέκροπας, των Αθηνών Γενάρχης,
Δράκος από τη μέση του και κάτου.
Ο Ατρέας που για να τον καταστρέψει,
Του φύτεψε η Άτη στο μυαλό του
πως και πιστές υπάρχουνε γυναίκες.
Κι ο Κάδμος, η απόδειξη για το ότι,
Δεν υποφέρουν μοναχά όσοι φταίνε.
Κι ακολουθούν πλήθη θεών, Ηρώων,
Ημίθεων, και των θνητών Ελλήνων
Που πριν τον ήρωα είχανε ζήσει.
Κι ανάμεσα τους, πρώτοι μες στους πρώτους,
Ό,τι λαμπρότερο έχει να δείξει
Σε Ομορφιά η Ελλάδα κι Επιστήμη.
Ο,τι ανώτερο έχει να δείξει
Σε θέατρο και σε Φιλοσοφία.
Κι ό,τι πιο ένδοξο και πιο μεγάλο
Μες στη μεγάλη της την Ιστορία.
Ο Σόλων κι ο Λυκούργος. Και ο Στράβων.
Κι ο Πύρρων ο Ηλείος. Κι ο Φλιάσιος.
Ο Αισχύλος. Ο Ηρόδοτος. Η Φρύνη.
Κι ο Λεωνίδας με τους τριακόσους.
κι οι Πλαταιείς, κι οι Μαραθωνομάχοι.
Και τον Ανδρόνικο έχοντας μπροσταρη,
Οι Κομνηνοί και οι Παλαιολόγοι.
Κι ο Κατσαντώνης. Κι όλων των Ελλήνων
Των σύγχρονων του ήρωα η συμπόνια
και η ευχή για λευτεριά απ’ του τούρκου
Κι από του πλούσιου τη σκλαβιά τη μαύρη.
Και πίσω απ’ το κρεβάτι ένα μέτρο
Που σαν ανάλαφρο χαλί πετάει
Τα ογδόντα διαλεγμένα παλληκάρια,
Γεμάτα πίστη για τον αρχηγό τους,
Παράδειγμα και δόξα να βυζαίνουν
Απ’ τόν ατσάλινο τον Καπετάνιο.
Και πίσω τους, στα ίχνη που αφήνουν,
Να! Περπατεί όχι ένας πεθαμένος
Αλλά ένας αγέννητος ακόμα.
Σκύφτει, φιλεί, οσμίζεται το χώμα,
Βλέπει, αφουγκράζεται, σημάδια βάζει
Το δρόμο για να ξέρει σαν η ώρα
Θα τόνε στείλει για ν’ αναφτερώσει
Του πεθαμένου Εθνους τις ελπίδες-
Θα τόνε στείλει για να κυβερνήσει
Το σκάφος τ’ ακυβέρνητο και τ’ άθλιο.
Θα τόνε στείλει ανθρωπιά να φέρει
Στον τόπο τούτο τον ευλογημένο,
Που βιομηχανικά και νέα τώρα
Τσακάλια τον λυμαίνονται και λύκοι.
Και είναι κόκκινο, πυρρό του το αίμα.
Και τ’ όνομά του Αρης Βελουχιώτης.
Κι αρχίζει κι ατελείωτη φαντάζει
Και ασταμάτητη η σκληρή πορεία
Πάνω στο ξυλοκάμωτο κρεβάτι,
Που με τ’ ακούραστα τα παλληκάρια
Να τα ψυχώνει του αρχηγού η πίστη
Όπου τα πάει αρώτητα πηγαίνουν.
Το φτάσιμο είναι στ’ Αγραφα ο σκοπός του
Που τα ’χε δώσει ο τεσσαρομάτης
Σα να ’τανε τσιφλίκι του- στο Ράγκο.
Μόλις εφύγαν, ο Μαυροκορδάτος
Στέλνει ξοπίσω του να τον χαλάσουν,
Τον Λιακατά, τον Τσόγκα, τον Στουρνάρα,
Που με το μέρος του τον είχε πάρει,
Και τον Μακρή, ενώ την ίδια ώρα
Κινείται από τ’ Αγραφα κι ο Ράγκος.
Πρώτο σταθμό κάνει ο Καραϊσκάκης
Μες στο Ξηρόμερο, στο Λιγκοβίτσι.
Εκεί να μπούνε ήρθανε οι πρώτοι
Κατ’ απ’ τις διαταγές του Καπετάνιου
Που άρρωστος του θανατά, δονούσε
κι έφλεγε πιό πολύ λες τις ψυχές τους.
Κι ούθε περνούσε ερχόνταν κι άλλοι ώστε
Σαν έφτασε στο Βάλτο η πορεία,
Απ’ τα ογδόντα που ήταν παλληκάρια,
Είχανε χίλια πεντακόσα γίνει.
Αθάνατη, Μεγάλη Ρωμηοσύνη!
Όχι! Δεν τη βαστάς την αδικία.
Τι άλλη απόδειξη θα χρειαζόταν
Από ετούτη, καθαρά που δείχνει
Πως ο λαός, αμίλητος κι ας στέκει,
Ομως μιλάει με τον δικό του τρόπο,
Και κρίνει, και ψηφάει κι αποφασίζει.
Βρίσκοντας τα περάσματα πιασμένα
Προς τ’ Άγραφα, τραβάνε προς τα Βόρεια.
Πέφτουν στη χιονισμένη ακόμα Πίνδο
Τη μεγαλόπρεπη και δασωμένη.
Η τύχη το ’φερε να πιάσουν τότε
Οι ανοιξιάτικες ανεμοζάλες
Και οι βροχές. Μα δεν τους σταματάνε.
Βαδίζουν στη βροχή και στον αέρα
Τον αρχηγό στους ώμους κουβαλώντας
Στο ξυλοκρέββατο του ξαπλωμένον,
Που με μια κάπα μόνο τυλιγμένος
Ριγάει από τη θέρμη που τον καίει.
Όμως αφού αυτός είναι μαζί τους
Βαθιά πιστεύουν ότι τα εμπόδια
Ολα στο τέλος θα ξεπεραστούνε.
Και γράφει ο τίμιος ο Κασομούλης:
"Και τα στοιχεία οπλίσθησαν εναντίον του. Ολα τα καταπάτησεν ο μέγας άνδρας. Δεν τον εγνώριζον οι στρατιώται από τότες, να κάμουν θαύματα εις την πατρίδα υπό την οδηγίαν του. Ημείς ακολουθούσαμεν συνωμότας αριστοκράτας πολεμικούς, οίτινες εκαταγίνοντο να ασφαλίσουν τα συμφέροντά των και όχι τα συμφέροντα της πατρίδος".
Δίχως αναπαμό στρατολατώντας
Φτάνουν απάνου ως την Καλαμπάκα,
Κι ύστερα κατεβαίνουν στο Γαρδίκι.
Στα Τρίκαλα, ο αγάς, ο Σούλτζια Κόρτζια
Ζαλίστη όταν έμαθε τι εγίνη.
Δεν επερίμενε ο Καραϊσκάκης,
Με τόσο ασκέρι, μισοπεθαμένος,
Τα πιό ψηλά της Πίνδου να περάσει
Και μπρος του να τον βρίσκει πάλι τώρα.
Φοβάται μην αυτός με το Στουρνάρα
Του παίξουν κάποιο άσχημο παιχνίδι,
Ενώ εχθροί ανάμεσα τους δείχνουν.
Μα ο Στουρνάρας τον καθησυχάζει:
«Σουλεϊμάναγα
Ιδού τέλος πάντων, ξεχειμάσαντες επιστρέψαμεν εις την πατρίδαν μας και δεν ηθέλαμεν έβγει ακόμη, αν ο ταραχοποιός Καραϊσκάκης με τα κινήματά του προς αυτά τα μέρη δεν μας έσερνεν την προσοχήν.
Επιθυμώ να μάθω αν έχεις σκοπόν να δώσεις τα Αγραφα εις την εξουσίαν του Καραϊσκάκη, να με γράψεις ειλικρινώς να μην τον πολεμήσω, και μείνει έχθρα μεταξύ μας. Ειδέ και δεν έχεις σκοπόν, φανέρωσέ μου. Αν όμως παρακινηθείς από φόβον και τα δώσεις, αφού τον πολεμήσωμεν, με την γνώσιν να μας βάλεις εις διχόνοιαν, να ηξεύρεις ότι εκατόν Καραΐσκάκηδες θέλουν φανεί, οι οποίοι θέλουν ταράζει πάντοτε την ησυχίαν του λαού.
Ν. Στορνάρης»
Σαν πήρε τη γραφή ο Σούλτζια Κόρτζια
Κι είδε οι Γιουνάνηδες να του ζητάνε
Τη βοήθειά του για να ξεπαστρέψουν
Το πιό καλλίτερο τους παλληκάρι,
Τόσο ευχαριστήθηκε που αμέσως
Προβίβασε το Νίκο το Στουρνάρα
Που τούγραψε το γράμμα, σε παιδί του:
«Παιδί μου καπετάν Νικολό
Ελαβα το γράμμα σου και εχάρηκα τον ερχομόν
σου. Είδα όσα με γράφεις περί του Καραϊσκάκη.
Εγώ αυτουνού του γύφτου και του χαΐνη δεν του δίνω ούτε καλύβα, όχι Αγραφα. Μόνον εσείς κοιτάζετε να μη με γελάσετε.
Πολεμήσατε τον εσείς απάνω, ρίξετε τον εις τον κάμπον, και ακούτε την νίλαν του. Άνθρωπον όπου τον κυνηγά το έθνος του, ψωμί δεν του δίνω εγώ.
Δια περισσοτέραν σας βεβαιότητα, διόρισα και τους εδικούς μου Σταμούλην Γάτζον και Καραταΐρην, να ενωθούν μαζί σας, και ο θεός και η ευχή μου μαζί σας.
Σούλτζιας Κόρτζιας Δερβέναγας.»
Γράφει ο Στουρνάρας στον Καραϊσκάκη
Για να τον ξεγελάσει: "Αδερφέ μου,
Εισ’ άρρωστος. Συ μείνε στο Γαρδίκι
Και στείλ’ τα παλληκάρια σου σε μένα
Για να χτυπήσουμε τον Σούλτζια Κόρτζια".
Καταλαβαίνει ο ήρωας την παγίδα
Και διφορούμενα του απαντάει:
«Γενναιότατε αδελφέ Καπετάν Νικόλα, έλαβα το γράμμα σου. Είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέτες.Οποια θέλω θα μεταχειρισθώ. Ταύτα εις απάντησιν του γράμματος σου.
Γαρδίκι, την 15 Απριλίου 1824.
Γ.Καραϊσκάκης.»
Μαυροκορδατικοί λοιπόν και τούρκοι
Σμίγουν ενάντια στον Καραϊσκάκη.
Και να! κείνον που λέγανε προδότη
Αυτοί που πριν τόνε κατηγορούσαν
Τον πολεμάν αντάμα με του τούρκους!
Εκίνησε λοιπόν το τουρκασκέρι
Να πάει να ’βρει το ελληνασκέρι,
Τον πρώτο έλληνα να κυνηγήσουν.
Ξάφνου ακούνε να βαρά η τρομπέτα
Των Κυβερνητικών και τρόμο ενιώσαν:
«Ο Σταμούλης Γάτζου και Καραταϊρης, μη ηξεύροντες ότι έχομεν και ημείς τρουμπέτταις, άμα άκουσαν την τρουμπέτταν ετρόμαξαν μήπως ο Καραϊσκάκης τους πολιόρκησεν. Εις το ποδάρι εστέκοντο να φύγουν.Τέτοιος φόβος τους κυρίευσεν από εκείνον τον άνδραν".
(Κασομούλης)
Στις εικοστρείς τέλος τ’ Απρίλη σμίγουν
αδερφωμένοι έλληνες και τούρκοι
Και παν να πολεμήσουν τον "προδότη".
Λίγα θα είν’ ό,τι κανείς πει τώρα.
Γι αυτό καλλίτερα κι εδώ ας αφήσω
Τον Κασομούλη πάλι να μιλήσει:
"Αν ημείς, δυνάμει της Κυβερνήσεως, εδιώξαμεν τον Καραϊσκάκην, δεν έπρεπεν να πέσωμεν εις την ιδίαν κατηγορίαν ως σύμμαχοι των Τούρκων. Τα εδικά μας όμως άδικα ήτον δέκα, και δεν έκαμνον κρότον, διότι στηρίζονταν από το κόμμα του Διευθυντού".
Ο Καραϊσκάκης μ’ όλους τους δικούς του
Φεύγουνε νύχτα και στρατολατώντας
Πρωί πρωί φτάνουνε στου Περλιάγκου,
Χωριό μέσα στου Κόζιακα τις ρίζες.
"Ογλήγορα" φωνάζει ο Στουρνάρας
"Να πιάσουμε το διάσελο μη φύγουν".
Πιάνουν το διάσελο έλληνες και τούρκοι
Απέναντι απ’ τον Καραϊσκάκη.
Και σίγουροι πως τον κρατούν στο χέρι
Μια μπαταριά χαράς ρίχνουν στα κούφια.
Ακούει τη μπαταριά ο Καραϊσκάκης
Κι αυθύς φωνάζει το Γραμματικό του.
"Πάρε και γράφε ωρέ" τόνε προστάζει:
«Εις ελόγου σας οπού ρίχνετε την παταργιά εις την ράχην.
Τί σας χρειάζεται παταργιά κερατάδες, ή θέλετε να γυρίσω οπίσω να κάψω εσάς και τα παιδιά σας; Να γκρεμνισθήτε από αυτού να μη σας πάρει ο διάολος. Όχι άλλο.
Γ.Καραϊσκάκης.»
Του απαντούν με τη γραφή ετούτη:
"Κερατά
Όλοι να σου γαμήσωμεν το κέρατο. Τί παντυχαίνεις, με καυσίματα (με καυχησιές) πολεμάς να φοβερίζεις; Αυτού όπού εμβήκες δεν μας γλιτώνεις.
Στορνάρης, Ράγκος»
Σε λίγο άρχισε το ντουφεκίδι.
"Σηκώστε ωρέ το ξυλοκρεβατό μου
Και βάλτε με κει πάνου ν’ αγναντεύω".
Τον πάνε. Ανακάθεται στο στρώμα
Τηράει τη θέση του εχθρού και ξάφνου
Βγάζει τα ρούχα του και "Φόρεσέ τα!"
Προστάζει ένανε που ήταν κοντά του.
"Σήμερα θα ’σαι ο Καραϊσκάκης".
Ντύνεται τη σκουντριάνικη ο στρατιώτης
Τη φορεσιά του ήρω Καραϊσκάκη
Και το μουλάρι του καβαλικεύει.
"Τραβάτε σεις μπροστά" λέει στους άλλους
"Φωνάζοντας: ηρθ’ ο Καραϊσκάκης!
Και συ ν’ ακολουθάς", λέει σ’ εκείνον.
Χυμάνε στους εχθρούς χλαπαταγώντας:
«Πίσω και φτάνει ο Καραϊσκάκης!".
Μόλις ακούσαν την κραυγή ετούτη
Και είδανε και τον "Καραϊσκάκη",
Αφήνουνε την πιό γερή τους θέση
Και οι εχθροί του όπου φύγει φύγει.
Τρέχει ο Ράγκος για να τους ψυχώσει,
"πλην πού ψυχή", ο Κασομούλης γράφει.
Βγαίνει το βράδυ ο Καραϊσκάκης
Από τη χούνη οπού ’τανε κλεισμένος
Και σχίζει μ’ όλα του τα παλληκάρια
Τον Κόζιακα σε μία νύχτα μέσα
Απ’ την Ανατολή κατά τη Δύση.
Τόσο απότομα περνάνε μέρη
Που δεν μπορούνε πλέον να κρατούνε
Τον αρχηγό στο ξυλοκρέβατό του
και σα σακί τον κουβαλούν στους ώμους.
Στού Κόζιακα το αποκείθε μέρος
Χωσιά τους έχουνε στημένη οι τούρκοι.
Μια μπαταριά τραβάνε στους δικούς μας.
Αυτοί ξαφνιάζονται. Λιποψυχάνε.
Ακούγοντας αυτή τη φασαρία,
Πετιέται ο Καραϊσκάκης πάνω
Και μ’ όση ζωή τ’ απόμενε ακόμα
Μέσα στο σάπιο απ’ το χτικιό κορμί του,
Θέλοντας το κακό για να προλάβει
Πέφτει σα σίφουνας μέσα στη μάχη.
"Δεν είναι τίποτις ωρέ λεβέντες!
Δεν είναι τίποτις ωρέ!" φωνάζει.
Ορθόν ανάμεσά τους βλέποντας τον
Γκαρδιώνονται ξανά τα παλληκάρια
Και ταμπουρώνονται, και πολεμάνε.
Του Σούλτζια ακούγονται τα τουμπελέκια
Τους τούρκους προσκαλώντας σε γιουρούσι,
"πλην κανένας δεν εβγήκεν από τον φόβον του έξω.» (Κασομούλης)
Και συνεχίζουν πάλι την πορεία.
Στο Κούτζορο τ’ ασκέρι ’ξημερώθη.
Τρώνε και αναπαύονται για λίγο
Κι ύστερα στ’ Άγραφα πάνε και μπαίνουν
Ζαλίζοντας τον Σούλτζια και το Ράγκο.
Ο Ράγκος το φυσάει και δεν κρυώνει.
Γυρεύει απ’ τούς άλλους Καπετάνιους
Για τ’ Άγραφα να τον ακολουθήσουν,
Να διώξουνε και πάλι τον "προδότη".
Μα ο Στουρνάρας το ’χε μετανιώσει
Που είχε γίνει ένα με τους τούρκους:
"Αν πάμε μοναχοί μας, θα ’ρθω", λέει ,
"Αλλιώς με τούρκους ’γω δεν ξανασμίγω".
Ο Ράγκος τ’ απαντάει: "Για να τον διώξω
Απ’ τ’ Αγραφα τον άτιμο αυτόνε
Και με οβριούς θα σμίξω εγώ ακόμα".
Στο Κούτζορο ξαπόστασε μια μέρα
Κι ύστερα, νύχτα ο Καραϊσκάκης,
Τραβάει Καστανιά, Κλειτζό, και τέλος
Της Βράχας πιάνουνε το μοναστήρι
Που βρίσκεται κοντά στο Καρπενήσι.
Τον βλέπουνε ο Ράγκος και οι Τούρκοι
Και από τρία μέρη ξεκινάνε
Κι ενάντια πάνε του Καραϊσκάκη.
Ο Καραϊσκάκης δύναμη έχει μόνο
Ίσα το Ζαραλή για να φωνάξει
Και να του πει αυτός να οδηγήσει
Τα παλληκάρια ενάντια στους Ραγκαίους.
Κι ο Ζαραλής σκορπίζει τους εχθρούς τους.
Αλλά, καθώς με γυμνωμένη πάλα
Ορμάει, θανατερό τον βρίσκει βόλι.
Προτού στον Καραϊσκάκη να τον πάνε
Τ’ άτρομο ξεψυχάει το παλληκάρι.
Ο ήρωας κλαίει πάνω απ’ τον νεκρό του-
Ταιριάζει σ’ ήρωα ήρωα να κλαίει.
Στου Ζαραλή απάνου το σελάχι
Καθώς τον έπλεναν και τον στολίζαν
Βρήκανε γράμματα "του ενός και τ’ άλλου"
Που υποσχόντανε στο παλληκάρι
Λαγούς με πετραχείλια, αρκεί μονάχα
Να ξεπαστρέψει τον Καραϊσκάκη.
Δεν καταδέχτη ούτε να τα δείξει
Στον Καπετάνιο ο τίμιος λεβέντης.
Το εικοστέσσερα, ’κοστρείς του Μάρτη
Γράφει ένα γράμμα ο Μαυροκορδάτος
Στο Ράγκο, να του δώσει συχαρίκια
Για τον μεγάλο πατριωτισμό του
(Που επολέμαγε μαζί με τούρκους
Τον "απιστο","προδότη" Καραϊσκάκη).
Και γράφει μες στο γράμμα ο "πρίντζιπάς" μας,
Αυτός, ο μορφωμένος Φαναριώτης,
Που σπούδασε για χρόνια στις Ευρώπες,
Κι ήρθε να φέρει προκοπή στο Εθνος:
"Μου κακοφαίνεται πολλά όπου ηδυνήθη να φύγει από το μοναστήρι όπου τον εσφαλίσατε, ήθελα λάβει μεγάλην ευχαρίστησιν αν τον επιάνατε. Ελπίζω όμως αι κατάραι του έθνους το οποίον αυτός κατατρέχει, να φθάσουν εν τάχει και να λάβει εκείνο οπού ζητεί".
Αφήνει τ’ Άγραφα ο Καραϊσκάκης
Και στο βουνό Γραμμένη Οξυά πηγαίνει.
Βρίσκει εκεί Καπεταναίους που τρέχαν
Να τον βοηθήσουνε γιατ’ είχαν μάθει
Πως Ελληνες και Τούρκοι τον κυκλώσαν:
Ίσκος και Ζέρβας, Περραιβός και Δράκος.
Μετά πάει Καρπενήσι. Οι Γιολδασαίοι
Τον δέχονται και τον περιποιούνται.
Να φάει, ν’ αναπαυτεί, να συνεφέρει.
Τους λέει: "Αδέρφια έχω αποφασίσει
Ν’ αφήσω τ’ Αγραφα. Γιατί όπως πάμε
Η Ρούμελη θα χαλαστεί στο τέλος
Όχι απ’ άλλους, μα από μας τους ίδιους.
Κι ούτε είναι τ’ Αγραφα μόνο Πατρίδα.
Πατρίδα ειν’ ολόκληρη η Ελλάδα.
Και πρέπει όλοι να ’μαστε ενωμένοι
Για να της δώσουμε τη Λεφτεριά της:
Χάΐστε φωνάξτε το Γραμματικό μου-
θα γράψω γράμμα στον Μαυροκορδάτο".
Και γραφεί γράμμα στο Μαυροκορδάτο-
Ετούτο το αμίμητο το γράμμα:
"Εμένα η κακή μου τύχη και αρρώστησα οπίσω. Δεν ηξεύρω κιόλα από τα κρύα τα πολλά ήταν ή από τόσους αφορισμούς οπού μου εκάματε, και σε παρακαλώ να με συγχωρέσει η Διοίκησις και όλοι οι Χριστιανοί και να μου σταλθεί και μία ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως".
Όσο απάντησε σε σας κι εμένα,
Τόσο απάντησε ο τεσσαρομάτης
Σ’ αυτό το γράμμα του Καραϊσκάκη.
Παρά μ’ εν’ άρθρο στην εφημερίδα
Τα βάζει με τον Ίσκο τον Αντρέα
Γιατί βοήθησε τον Καραϊσκάκη,
Αυτόν τον "άπιστο" και "διεφθαρμένο"
Αρρωστον έτσι σοβαρά που ήταν,
Και δεν τον άφησε για να πεθάνει:
"Ο Ανδρέας Ισκου καθώς και το επροβλέπαμεν, εδέχθη τον Καραϊσκάκην, και δια τα ίδια του συμφέροντα έγινε ο πλέον στενός φίλος και σύμμαχος τούτου του απίστου, ο οποίος τόσαις και τόσαις φορές κατεπάτησε τους ιερούς μας νόμους και ενήργησε κάθε μέσον δια την καταστροφήν
της πατρίδος.
Καταδέχθηκες, Ανδρέα Ισκου, να γενείς φίλος και σύμμαχος τοιούτου ανθρώπου; Αλησμόνησες ότι έχεις πατέρα τον Καραΐσκον; Δεν συλλογίζεσαι, ότι και σήμερον ακόμη όλος ο κόσμος σεβεται και τιμά τον μακαρίτη πατέρα σου; Δεν πρέπει υιέ του Καραΐσκου, να παρασύρνεσαι από τα αισχρά κέρδη και να οδηγήσαι από των διεφθαρμένων τα φρονήματα. Σε προσκαλεί η πατρίς, εις τού πατρός σου το όνομα, να αλλάξεις τον τρόπο των φερσιμάτων σου και να μη καταδεχτείς να φανείς ανάξιος υιός του περίφημου πατρός σου. Εξ εναντίας θέλει σβησθεί η πολεμική σου φήμη και υπόληψις και άλλο δεν θα σου μείνει, παρά η καταισχύνη της πατρίδος".
και σ’ ένα γράμμα του στον Κουντουριώτη,
Πρόεδρο της Κυβέρνησης της τότε,
Του λέει ο "πρίγκηψ" απ’ τό Μεσολόγγι:
"Οσον δια το σώμα του Καραϊσκάκη, αυτό διελύθη με την ευχήν της πατρίδος, και δια τον ίδιον τον Καραϊσκάκην φρονώ αναγκαιότατον ή να κριθεί και να καταδιωχθεί κατά τα εγκλήματα του ή να διωχθεί εκτός της πατρίδος. Ισως ο θεός να μας αφαιρέσει και αυτό το βάρος, επειδή μανθάνω ότι είναι "κακά άρρωστος".
Και μ’ άλλο γράμμα του στον Κουντουριώτη,
Το εικοστέσσερα στις τρεις Ιούλη
(Με συγχωρούν οι φίλοι αναγνώστες
Αν στον τεσσαρομάτη επιμένω,
Μα δείχνουνε τον άνθρωπο όλα τούτα
Καλλίτερα από χίλιες ιστορίες.
Και δείχνουν με ποιους είχε να παλέψει
Μαζί με τ’ άλλα ο Καραϊσκάκης)-
Λοιπόν ’κοστέσσερα στις τρεις Ιούλη
Μ’ άλλο του γράμμα ο τεσσαρομάτης,
Τα βάζει με τον Κίτσο το Τζαβέλα,
Για την αιτία την ίδια με του Ισκου:
"Το σώμα των Τζαβελαίων πρέπει εξάπαντος να διαλυθεί, πράγμα ευκολώτατον, όταν δεν τους συμφωνηθούν πλέον μισθοί".
Τον Κίτσο που μετά έντεκα μέρες
Αφότου γράφτηκε τούτο το γράμμα,
Εσύντριψε στην Άμπλιανη τους τούρκους.
Μα όχι, Φαναριώτικη Πανούκλα,
Ουτε ο θεός σε άκουσ’ ούτ’ οι ανθρώποι.
Κι ο Γιος της Καλογριάς έζησε κι άλλο.
Και μείνανε τα γράμματα σου μόνο,
Κατάπτυστο σε όλους να σε δείχνουν.
Κύριε τεσσαρομάτη η Ιστορία
Δεν ξεγελιέται από τα λιβάνια
Των πληρωμένων σου κοντυλοφόρων
Και ξεσκεπάζεται μες στα γραφτά της
Κάθε βρωμιά και κάθε σου μαυρίλα.
Κι ο δοξασμένος κιόλας Καραϊσκάκης,
Αυτός ο μούλος και αυτός ο γύφτος,
Αυτός ο αγράμματος και ο "προδότης",
Μες απ’ τά δόλια τα γραφόμενά σου
Περσότερο φωτίζεται και λάμπει.
Αυτός ο Καραϊσκάκης που ζητούσες
Να τόνε διώξεις ή να τον ξεκάνεις,
Αυτός ο Καραϊσκάκης έγινε ένας
Από τους ήρωες τους πιό μεγάλους
Που γνώρισε ποτέ η Ρωμηοσύνη.
Κι ως για τα "Ελληνικά" τα "Χρονικά" σου,
Του Ελβετού ψευτογιατρού του Μάγερ,
Του αγορασμένου από σε τον ίδιο
Δολλάρια εβδομήντα κάθε μήνα,
Θα σου ’χε βέβαια πει ο Καραϊσκάκης
Πού να τα βάλεις, αλλά βλέπεις όλα
Η Ιστορία δεν τα ’χει καταγράψει.
Οσο για σένανε Καραϊσκάκη
Αμάραντες αν ηρωίδες δάφνες
Σού πρέπουνε, κι ελάΐνα στεφάνια,
Όμως το μέγιστο σου αξίζει γέρας
Για τη σοφή τη μπόρεση του νου σου
Να στρέφεται και να ξεφεύγει, όχι
Απ’ τών τουρκώνε τα πυκνά λεφούσια,
Αλλ’ απ’ τα δίχτυα γύρω του που στήναν
Οι Κοτζαμπάσηδες κι οι Φαναριώτες.
Κι ευλογημένες οι στιγμές να είναι
Εκείνες όπου μπρος στην ατιμία
Το πέρφανό σου έσκυβες κεφάλι
Ωστε στους ώμους σου αυτό να μείνει
Και το μυαλό που εντός του είχε κλεισμένο
Να οδηγάει το σταθερό σου βήμα
Στη Λεφτεριά και στην Τιμή του Εθνους.
ΣΤ’ ΑΝΑΠΛΙ
Βλέπει απάντηση ότι δεν παίρνει
Και πάει στ’ Ανάπλι ο Καραϊσκάκης
Το δίκιο του για να μπορέσει να ’βρει.
Του ’κοσιτέσσερα ήταν ο Ιούνης.
Βρίσκεται ’κεί κι ο Οδυσσέας Αντρούτσος
Κι αυτός κυνηγημένος απ’ τούς ίδιους
Κοτζαμπασήδες και Μαυροκορδάτους,
Με τρεις απόπειρες δολοφονίας
Να ’χουνε γίνει κιόλας εναντιά του.
Καταλαβαίνουν πως εκεί αν μείνουν
θα τους ξεκάνουν οι παλληκαράδες.
Και πιάνουν και πηγαίνουνε στο Άργος.
Τότε η Κυβέρνηση ενεργεί αμέσως.
Φοβάται μη τα φτιάξουνε οι δυό τους
Με τον Κολοκοτρώνη, και ζητώντας
Ετούτο ν’ αποφύγει, αποφασίζει
Να "λησμονήσει" όλα όσα γίναν
Και με την έγκρισή της να τραβήξουν
Στην Ανατολική κι οι δυό Ελλάδα.
Και πήγανε στα Σαλωνα κι οι δύο,
’κει που βρισκόταν το στρατόπεδό μας.
Καινούργια Διοίκηση τώρα στ’ Ανάπλι
Με Πρόεδρο τον Γιώργη Κουντουριώτη.
Αυτός φωνάζει τους καπεταναίους
Ν’ αφήσουνε τη Στερεά Έλλάδα
Στο έλεος των τούρκων, και να πάνε
Στην Πελοπόννησο, να πολεμήσουν
Ενάντια στους αντάρτες Καπετάνιους.
Και πρώτα ενάντια στον Κολοκοτρώνη.
Βρισκόμαστε στον Δεύτερο Εμφύλιο.
Μαζεύονται όλοι οι Καπεταναίοι
Στα Σάλωνα, να δούνε τι θα κάνουν.
Ο Περραιβός τους λέει να μην πάνε.
Αντίθετα όμως κείνοι αποφασίζουν
Και εικοστέσσερες μήνα Δεκέμβρη
Ακάθεκτοι προς το Μωρηά τραβάνε.
Είναι απίστευτο πόσο ζημιώνουν
Οι Κυβερνήτες οι κακοί μια χώρα.
Είναι απίστευτο πώς οι Κρατούντες
Κλέβουνε και ρημάζουνε τον τόπο.
Κι είναι απίστευτο πώς δεν κινούνται,
Πώς δε σηκώνονται όλοι οι πολίτες
Να τους κρεμάσουνε και να γλιτώσουν.
Κι είν’ αξιολύπητο πώς μετά χρόνια
Βλέπουν πολλοί, όπως εγώ, τα τότε,
Και καυτηριάζουν, και πονούν, και βρίζουν,
Ενώ την ίδια ώρα σύγχρονοί τους,
Τον τόπο κατακλέβουν και χαλάνε.
Τα βλέπουν ολ’ αυτά-όλοι τα βλέπουν
Ομως φωνή δε σ’κώνουν να φωνάξουν,
Οπλο δεν παίρνουνε για να σκοτώσουν,
Μον’ καταπιάνονται με περασμένα.
Τους βλέπουμε τριγύρω μας τους κλέφτες,
Βλέπουμε τους προδότες της πατρίδας,
Βλέπουμε τους καταστροφείς του Εθνους
Και σαν δειλοί τα τότε μελετάμε
Αφήνοντας τα τώρα να θεριεύουν.
Ας ρίξει η Δύναμη, όποια κι αν είναι
Τη δίκια τιμωρία και σε κείνους,
Μα και σε μας που ίδια με κείνους φταίμε
Αφού δεν ξεσηκώνουμε αγώνα
Ενοπλο, αιματηρό και μανιασμένο
Ενάντια στις βουλές τους και τις πράξεις-
στην άθλια ενάντια την ύπαρξή τους.
Πατριωτισμός με λόγια πού ακούστη-
Κι όμως, πρώτος εγώ τον εφαρμόζω.
Για τούτο είμαστε άξιοι εκείνων,
Που δυναστεύοντάς μας κυβερνάνε.
Μα όντα κάποια που και που γεννιώνται
Ανώτερα από μας και πιο γενναία,
Που κινδυνεύοντας παίρνουν τα όπλα
Και τους δυνάστες του Λαού αφανίζουν.
Οι νόμοι βέβαια τους κυνηγάνε.
Κι αυτό παράξενο διόλου δεν είναι
Γιατί οι παράνομοι νομοθετούνε.
Κι είναι παράξενο και τούτο ακόμα:
Οτι τους γδικιωτές του ο Λαός μας
Αυτός ο ίδιος τους κακολογάει,
Αυτός ο ίδιος που αυτόν εκείνοι
Βοηθάνε με των όπλων τους τις σφαίρες.
Μεγάλη ειν’ η μωρία Σου Λαέ μου.
Και κατεβαίνουν οι Καπεταναίοι
Γιατ’ έχουν έρθει οι λίρες του Δανείου
Και θέλουνε ν’ αρπάξουνε κι εκείνοι.
Και κατεβαίνουν οι Καπεταναίοι
Σπρωγμένοι από τό χέρι της Αγγλίας
Οπου φορεί του "πρίντζιπα" το γάντι
Και που το γνοιάσιμό της είναι όλο
Στο πώς να πνίξει τον ξεσηκωμό μας.
Α! Οι Αγγλίες! Πώς τα καταφέρνουν
Απ’ τών κουτών αθέατες τα μάτια
Τις μοίρες των Λαών να κυβερνάνε…
Α! Οι Αγγλίες! Πώς απ’ τις Ελλάδες
Όταν κακό κάτι σ’ αυτές συμβαίνει
Σαν κίνητρο και σαν σκοπός δε λείπουν…
Α! οι Αγγλίες! Και αφού είν’ έτσι,
Κι αλλιώς δεν έγινε ποτέ ως τώρα,
Αραγε τί να εύχεται κανένας
Για την πατρίδα του; Να είναι Ελλάδα,
Η να ’ναι Αγγλία; Τάχα των πατρίδων
Ο θεός ποια από τις δύο έχει ευλογήσει;
Κι ήρθε κι ο Καραϊσκάκης με τους άλλους.
Μα η πρώτη του δουλειά ήταν να στείλει
Γράμμα στο Γέρο του Μωρηά. Τού λέει
Πως αν κατέβηκε κι εκείνος κάτω
Ηρθε με το σκοπό να του προτείνει
Να ενωθούν, Μωραίτες-Ρουμελιώτες
Με αρχηγό τους τον Κολοκοτρώνη.
Εχουν τη δύναμη να το επιβάλουν.
Μόνο ζητούσε απ’ τον Κολοκοτρώνη
Για το καλό και πάλι της Πατρίδας,
Λίγο νερό να βάλει στο κρασί του
Και Διοικητή να ορίσει τον Κωλέττη,
Γιατί τον πίστευαν οι Ρουμελιώτες.
Ο Γέρος όμως κείνες τις ημέρες
Το γιό του Πάνο είχε χάσει, κι ήταν
Σαν άψυχος και σαν μαρμαρωμένος
Και δεν μπορούσε τίποτα ν’ ακούσει.
Απόλεμος πρώτη φορά στεκόταν
Κι οι αντίπαλοί του βρήκαν ευκαιρία
Και τόνε πιάνουν και τον φυλακίζουν
Στις έξη του Φλεβάρη του εικοσπέντε.
Και φτάνουμε σε μιά καινούργια νίλα
Που ’χε ο τεσσαρομάτης: στο Κρεμμύδι.
Γιατί δική του ήτανε ιδέα
Να ορίσει στρατηγό γι αυτή τη μάχη
Οχι κανένανε από τους άξιους
Καπεταναίους δίπλα του που είχε-
Καραϊσκάκη, Μπότσαρη, Τζαβέλα-
Αλλά, θαλασσινό έναν -το Σκούρτη.
Κι αυτό για να μη κάποιος από κείνους
Πάρει τη δόξα νίκης σαν αυτήνε
Κι ύστερα ποιος καλά τον κάνει πάλι…
Τα ίδια θα τραβήξουν και με κείνον,
Με τον Κολοκοτρώνη που τραβήξαν …
Πολεμικός συντονιστής της μάχης
Εξη τ’ Απρίλη φτάνει στο Κρεμμύδι
Ο τετραπρόσωπος τεσσαρομάτης.
Παράταξη της μάχης στο Κρεμμύδι:
Κίτσος Τζαβέλας και Καραϊσκάκης
Στ’ Αριστερό. Δεξά, σε κάτι λόφους,
Σουλιώτες με τον Μπότσαρη τον Κώστα
Κι ο Χατζηχρήστος με τους Βούλγαρούς του.
Το Μέσον πιάνει ο θαλασσινός μας
Ο στρατηγός της θάλασσας, ο Σκούρτης:
"...ο Μαυροκορδάτος… 'νέργησε και πάει κεφαλή ο Κουντουργιώτης. Κι αυτό το σκέδιον ήταν του Μαυροκορδάτου, να μην γένει τίποτας καλό εις την πατρίδα, καθώς δεν έγινε... Ο Κουντουργιώτης, κουτός... έβαλε τον Σκούρτη να διοικήσει και να οδηγήσει και τους αρχηγούς της ξηράς, ο θαλασσινός, απλός αξιωματικός-ούτε και τον πόλεμον της θάλασσας δεν τον γνώριζε καλά. Ελεγε των στεργιανών' "Ορτζα, πότζα!" Εκείνοι έλεγαν "Τι λέγει αυτός, γαμώ το καυλί τ’;»"
(Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα)
Εφτά τ’ Απρίλη, πρωΐ, αρχίζει η μάχη.
Δεξό κι Αριστερό κρατούν σα βράχοι.
Αλλά ο Σκούρτης πάει κατά διαόλου.
Τη μαύρη εκείνη μέρα η Ελλάδα
θρήνησε παλληκάρια πεντακόσα.
Τί εύκολα που γράφονται οι λέξεις…
Μα αν νοιώθαμε το νόημα το βαθύ τους..
Αν νιώθαμε το τί σημαίνει αλήθεια
Να σβήσουν πεντακόσα παλληκάρια
Σε μία μόνο μέρα… Τι μεγάλη
Για την Πατρίδα μας αιμορραγία
Που κι ένα της κατσίκι όταν χανόταν
Απώλεια ήτανε για τον Αγώνα…
Μετά τη μάχη ο Καραϊσκάκης
κάνει προσπάθεια να παρηγορήσει
Τον Κουντουριώτη για το μέγα φιάσκο:
"Καλό ήτανε πρόεδρε να μη γίνει.
Μα τώρα πια εγίνηκε και πάει.
Ομως δε σείσανε όλο τ’ ορδί μας,
Παρά μονάχα αυτό που δεν μπορούσε
Με αποτέλεσμα να πολεμήσει.
Ετσι κανείς αν καλολογαριάσει
θα δει ότι δική μας είναι η νίκη".
Μετα απ’αυτό, την αρχιστρατηγία
Την πήρε ο "πρίντζιπας" Μαυροκορδάτος
Και μια και δυο τραβάει για τον Μπραϊμη.
Στο δρόμο, μέσα σ’ έναν ελαιώνα
Κοιτάνε, βλέπουν κάτι να μαυρίζει.
"Είν’ η Αράπικη καβαλαρία"
Φωνάζουνε, και τρέχουν να κρυφτούνε
Σε υψώματα που τ’ άλογα δε φτάνουν.
Σα φτάνουνε ψηλά, κοιτάνε κάτου…
Όχι, δεν ήτανε καβαλαρία,
Κάτι κοράκια βόσκανε στον κάμπο…
Ο Καραϊσκάκης πάντα προσπαθούσε
Τα πράγματα όλα να τα συμβιβάζει.
Για τούτο κι έθεσε τον εαυτό του-
Την αξιοσύνη του και την αντρειά του-
Κατ’ απ’ τις διαταγές ανάξιων άλλων,
Οπως Κωλέττη και Μαυροκορδάτου.
Και όσο το εδυνόταν εκρατιόταν
Κι έκανε υπομονή. Και είχε ελπίδες
Ότι μπορεί τα πράγματα να στρώσουν.
Ετσι εδέχτηκε να πολεμήσει
Κάτω από ναύαρχο μες στο Κρεμμύδι.
Αλλά δεν ήτανε και άγιος. Κι ούτε
Πολύν καιρό αμίλητος μπορούσε
Το άδικο και το στραβό να βλέπει.
Ετσι, ύστερα απ’ το «φιάσκο των κοράκων»
Κατάλαβε πως δεν θα ωφελούσε
Όση η υπομονή του και αν ήταν,
Κι άφησε τον εαυτό του να ξεσπάσει
Στον Κουντουριώτη: "Ωρέ Κουντουριώτη
Νόμιζα το κεφάλι σου πως θα ’ναι
Μυαλό γεμάτο-έτσι λέγαν όλοι
Μα βλέπω ότι έχεις μόνο τόσο
Όσον εγώ στ’ αρχιδια μου έχω σπόρο".
Και παίρνει τους λεβέντες του και φεύγει.
Ο Μπότσαρης κι ο Κίτσος ο Τζαβέλας
Ακολουθάνε τον Καραϊσκάκη.
Και πάνε για τ’ Ανάπλι. Κι ας λυσσάνε
Ο Κουντουριώτης κι ο Μαυροκορδάτος.
Και άντε πάλι απ’ την αρχή, "προδότης"
πάλι και πάλι ο Καραϊσκάκης.
Στ’ Ανάπλι βρίσκονταν κι ο Κασομούλης
Γραμματικός τότε όντας του Στουρνάρα,
Φίλου παλιού με τον Καραϊσκάκη
Αλλά που είχε πάει με το Ράγκο.
Του λέει σε μια συζήτηση που είχαν
Του Κασομούλη ο Καραϊσκάκης:
"Δεν το ’λπιζα ποτέ μου ο Στουρνάρας
Να τα ταιριάξει με τον πορδο-Ράγκο.
Γράφτου πως ανταμώσαμε και πες του
Πως μ’ όλα όσα έκανε εναντιά μου
και ότι μ’ όλες τις καταδρομές του
Πάντα εγώ αδέρφι τον μετράω
Κι όποτε θέλει μ’ έχει για βοηθό του.
Δεν του κρατώ κακία γιατί ξέρω
Ότι αυτά δεν τα ’κανε μονάχος
Αλλά τον έβαλε ο τεσσαρομάτης".
Με τίποτα δεν φουρκιζόταν τόσο
Ο Καραϊσκάκης, όσο φουρκιζόταν
Οταν θυμόταν τον τεσσαρομάτη.
Γι αυτό συνέχισε στον Κασομούλη:
"Οταν τον είδα τον τεσσαρομάτη-
Στο Νιόκαστρο σαν ήρθε το τσογλάνι-
Τ’ άλλαξα τον αδόξαστο. Και κείνου,
Και τ’ αλλουνού, ’κεινού του Κουντουργιώτη,
Που τόνε μάζεψε και τον υψώνει.
Σου λέω αλήθεια ωρέ Κασομούλη,
Οταν ετοιμαζόμουνα να φύγω,
Εκλαιγε ο Πρόεδρος. Μα επειδή είχε
Εκείνονε το διάολο κοντά του,
"Δεν κάθομαι", του λέω, κι αμέσως φεύγω.
Ούτε έδωσε μιστούς στα παλληκάρια.
Εχεσα την κουκούλα του κι αυτόνε
Και για τη Ρούμελη τώρα πηγαίνω.
Και θα φανεί εκεί ποιος θα δουλέψει.
Δε μένω εδώ για να με κυβερνάει
Το παλιοτσόγλανο και η κουκούλα
Κι ο Γκεμιτζής να είναι αρχηγός μου",
Το παλιοτσόγλανο: ο Μαυροκορδάτος.
Και ήταν η κουκούλα ο Κουντουριώτης
Από τη ναυτική του καποτίτσα.
Και Γκεμιτζής ο ναύαρχος ο Σκούρτης.
Στο μεταξύ αυτό, ο τεσσαρομάτης
Προσθέτει κι άλλη μια ήττα μεγάλη
Στις τόσες όπου είχε μέχρι τώρα
Όταν ο ίδιος το στρατό οδηγούσε:
Τη συμφορά τώρα της Σφακτηρίας.
Ο κόσμος ξεσηκώνεται. Φωνάζει:
«Δεν πολεμάμε με τους Φαναριώτες!
Θέλουμε να ’ρθουν πίσω οι αρχηγοί μας!»
Φοβούνται την αντίδραση του κόσμου
Μετά τις τόσες τους αποτυχίες
Κι από τη φυλακή βγάζουν το Γέρο.
Η ΜΑΡΙΩ
Γυναίκα περιγιάλι του ματιού μας
Γυναίκα προσευχή χιλιοειπωμένη
Γυναίκα μες στο φως χαμένη λάμψη
Γυναίκα εσαεί αποστασία
Γυναίκα επιστέγασμα ερώτων
Που πριν από το χαμομήλι έχουν ανθίσει
Γυναίκα πουπουλάκι ατσαλένιο
Γυναίκα ενθύμηση των άλλων Κόσμων
Που σπάζουνε στα πέλματα σαν φύλλα
Γυναίκα στου Κακού το δέντρο φύτρο
Γυναίκα που γεννάς τη δυστυχία
Οπως η γη την Ανοιξη τ’ ανθάκια
Γυναίκα μνήμα της χαράς του κόσμου
Γνναίκα μαύρε άγγελε του ολέθρου…
Μόνο Θεοί και Ηρωες μπορούνε
Ν’ αναμερίσουν τις στρωσιές τη λάσπη
Που όπως σάρκα τον καρπό σου ντύνει
Και να γνωρίσουν όσην άθελα σου
Πίκρα κι οδύνη φτάσουν να σ’ αρπάξουν.
Τότε η θεία τους φωτίζεται όψη
Και στα στενόμακρα κατεβατά τους
Σταυρώνουνε ακόμα έναν άθλο.
Μαριώ τη λέγανε. Κι ο Καραϊσκάκης
Μια μέρα την απάντησε στο δρόμο
Καθώς ετράβαγε να πάει στ’ Ανάπλι.
Στριγγυλοπρόσωπη , λεβεντοκόρμα,
Γεμάτη ομορφιά, νιάτα κι υγεία.
Ητανε ορφανή φτωχή και μόνη.
Χαλάστηκαν στον πόλεμο οι δικοί της
Κι απόμεινε μονάχη μες στον κόσμο.
Σαν έμαθε πως απ’ τή γειτονιά της
θα πέρναγε ο μέγας στρατηλάτης,
Ικέτιδα επρόσπεσε μπροστά του
Και ζήτησε να τήνε προστατέψει.
Τηνε συμπόνεσε και την επήρε.
Θαύμαζε άπειρα τον ήρωα μας
Και τέλεια του ήταν αφωσιωμένη.
Εκείνος πάλι θαύμαζε σε κείνην
Εκτός από την ήρεμη ομορφιά της
Την αντοχή που ’χε στις κακουχίες
και την αντρίκια που ’δειχνε την τόλμη.
Γρήγορα έγινε η αγαπώ του
Κι έμενε από τότε στη σκηνή του.
Και όπως δεν γινόταν να γυρίζει
Γυναίκα αυτή ανάμεσα στους άντρες,
Στολή της εφορέσανε αντρίκια,
Κι αντίς Μαριώ τη φώναζαν Ζαφείρη.
Ποιός κανονίζει της ζωής τους δρόμους;
Το ριζικό ποιός καθενός ορίζει;
Αυτός, όποιος κι αν είναι, είχε στείλει
Με τη Μαριώ ένα δώρο στην Ελλάδα.
Χωρίς εκείνη ο Καραϊσκάκης,
Χωρίς το γνιάσιμο το στοργικό της,
Χωρίς το ντάντεμα στην αρρώστιά του,
Χωρίς εκείνηνε να τον λατρεύει
Όταν οι δυνατοί τον κατατρέχαν,
Λέω δε θα ζούσε ο Καραϊσκάκης
Όσο χρειάζονταν για να μπορέσει
Δόξας απάτητες κορφές να φτάσει
Και τη σημαία του πάνω τους να στήσει.
Ας είναι ευλογημένο τ’ όνομα σου,
Γυναίκα, που στα δέκα δάχτυλα μας
Γυναίκες σαν εσένανε μετριούνται-
Που οδηγούνε όχι στο χαμό του,
Αλλά στο μεγαλείο του τον άντρα.
Γυναίκες όπου τον προορισμό τους
Μόνες αυτές πάνω στη γη εβρήκαν-
Υποταγή στου σερνικού το θέλω.
Και χίλια ’βλογημενη να ’ν’ η ώρα
Που σ’ έσμιξε με τον Καραϊσκάκη
Άγγελε φύλακα του ήρωά μας .
ΣΤΗ ΡΟΥΜΕΛΗ.
ΠΟΡΕΙΕΣ, ΜΑΧΕΣ, ΝΙΚΕΣ.
ΠΕΝΤΕ ΟΡΝΙΑ.
ΣΤ’ ΟΡΔΙ ΤΟΥ ΚΙΟΥΤΑΧΗ.
Τώρα ενώ ακόμα οι Ρουμελιώτες
Βρίσκονταν στο Μωρηά,τραβάει ο Τούρκος
Στην Ανατολική και πάει Ελλάδα,
Όταν ο Κιουταχής είχε αρχινίσει
Να κλείνει σταθερά το Μεσολόγγι.
Γκούρας και Πανουργιάς και Σκαλτσοδήμος
Παν να τον σταματήσουν μα νικιούνται.
Μα να! οι Ρουμελιώτες κι οι Σουλιώτες
Με αρχηγό τους τον Καραϊσκάκη
Φτάνουν στο Διακοφτό αρχές του Μάη
Κι απ’ την ακρογιαλιά του βλέπουν πέρα
Φωτιές να καιν στης Ρούμελης τα μέρη.
Καταλαβαίνουν ότι μπήκαν τούρκοι.
Γρήγορα απέναντι πρέπει να πάνε.
Μα πώς περνάν τον κόρφο της Κορίνθου;
Βρίσκουνε δυο καΐκια, ρίχνουν κλήρο
Και στον Τζαβέλα έλαχε ο κλήρος
Να μπει στα καΐκια και να πάει να έβγει
Στη Στερεά Ελλάδα με μαζί του
Λεβέντες εκατό να ’χει παρμένους.
Οι άλλοι θα εψάχναν γι άλλον τρόπο.
Ο Καραϊσκάκης με τους άλλους φεύγουν
και φτάνουνε με γρήγορη πορεία
Στην Κόρινθο κι απέκει στο Λουτράκι.
Βρίσκουν καΐκια και περνάν κι εκείνοι.
Και ξεμπαρκάρουνε στον Ελικώνα.
Στη θέση Πέντε Όρνια να! οι τούρκοι.
Ξαφνιάστηκαν εκείνοι που τους είδαν
’τι στο Μωρηά τους νόμιζαν ακόμα.
Κάνουν πιο πίσω για να πιάσουν θέσεις.
Μα ο Καραϊσκάκης κάνει τάχα
Πως δεν κατάλαβε, κι ότι εκείνοι
Φεύγουνε φοβισμένοι. Και αμέσως
Στα παλληκάρια του βροντοφωνάζει:
"Αδέρφια μου Ελληνες! Εμπρός! Μαζί μου'.
Πιάστε τους ζωντανούς. Είναι κιοτήδες.
Μας είδανε, τρομάξανε και.φεύγουν!"
Και διώχνουν ως την Αμφισσα τους Τούρκους.
Στην Ανατολική Ελλάδα τώρα
Τα πράγματα στροφή πήραν αμέσως.
Καρδιά δεν έκανε στους τούρκους τώρα
Να κατεβούνε πάλι παρακάτω.
Στις έξη Ιούνη του εικοσιπέντε
Δολοφονεί ο Γκούρας τον Ανδρούτσο,
Καιρό ετοιμασμένος για την πράξη
Από κωλέττη και Μαυροκορδάτο.
Θέλοντας η Κυβέρνηση να διώξει
Από την Αττική τον Καραϊσκάκη
Για να στρογγυλοκάτσει εκεί ο Γκούρας
Σαν αμοιβή για τη φριχτή του πράξη,
Τόνε διορίζει στις αρχές Ιούλη
Οπλαρχηγό στη Δυτική Ελλάδα.
Υστερα ’πό την πράξη αυτή του Γκούρα
Χολώθηκαν οι οπλαρχηγοί με δαύτον,
και γιατί αιτία έγινε κι εχάθη
Του τόπου η μεγαλύτερη ελπίδα,
Και γιατί αρχή αφού μια τέτοια εγίνει
Έδινε το παράδειγμα και γι άλλες
Ιεροσυλίες όπου θύματά τους
Αλλους θα είχανε Καπεταναίους.
Αλλ’ από τους Καπεταναίους όλους
Ο Καραϊσκάκης ήταν θυμωμένος
Το πιό πολύ με το φονιά το Γκούρα,
Και θα τόνε χτυπούσε αν δε σκεφτόταν
Κι άλλος εμφύλιος τότε πως θ’ ανάψει.
Ίσως να ήταν κι άλλος ένας λόγος
Αυτός, που στείλαν τον Καραϊσκάκη
Στη Δυτική να πάει την Ελλάδα.
Λοιπόν απαρατάει ο Καραϊσκάκης
Το Γκούρα και τους άλλους Καπετάνιους
Και ξεκινάει για το Λιδωρίκι.
Μαζεύοντας και όσους Καπετάνιους
Βρίσκει στο δρόμο του που ’χαν σκορπίσει
Απ’ τον μεγάλο αριθμό των τούρκων.
Μετά τραβάει για το Καρπενήσι.
Οι Τούρκοι, σαν ακούσαν τ’ όνομά του
Βάζουνε την ουρά κάτου απ’ τα σκέλια
Και το λαό ελεύθερο αφήνουν
Και πάνε και κλεινόνται σε μια μάντρα.
Θα τους εχάλαγε ο Καραϊσκάκης
(Κιόλας τους είχε το νερό κομμένο)
Αλλά βιαζότανε να πάει κάτου,
Για να βοηθήσει τους Μεσολογγίτες.
Μα γλίτωσε πολύν αθώο κόσμο.
Και πήρε από τους Τούρκους πολλά ζώα
Που ’χαν αυτοί απ’ τό λαό ζωγρήσει
(Άλογα, Πρόβατα, βόδια, κατσίκια)
Και στους χωριάτες μας τα ξαναδίνει.
Ανάσαναν τα μέρη πάλι εκείνα
Σαν μαγικό ραβδί να ’ταν η σπάθα
Του Καραϊσκάκη που τα είχε αγγίσει.
Τρέχει μετά και βρίσκει τον Τζαβέλα
Στα Κράβαρα, στον Πλάτανο τον Κίτσο.
Όταν εσμίξανε και δυναμώσαν,
Στέλνουν χαμπέρι μες στο Μεσολόγγι
Πως έφτασαν εκεί με τρεις χιλιάδες
Κι ειν’ έτοιμοι βοήθεια όποια θέλουν
Ευθύς να τρέξουνε να τους τη δώσουν.
"Εχάρημεν περσότερον δια ταύτην"
Γραφεί ο Σπηρομήλιος που ήταν μέσα
"Την αγγελίαν, πάρα δια την νίκην
Οπου επιφέραμεν εις τους εχθρούς μας,
Καθόσον η ανδρεία κι η αξιότης
Αυτών των δύο γνώριμες μας ήταν
Από τας πράξεις των τας προλαβούσας
Εις τον ιερόν ετούτον τον αγώνα
Του Εθνους μας υπέρ ελευθερίας".
Ηταν η ώρα που το Μεσολόγγι
Εζούσε μια απ’ τις έξοχες στιγμές του:
Τ’ αθάνατα όπου το διαφεντεύαν
Τα παλληκάρια, είχανε συντρίψει
Του Κιουταχή το μέγα το ρεσάλτο
στις ’κοσιμιά που έγινε του Ιούλη.
Με γράμματα λοιπόν που ο Κανάτας
Ο γοργοπόδαρος πηγαινοφέρνει,
Συνεννοούνται και αποφασίζουν
Ταυτόχρονα τον Τούρκο να χτυπήσουν
Από τα μέσα αυτοί, απόξω οι άλλοι.
Μα πρώτα έπρεπε ο Καραϊσκάκης
Να πάει τη Βαράσοβα να πιάσει
Και από κει τον Τούρκο να χτυπήσει.
Το σύνθημα ήταν τρεις φωτιές ν’ ανάψει
Να δείξει ότι έφτασε στο μέρος.
Οι πολιορκημένοι θ’ απαντούσαν
Με τρεις φωτιές κι αυτοί. Μετά από τούτο
Την αυριανή τη νύχτα θα χτυπούσαν.
Οταν αποφασίστηκε το πράγμα
Για πότε φεύγει ο Καραϊσκάκης
Και πήγε τη Βαράσοβα να πιάσει!..
Λες πέταγε και δεν επερπατούσε.
Και να!, στις εικοστέσσερες Ιούλη
Βλέπουν ν’ ανάβουν οι Μεσολογγίτες
Απάνω στης Βαράσοβας τα βράχια
Οι τρεις φωτιές-σημάδι για γιουρούσι.
Θαυμάζουν: Πότε πήρανε το γράμμα,
Πότε βρεθήκανε κιόλας κει πάνου;
"Πλην δεν ήταν αυτά από τα σπάνια
Του Καραϊσκάκη ούτε του Τζαβέλα"
Γράφει ο αποκλεισμένος Σπηρομήλιος.
Την ίδια νύχτα ο Καραϊσκάκης
Στο δάσος του Ζυγού πήγε κι εκρύφτη
Κι εκεί θα πέρναγε την άλλη μέρα,
Ωσπου, σαν έρθει βράδυ να ορμήσει.
Και να ’ρθει η τύχη την ημέρα εκείνη
Στρατιώτες του ο Κιουταχής να στείλει
Στο δάσος του Ζυγού, να κόψουν ξύλα.
Περνοδιαβαίνουν δίπλα απ’ τους δικούς μας
Κρυμμένους μες στα δέντρα και στα σκίνα
Και ούτε που τους πήρανε χαμπάρι.
Τί αίσθηση κινδύνου πρέπει να ’χε
Και πόσο να ’τανε πειθαρχημένος
Του ήρωα ο στρατός για να μπορέσει
Χωρίς ουτ’ εναν ψίθυρο, μιάν άχνα,
Χωρίς μια κίνηση ή μια φωνή του
Να προδοθεί για ολόκληρη μια μέρα…
Και όχι μόνο, μα δυό παλληκάρια
Πάνε και λένε στον Καραϊσκάκη
Πως από τις κουβέντες που ακούγαν
Από τους τούρκους που ξυλοκοπούσαν,
Ξεχώρισαν ανάμεσα σε δαύτους
Τρεις που Ελληνικά εκουβεντιάζαν.
Λέει ο Καραϊσκάκης και τους πιάνουν
Χωρίς οι άλλοι μυρουδιά να πάρουν.
Τους ανακρίνουνε, κι εκείνοι όλα
Χωρίς κανένα δισταγμό τα λένε.
Κι αναλαβαίνουνε σα γίνει βράδυ,
Τον Καραϊσκάκη αυτοί, που ξέρουν πού είναι,
Στ’ ορδί του Κιουταχή να οδηγήσουν.
Κι αλήθεια σαν το σίφουνα εχύθη
Στ’ ορδί του Κιουταχή ο Καραϊσκάκης.
Ακούνε κι οι κλεισμένοι και ορμάνε.
Ξυπνάν αλαφιασμένοι οιΤουρκαλάδες.
Και λέει ο Σπηλιάδης στα γραφτά του:
" Και τότες λάμπει το πυρ εκατέρωθεν, και αστράπτουσι μαχαίρια και σπαθία, και βροντά το τουφέκι, και κλαγγή των όπλων και κραυγαί, και ιαχαί, και αλαλαγμοί υψώνονται εις τους ουρανούς, και αντηχούσι εξαισίως όρη και βουνά, και φονεύωσι και σφάζωσι Τούρκους αμφοτέρωθεν οι Ελληνες, και χωρούσι προς την σκηνήν του κιουταχή, και αυτόθι χύνεται το αίμα ποταμηδόν".
Και κινδυνεύει ο Κιουταχής ο ίδιος.
Κι "Αμέτ Μουαμέτ" φωνάζουνε οι Τούρκοι
Και σπάζουνε τις θήκες των σπαθιών τους
Σημάδι ότι θέλουν να πεθάνουν
Γιατί τιμή πια δεν τους απομένει
Αφού δεν μπόρεσαν να προφυλάξουν
Από τον κίνδυνο τον αρχηγό τους.
Μα μες στα χαρακώματα μπλεχτήκαν
Κι αργήσανε να φτάσουν οι κλεισμένοι
όπως τα είχανε συμφωνημένα.
Και τ’ αετίσιο του ήρωα το μάτι
Βλέπει ότι συνέρχονται οι τούρκοι
κι ότι σε λίγο θα τους τριγυρίζαν.
Λοιπόν προστάζει και πισωδρομάνε
Μ’ αιχμάλωτους και λάφυρα γεμάτοι.
Κοντά τρακόσοι τούρκοι εχαθήκαν
Κι απ’ τούς δικούς μας χάθηκαν τριάντα.
Δεν τους διαλύσανε τους τούρκους. Όμως
Και χαλασμό τους κάνανε μεγάλο
Και τρόμαξαν του Κιουταχή τ’ ασκέρι
Που είδε ότι σίγουρο δεν ήταν
Ούτε μέσα στ’ ορδί του αρχηγού του.
Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΔΥΝΑΜΩΝΕΙ
ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
.
Μετά και από τούτηνε τη νίκη
Τραβά για το Ζυγό ο Καραϊσκάκης.
Πρώτη δουλειά σα φτάνει εκεί πέρα
Γράφει ένα γράμμα για το Μεσολόγγι
Και τους ρωτάει να του πουν τι θέλουν-
Σε τι μπορεί να τους ανακουφίσει.
Του απαντάνε θέλουν ενισχύσεις
Τον Κίτσο το Τζαβέλα να τους στείλει,
Κι ύστερα στο Ξηρόμερο να πάει
Του Κιουταχή να κόψει τους ζαΐρέδες.
Θέλανε δηλαδή με άλλα λόγια
Την πιό μεγάλη που μπορεί θυσία
Ποτέ να κάνει ένας Καπετάνιος:
Ν’ αδυνατίσει τα στρατεύματα του.
Μα δεν διστάζει ο Καραϊσκάκης.
Πριν από κάθε άλλον είχε νιώσει
Ό, τι θα έπρεπε να καταλάβουν
Απ’ όλα πρώτα τα τρανά κεφάλια
Που αλληλομάχονταν μέσα στ’ Ανάπλι.
Και είχε νιώσει ο Καραϊσκάκης
Οτι την ώρα αυτή το Μεσολόγγι
Δίνει τη μάχη όλης της Πατρίδας.
Και οδηγώντας χίλια παλληκάρια
Μπαίνει ο Τζαβέλας μες στο Μεσολόγγι.
Κι αυτά, όταν ο Τσόγκας και ο Ράγκος
Φοβήθηκαν και βγήκαν από μέσα
Χωρίς ουτε η ντροπη να τους κρατήσει.
Κι αυτά ενώ οι άλλοι Καπετάνιοι
Της Ρούμελης, ήταν προσκυνημένοι.
Και ποιός εβρέθη τάχα ένα "μπράβο"
Εστω να πει στον Καραϊσκάκη μόνο;
Κανένας. Κι όχι μόνο, μα και πάλι
Να τον παραμερίσουνε ζητάνε
Όταν και μόνο η απόφαση του
Να στείλει δύναμη στο Μεσολόγγι
Θα ’πρεπε μόνη αυτή να κάνει όλους
Να είναι ευγνώμονες απέναντί του.
Αλλά πριν παραπέρα προχωρήσω
Ας πω δυό λόγια για το Μεσολόγγι,
Ξέχωρα απ’ όσα θα ειπώ πιο κάτω
Σα θα μιλώ για τον Καραϊσκάκη.
Το Μεσολόγγι, που η άμυνά του
Το ένα το σταθερό ήταν το πόδι
Που πάνω του στηρίχτηκε η Ελλάδα
Όταν να πέσει όλοι τήνε σπρώχναν.
Το άλλο ήταν ο Καραϊσκάκης
Κι οι μάχες που ’δωσε οι νικηφόρες.
Λοιπόν ιστορικά διαπιστωμένο
Είναι πως αν οι τότε κυβερνώντες
Δείχνανε για το θέμα ενδιαφέρον
Κι είχαν και Μεσολόγγι ενισχύσει
Και τα στρατεύματα του Καραϊσκάκη,
Ούτε η πόλη τότε θα χανόταν,
Ενώ το εναντίον, θα χανόνταν
Ο μέγας Κιουταχής και ο Μπραΐμης
Και το μεγάλο που’ χανε μαζί τους
Και διαλεχτό το τούρκικο τ’ ασκέρι.
Και τότε η Λευτεριά θα μας δινόταν
Με δίχως την επέμβαση των ξένων,
Κι η Επανάσταση θα ’χε τελειώσει
Το χίλια οχτακόσα εικοσιέξη
Με νίκη λαμπροφόρα των Ελλήνων.
Μα δε θα πω εγώ τα δυό αυτά λόγια.
Στις μαρτυρίες άλλων θα προστρέξω
Και μάλιστα του Παπαρρηγοπούλου
Και του Σπηλιάδη και του Σπηρομήλιου.
Λέει ο Σπηλιάδης το λοιπόν πως άμα
Ενίσχυε η Κυβέρνηση τ’ ασκέρια
Που έξω βρισκόνταν απ’ το Μεσολόγγι,
Τότε και ο Μπραίμης κι ο Κιουτάγιας
θα καταστρέφονταν το δίχως άλλο:
"Ούτως ήθελε τελειώσει ο πόλεμος μεταξύ
Ελλάδος και Τουρκίας, και όλαι αϊ δυνάμεις
φίλοι τε και μη, και αυτός ο Σουλτάνος εκών άκων, ήθελον αναγνωρίσει ευθύς το Ελληνικόν Εθνος ανεξάρτητον".
Ο Σπυρομήλιος πάλι λέει κάτι
Που ο Παπαρρηγόπουλος δε λέει
Γιατί δε θέλει ως εκεί να φτάσει-
Αν κι έπρεπε, σαν "ο ιστορικός μας".
(Αν πάλι σκοπιμότητα και άγνοια
Είχε σαν κίνητρο και σαν αιτία
Ούτε κι αυτά βεβαίως συγχωρούνται).
Όμως και ήξερε ο Σπυρομήλιος
Και ούτε θέλησε να τα καλύψει.
Και ήξερε, γιατί απεσταλμένος
Ητανε της Φρουράς μέσα στ’ Ανάπλι,
Την ίδια ώρα που ψυχομαχούσε
Από την πείνα η Αγία Πόλη,
Κι εκεί γνώρισε όλα τα διαβούλια
Των προδοτών πολιτικάντηδών μας.
Αφού λοιπόν μας πει κι αυτός πως θα ’χαν
Οι τούρκοι βρει εκεί τον τελειωμό τους
Αν γίνονταν αυτά που ’παν κι οι άλλοι,
Φωτίζει το μεγάλο τότε δράμα
Που παίχτηκε σε βάρος της Ελλάδας,
Μ’ αυτά τα βαρυσήμαντα τα λόγια:
"Αλλά κατά δυστυχίαν μεταξύ εις τα διάφορα κόμματα εκείνης της περιόδου ήτο και εν το οποίον επεθύμει την πτώσιν του Μεσολογγίου και όλης της Στερεάς Ελλάδος, ώστε να δυνηθεί ευκόλως να σποκατασταθεί η Πελοπόννησος εν πριγκιπάτον ως τα της Μολδοβλαχίας, και επομένως ο κομματάρχης πρίγκηψ."
(Κι ήταν ο πρίγκιπας ο κομματάρχης
Αυτός ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος,
Και η πολιτική ήταν της Αγγλίας).
Μα κι ο Παπαρρηγόπουλος ακόμα
Που η πέννα του χαϊδεύει τους κρατούντες,
Πολλά εδώ κάστανα δεν τους χαρίζει:
"Ουδέ υπάρχει τωόντι αμφιβολία, ότι αν η κυβέρνησις την ελαχίστην επεδείκνυε προθυμίαν και δεξιότητα περί την χρήσιν των πόρων αυτής προς την ολοσχερή της πολιορκίας διάλυσιν, ήθελεν επιτύχει την διάλυσιν ταύτην. Κατά δυστυχίαν ουδέν έπραξεν όπως ενισχύσει και τροφοδοτήσει τον στρατόν του Καραϊσκάκη΄ αι ολίγαι προσπάθειαι, ας υπέρ του Μεσολογγίου κατέβαλε, περιορίσθησαν εις την επανειλημμένην από θαλάσσης επικουρίαν, αληθώς όμως ειπείν η πολιορκία δεν ηδύνατο να διαλυθεί ειμή από ξηράς".
Όμως ο ιστορικός μας δεν μας λέει
ότι ακόμα κι η «επικουρία»
Από τη θάλασσα, ούτε συχνή ’ταν
Και με το σταγονόμετρο δινόταν.
Κάθε φορά κουβάλαγε ο στόλος
Όσα εφτάνανε για λίγες μέρες.
Χαρακτηριστικό είναι πως όταν
Εφτασε Νοέβρη του εικοσιπέντε
Ο στόλος μας μπροστά στο Μεσολόγγι,
Είχε... ξεχάσει η κυβέρνηση μας
Ενα σακκί να στείλει καν αλεύρι.
Και τότες ο Μιαούλης και οι άλλοι
Σα μάθαν πως πεινά το Μεσολόγγι,
Κάνανε ρεφενέ ανάμεσά τους
Τρόφιμα αγόρασαν, και τα περάσαν
Στο που λιμοκτονούσε Μεσολόγγι.
Και πότε όλ’ αυτά λέτε γινόνταν;
Οταν το δυό εκατομμύρια δάνειο
Είχε παρθεί απ’ την κυβέρνησή μας.
Α! Και πού να ’ξερες Καραϊσκάκη
Οτι ο τόπος που με τη σοφία,
Την τόλμη σου και την παλληκαριά σου
Απ’ τό ζυγό λευτέρωσες του Τούρκου,
Σ’ άλλους ζυγούς συνέχεια είναι βαλμένη.
Κι ότι αν εκείνος, ο Μαυροκορδάτος,
Επαψε πια να βλάφτει την Ελλάδα,
Συνεχιστές άλλους του άξιους βρήκε
Που μέχρι σήμερα μας κυβερνάνε
Κι ίδια και τούτοι βλάφτουν την Πατρίδα.
Και κλέβουν άπαυτα και ραδιουργούνε,
Κι ό,που κανένα δουν Καραϊσκάκη
Του ρίχνονται να τον εξολοθρέψουν.
Και τα ονόματα τους Παπανδρέου,
Ράλλης, Καραμανλής, και όλοι οι άλλοι.
Γέμισε από δαύτους η Ελλάδα.
Πού τάχα οι αγνές ψυχές πηγαίνουν
Σαν τα κορμιά χαθούν που τις φυλάνε,
Κι αφήνουν ορφανές Ιδέες, Πατρίδες…
Και τ’ είναι τις μικρές ψυχές που κάνει
Στον κόσμο πάλι μέσα να γυρίζουν
Κι Ιδέες και Πατρίδες να χαλάνε;
ΑΓΟΣ ΜΟΥΧΟΥΡΝΤΑΡΗΣ
Όμως κοντά σου ας έρθω ήρωα πάλι
Για ν’ ανασάνω Λευτεριάς αγέρα.
Η ώρα ήρθε του Αγου Μουχουρντάρη.
Εκρινες ότι πρέπει να τον διώξεις
Από τ’ ορδί του μες στο Πετροχώρι.
Μα είχες λίγα τώρα παλληκάρια-
Εχθρό πώς δυο χιλιάδες θα χτυπήσεις;
Αλλά, δύναμη αν έχει μόνο κάποιος
Κι από μυαλό δεν κουβαλάει κουκούτσι,
Τότε δεν είναι ήρωας. Μπορεί να ’ναι
Καλός μεγάλους να σηκώνει βράχους
Και να τον δείχνουνε στα πανηγύρια
Μα ήρωας μόνο δεν μπορεί να είναι.
Ηρωας είν’ αυτός που επίγνωση έχει
Των υψηλών των πράξεων που κάνει-
Ξέρει γιατί τις κάνει, και ακόμα
Τις κάνει κι αν ακόμα ήθελε κρίνει
Οτι θα ζήμιωνε απ’ αυτές ο ίδιος.
Αλλά γι αυτό το τελευταίο ακόμα
Δεν είχε η ώρα του, ήρωα, έρθει.
Ήξερες πώς θα έδιωχνες τον Άγο
Χωρίς τ’ ασκέρι σου αίμα να χύσει.
Πιάνεις λοιπόν και στις εφτά τ’ Αυγούστου
Στέλνεις αγωνιστές μικρά μπουλούκια
Στους λόγγους γύρω από το Πετροχώρι
Ν’ ανάψουν μπόλικες φωτιές τη νύχτα
Και σε διαστήματα να ντουφεκάνε.
Ιδια προστάζεις και για τους χωριάτες.
Βλέπουν τη νύχτα τις φωτιές οι τούρκοι,
Ακούνε τα μπαμ-μπουμ κι αλαφιαζόνται.
Και τα μαζεύουν γρήγορα και φεύγουν.
Τότε και συ τους στρώνεις στο κυνήγι.
Αθάνατε μεγάλε Καραϊσκάκη
Πόσο αληθινός ήσουν και μέσα
Στα πιο μεγάλα, ως τούτο, ψέμματά σου…
Μέσα λοιπόν σε λίγες μόνο μέρες
Τον Αγο έδιωξες το Μουχουρντάρη ,
Τρόμο στον Κιουταχή έδωσες μέγα,
Κι ασφάλισες και το Άγιο Μεσολόγγι.
Προτού για το Ξηρόμερο να φύγεις,
Αφήνεις δύναμη εκεί μεγάλη
Για να μποδίζει τις ανταποκρίσεις
Ανάμεσα Σαλώνων και Κιουτάγια.
Ετσι έμεινες με λίγα παλληκάρια.
Μα είχες τις ελπίδες στο λαό μας
Και την πεποίθηση στον εαυτό σου.
Γιατί καλά τα ’ξερες και τα δύο.
Ηξερες και ο ίδιος τι αξίζεις,
Κι από καιρό είχες τώρα καταλάβει
Πως η Ελλάδα δε θα δει χαϊρι
Από τους πλούσιους κι απ’ τούς Φαναριώτες.
Οι μεν κοιτάγανε και γι άλλα πλούτη
Οι δε για πλούτη και για εξουσία.
Κι οι δυο τρωγόντουσαν και μεταξύ τους,
Και βάζαν και τους άλλους να τρωγόνται.
Για το Λαό κανείς τους δε γνοιαζόταν.
Και όχι μόνο, αλλά, κλέβοντάς τον
Να πεθυμάει τον κάνανε τον Τούρκο.
Ο,τι κι αν κάναν όμως οι μεγάλοι,
Μονο ο Λαός στα χέρια Του κρατούσε
Τη Λεφτεριά την ίδια ή τη σκλαβιά Του.
Κι όταν μιλούσε ο Λαός, ε τότες,
Ποιος άκουγε τι θα ’λεγαν εκείνοι.
Γι αυτό λοιπόν κι εσύ Καραΐσκάκη
Με το Λαό είχες καιρό συνδέσει
Και τ’ άρματα,και τ’ άρμα της Πατρίδας.
Κι ήσουν απ’ τούς Αρματολούς ο μόνος
Εσύ, και στο Μωρηά ο Κολοκοτρώνης,
Που ένοιωσες ετούτη την αλήθεια.
Και την πραγμάτωσες όπως θα δούμε
Την παραπέρα δράση σου ιστορώντας.
Κι αλήθεια όπου ο ήρωας περνούσε
Πλήθη, αυθόρμητα έτρεχαν κοντά του
Γιατί η καρδιά κι ο νους τους φλογιζόνταν
Από την ξακουστή παλληκαριά του,
Κι η αξιοσύνη του εγγύηση ήταν
Για έργα πιο λαμπρά και πιό μεγάλα.
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΞΗΡΟΜΕΡΟ
Λοιπόν για το Ξηρόμερο. Πώς όμως
Που όλα τα περάσματα πιασμένα
Τα ’χαν, του Ασπροπόταμου, οι τούρκοι;
Και τότε αρχίζει άλλη μια πορεία
Απ’ τις πορείες τις καταπληκτικές του.
Στα Κράβαρα. Από κει στο Καρπενήσι.
Και στ’ Αγραφα. Μαθαίνει πως ο Γάτσος,
Ο Καπετάνιος ο προσκυνημένος,
Είναι στο χωριουδάκι Καραπούλα.
Τρέχει και τον χτυπάει. Μα όταν βλέπει
Πως ειν’ακλόνητα ταμπουρωμένος
Τον παρατάει για να μη χάνει χρόνο.
Πάει και, καβαλικεύοντας την Πίνδο,
Ολονυχτίς, φτάνει πρωί στο Βάλτο.
Του στέλνουνε χαμπέρι πως ο Γώγου,
Αυτός ο τουρκολάτρης Καπετάνιος,
Εχει κλεισμένες κάμποσες φαμίλιες
Οπου δε θέλανε να προσκυνήσουν.
Τρέχει, χτυπάει τον Γώγου, τον σκορπάει.
Δίνει στους Βαλτινούς τη λευτεριά τους,
Κι εκείνοι θέλοντας τον ακλουθάνε.
Στρατολατώντας μοναχά τη νύχτα,
Πέφτει, Αυγούστου εικοσιεννέα
Στο Μαχαλά, σε τούρκικο ορδί πάνου.
Καιρό για πισωδρόμημα δεν έχει.
Ζερβά, δεξά, δρόμο δεν έχει άλλον.
Ενα του μένει μόνο: να ορμήσει
Και να περάσει μες από τους τούρκους.
Αυτό και κάνει. Βγάζει το σπαθί του
Και με γκαρδιωτικές φωνές ορμάει.
Βλέπουν τα παλληκάρια κι ακλουθάνε.
Τόσο πολύ οι οχτροί εξαφνιαστήκαν,
Που βλάφτηκαν περσότερο εκείνοι.
Και πιάσαν κι αιχμαλώτους οι δικοί μας.
Κι ανάμεσα τους κι ο αρχηγός των τούρκων.
Μα παραλίγο, εκεί, μέσα στη μάχη
Να ’βρει το τέλος του κι ο Καραϊσκάκης:
Τρέχοντας πρώτος μέσα στο σκοτάδι
Εβρέθηκε μπροστά του ένα χαντάκι.
Δεν του λογάριασε καλά το πλάτος,
Και όπως το πηδούσε, πέφτει μέσα.
Ως τρέχαν από πίσω του οι δικοί του
Και μην έχοντας δει τι έχει τρέξει,
Πηδώντας πάνω του τόνε πατούσαν.
Οταν πέρασαν όλοι, τότε μόνον,
Σηκώθηκε, και, κατατσακισμένος
Κατάφερε να τους ακολουθήσει.
ΜΠΑΖΕΙ ΚΙ ΑΛΛΟΥΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Φτάνει Ξηρόμερο αρχές Σεπτέβρη.
Ερχεται επιτροπή απ’ τό Μεσολόγγι
Να συζητήσουνε το τι θα γίνει.
Ζητάνε παλληκάρια οι κλεισμένοι
Γιατί όλο λιγοστεύουν απ’ τούς τούρκους.
Στη μάζωξη κι ο Τσόγκας και ο Ράγκος.
Ο Καραϊσκάκης λέει και στους δύο
Πως πρέπει να ’μπουνε στο Μεσολόγγι
Γιατί, τους είπε πως ανάξιο είναι
Για την υπόληψη και την τιμή τους
Να βρίσκονται οι δυό εκείνοι έξω
Κι οι συγγενείς τους και τα παλληκάρια
κλεισμένοι μέσα κει να πολεμάνε.
Αρνούνται και οι δυό τους και οι άλλοι,
όσους επρότεινε ο Καραϊσκάκης.
Τον πιάνουν τ’ άγριά του τα μπουρίνια.
Πετιέται πάνου, αρπάζει τη σημαία,
Τη μπήγει μες στο χώμα και φωνάζει:
"Εκείνος π’ αγαπάει την Πατρίδα
Κι είναι με μένα, τώρα θα το δείξει.
Πηγαίνω μέσα. Ποιός μ’ ακολουθάει;
Τρέχουνε παλληκάρια, καπετάνιοι,
Εκτος από τον Τσόγκα και το Ράγκο,
Και τον κυκλώνουνε. Χαμογελάει.
Ομως δεν τον αφήσανε να πάει,
Γιατί τον θέλανε να μείνει έξω
Ωστε τον Κιουταχή να δυσκολεύει.
Τρακόσα παλληκάρια όμως μπήκαν
Σεπτέβρη δώδεκα στο Μεσολόγγι.
Αφού ξεκούρασε λίγο τασκέρι
Σε μια εφοδιοπομπή στήνει καρτέρι
Που πήγαινε στον Κιουταχή εφόδια.
Τους παίρνει τα εφόδια και με κείνα
Θρέφει για λίγες μέρες το στρατό του.
Κόβει τ’ αυτιά των σκοτωμένων τούρκων
και στέλνει δυό αρμαθιές στο Μεσολόγγι.
Ζωγράει κι εν’ άλογο μαύρο κι ωραίο,
Και γράφει ένα γράμμα στους δικούς του
Και τους το στέλνει αντάμα με το άτι.
Και να το γράμμα, όχι όπως συνήθως
Απ’ τον Γραμματικό μασκαρεμένο
Αλλά όπως το σκέφτηκε ατόφιο
Κι όπως εκείνος το ’χε υπαγορέψει:
"Κάκω-Ζαφείρω, σάς χαιρετώ! Μάθετε ότι με την βοήθειαν του θεού είμαι καλά έως σήμερον. Αυτού στέλλω το άτι μου μαζί με τον Αράπην δια να το υπηρετεί, να το προσέχετε καλά, να στέλνετε ένα καϊκι να μαζεύει κριθάρι από δώθε μέρος΄ να το ταγίζετε όμορφα όσον ημπορείτε, να μη μου ζαμπουνέσει το άτι τίποτα, ωσάν ένα παιδί μου να το κυττάζετε' αν σας φορτωθεί κανένας με χατήρι δια πούλημα, κάτω από τρακόσια κολωνάτα να μην το δώσετε. και με κανένα παλιογκέμι και τη σέλα, είδε αλλέως να το φυλάτε ωσάν ένα παιδί μου. Μπαρμπα-Νάπη, όσον ημπορείτε το άτι όμορφα, και θεόθεν καλές αντάμωσες. Την Κακοζαφείρω και τις τσούπρες μου τις φιλώ τα μάτια και γρόσια σαν πάρω τις στέλνω.
Να βάλεις φαμελιά μου, τον Θανάση να μαζώνει κριθάρι να τρώγει το άτι μου.
Οχι άλλο. Καραησκάκης".
Ο ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ ΦΤΙΑΧΝΕΙ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ
Αποφασίζει μετά λίγες μέρες
Τη βάση να χτυπήσει που ήταν κέντρο
Για τον Κιουτάγια, του ανεφοδιασμού του.
Νύχτα ξεκίνησε, νύχτα τους φτάνει,
Και νύχτα ρίχνεται σε παντακόσους.
Αυτοί διαλύονται κι αφήνουν όλα:
Οπλα, φαγιά, ρούχα, λεφτά, μουλάρια.
Κι ακόμα πήρε κι εκατό γκαμήλες
(Και σκότωσε και κάπου εβδομήντα
Γιατί δεν ήξερε τι να τις κάνει).
Ο Κιουταχής τελείως απελπίστη
Με όσα του ’κανε ο Καραϊσκάκης
Και βάζει και του φκιάνουνε μνημούρι
Λέγοντας ότι γλιτωμό δεν έχει
Με τέτιο αντίπαλο που έχει μπλέξει.
Σωστά ο Κιουταχής έτσι εσκεφτόταν.
Το μόνο που μπορούσε ήταν να κάνει.
Γιατί ορίζοντάς τον ο Σουλτάνος
Ρούμελη-βαλεσή, του ’πε από πάνω
"Θέλω ή το κεφάλι σου, ή τη νίκη".
Κι ο Κιουταχής δεν ήτανε τυχαίος
Ή κάποιος στρατηγός μέσα στους άλλους.
Ηταν ο πιό καλός που η Τουρκία
Είχε να δείξει τον καιρό εκείνο.
Κι εκτός από γενναίος και πεισματάρης
Ηξερε γράμματα, κι ήξερε γλώσσες.
Και ήξερε την τέχνη του πολέμου-
Γι αυτό οι τούρκοι αργότερα ελέγαν
Οταν ο Κιουταχής κι ο Καραϊσκάκης
Έξω από την Αθήνα πολεμούσαν:
"Ενα Ρεσίτ-πασα έχει η Τουρκία
Κι έναν Καραϊσκάκη η Ελλάδα.
Κι οι δυό λιοντάρια μπαρουτοθρεμμένα.
Να δούμε ποιό απ’ τα δυό θα φάει τ’ άλλο".
Κι αληθινά ο τάφος του Κιουτάγια
Μπορούσε να ’τανε το Μεσολόγγι
Αν η Κυβέρνηση είχε κατάλαβει-
Μάλλον αν ήθελε να καταλάβει
Πως αν συγκέντρωνε όλες τις δυνάμεις
Που διέθετε, εξω απ’ το Μεσολόγγι,
Θα φευγε ο Κιουταχής σε πέντε μέρες.
Μα ο Μαυροκορδάτος ήταν Άγγλος
Πιό κι απ’ αυτούς τους βέρους τους Εγγλέζους
Και βόηθαγε τα σχέδια της Αγγλίας
Πραγματικότητα γοργά να γίνουν:
Προτεκτοράτο της να ’ναι ο Μωρηάς μας
Και μόνον ο Μωρηάς. Η Ρούμελη όχι.
Εκείνη τούρκικη έπρεπε να μείνει.
Και πως θα έμενε αν το Μεσολόγγι
Παράμενε στα χέρια των Ελλήνων;
Τώρα μην πεις εσύ που αυτά διαβάζεις
Οτι μεροληπτώ ή τα παραλέω.
Κι αν δε μπορώ εγώ για να σε πείσω,
Κι αν ενδιαφέρεσαι, πάρε βιβλία,
Και διάβασε τα πράγματα πώς έχουν.
Αυτοί είμαστε οι Ελληνες. Η αρχή μας
Πήγε στραβά, γι αυτό στραβά ως τώρα
Και μεις κι όλα τα πράματά μας πάνε
Με πρώτους κείνους που μας κυβερνάνε.
Ο ΗΡΩΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ
Αλλά, ξέρει καλά ο Καραϊσκάκης
Ότι αυτές που πετυχαίνει οι νίκες
Βέβαια τον εχθρό τον δυσκολεύουν,
Μα πιό μεγάλο τίποτα δεν κάνουν.
Γι αυτό θα πάει να μπει στο Μεσολόγγι.
Να κουβεντιάσει με τους Καπετάνιους,
Και να τους πει για ένα σχέδιο που ’χει.
Πριν πάει, απ’ τόν Κάλαμο περνάει
Που ’χει την οικογένεια ασφαλισμένη.
Μαζί του βρίσκεται και η Μαρία.
Η κυρα-Γιώργαινα στενοχωριέται
Γιατί καταλαβαίνει τι συμβαίνει.
Μα ο αστείρευτος Καραϊσκάκης
"Ενία σου συ μωρή! Μη μου χολιάζεις!"
Της λέει γελώντας. "Εχω και για σένα.."
(Μήνες εννιά μετά γεννιέται ο Σπύρος,
Το τρίτο κι ύστερο παιδί του Γιώργη).
Μένει στον Κάλαμο για λίγες μέρες
Υστερα μπαίνει πάλι στο καΐκι
Και πάει για Μεσολόγγι. Οι δικοί του
Η τελευταία φορά ’ναι που τον βλέπουν.
Εικοσιέξη Οχτώβρη του εικοσπέντε
Μπαίνει στην πολυδόξαστη την πόλη.
Τρέξαν αμέσως όλοι να τον δούνε.
Να δουν εκείνονε που απ’ όλους μόνος
Τους ανακούφιζε όπως μπορούσε-
Που σαν υπόθεση πήρε δική του
Των πολιορκημένων τη βοήθεια.
Τον πήγαν και σεργιάνισε στις ντάπιες
Και παρατήρησε του εχθρού τις θέσεις.
Έτσι επέρασε η πρώτη μέρα.
Την άλλη μέρα σύναξη εγίνει
Με όλους τους κλεισμένους Καπετάνιους.
Κι ο ήρωας τους λέει το σχεδιό του.
"Αδέρφια, όπως σεις είσαστε αντρείοι,
Ετσι και οι δικοί μου που ειν’ απέξω.
Όμως αυτοί δεν έχουν συνηθίσει
Να ’χουνε τον εχθρό τόσο κοντά τους
Και νύχτα μέρα να τον πολεμάνε.
Γι αυτό, το σχέδιο που ’χω στο μυαλό μου
Αν τους το πω δε θα τ’ ακολουθήσουν.
Και να το σχέδιο πούχω στο μυαλό μου:
Τη Σκάλα λέω να πάω και να πιάσω,
Ανάμεσα στ’ ασκέρι του Κιουτάγια
και το Αντελικό. Κι από κει πέρα
Το ζαϊρέ να κόψω του Κιουτάγια.
Γιατί απ’ όποιο μέρος κι αν του ’ρχόνται,
περνάν οι ζαιρέδες απ’ τή Σκάλα.
Τότε ο Κιουτάγιας άλλο δεν του μένει
Παρά να πάει ή Ναύπακτο ή Πάτρα.
Και βέβαια το μπλόκο παίρνει τέλος.
Μα οι δικοί μου δε θα υπακούσουν.
Τσόγκας και Ράγκος θα τους ξεσηκώσουν.
Γι αυτό λέω πως πρέπει να μου δώστε
Γύρω στους πεντακόσους εδικούς σας
Που συνηθίσανε να βλέπουν μήνες
Μέσα στα πόδια τους οι τούρκοι νάναι.
Ετσι θα ψυχωθούνε κι οι δικοί μου
Και θα δεχτούνε να ’ρθουνε μαζί μας.
Λέω θα μαζέψω μέχρι δυό χιλιάδες.
Μπορώ αγκαλά να τον στενοχωρέσω
Και μακριά στέκοντας, τον Κιουτάγια.
Μα δε μπορώ μακριά ορδί να στήσω
Γιατί θροφές κει πέρα δεν υπάρχουν.
Ενώ εδώ η θάλασσα κοντά μας
Και θα μας προμηθεύουν τα καράβια".
"Κι αν ό μη γένοιτο οι πεντακόσοι
Λάβουν κανένα χαλασμό κει έξω,
Τότε τι κάνουμε μείς εδώ πέρα
Που φτάνει ό, που να ’ναι κι ο Μπραίμης;"
Χόλιασ’ ο ήρωας που τον δυσκολεύαν:
"Ε, τότες, τί κοπιάζουμε απέξω;"
"Καραϊσκάκη σου χρωστάμε χάρη
Γιατί μονάχα συ για μας πασκίζεις.
Μα να εμείς εδώ τι σου ζητάμε:
Να πείσεις και τους άλλους και να ’ρθείτε.
Και τον εχθρό και σεις αφού ζυγώστε
Να του ορμήσουμε κι οι δυο αντάμα
Και πολεμώντας τον μύτη με μύτη,
Να τόνε διώξουμε απ’ όπου ήρθε.
Αυτό να κάνετε. Τίποτις άλλο".
Τέλειο το σχέδιο του Καραϊσκάκη.
Μόνον εζήταγε να του δοθούνε
Κάμποσοι αγωνιστές απ’ τούς δικούς τους.
Και δεν εστέρξανε να το δεχτούνε.
Μόλις εγύρισε στο Δραγαμέτσο
Παίρνει την είδηση ο Καραϊσκάκης
Πως μια εφοδιοπομπή φτάνει σε λίγο
Με προορισμό τ’ ασκέρι του Κιουτάγια.
Τρέχει ανάμεσα Λάσπη και Ρίβιο,
Στο πιό στενόκλειστο του δρόμου μέρος
Μα δεν την προλαβαίνει. Είχε περάσει.
Τα καραούλια όμως του μηνάνε
πως από τη μεριά την άλλη βλέπουν
Μπουλούκι να ’ρχεται καβαλαραίων.
Κι έρχονταν ήσυχοι οι καβαλαραίοι
πως το στενό με ασφάλεια θα περάσουν
Αφού με ασφάλεια πέρασαν πριν λίγο
Χίλιοι ανθρώποι με τους ζαϊρέδες.
Εξηνταπέντε ήταν όλοι όλοι.
Τρέχοντας φύγανε δύο μονάχα
Και δύο άλλοι ζωντανοί πιαστήκαν.
Κι ήταν ανάμεσα στους σκοτωμένους
Πολλά τρανά του Κιουταχή ριτζάλια,
Οπως ντελήμπασης, αγιάννης Σόφης,
Τατάραγας, γιουρουκ-μπαιραχτάρης.
Μαζί τους είχαν οι καβαλαραίοι
Κάπου χιλιάδες γρόσα πεντακόσα.
Με τούτο τον παρά ο Καραϊσκάκης
Τ’ απλήρωτό του πλήρωσε ασκέρι
και πήρε τρόφιμα για να το θρέψει.
Η ΕΞΟΔΟΣ
Στις δέκα Απρίλη βγαίνουν οι κλεισμένοι.
Εκτός από του Κιουταχή τα βόλια
Δικός κανένας δεν τους περιμένει,
και θα ρωτήστε: ουτ’ ο Καραισκάκης;
Ούτε κι αυτός. Και να τί είχε τρέξει.
Τις νίκες βλέποντας του Καραϊσκάκη
Σκύλιαζε ο μιαρός Μαυροκορδάτος.
Συνεννοείται με τον Κουντουριώτη
(που πίσω δεν επήγαινε κι εκείνος)
Και αφαιρούν απ’ τον Καραϊσκάκη
Τη Διοίκηση των στρατευμάτων που ήσαν
Έξω απ’ το Μεσολόγγι μαζεμένα.
Στον Μπότσαρη τον Κώστα την εδώσαν.
Ετσι, ο λόγος του Καραϊσκάκη
Δεν επερνούσε πλέον μες στ’ ασκέρι.
Και να σκεφτείς πως ο Καραϊσκάκης
Προτού να γίνει αυτό είχε προβλέψει
Και πήγε και τ’ ορδί του είχε στήσει
Στον πλάτανο, κοντά έτσι για να ’ναι
Στον Μπότσαρη, λογιάζοντας να σμίξουν
Και να χτυπήσουν Κιουταχή-Μπραϊμη
Χαρίζοντας στην Εξοδο ασφάλεια.
Μα ο Κώστας Μπότσαρης δεν ήταν Μάρκος
Κι όργανο ήταν του τεσσαρομάτη
Κι άπρακτο άφησε το στράτευμα όλο
Ενώ αφανιζόνταν οι Εξοδίτες.
Όμως κι αυτός ο λόγος να μην ήταν
που δεν εβόηθησε ο Καραισκάκης,
Ηταν και κάποιος όλλος, που μονάχος
Εφτανε να τον κάνει ν’ αδρανήσει.
Μα ν’ αδρανήσει μόνο το κορμί του
Γιατί και σκέψη και η ψυχή του όλη
Μαζί μ’αυτούς ήταν που πολεμούσαν
Για να ’βγουν ζωντανοί από τον τάφο.
Μόνο ένας θεός μπορεί να ξέρει
Τι αιστανότανε την ώρα εκείνη,
Μόνο ένας θεός μπορεί να ξέρει
Τον πόνο που ’νιωθε όταν θωρούσε
Να πέφτει στον εχθρό το Μεσολόγγι
Με κείνον δίπλα του, κοντά να στέκει,
Αλλά και άμπορον να κάνει κάτι
Για να γλιτώσει είτε και την πόλη
Η τη ζωή εκείνωνε που βγαίναν.
Αυτός και άλλος ένας: ο Μιαούλης,
που αυτός από τη θάλασσα θωρούσε
Της πόλης το χαμό-πες της Ελλάδας,
Φέρνοντας βόλτες με τα πλεούμενά του,
Μουγκρίζοντας σα λιόντας αγριεμένος
Οπου κλεισμένος μέσα στο κλουβί του
Δεν ημπορεί να φάει-να ξεσκίσει.
Ηταν λοιπόν και κάποιος άλλος λόγος
που δε βοήθησε ο Καραϊσκάκης.
Τον είχε πιάσει πάλι κείνη η αρρώστια
κι ήταν του θανατά στο στρώμα πάλι,
Ανήμπορος ούτε να περπατήσει.
Τι σκηνικό για τραγωδία αλήθεια!
Τι υλικό για μέγα ένα δράμα!
Να χάνεται ολόκληρο ένα Εθνος
Και ο στρατός που μπόρειε να βοηθήσει
Να στέκει αμέτοχος και να κοιτάζει.
Του κράτους που χανόταν, το γκουβέρνο,
Να ’χει το νου του στις δολοπλοκίες,
Κι οι δύο που μπορούσαν να βοηθήσουν
Ο ένας άρρωστος για να πεθάνει
Κι ο άλλος ακινητοποιημένος.
Και η Ελλάδα; Τι έκανε η Ελλάδα;
Και η Ελλάδα πού ήταν τέτοιαν ώρα;
Α! Η Ελλάδα, ξέροντας η ώρα ότι
Ακόμα της Ανάστασης δεν ήρθε,
Μ’ όλη της τη στοργή και την αγάπη
Εσκυβε γνιαστικά πάνω απο κείνον
Οπου θα την ανάσταινε μια μέρα.
Α! Η Ελλάδα τότε, προδομένη
Απ’ τά παιδιά της τ’ άλλα, λαχταρούσε
Για το παιδί της μοναχά εκείνο.
Α! Η Ελλάδα κείνηνε την ώρα
Τα χέρια οδηγούσε της Μαρίας
Το μέτωπο να υγραίνουν του αρρώστου
Και να του μαγειρεύουν για να τρώει.
Τα χείλια της εψύχωνε να λένε
Λόγια γλυκά, και δροσερά να δίνουν
Φιλιά στα χέρια ο πυρετός που ψήνει.
Και την ψυχή της γέμιζε μ’ αγάπη-
Αυτό το γιατρικό που όλα τ’ άλλα
Μπροστά του μοιάζουνε σα γιατροσόφια-
Ωστε ο άρρωστος να γιάνει πάλι.
Γιατ’ ήτανε ανάγκη να γερέψει.
Γιατί ήτανε ανάγκη την Ελλάδα
Απ’ τού χαμού τα σκότη να τη βγάλει
Και πάλι φωτεινή να τη σηκώσει.
Α! Η Ελλάδα κείνηνε την ώρα…
Α! Η Ελλάδα κείνηνε την ώρα
Τον χρειαζόταν τον Καραϊσκάκη.
Κι ύστερα, όταν θα την είχε σώσει,
Κι ύστερα, όταν μόνη θα μπορούσε
Χωρίς εκείνονε να προχωρήσει
Υστερα… ύστερα δε θα νοιαζόνταν.
Ας πάει κι αυτός ο ήρωας με τους άλλους.
Ελλάδες, πόσο άπονες μετράτε
Για τα παιδιά σας όταν χρεία πλέον
Δεν έχετε απ’ αυτά. Πόσο της Φύσης
Μοιάζετε τότε, που ο καρπός σαν πέσει
Από του δέντρου το κλαρί, ε, τότε,
Στάχτη να γίνει και φωτιά το δέντρο.
Αλλά, Πατρίδες, ίσως δίκια να ’ναι
Η ταχτική αυτή που ακολουθάτε.
Ισως για ό,τι σας δοθεί μεγάλο
Απ’ τα δοξοστεφάνωτα παιδιά σας.
Τους δώσατε σεις κάτι πιό μεγάλο:
Σκοπό στην άλλως άσκοπη ζωή τους.
Οσοι από την Εξοδο σωθήκαν
Τραβάνε για τον πλάτανο να πάνε,
Να συναντήσουν τον Καραϊσκάκη.
Αυτός κατάκοιτος, απ’ το κραββάτι,
Τους έχει έτοιμα σφαχτά να φάνε.
Παν οι Καπεταναίοι και τον βλέπουν.
Τους λέει πόση τον κατέχει λύπη
Που δεν εμπόρεσε να τους συντρέξει
Ρωτάει ποιοι και πόσοι εχαθήκαν.
Σαν άκουσε απ’ τούς Καπεταναίους
Πως λίγοι μόνο χάσαν τη ζωή τους,
Σκώνει τα χέρια, τον εχθρό μουτζώνει,
Και "Να!", τους λέει, "ρε παλιοζαγάρια.
Αφού γλιτώσανε οι Καπετάνιοι
Τότε ποιόν σκότωσαν οι κερατάδες;
Η Φρουρά τότε του Μεσολογγιού μας
Ζει ολόκληρη. Μπράβο σας παλληκάρια!"
Η ΡΟΥΜΕΛΗ ΠΡΟΣΚΥΝΑΕΙ ΣΤΟΝ ΚΙΟΥΤΑΧΗ
Το "Κιουταχής" ήτανε παρατσούκλι
Γιατί βελής διορίστη στην Κιουτάχεια,
και χρόνια έκανε πολλά εκεί πέρα.
Ρεσίτ πασάς ήτανε τ’ όνομά του.
Μεγάλωσε σα δούλος στο σαράι.
Τον εκετιμούσε ο Μαχμούτ Σουλτάνος
Κι όταν ο Αλήπασας κατατροπώθη
Αρχήγεψε στα Τρίκαλα ο Ρεσίτης.
Έξυπνος ήτανε, σκληρός, δραστήριος.
Εχτύπησε τους Ελληνες στο Πέτα
Και ύστερα μαζί με τον Βρυώνη
Επολιόρκησε το Μεσολόγγι
Την πρώτη τη φορά,το εικοσιδύο.
Σαν ο Μαχμούτ απότυχε μονάχος
Το Σηκωμό να πνίξει των Ελλήνων
Απ’ τον πασά ζήτησε της Αιγύπτου,
Τον Μεχμετάλη, βοήθεια να του δώσει.
Τα ’κανε αυτό, γιατί είδε τις Δυνάμεις
Μετά απο τη δική του αποτυχία
Να παίρνουνε τα δίκια των Ελλήνων.
Υστερα ήτανε κι αυτό το Δάνειο-
Για να δανείζει κάποιον η Αγγλία,
Ηξερε, δε θα χάσει τα λεφτά της.
Κι αυτό εσήμαινε Ανεξαρτησία
Πως στο Μωρηά εσκόπευε να δώσει.
Γι αυτό εβιάζονταν να υποτάξει
Και πάλι το Μωρηά, για να ’ναι πάλι
Εκείνος ρυθμιστής στα πράγματα του.
Όμως σ’ αυτή τη νέα του προσπάθεια
Το σχέδιο αλλιώτικο έπρεπε να ’ναι.
Γιατί οι σφαγές της πρώτης εκστρατείας,
Αυτές είναι που κάναν την Ευρώπη
Τώρα να γνοιάζεται για την Ελλάδα.
Η νέα που ετοίμαζε εκστρατεία
Τους άμαχους δεν πρέπει να πειράξει.
Πρέπει να καλοέχουν τους χωριάτες
Ώστε κι εκείνοι να τους προτιμάνε
Απ’ τούς Αρματολούς κι από τους Κλέφτες.
Γιατ’ οι σπιούνοι του του αναφέραν
πως ο Λαός στενάζει από τούς Κλέφτες
Κι ότι οι Αρματολοί τον κατατρέχουν-
και οι Ρουμελιώτες και οι Μωραίτες.
Και του ’πανε πως εύκολα ο κόσμος
Θα ’τρεχε να γλιτώσει από κείνους
Γυρεύοντας στους τούρκους προστασία,
Φτάνει αυτοί πολιτική να δείχναν
Τέτοια που να τραβήξει τον κοσμάκη.
Οχι σφαγές λοιπόν και λεηλασίες.
Οχι βιασμοί, φωτιές, βασανιστήρια.
Γι αυτό την εκστρατεία θ’ ακλουθούσαν
Ελληνες τουρκολάτρες και παπάδες
κρατώντας δυο ειδών χαρτιά στα χέρια.
Το ένα θα ’ταν τα προσκυνοχάρτια,
που όποιος τα υπόγραφε σωζόταν
Απ’ τών Αρματολών τη λεηλασία,
Και σώζονταν τον Τούρκο προσκυνώντας.
Τ’ άλλα θα ήτανε χαρτιά που λέγαν
Πως Λευτεριά οι έλληνες δε θέλουν,
Και παραδόθηκαν μόνοι στον Τούρκο.
Του’ τα χαρτιά θα τα’παιρνε ο Σουλτάνος
Κι απόδειξη για τις Δυνάμεις θα ’ταν
Πως οι Ελληνες εδιάλεξαν τους τούρκους.
Τα ίδια είχαν διαταγή να κάνουν,
Κι ο Κιουταχής, και, στο Μωρηά, ο Μπραϊμης:
Τους έλληνες με το καλό να πάρουν.
Κι απόδωσε το μέτρο καρπούς πλούσιους.
Ενας μετά τον άλλο προσκυνούσαν .
Κι οι Ρουμελιώτες και οι Μωραϊτες.
Κι ο Κιουταχής κατέβαινε σακάτου
Ξηλώνοντας από τις θέσεις που ’χαν
Τον κάθε εχθρό κι αντίζηλό του τούρκο.
Αντικατάστησε τον Σούλτζια Κόρτζια
Με τον ντερβέναγα ΣιλιχταρΜπόδα.
Ο Σούλτζια Κόρτζια ξέρει πια σε λίγο
πως αν τον Κιουταχή δεν τόνε φάει
Κατ’ απο το μαχαίρι του θα πέσει.
Για τούτο στους Αρματολούς μηνάει
Να ενωθούν να διώξουν τον Κιουτάγια.
Μα οι Αρματολοί δεν τον ακούνε.
Τον Κιουταχή αφήνουν να θεριεύει
Κι εκείνοι μεταξύ τους φαγωνόνταν.
Και ο Λαός κάθε φορά ο δόλιος
Πλήρωνε τα δικά τους τα σπασμένα.
Στη Ρούμελη ειδικά, οι Καπετάνιοι
Τον Κιουταχή σαν είδαν μαλακόνε
Πήγανε όλοι τους και προσκυνήσαν.
Αυτός τους άφησε τ’ Αρματολίκια.
Κι όταν τους είπε πως θα τους χαρίσει
Και τα εισοδήματα κείνου του χρόνου,
Τότε οι αχρείοι διπλοπροσκυνήσαν.
Προσκύνησαν ο Μήτσος Κοντογιάννης,
Ο Ρούκης, ο Πεσλής και ο Σιαφάκας,
Ο Τράκας και ο Στάικος Γιαννάκης,
Τσόγκηδες, Ράγκοι και ο Δυοβουνιώτης,
Οι Γιολδασαίοι , ο Σωτήρης Στράτος,
Κι αυτός ακόμα ο Αντρέας ο Ισκος,
Ενας από τα έντεκα τα μέλη
Της νέας Διοικητικής Επιτροπής μας.
Μερικοί μόνο νέοι Καπετάνιοι
Δεν προσκυνήσανε. Ως για τους άλλους,
Εκτός του Δυοβουνιώτη που ήρθε πίσω,
Οι άλλοι μείνανε προσκυνημένοι
Μέχρι που εκατέβη ο Καποδίστριας.
Αυτή ήταν η κατάσταση του τόπου
Όταν εχάθηκε το Μεσολόγγι,
Που δοξασμένο κι αν το πέσιμό του
Όμως ενέκρωσε όλη την Ελλάδα.
Λίγα μονάχα στο Μωρηά είχαν μείνει
Φρούρια ελεύθερα σ’ ελλήνων χέρια.
Από τη Στερεά μόνο η Αθήνα,
καλλίτερα μόνη η Ακρόπολή της,
Κι εκείνη με το Γκούρα Διοικητή της,
Που καταλήστευε τους Αθηναίους.
Σ’ όλον ετούτο το χαμό μένει όρθιος
Μόνον ο Γιος της Καλογριάς, ο "μούλος",
Ο "γύφτος", ο "αντάρτης", ο "προδότης".
Και κείνος πάλι θα επαναστατήσει
Τη Ρούμελη, κι εκείνος νέα θα δώσει
Πνοή ζωής στης Λευτεριάς τα στήθη.
ΠΑΛΙ ΣΤ’ ΑΝΑΠΛΙ
Σ’ αυτό το χάλι ο τόπος ήταν όλος
Οταν εκίνησε ο Καραϊσκάκης
Στ’ Ανάπλι για να πάει. Στην Ελευσίνα
Με Βάσο και Κριεζωτη απαντιέται.
"Στ’ Ανάπλι πάς και συ Καραϊσκάκη;
Καημένη Ρούμελη, όλοι σ’ αφήνουν!"
"Τι να σας πω", τους λέει,"ωρ’ αδέρφια.
Στ’ Ανάπλι , ναι, κι εγώ. Θέλω να πάω
Ν’ ακούσω και να δω και μοναχός μου
Τι συλλογιούνται αυτοί που μας προστάζουν-
Εχουν καρδιά για πόλεμο ακόμα
Η όλοι τους γαμιούνται εκεί κάτου;"
Και πήγε. Κι όταν γύρισε και πάλι
Έγραψε μες σε λίγους μήνες μόνο-
Όσο επρόλαβε προτού πεθάνει-
Μες στο χρυσό της Ιστορίας βιβλίο
Σελίδες που όμοιες τους μόνο εγράψαν
Οι προγονοί του οι παλιοί εκείνοι.
Και τα έργα αυτά που τότε είχε κάνει
Είναι το ένα από τα δυό εκείνα
Που τις Μεγάλες κάνανε Δυνάμεις
Όταν η ώρα ήρθε να επέμβουν,
Ώστε να λευτερώσουν την Ελλάδα.
Το άλλο ήτανε το Μεσολόγγι,
Που όταν η Επανάσταση είχε ανάγκη
Εστω μιας μέρας χρόνο να κερδίσει,
Εκείνο της εχάρισε ένα χρόνο.
Όταν επήγε στο Μωρηά, εβρήκε
Μία Επιτροπή μ’ έντεκα μέλη,
Αντί για τη Συνέλευση την Τρίτη
Της Επιδαύρου. Ο Μαυροκορδάτος
Κι ο Κουντουριώτης παραμεριστήκαν.
Και ο Κωλέτης. Κι όλα ρημαγμένα
Απ’ της Ιερής το πέσιμο της πόλης
Που δρόμο λεύτερο άφησε στους τούρκους.
Στο μεταξύ βρίσκονται μες στ’ Ανάπλι
Όσοι εβγήκαν απ’ τό Μεσολόγγι.
Μα τώρα χωρισμένοι είναι στα δύο:
Χώρια Σουλιώτες, χώρια Ρουμελιώτες.
Ακόμα εσηκώσανε κεφάλι
Και οι μικρότεροι καπεταναίοι
Και θέλουν ανεξαρτησία να ’χουν
Από τους Καπετάνιους τους μεγάλους.
Οι απλοί αγωνιστές, κι αυτοί ζητάνε
Να μην πληρώνωνται απ’ τούς Καπετάνιους
Παρά γραμμή απ’ τό Ταμείο του κράτους.
Γιατί αφότου ήρθανε τα Δάνεια,
Οι της Κυβέρνησης είχαν αρχίσει
Μιστούς να δίνουνε στα παλληκάρια
Οσων Καπεταναίων ήταν δικοί τους.
Άλλη κι αυτή μια ανήθικη προσπάθεια
Να προσεταιριστούν Καπεταναίους, ,
Κι άλλη μια μέθοδος να εξαγοράζουν
Και πατριωτισμό και συνειδήσεις.
Κι όλοι αυτοί κολλήσανε στ’ Ανάπλι
Γιατί ήτανε η Διοίκηση εκεί πέρα
Και τον παρά η Διοίκηση τον έχει.
Από την άλλη ο δάσκαλος Γεννάδιος
Ζητά να ξεσηκώσει τους πατριώτες .
Να βγούνε πάλι και να πολεμήσουν.
Τώρα οι Ρουμελιώτες έχουν μάθει
Πως κάποιοι θέλουνε να συμφωνήσουν
Με την Τουρκιά και τις Τρανές Δυνάμεις,
Να δώσουν στο Μωρηά ελευθερία
Κι η Ρούμελη να μείνει σκλαβωμένη.
Τραβάνε το λοιπόν οι Ρουμελιώτες
Και φκιάνουν μιά Αδελφότητα ως την είπαν
Και παν και πιάνουνε το Παλαμήδι.
Και φτιάχνουν ένα έγγραφο που λέει
Πως κάνανε το Σύλλογο αυτόνε
Για να φροντίζει για τα δίκαιά τους
Αλλά και για της Ρούμελης τα δίκια.
Κι όλοι οι οπλαρχηγοί το υπογράφουν.
Και γι αρχηγό τους βάζουνε το Γρίβα
που όμως δεν του καίγεται καρφάκι
Για Ρούμελη και για Μωρηά, και μόνο
Το ατομικό του βλέπει το συμφέρον.
Των έντεκα φωνάζει το γκουβέρνο
Πως πρέπει πια οι πολεμιστές να βγούνε
Από τ’ Ανάπλι γιά να πολεμήσουν.
Αλλά κανένας την αρχή δεν κάνει.
Και η κυβέρνηση φεύγει και πάει,
Γι ασφάλεια περισσότερη, στο Μπούρτζι.
Τ’ είναι κι αυτή η συνήθεια στην Ελλάδα
Σαν κινδυνεύουνε οι κυβερνήσεις
Να φεύγουν σαν λαγοί κυνηγημένοι!. . .
Κι οι κυβερνήσεις και οι βασιλιάδες…
Το ίδιο τότε και το ίδιο τώρα.
Μήπως πολύτιμοι νιώθουνε τάχα
και κρύβονται για να προφυλαχτούνε
Κι όταν περάσει η μπόρα να ξανάρθουν;
Τι να τους κάνουμε τέτοιοι που είναι;
Σαν αρχηγοί σ’ αυτούς ο κλήρος πέφτει
Πρώτοι και στην ανάγκη να ριχτούνε.
Η αναντικατάστατοι πως είναι
Θαρρούνε ; Το κεφάλι τους το κλούβιο.
Αυτοβαφτίζονται μονάχα έτσι
Για να δικαιολογήσουν τη φυγή τους.
Ξεγάνωτα καθίκια είναι όλοι
Που δυναστεύουν το Λαό τον έρμο.
Καλλίτερός τους είναι ο καθένας
Υπάλληλος, εργάτης ή αγρότης-
Αυτοί τα πόστα τους δεν παρατάνε.
Δεν κρύβονται την ώρα της ανάγκης.
Κι αφού πάθει ο Λαός και υποφέρει
Κι αφού το φίδι βγάλει από τήν τρύπα
Ερχονται πάλι εκείνοι κορδωμένοι
και κάθονται στο σβέρκο του και πάλι.
Πότε Λαέ-Λαέ μου θα ξύπνησεις;
Ο… ΜΙΚΡΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ
Το ’σκασε το λοιπόν η εντεκάδα
Με πρώτο της τον Πρόεδρο Ζαϊμη.
Στις δεκαπέντε Ιούνη αυτό εγίνει.
Στις δεκαφτά, μετά ’πό δυό ημέρες,
Φτάνει στ’ Ανάπλι ο Καραϊσκάκης.
Τρέχουνε όλοι για να τόνε δούνε.
Μαθαίνει "Αδελφότητα" πως φτιάξαν
Οι Ρουμελιώτες, και ζητά κι εκείνος
Να υπογράψει το χαρτί που γράψαν.
Του λένε: "το χαρτί δεν έχει χώρο".
"Ωρέ" τους αποκρίθη, "δεν πειράζει.
Μίας γραμμούλας χώρος θα υπάρχει.
Εστω και τελευταίος να υπογράψω,
Και ο μικρός σας αδερφός να είμαι".
Του δίνουνε το έγγραφο γελώντας.
Κι ο Παναγιώτης Σούτσος, που στ’ Ανάπλι
Βρίσκεται τότε, ο ποιητής, θα γράψει:
"Ο δε αγχίνους ορεινός, έθεσε καραησκάκης κακόγραφαν το όνομα, μελανωμένον, στενοχωρημένον εν μέσω άλλων ευρυχώρως γεγραμμένων. Η υπογραφή όμως αύτη εξήλειψε μετέπειτα τας άλλας, και ο ζητών ολίγον τόπον εις το έγγραφον και εις την εταιρείαν, εκυρίευσεν άπαν το έγγραφον και άπασαν την εταιρείαν και ο εσχατεύσας επρώτευσε".
Στις είκοσι του Ιούνη μαζευόνται
Οι αρχηγοί από τα σώματα όλα
Για να διορίσουνε στο Παλαμήδι
Φρουρά κοινή, αποδεχτή απ’ όλους.
Μα δεν τα καταφέρνουν. Τσακωνόνται.
Πάνε στον Καραϊσκάκη και του λένε
Οι πατριώτες του οι Ρουμελιώτες:
"Σού αφιερώνουμε τα δίκαια μας.
Φρόντισε και τη Ρούμελη να σώσεις
Και μας, τη γέννα της, τους Ρουμελιώτες".
" Τόσο μου βάλατε μεγάλο βάρος
Που θέλω και βοηθό να το σηκώσω".
"Διάλεξε ποιόνε θέλεις και τον έχεις".
"Τον Αλεξάκη θέλω να μου δώστε".
"Πάρε όποιον θέλεις, κάμε όπως ξέρεις,
Μον’ την τιμή της Ρούμελης να σώσεις
Και τη δικιά μας να καλοφυλάγεις".
ΣΥΜΦΩΝ1Α ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ-ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ
Αφού ασφάλισε το Παλάμηδι
Εγκαταστώντας μέσα Ρουμελιώτες,
Κι αφού ησύχασε λίγο από τούτα,
Έβαλε μπρος το σχέδιο που για τούτο
Στ’ Ανάπλι από τή Ρούμελη είχεν έρθει.
Δεν ήρθε για να γίνει κομματάρχης,
Ούτε καινούργιο Εμφύλιο για ν’ ανάψει.
Κρατώντας του Παλαμηδιού τις πέτρες,
Η Ρούμελη δε σώζεται-το ξέρει.
Για να μη μείνει έξω απ’ τις συνθήκες
που ίσως κάνανε οι Μωραίτες,
Πρέπει και πάλι τ’ άρματα να πάρει
και η Αθήνα πρέπει να μην πέσει.
Αλλιώς κι η Επανάσταση θα σβήσει.
Ο κίνδυνος τρανός είναι για όλους.
Η μόνη ελπίδα έχει απομείνει:
Να ενωθούνε όλες οι δυνάμεις,
Σουλιώτες, Μωραϊτες, Ρουμελιώτες.
Κείνες τις μέρες βρίσκονταν στ’ Ανάπλι
Και ο Φωτάκος-του Κολοκοτρώνη
Ο υπασπιστής και άξιος πατριώτης.
Κίτσος Τζαβέλας και Καραϊσκάκης
Τόνε φωνάζουν και του λεν να πάει
Να δώσει μήνυμα του αρχηγού του
πως τόνε θέλουνε για να μιλήσουν.
Γιατί αν τον Κιουταχή δεν σταματήσουν,
Αυτός αφού τη Στερεά υποτάξει,
Για το Μωρηά κατόπι θα τραβήξει.
Και δίνουν κι ένα γράμμα να του πάει.
Ο Γέρος του Μωρηά παίρνει το γράμμα
κινάει ευθύς και πάει για το Άργος
Και τους μηνάει να πάνε να τον βρούνε.
Κίτσος Τζαβέλας και Καραϊσκάκης
Τραβάν κι οι δυο αμέσως για το Άργος.
Στρώνονται στο περβόλι του Δεσύλλα
Όπου κονάκευε ο Κολοκοτρώνης
Κι αφού καλόφαγαν και καλοήπιαν
Θυμούνται τα παλιά, όταν μονιασμένοι
Τόσα πολλά μαζί είχαν καταφέρει.
Και πιάνουν και το Κλέφτικο τραγούδι.
Ξάφνου ο Γέρος βαριαναστενάζει
Και δάκρυα τα μάτια του γεμίζουν.
"Κόφτε ωρέ", φωνάζει, "το τραγούδι".
"Τι έχεις" Τον ρωτάν οι άλλοι γύρω.
"Δεν είμαστε για γλέντι μα για κλάημα
Με τόσα που η πατρίδα μας τραβάει.
Καραϊσκάκη, μίλα μου-σ’ ακούω" .
"Κολοκοτρώνη, όλοι αν ενωθούμε,
Τότε μονάχα θα σωθεί η πατρίδα".
"Το ξέρω. Κι άλλος από σε κανένας
Δεν το μπορεί τη Ρούμελη και πάλι
στ’ άρματα να σηκώσει όπως και πρώτα "
Μωρηάς και Ρούμελη πετιούνται απάνου
Και αγκαλιάζονται-σταυροφιλιούνται
Κι ορκίζονται ενωμένοι να ναι πάντα.
"Θεός βοηθός" ένας στον άλλο λέει.
«'Όλα θα παν καλα από δω και πέρα".
Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ
Κάναν κι ένα χαρτί και το υπόγραψαν:
Τα εισοδήματα θα τα συνάζει
Μία Επιτροπή και θα τα δίνει
Στ’ ασκέρια ανάλογα με την αξία
και δραστηριότητα κάθε στρατιώτη.
Η γη, στους τόπους που θα λευτερώναν,
θα μοιραστεί σε όσους πολεμήσαν
Αδιάφορο από πού ’ναι ο καθένας.
Δυό εκστρατείες είναι για να γίνουν:
Μία στη Στερεά για την Αθήνα
Κι η άλλη εδώ, ενάντια στον Μπραΐμη.
Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Γυρνάει στ’ Ανάπλι ο Καραϊσκάκης
Και από την Κυβέρνηση ζητάει
Της Ρούμελης την αρχιστρατηγία.
Λαός και Καπετάνιοι είναι μαζί του.
Μα η Κυβέρνηση έχει άλλη γνώμη.
Τότε σκαρφίζεται ο Καραϊσκάκης
Να βάλει μπρος μια ψεύτικη φοβέρα:
Μια μέρα που βρισκόνταν μαζεμένοι
Καμπόσοι Καπετάνιοι και τα πίναν,
"Κάνουμε ωρέ μία δουλειά;" ρωτάει.
«Σαν τί δούλειά;» «Να μπούμε ένας ένας
Στο Μπούρτζι, εκεί πού ’ναι μαζεμένοι,
Να διώξουμε αυτούς που κυβερνάνε
Κι άλλους να βάλουμε, που τις ανάγκες
Των ασκεριών να τις υπολογίζουν.
Και τους σκοτώνουμε αν αντισταθούνε".
Ο Γιώργης Κίτσου ήτανε μαζί τους.
Και ήξερε καλά ο Καραϊσκάκης
Πως ό,τι θα λεγόταν εκεί μέσα
Θα τα προφτάσει όλα στον Ζαϊμη.
"Τί λες Καπετάν-Γιώργη;" λέει του Κίτσου.
Τρομάζει εκείνος και πετιέται απάνου:
"Αμ πώς να κάνουμε ένα τέτοιο πράμα
Στη Διοίκηση που διόρισε το Εθνος!"
"Για τίποτις εσύ δεν είσαι άξιος"
Τον αντισκόφτει ο Καραϊσκάκης.
Δίπλα του κάθονταν ο Φωτομάρας:
"Τί λες εσύ ωρέ καπετάν-Χρήστο;"
"Το πράμα είναι βαρύ και θέλει σκέψη".
"Αντε και συ να χέσεις Χρήστο-πόρδα"
Δουλειά δε γίνεται ούτε με σένα".
Γυρίζει προς τον Κίτσο το Τζαβέλα:
"Τί λες καπετάν-Κίτσο;" τον ρωτάει.
"Το κάνουμε, για να σωθει η πατρίδα."
Τον αγκάλιαζει, τον φιλεί, του λέει:
"Να ζήσεις αδερφέ μου Καπετάνιε".
Γυρίζει έπειτα στο Βαλτινό:"Αμ σένα
Που θα σου δώσουμε μεγάλη θέση!"
"Κι εγώ με σάς, μ’ όλα τα γερατειά μου".
"Πάει καλά. Εσύ Καπτα-Γιαννάκη;"
(Καπτα-Γιαννάκης ήταν ο Σουλτάνης)
"Πάμε. Κι όλους εγώ θα τους ξεσκίσω."
"Εσύ τι λες;", γυρνάει στον Κασομούλη.
"Κι εγώ το μερδικό μου δεν τ’ αφήνω
Μου φτάνει το καλό που ’ναι να γίνει.»
Κρυφογελούσαν όλοι με το φόβο
Που βλέπανε στο πρόσωπο του Κίτσου.
Σα φεύγει, όλα τα μηνάει στο Μπούρτζι.
Εκείνοι αναστατώνονται: Ο μούλος,
Δε θες τέτιο χουνέρι να τους κάνει;
Κι ας λέει ο Ελβετός γιατρός, ο Μπέλυ,
Πως η ψυχή του βρίσκεται στο στόμα.
Και μιά γιατί άξιονε τόνε γνωρίζαν
Και μία για να τον ξεφορτωθούνε,
Του δίνουνε την αρχιστρατηγία.
Του λέει ο Ζαίμης: "Η Πατρίδα
Γυρεύει από μας να ’χουμε ομόνοια."
"Ναι, το γυρεύει" ο ήρως τ’ αποκρίθη.
Φιλήθηκαν και όλα ξεχαστήκαν.
Σε τούτη τη σκηνή μπροστά βρισκόταν
Και ο Μπουντούρης, προύχοντας της Ύδρας:
"Ίσα με σήμερα Καραϊσκάκη
Δεν έκανες το χρέος σου ", του λέει,
"Όσο θα έπρεπε για την Πατρίδα,
Ο θεός να σε φωτίσει να το κάμεις
Από δω κι υστέρα". Του απαντάει,
Γρήγορα ως πάντα ο Καραϊσκάκης,
Ο μεγαλόκαρδος και τίμιος άντρας:
"Δεν το αρνούμαι αυτό. Οταν το θέλω
Γίνομαι άγγελος. Και όταν θέλω
Γίνομαι διάβολος. Αλλά από τώρα
Σκοπό μου το ’χω άγγελος να γίνω."
Ως τώρα όλοι τόνε κυνηγούσαν,
Κι οι παλαιοί τον βλέπαν Καπετάνιοι
Σαν να ’τανε παρείσακτος, και "μούλο"
Τον ανεβάζαν και τον κατεβάζαν.
Πάλι οι πολιτικάντες απ’ την άλλη
Τον κυνηγούσανε για "προδοσία".
Για πρώτη του φορά τώρα στο χέρι
Παίρνει ένα χαρτί που εξουσία
και δύναμη του δίνει πάνω σ’ όλα.
Ενα μικρό χαρτί όπου τιμούσε
Τις ικανότητες τις σπάνιές του
Και που μεγάλωνε τη δύναμή του.
Ναι. Παντοδύναμος ήτανε τώρα
Ο Καραϊσκάκης. Μα με λόγια μόνο.
Γιατί ήτανε η αρχιστρατηγία
Ενα χαρτί με γράμματα επάνω.
Ούτε στρατό ούτε πολεμοφόδια
Ούτε λεφτά δεν έφερνε μαζί της.
Ολα μονάχος να τα φκιάσει πρέπει.
Αλλά δεν του ’δινε δύναμη μόνο,
Ψεύτικη έστω, το χαρτί ετούτο,
Μα και πολλές ευθύνες τον γεμίζει.
Μα νιώθει απέραντα ευτυχισμένος.
Γιατί έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν
Λεύτερος από έγνιες κι από ευθύνες.
Μα τώρα είχε γίνει κάτι άλλο,
Κάτι γι αυτόν καινούργιο και μεγάλο:
Η αναγνώριση των τόσων κόπων.
Και η Τιμή του Εθνους. Και η Δόξα.
Κι οι δυό του μεγαλύτερες ευθύνες
Τ’ Άγραφα πρώτα, ο Μωρηάς κατόπι-
Η Στερεά κι ύστερα η Ελλάδα.
Και τώρα ήξερε: αυτά τα δύο
Δεμένα το ’να ήτανε με τ’ άλλο.
Η μοίρα τους κοινή μέσα στον κόσμο.
Η σκλάβα και τα δυό, ή λευτερωμένα.
Και τώρα έπεφτε σ’ αυτόν το βάρος
Να δώσει και στα δυό τη λευτεριά τους.
Να σώσει την Ελλάδα από την άκρη
Του εγκρεμού όπου ελικνιζόταν.
Ζωή γεμάτος άνθρωπος ποιος είναι
που να μη θέλει απ’ τούς άλλους να ’χει
Την αναγνώριση όποιας του αξίας;
Το «μπράβο» σε αυτιά ποια δεν αρέσει;
Ποιός δεν αισθάνεται σαν πιό μεγάλος
ποιός με ζωή γεμάτος δε ζητάει
Το παίνεμα της ίδιας της ζωής του;
Κι αν ήταν ζωντανός ο Καραϊσκάκης!
Σ’ αυτά τα σάπια απ’ την αρρώστια στήθια
Σαν το σκουλήκι ειχ’ η ζωή φωλιάσει,
Μόνο κει μέσα, κι όλους είχε αφήσει
Τους άλλους έλληνες σαν πεθαμένους.
Ετσι λοιπόν με το χαρτί εκείνο,
Φτερώθη του ήρωα η αξιοσύνη.
Ως τότε ήταν ένα παλληκάρι
Που όλοι θάμαζαν τη λεβεντιά του.
Μα τώρα είχε γίνει ο ηγέτης.
Έτσι, ό,που υπάρχει φανερώνει
Το πρόσωπο της η μεγαλοσύνη:
Αν πάρουνε στα χεριά εξουσία
Οι άνθρωποι οι μικροί, τότε χαλάνε
Και γίνονται χειρότεροι απ’ ότι ήταν.
Αντίθετα οι άνθρωποι οι μεγάλοι
Για τον κοινό θυσιάζονται αγώνα.
Κι ο Καραϊσκάκης ήτανε μεγάλος.
Ο αναγνώστης όμως μη νομίσει
Πως πάψαν τώρα οι πολιτικοί μας
Τρικλοποδιές στον ήρωα να βάζουν.
Μόνο διπλά που τώρα εσκεφτόνταν
Προτού του κάνουνε κακό κανένα,
Γιατί απ’ την άλληνε καλά γνωρίζαν
Πως έχει όλο το Λαό μαζί του.
Και του Λαού η δύναμη μεγάλη.
Όμως οι άλλοι έτσι αν εσκεφτόνταν,
Μυαλό δεν έβαζε ο Μαυροκορδάτος
Που η προσπάθειά του ήτανε στραμμένη
Πώς όλον το Μωρηά θα υποτάξει
Στους φίλους του τους λόρδους-τους Εγγλέζους.
Μα μόνο το Μωρηά.Τη Ρούμελη όχι.
Αυτήν θα την εχάριζε στους τούρκους.
Εκεί σκοπούσε η πολιτική του:
Πώς τον Καραϊσκάκη θα ’μποδίσει
Στη Ρούμελη τη λευτεριά να δώσει,
Και πώς από την άλλη θα πουλήσει
Στους Αγγλους το Μωρηά. Μα όλα τούτα
Καλλίτερα πιο κάτου θα φανούνε,
Οταν ο ήρωας Καραϊσκάκης
θα πολεμάει έξω απ’ την Αθήνα.
Πρώτη του πράξη ύστερ’ από τούτα
Ητανε όλα τ’ άρματα να ενώσει
Για να τα ρίξει στην κοινή προσπάθεια.
Αλλά δεν τα κατάφερε αμέσως-
Και οι κλεισμένοι μες στο Παλαμήδι
Με αρχηγό τον άμυαλο το Γρίβα,
Μα κι οι Σουλιώτες, αποτραβηχτήκαν,
Σπρωγμένοι από ζήλεια κι ιδιοτέλεια.
Ξεκίνησε λοιπόν ο Καραϊσκάκης
Και στις δεκαεννιά του Ιούλη φεύγει
Εχοντας δίπλα του όσα παλληκάρια
Είχε κι όταν ερχότανε στ’ Ανάπλι:
Εξήντα και διακόσα μετρημένα.
Μα δύο αλλά τώρα είχε μαζί του.
Το ’να ήταν το χαρτί της στρατηγίας,
Και τ’ άλλο, σιγουρότερο απ’ το πρώτο,
Η συμμαχία ήταν με το Γέρο.
Κι ας εκλωτσούσαν οι πολιτικάντες
Σαν άκουσαν γι αυτή τη συμφωνία.
Ποιός τους ακούει όταν κρατεί τα όπλα.
Αρκεί τα όπλα καλή χρήση να ’χουν.
Μαζί με τ’ άλλα του τα παλληκάρια
Μικροί Καπεταναίοι ακολουθούσαν:
Ο Νάκος Πανουργιάς και ο Φραγγίστας,
Ο Βάρης, κι ένας άλλος-ο Γιαννάκης,
Ο αδερφός του μέγα Οδυσσέα.
Σε λίγο αποπίσω του ετρέξαν
Κατ’ απ’ τον Περραιβό αδερφωμένοι
Θρακιώτες, Θεσσαλοί και Μακεδόνες.
Αργότερα το δρόμο της πατρίδας
Τον ακολούθησαν κι οι Εφτανήσιοι,
Τραβώντας πάνω, προς την Ελευσίνα.
Και τελευταίοι θα τρέξουν να προλάβουν
και του Παλαμηδιού οι προκομένοι,
Ωστε η δόξα κάτω που θα πάρουν
Από τις προσταγές του Καραϊσκάκη,
Να σβήσει κάθε τους πριν ασχημία.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ
ΑΠΟ GOSSE ΚΑΙ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟ
Αλλ’ αν και τούτο το βιβλίο έχει
Για ήρωα του τον Καραϊσκάκη
Δεν έχει εντούτοις δώσει μέχρι τώρα
Κάποια περιγραφή του ήρωά του.
Ομως καλλίτερα, γιατί ταιριάζει
Αυτή την ώρα πιότερο η μορφή του
Κι ο χαρακτήρας του γνωστά να γίνουν,
Τώρα που ήρθε η μεγάλη ώρα-
Τώρα που όλα του έχουν ωριμάσει
Και που τους πλούσιους του καρπούς θα δώσει,
Μεστούς, και ζουμερούς, και ψυχοτρόφους,
Προτού από δολοφόνο ένα χέρι
Την τελευταία του πνοή ν’ αφήσει
Πάνω στη μάχη για τη Λευτεριά μας-
Πάνω στη μάχη για να μας χαρίσει
Μια Δόξα, μια Τιμή, και μια Πατρίδα.
Ομως καμμία πλήρης δεν υπάρχει
Περιγραφή μορφής του ή χαρακτήρα.
Κομμάτια παίρνοντας δώθε και κείθε
Κάτι είπαμε πιο πριν για τή μορφή του.
Ως για το χαρακτήρα πολύ λίγο
Γνώμες γι αυτόν μπορούν να μας βοηθήσουν.
Αλλά για τί μορφή μιλάμε τάχα;
Πώς ήτανε η μύτη και το στόμα;
Κοντός αν ήταν η ψηλός; Κι ακόμα
Αν θύμωνε συχνά ή αν ήταν πράος;
Αν ήταν φιλαλήθης ή ψευδόταν;
Αισθάνομαι τουλάχιστον γελοίος
Γιατί εβαλθηκα να περιγράψω
Τον ήρωα. Κι αν τέλος θα το κάνω
Είναι γιατί συνήθεια έχει γίνει
Να γίνονται περιγραφές σαν τούτες.
Αυτήν ακολουθώντας τη συνήθεια
Θα γράψω το λοιπόν κι εγώ δυο λόγια
Που δύο συγγραφείς είπαν για κείνον.
Γιατί μορφή ο ήρωας δεν έχει.
Εχει μορφή ο θεός; Εχει η ιδέα;
Εχει ο Ηρακλής; Εχει ο Θησέας;
Γιατί ο ήρωας είναι μέσα σ’ όλα
Όσα εντός μας ή μας τριγυρίζουν.
Γιατ’ είν’ ο ήρωας μια παρουσία
Αιθέρια κι ακατάλυτη κι αιώνια.
Γιατί ο ήρωας ειν’ η Πατρίδα
Στην πιο γλυκειά και άγριά της ώρα.
Θες τη μορφή να δεις του Καραϊσκάκη;
Δες ένα πεύκο του μικρού χωριού σου-
Το ύψος του, το μύρο του δεν έχει;
Το βράχο δες που υψώνεται αντιπέρα-
Δεν έχει τη σκληράδα κι αντοχή του;
Δες το μικρό, το αθώο κατσικάκι-
Λες με το βήμα του δεν περπατάει;
Νοιώσ’ την ανάσα- τη φωνή σου άκου –
Δεν είναι κείνου; Δεν είν’ η δική του;
Και μες στης νύχτας το πηχτό σκοτάδι
Οταν κοιμάσαι σύ, δεν ειν’ εκείνος
Που ακούραστα τον ήλιο συνδαυλίζει
Και άσβεστη τη φλόγα του κρατάει
Για να ’ρθει αύριο να σε φωτίσει;
Ας δούμε όμως τώρα δυό τι λένε-
Πώς περιγράφουν τον Καραϊσκάκη.
‘
ΜΑΡΤΥΡΙΑ GOSSE
Ο Ελβετός Φιλέλληνας, ο Gosse
Γράφει στον Εϋνάρδο από την Υδρα
Το ’κοσιεφτά, στις δεκαπέντε Μάρτη.
Του λέει πως είδε τον Καραϊσκάκη
Στις έντεκα Μαρτιού για να του δώσει
Δύο επιστολές του Εϋνάρδου.
Τον ’δεχτη φιλικά πολύ μας λέει,
Τον ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον
Που ’χε για την Ελλάδα ο Εϋνάρδος,
Και έδειξε να εμφορείται, λέει ,
Από αγνά αισθήματα συμπάθειας
Και αφοσίωσης για το Γκουβέρνο.
Ηταν αδύνατος, ηλιοκαμένος,
Με ακατάστατα μαλλιά και γένια.
Ψηλός, τα μάτια να πετάνε σπίθες.
Είχε το μέτωπο ρυτιδωμένο
Και μύτη ελαφρά ανασηκωμένη.
Το παρουσιαστικό του ήταν τέλειο,
Χωρίς ψεγάδι, και οι τρόποι του ήταν
Ευγενικοί. Εβλεπες πως κατείχε
Την αίσθηση ανώτερος πως ήταν
Αλλά με τούτο δεν περιφρονούσε
Τους γύρω του και τους κατώτερούς του.
Αντιλαμβάνονταν με γρηγοράδα,
Και, αν κι αμόρφωτος ο ίδιος ήταν,
Ηθελε να μορφώνωνται οι άλλοι.
Ητανε δίκιος κι εύσπλαχνος, κι ο κόσμος
Μεγάλη αγάπη έδειχνε να του ’χει.
Μιλούσε λίγο αλλά μ’ ευκολία
Και ό,τι έλεγε είχε ειλικρίνεια.
Όταν τον εσυνάντησε ο Gosse
Φόραγε μπαλωμένο πανωφόρι,
Βαμβακερό. Του έδωσε για δώρο
Ενα ωραίο μεταξωτό σακκάκι.
Μ’ έκδηλη ευχαρίστηση το εδέχτη.
Η επιρροή του ήτανε μεγάλη
Σε αξιωματικούς και σε στρατιώτες.
Οι πρώτοι του αναγνώριζαν πως ήταν
Στρατιωτική μεγάλη ιδιοφυία
και ότι άκαμπτη είχε καρτερία.
Όσο για τους στρατιώτες υποφέραν
Αγόγγυστα κάθε σκληραγωγία,
και τις στερήσεις και δοκιμασίες
Που φέρνει ο ανταρτοπόλεμος μαζί του.
Και σαν παράδειγμα για τούτο φέρνει
Πως απ’ τό Δίστομο στην Ελευσίνα,
(Πορεία στην οποία οι στρατιώτες
Ούτε μιστό ούτε τρόφιμα δεν είχαν),
Δεν εγκατάλειψαν τον αρχηγό τους
Όπως με άλλους κάναν Καπετάνιους.
Για συνοδεία του ο Καραϊσκάκης
Εναν αδύνατον, μικρόν στο σώμα
Είχε αξιωματικό πάντα μαζί του
Καθώς και μία όμορφη κοπέλα,
Την ερωμένη του, που ως τα δόντια
Κάθε στιγμή και ώρα οπλισμένη,
Με τις αρχαίες έμοιαζε αμαζόνες.
Για να λευτερωθεί η Αθήνα ήταν
Η μόνη ελπίδα ο Καραϊσκάκης-
Αυτός ο τολμηρός και θαρραλέος,
Που γρήγορα ο νους του συλλαμβάνει
Και εκτελεί χωρίς αργοπορία
Το σχέδιο όποιας κάνει εκστρατείας.
Αυτά ο Gosse για τον ήρωα μας.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟ
Να και ο Βακαλόπουλος τι λέει:
Εξυπνος,επιτήδειος, δραστήριος.
Μια από τις πιό ηρωΐκές, μας λέει,
Και πιό περίεργες μορφές του Αγώνα.
Έντονα τα χαρακτηριστικά του.
Μύτη λεπτή και ίσια. Μάτια είχε
αεικίνητα, μικρά, σπινθηροβόλα,
Και χαμογελαστά, μ’ ελαφρό κάποιο
Παιχνίδισμα εντός τους ειρωνίας.
Μαζί με το πλατύ το μετωπό του ,
δείχνουν ξυπνό κι ασύχαστο ένα πνεύμα.
Γρήγορα συνελάμβανε ένα σχέδιο,
Γρήγορα έδινε τις διαταγές του
Αμέσως καταλάβαινε την έννοια
Οσων του αναφέραν οι στρατιώτες
Κι απάνταγε αμέσως στον καθένα.
Κι αυτό εντύπωση τους προξενούσε,
Και τον επέβαλε εύκολα στους γύρω.
Μέτριο ήτανε το ανάστημά του.
Καχεχτικό φτιαγμένο το κορμί του.
Μα μια ανεξάντλητη σ’ αυτό βρισκόταν
Μέσα, πηγή ζωής, και σιδερένια,
Μια θέληση έσπρωχνε τ’ άρρωστο σώμα
Στη δράση του άγριου, σκληρού πολέμου
Με τις μεγάλες του δοκιμασίες.
Κι η φλόγα αυτής της θέλησης νικούσε
Και σβήνονταν του πυρετού η φλόγα.
Κατάκοιτος απάνου σε φορείο
Τις αστραπιαίες διάταζε πορείες
Μες από τα βουνά τα χιονισμένα
Που θαμασμό θα προξενούνε πάντα
Σ’ όσους αργότερα θα τις μαθαίνουν.
Οι αυθόρμητες και ανυπόκριτές του
Συχνά στα άκρα φτάναν οι εκδηλώσεις.
Κι ή σ’ασυγκράτητο θυμό τελειώναν,
Ή σ’ αχαλίνωτα πάλι αστεία,
Όπου με λόγια αισχρά ήταν στολισμένα
Και με βρισιές που εφέρνανε το γέλιο.
Οι χαριτολογίες και τ’ αστεία
Αβίαστα και φυσικά εβγαίναν
Απ’ της γερής του της ψυχής το βάθος.
Αντρεία, τόλμη, γενναιοδωρία,
Συμμετοχή στους κόπους και κινδύνους
Που υποφέρανε τα παλληκάρια,
Τον είχαν κάνει όσο κανέναν άλλο
Αγαπητότατον ανάμεσά τους.
Είχε μυαλό που πάντοτε γεννούσε
Και είχε φυσική μια ευγλωττία.
Αληθινά ήτανε προικισμένος
Από τη φύση με αρετές που μόνο
Σε αρχηγούς μεγάλους συναντιώνται.
Γνώριζε τέλεια την ψυχολογία
Η τακτικού ή άτακτου στρατιώτη
Και σημασία έδινε μεγάλη
Στην τακτική και αρκετή τροφή του,
Για να ’χει αυτός θερμό το φρόνημά του
Και να μη ρέπει προς την αταξία.
Γι αυτό κι απ’την Κυβέρνηση ζητούσε
Τροφές μονάχα και πολεμοφόδια
Κι όχι μιστούς όπως οι άλλοι όλοι.
Αυτά κι ο Βακαλόπουλος μας λέει.
Και ο Παπαρρηγόπουλος μιλάει
Για τα λεπτά τα συναισθήματα του:
Μέσα στην ακατέργαστη ψυχή του
Υπήρχαν ευγενείς χορδές, μας λέει,
Που αν κάποιος ήξερε να τις αγγίσει
Ανταποκρίνονταν και αντηχούσαν.
Κανείς αν ψάξει θα ’βρει κι άλλων κρίσεις.
Αλλ’ αρκετές είναι αυτές για τώρα.
Ο ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Ο Κιουταχής μαζί του κουβαλώντας
Μέχρι χιλιάδες δυό καβαλαρία
Και πεζικό περίπου έξη χιλιάδες
Φτάνει το εικοσιέξη τον Ιούνη
Στην Αττική, χωρίς εμπόδια να ’βρει.
Εστησε το τσαρδί του στα Πατήσια
Και άρχισε το μπλόκο της Αθήνας
Που έντεκα κοντά βάσταξε μήνες.
Με τα κανόνια που ’φερε μαζί του
Χτυπώνταςτης Ακρόπολης το βράχο
Αποτελείωσε το κακό που αρχίσαν
Ο Μοροζίνης κι ύστερα ο Ελγίνος.
Σαν είδε πως δεν μπόρειε με γιουρούσι
Τον Ιερό το Βράχο ν’ αποκτήσει,
Φέρνει απ’ την Τουρκιά λαγουμιτζήδες
Ν’ ανοίξουν τρύπες κατ’ από το Βράχο
Και να τόνε τινάξουν στον αέρα
Μαζί με τη Φρουρά και με τ’ Αρχαία.
Μα μέτραγε χωρίς τον Χορμοβίτη.
Ο Χορμοβίτης-Κώστας το μικρό του-
Ηταν λαγουμιτζής απ’ τούς δικούς μας.
Στο Μεσολόγγι θαύματα είχε κάνει.
Το ίδιο έκανε και στην Αθήνα.
Οταν οι εχθροί τη γη μας ετρυπούσαν,
Χαμπάρι το ’παιρνε κι έτρεχε αμέσως
Και άλλα σκάβοντας δίπλα λαγούμια
Τίναζε το δικό τους στον αέρα.
Αλλοτε άνοιγε πηγάδια γύρω
Κι εκείνων εξεθύμαιναν στα κούφια.
Κι άλλες φορές ξετρύπωνε πού τα ’χαν
Κι έκλεβε απ’ τά λαγούμια το μπαρούτι.
Η Ακρόπολη εσώθη απ’ αυτόνε.
Σ’ αυτόν τα εκατομμύρια των ανθρώπων
Χρωστάνε πως μπορούνε να πηγαίνουν
Και να θαυμάζουν πάνω της τ’ Αρχαία.
Ποιός όμως σήμερα τόνε θυμάται;
Ποιός σήμερα ποτέ τον αναφέρει!
Μα όλοι θυμούνται το Μαυροκορδάτο
Για όλες που ’κανε τις ατιμίες.
Και πού στημένο είναι τ’ άγαλμά του;
Μα πουθενά. Τα μάρμαρα χρειαζόνται
Για να κοσμούν τις βίλες των πλουσίων
Που ζουν κι υπάρχουνε χάρις σε κείνον.
Η αξία του καλλίτερα μετριέται
Από του Κιουταχή γι αυτόν τα λόγια:
"Αν έρχονταν για μένα να δουλέψει
θα του ’δινα τόσο πολύ χρυσάφι
Οσο το σώμα του ζυγίζει βάρος".
Και γράφει ο Μακρυγιάννης ο καημένος
Με όλη την απλή κι αγνή καρδιά του
Απευθυνόμενος προς την Πατρίδα
Σα να ’ταν κάποιος συνομιλητής του
Που του μιλεί και τον ενημερώνει:
"Ο αθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναίος και τίμιος πατριώτης-και με την τέχνη του και με το ντουφέκι του ως λιοντάρι πολέμαγε δια την Πατρίδα... Εις το Μεσολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άντρας θάματα έχει κάμει. Πατρίδα, του χρωστάς πολλά αυτουνού του αγωνιστή. Θησαυρούς του δίνει ο Κιουτάγιας να γυρίσει. Διά σένα, Πατρίδα, όλα τα καταφρονεί".
Και δεν το παίρνει ο Κιουταχής το Κάστρο-
και συνεχίζει την πολιορκία.
ΠΕΝΤΕ ΑΝΑΘΥΑΣΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Βρισκόμαστε πια στο εικοσιέξη.
Πέντε χρονιές μετά το εικοσιένα.
Τόσο πολλά στο μεταξύ εγίναν…
Τόσο πολλά ο Χρόνος αναγκάστη .
Τα χρόνια αυτά εντός του να χωρέσει
Που μοιάζουνε αυτά τα πέντε χρόνια
Σαν πέντε αργομέτρητοι αιώνες.
Πόσο μακριά η εποχή φαντάζει
Που όλη η Ελλάδα μας απ’ άκρη σ’ άκρη
Από τον Τούρκο ήταν πατημένη…
Κι αν τώρα ο Μωρηάς δεσμώτης πάλι,
Πόλεις πολλές είναι δικές μας όμως .
Τ’ Ανάπλι πρώτο, η Πρωτεύουσα μας.
Κι από τη Στερεά μένει η Αθήνα.
Κι ακόμα η Τουρκιά να πολεμιέται.
Και πόσο η εποχή μακριά φαντάζει
Του Αλήπάσα… κι αυτή του Κατσαντώνη…
Πόσο πληθύνανε τώρα οι Κλέφτες!
Πόσοι πολέμοι, πόσες μάχες έχουν
Από τα τότε γίνει… έλληνες πόσοι
Χάσανε την πολύτιμη ζωή τους
Και όσοι μένουν πόσα έχουν ζήσει,
Πόσο πολλά γεμίσαν τη ζωή τους,
Πόσο μεγάλωσαν σε πέντε χρόνια…
Λες είναι άλλοι άνθρωποι κι όχι οι ίδιοι,
Σαν είκοσι ζωές να ’χουνε ζήσει.
Κι έχει η ελπίδα πίστη τώρα γίνει
Πως γυρισμό δεν έχει το ποτάμι.
Πως η θα έρθει Λευτεριά στον τόπο
Η όλους μας ο Χάρος θα μας πάρει.
Μα η αλλαγή η πιό τρανή ήταν τούτη:
Μετά από τετρακόσα δούλα χρόνια
Οι έλληνες εφτιάξαν τώρα Κράτος.
Καλά πολλά κλείνει αλήθεια εντός του
Αυτό το γεγονός. Αλλά και πόσα
Κακά δεν έχουν γίνει στ’ όνομά του,
Πόσα καινούργια γέμισαν τον τόπο,
Φραγκόφερτα, και πόσα απ’ τα παλιά του
Να τα ξεχνάν οι Ελληνες αρχίσαν…
Και τώρα μ’ άλλα έθνη συνεννοούνται
Και λένε "η Ελλάδα" όπως οι Γάλλοι
Λεν "η Γαλλία". Και Κυβέρνηση έχουν
Οπου φροντίζει για τα δίκαιά τους,
Μιλώντας λεύτερα κι ίσα με τ’ άλλα
Τα Ευρωπαϊκά, μεγάλα κράτη.
Απ’ την Ευρώπη όλοι τους θαυμάζουν
Για την παλληκαριά που ’χουνε δείξει
Στον πόλεμο που κάναν με τους τούρκους.
Και συμπονάνε τις κακοπάθειές τους.
Κι από τα μάκρη έρχονται του κόσμου
Αντρες μικροί, φτωχοί, μεγάλοι, πλούσιοι,
Και κάνουν ό,τι δύναται καθείς τους
Να τους βοηθήσουνε όπως μπορούνε.
Γιατί ενώ η Ελλάδα ήταν ως τώρα
Χαμένη λες για τα καινούργια έθνη
Και ήτανε γνωστή στους ξένους όλους
Μον’ από τα βιβλία των σοφών της,
Ξάφνου πετάχτηκε πάνου ολόρθη
Κι έλαμψε σ’ όλους. Κι είδανε πως ό,τι
Θαυμάζαν στα χαρτιά και στα βιβλία,
Δεν ήταν φαντασιά ή παραμύθι
Μα το ’δαν ζωντανό εκεί, μπροστά τους,
Με την Τουρκιά να κονταροχτυπιέται
Και για την ύπαρξη του να παλεύει.
Και όπως κάθε αιώνιο και μεγάλο
Τις ευγενείς έλκει ψυχές κοντά του,
Και η αθάνατη Ελλάδα έτσι
Σαν φάρος φωτεινός ’φάνη στον κόσμο,
Το δρόμο δείχνοντας σε ωραιολάτρες
Κι ωραιοκάμωτους θαλασσοπόρους.
Μ’ αφότου οι Ελληνες φτιάξαμε κράτος,
Και τα κακά πολύ επερισσέψαν.
Και πιό κακό απ’ τά κακά το χρήμα,
Φερμένο στην Ελλάδα με τα Δάνεια
Που η τρανή μας έδωσε Αγγλία.
Κι έφερε αυτό το χρήμα συντροφιά του
Ο,τ ι κακό μαζί του πάντα φέρνει:
Απανθρωπιά, κλεψιά και ατιμία.
Κι ενώ αυτά τα τρία γνώρισμα ήταν
Ως τότε, των Ελλήνων μόνο εκείνων
Που οι τούρκοι είχαν προνομιούχους κάνει,
Τώρα που η τούρκικη είχε σβήσει τάξη
Το χρήμα που απ’ την πλούσια την Αγγλία
Είχε αδέσμευτο μπει στην Ελλάδα,
Πολλοί έλληνες να το ’χουνε ποθούσαν.
Και πουληθήκανε πολλοί για κείνο.
Και η Ελλάδα όλη είχε παραλύσει
Απ’ τις φωνές που ασίγαστα ζητούσαν
Κι απ’ τά ζητιάνα χέρια τ’ απλωμένα.
Αλλά το πιό κακό που είχε κάνει
Το χρήμα τότε στη φτωχιά Ελλάδα,
Ήταν που αγόρασε Καπεταναίους
Που αυτοί με τη σειρά τους αγοράσαν
Λεβέντες που το χρήμα πρώτα βλέπαν
Κι ύστερα της Πατρίδας την ανάγκη.
Μα ευτυχώς υπήρξανε κι εκείνοι
Με πρώτο απ’ όλους τον Καραϊσκάκη
Που δε μολύνθηκαν απ’ την αρρώστια,
Κι εξακολούθησαν μέλημα πρώτο
Τη Λεφτεριά μας να ’χουνε στο νου τους.
Και όχι μόνο, μα να προσπαθούνε
Να σώσουν κι άλλους απ’ την εθνοφθόρα
του χρήματος επάνω τους επήρεια.
Αλλά για την κατάσταση ετούτη
που έφερε το χρήμα στην Ελλάδα
Καλλίτερα ας ακούσουμε τον Humphreys,
Που τον καιρό που τρώγονταν τα Δάνεια
Για λίγες μέρες βρέθηκε στο Ναύπλιο,
Οπως μες στο βιβλίο του τα γράφει
Που τιτλοφόρησε “PICTURE OF GREECE”:
«...το δάνειο κατάστρεψε πιότερο από κάθε τι άλλο την Ελλάδα... Η έδρα της Κυβέρνησης ήταν μια κοσμοπλημμυρισμένη Βαβέλ από τυχοδιώκτες, που φορούσαν τα πιό παράταιρα κοστούμια όλων των εθνών-μιά μασκαράτα βρώμικου μεγαλείου και πιό βρώμικιας ακόμα αθλιότητας. Μισοπεινασμένοι αλιτήριοι
και θεσιθήρες, μ’ ολάνοιχτα τα στόματά τους, ζούσαν με την ελπίδα του δανείου, κι έκαναν το καθετί κάτι να χάψουν απ’ αυτό, όσο λίγο κι αν ήταν. Τόση στεκόταν η προσπάθειά τους, που ποτέ άλλοτε δε φανερώθηκε τέτιος ζήλος γιά την υποστήριξη της αυταρχικής εξουσίας,όσο τότε στο Ναύπλιο. Στην παραμικρή υπόνοια πως κάποιος δεν παραδεχόταν άσπιλες και πάνσοφες όλες τις ενέργειες των κυβερνώντων, η τιμωρία ακολουθούσε άμεση. Ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης, ο Νικήτας, ο Οδυσσέας, που είχαν αποχτήσει μεγάλη φήμη για τον γενναίο τρόπο που υπεράσπισαν τη χώρα τους, ήταν πια όλοι τους καταδικασμένοι ανέκκλητα. Τους έλεγαν αντιπατριώτες. Ο λιβανωτός κι οι κολακείες σ’ αυτούς που κυβερνούσαν τους ξεγύμνωσε, όπως ως τότε ήσαν ασυνήθιστοι σε τέτιες εκδήλωσεις, από κάθε μετριοπάθεια και φρόνηση".
ΧΑΪΔΑΡΙ
Φεύγοντας απ’ τό Ναύπλιο ’Καραΐσκάκης
Φτάνει στη Σαλαμίνα. Εκει πέρα
Τον καρτερούν ο Βάσος κι ο Κριεζώτης,
Οι δυό απροσκύνητοι Καπεταναίοι.
Μαζί τραβάνε για την Ελευσίνα
Και στήνουνε στην πόλη αυτή τ’ ορδί τους.
Στις πέντε Αυγούστου ο Καραϊσκάκης
Μ’ όλο τ’ ασκέρι του πάει στο Χαϊδάρι.
Ολοι περίπου τέσσερες χιλιάδες.
Οι τρεις χιλιάδες ειν’ οι άτακτοί του
Κι είναι οι χίλιοι όσοι ο Φαβιέρος
Κι εκείνος έφερε στην Ελευσίνα.
Παίρνουν τροφή τριών ημερών μονάχα.
Σκοπός τους είναι όχι να πολεμήσουν
Μα να ενοχλήσουν τον εχθρό μονάχα.
Πιάσαν του Χαϊδαριού το Περιβόλι.
Ρίχνουν μονόφορα όταν εφτάσαν
Να τους ακούσουνε οι Αθηναίοι
Και να χαρούν που ήρθαν οι δικοί τους.
Το ρίξιμο μιας μπαταριάς απ’ όλους,
Συνηθιζόταν τον καιρό εκείνο
Σαν μήνυμα προς καποιους, ή σαν μέσο
Της γνωστοποίησης κάποιας ενέργειας
Σε φίλους αλλά και σ’ εχθρούς ακόμα.
Υστερα το ασκέρι των ελλήνων
Ησύχασε ώσπου να ξημερώσει.
Τότε ο Καραϊσκάκης περιμένει
Πως θα ’ρθει ο Κιουταχής, επιζητώντας
Να τόνε διώξει από τη γειτονιά του.
Ετσι και γίνηκε. Σα φέγγει η μέρα
Βγαίνει ο Κιουταχής με τους δικούς του.
Χωρίς τον αρχηγό να ενημερώσει,
Και βέβαια χωρίς να τον ρωτήσει,
Δυό κανονιές του ρίχνει ο Φαβιέρος
Κι ορμάει με τους χίλιους ταχτικούς του.
Φιλέλληνας ήτανε ο Φαβιέρος,
Που ήρθε στην Ελλάδα να βοηθήσει
Την Επανάστασή μας. Ήταν γάλλος.
Και φιλελεύθερος. Και παλληκάρι.
Μα απ’ την παλληκαριά του πιο μεγάλη,
Η αμυαλιά κι η ξεροκεφαλιά του.
Πάντα του κάνει ό,τι του κατέβει
Χωρίς κανέναν άλλονε ν’ ακούει.
Οξύθυμος και πάντα να νομίζει
Πως έχει ανυπολόγιστη αξία
Που δεν του τη γνωρίζουνε οι άλλοι.
Ο Καραϊσκάκης οπού τους μετρούσε
Ολους σωστά τ’ αστραφτερό μυαλό του,
Αμέσως τον κατάλαβε, και τούτο
Το παρατσούκλι του ’βγαλε: χαβίνος.
Θα πει κουτούτσικος. Και όλα όσα
Εκανε στην Ελλάδα ο Φαβιέρος
Πετυχημένο δείχνουν το "χαβίνος".
Όμως, αν και χαβίνος, η Ελλάδα
Μεγάλη μία χάρη του χρωστάει:
Που μπήκε στην Ακρόπολη οδηγώντας
Πανω από πεντακόσα παλληκάρια
Οταν αποκλεισμένη ήταν εκείνη.
Το ταχτικό σα βλέπουν οι δικοί μας
Να βγαίνει και να ρίχνεται στη μάχη,
Νομίζουνε πως ο Καραϊσκάκης
Έφοδο διάταξε, κι ακολουθούνε.
Οι τούρκοι κάνουν πως υποχωρούνε
Για να τραβήξουν μέσα το Φαβιέρο
Κι ύστερα εύκολα να τον τσακίσουν.
Και ο Φαβιέρος πέφτει στην παγίδα.
Βλέπει ο Καραϊσκάκης τι θα γίνει
Αν ο Φαβιέρος πέσει μες στον κάμπο
Και του ριχτούνε οι καβαλαραίοι,
Κι αμέσως τις τρουμπέτες του ασκεριού του
Προστάζει να βαρέσουν ρετιράδα.
Κι έγκαιρα αποτραβιέται το ασκέρι.
Ο οξύθυμος χολώνεται Φαβιέρος
Νομίζοντας πως ο Καραϊσκάκης
Φοβήθηκε ότι θα δοξαζόταν
Γι αυτό και τους εγύρισε όλους πίσω.
Πριν ρίξουνε τ’ ορδί στην Ελευσίνα
Κι ενώ στη Σαλαμίνα ακόμα ήταν,
’Σκέφτη ο Καραϊσκάκης και οι άλλοι
Στον Πειραιά στρατόπεδο να στήναν.
Μα όταν γι αναγνώριση εβγήκαν
Τους είχανε καρτέρι στήσει οι τούρκοι
Και παραλίγο να χαθούνε όλοι.
Κι αυτή ’ταν η κυριότερη αιτία
Που τότε δεν επιάσαν τον Περαία.
Μα τώρα βλέποντας ο Καραϊσκάκης
Πως επικίνδυνο είναι το Χαϊδάρι,
Το βράδι αυτής της ίδιας της ημέρας
Πολεμικό συγκάλεσε συμβούλιο.
Και όλοι μέσα εκεί αποφασίζουν
Στον Πειραιά να παν ορδί να ρίξουν:
Λεύτερη θάλασσα πίσω τους θα ’χαν,
Και γι ανεφοδιασμό, μα και για ασφάλεια.
Μα κι αν συμφώνησαν οι άλλοι όλοι,
Δε συμφωνεί μαζί τους ο Φαβιέρος.
"Αν σεις φοβόσαστε", τους λέει", φευγάτε.
Εγώ θα μείνω εδώ και θα νικήσω".
Μπροστά στη στενοκεφαλιά του Φράγκου
Και για να μη τους ταχτικούς του χάσει
Τι να ’κανε και ο Καραϊσκάκης,
Εδωσε τόπο στην οργή-και μένουν.
Για να ’ναι σίγουρος όμως προστάζει
Να πιάσουνε ο Περραιβός κι ο Λέκκας
Το λόφο μπρος από το Περιβόλι
Κι ευθύς σα φτάσουν να ταμπουρωθούνε
Για να ’ναι ασφαλισμένοι από τους ιούρκους.
Την άλλη μέρα ο Κιουταχής λουφάζει
Προσμένοντας ο Ομέρπασας να φτάσει
Από την Κάρυστο (του ’χε μηνύσει).
Και την παράλλη, στις οχτώ Αυγούστου,
«εν ω ακτίνες του ηλίου επιβαίνουσαι του Υμμητίου όρους εφώτιζον τας κορυφάς του Κορυδαλλού"
(Περραιβός)
Φανήκανε να βγαίνουνε οι τούρκοι
Απ’ τον πυκνόφυλλο τον ελαιώνα.
Πεζοί γύρω στις έξη ήταν χιλιάδες,
Κι ο Κιουταχής ο ίδιος αρχηγός τους.
Και την καβαλαρία, δυό χιλιαδες,
Ο Ομέρ την οδηγούσε της Καρύστου.
Βλέπει τον κίνδυνο ο Καραϊσκάκης
και τρέχει από ταμπούρι σε ταμπόυρι
Ψυχώνοντας ένα ένα τους λεβέντες:
Θυμίζοντας τους τις παλιές τις δόξες
Και προκαλώντας τους να μην ντροπιάσουν
Όποια τιμή αποκτήσαν με θυσίες.
"Ωρέ Γιωργή, θυμίσου το Κομπότι
Που τους λιανίσαμε τους κερατάδες…
Τώρα χειρότερα πρέπει να πάθουν.
Τότε δε μπόρηγα να σε κρατήσω.
Ετσι και τώρα να σε βλέπω θέλω.
Κώτσο Βρανά, κι εσύ ωρέ Γιαννακούρο
Θυμάσαι απόξω από το Μισολόγγι;
Και κείνος Κιουταχής ήταν και τούτος.
Ιδια ζαγάρια είναι όπως και τότε.
Νομίζουν πως το μπούγιο θα νικήσει.
Δεν ξέρουν ότι τότε ο Γιαννακούρος
Με πέντε μαζεμένους τα ’χε βάλει
Κι ούτε πως γύρισε με τρία όπλα
Στ’ ορδί ο Βρανάς, ασημοστολισμένα.
Μην ντροπιαστούμε σήμερις αδέρφια.
Κι αν δείτε δειλιασμένονε κανέναν,
Ψυχώστε τον εσείς που είστε γενναίοι.
Μήλιο, μην το ξεχνάς-έλληνας είσαι.
Και μη την πάθεις σαν το Σοβολάκο
που σ’ είχανε στριμώξει οι τουρκαλάδες
Σαν αγριοκάτσικο μέσα στα γκρέμια.
Δεν ειν’ ο πόλεμος δύναμη μόνο.
Και το μυαλό σου βάλε να δουλέψει..
Μάρκο και Φούντα-έλληνες, για ακούστε:
Μέσα στα Γιάννενα μαζί κλεισμένοι
Με τον Αλή μαχόμασταν αντάμα
Ενάντια στα Σουλτανικά τ’ ασκέρια
Και κιντυνέψαμε και τη ζωή μας
Για τον παλιότουρκο… Τώρα η πατρίδα!
Γι αυτήν να πολεμήσουμε ζητάει.
Αν τότε ήμασταν μία γενναίοι,
Δέκα φορές ετώρα να φανούμε.
Αν τότες επεθαίναμε αδέρφια,
Θα ’μασταν άγνωστοι μέσα σ’ αγνώστους.
Μ’ αν κάποιος από μας πάει από βόλι,
Τη δόξα του όλοι τώρα θα ζηλεύουν.
Λοιπόν απάνου στους σελεπιτζήδες.
Ωρέ Κριάρα, πες και στους δικούς σου,
Αν θα φανείτε όλοι παλληκάρια,
Πέντε φλουριά σας δίνω να μοιράστε".
Στο μεταξύ ο Φαβιέρος τα δικά του:
Βγάζει τους ταχτικούς του «στο μεϊντάνι» –
Το πρώτο τάγμα, με αρχηγό τον Ρόμπερτ-
Χωρίς ο αρχηγός να το διατάξει.
Σαν ήρθαν αντιμέτωποι με τούρκους,
Εκιότεψε ο Ρόμπερτ και το σκάει.
Οι τούρκοι παίρνουν θάρρος οι ντελήδες,
πέφτουν σα σίφουνας πα’ στούς δικούς μας,
και τους χαλάνε και τους σμπαραλιάζουν.
Να σχετικά ο Περραιβός τι γράφει:
"Εις τούτην την περίστασιν ο Συνταγματάρχης Φαβιέρος, ου μόνον του πολέμου, αλλά και της φιλανθρωπίας τα χρέη παρέβη' διότι ενώ προ οφθαλμών του εθυσιάζοντο και ηχμαλωτίζοντο οι συναγωνισταί του, και ενώ διετάχθη εγκαίρως από τον Αρχηγόν να τους σώσει, αυτός εθεώρει ως κωμικόν το τραγικόν συμβάν".
Βλέπει τι γίνεται ο Καραϊσκάκης
Και τους γλιτώνει απ’ τού χαμού τα νύχια:
Πρώτος ορμάει φωνάζοντας στους άλλους
"Όποιανου η καρδιά του του βαστάει
Εγώ πηγαίνω-ας μ’ ακολουθήσει!»
Διακόσοι αντρειωμένοι ακολουθάνε
Κι όπως η τούρκικη καβαλαρία
Είχε ανακατευτεί με την πεζούρα
"Βαράτε μέσα στο σωρό" τους λέει,
"Αλλά ψηλά να βάζετε σημάδι".
Και φύγαν πίσω οι καβαλαραίοι
Του Ομέρπασα με την ουρά στα σκέλια,
Κι οι ταχτικοί σωθήκαν του Φαβιέρου.
Μετά ο Κιουταχής ορμάει στο λόφο
Αυτόν που ο Περραιβός είχε πιασμένον.
Ο Περραιβός, λιοντάρι αγριεμένο,
Κάνει μεγάλο χαλασμό στους τούρκους.
Παραμεράν εκείνοι να συνέλθουν.
Ο Περραιβός βρίσκει την ευκαιρία,
Πιάνει και γράφει στον Καραϊσκάκη:
"Να τους χτυπήσουμε είναι ευκαιρία,
Προτού ταμπουρωθούν. Ελάτε όλοι".
Του απαντάει ο Καραϊσκάκης:
"Μαζί σου σύμφωνος είμαι αδερφέ μου.
Μα ο Φαβιέρος κάνει τα δικά του.
Ελπίζω να τον πείσω και να’ ρθούμε".
Ο Κιουταχής στο μεταξύ θαρρεύει
Και πέφτει απα’ στο κέντρο των Ελλήνων.
Φιλέλληνες και Βάσος και Κριεζώτης
Γενναία πολεμάνε και τον διώχνουν.
Σαν το λυσσάρικο σκυλί ο Κιουτάγιας
Που κίνδυνο δε νιώθει κι έχει έγνοια
Να κόψει μοναχά και ν’ αφανίσει,
Πέφτει μ’ ορμή απάνου στο ταμπούρι
Που το κρατεί ο καπτα Γιάννη-Κώστας
Από τη Γότσιτσα, χωριό της Πίνδου.
Και οι δικοί του τον γυρίζουν πίσω.
Μιά, δυό, πέντε φορές. Άδικα όμως.
Ο Γιάννη-Κωστας, αν και πληγωμένος
Δεν παρατάει το πόστο του να φύγει.
Ο αρχηγός που όλα παντού τα βλέπει,
Τη δυσκολία τους καταλαβαίνει
και τρέχει μόνος του να τους βοηθήσει.
"Τ’ ήρθες;" Του λέει ο Γιάννη-Κώστας."Φεύγα.
Αμα χαθείς εσύ, χαθήκαμε ούλοι".
Παινάει το θάρρος τους ο αρχηγός τους:
"Ωρέ παλληκαράδες να μου ζήστε!
Ωρέ φύτρες ελλήνων να μου ζήστε!"
Απάνου τώρα στο βρασμό της μάχης,
Από τα Μέγαρα κάτι στρατιώτες
Λιποψυχάνε, παρατάν τους άλλους,
Και τρέχουν στον Κορυδαλλό γι ασφάλεια.
Του’ το φευγιό βάζει σε σκέψεις όλους,
Μην αρχινίσουν κι άλλοι να λακάνε
Και την πληρώσουνε οι τελευταίοι.
Λέει στον Περραιβό ο Καραϊσκάκης
Να τραβηχτεί να πάει στο Περιβόλι.
Του απαντάει αυτός θα περιμένει
Να πέσει το σκοτάδι, γιατί αν φύγει
Οσο ακόμα δίνει φως ο ήλιος,
Θα τους τσακίσουν οι καβαλαραίοι.
Μαζί του συμφωνεί ο Καραϊσκάκης.
Μα επειδή ως τότε θα μπορούσε
Πολλά να γίνουν, κι η υποχώρησή τους
Να μη γινεί με προσοχή και τάξη,
Τολμάει πάλι ο Καραϊσκάκης:
Τη μπροστινέλα για να ξαλαφρώσει
Και για να διώξει κάθε υποψία
Για ξαφνική απ’ το στρατό φευγάλα,
Ρίχνεται πάνου ο Καραϊσκάκης
Στους τούρκους που πολέμαγαν να κλείσουν
Τον μπροστινό του Περραιβού το λόφο.
Ταράχτηκε ο εχθρός όταν τον είδε,
κι αναθαρρήσανε όλοι οι δικοί μας.
Κι αργότερα, σαν ήρθε το σκοτάδι,
Λέει ο περραιβός στα παλληκάρια:
"Όταν «απάνου τους!» θα σας φωνάξω,
Ν’ αρχίστε να χτυπάτε τα ποδάρια
και να φωνάζετε κραυγές πολέμου,
Σα να ετοιμαζό’στε για γιουρούσι.
Αντί όμως μπροστά να προχωρήστε,
Ν’ αρχίστε να τραβάτε κατά πίσω,
Στο Περιβόλι, που ’ν’ ο αρχηγός μας-
Δεν ήρθ’ η ώρα του Ρεσίτη ακόμα".
Επέτυχε το κόλπο. Σμίξαν όλοι,
Και φεύγουν πάλι για την Ελευσίνα.
Στις μάχες που γίνηκαν στο Χαϊδάρι
Χάθηκαν τετρακόσοι τόσοι τούρκοι
ενώ οι δικοί μας χάσαν εβδομήντα.
Στη νίλα που έπαθε το πρώτο τάγμα
Του ταχτικού που διάταζε ο Φαβιέρος,
Δεκάξη Ελληνες πιάσαν οι τούρκοι.
Εκτός ενός, τους πήραν το κεφάλι.
Τον άλλον, Αθηναίο, το Χατζη-Λάμπρο,
Πατερα ανήλικων εφτά παιδιώνε,
Τόνε καρφώσανε σ’ ένα ντουβάρι
Από τ’ αυτιά, τα χέρια και τα πόδια.
Περάσαν ώρες εβδομήντα δύο
Και ο κακόμοιρος ζούσε ακόμα.
Περνά ένας τούρκος που παλιά ο Λάμπρος
Τον είχε μ’ έναν τρόπο ευεργετήσει,
Και του φωνάζει: «Αν το καλό θυμάσαι
Που σου ’κανα, τράβα και σκότωσέ με".
Κι αυτός τον ψυχοπόνεσε-τραβάει
Και τέλος έδωσε στο μαρτύριό του.
Έτσι ετέλειωσε η γνωριμία
που τα στρατεύματα δώσαν απέξω
Απ’ την Ακρόπολη-το προεόρτιο
Των όσων ακλουθήσανε αγώνων
και θυσιών για τον ιερό το Βράχο.
Έτσι του Κιουταχή ο εφιάλτης
Ο γύρω απ’ την Αθήνα είχε αρχίσει-
Ο εφιάλτης που το πρόσωπό του
Το πρόσωπο είχε του Καραϊσκάκη.
Κι έτσι αρχίνησε η εποποιία
Η μεγαλύτερη του Εικοσιένα,
Κι έτσι αρχίσαν τα μεγάλα έργα
Του αρχιστράτηγου Καραϊσκάκη,
Κι έτσι της δόξας ρίζωσε το δέντρο
Όπου εκάρπισε τη Λεφτεριά μας.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΚΙΟΥΤΑΧΉ
Σαν έφτασαν βραδύ στην Ελευσίνα,
Ύπνος δεν έπιανε τον Καραϊσκάκη.
Ετράβηξε και πήγε στ’ ακρογιάλι
κι άρχισε να βολτάρει πα’ στήν άμμο.
Σκέφτονταν τί θα έπρεπε να κάνει.
Εδώ αντενεργούσαν στα σχέδιά του
Κι οι Καπετάνιοι οι άλλοι, κι ο Φαβιέρος.
Κι η ιδέα στο μυαλό του άστραψε τότε:
Στη Ρούμελη! Στη Ρούμελη να παει!
Στα χώματά του. Στη μικρή πατρίδα.
Εδώ όλοι ξένοι κι όλοι τόνε διώχνουν.
Στη Ρούμελη! Από κει θα ξαναρχίσει.
Θα πάει πάλι να την ξεσηκώσει
Και δύναμη απ’ τό χώμα της να πάρει.
Κι αφού τη νέα την απόφαση του
Εξέτασε απ’ τις μεριές της όλες
Και πουθενά ψεγάδι δεν της βρήκε
Υστερα απόφυγε να πάει για ύπνο
Για να μπορέσει και να νιώσει όλο
Το μάλαγμα και την απαλοσύνη,
Για να μπορέσει όληνε να νιώσει
Την άκρα ηρεμία και γαλήνη
Που είχε πλημμυρίσει την ψυχή του.
Την άλλη μέρα παίρνει ο Καραϊσκάκης
Πρόσκληση από του Δεριγνύ το πλοίο
Πυ ανάμεσα βρισκόταν αραγμένο
Σε Αμπελάκια και Λειψοκουτάλα,
Να πάει επίσκεψη και να του κάνει.
Τ’ αποφασίζει, και με το Χρηστίδη,
Γραμματικό του ευρωσπουδαγμένον,
Τραβάν για τη φρεγάτα μ’ ένα μπρίκι
Που το ’κυβέρνα ο καπετάν Γιαννίτσης.
Φτάνοντας, βλέπουν τούρκους στο καράβι.
"Τί λες ωρέ Χρηστίδη; Μη μας κάνουν
Καμμία μπαμπεσιά οι πορδο-Φράγκοι;"
"Οχι αρχηγέ. Αυτό δεν το πιστεύω".
Δεν ήτανε ο μόνος που φοβόταν.
Όλοι οι μεγάλοι οι Καπεταναίοι
Αυτό είχανε πάντα στο μυαλό τους,
Και όπως ξέρουμε όχι δίχως λόγο.
Τους πήγαν στο σαλόνι της φρεγάτας,
Και τι να δούνε... να ’ναι θρονιασμένοι
Σιμά στο Δεριγνύ δύο πασάδες.
Ο Κιουταχής κι ο Ομέρης της Καρύστου.
Ο Καραϊσκάκης χαιρετά το Γάλλο
Και κάνει πως τους άλλους δε γνωρίζει.
Ο Δεριγνύ: "Δε θα τους χαιρετίσεις
Τους Βεζυράδες Στρατηγέ;» του κάνει.
"Δεν τους γνωρίζω", κάνει ο Καραϊσκάκης.
"Ομέρπασας και Κιουταχής. Αυτοί ’ναι".
"Ας ειν’ καλά", λέει και χαιρετάει.
Αφού τον χαιρετήσαν κι οι πασάδες
Καθησε. Πρώτα ο Κιουταχής μιλάει:
"Πώς τα περνάς ωρέ Καραϊσκάκη;"
"Καλά πασά μου", "Ωρέ πώς το ’χεις κάμει
Να πάρεις τόσον κόσμο στο λαιμό σου:
περίμενα να ’ρθείς να προσκυνήσεις"
"Εγώ να ’ρθώ και σε να προσκυνήσω;
Ρούμελη-βαλεσής εσύ αν είσαι,
Ρούμελη-βαλεσής κι η αφεντιά μου".
"Αν το αποφασίσεις Καραϊσκάκη
Όλα τα βιλαέτια είναι δικά σου
Από την Εγριππο ίσαμε την Αρτα".
"Γιατί πασά μου θέ ’τε τ’ άδικό μας;
Γιατί δε μας αφήνετε να ζούμε
Με ησυχία στον τόπο το δικό μας;"
"Με το σπαθί μας ήτανε δικός μας
Αυτός ο τόπος, και με το σπαθί μας
Δικός μας γρήγορα θα ξαναγίνει".
"Με σας μαζί ψωμί δεν ξανατρώμε"
Του λέει περήφανα ο Καραϊσκάκης.
"Αλλάχ σιβέρσιν Καραϊσκο, πες μου
πώς σου εφάνη χτες ο πόλεμός μας;
Τέτοιον ποτέ δεν είχα ματακάμει".
"Να σου ειπώ πασά. Αλλος πενήντα
Χιλιάδες μούλεγε ασκέρι έχεις,
Αλλος ογδόντα. Ηθελα ο ίδιος
Να μάθω-με τα ίδια μου τα μάτια.
Και τώρα που ’μαθα, καρτέραγέ με".
"Μακάρι. Το να πολεμώ με σένα
Μεράκι τα ’χω. Κι ύστερα, το βράδυ,
Να ’ρχεσαι στο τσαντήρι μου να τρώμε".
"Αυτό δε γίνεται ποτέ πασά μου.
Γιατί αν ήξερε η Διοίκηση μου
Πως κρένω τώρα μοναχά μαζί σου
Κι εμέ θα κρέμαε, και τις δεκαπέντε
Χιλιάδες που ’χω αφήσει στη Λεψίνα".
(Και στη Λεψίνα είχε τρεις χιλιάδες.)
"Και πώς ωρέ μπορεί να σε κρεμάσει;"
"Εσέ δε σε κρεμάει ο Σουλτάνος;"
"Ναι. Με κρεμάει γιατ’ είναι βασιλιάς μου."
"Και με η κυβέρνηση μου με κρεμάει
Γιατί την έχω για βασίλισσά μου."
Σηκώθη ο Κιουταχής χαμογελώντας
και πρώτος έφυγε απ’ τό καράβι.
Και λέει τότε ο Καραϊσκάκης
Στου Κιουταχή τον έλληνα υπηρέτη
καθώς επέρναγε από μπροστά του:
"Για τον αφέντη σου έχω μόνο βόλια".
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΣΙΝΑ
Ύστερα από τη μάχη στο Χαϊδάρι
Πήρε τους ταχτικούς του ο Φαβιέρος
Και πάει στης Σαλαμίνας τ’ Αμπελάκια.
Δεν το ’κρυβε πως ήθελε σ’ εκείνον
Η αρχιστρατηγία να ’ταν δοσμένη.
Μα επειδή αυτό δεν είχε γίνει
Αυτοβαφτίστηκε αρχηγός μονάχος
Κι έκανε πάντοτε του κεφαλιού του.
Γράφει και στην Κυβέρνηση ένα γράμμα,
Κατηγορώντας τον Καραϊσκάκη
Ότι δεν ξέρει "τακτική πολέμου"
Και δε θα πρόκοβε μ’ αυτόν ο αγώνας.
Ενώ θα πρόκοβε βλέπεις με κείνον
Που τρεις φορές τα είχε θαλασσώσει:
Στην Εύβοια, στη Θήβα και στη Χίο.
Όταν τα έμαθε όλα ετούτα
και τι δεν του ’σουρε ο Καραϊσκάκης…
Και δεν εφτάνανε τα του Φαβιέρου.
Βαλθήκανε κάτι μικρά ανθρωπάκια
Να του διαλύσουν το στρατόπεδό του.
Διαδίδανε μεγαλη εκστρατεία
Ομέρ και Κιουταχής πως ετοιμάζουν
Για να χαλάσουνε την Ελευσίνα.
Και πως εκείνοι που εκεί θα μέναν
θα χάνονταν με δίχως το Φαβιέρο
και δίχως το στρατό τον ταχτικό του.
Κείνες τις μέρες ο ήρωας μαθαίνει
Πως ετοιμάζονται οι Παλαμηδιώτες
Να βγούνε από την τρύπα επιτέλους
Οπού ήτανε τόσον καιρό κλεισμένοι.
Κι αυτό το γράμμα πιάνει και τους γράφει:
"Αδελφοί
Μανθανω ότι ετοιμάζεσθε να εκστρατεύσετε. Εβραίος ήμουν και βαπτίσετέ με.Τρέξατε με την βοηθέιάν σας όσον τάχιστα, διότι ηύρα το διαολό μου εδώ με μερικές σαποκοιλιές κι από τον Χαβίνον"
Κι έφτασε είδηση στην Ελευσίνα
Πως τούρκικες δυνάμεις ξεκινήσαν
Κι ενάντια πως βαδίζουνε στην πόλη.
Οι περισσότεροι Ελληνες το σκάσαν
Κι οι λίγοι που εμείνανε του λέγαν
Του Καραϊσκάκη, πως σωστό θα ήταν
Μαζί μ’ αυτούς να έφευγε και κείνος.
Θυμώνει τότε ο Καραϊσκάκης:
"Πάτε ό,που θέτε. Φύγετε κιοτήδες.
Το πόστο μου εγώ δε θα τ’ αφήσω.
Τραβάτε. Κι αν κανένας σας ρωτήσει
Τι τον εκάνατε τον αρχηγό σας,
Τον παραδώσαμε, πείτε, στους τούρκους,
Γιατί δεν το ’σκασε κι αυτός μαζί μας.»
Με τόση δύναμη και τόσο πάθος
Τα λίγα τούτα λόγια ειπωθήκαν,
Που όσοι τ’ άκουσαν αποφασίσαν
Κι ας πέθαιναν, να μείνουνε μαζί του.
Το βράδυ περισσές φωτιές ανάψαν
Να δείξουν στους εχθρούς πως έχουν μπούγιο.
Τ’ άλλο πρωί εφάνηκαν οι τούρκοι.
Καθώς τους είχαν πει πως η Ελευσίνα
Θα ’τανε άδεια-και γι αυτό επήγαν-
Βλέπουν τους Ελληνες να τους προσμένουν
Ταμπουρωμένους κι έτοιμους γι αγώνα.
Γύρισαν τότες κι άκαπνοι εφύγαν.
Μετά απ’ αυτό αυτοί που το ’χαν σκάσει
Ξαναγυρίσανε στην Ελευσίνα.
Σε λίγο ήρθαν κι οι Παλαμηδιώτες
Με αρχηγούς το Γιάννη το Σουλτάνη
Και το Χριστόδουλο το Χατζηπέτρο.
Σε δυο μέρες ήρθε κι ο Καλλέργης.
ΔΕΡΒΕΝΟΧΩΡΙΑ
Τις μέρες κείνες ο Καραϊσκάκης
Επήρε άσχημο ένα μαντάτο.
Αφού ένα διάδοχο του ’χε χαρίσει-
Τρίτο παιδί μετά απ’ τις δυό του τσούπρες-
’Χάθη η γυναίκα του μετά τη γέννα.
Όλα στραβά κι ανάποδα του ’ρχόνταν.
Λίγη χαρά πηρε από τούτο μόνο:
Καθώς πεινούσανε τα παλληκάρια,
Στέλνει τον αντρειωμένο Λυκογιώργη
Να πέσει μέσα στα Δερβενοχώρια.
Ηξερε πως στα Σκούρτα ο Κιουτάγιας
Είχε τις αποθήκες του στρατού του.
Του λέει: "Αδερφέ, πεινάει τ’ ασκέρι.
Πάρε λοιπόν μαζί σου χίλιους άντρες,
κι άδειασ’ του Κιουταχή τις αποθήκες".
Τόσο αναπάνταχα ο Λυκογιώρνης
Νύχτα, επάτησε τ’ ορδί των τούρκων,
που όλα αυτοί τ’ αφήσανε και φύγαν.
Μουλάρια κι άλογα, μπόλικα βόδια,
Και γιδοπρόβατα δέκα χιλιάδες,
Οι πιό πολύτιμοι αιχμάλωτοι ήσαν
Για τους δικούς μας τις ημέρες κείνες.
Και δυό γραφές του Κιουταχή επιάσαν
που στον Βεζύρη έστελνε της Βούλας
Και γιατί αργούσε του δικιολογιόταν
Να πάει στο Μωρηά. Φαινόταν έτσι,
Πως οι ενοχλήσεις που ο Καραϊσκάκης
Εκανε στον μεγάλο αντίπαλό του
Φέρανε τ’ αποτέλεσμα ετούτο:
Δεν έσμιξε ο Ρεσίτ με τον Μπραϊμη
Οπως σχεδίαζε η Μεγάλη Πόρτα,
Και του Μωρηά εκείνος δε βοηθήθη
Τη νέα Επανάσταση να πνίξει.
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗ
ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ
Κι αν πήρε απόφαση ο Καραϊσκάκης
Να πάει τη Ρούμελη να λευτερώσει,
Μα δεν ξεκίναγε αν της Αθήνας
Δεν εδυνάμωνε πρώτα το Κάστρο.
Και τώρα ένας λόγος παραπάνου
Γιατί εμάθαινε πως απ’ τό Κάστρο,
Του Γκούρα οι άνθρωποι λιποτακτούσαν.
Κι όταν ο Γκούρας, ο παλιός οχτρός του,
Του ’στειλε τον Μαμούρη από μέσα
Να του μηνύσει πως ανάγκη πάσα
Να μπάσει μες στο Κάστρο ενισχύσεις,
Αμέσως καταπιάστηκε με τούτο.
Εφτανησώτες έπιασε διακόσους
Και τους φιλοτιμάει αυτοί να μπούνε
Γιατ’ ήταν μέσα και ο αρχηγός τους,
Ο Ευμορφόπουλος ο Διονυσάκης.
Κινάν αυτοί στις δώδεκα Σεπτέβρη
Αλλά γυρίσανε σε δύο μέρες
Γιατί οι μισοί κιοτέψαν, και οι άλλοι,
Νομίζοντας πως χάθηκαν οι πρώτοι
Γυρίσαν πίσω μη και πάθουν ίδια.
Λυπήθηκε κατάκαρδα ο Γιώργης
Για την απρόσμενη αποτυχία.
Φοβόταν μήπως οι Ακροπολίτες
Παραδοθούν-και τότε πάνε όλα.
Σε δυο βδομάδες ξεκινάνε άλλοι,
Τρακόσοι τούτη τη φορά νομάτοι.
Αλλά κι αυτοί δεν μπόρεσαν να μπούνε.
Μαθαίνει τώρα ο Καραϊσκάκης
ότι στον κόρφο μέσα της Κορίνθου
Μια δεκακάνονη στέκει γολέτα
που δυσκολίες θα του ’φερνε μεγάλες
Στις Μωραϊτικές του ανταποκρίσεις.
Και τί σοφίζεται για να την πάρει;
Ρεσάλτο! Αγοράζει μία τράτα,
Την πάει απ’ τον Ισθμό με κατρακύλα,
Και στης Κορίνθου την πετά τον κόρφο.
Παίρνει και βάρκες και γεμίζει τσούρμο
Ετούτη την παράξενη αρμάδα-
Διακόσους, μ’ αρχηγό τον Παλιογιάννη.
Και νύχτα, στις δεκαεφτά Σεπτέμβρη,
Που η γολέτα ήταν στην Ιτέα,
Αθόρυβα οι δικοί μας την πλευρίσαν,
πάνω πηδήξανε, και την επήραν.
Στο μεταξύ σκοτώνεται ο Γκούρας.
Ο θάνατος αυτός του αρχηγού τους,
Διπλά εμαύρισε τη μαυρισμένη
Κιόλας ψυχή των πολιορκημένων.
Κι όλα τα μάτια βλέπουν σαν σωτήρα
Τον αρχιστράτηγο Καραϊσκάκη.
Και βάζουν το Γραμματικό του Γκούρα,
Τον Κωσταντίνο τον Αθανασίου,
Να γράψει γράμμα και να του το στείλει,
Μιλώντας για το θάνατο του Γκούρα
και την ανάγκη που ’χαν για βοήθεια.
Τώρα ο Κώστας ο Αθανασίου
Ητανε από κείνους τους ανθρώπους
Που γνώμη τάχα έχουνε για όλα
Και παριστάνουνε τον διπλωμάτη.
Γι αυτό το λόγο ο Καραϊσκάκης,
Που μέσα σ’ όλα ήτανε ο πρώτος
Και στο να βγάζει τέλεια παρανόμια,
Κείνον τον είχε βγάλει Μετερνίχο-
Κι όλοι με τούτο τ’ όνομα τον ξέραν.
Ο Γκούρας είχε τώρα εφοδιάσει
πολλά λευκά χαρτιά τον Μετερνίχο
Υπογραμμένα, ώστε αν εκείνος
Επρεπε κάτι βιαστικό να γράψει
Κι ήταν μακριά για να υπογράψει ο Γκούρας,
Το έγραφε σε κείνα τα χαρτιά του,
Κι ήταν αυτόματα υπογραμμένο.
Ετσι και τώρα, σε χαρτί ένα τέτοιο
Το γράμμα έγραψε προς Καραϊσκάκη
Που ’λεγε για το θάνατο του Γκούρα
Και για την που χρειάζονταν βοήθεια.
Σ’ αυτονε που θα πήγαινε το γράμμα,
Είπανε σε κανένα να μη λέει
Για τη θανή του Γκούρα. Γιατί άμα
Στην Ελευσίνα τούτο μαθαινόταν
Κανείς δε θα ’θελε να μπει στο Κάστρο.
Φτάνει στην Ελευσίνα ο ταχυδρόμος,
Δίνει το γράμμα στον Καραϊσκάκη.
Τ’ ανοίγει εκείνος, βλέπει υπογραμμένο
Να ’ναι απ’ το Γκούρα, κι ύστερα φωνάζει
Κάποιον Γραμματικό να το διαβάσει.
Στο μεταξύ ρωτάει τον ταχυδρόμο:
"Τι κάνει ο Γκούρας ωρέ ταχυδρόμε;"
"Καλά ειναι" λέει εκείνος δακρυσμένος.
Τον βλέπει που ’κλαιγε ο Καραϊσκάκης,
Και άλλα βάζει φυσικά στο νου του.
"Ελα ωρέ ζάβαλη, μην κλαις", του κάνει,
Σε δέκα μέρες θα ’μαστε όλοι μέσα
Και θα γλεντάμε όλοι με το Γκούρα".
Αυτό ακούγοντας ο ταχυδρόμος,
Πιο δυνατά τα κλάηματα αρχινάει.
Πάλι του λέει ο Καραϊσκάκης:
"Μην ειν’ ωρέ η φαμίλια σου στο κάστρο;"
"Όΐ Καπετάνιο μου". Και δος του κλάμμα.
«Μην έχεις μέσα ωρέ τη γκόμενά σου;
Ενοια σου και κανείς δε σου την παίρνει
Σε λίγες μέρες είμαστε όλοι μέσα".
Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο Δούκας,
Απ’ τούς Γραμματικούς του Καραϊσκάκη,
Σκύβει στ’ αυτί του και του ψιθυρίζει:
"Σκοτώθηκε ο Γκούρας καπετάνιε".
"Πώς το ’μαθες ωρέ;" "Το λέει το γράμμα".
"Αυτό με την υπογραφή του Γκούρα;"
"Ναι Καπετάνιε μου", του λέει ο Δούκας.
Για λίγο έμεινε συλλογισμένος
Το θλιβερό σαν άκουσε χαμπέρι.
Μα δεν κρατήθηκε και να μην κάνει
Τ’ αστείο του: "που να ’ξερα ο έρμος
πως τόσα γράμματα ο Μετερνίχος
Στο μακάριτη έμαθε το Γκούρα
Ώστε να γράφει και αποθαμένος…"
Μα πλέον αναβολή τώρα δεν παίρνει.
Επρεπε δύναμη να μπει στο κάστρο.
Συνάζει και μιλάει στους Καπετάνιους:
"Καπεταναίοι, το κάστρο κιντυνεύει.
Αν θα το πάρουνε κι αυτό οι Τούρκοι,
Πάει κι η Ρούμελη, πάει κι η Ελλάδα.
Μον’ από μας προσμένει σωτηρία.
Κι άμα χαθεί από μας δεν ειν’ ντροπή μας;"
Όλοι συμφώνησαν και ο καθένας
Είπε πως θα ’δινε και τη ζωή του
Για να σωθεί το κάστρο της Αθήνας.
"Στοχάζουμαι λοιπόν Καπεταναίοι
Οτι εκείνος που θα έμπει μέσα
Θα πρέπει να ’χει νταιφά δικόν του-
Ανθρώπους έτοιμους ώστε όπου πάει
Αυτοί αρώτηνα ν’ ακολουθάνε.
Βλέπω πως τη δουλειά ετούτη δύο
Μπορούνε μόνο να τήνε τελειώσουν:
Ενας εγώ κι άλλος ο Κριεζώτης".
Του λεν ότι κανέναν δε συμφέρει
Να πάει να κλειστεί ο ίδιος μέσα.
"Εξόν αυτό" κάνει ο Καραϊσκάκης
"Εγώ πρώτη φορά πατώ εδώ πέρα.
Δεν ξέρω ούτε τόπο ούτε ανθρώπους
όπως ο αδερφός μας Κριεζώτης.
«Μπράτιμε», λέει ακόμα στον Κριεζώτη,
Λίγο στα σοβαρά λίγο στ’ αστεία
Για να τον κάνει να τ’ αποφασίσει,
"Η συ να μπεις στο Κάστρο και να πάρεις
Του Γκούρα τον παρά και τη νταλιάνα,
Ή μπαίνω εγώ. Αλλά εγώ φοβάμαι
Μη δε με θέλει που ’μαι αρρωστιάρης
Και χάσουμε τόσον παρά ωρ’ αδέρφι.
Μα σύ που είσαι νιός νταβραντισμένος
Ξεκολλημό από πάνω σου δε θα ’χει".
Κι ο Κριεζώτης: "Καπτα-Καραϊσκο
Εγώ πρέπει να πάω. Γιατί αν η τύχη
Το φέρει να χαθεί όποιος έμπει μέσα,
Εγώ αν χαθώ, κακό δεν ειν’ μεγάλο.
Αλλ’ αν εσύ θα λείψεις Καπετάνιε
πάει κι η Επανάσταση μαζί σου".
(Νταλιάνα λέγοντας ο Καραϊσκάκης
Του Γκούρα τη γυναίκα έννοούσε
Που ήτανε ψηλή, κομψή κι ωραία
Σαν ντουφεκιού ένα είδος που νταλιάνι
Το λέγαν κι ήτανε κι αυτό κι ωραίο,
Κι είχε κομψές γραμμές όπως εκείνη:
Το πιο όμορφο της εποχής ντουφέκι).
Μες σε μια πρόταση, μες σε δυό λέξεις,
πώς κλείνεται πολλές φορές η αλήθεια.
Και πόση δεν ταιριάζει τιμή να ’χουν
Όλοι εκείνοι που ’χαν καταλάβει
Πως ο Καραϊσκάκης ήταν μόνο
Η εγγύηση για νίκη των Ελλήνων.
Και πόσο η τιμή αυτή ανήκει
Ολη σχεδόν σ’ αγράμματους λεβέντες,
Και πόσο η ατιμία θα βαραίνει
Ολους εκείνους τους γραμματισμένους
Που αν και το ’χανε αυτό εννοήσει
Ούτε τ’ομολογούσανε ποτέ τους,
Μα και ζητούσανε να δυσφημίσουν,
Και μερικοί ακόμα να σκοτώσουν
Τη μόνη ελπίδα που ’χε η Πατρίδα.
Σαν άκουσε αυτά απ’ τον Κριεζώτη,
Τον αγκαλιάζει ο Καραϊσκάκης
"Αντε ωρέ λιοντάρι μου" του λέει.
"πήγαινε και θα δεις τον Καραϊσκάκη
Αν σ’ αγαπάει. Θα σου ’ρθώ μια μέρα
Και δίνοντας μία κλωτσά στην πόρτα
Του Κάστρου, θα σου πω «Ωρ’ έβγα έξω,
πάει κι η καρα-Τουρκιά και ο Κιουτάγιας".
Ο ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
Στις έντεκα Οχτώβρη ο Κριεζώτης
Παίρνοντας τετρακόσους νοματαίους
Στου Αλεξανδρή εμπήκε το καράβι
Για Πειραιά, κι έπειτα για το Κάστρο.
Με τρεις χιλιάδες ο Καραϊσκάκης
Ξεκίνησε κι αυτός την ίδια μέρα
Τραβώντας ίσα κατά το Μενίδι,
Τ’ ορδί για να χτυπήσει του Κιουτάγια
Ωστε οι Τούρκοι κατά κει να τρέξουν,
Δίνοντας ευκαιρία έτσι στους άλλους
Να μπουν στο πολυπόθητο το Κάστρο.
Κι όλα καλά πηγαίναν ως την ώρα
Που ’πρεπε οι τρεις χιλιάδες να ορμήσουν.
Τότε πολλοί απ’ τούς Καπεταναίους
κάνανε πίσω βρίσκοντας πως ήταν
παράτολμο τους τούρκους να χτυπήσουν
Που το στρατόπεδο τους ήταν, λέει,
Σαν αστακός καλά ωχυρωμένο.
"Ε,τότε, ας διαλέξουμε αδέρφια
Αυτούς που είναι πιο παλληκαράδες
Και πάω εγώ μπροστά, και οδηγάω".
Ούτε κι αυτό εκείνοι το δεχτήκαν.
Και βάζει πάλι μπρος ο Καραϊσκάκης
Το σχέδιο που σε τέτιες περιστάσεις
Έβαζε πάντοτε, δείχνοντας έτσι
Τη λεβεντιά και την παλληκαριά του,
Και δίνοντας να καταλάβουν όλοι,
Κι οι σύγχρονοι και οι κατοπινοί του
πόσα μπορεί ο ένας να πετύχει
Οταν χτυπά γενναία η καρδιά του.
Κι ακόμα εξηγάει αυτό, το λόγο,
Που όλα τ’ άξια του τα παλληκάρια
Είχαν όχι αγάπη, μα λατρεία,
Γι αυτόν τον αρρωστιάρη αρχηγό τους
Που πάσκιζε με την ψυχή στο στόμα
Το δρόμο το σωστό σ’ όλους να δείξει
Σε κάθε κίνδυνο πρώτος τραβώντας.
"Η ώρα ήρθε. Οποιος την πατρίδα
Την αγαπάει, κατόπι μου ας έρθει,
Να σώσουμε το κράτος της Αθήνας".
Κι ορμάει πρώτος με γυμνή την πάλα.
Πολλοί άλλοι τότες φιλοτιμηθήκαν
Κι αρχίσανε ξοπίσω του να τρέχουν.
Στο δρόμο ο Νότης Μπότσαρης δειλιάζει:
"Δεν πάω να χάσω ’γω τα παλληκάρια
Που έβγαλα μες απ’ το Μισολόγγι".
Και πισωγύρισε με τους δικούς του.
Φτάνουν απέναντι από τους τούρκους
Μον’ εκατόν πενήντα παλληκάρια.
Τρεις μπαταριές ερίξαν όλες κι όλες
Ίσα για να τραβήξουνε τους τούρκους
Κατά το μέρος τους, ώστε οι άλλοι
Να καταφέρουνε να μπουν στο Κάστρο.
Σαν υπολόγισε ο Καραισκάκης
Πως έπρεπε αυτό να είχε γίνει
Τραβάει πίσω με τα παλληκάρια.
Στην Ελευσίνα γύρισε και πάλι
Απ’ τό Ζευγολατιό αφού περνώντας
Πήρε κι εκείνους που ’χανε λυγίσει.
Είχε με τον Κριεζώτη συμφωνήσει
Αν έσπαζε το μπλόκο και μπορούσε
Κι έμπαινε μες στο Κάστρο της Αθήνας,
Για σύνθημα να ρίξει εννιά κανόνια.
Φτάσαν στη Σαλαμίνα μεσονύχτι.
Πέρναγε η ώρα. Μάταια περιμέναν
Τους χαρωπούς ν’ ακούσουνε τους βρόντους.
Ολοι ελέγαν μέσα τους πως πάει,
Πως δεν επέτυχε κι αυτή η προσπάθεια.
Φαρμάκι έσταζε ο Καραϊσκάκης
Κι άυπνος έμεινε όλη τη νύχτα.
Μιλιά δεν έβγαζε από το στόμα.
Και να, πρωί, στις τέσσερες η ώρα
Αντήχησε η κανονιά η πρώτη.
Δευτέρωσε. Τριτώνει.Τεταρτώνει.
Κι ακούστηκε σε λίγο η ενάτη
Και τελευταία κανονιά να πέφτει.
Εσώθηκε το Κάστρο της Αθήνας.
Πηδάει ο ήρωας απ’ τή χαρά του
Σα να του χάρισαν όλο τον κόσμο.
Και όλοι τους το ρίχνουνε στον ύπνο.
Αυτού να του κολλήσει ύπνος δε λέει.
"Ωρέ Μαριώ φκιάσε ένα καφεδάκι
Και κάτσε ’δώ ν’ ακούσεις το σχέδιό μου.
Τώρα που εδυνάμωσε η Αθήνα
Κι αφού όλοι εδώ με κατατρέχουν.
θα πάω τη Ρούμελη να ξεσηκώσω..."
Της είπε… και της είπε… και της είπε.
Και της εμίλαγε ώσπου να φέξει.
Κι έκανε σχέδια, κι έπαιρνε αποφάσεις
Κι άλλοτε τ’ άλλαζε, γύριζε πίσω
Και πια ξανάρχιζε με άλλες γνώμες
και μ’ αλλες ταχτικές, που λες πώς τόσες
Χωρούσαν εκδοχές στο νου αυτόνε.
Και άκουγε αμίλητη η Μαρία
Τα όμορφα του ήρωα τα σχέδια.
Κι έχτιζε κείνος μες απ’ τή σιωπή της
Το μέγα κάστρο του, που τόσο λάλα
Σ’ όλο τον κόσμο θα βροντοφωνούσε
Τη Λεφτεριά της άμοιρης Ελλάδας
Και του μεγάλου χτίστη της τη δόξα.
Και άκουγε αμίλητη η Μαρία
Γιατ’ ήξερε-τής έλεγε η γυναίκεια
Η Φύση, κι η μεγάλη της αγάπη
Οι Γιώργηδες πως πρέπει να μιλάνε
Και οι Μαρίες πως ν’ ακούνε πρέπει
Γιατί τα λόγια αλλιώς πάνε χαμένα
Και δε στεριώνουν πουθενά-δε δένουν.
Γιατί τα λόγια, αν μία δε θα βρούνε,
Γυναίκα, ώστε μέσα της να μπούνε
Κι εκείνη με στοργή να τα φυλάξει,
Να τα κλωσσήσει και να τα ζεστάνει
Κι ως του μυαλού τις ρίζες να τα νοιώσει-
Γιατι τα λόγια ένα αυτί αν δε βρούνε,
Ευήκοο, σα να μη λεχτήκαν είναι.
Γιατί τα λόγια του άντρα είναι σπέρμα
Οπου ξεχύνεται από το στόμα.
Κι όπως σα βγει απ’ τα νεφριά το σπέρμα
πρέπει να βρει τον κόλπο της γυναίκας
Κι αυτή να το δεχτεί οργώντας όλη
Και μόνον έτσι νιά ζωή γεννιέται,
Κι ο λόγος έτσι απ’ τό στόμα του άντρα
Πρέπει στο νου να δέσει το γυναίκειο
Κι εκεί ν’ αντριωθεί, να γίνει πράξη
Κι εκεί να μεστωθεί και να καρπίσει,
Και να φωτίσει, ν’ άψει, να φλογίσει.
Ετσι κι ο λόγος απ’ τό στόμα του άντρα.
Αλλιώς γιατί ο άντρας να μιλούσε…
Αλλά εδώ τώρα η Μαρία αρχίζει
Να μας μιλάει στο ημερολογιό της.
Εγώ στην πάντα στέκω και σωπαίνω.
Δυο λόγια όμως ας πω για τη Μαρία,
Την Ηγερία του Καραϊσκάκη.
Όταν ο ωροδείκτης στο βιβλίο της Ιστορίας έδειχνε Ελλάδα και ο λεπτοδείκτης έδειχνε Φως, γεννήθηκε ο Καραϊσκάκης.
Πάντοτε ήθελα να γράψω κάτι για τον Καραϊσκάκη. Και δεν έγραφα. Ώσπου…
Βρισκόμουν στην Αμερική. Στο Λος Άντζελες, 8741 Owensmouth, Canoga Park.
…Ωσπου μια μέρα, ψάχνοντας στον σκουπιδοτενεκέ της γειτονιάς μου για να βρω κάτι να φάω, η ματιά μου έπεσε σ’ ένα σιδερένιο, παλιό, σκουριασμένο, τετράγωνο κουτί.
Ητανε κλειδωμένο με μια χοντρή κλειδαριά, δυσανάλογα μεγάλη για ένα μικρό κουτί.
Παιδεύτηκα δυο μέρες να τ’ ανοίξω.Τέλος τα κατάφερα μ’ ένα σιδεροπρίονο.
Μέσα βρήκα ένα τετράδιο διπλωμένο στα δυο, με φύλλα κίτρινα και εύθραυστα από την πολυκαιρία, γραμμένα κι απ' τις δυο μεριές. Ηταν το ημερολόγιο της Μαρίας, της αγαπώς του Καραϊσκάκη. Πώς βρέθηκε εκεί; Πού να ξέρω. Ρώτησα τη μάνατζερ του συγκροτήματος των κατοικιών που έμενα αν ήξερε να κάθεται εκεί κοντά και κανένας άλλος έλληνας-δεν ήξερε.
Την ίδια μέρα που άνοιξα το κουτί, διάβασα όλο το τετράδιο. Τι ανέλπιστη τύχη! Να έχω πληροφορίες από πρώτο χέρι για τον Καραϊσκάκη!
Αυτό ήταν ένα γερό ερέθισμα για να κάνω εκείνο που πάντοτε ήθελα. Αρχισα λοιπόν να γράφω. Έγραψα για το μέρος της ζωής του ήρωα πριν γνωρίσει τη Μαρία-γιατί από κει και ύστερα, εκείνο που έκανα ήτανε ν’ αντιγράψω το τετράδιο της Μαρίας.
Έκανα όμως μια διαλογή των γραφτών του ημερολογίου της Μαρίας και αποφάσισα να μην περιλάβω στο βιβλίο μου τις γνώμες και τις σκέψεις της Μαρίας που δεν αφορούν αποκλειστικά τις σκέψεις και τις ενέργειες του Καραϊσκάκη, αν και είναι αξιόλογα και αυτά τα μέρη της διήγησης της Μαριώς. Τα φυλάω για να τα εκδώσω κάποια μέρα χωριστά.
Άφησα όμως το κομμάτι τα διήγησης που περιγράφει με λίγα λόγια τη ζωή της μέχρι να συναντήσει τον Καραϊσκακη-που μας λέει αυτή η ίδια ποια ήταν.
Ενδιάμεσα της διήγησης της Μαριώς, διακόπτοντάς την, θα παραθέτω στοιχεία που κατά τη διάρκεια της γραφής του ημερολογίου από τη Μαρια δεν ήσαν γνωστά, ή αν ήσαν δεν τα ήξερε ή για κάποιο λόγο δεν τα έγραψε η Μαρία.
ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΜΑΡΙΑ
«Μα πρέπει λίγα να ειπώ και για τον εαυτό μου
Ετσι που αν κάποιος κάποτε θα ’βρισκε τα γραφτά μου
Να ξέρει ποια ήταν αυτή που τα ’γραψε όλα τούτα-
Να ξέρει ποια η αγαπώ ήταν αυτή του Γιώργη
Που τόσο τον αγάπησε κι όλη την ύπαρξή της
Με τη δική του ύπαρξη τόσο σφιχτά είχε δέσει.
Από πατέρα Ελληνα γεννήθηκα στη Σμύρνη
Και κείνος μου εμπόλιασε το μίσος για τους τούρκους
Και για το κάθε Ελληνικό την άφατη αγάπη.
Τουρκάλα η μάνα μου. Νωρίς το ’σκασε μ’ έναν άλλο
και μ’ άφησε τριώ’ χρονώ στα χέρια του κυρού μου.
Πεντέμιση ήμουνα χρονώ που ο κύρης μου επήγε
Μαζί και μένα παίρνοντας, στην Πόλη, κι είχε γίνει
Στο σπίτι του Σελήμαγα πρώτος Γραμματικός του.
Μέσα στα πλούτη έζησα και μες στα μεγαλεία
Όμως χωρίς να θαμπωθώ απ’ αυτά, ή να ξεχάσω
Ό,τι ως τότες έμαθα-και πώς μπορούσα τάχα
Αφού ο πατέρας φρόντισε γράμματα να μαθαίνω
Μαζί με του Σελήμ τους γιούς-μαζί τους να σπουδάζω.
Οι πιο καλοί με δίδαξαν οι έλληνες δασκάλοι.
Και από κείνους έμαθα όχι τη γλώσσα μόνο,
Αλλά και ό,τι στου Σελήμ τους γιους ποτέ δε λέγαν:
Για την παλιά ιστορία μας, τη δόξα την παλιά μας,
Για το Βυζάντιο, και μετά για τη σκλαβιά των τούρκων
Και για τα όσα οι Ελληνες τραβούσανε μαρτύρια.
Κι έμαθα πόσο οι Ελληνες τη Λεφτεριά ποθούσαν
Και πόσες προσπαθήσανε φορές να τηνε φέρουν.
Και διάβασα έργα πολλά νέων κι αρχαίων Ελλήνων
Κι απ’ τούς σοφούς μας έμαθα που ειν’ οι πιό μεγάλοι
Απ’ όσους φάνηκαν ποτέ στης γης τη φλούδα πάνου.
Μα όταν πήγα δεκαεφτά, σαν με μαχαίρι εκόπη
Το κάθε τι που ύφαινε για μένανε ως τότε
Αυτό που οι άνθρωποι ζωή θέλουν να λέν πως είναι:
Τον κύρη μου έστειλ’ ο Αγάς, το Μάη του ’κοσιένα
Να πάει στην Τριπολιτσά κι εκεί δουλειά του θα ’ταν
Να οργανώσει την Τουρκιά, για να μπορέσει λέει,
Ν’ αντέξει στο που πρόσμενε ασκέρι των ελλήνων.
Μα ο πατέρας μου, έλληνας, τους έλληνες βοηθούσε.
Τον πιάσαν και τον γδάρανε στη μέση της πλατείας.
Κι έμεινα μόνη καλαμιά στης Τρίπολης τα μέρη.
Κι όταν επάρθη ηΤρίπολη με διώχνανε οι τούρκοι
κι οι έλληνες δε μ’ ήθελαν γιατί δεν επιστεύαν
Οτι για την αγάπη τους ο κύρης μου εσκοτώθη.
Κι έτσι απ’ όλους μισητή κι έτσι κυνηγημένη,
Εζησα ώσπου η ώρα μου ήρθε κι εγώ να ζήσω.
Όταν ο Γιώργης πέρναγε απ’ της Τρίπολης τα μέρη,
Και όταν τον αντίκρυσα κι από μακριά τον είδα,
Κατάλαβα ότι το φως τα μάτια του που εσκόρπουν
θα φώτιζε το δράμα μου και καθαρά εκείνος
Μες απ’ αυτό θα μπόρηγε να δει ποια ειν’ η αλήθεια.
Δεν ξέρω τι κατάλαβε. Δε ρώτησα ποτέ μου.
Αλλά με πήρε δίπλα του. Με κράτησε κοντά του
Κι απ’ όλους με προστάτεψε του κόσμου τους κιντύνους.
Να γράφω αρχίζω το λοιπόν από τη μέρα εκείνη
Που ο ναύαρχος ο Δερινύ το Γιώργη μου ήρθε να ’δει.
Όταν το Γιώργη ρώτησα ο Δερινύς ποιός είναι,
Μου ’πε ότι ο αρχηγός του στόλου είναι των Φράγκων
Και λυ’ και δένει στα νερά του Αιγαίου του πελάγου.
Παλιόσκυλο του κερατά συνέχεια τόνε λέει
Γιατί τους Τούρκους πάντοτε τα πλοία του βοηθάνε.
Και λέει ποιός είναι το ’δειξε όταν ο Υψηλάντης
Τον Ιμπραήμ πολέμαγε στους Μύλους. Τότε λέει
Δασκάλευε τους Ελληνες απόλεμα να φύγουν
Για να ’χουν δρόμο λεύτερο τ’ ασκέρια του Μπραϊμη.
Και λέει δεν ήρθε εδώ για μάς-τάχα να μας βοηθήσει
Αλλά από την πατρίδα του βαλτός είναι να βλέπει
Ποιός απ’ τούς δυο, οι έλληνες ή οι τούρκοι θα νικήσουν
Και τότε με τους νικητές ευθύς να συμμαχήσει
Κι ό,τι μπορεί μες στο χαμό για λόγου του ν’ αρπάξει.
Αλλά καθείς τους κάνουνε στον άλλονε επισκέψεις.
Γιατί έτσι πρέπει. Οι καλοί, λέει, οι Καπεταναίοι
Καλοί δεν είναι μοναχά τις μάχες σαν κερδίζουν,
Αλλά κι όταν κερδίζουνε με λόγια τον εχθρό τους.
Όσο μπορούν. Κι αν δε μπορούν, ε! τότε πολεμάνε.
Ηρθε λοιπόν ο Δερινύ στο Γιώργη. Εγώ ήμουν
Μες στη σκηνή, μαζί μ’ αυτούς. Στα Κλέφτικα ντυμένη
Και με το καριοφύλλι μου σαν πάντοτε στον ώμο.
(Κανένας δε θα μ’ έλεγε αν δε μ’ ήξερε, γυναίκα.
Πάντοτε αντρίκια ντύνομαι. Ο Γιώργης μου δε θέλει
Με γυναικεία να περπατώ μέσα στ’ ασκέρι ρούχα).
Και πρώτα πρώτα θα ειπώ κάτι αστείο που ’γίνη,
Κάτι που ’χε με μένανε ο Γιώργης μου σχεδιάσει
Και που ’κανε το Δερινύ απ’ τό φόβο του να τρέμει.
Για θέμα εξάλλου σοβαρό δεν έγινε κουβέντα.
Ητανε μια επίσκεψη αβροφροσύνης μόνο.
(Και τι το σοβαρό να πεις, σα δε μιλάς με φίλο;)
Όμως αυτό δυό μέρες πριν πάει τη διήγηση μου:
Σαν ήτανε στου Δερινύ ο Γιώργης μου το πλοίο,
Κάποια στιγμή βροντήξανε του πλοίου τα κανόνια
Γυρεύοντας τον Κιουταχή έτσι να χαιρετήσουν
Που ’βγαινε πριν απ’ τό Γιωργή για τη στεριά να πάει.
Ο Γιώργης μου ετρόμαξε. Οχι γιατί εφοβόταν
Πολέμου φανερού βροντές, μα μπαμπεσιάς τους χτύπους.
Και με το χέρι το δεξί φούχτωσε το σπαθί του.
Ως μου ’πε, ανεβαίνοντας του καραβιού τη σκάλα
και τότε ακόμα η έγνοια του ήτανε μην οι Φράγκοι
κάποια παγίδα του ’στήσαν εκεί που τον καλέσαν.
Μα όταν είδε πως καλά όλα ήταν εκεί πάνου
Η σκέψη εκείνη του ’φυγε, και φέρνονταν σα να ’ταν
Μακριά ο τέτοιος κίντυνος, κι αυτός ασφαλισμένος.
Γι αυτό τόνε ξαφνιάσανε οι κανονιές του πλοίου.
Κι ο Δερινύ, κρίμας που λεν ευγενικούς τους Φράγκους,
Γυρνάει και με ειρωνικό ύφος στο Γιώργη λέει:
"Τί στρατηγέ; Φοβήθηκες το βρόντο απ’ τά κανόνια;"
Το βράδυ δεν τον έπιανε το Γιώργη μου ο ύπνος:
"Ακούς εκεί να μου ειπεί εμένα ότι φοβάμαι!
Που ό,τι επέρασε αυτός σ’ όληνε τη ζωή του
Σε μία το ’ζησα εγώ ημέρα της δικιάς μου…"
Και άλλα έλεγε πολλά γυρίζοντας στο στρώμα
Και τη βρωμιά του Δερινύ έχοντας στο μυαλό του.
Χρειάστη τη γυναικεία μου όλη να βάλω τέχνη
Οταν γυμνούλα έπεσα κι εγώ πάνω στο στρώμα
Για να του διώξω απ’ τό μυαλό την τυραγνήτρα σκέψη.
Και πάλι, πριν να κοιμηθεί, γυρνάει και μου λέει:
"Του το φυλάω δανεικό αυτό του παλιο-Φράγκου".
Λοιπόν πρι’ ’ρθεί ο Δερινύ, "Μαριώ", μου λέει ο Γιώργης,
Μετά το φαί και το πιοτί που τον καφφέ θα φτιάξεις,
Οταν σου πω το γιασεμί να φέρεις να καπνίσω,
Φέρε μαζί, και πάνω του το γιασεμί να βάλεις,
Ένα βαρέλι ανοιχτό, γεμάτο με μπαρούτι".
Λοιπόν αφού εφάγαμε κι ο Δερινύ καθόταν
Με τους δικούς του ολόγυρα κι εμείς με τους δικούς μας
Και ψιλοκουβεντιάζαμε, μού παραγγέλνει ο Γιώργης:
"Σύρε και φερ’ τό γιασεμί Ζαφείρη, να καπνίσω.»
(Μπροστά σε άλλους μ’ έλεγε Ζαφείρη, άντρας σα να ’μουν.
Ητανε άλλο ένα αυτό, από του Γιώργη δείγμα
Τις τόσες που ’παιρνε σοφές κι έξυπνες αποφάσεις,
Ιδια μικρές αν ήτανε είτε ήτανε μεγάλες.
Ζαφείρη ως με φώναζε, κι εγώ από την άλλη
Ετσι ντυμένη και μπροστά μη δείχνοντας στους άλλους
Τη δυνατή που μ’ έκαιγε αγάπη για το Γιώργη,
Όλoi είχανε παραδεχτεί χωρίς αντιλογία
Την παρουσία μου εκεί, εμένα, μιας γυναίκας).
Πάω και πρώτα κουβαλώ δίπλα του το βαρέλι,
Και ανοιχτό κι ως ήτανε γεμάτο με μπαρούτι
Το βάζω μπρος του. Υστερα το γιασεμί του φέρνω
Και στο βαρέλι τ’ ανοιχτό απάνω τ’ ακουμπάω.
Οι άλλοι βλέπαν στην αρχή σαν παραξενεμένοι.
Ο Δερινύ ενώ γέλαγε ξάφνου εσοβαρεύτη
Και επερίμενε να δει ποια θα ’ταν η συνέχεια.
"Ωρέ Ζαφείρη, φέρε μου φωτιά. Πως θα τ΄ ανάψω;"
Πηγαίνω κι ένα κάρβουνο του φέρνω πυρωμένο.
Καθώς περνώ το πρόσωπο του Δερινύ κοιτάζω.
Ητανε κατακίτρινο και του ’τρεμαν τα χείλια.
Παίρνει ο Γιωργής το κάρβουνο κι αργά το πλησιάζει
Στο γιασεμί που κείτονταν απάνου στο μπαρούτι,
Για να τα’ ανάψει τάχατες. Ο Δερινύ ετότε
Δεν εκρατήθηκε. Όρθός πετάγεται και σκούζει:
"Θα τιναχτούμε στρατηγέ όλοι μας στον αέρα!.."
Την κίνηση του σταματά ο Γιώργης, και γυρνώντας
Στον τρομαγμένο ναύαρχο: «Φοβήθης αμιράλη;»
Του κάνει, και τα μάτια του λάμψαν ευτυχισμένα.
Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Ειχε έρθει η σειρά μου-
Από χαρά ξαγρύπνησα να νοιώθω πως ο Γιώργης
Ηρεμος και χαρούμενος κοιμήθηκε απόψε.
Ας κοιμηθεί. Ο ύπνος του χαμένος δεν πηγαίνει.
Γίνεται δόξα, και φωτιά, και μάχες, και ντουφέκι.
Και όνειρα ας ιδεί πολλά.Ψεύτικa αυτά δεν είναι.
Δεν παν χαμένα-χτίζουνε Πατρίδες τα όνειρά του.
ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
24 Οκτωβρίου 1826
Αφού πια εδυνάμωσε το Κάστρο της Αθήνας
Τώρα τα χέρια τα ’νιωθε ο Γιώργης μου λυμένα
Να φύγει για της Ρούμελης τα σκλαβωμένα μέρη
Πασκίζοντας τη Λευτεριά και πάλι να τους δώσει.
Ετσι εσκεφτότανε αυτός. Άλλα όμως πλέκαν άλλοι.
Και πρώτος και καλλίτερος απ’ όλους ο Χαβίνος.
Μα για να ειπώ τι έκανε σήμερα ο Χαβίνος,
Πρέπει να πω τι έγινε μ’ αυτόν πριν λίγες μέρες.
Ηταν τρεις μέρες πριν να μπει στο Κάστρο ο Κριεζώτης. Θέλοντας τάχατες να πει κι αυτός πως κάτι κάνει
Κατά τη θήβα θέλησε λέει να εκστρατέψει.
Πάει και βρίσκει το Γιωργή και "το και το" του λέει,
Εχω εγώ το Ταχτικό, δος μου κι απ’ τούς δικούς σου
Κι η Θήβα είναι Ελληνική τούτη τη νύχτα κιόλας".
"Μην πας", του κάνει ο Γιωργής, "Γιατί και να την πάρεις
Να την κρατήσεις δεν μπορείς με τόσους λίγους μόνο
Και όταν θα σε βγάλουνε στον κάμπο οι ντελήδες
θα χάσουν και τ’ ασκέρι σου και πας και συ ο ίδιος".
Αλλά ο χοντροκέφαλος Χαβίνος δεν ακούει.
Και επειδή γινάτεψε, και για να μη φωνάζει
Πως τάχα εμποδίζεται να κάνει αντραγαθίες
Σ’ ότι ζητάει υποχωρεί πάλι ο Καραϊσκάκης,
Κι ο Στέφος διάταξε να πάει μαζί του κι ο Καλλέργης.
Εννιά Οχτώβρη κίνησαν. Όταν οι άτακτοι όμως
Είδαν ότι προχώραγε αφύλαχτος στον κάμπο
Σαν να’κανε παρέλαση, άρχισαν να το σκάνε.
Τότε αναγκάστηκε κι αυτός μ’ όλο το Ταχτικό του
Να κάνει πίσω. Και καλά που πρόλαβε. Γιατί όταν
Απ’ τά στενά επέρασε του Κιθαιρώνα, να σου
Στέλνει ασκέρι ο Κιουταχής μεγάλο, και τα πιάνει-
Μισή ώρα μόνον ύστερα που πέρασε ο Χαβίνος.
Μετά πήγε στα Μέθανα και με κανένα τρόπο
Την εκστρατεία δεν ήθελε του Γιώργη ν’ ακλουθήσει.
Το νέο του φιάσκο μάλιστα για να δικιολογήσει
Ελεγε πως τον πρόδωσε στους τούρκους ο Γιωργής μου-
Γι αυτό λέει απότυχε, για τούτο και δε θέλει
Ούτε ν’ ακούσει τ’ όνομα ποτέ Καραϊσκάκης.
Είδε κι απόειδε ο Γιώργης μου, στο διάολο τον στέλνει.
Στη σημερνή ξαναγυρνώ λοιπόν διήγησή μου.
Αφού είχαμε αποφάει πια, μετά το μεσημέρι,
Στέλνει ο Γιώργης και καλεί να ’ρθούνε στη σκηνή του
Των Σουλιωτών οι κεφαλές και οι Καπεταναίοι.
Μ’ έβαλε και τους έφκιασα καφφέ. Τούς τον επήγα,
Και τους εμοίρασα μαζί καρύδια και σταφίδες.
Σε λίγο εσηκώθηκε και μίλησε ο Γιώργης:
"Καπεταναίοι , το βλέπετε κι εσείς, πως τον Κιουτάγια
Δύναμη να τον βλάψουμε δεν έχουμε μεγάλη.
Ούτε η Κυβέρνηση στρατό δεν έχει να μας δώσει.
Μονάχοι ό,τι κάνουμε θα κάνουμε. Και λέω
Να πάμε για τη Ρούμελη. Ρούκης και Δυοβουνιώτης
Ετοιμοι τα καπάκια τους είναι να τα χαλάσουν
Και να ’ρθουνε μαζί με μας. Κι όταν αυτό θα γίνει
Γινόμαστε περσότεροι. Και από κει και πέρα
Και του Κιουτάγια κόβουμε όλους τους ζαϊρέδες,
Και τόνε δυσκολεύουμε πιότερο απ’ ό,τι τώρα.
Και στ’ άρματα σηκώνοντας όσους επροσκυνήσαν,
Αξαίνουμε τ’ ασκέρι μας και είμαστε καβάλα".
"Καλό το σχέδιο σου", του λεν, "μα δεν τ’ ακολουθάμε
Αν δε γενεί επιτροπή να κυβερνάει τ’ ασκέρι."
"Ποιόν θέλετε;" Τούς αρωτάει χωρίς καιρό να χάσει.
"Το Νότη Μπότσαρη" του λεν "θέμε απ’ τούς Σουλιώτες,
Και θέμε τον Νικηταρά να ’ναι απ’ τους Μωραΐτες.
Και, Καραϊσκάκη, εσένανε από τους Ρουμελιώτες".
"Το δέχουμαι. Αν ο βαθμός που ’χω, γίνεται ’μπόδιο
Για να σωθεί η Πατρίδα μου, τόνε πατάω χάμου."
"Και θέμε ό,τι θα ειπωθεί να το ’χουμε γραμμένο".
Κι αυτό το εδέχτη ο Γιωργής κι η μάζωξη ελύθη
Να πάνε σ’ όλους να το πουν, κι ύστερα να τα γράψουν.
Όταν αυτά που γίνανε τα ’μαθαν οι δικοί του
Γίνανε όλοι τους θεριά. Και πιο οι Παλαμηδιώτες.
Το ίδιο κι ο Νικηταράς, αν κι αρχηγό τον κάναν:
«Άπ’ όλους μας πιο άξιος ειν’ ο Καραισκάκης",
Τους είπε, "Και μονάχα αυτός να ’ναι αρχηγός μας πρέπει".
Κι όταν επήγαν τα χαρτιά στο Γιάννη το Σουλτάνη,
Τα ξέσκισε, "να!", λέγοντας ", «η υπογραφή μου εμένα".
Όλοι κατόπι έρχονται και βρίσκουνε το Γιώργη:
"Τ’ είναι αυτές οι επιτροπές που δέχτηκες να κάνεις;
Εμείς εσέ γνωρίζουμε για μόνον αρχηγό μας.
Αμα δε θέλεις πες το μας, και τότε βρίσκουμε άλλον" .
"Το δέχτηκα να μη σταθώ σε τίποτις εμπόδιο.
Μα σεις αν δεν το θέλετε, ούτε κι εγώ το θέλω."
Κι αμέσως στέλνει και μηνά και λέει στ ους Σουλιώτες:
Τ ’ ασκέρι μου άλλον αρχηγό δε θέλει από μένα.
Θέτε μαζί μου να ’ρθετε, ελάτε. Κι αν δε θέτε,
Ο, που αποφασίσετε μονάχοι σας τραβάτε."
Το βράδυ ήσυχος ήτανε. Ξεκαθαρίσαν όλα.
Πήρε απόφαση χωρίς Χαβίνο και Σουλιώτες
πώς στον αγώνα θα ’μπαινε. Και αν για το Χαβίνο
Δεν εγνιαζότανε πολύ, αλλά για τους Σουλιώτες
Ηξερε ότι δίχως τους πιο δύσκολα ήταν όλα.
Μ’ αφού ήταν αδύνατο μαζί του να τους έχει
Τα σχέδια του τα έκανε χωρίς εκείνους τώρα.
Τον ρώτησα πώς δέχτηκε αμέσως όσα του ’παν-
Να κάνουν άλλον αρχηγό και κάτου να τα γράψουν.
Μου είπε:"Αχ μωρή Μαριώ, ήξερα τι θα γίνει.
Πως γι αρχηγό τους άλλονε δε θέλουν οι δικοί μου
Και δε θα το δεχόντουσαν. Μα ’θελα να το δούνε
Μ’ αυτά τα ίδια μάτια τους οι μπάσταρδοι οι Σουλιώτες
Μπάσκε κι αλλάξουνε χαβά. Όμως δεν το πιστεύω.
Γιατί νομίζεις, μόνοι τους κάνουνε ό,τι κάνουν;
Η πως εσκέφτη μόνος του "όχι" να πει ο Χαβίνος;
Κι από τους δύο βρίσκεται πισω ο τεσσαρομάτης
Που προτιμάει να χαθεί καλλίτερα η Πατρίδα
Παρά από μένα μου μισεί τη Λεφτεριά της να ’βρει.
Μα άμα βγω και τους τα πω, χειρότερα θα κάνουν.
Και δεν ειν’ ώρα για καυγά τώρα αναμεταξύ μας.
Τώρα η Πατρίδα χάνεται. Αυτοί αν δε το νιώθουν
Μα δε θα γίνω όμοιος μ’ αυτούς. Γιατί η ΙΙατρίδα τότε
Ενάντια όλα της τα παιδιά στη Λεφτεριά της θα ’χει.
Εγώ κι οι άλλοι αρχηγοί θα κάνουμε ό,τι πρέπει."
Και με τα μάτια του βαθιά βαθιά να του βουρκώνουν
"Ξέρεις ποια ειν’ ωρή Μαριώ εμένα η προσευχή μου;
Θεέ, ό,τι κάνω εγώ καλό κι οι άλλοι Καπετάνιοι
Κάνε για την Πατρίδα μας να είναι πιό μεγάλο
Απ’ τό κακό όπου σ’ αυτήν κάνει ο τεσσαρομάτης".
Το βράδυ ο Γιώργης φώναξε και ήρθαν στη σκηνή μας
Ολους τους Καπετάνιους του: το Γιάννη το Σουλτάνη,
Τον Περραβό, τον Πανουργιά, το Γαρδικιώτη Γρίβα,
Τον Χατζηπέτρο, το Φωκά, Καλλέργη, Σπυρομήλιο
Και όλους τους μικρότερους που είχε Καπετάνιους-
Μικρούς μόνο γιατ’ είχανε κοντά τους λίγους άντρες,
Μεγάλους όμως σε αντρειά, δύναμη κι αξιοσύνη.
"Αποφασίσαμε" τους λέει "για Ρούμελη να πάμε.
Αλλ’ αν φερθούμε άσχημα στους δόλιους τους χωριάτες
Τίποτα δε θα κάνουμε. Πώς θα ’ρθουνε μαζί μας
Εμείς αν τους φερνόμαστε χειρότερα ’π’ τους τούρκους;
Εχουνε αποκάμει πιά. Ελιώσαν οι ανθρώποι.
Τσαρούχι δεν τους έμεινε. Γαϊδούρια πιά δεν έχουν.
Και πώς να πολεμήσουνε για Λεφτεριά, όταν βλέπουν
Οτι εμείς τους παίρνουμε οι ίδιοι ό,τι δικό τους;
Λοιπόν σας λέω τούτο δω-και στο Γραμματικό μου
θα πω να βάλει σε χαρτί τα λόγια αυτά, και όλοι
θα υπογράψουμε. Γιατί, από τούτο εξαρτάται
Οσο κι απ’ την αντρεία μας η Λεφτεριά του τόπου:
Σ’ όποιαν ανάγκη κι αν βρεθεί, κανένας δε θ’αρπάξει
Τίποτα από τους χωρικούς. Και όποιος παρακούσει
θα παιδευτεί πολύ βαριά. Και προστασία δε θα ’βρει
Από κανένανε. Αυτά. Και αύριο κινάμε".
ΑΡΧΙΖΕΙ Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ. ΔΟΜΒΡΑΙΝΑ
Προχτές όταν ξημέρωσε, στείλανε οι Σουλιώτες
Μήνυμα ότι φεύγουνε-πως δε θα ’ρθούν μαζί μας.
Χτες βράδυ κάτι έψαχνε ο Γιωργής κατ’ απ’ το στρώμα
Και βρίσκει ετούτα τα γραφτά: "Μαριώ τί είναι τούτα;"
Με έκπληξη με ρώτησε."Δικά μου είναι. Γράφω."
Δεν πίστεψε. Πως ψέμματα ενόμισε του είπα.
"Ξέρεις και γράφεις ωρε σύ; Για έλα γράψε κάτι".
Τι θες να γράψω Γιώργη μου; "Γράψε: ο Καραϊσκάκης
θα διώξει τους σκατότουρκους απ’ όλη την Ελλάδα".
Το ’γραψα. Πήρε το χαρτί. Το είδε… το ξανάδε…
"Τώρα τί έγραψες εσύ ουτ’ ο πούτζος μου δεν ξέρει".
Μου ’δωσε πίσω τα χαρτιά. Δεν είπε τιποτ’ άλλο.
Τα πήρα και τ’ απόθεσα πάλι στην ίδια θέση.
Τρεις μέρες τώρα δεν μπορώ να βρω στιγμή να γράψω.
Η προχωράμε ή κάτσουμε στέκομαι πάντα δίπλα
Στο Γιώργη που ’ναι άρρωστος κι οπυρετός τον ψήνει.
Λες πως γραμμένο ήτανε, στις εικοσπέντε Οχτώβρη,
Τη μέρα που κινήσαμε, τον έπιασαν οι θέρμες.
Κι ο βήχας. Κι ειν’ αδύνατος σαν καλαμιά. Και τρέμει.
Του βάζω με ξυδόνερο πανί στο μέτωπό του,
Του φκιάνω το χαμόμηλο, τού φκιάνω τον καφφέ του,
Και στέκω δίπλα του, εκεί, απάνου στο κρεβάτι,
Ετοιμη ό,τι μου ειπεί να τρέξω να το κάνω.
Εικοσιπέντε Οχτωβριού, κατά το μεσημέρι,
Εφάγαμε και ήπιαμε στο δώμα του Καλλέργη-
Την άλλη μέρα γιόρταζε κι έκανε το τραπέζι.
Ο Γιώργης ήπιε κι έφαγε καλά. Δεν είχε θέρμες.
Τ’ απόγεμα κινήσαμε. Ημασταν δυό χιλιάδες.
Χίλιους στρατιώτες μ’ αρχηγό Τάσο Μαυροβουνιώτη
Ο Γιώργης μου τους άφησε για να φυλάν το δρόμο
Μωρηά και Ρούμελη ανοιχτόν. Εβάλαμε σκοπό μας
Στην Κάζα για να φτάσουμε όσο ταχύ γινόταν.
Κι ενώ καλά πηγαίναμε, κατά το βράδυ βράδυ
Πέφτει ο Γιώργης άρρωστος.Τον άδραξε η θέρμη.
Ηρθ’ ο Σουλτάνης."Αδερφέ", του λέει, "Καραϊσκάκη,
Ας κάτσουμε αδερφέ μου εδώ για μια ή δυό ημέρες-
Να γιάνεις, κι ύστερα ο θεός, ξανακινάμε πάλι".
Τα ίδια του ’λεγα κι εγώ. Εκείνος πού ν’ ακούσει:
"Καθυστερήσαμε αδερφέ απ’ τά τσογλάνια τ’ άλλα,
Όμως για την αρρώστια μου δε χάνω ούτε μέρα.
Φκιάστε ένα ξυλοκρέββατο και βάλτε με απάνου.
Και γρήγορα! Δεν ξέρουνε οι τούρκοι απ’ αρρώστιες."
Φκιάσανε ξυλοκρέββατο, τον βάλανε απάνου
Κι αμέσως ξεκινήσαμε την ίδια εκείνη ώρα.
Κι ακολουθούσαν πίσω του δύο χιλιάδες άντρες.
Οταν στα Κουντουριώτικα εφτάσαμε καλύβια,
Τη νύχτα εκεί εμείναμε. Το Γιώργη είχαμε βάλει
Στο λιακωτό ενός σπιτιού απάνου στο κρεββάτι.
Πέρασαν και τον είδανε ολοι οι Καπεταναίοι.
Εκείνος ανακάθησε όσο ήτανε μαζί του
Και συμβουλές τους έδωσε για τα προβλήματά τους.
Οταν εφύγαν, ξέπνοος έπεσε στο κρεββάτι:
"Παρε ένα κάθισμα", μου λέει, «και κάτσε ’δώ κοντά μου
Και κράτα μου το χέρι μου ως να με πάρει ο ύπνος".
Τον πήρε ο ύπνος γρήγορα. Δεν τ’ άφηκα το χέρι,
Ωσπου κοιμήθηκα κι εγώ απάνου του πεσμένη.
Μας ξύπνησε αργότερα ο Μήτρος ο Μπερούσης
Που ανέβηκε στο λιακωτό την κάπα του να πάρει.
Πεσμένη όταν πάνου του μ’ είδε ο Γιωργής, μού είπε:
"Μωρή Μαριώ εσύ ’σουνα πεσμένη μου απάνου
Κι εγώ έβλεπα όνειρο πως μ’ είχε πάρει βόλι
Και πάνου μου επέφτανε νεκροί και λαβωμένοι;.."
Ξανακοιμήθη γρήγορα. Κι ας ξύπναε κάθε τόσο
Αλλά πολύ τον βόηθησε αυτός ο λίγος ύπνος
Και όταν εσηκώθηκε πρωί την άλλη μέρα
Ένιωθε σαν καλλίτερα. Και φύγαμε και πάλι.
Την ίδια μέρα αποβραδίς εφτάσαμε στην Κάζα.
Στέλνει ανθρώπους του έμπιστους να πα’ να βρουν τον Ρούκη
Και να του πουν να τσακιστεί κι αυτός κι ο Δυοβουνιώτης
Να ’ρθούνε να τον έβρουνε. Να σπάσουν τα καπάκια
Που ’χαν με την καρα-Τουρκιά και να ενωθούν μαζί του".
Μαριώ συχωρά με, αλλά, για λίγο κάπου κάπου
θα σταματάω τη ροή του ωραίου του γραφτού σου
Ωστε να βάζω ανάμεσα από αλλωνών κομμάτια,
Αξιων κι εκείνων, τα γραφτά, σαν κρίνω πως αξίζει.
Αλλά χωρίς να σε ρωτώ καθόλου θα σε κόβω
Αν είναι ένα Δημοτικό τραγούδι για να βάλω
Γιατί αυτά όταν μιλούν μιλάει της Ελλάδας
Η τετραφτέρουγη ψυχή, και μπρος της όλα τ’ άλλα,
Και συ, κι εγώ, μόνο φτωχοί μετράμε πεζολάτες.
«Τρέμουν τα κάστρα τρέμουνε, τρέμουν τα βιλαέτια,
Τρέμει κι η μαύρη Ρούμελη για τον Καραϊσκάκη.
Σ' εσένα Μήτσο-Δαίμονα, Αντρέα φαντασμένε,
Σταμούλη Γάτσο κερατά, Γιολντάση απ’ τή Ρεντίνα.
Κι εσύ Πεσλή κατάντησες σαν τον Αραπογιάννη,
Να κάθεσαι στο Λάσκοβο να καθαρίζεις μήλα!”
«Και στέλνει το λεβεντονιό το Γαρδικιώτη Γρίβα
Να μη σταθεί να κοιμηθεί, μα ίσα να τραβήξει
Μ’ άλλους τρακόσους, και γραμμή, νύχτα πεζολατώντας,
Να πέσει μες στη Δόμπραινα, στη ρίζα του Ελικώνα
Με την ελπίδα πως θα βρει ανίδεους τους τούρκους
Και να τους πέσει απάνου τους και να τους αφανίσει.
Μα τα ’φερε ο διάολος κι οι ίδιοι αφανιστήκαν.
Γιατ’ έπεσε μία βροχή κι έπιασ’ ενας αέρας
Που όλοι εσκορπίσανε μέσα στ’ ανεμοβρόχι.
Και παλληκάρια μοναχά τριάντα απ΄τους τρακόσους
Εφτάσανε στη Δόμπραινα πρωί την άλλη μέρα,
Βρεγμένοι, άυπνοι, νηστικοί και κακοπαθημένοι.
Οι άλλοι εσκορπίσανε ψάχνοντας καταφύγιο.
Οι Δομπραινιώτες να ιδούν εκείνους τους τριάντα,
Για κλέφτες τους νομίζουνε, στους μπέηδες το λένε
Και παν αυτοί να διώξουνε τους που νομίζουν κλέφτες. Καβαλαραίοι έρχονται, τους παίρνουν του κυνήγου,
Και πιάνουν έναν απ’ αυτούς που η μπόρα είχε σκορπίσει.
Τον βασανίζουνε, κι αυτός, τους λέει-ο Καραϊσκάκης
Ερχεται για τη Δόμπραινα με όλο του τ’ ασκέρι.
Στον Ελμάζ-Μπέη το μηνάν αυτοί, τον αρχηγό τους.
Διατάζει εκείνος τους τουρκούς να πιάσουνε τα σπίτια
Και τους τρεις πύργους του χωριού, και να ταμπουρωθούνε.
Κι αρχίσανε τ’ απόγεμα μπουλούκια απ’ τους δικούς μας
Να φτάνουνε στη Δόμπραινα. Ρίχνονται σε γιουρούσι
Να πάρουν όλο το χωριό, πέφτουνε μες στα σπίτια,
Μα παίρνουν μόνο μερικά. Τα πιο γερά κρατάνε.
Αλλά κι αυτά τα λιγοστά τα σπίτια που είχαν πιάσει
Οι έλληνες τ’ αφήσανε σα νύχτωσε και φύγαν.
Μάταια τους εμήνυσε ο Γιώργης να μη φύγουν
Και ό,τι μ’ αίμα εκέρδισαν το χάσουνε και πάλι.
Εκείνοι δεν τον άκουσαν. Βρεγμένοι όπως ήταν
και άθλιοι, εκινήσανε και πήγαν στο Κακόσι,
Ενα χωριό εδώ κοντά, στα σπίτια του εμπήκαν,
Και κάθονταν στα τζάκια του, και, οι μαύροι, ζεσταινόνταν.
Οι τούρκοι αμέσως πήρανε τα σπίτια που ’χαν χάσει,
Και ταμπουρώθηκαν καλά στη Δόμπραινα και πάλι.
Και όχι μόνο, μα έστειλαν παντού μαντατοφόρους
Να φέρουνε την είδηση πως ήρθ’ ο Καραϊσκάκης.
Την άλλη μέρα οι Ελληνες τραβάνε στη Δομπραίνα.
Τη βλέπουν όλη τούρκικη. Κι οι τούρκοι τους χτυπάνε.
Ο Γιώργης έρχοντας εδώ είχε βάλει καραούλια
Σ’ όλους τους δρόμους που ’φερναν στη Δόμπραινα. Ειχε έγνοια
Οτι μπορεί να φτάνανε στους τούρκους ενισχύσεις.
Σε λίγο τ’ Ανατολικό έρχεται καραούλι
Και να! Πως φάνηκαν του λέει ντελήδες στην πεδιάδα.
Αφήνει το κρεββάτι του ο Γιώργης και προστρέχει
Τους αναβάτες που ’στειλε η Θήβα να χτυπήσει:
Βοήθεια για τη Δόμπραινα που ήτανε κλεισμένη.
Τον ακλουθούν Νίκηταράς, ο Πανουργιάς, Σουλτάνης,
Καλλέργης με τους λιγοστούς τους καβαλάρηδές του.
"Απάνου τους ωρ’ Ελληνες!", φωνάζει ο Καπετάνιος,
Και χύνονται, πρώτος αυτός σαν αστραπή στους Τούρκους.
Τον έβλεπα που έτρεχε απανου στ’ άλογό του
Και σκέφτομουν το άλογο θα ’νοιωθε σαν αέρας
Να ’χε καθίσει πάνω του-τόσο λιανός ο Γιώργης
Και σαν ψυχούλα ελαφρός-θεός να τον φυλάει.
Βλέπω τη μάχη από ψηλά. Μόλις οι τούρκοι βλέπουν
Να ’ρχόνται πάνω τους μ’ ορμή ο Γιώργης και οι άλλοι,
Για λίγο κοντοστέκονται, συχίζονται, δειλιάζουν,
Κι αντις να ορμήσουνε κι αυτοί, στέκουν και περιμένουν.
Οταν τους φτάσαν οι Ελληνες, για λίγο αντισταθήκαν,
Κι ύστερα εσκορπίσανε κι αρχίσαν να το σκάνε.
Πάνου στη μάχη που ’γινε, τη δύναμη εβρήκε
Ο Γιώργης, και ντελή ενού επήρε το κεφάλι.
Λες και κρασί να είχε πιεί έπεσε απα’ στους Τούρκους.
Σαν μεθυσμένος. Ξέχασε κι ανημποριά κι αρρώστια,
Κι έγινε ανίκητο θεριό και δράκος μανιασμένος.
Εγύρισαν. Ελάμπανε τα μάτια του. Μου λέει:
"Ωρή Μαριώ δεν ξέρεις πώς στ’ άλογο πάνου νοιώθεις…
Σα να πετάς! Σαν όληνε τη γης να ’χεις δικιά σου!"
Η ΓΟΛΕΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΝΟΝΙ ΤΗΣ
30 Οχτώβρη 1826
Ο Γιώργης μου, δεν το ’ξερα, είναι και καπετάνιος…
Να πως το έμαθα κι εγώ. Όταν στην Ελευσίνα
Ημαστε ακόμα ψάχνοντας να έβρει τρόπο ο Γιώργης
Να ενισχύσει το ’ρημο το Κάστρο της Αθήνας,
Οταν του εδινότανε και γι άλλα ευκαιρία
Να πάει δεν την άφηνε και κείνηνε χαμένη.
Του ’παν λοιπόν πως ήτανε στον κόρφο της Κορίνθου
Μία γολέτα τούρκικια για μέρες αραγμένη-
γολέτα δέκα κανονιών. Σοφίστηκε ο Γιώργης
Να τηνε πάρει. Το λοιπόν, αγόρασε μια τράτα
Και την περνάει απ’ τον Ισθμό-άκου!-με κατρακύλα.
Και μέσα έτσι στης Κόριθος την έμπασε τον κόρφο.
Πάει δεξά κι αριστερά, βρίσκει καμπόσες βάρκες
Και βάζει τσούρμο μέσα τους διακόσα παλληκάρια.
Και τους ορίζει αρχηγό το Χρήστο Παλιογιάνη.
Και μία νύχτα σκοτεινή, στα μέσα του Σεπτέβρη,
Που στης Ιτιάς βρισκότανε η γολέτα το λιμάνι,
Γλιστράνε πάνω στο νερό αθόρυβα τις βάρκες,
Πλευρίζουνε το τούρκικο κι απάνου του πηδάνε.
Οι τούρκοι ούτε που πρόλαβαν ν’ αντισταθούν καθόλου. Για καπετάνιο έβαλε ο Γιώργης στη γολέτα
Το Μισεγιάννη Δημητρό από το Γαλαξείδι
Που ’ξερε κείνα τα νερά σαν τα βουνά οι Κλέφτες.
Απάνου στο πλεούμενο υπήρχε ένα κανόνι.
Αυτό έστειλε ο Γιώργης μου, πάνε τρεις μέρες τώρα,
Και στο Κακόσι το ’φερε για να βαρούν τους τούρκους.
Κάθε πρωί το παίρνανε, το φέρναν στη Δομπραίνα,
Κι αποβραδίς το πήγαιναν και πάλι στο Κακόσι.
Μικρή η ζημιά που προξενεί, μα ο θόρυβος μεγάλος.
Κι ο Καπετάνιος λέει αυτό πως θέλει-να βροντάει
Κι οι χωρικοί να λένε να!, ήρθ’ ο Καραΐσκάκης
Όχι ξεβράκωτος, αλλά φέρνει μαζί κανόνια.
Σήμερα, ενώ ήτανε στημένο το κανόνι
Σχεδόν ως τίρο ντουφεκιού απ’ τής Δόμπραινας τα σπίτια,
Μια δυνατή πιάνει βροχή λες άνοιξαν τα ουράνια.
Οι κανονιέρηδες, κι αυτοί που ’τανε ορισμένοι
Για να υπερασπίζουνε απ’ τούς τούρκους το κανόνι
Τ’ αφήσανε και τρέχανε να πάνε στο Κακόσι.
Ο Καπετάνιος ξάπλωνε απάνου στο κρεββάτι
Και τον εγιατροπόρευα. Έρχονται και του λένε
Πως το κανόνι τ’ άφησαν αφύλαχτο οι στρατιώτες.
Για πότε ορθός πετάχτηκε, ούτε που είδα."Πάμε!"
μου λέει "γιατ’ αλλιώς, το χάνουμε απ’ τους τούρκους…"
Και τρέχει μέσα στη βροχή. Και όσους συναντούσε
Που πίσω εγυρίζανε, με το παράδειγμά του
Και με δυο λόγια γκαρδιακά, τους εφιλοτιμούσε,
Και γύριζαν πίσω πολλοί μαζί του στο κανόνι.
Και πρώτος πιάνει το σκοινί κι αρχίζει να τραβάει
Να πάει το κανόνι μας και πάλι στο Κακόσι.
Ετράβαγε και πυρετό είχε αρπάξει ο νους μου-
Να βλέπεις έναν άρρωστο αρχιστράτηγο, χτικιάρη,
Οπου στο ξυλοκρέββατο ως τα χτες τον κουβαλούσαν,
Να σέρνει μέσα στη βροχή και μέσα στην αντάρα
Ενα κανόνι. Κι έλεγα μέσα μου, έτσι θα ’ναι,
Η Λεφτερια θα ’ναι θεριό κι όταν διψά πίνει αίμα
Κι όταν πεινάει τρώει ζωές κι όταν βαριέται θέλει
Να βλέπει αρχιστράτηγους να σέρνουνε κανόνια.
Σε λίγο να ο Νικηταράς που ήρθε να βοηθήσει.
Κι από κοντά λαχανιαστός ένας στρατιώτης φτάνει
Και λέει πως στης Δόμπραινας τ’ αμπέλια έχουν οι τούρκοι
Περικυκλώσει κάμποσους δικούς μας, κι αν δεν πάει
Κάποιος αμέσως κατά κει, βοήθεια να τους δώσει,
Εκείνοι πάει, χάνονται. Αφήνει το κανόνι
Και τρέχει ο Γιώργης κατακεί, παίρνοντας το Φαρμάκη
Κι έναν ακόμα αγωνιστή, να πάει να τους γλιτώσει.
Αλλά καθώς προχώραγε κατά το μέρος κείνο,
Τους βλέπει να γυρίζουνε μέσα στ’ ανεμοβρόχι
Έχοντας τελευταία στιγμή ξεφύγει την παγάνα.
Αποφασίζει τότε πια να πάει στο Κακόσι.
Κι έτσι καθώς περπάταγε, βρεγμένος, λασπωμένος,
Κοιτάει, βλέπει δίπλα του το Δήμο τον Αινιάνα,
Που εδώ και λίγον ήτανε καιρό Γραμματικός του.
Κι όπως αντάμα περπατούν, γυρίζει και του λέει:
"Τα βλέπεις τι τραβάμε ωρέ! Μα ποιος μας το γνωρίζει;"
"Τα πάθη αν τώρα κρύβουνε όσους αγώνες κάνεις
Κι όσες πολλές εκδούλευσες προσφέρεις στην Πατρίδα,
Θα έρθει κάποτε καιρός όπου του καθενός μας
θα γνωριστεί η αξία του, κι ανάλογα ετότες
Και δίκιος θα ’ναι ο έπαινος και δίκια η αμοιβή του".
"Γράφε καν, γράφε και αυτή, ας ειν’ η αμοιβή μου".
ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΔΩΝ
29 Οχτώβρη 1826
Από τον Ρούκη μήνυμα έρχεται. Είναι λέει
Ετοιμος τα καπάκια του ευθύς να τα χαλάσει,
Αλλά ζητάει δύναμη να του ’στελνε ο Γιώργης
Ώστε οι δικοί του να τους δουν και να θαρρέψουν πάλι.
Ο Γιώργης που δε δίσταζε διόλου να λιγοστεύει
Τ’ ασκέρι του αν για το καλό ήτανε του Αγώνα,
Του στέλνει Νάκο Πανουργιά και Γρίβα Γαρδικιώτη
Και νοματαίους τους έδωσε μαζί τους τετρακόσους.
Την ίδια ώρα έγραψε γράμμα στον Δυοβουνιώτη
Να σπάσει τα καπάκια του κι αυτός με τον Κιουτάγια,
Κι όλοι μαζί τα Σάλωνα να πάνε να μπλοκάρουν.
Και όταν βράδυ αργά αργά μαζεύτηκε στο σπίτι,
Προστάζει Δράκο και Μακρή να παν στη Βιτρινίτσα.
Αλλά δεν ελιγόστεψε τ’ ασκέρι του καθόλου.
Γιατί οι Σουλιώτες που ’σαντε ως τώρα θυμωμένοι,
Αλλάξανε τη γνώμη τους και σήμερα το γιόμα
Φτάσαν και με τ’ ασκέρι μας ενώθηκαν κι εκείνοι.
Μόνον ο Κώστας Μπότσαρης κι ο Κίτσος ο Τζαβέλας
Εμείνανε στα Μέγαρα, καθώς ν’ αναγνωρίσουν
Δε θέλαν πως ο Γιώργης μου είναι ανώτερός τους.
Ως πότε όμως; Κάποτε κι αυτοί θα ’ρθούν κοντά του
Ως τρέχουν τα κλωσσόπουλα ’πο πίσω από την κλώσσα.
30 Οχτώβρη 1826
Ενώ εμείς στη Δόμπραινα παλεύαμε τους τούρκους,
Τα τριγυρνά της τα χωριά φοβούνται τον Κιουτάγια
Και ούτε όπλα παίρνουνε τους τούρκους να βαρέσουν
Ουτ’ έρχονται να ενωθούν στον νταϊφά του Γιώργη.
Για να τους κάνει ο Γιωργής να πάρουν λίγο θάρρος
Στέλνει τον Κοντασόπουλο με τον Γιαννάκη Αντρούτσο,
Τον αδερφό του άτυχου Δυσέα, με διακόσους,
Τα δυο χωριά, Κουτουμουλά και Ζαγαρά να πιάσουν.
Όμως οι Κοτζαμπάσηδες γυρεύοντας να δείξουν
Πως ήρθαν οι χαϊνηδες χωρίς τη θέληση τους,
Μαντάτο στον Μουστάμπεη στέλνουνε, που βρισκόταν
Στη Λεβαδειά, με διαλεχτούς στρατιώτες οχτακόσους.
Κινάει ο Μουστάμπεης, ρίχνεται στους διακόσους,
Και πάει.Τριάντα σκότωσε, τριάντα αιχμαλωτίζει.
Κι ανάμεσά στους ζωντανούς πιασμένους, κι ο Αντρούτσος,
Που έτσι όπως φιλότιμος είναι, είχε μείνει πίσω.
Τριάντα παλληκαρόπουλα θανατωμένα. Σκέψου…
Ακόμα χτες επαίζανε και τρέχαν και γελούσαν.
Κι ανάμεσα τους κι ο Γιωργής απ’ τή Λυκοβρυσούλα.
Εχτές τα λέγαμε μαζί. Και μούλεγε: "αν πεθάνω
θέλω μες στο τετράδιο σου να γράψεις τ’ όνομά μου-
πως πέθανα σαν ήρωας τους τούρκους πολεμώντας".
Του το υποσχέθηκα. Και να, το λόγο μου κρατάω:
Γιώργης απ’ τή Λυκόβρυση-επέθανε σαν ήρως.
Κι όμορφος. Πριν προλάβουνε τα γηρατειά να φτάσουν
Και να του ρυτιδώσουνε το πρόσωπο… τα χέρια…
Και να τον ασχημήνουνε. Κι αλήθεια, μιας κι η ώρα
Εφερε πάνω στο χαρτί ετούτα δω τα λόγια,
Θέλω να πω κάτι πολύ που εντύπωση μου κάνει.
Οσοι λεβέντες χάνονται στον πόλεμο απάνου,
Τον πόνο τους πως θα χαθούν, μικρότερο τον κάνει
Η σκέψη τους πως θα χαθούν νέοι ακόμα όντας,
Γιατί ’κει πέρα που θα παν, πέρα, στον άλλο κόσμο
θα είναι νέοι όπως εδώ, και πως εκεί θα βρούνε
Οσα δε χάρηκαν εδώ, στον κόσμο το δικό μας.
Θυμάμαι τον Πατόπουλο που εχάθη στο Χαϊδάρι.
Επέθανε στα χέρια μου καθώς τον περποιόμουν
Μαζί με άλλους που ’χανε λάβει πληγές στη μάχη.
Ηταν στα τελευταία του. Και με τα δυο κρατούσα
Χέρια μου το κεφάλι του που βάραινε ολοένα.
Εξαφνα με το μάτι του μου έγνεψε να σκύψω,
Γιατ’ έχει κάτι να μου ειπεί. Βάζω τ’ αυτί στο στόμα
Και με φωνή ψιθυριστή που μόλις ακουγόταν
«Ζαφείρη είμαι όμορφος;» " Κιόλας πολύ", του λέω.
"Πες μου", ξανά το στόμα του το άψυχο ανοίγει,
"Κορίτσα εκεί υπάρχουνε ; " "Υπάρχουνε" του κάνω.
"Και πώς το ξέρεις " "Ετσι λεν οι γέροι κι οι σοφοί μας»
"Κι αυτοί πώς ξέρουν;» "Ξέρουνε." Μια πίκρα εζωγραφίστη
Στα χείλη του τ’αναιμικά: "Ζαφείρη, φίλησέ με!..".
Εσκυψα και τον φίλησα. Αν κάπου θεός υπάρχει
Και κρίνει των ανθρώπωνε τις πράξεις καθώς λένε,
Οταν αυτό το φίλημα βάλει στη ζυγαριά μου
Βαρύτερα απ’ τα κρίματα όλα μου θα ζυγίζει.
Και όσοι λεν πως ευτυχιά στον κόσμο δεν υπάρχει
Μην τους πιστέψετε ποτέ. Εγώ εκεί την είδα
Στου νιου να ζωγραφίζεται Πατόπουλου την όψη
Οταν το πρώτο κι ύστερο φιλί γυναικείο επήρε.
2 Νοέμβρη 1826
Δυο Ελληνες που ήρθανε από του Κουτσουμούλα
Μας είπαν πως σαν έπιασαν οι Τούρκοι τον Αντρούτσο,
Την ίδια κείνη τη βραδιά τον βαλαν στα τσιγκέλια.
Αξέχαστα, ηρωικά Αντρουτσέικα αδέρφια!
Αναπαυτείτε τώρα πια στης δόξας σας τις δάφνες
Και, μη γνιαζόσαστε γι αυτό που αφήσατε δω πέρα-
Ο,τι αφήσατε μισό, εμείς το προχωράμε.
ΤΟ ΒΡΑΚΙ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ
Σήμερα ο Μουστάμπεης χτύπησε τη Δομπραίνα-
Τα πρώτα πρωτα σπίτια της που ’ναι ταμπουρωμένα.
Με πείσμα κι απ’ τις δυο μεριές άναψε το ντουφέκι
Αλλά κρατεί ο Νικηταράς σαν άξιο παλληκάρι.
Τ’ απόγεμα φανήκανε να ’ρχόνται άλλοι χίλιοι
Καβαλαραίοι και πεζοί , που ’στελνε ο Κιουτάγιας.
Πέφτουν κι αυτοί στη Δόμπραινα. Οι Ελληνες δε λυγάνε
Αλλά δεν ξέρει και κανείς ως πότε θα βαστάξουν
Σε τόσο μπούγιο του εχθρού κι εκείνοι τόσοι λίγοι.
Για σιγουριά στέλνει ο Γιωργής έναν μαντατοφόρο
Να πάει στο Μπούσγο να του πει, που ’τανε στο Κακόσι,
Να ’ρθεί βοηθός στη Δόμπραινα. Μα ο μαντατοφόρος
Φοβήθηκε γιατί τη γης απ’ όπου θα περνούσε
Τήνε πλαγιοχτυπάγανε οι τούρκοι του Κιουτάγια.
Και έμεινε το μήνυμα. Σαν έπεσε το βράδυ,
Προστάζει ο Γιώργης ο στρατός να πάει στο Κακόσι.
Σαν έφτασε κι αυτός εκεί, βλέπει το Βάσο Μπούσγο,
Που θάρρειε πως δείλιασε να πάει να πολεμήσει-
Μη ξέροντας το μήνυμα ότι δεν είχε φτάσει.
"Φέρτε μου το βρακί ωρέ", λέει ,"της Κατερίνας".
Της Κατερίνας το βρακί ένα παλιόβρακο είναι,
Που ποιος τον ξέρει από πού το έχει βρει ο Γιώργης,
Και το φοράει σ’ οποιανούς δειλιάζουνε στη μάχη.
"Για ποιόν το θέλεις αρχηγέ;" τόνε ρωτάει ο Μπούσγος.
"Για σε κιοτή. Σε φώναξα στον πόλεμο να τρέξεις
Κι εσύ χαζεύεις εδωπά". Θεριό γίνεται ο Μπούσγος.
Τραβάει τη μπιστόλα του, κάνει ένα βήμα πίσω,
Του φούντωσε το πρόσωπο-έτοιμος να τραβήξει:
Πότε ωρέ με φώναξες και πότε ’γω δεν ήρθα;"
Σαν έμαθε τι έγινε, πικράθηκε ο Γιώργης
Που άδικα επρόσβαλε φιλότιμο έναν άντρα:
Σε κατηγόρησα άδικα. Συμπάθα με ωρέ Μπούσγο"
Τα χέρια του άπλωσε, του λέει «έλα να φιληθούμε."
’Γκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν, όσο που δάκρυα τρέχαν
Από των δυο αντρειωμένωνε τα μάτια που κοντέψαν
Για κάποιου άλλου φταίξιμο ν’ αλληλοσκοτωθούνε.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΣΟΥΛΤΑΝΗ
11 Νοέμβρη 1826
Ο Γιώργης έλεγε πως αν είχε καβαλαρία,
Θα έδιωχνε τον Κιουταχή χωρίς μεγάλο κόπο.
Κι όπως δεν ήταν μπορετό να φκιάσει μια ο ίδιος
Καβαλαρία εζήτησε απ’ τον Κολοκοτρώνη.
Του ’γραψε ένα τον Αύγουστο γράμμα και του ζητούσε, θυμίζοντας του όσα οι δυο πριν είχαν συμφωνήσει,
Να στείλει καβαλάρηδες όσους κι αν εδυνόταν
Και πως με κάτι άλογα πούχε κι αυτός, θα φτιάξει
Καβαλαρία που να μπορεί να έμπει στον αγώνα
Και να χτυπήσει με καρδιά τους τούρκους τους ντελήδες".
Και να το γράμμα, που η Μαριώ δοσμένο δε μας το ’χει.
«Γενναιότατε αδελφέ Κολοκοτρώνη
...Ανάγκη πάσα να με προφθάσεις την άτακτον καβαλαρίαν όπου έχετε αυτού, εδώ είναι και η τακτική, κατορθώνομεν και μερικούς ακόμη από άλογα γερά και πινιτζίδες όπου είναι εις το στρατόπεδον, και γίνεται εν σώμα από τριακοσίους και επέκεινα, τόσοι φθάνουν για να κυνηγήσουν τον εχθρόν' και μέσα εις την Πελοπόννησον γνωρίζω, ότι χρησιμεύει η καβαλαρία, πολύ περισσότερον όμως θέλει ωφελήσει αν έλθει εδώ και ενωθεί με την τακτικήν, και τότε αφού δώσωμεν του διαβόλου τον Κιουταχή, ερχόμεθα συσσωματωμένοι και πέφτομεν εις τον Ιμπραϊμην. Στρατηγέ και αδελφέ: ημείς ενώθημεν και η ένωσίς μας θέ να είναι παντοτινή. Πρέπει όμως να δείξωμεν εις τους Ελληνας και εις τους ξένους ότι ο σκοπός της ενώσεως μας είναι το κοινον της Πατρίδος όφελος' βοήθησε με η γενναιότης σου εις αυτήν την εκστρατείαν της Ρούμελης δια να χάσωμεν τον Κιουταχή, και ακολούθως σε βοηθώ και εγώ με την ζωήν μου και χάνεται ο Ιμπραϊμης' αυτή η αμοιβαία βοήθεια είναι ο μόνος δεσμός της φιλίας μας, δεσμός όπου θα ξιππάσει όλους τους ιδιοτελείς και όπου θα σώσει την Πατρίδα...»
"Ο Γέρος που εγνώριζε πως ο Καραϊσκάκης
Για να ζητάει κάτι τι θα πει πως το ’χει ανάγκη
Και ξέροντας πόσο βαρύ έχει αναλάβει έργο
Και πως από την έκβαση κρίνεται αυτού του έργου
Όχι της Ρούμελης αλλά και του Μωρηά η τύχη,
Του ’στειλε καβαλάρηδες με το Χατζημιχάλη.
Αρχές Νοέμβρη ήταν αυτοί στα Μέγαρα φερμένοι.
Όταν ο Γιώργης το ’μαθε, λέει στο Χατζημιχάλη
Να τόνε βρει στη Δόμπραινα. Εκείνος ξεκινάει
Και σήμερα πρωί πρωί έρχεται και μας βρίσκει.
Καμαρωτός και πέρφανος τότε κινάει ο Γιώργης
Και κάνει μία ξαφνική εμφάνιση στον κάμπο,
Τους τουρκαλάδες θέλοντας να βγάλει απ’ τή φωλιά τους.
Γιά να το κάνει, ψεύτικη διατάζει ρετιράδα
Της πεζουριάς του. Ομως πολλοί, δεν είχαν καλακούσει,
Κι αληθινή την ψεύτικη νομίζουν ρετιράδα
Κι από τη μάχη φεύγουνε. Ο Γιάννης ο Σουλτάνης,
Τους βλέπει, και μη ξέροντας τι γίνηκε, αρπάζει
Το πρώτο σαμαριάτικο άλογο που ’βρε μπρος του,
Το καβαλάει, και τρέχοντας πάει να πολεμήσει.
Τόνε ξεμοναχιάζουνε οι Τούρκοι.Τον κυκλώνουν.
Του λένε να παραδοθεί μα ο Γιάννης ο Σουλτάνης,
Ηρωας του Μεσολογγιού, τ’ άρματα δεν τα ρίχνει.
Η πάλη του ήταν άνιση. Πληγές τέσσερες κιόλας
θανατερές κι οι τέσσερες, στολίζουν το κορμί του.
Βλέπει ο Γιωργής να χάνεται ένας τέτοιος Καπετάνιος
Πέντ’ έξη καβαλάρηδες παίρνει που βρίσκει εμπρός του
και όλοι καταπάνω ορμάν σε πολλαπλάσιους τούρκους.
Δύο ντελήδες σκότωσαν. Τους βλέπουνε οι άλλοι
Και βλέποντας και την ορμή των έξη νιοφερμένων
Σκορπάνε.Τρέχει ο Γιωργής στ’ άλογο του Γιαννάκη,
Παν να τον κατεβασουνε, αλλά προτού προλάβουν
Ξεψύχησε ο ήρωας καβάλα όντας ακόμα.
Τον έκλαψε από καρδιάς ολάκερο τ’ ασκέρι.
ΜΟΥΣΤΑΜΠΕΗΣ
12 Νοέμβρη 1826
Σ’ ένα του γράμμα που ’γραφε στους Ψαριανούς ο Γιώργης
Τους γράφει ότι χάθηκε ο Γιαννάκης ο Σουλτάνης.
Κι αφού όλα τους τα ιστόρησε, τελειώνει με τα λόγια:
"και άμποτε ό,τι έκανε να μιμηθούνε κι όσοι
Ελληνες είναι αισθαντικοί". "Γιατί", του λέω, "Γιώργη
Να πρέπει να πεθάνουνε οι αισθαντικοί πατριώτες;
Να ζήσουνε. Να ζήσουνε τη Λεφτεριά να δούνε".
"Ωρη Μαριώ, καιρός ζωής δεν ειν’ αυτός που ζούμε.
Αυτός θανάτου είναι καιρός. Θέλει κορμιά πεσμένα
Για να πατήσει απάνου τους η Λεφτεριά να πάει.
Θα ζήσουν όσοι κάποτε αυτήνε την Πατρίδα
Που χτίζουμε με θάνατο, εκείνοι τη γκρεμίσουν.
Κι ύστερα πάλι θάρθουνε οι χτίστες… κι έτσι πάντα.
Αυτή Μαριώ ειν’ η ζωή. Αυτός ειν’ ο αγώνας.
Και όλα είναι όμορφα κι ωραία ταιριασμένα-
Αλλιώς και τι θα κάναμε Μαριώ χωρίς Πατρίδες;"
13 Νοέμβρη 1826
Προχτές τη νίλα εμάθαμε που έπαθε ο Κωλέττης.
Τον έστειλε η Κυβέρνηση τους τούρκους να χτυπήσει
Στην Αταλάντη, δηλαδή στο μέρος που οι τούρκοι
συνάζουν τους που έρχονται απ’ τήν Τουρκιά ζαιρέδες.
Λίγους περίμενε να βρει μπροστά του ο Κωλέττης.
Ετρεξε ο Μουστάμπεης σε βοήθειά τους όμως
Από τα μέρη φεύγοντας της Δόμπραινας οπου ’χε
Σκοτώσει τον κακότυχο Γιαννάκη το Σουλτάνη,
Κι οι Ελληνες επάθανε ζημιά πολύ μεγάλη.
Και τώρα ο Μουστάμπεης, λεύτερος, λέει ο Γιώργης
Θα ξεκινήσει από κει και θα ’ρθει να χτυπήσει
Κι εμάς, κι αυτούς τα Σάλωνα που ’χουνε περιζώσει,
Και ύστερα στο Διστομο το Γρίβα Γαρδικιώτη:
"Ακου Μαριώ. Ο Μουσταής τσάκισε τον Κωλέττη.
Τώρα ποια ειν’ η κίνηση όπου μετά θα κάνει;
Θα ’ρθει ενάντια μας. Εμέ, του Πανουργιά, του Γρίβα.
Κι έχει μαζί του αλβανούς που πολεμάν-δεν παίζουν.
Και θα ’ρθει ενάντια μας γιατί θέλει να ξαλαφρώσει
Τον Κιουταχή που έχουμε οι τρεις μας στριμωγμένον,
Κι εκείνος να ’ναι ήσυχος να φάει την Αθήνα.
Κι ένα ο Μουστάμπεης απ’ τά δυο θα έχει να διαλέξει:
Να πάει ή στα Σάλωνα το κλείσιμο να σπάσει,
Η να ’ρθει καταπάνου μου. Το πρώτο αν διαλέξει
Ο δρόμος του απ’ τή Ράχοβα περνάει. Κι άμα πάλι
Τραβήξει καταπάνου μου, πρέπει να πάρει πρώτα
Το Δίστομο, να μη από δυό μεριές τόνε χτυπάνε.
Το Δίστομο κι η Ράχωβα λοιπόν είναι στο νου μου.
Κατάλαβες τώρα Μαριώ;" "Ναι Γιώργη μου" του κάνω.
Στα Σάλωνα βρισκότανε ο Πανουργιάς, ο Ρούκης,
Κι ο Δυοβουνιώτης. Σα λοιπόν την είδηση επήρε
Ο Γιώργης, πως ενίκησαν οι τούρκοι τον Κωλέττη,
Εσκέφτηκε πως έπρεπε όλοι να μαζευτούνε
Σε μια μεριά οι Ελληνες, κι όχι να μένουν χώρια,
Ωστε να δυναμώσουνε. "Αύριο Μαργιώ" μου λέει
"Αφήνουμε τη Δόμπραινα και πάμε για τα Χώστια".
"Αφήνουμε τη Δόμπραινα στα χέρια των τουρκώνε;"
"Δεν κρέμεται απ’ τη Δόμπραινα μωρή Μαριώ η Ελλάδα. Κατοσταριές οι Δόμπραινες αλλού μας περιμένουν.
Αλλά εδώ αν μεινουμε, θα βρούμε το μπελιά μας,
Χωρίς και κέρδος μένοντας να ’χουμε. Τι να γίνει.
Αφού ο Κωλέττης ήθελε το στρατηγό να παίξει,
Καλά τα έπαθε. Αλλά, εγώ δεν είμαι μπούφος
Οπως αυτός. Γι αυτό λοιπόν εδώ δε θα καθήσω-
-παιχνίδι εγώ στου Μουσταή τα χέρια δε θα γίνω.
Ακούς εκεί να δώσουνε ασκέρι στον Κωλέττη…
Ο άνθρωπος είναι γιατρός-τί ξέρει από τούτα;
Μα το κακό έχει γίνει πια. Και αύριο κινάμε".
ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ
15 Νοεμβρίου
Χώστια. Ένα όμορφο χωριό, κουκλίστικα χτισμένο
Στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Ελικώνα.
Εδώ είχανε στρατόπεδο χτισμένο οι Σουλιώτες.
Πιο πέρα ειν’ ένα χωριό. Το λένε Στεβενίκο,
Που οι έλληνες που μένανε σ’ αυτό, ούτε ν’ ακούσουν
Ηθέλανε πως θα ’πιαναν έλληνες το χωριό τους.
Τόσο, ή είχαν φοβηθεί τους τούρκους, ή τους είχαν
Μετά από τόσων αιώνωνε σκλαβιά συνηθισμένους.
Τους Κλέφτες που είχανε βρεθεί εκεί πριν τρεις ημέρες
Για να τους κάνουνε να ’ρθούν με το δικό μας μέρος,
Τους διώξανε και να μην παν πάλι εκεί τους είπαν.
Λοιπόν σ’ εκείνο το χωριό, πρωί έστειλ’ ο Γιώργης
Μπουλούκια για ν’αρπάξουνε τα γιδοπρόβατά τους,
Εχθροί σα νάτανε, αφού εχθρούς μας θεωρούσαν.
Σαν οι Σουλιώτες το ’μαθαν, γκρινιάξαν, γιατί , λέει ,
Επρεπε να τους ρώταγε κι εκείνους πριν το κάνει.
Δεν έπρεπε μονάχος του να παίρνει αποφάσεις
(Χαράστη την απόφαση. Μα γύρευαν μπελάδες).
Λόγο το λόγο άρχισαν να ξαναλένε πάλι
Πως θέλουνε δικόνε τους να ’χουνε Καπετάνιο.
Του Γιώργη οι άντρες τ’ άκουσαν και γίνονται θηρία.
"Αυτόνε διόρισε ωρέ η Κυβέρνηση, κι αυτόνε
Παραδεχόμαστε κι εμείς". Τα νεύρα τεντωθήκαν.
Ο Γιώργης βλέποντας κακό πως έρχεται μεγάλο
Πέφτει στη μέση του καυγά. "Ακούστε ωρέ" τους λέει
Βγάλτε όποιον θέτε αρχηγό που εξουσία να ’χει
Απάνου σας. Με μένανε όμως θα συζητάει
Για όλα τ’ άλλα ". Δέχονται . "Να πάμε κάπου χώρια"
Του λένε "να διαλέξουμε". "Χάιστε, μα μην αργείτε.
Μας πηρε απόγεμα κι εμείς χαζολογάμε ακόμα".
Ομως δεν εμπορέσανε κάποια να βγάλουν άκρη
Και του μηνάνε του Γιωργή πως θα σκεφτούνε πάλι
Μετά από μέρες, όταν βρουν χρόνο και ησυχία.
Θυμώνει ο Γιώργης που ’θελαν να τον καθυστερήσουν
Και πάει για το λημέρι τους μ’ όλους τους Καπετάνιους:
"Αφού έτσι δεν το θέλουνε, τότε αλλιώς θα γίνει-
Με το μαχαίρι η διαφορά ετούτη θα τελειώσει!"
Πάνε στο χωριατόσπιτο που ’μενε ο Λάμπρος Βέικος,
και που την ώρα κείνη κει ήτανε συναγμένα
Τα που κουμάντο κάνανε Σουλιώτικα κεφάλια:
"Τ’ είν’ τούτα τα κινήματα που κάνετε;» τους κάνει.
«Με τέτοια θ’ αναστήσουμε θαρρείτε την πατρίδα;
Αφού δε θέτε αρχηγό να βγάλτε, γιατί τότε
Με επιμονή τόσο πολλήν φωνάζατε πριν λίγο;
Και αν δεν έρχονταν εκεί οι δικοί μου οι Καπετάνιοι
Δε θα ’χατε έρθει μετ’ αυτούς πριν λίγο στα μαχαίρια;
Κι αυτό δε θα ’ταν συφορά για Ρούμελη κι Ελλάδα;
Και μ’ όλα αυτά τί πρέπει εγώ να βάλω στο μυαλό μου
Παρά πως να χαλάσετε ζητάτε το σεφέρι;"
Αμίλητοι σταθήκανε για λίγο οι Σουλιώτες.
Μαλακωμένα ύστερα μ’ άλλη φωνή μιλήσαν.
Πρώτη φορά μου έβλεπα Σουλιώτες Καπετάνιους
Να κατεβάζουν κεφαλή και μάτια μπρος σε κάποιον,
Και να μιλάνε βέβαια όχι με φόβο πάλι,
Αλλά με πίκρα που ’σταζε από μάτια κι από χείλια:
"Ξέρεις το τι τραβήξαμε καλά Καραϊσκάκη.
Πώς μας πόλέμησε ο Αλής χωρίς να μας χαλάσει.
Πόσους λεβέντες χάσαμε. Ξέρεις τι παλληκάρια
Που η γενιά μας έβγαλε. Αλλά γιατί όλα τούτα;
Γιατί αυτός ο πόλεμος κι αυτός ο χαλασμός μας;
Για ποιόν το αίμα χύνουμε, αφού γλυκειά Πατρίδα
Και πάλι να χαρούμε εμείς ελπίδα δεν υπάρχει;
Σείς έχετε τον τόπο σας. Για κείνον πολεμάτε.
Όμως τον τόπο μας εμείς δε θα τον ξαναδούμε".
Τα λόγια τους αγγίξανε όλους τους Καπετάνιους.
"Μια είναι η Πατρίδα ωρέ!" ο Γιώργης μου τους κάνει
"Γι αυτή παλεύουμε όλοι μας. Κι όταν ζωή θα πάρει
Κανένα δε θαφήσει αυτή να βγει αδικημένος.
Λοιπόν ό,τι εγίνηκε ας τα ξεχάσουμε όλα
Κι ας πολεμάμε τον εχθρό σαν πρώτα-σαν αδέρφια".
Ετσι ετέλειωσε ο καυγάς, και τ’ απογεματάκι
Εφύγαμε για του Δομπού το άγιο μοναστήρι.
Με τις ψυχές μας όλοι μας τώρα γαληνεμένες
Μετά από την που είχε πια περάσει τρικυμία,
Απόλαυση μιά ήτανε αυτή η πεζοπορία.
Μέσα στα δέντρα τα πουλιά εγλυκοκελαδούσαν.
Ο ήλιος σιγανόπεφτε, σκορπίζοντας τριγύρω
Τις τελευταίες αχτίδες του. Κι ίσως γιατί ενοιώθαν
Ολοι το ίδιο σαν και με, κανένας δε μιλούσε.
Μόνο γλυκοχαιρόμαστε τον καθαρόν αέρα
Τον μυρωμένο του βουνού, και την που απλωνόταν
Γλυκιά ησυχία γύρω μας, καθώς τα βήματά μας
Πατώντας μες στο μαλακό του δάσου αφράτο χώμα,
Λες και πετούσαμε, ουτ’ αυτά θόρυβο δεν εκάναν.
Στο μοναστήρι φτάσαμε την ίδια εκείνη νύχτα.
Και τότες εκεταλαβα, ότι μπορεί εγώ να ’μουν
Σε τέτια μια εκστατική ευτυχία βυθισμένη,
Αλλά του Γιώργη μου το νου άλλα τόνε παιδεύαν.
Μες στο μυαλό του πέρναγαν σκέψεις πολλές και σχέδια.
Ποια ήτανε η πιο καλή; Και ποιο ν’ ακολουθήσει;
Αυτά τη νύχτα μούλεγε σαν κάτσαμε να φάμε.
Κι ας ήξερε κι ο ίδιος πως, απόφαση να πάρει
Την ίδια νύχτα ετούτη δω, ούτε ήτανε ανάγκη
Ούτε γινόταν. Μα να μη σκέφτεται δεν μπορούσε.
Κλείσανε τα ματάκια του και πήρε λίγον ύπνο,
Μόνο σαν τον ησύχασε η σκέψη πως εκείνο
Που ’πρεπε πρώτα να γενεί, ήταν να ενωθούνε
Με κείνους που στα Σάλωνα εβρίσκονταν απόξω,
Κι ύστερα η απόφαση θα ’ρχόνταν μοναχή της.
16 Νοέμβρη 1826
Φύγαμε για το Δίστομο. Στα Χώστια άφησ’ ο Γιώργης
Κατοσταριά πολεμιστές για να φυλάν το μέρος.
Κι έβγαλε και τους πλήρωσε από λεφτά δικά του,
Για να ’χουν να ταγίζονται, και να μην πα’ να κλέβουν.
Το ίδιο βράδυ φτάσαμε στον Αη-Λουκά, στο Στείρι.
Σ’ ένα κελλί του εβάλαμε στις πλάκες ένα στρώμα
Κι εκείνο το κονάκι μας εγίνηκε γι απόψε.
Κάθησε χάμου ο Γιωργής. Μπροστά του είχε απλωμένο
Ενα χαρτί που πάνω του ήταν ζωγραφισμένη
Η Ρούμελη με τα βουνά και με τις λαγκαδιές της.
Τον ρώτησα πού είμαστε. Μου ’δειξε μια κουκίδα.
Τον ρώτησα πού ήμαστε χτες βράδυ. Μου ’πε πάλι.
Μικρότερο απ’ το νύχι μου του χάρτη ένα κομμάτι-
και πόσο δρόμο κάναμε ώσπου να το διαβούμε…
Και πόσα τέτοια τάχατες θα κάνουμε ταξίδια
Ώσπου τη δόλια Ρούμελη ολόκληρη να δούμε…
Και κάθε βήμα κίνδυνος, κάθε χωριό και τούρκος.
Και πώς θ’ αντέξει το κορμί αυτό το χτικιασμένο
’Πο τόσους δρόμους δύσκολους κι άγριους να περάσει;
Που ’ν’ οι μεγάλες μάγισσες με τα πολλά τα μάγια
Και που ’ναι το ραβδάκι τους, ν’ αγγίξουν μια το Γιώργη
Και μια μετά εμένανε, κι η αλλαγή η μεγάλη
Να γίνει κι η σωτήρια-να πάρει αυτός τη γεια μου
Κι εμέ μέσα στα σπλάχνα μου να έμπει το χτικιό του;
Τότε μονάχος την τουρκιά όληνε θ’ αφανίσει
Ετσι, με μία κίνηση του ρωμαλέου χεριού του.
Και γω μες απ’ τή θέρμη μου και το τρεμουλητό μου
Θα τον θωρώ με θαμασμό και περηφάνεια θα ’χω
Για δύο λόγους: γιατι αυτός νίκησε που αγαπάω,
Και γιατί εγώ τη δύναμη του ’δωσα να νικήσει.
Μα της Ελλάδας ο θεός που άρχισε όλα τούτα
Δε θα τ’ αφήσει στο χαμό, άκαρπα να τελειώσουν.
Τόσοι αγώνες και καημοί, τόσο αίμα, τόσοι πόνοι,
Αβάσταγα τόσα κακά και τόση δυστυχία
Σε κάποιο θα ’βγουνε καλό. Κάποια γλυκιά Πατρίδα
Μες από τόσα αίματα, θα βγει, όπως λεν πως βγήκε
Από της Κύπρος το γιαλό μέσα η Αφροδίτη…
Κάποια Αθηνά απ’ την κεφαλή θα βγει όχι του Δία,
Αλλ’ από κάποιου Ελληνα ήρωα την αξιοσύνη.
Κι όσο περνάει ο καιρός, τόσο μου μοιάζει θε μου
Ότι ο ήρωας αυτός ο Γιώργης μου θε να ’ναι.
Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ
18 Νοέμβρη 1826
Στήσαμε ορδί στο Δίστομο. Πάλι άρρωστος ο Γιώργης.
Κονέψαμε σένα μικρό μισόγκρεμο σπιτάκι.
Εκουβεντιάζαμε μαζί μ’ άλλους Καπεταναίους
Προσμένοντας να γίνουνε τ’ αρνιά που στην αυλή του
Τα παλληκάρια εσούβλιζαν. Ήμαστε εγώ, ο Γιώργης,
Κουλουριασμένος στη γωνιά μέσα σε μια κουβέρτα,
Ο Κώστας Βάγιας, ο Δαγκλής, ο Γαρδικιώτης Γρίβας,
Ο Πανομάρας, ο Μακρής, κι ακόμα δυο τρεις άλλοι.
Ο,τι είχε γίνει το φαΐ και φέρναμε να φάμε,
Πάνω στην ώρα έρχεται μέσα ένα παλληκάρι.
"Καπτάνιε, ένας καλόγερος μας ήρθε μες στη νύχτα
Κι είναι ανάγκη να σε δει», λέει, «αμέσως κιόλας".
"Φέρτονε μέσα το λοιπό’". Το λόγο πριν τελειώσει
Εμπήκε ο καλόγερος. Νιός γύρω στα τριάντα,
Έχοντας με το ράσο του ως και τ ’ αυτιά κρυμμένα
Και με ζωντάνια στη φωνή άρχισε να μιλάει:
"Είμαι ανηψός του ’γούμενου απ’ τή Μονή της Δαύλειας.
Εχω ένα μέγα μυστικό για να σου φανερώσω,
Που άλλος από σένανε δεν πρέπει να τ’ ακούσει."
"Αντέστε όλοι έξω εσείς. Και σύ κάτσε κοντά μου
Να φάμε αφού έφτασες στου φαγητού την ώρα."
Βγήκανε όλοι. Έμεινα εγώ κι ο Γιώργης μόνο,
Μα ο καλόγερος ορθός εστέκονταν ακόμα.
Στα μάτια ο Γιώργης τον κοιτά και δυνατά του λέει:
"Λέγε ωρέ!" και τον τραβά και κάθεται. Κατόπι,
Σοβάρεψε απότομα κι αντίς να λιανοτρέμει
Απ’ την αρρώστια που διπλά τον τράνταζεν απόψε,
Με σταθερό ένα τίναγμα σηκώθηκε απάνου,
Σκαμνί επήρε, το ’βαλε απέναντι στον ξένο
Και κάθισε, ανάμεσα στα χείλη βλέποντας τον.
Σώπαινε εκείνος. Γύρισε και μου ’ριξε ένα βλέμμα
Να δείξει έτσι θέλοντας ότι εμποδιζόταν
Αφού εγώ ήμουν μπροστά στο Γιώργη να μιλήσει.
"Μίλα ελεύτερα ωρέ. Αυτός ειν’ ο Ζαφείρης-
Το παλληκάρι μου το πιο απ’ όλα μπιστεμένο."
Μον’ τότε του καλόγερου ελύθηκε η γλώσσα:
"Μ’ εστέιλε ο ηγούμενος για να σου πω Καπτάνιε
Οτι στο μοναστήρι μας εκόνεψε απόψε
Του Κιουταχή ο κεχαγιάς κι ο Μουσταμπέης ο ίδιος
Με ασκέρι διόμισυ ως τρεις χιλιάδες μετρημένο.
Αύριο απ’ τή Ράχοβα λογιάζουν να περάσουν
Τραβώντας για τα Σάλωνα, θέλοντας να χτυπήσουν
Τους έλληνες οπού ’κλεισαν τους τούρκους μες στο κάστρο".
"Που τα ’μαθε ο γούμενος αυτά που μου μηνάει!;"
"Κάποιος απ’ τούς κολλήγους μας τ’ άκουσε Καπετάνιε,
Που ξέρει Αρβανίτικα. Μίλαγε ο Μουσταμπέης
Κι εξήγαγε το σχέδιο του στους μπέηδες τους άλλους.
Και το ’πε στον ηγούμενο. Κι αυτός έστειλε εμένα
Να σου το πω Καπτάνιε μου, να πας να τους προλάβεις".
"Και ποιό είναι το σχέδιο τους;'" "Αύριο πεντακόσοι
Φεύγουνε αξημέρωτα και Παρνασσό τραβώντας
Πηγαίνουνε στη Ράχοβα.Το υπόλοιπο τ’ ασκέρι
θα πάει από το Ζεμενό. Κι αν θα σας βρουν μπροστά τους
θα τρέξουν απ’ τή Ράχοβα βοήθεια οι δικοί τους
Πισώπλατα χτυπώντας σας. Αυτό το σχέδιο έχουν".
"Ξέρουν εδώ πως είμαστε;" "Οχι. Εχουν τη γνώμη
Πως είσαστε στη Δόμπραινα. Το ’γουμενο ρωτήσαν
Να μάθουνε πού είσαστε, κι αυτός αν και το ξέρει
Πως είστε εδώ, στη Δόμπραινα πως είσαστε τους είπε".
"Τράβα ξανά στον ’γουμενο με δίχως χασομέρι
Και πες του ότι του χρωστώ γι αυτά μεγάλη χάρη.
Και να προσεύχεται για μας πές του, που πολεμάμε
Κακόπαθοι και δύστυχοι για πίστη και Πατρίδα."
Σαν έφυγε ο καλόγερος γυρνά σε μένα ο Γιώργης:
"Το ίδιο θάκανα κι εγώ Μουστάμπεης αν ήμουν.
Εχει μυαλό ο Μουστάμπεης.Τη Ράχοβα όποιος έχει,
Σαν τον αητό απ’ τή φωλιά μπορεί παντού να βλέπει
Και να χτυπά ό,που χρειαστεί και πάλι να φωλιάζει.
Ετσι γερά τις ορεινές ελέγχοντας διαβάσεις,
Δικιά του όλη η περιοχή. Πήγαινε να φωνάξεις
Βάγια, Γιωργή Χατζηπετρή και Γρίβα Γαρδικιώτη.
Και να ’ρθει κι ο Γραμματικός." Έκανα όπως μούπε.
Σαν ήρθαν οι οπλαρχηγοί, κι αφού όσα είχε μάθει
Τους είπε απ’ τον καλόγερο, τους λέει το σχέδιό του
Και δίχως άργητα τις νέες τους δίνει διαταγές του:
"Βάγια και Γαρδικιώτη! Εσεις φεύγετε αμέσως τώρα
Και πάτε για τη Ράχοβα με πεντακόσους άντρες.
Να πιάστε σπίτια κι εκκλησιά και να ταμπουρωθείτε.
Και μην αφήστε τούρκικο ρουθούνι να πλησιάσει.
Εσύ κινάς Χατζηπετρή, λίγο προτού να φέξει.
Ανάμεσα σε Ράχοβα και Δίστομο διαβαίνεις
Και θα βρεθείς πισώπλατα στους τούρκους, να βοηθήσεις
από τη θέση σου αυτή Βάγια και Γαρδικιώτη.
Τραβάτε. Τ’ αποδέλοιπα είναι δουλειά δικιά μου."
Μετά φώναξε κι ήρθανε οι άλλοι Καπεταναίοι.
Τους πρόσταξε τ’ ασκέρι τους ψωμί να φκιάσει τώρα,
Γιατί αύριο κινάν πρωί κι έτοιμοι πρέπει να ’ναι.
Το ίδιο και στον νταϊφά μήνυσε τον δικό του.
Στο μεταξύ κατάφτασε και ο Γραμματικός του.
Το καλαμάρι του έβγαλε, κάθησε σταυροπόδι,
Στο γόνατό του το χαρτί ακούμπησε, κι ο Γιώργης
Του υπαγόρεψε γραφές για τους Καπεταναίους
Που βρίσκονταν στα Σάλωνα και στα χωριά τα γύρω.
Τους έλεγε ν’ αφήσουνε το κάθε τι στη μέση
Και να ’ρθουνε στη Ράχοβα όσο γρήγορα μπορούσαν.
Υπόγραψε τα γράμματα, κι οσότου ο Αινιάνας,
Με κόκκινο τα σφράγιζε λυωμένο βουλοκέρι.
Γοργά ο Γιώργης πρόσταξε να πάνε να του βρούνε
Νιους Διστομίτες που καλά να ξέρουνε τον τόπο.
Σ’ αυτούς δίνει τα γράμματα για τους Καπεταναίους.
Κι ως δεν τους εμπιστεύονταν, γιατί δεν είχαν φύγει
Όταν οι τούρκοι κάνανε κονάκι το χωριό τους,
Εδωσε στον καθένα τους κι από ’να παλληκάρι
Μαζί να παν τα γράμματα για τους Καπεταναίους.
Σ’ όποιον το πάει γρήγορα γερό μποξίσι τάζει,
Και με μεγάλους παιδεμούς εκείνον φοβερίζει
Που ό,τι του παράγγειλε θ’ αργούσε να το κάνει.
Ωσπου να γίνουν ολ’ αυτά, πάει η μισή η νύχτα.
Υστερα εκεί όπου κάθονταν ξαπλώνει ο Καπετάνιος
Ετράβηξε απάνου του την κάπα, κι έμεινε έτσι
Σαν το λαγό κοιμάμενος, ίσαμε ώρες δύο.
Επειτα εσηκώθηκε-κόντευε να φωτίσει-
Εβγήκε, και στον ουρανό εγύρισε τα μάτια.
Ευχαριστήθηκε πολύ μ’ αυτό που είδε: η μέρα
Που ό,που να ’ταν πρόβαλε, θα ’ταν λαμπρή μια μέρα.
Πρόστάξε να ξυπνήσουνε τ’ ασκέρι και σε λίγο,
Σχεδόν ακόμα αχάραγα, εμπήκαμε στο δρόμο.
Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΜΑΝΤΡΩΝΕΙ ΤΟΥΣ
ΟΧΤΡΟΥΣ ΣΤΗ ΡΑΧΟΒΑ
19 Νοέμβρη 1826
Οι πεντακόσοι πιάσανε σύμφωνα με το σχέδιο
Τα σπίτια της Αράχωβας κι ανοίξαν πολεμίστρες.
Ύστερα αμέσως φάνηκαν να ’ρχόνται οι πρώτοι τούρκοι.
Σύγκαιρα από το Ζεμενό εφανηκαν κι εκείνοι
Που απ’ τον κάμπο θα ’ρχονταν. Διάταζει ο Γαρδικιώτης
Ντουφέκι να μη ρίξουνε, μα όλοι να λουφάξουν
Ωστε οι τούρκοι ξέγνιαστοι να μπούνε, κι απέ τότε
Να τους βαρέσουνε. Αλλά, οι τούρκοι όταν είδαν
Να μην πηγαίνουν χωρικοί να τους υποδεχτούνε,
Κάπως υποψιάστηκαν. Κι όταν εξεχωρίσαν
Τις πολεμίστρες, για καλά ξέρανε τ’ έχει τρέξει.
Ετσι λοιπόν δε μπήκανε μες στο χωριό αμέσως,
Αλλά περίμεναν να ’ρθούν κι άλλοι. Και όταν ήρθαν,
Αρχισαν με προφύλαξη και γνώση τον αγώνα.
Αναψε ο πόλεμος παντού. Κι ως φτάναν κι άλλοι τούρκοι,
Τόσο οι μπροστινότεροι πιότερο παίρναν θάρρος
Κι όλο και πλησιάζανε στα σπίτια των δικών μας.
Οι Αραχωβίτες, βλέποντας ο πόλεμος ν’ ανάβει,
πήραν ό,τι να σώσουνε μπορούσανε και φύγαν
Και στις σπηλιές του Παρνασσού πήγανε και κλειστήκαν.
Τώρα οι τούρκοι κι οι έλληνες μάχονταν με μανία
Καθώς κι οι δυό τους να τους παν πρόσμεναν ενισχύσεις.
Πρώτο εφάνη να ’ρχεται το τούρκικο τ’ ασκέρι.
Ερχόταν απ’ τό Ζεμενό και είχε γι αρχηγούς του
Μουστάμπεη-Κεχαγιάμπεη, που και οι δυο τους ήταν
Απ’ τα μεγάλα τούρκικα στρατιωτικά κεφάλια.
Σα φτάσαν, πέσανε μ’ ορμή στους έλληνες απάνου.
Σε λίγο φτάνει κι ο νταΐφάς του Χρήστου Χατζηπέτρου.
Μα τόσο της Αρβανιτιάς μεγάλο ήταν το μπούγιο,
Που στάθηκε απόμερα-δε μπόρειε να βοηθήσει.
Και να που στην πιό κρίσιμη την ώρα φτάνει ο Γιώργης
Με οχτακόσα διαλεχτά μαζί του παλληκάρια.
Ερχόταν απ’ τό Ζεμενό, κι απόκοντα είχε πάρει
Τους τούρκους του Μουστάμπεη που ’χανε μείνει πίσω.
Εδώ του Γιώργη φάνηκε η αξιοσύνη όλη
Και το μυαλό του το πλατύ. Δεν του ’κλεισε το δρόμο
Για να μποδίσει τον οχτρό στη Ράχοβα να έμπει,
Μα να διαβεί τον άφησε, κλειώντας το δρόμο πίσω
Ζητώντας στην Αράχοβα μέσα να τον στρουγγιάσει.
Αμα εσίμωσε, στα δυό τ’ ασκέρι του χωρίζει
Και το ’να έστειλε μισό θέση να πάει να πιάσει
Αριστερά από τό χωριό, ενώ αυτός με τ’ άλλο
Εμεινε ’κει που ήτανε σα στο χωριό εμπήκε.
Και ντουφεκίδι αρχίζουνε. Οι τούρκοι όταν βλέπουν
Να τους χτυπάνε από τρεις μεριές, αποφασίζουν
Να πάνε προς τα Σάλωνα. Ηταν το μόνο που ’χαν.
Μα όταν κάνουν κατακεί, βλέπουνε άλλο ασκέρι
Ελληνικό, και κείνονε το δρόμο να τους κλείνει.
Ηταν ο Νακος Πανουργιάς, ο Γιώργης Δυοβουνιώτης,
Κι ο Πανομάρας, τις γραφές που πήρανε του Γιώργη,
Κι ερχόνταν απ’ τά Σάλωνα. Μετα ’π’ αυτό οι Τούρκοι
Από παντού κλεισμένοι πια, τραβιούνται σ’ έναν τόπο,
Πιό πάνω απ’ την Αράχοβα, που είχανε οι ντόπιοι
Ψευτοταμπουρωμένονε, για κάποια ώρα ανάγκης.
Του Καπετάνιου πέτυχε το σχέδιο πέρα πέρα
Οι τούρκοι μαντρωθήκανε χωρίς φυγής ελπίδα.
Ηρθε η νύχτα. Και μαζί, ένας τσουχτερός αέρας.
Οι έλληνες, ως ήτανε όλοι τους κουρασμένοι,
Και ας τους είχε ο Γιώργης πει στα πόστα τους να μείνουν,
Εκείνοι δεν τον άκουσαν, και πήγαιναν στα σπίτια
Της Ράχοβας όπου φωτιές είχανε άλλοι ανάψει
Και ζεσταινόνταν. Υστερα στις θέσεις τους γυρίζαν
Και φεύγαν άλλοι για να παν να ζεσταθούν κι εκείνοι.
Τη νυχτα αυτή αν δοκίμαζαν οι τούρκοι να το σκάσουν,
Σίγουρα θα το σκάζανε. Αλλά δεν κινήθηκαν
-Οι Τούρκοι αποφεύγουνε τον πόλεμο τη νύχτα-
Και μείναν τουρτουρίζοντας στο λόφο τους απάνου
Γιατί ούτε ξύλα είχανε φωτιές ν’ ανάψουν, ούτε
Μέρος να μπουν να φυλαχτούν. Ερμο το μέρος ήταν.
26 Νοέμβρη 1826
Οι έλληνες πρωί πρωί στα πόστα τους βρεθήκαν.
Προτού ακόμα ο ήλιος βγει. Φτιάξαν μικρά ταμπούρια,
Το ’να με τ’ άλλο τους κοντά ώστε να μην μπορέσουν
Οι τούρκοι να περάσουνε όσο κι αν προσπαθούσαν.
Στο δρόμο πάλι που ’φερνε από το μοναστήρι,
Και στο στενό του Ζεμενού, τα δύο μόνα μέρη
Απ’ όπου εμπορούσανε είτε οι εχθροί να βγούνε,
Είτε να τους εφτάνανε από κάπου ενισχύσεις,
Ο Γιώργης τους εδιάταξε και πήγαν Καπετάνιοι
Και με τους νταϊφάδες τους επιάσανε τα μέρη.
Με ντουφεκίδι πέρασε και όλη αυτή η νύχτα.
Αλλά οι τούρκοι άσχημα την είχανε ’κει πάνου.
Κι εκτεθειμενοι τόσο που, κεφάλι αν σηκώναν,
Σίγουρα θα τους έβρισκε το βόλι των δικών μας.
Κι ακόμα υποφερανε από τη δίψα. Ο τόπος,
Όλοι το ξεραν, ήτανε ξερός. Ούτε πηγάδι
Ούτε καμιά είχανε πηγή τη δίψα τους να σβήσουν.
Αφότου εστήσαμε ορδί στ’ Όσιου Λουκά τα μέρη,
Να ’ρχόνται αρχινήσανε κι άλλοι Καπεταναίοι
Και κατ’ από τις διαταγές να μπαίνουνε του Γιώργη.
Σήμερα οι περσότεροι φτάσαν-ο Γιώργης Δράκος,
Ο Αποκορίτης, ο Μακρής, Καλύβας και Γιολδάσης.
Στο μεταξύ απ’ τό βράδυ χτες, έχει ο καιρός αλλάξει:
πνέουν βοριάδες παγεροί κι η νύχτα είναι Χάρος.
Οι έλληνες στην εκκλησιά χώθηκαν και στα σπίτια.
Οι τούρκοι πώς αντέχουνε, μόνο ο θεός το ξέρει.
21 Νοέμβρη 1826
Οι γύρω τούρκοι εβάλθηκαν να σώσουν τους κλεισμένους.
Σήμερα δύο μάταιες απόπειρες εκάναν.
Εχωριστήκανε στα δυό. Το πιο μικρό τ’ ασκέρι
Ετράβηξε απ’ τον Παρνασσό και όταν ξεπροβάλαν
Απάνου απ’ την Αράχοβα, ρίξανε στον αέρα
Ώστε οι κλεισμένοι να τους δουν, κι αν μπορετό το βρίσκαν
Γιουρούσι να εκάνανε, κι αυτοί θα τους βοηθούσαν.
Και πράγματι προσπάθησαν. Εκάμανε γιουρούσι.
Ο Γιώργης όμως βλέποντας την κίνηση στ’ ασκέρια
Κατάλαβε τι γίνεται κι άρχισε να φωνάζει
Τραβώντας κατά τη μεριά που ’ταν οι Καπετάνιοι:
Που ’σαι ωρέ Νικηταρά; Που είσαι ωρέ Βάγια;
Πού είσαι Νάκο Πανουργιά; πού είσαι Πανομάρα;
Τρεχάτε ωρέ σεις έλληνες! Οι τούρκοι θα μας φύγουν
Και θα ρεζιλευτούμε ωρέ!.." Και πρόλαβαν τους τούρκους.
Και μισοτσακισμένοι αυτοί, ξανά εμαντρωθήκαν.
Το πιο μεγάλο από τα δυό τα τούρκικα τ’ ασκέρια
Που να βοηθήσει θέλησε οι κλεισμένοι να σωθούνε,
Πέρασε από το Ζεμενό. Οι δικοί μας τους αφήσαν
Κι όταν περάσαν το στενό τους ρίχνουν απ’ τα πλάγια.
Πενήντα Τούρκους σκότωσαν. Οι άλλοι αλαφιασμένοι
Τ’ απαρατήσαν όλα τους και τρέξαν να σωθούνε.
22 Νοέμβρη 1826.
Χειροτερεύει ο καιρός. Απ’ τό πρωί χιονίζει.
Οι τούρκοι είδαν κι απόειδανε και θέλουν συμφωνίες. Μαντατοφόρο στέλνουνε στο Γιώργη και του λένε
Πως γρόσα θα του δώσουνε χιλιάδες αν εκείνος
Θα τους αφήσει να διαβούν. Ο Γιώργης τους ζητάει
Να ρίξουνε τα όπλα τους και να του παραδώσουν
Και Λειβαδιά και Σάλωνα. Και θέλει για ομήρους
πως θα τηρήσουν όσα λεν, τους δύο αρχηγούς τους,
Μουστάμπεη-Κεχαγιάμπεη. Οι τούρκοι λένε όχι.
Γράφω βαθιά μεσάνυχτα. Τα μάτια μου βαραίνουν.
Εξω το κρύο είναι βαρύ κι ακόμα πέφτει χιόνι.
ΤΟ ΜΑΚΕΛΛΕΙΟ
25 Νοέμβρη 1825
Γίνανε πράγματα πολλά και τι να πρωτογράψω.
Το χιόνι δε σταμάτησε. Εχιόνιζε ακόμα
Και σήμερα. Σαν περπατώ με πάει παν’ απ’ το γόνα.
Εχτέ τ’ απομεσήμερο οι τούρκοι αποφασίσαν,
Μην έχοντας καλλίτερο τίποτα για να κάνουν,
Να βγουν. Μα τους πετσόκοψε η σπάθα των ελλήνων.
Ως βράδυ χτες δεν ξέραμε τι γίνεται στους τούρκους.
Εσήμερα τα μάθαμε από τους αιχμαλώτους.
Γι αυτό θα δώσω με σειρά όσα ως τώρα τρέξαν
Στ’ ασκέρι και το τουρκικό, αλλά και το δικό μας.
Το χιόνι τους γονάτισε τους τούρκους πέρα πέρα.
Πολλών τους επαγώσανε τα χέρια και τα πόδια.
Και φυσικό ήταν αυτό. Γιατί δεν είχαν ξύλα
Ν’ ανάψουνε καμμιά φωτιά λίγο να ζεσταθούνε-
Ο τόπος είναι άδεντρος που ήτανε κλεισμένοι.
Σπίτια δεν είχε να ’παιρναν τα ξύλα να τα κάψουν.
Το μόνο ξύλο που είχανε ήσαντε τα σαμάρια.
Τα πήραν και τα κάψανε. Και για να λιγοστέψουν
Το κρύο που τους χτύπαγε, είχανε βάλει κύκλο
Τα ζα, κι αυτοί καθόντανε ’πο μεσα από τον κύκλο.
Αλλά δεν ήταν μόν’ αυτό. Τούς θέριζε η δίψα.
Άρχισαν να φωνάζουνε λοιπόν στους αρχηγούς τους
Και τους ζητούσαν γρήγορα μια απόφαση να πάρουν.
Πρώτα στον Κεχαγιάμπεη επήγανε. Μα εκείνος
Τους είπε πως δε μπόρηγε μόνος ν’ αποφασίσει
Κι είπε να παν όλοι μαζί να βρουν το Μουσταμπέη
Να συζητήσουνε οι δυο κι απόφαση να πάρουν.
Κι ο Κεχαγιάμπεης μπροστά, τ’ ασκέρι από πίσω,
Τραβάν για του Μουστάμπεη. Σα φτάσαν στη σκηνή του
Βγαίνει έξω ο Καραμφίλμπεης, του Μουσταή τ’ αδέρφι.
Τους λέει πως τ’ αδέρφι του του θανατά εχτυπήθη
Και λίγες ώρες μοναχά του μένουνε ακόμα.
"Γι αυτό μην περιμένετε απόφαση από κείνον.
Μη τον μετράτε ζωντανό. Μονάχοι αποφασίστε".
Ν’ ακούσει ο Κεχαγιάμπεης πως ο Μουστάμπεης πάει,
Στο χώμα εσωριάστηκε σαν σάκκος αδειασμένος
Κι ούτε μπορούσε να σκεφτεί πώς θα σωθεί τ’ ασκέρι.
Σε τούτη την απελπισά που χτύπαγε τους τούρκους,
Σηκώνετ’ ένας άντρακλας, Γκέκας, θεριακωμένος,
Μαζεύει όλα τα γερά κοντά του παλληκάρια,
Κι αποφασίζούνε να βγουν κι όσοι σωθούν σωθήκαν.
«Και πώς θα βρούμε δρόμο ωρέ μέσα σε τέτοια ζάλη;"
Λέει ένας αρβανίταρος. "Εγώ θα σας τον δείξω",
Μία φωνή ακούστηκε. Ήτανε ο προδότης
Ζελιγιανναίος με τ’ όνομα, που όλα τα μονοπάτια
Του Παρνασσού, ένα μυστικό δεν είχαν από δαύτον.
Παίρνουν λοιπόν του Παρνασσού το δρόμο οι Αρβανίτες
Κι άγρια θεριά σαν να ’τανε πέφτουνε στους δικούς μας.
Tώρα οι δικοί μας, λιγοστοί φυλάγανε τους τούρκους-
οι πιό πολλοί ζεσταίνονταν μες στου χωριού τα σπίτια.
Έτσι περάσανε σχεδόν όλοι απ’ τούς τρακόσους.
Τους βλέπει ο Καραμφίλμπεης, τρέχει στον αδερφό του
που έζηγε δεν έζηγε, και το και το του λέει,
Θα σε κρατώ στον ώμο μου και θα ’βγουμε κι οι δυό μας.
Εσήκωσε ο Μουστάμπεης όση φωνή κι αν είχε:
"Στ’ όνομα του πατέρα μας αδέρφι σ’ εξορκίζω.
Αν κουβαλάς και με μαζί, κι οι δυο θα χαθούμε.
Και δεν είναι το χάσιμο-μιά ζήση τη χρωστάμε.
Μα οι άτιμοι χαϊνηδες θα ’χουν τη χάρη τότε
Να πάρουν το κεφάλι μου και να το περγελούνε.
Εγώ δεν καταδέχτηκα σ’ αυτόν τον Καραϊσκάκη
Και ζώντας να παραδοθώ, για να μην το καυχιέται
Πως σαν και με πολεμιστής τον έχει προσκυνήσει.
Μη τώρα θέλεις άρρωστον σ’ αυτόνε να με δώσεις.
Γιατί αυτό θα έχουμε το τέλος και οι δύο
Αν θέλεις να με κουβαλάς και μένανε μαζί σου.
Γι αυτό αδέρφι αν μ’ αγαπάς κι άντρας και συ αν είσαι
πάρε μου το κεφάλι μου και βάλτο σ’ ένα σάκκο
Και τρέξε να σωθείς κι εσύ, και κείνο να γλιτώσεις
Απ’ τό βαρύ το ατίμασμα που απ’ τούς εχθρούς θα έβρει ".
Και πήρε το κεφάλι του και φεύγει ο αδερφός του.
Βλέπουνε την κατάσταση του κεχαγιά οι δούλοι
Πάνε και τον παρακαλάν να φύγουνε κι εκείνοι,
Αλλά και όσο απόμενε ακόμα εκεί ασκέρι
(Γιατί πολλοί εφύγανε χωρίς να τον ρωτήσουν)
Κι αυτό να φύγει-να σωθεί. Και τότε αποφασίζει
Να φύγει και ο κεχαγιάς και όλο του τ’ ασκέρι.
Σαν το μαντάτο έφτασεν για το φευγιό, στο Γιώργη,
Απαρατάει τη φωτιά όπου εζεσταινόταν,
Και δυνατές μπήγει φωνές να τον ακούσουν όλοι
Οι τούρκοι ότι φεύγουνε, να πα’ να τους χαλάσουν.
Τώρα τί έγινε; Πιό πριν, πρωί ακόμα ήταν,
Ακούστηκε μία φωνή πως φεύγουνε οι τούρκοι.
Όλοι απ’ τά σπίτια βγήκανε τότε. Μα όταν είδαν
Ότι ακόμα στέκονταν στη θέση τους οι τούρκοι,
Πίσω ξαναγυρίσανε και πιάσαν τις φωτιές τους.
Γι αυτό και τώρα νόμιζαν πως πάλι το ίδιο θα ’ναι-
Πως κάποιο λάθος θα ’γινε και πάλι, και δε βγήκαν.
Τότες αρχίζει ο Γιωργής σαν τον δαιμονισμένο
Να φέρνει γύρα το χωριό, να μπαίνει μες στα σπίτια,
Και είτε φοβερίζοντας, είτε φιλοτιμώντας,
Η βρίζοντας, ή αμοιβές τάζοντας σ’ όποιον φέρει
Τούρκων κεφάλια, ή ζωντανόν όποιος ζωγρήσει τούρκο,
Τους ξεσηκώνει όλους τους και τρέχουν στον αγώνα.
Και πέσαν πάνου στην Τουρκιά και κόβουν το φευγιό της.
Κι αρχίνησε το μακελλειό. Οι έλληνες εσφάζαν
Ωσπου στομώσαν τα σπαθιά. Όσοι απ’ αυτούς γλιτώναν,
Επέφτανε στους Ελληνες που έρχονταν συνέχεια.
Κι άλλο όπλο ως δεν εδούλευε, παρά η σπάθα μόνο,
Και του χιονιού η αφρατιά έπνιγε κάθε αντάρα
Και κάθε άπελπη κραυγή των τούρκων που χανόνταν,
Ητανε μια παράξενη,όσο και άγρια μάχη.
Κι αμίλητη σα θάνατος.Τώρα πολλοί απ’ τούς τούρκους
Που απ’ τά κρυοπαγήματα βλαμμένα είχαν πόδια,
Μέσα στο χιόνι πέφτανε, κρατώντας την ελπίδα
πως θα τους πάρουν για νεκρούς κι έτσι πως θα γλιτώσουν.
Κι όταν οι πρώτοι Ελληνες βρίσκανε τους πεσμένους
Στα γρήγορα τους παίρνανε κι άρματα και κεμέρια
και φεύγανε, θαρρώντας τους αλήθεια πεθαμένους.
Κι αληθινά πολλοί απ’ αυτους πέθαναν μες στο χιόνι.
Κι οι χατζαρούλες έρχονταν για πλιάτσικο από πίσω,
Και άρματα μη βρίσκοντας, τους βγάζανε τα ρούχα.
Και τότε καταλάβαιναν πως μερικοί από κείνους
Ακόμα ζούσαν. Και καθώς εκείνοι τους ετάζαν
Πως θα τους δώσουνε λεφτά που τα ’χαν κάπου κρύψει
Αρκεί να μη τους χάσουνε, καμπόσοι εγλιτώσαν.
Ο Κεχαγιάμπεης ένοιωσε πως γλιτωμό δεν έχει.
Πάνω σε βράχο εκάθησε, με γύρω τους δικούς του,
Και φώναζε ποιος ήτανε, τάζοντας αν τον πιάσουν
Και δεν τόνε σκοτώσουνε, λύτρα γερά να πάρουν.
Μ’ άτυχος ήταν. Επεσε στους Ελληνες εκείνους
Που γλίτωσαν στην Εξοδο από το Μισολόγγι,
Κι όπως θυμόνταν το χαμό που πάθαν στην παγάνα
Που στο Ζυγό στους Ελληνες ο ίδιος είχε στήσει,
Επεσανε απάνου του κι αλύπητα τον κόψαν.
Οι έλληνες σταμάτησαν τ’ αμέρωτο κυνήγι
Μόνον αφού ενύχτωσε. Και στο χωριό γυρίσαν.
Μα όσα κι αν ελέγανε, δεν πίστευε ο Γιώργης
Ότι μεγάλος ήτανε ο χαλασμός των τούρκων,
Όπως του τον παράσταινε καθείς απ’ τους δικούς μας.
Και μ’ όλο που κουβάλησαν στ’ ορδί μας το κεφάλι
Του Κεχαγιάμπεη, κι αυτοί όπου τόνε γνωρίζαν
Το Γιώργη εβεβαίωναν πως ήταν το δικό του,
Και μ’ όλο που του Μουσταή του φέραν το κεφάλι -
Όπου ο Καραμφίλμπεης πέταξε ο αδερφός του
Ως έτρεχε για να σωθεί, πάλι ο Καραϊσκάκης
στενόχωρα επέρασε τη νύχτα του, θαρρώντας
πως όσα τους αξίζανε δεν πάθανε οι τούρκοι.
Σήμερα το πρωί πρωί πήγε να δει ο Γιώργης
Αν Τούρκοι χάθηκαν πολλοί. Κι ως με τα μάτια του είδε
Στρωμένος να ’ναι τούρκικα κορμιά ο κάμπος όλος,
Ησύχασε πως στάθηκε ο χαλασμός μεγάλος.
Κι απ’ ότι έπειτα έλεγε, από τις δυο χιλιάδες
Τους τούρκους που στη Ράχοβα ήτανε μαντρωμένοι,
Μόνο καμμιά διακοσαριά λογάριαζε να φύγαν
Και άχρηστοι για πόλεμο και κείνοι, απ’ τά τόσα
Που ’παθαν κρυοπαγήματα χωμένοι μες στα χιόνια.
"Απ’ τον καιρό του Δράμαλη δεν πάθαν τέτια νίλα"
Όλη τη μέρα μου ’λεγε. Κι ότ’ είχαν και δεν είχαν
Επέσανε στα χέρια μας: Όπλα και ζά, συγύρια,
Πολεμοφόδια ένα σωρό κι αμέτρητα μπαϊράκια.
Και μία σκιά πρωτόειδωτη επρόσεξα να σκιάζει
Τα λαμπερά τα μάτια του σα μου ’πε: "ωρέ Μαρία
Να ’ταν μαζί μας στη χαρά ετούτη κι ο Σουλτάνης…"
Η ΠΥΡΑΜΙΔΑ
26 Νοέμβρη 1826
Με το ξημέρωμα εχτές, διάταξε ο Καπετάνιος
και με κεφάλια τούρκικα μια πυραμίδα χτίσαν.
Ο Καραϊσκάκης έβαλε ζωγράφο, τον Ιατρίδη,
Να ζωγραφήσει το σωρό απ’ τα τούρκικα κεφάλια.
Ολημερίς δούλεψε αυτός και η δουλειά εγίνη.
Οταν το βράδυ έφερε τη ζωγραφιά στο Γιώργη,
Έτσι του μίλησε: "Αρχηγέ, αυτά που οι τούρκοι κάνουν
Δε στέκει να τα κάνουμε κι εμείς. Σκληρότη δείχνει
Κι απανθρωπιά το στήσιμο μιας τέτιας πυραμίδας".
Γλυκόφωνα, χωρίς θυμό τον αποπήρε ο Γιώργης:
«Και τ’ είναι ωρέ τ’ ανθρώπινο κορμί όταν πέθανει;
Ενα σακί για πέταμα. Βρώμισμα και σαπίλα.
Το λογαριάζεις ζωντανό; Πάρε μια χούφτα λάσπη
Κι ένα κορμί ανθρώπινο πλάσε με δάφτην. Εχει
Αξία το κορμί αυτό; Χώμα δεν είναι όπως
Το χώμα που κι εσύ πατάς και κατουράς και χέζεις;
Υποκριτής είσαι ωρέ. Αξία δίνεις σ’ ό,τι
Να σε πειράξει δεν μπορεί. Αν όμως χτες μπορούσες
Όληνε την Τουρκιά με μια θα ’κοφτες χατζαριά σου.
Τους ζωντανούς χρειάζεται ζωγράφε να καλόχεις.
Εκείνους πρέπει να πονάς-εκείνους να φροντίζεις
Κι όχι τ’ ανέψυχα κορμιά, τις πέτρες και το χώμα.
Και το θεό να ’φχαριστάς πρέπει, πού είμαστ’ έτσι-
Που τόσο είμαστε σκληροί, ως λες, καθώς οι τούρκοι,
Και πύργους με τ’ ανθρώπινα που χτίζουμε κεφάλια.
Μον’ όποιος είναι άγριος όπως αυτοί ζωγράφε,
Μόνον αυτός θα γίνονταν μαζί τους να τα βάλει
Και όχι μόνο αυτό, αλλά, να τους νικήσει κιόλας.
Μον’ τ’ αγριόσκυλα μπορούν με λύκους να τα βάλουν.
Και να ’σαι σίγουρος ωρέ, σα μάθουνε οι τούρκοι
Ότι με τα κεφάλια τους έχω σηκώσει πύργο,
Κι όλους τους Ελληνες κι εμέ διπλά θα μας φοβούνται.
Κι άκου και τούτο. Είδα χτες, ένα όνειρο ζωγράφε.
Ημουνα λέει στ’ Αγραφα. Κι έβρεχε. Κι ήταν νύχτα,
Και στη σπηλιά βρισκόμουνα όπου μικρός εζούσα.
Κι αρχίσανε από παντού μες στη σπηλιά να μπαίνουν
Κεφάλια που από τό λαιμό σύρριζα ήταν κομμένα.
Κι αμέσως γέμισε η σπηλιά και δεν εχώραγε άλλα.
Ηταν κεφάλια ελληνικά, κομμένα από τους τούρκους.
Και πύργους είχανε παλιά στήσει μ’ αυτά εκείνοι.
Τα μαγουλά τους κόκκινα.Τα κρέατα κρεμόνταν
Κι αίματα στάζανε νωπά, σα να σφαγήκαν τώρα.
Και βόγκαγαν και νείρονταν και κλαίγαν. Και αμέσως
Όλη η σπηλιά εγέμισε με δάκρυα και μ’ αίμα
Και μία λίμνη κόκκινη έγινε να με πνίξει.
Και τρομαγμένος και χλωμός τραβήχτηκα στην άκρη.
"Τι θέλετ’ από μένανε;" τους είπα. Και αμέσως,
Σα μόνο να περίμενε ν’ ακούσει τη φωνή μου,
Ενα κεφάλι μίλησε, τ’ άλλα ενώ στριγγιάζαν.
"Γυρνάμε σαν ανεμικά ψάχνοντας τα κορμιά μας.
Γυρνάμε κει που πέσαμε. Γυρνάμε κει που ο τούρκος
Μας έκοψε, και ψάχνουμε καθένα το κορμί του.
Κι όταν το βρούμε, και ξανά σα γίνουμε ακέριοι,
Σηκώνει τη χατζάρα του ένας χαλδούπης πάλι
Και πάλι μας ξαναχτυπά και μας ξαναχωρίζει.
Όταν κι εσύ με τούρκικα κεφάλια στήσεις πύργο,
Κάθε κεφάλι χτίζοντας που θα ταιριάζεις στ’ άλλο,
Κι ένα κεφάλι από μας θα βρίσκει το κορμί του,
Χωρίς ο Τούρκος να μπορεί να το χαλάσει πάλι.
Τότε και μας θα μας δεχτεί στα μέρη του ο Αδης.
Τη χάρη κάνε μας αυτή που σου ζητάμε αδέρφι.
Ποιός άλλος παρά έλληνας μπορεί να μας βοηθήσει;
Ποιός άλλος παρά σαν εσέ μεγάλος πολεμάρχος;
Δος μας αδέρφι λυτρωμό απ’ τήν κατάρα ετούτη.
Βάσανα στη ζωή πολλά μας έχει δώσει ο Τούρκος.
Μη τον αφήσεις ως κι εδώ μαρτύρια να μας κάνει.
Θεός δεν ειν’ αδέρφι εδώ. Δεν είναι δικιοσύνη.
Όπως κι εκεί, κανείς κι εδώ. Κενό. Ερμιά και φρίκη.
Μον’ όποιος έχει δύναμη μπορεί να μας βοηθήσει.
Αυτός μπορεί το χώρισμα να σπάσει που χωρίζει
Ζωή και Θάνατο. Αυτός μόνο μπορεί να κάνει
Μα μην όλο πλανιόμαστε σαν τους καταχανάδες.
Σύ μόνο το μπορείς αυτό. Αδέρφι γλίτωσέ μας".
Το αίμα και τα δάκρυα γέμισαν τη σπηλιά μου.
Φτάσαν ως το κεφάλι μου. Από την αγωνία
Κι απ’ τον αγώνα να σωθώ, ξύπνησα ιδρωμένος.
Αλλά και όταν ξύπνησα, θάρρειγα πως ακούω
Τα λόγια που μου λέγανε τα ελληνικά κεφάλια
Καθώς αγωνιζόμουνα να φύγω κολυμπώντας:
«Τότε μονάχα θα σωθείς,όταν εμάς θα σώσεις!"
ΤΑ ΕΠΙΝΙΚΙΑ
Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Το γιόμα ήρθαν στη σκηνή τέσσεροι καπετάνιοι:
Νικηταράς, Γιώργης Δαγκλής, Χορμόβας, Δυοβουνιώτης,
Και δύο αξιωματικοι-χιλίαρχοι κι οι δυό τους,
Και περιμένανε να ’ρθεί απόξω ο Κάραισκάκης.
Γιατί έγγραφο εμάθανε ότι ετοιμαζόταν
Να στείλει στην κυβέρνηση για τη μεγάλη νίκη,
Κι ήταν σταλμένοι απ’ αρχηγούς, άλλους, μικρότερούς τττττττττττττττττττττττττττττττττττττττττττττττττττττττ Να μάθουνε το τί σκοπό είχε ο Καραισκάκης-
Θα υπόγραφε μόνον αυτός το έγγραφο, ή κι άλλοι-
Κι αν άλλοι, ποιοί θα ’ταν αυτοί-και πόσοι-αυτό θέλαν
Τον Καραϊσκάκη όλοι αυτοί σα θα ’ρθει να ρωτήσουν.
Απ’ το πρωί εμένανε μου είχε πει ο Γιώργης
Πως όλους θα τους έβαζε μαζί του να υπογράψουν-
Κι όλους τους αξιωματικούς κι όλους τους Καπετάνιους.
Δεν ήθελα να τους το πω γιατ’ ήθελα ο ίδιος
Να τους ειπεί την είδηση χαρά που θα τους δώσει.
Κι ας με διπλορωτήσανε, τους είπα πως δεν ξέρω.
Και κάτσαν και κουβέντιαζαν, κι άκουγα και χαιρόμουν.
Κι έλεγε ο Νικηταράς με την παχιά μουστάκα
Και τη χοντρή την κάπα του στους ώμους του ακόμα:
"Ξέρετε ωρέ τ’ ήταν αυτό που πάθανε οι τούρκοι;
Καταστροφή μεγάλη ωρέ. Χάσανε τα πασκάλια.
Ξέρετε τι ελέγανε οι εχθροί μας στην Ευρώπη;
Πως πάει πιά, εχάθηκε για πάντα η Ελλάδα
Και ότι όλη η Ρούμελη τούρκικη έχει γίνει
Κι έλληνες δεν υπάρχουν πια, παρά ραγιάδες μόνο.
Κι ο Κιουταχής τί έλεγε; Η Ρούμελη πως όλη
Δικιά του είναι κι οι Ελληνες τη δύναμη δεν έχουν
Ουτ’ ένα κομματάκι της μικρό να πάρουν πίσω.
Και τώρα να η Ράχοβα! Τού κλείσαμε το στόμα.
Και κείνου, αλλά κι αυτουνών που έξω απ’ την Ελλάδα
Λέγαν πως η επανάσταση έφαγε τα ψωμιά της.
Μη οι μάχες του στη Ρούμελη που ο Καραϊσκάκης
Μόνος του ακόμα κέρδιζε, θα ’χαμε σβήσει τώρα.
Και πόσα χρόνια θα ’μαστε ακόμα σκλαβωμένοι
κανείς δεν ξέρει. Ουτ’ ο θεός. Γιατί σου λέει κι εκείνος
Αφού τέτοια στραβόξυλα είναι κι όλο μαλώνουν,
Ας’ τους να παν στο διάολο. Δεν έγινε όμως έτσι.
Κι ακόμα περιμένετε. Αυτή η αρχή ’ναι μόνο.
Αρκεί ενωμένοι να ’μαστε, και μες σε λίγους μήνες
Κι η Ρούμελη και ο Μωρηάς λευτερωμένα θα ’ναι ".
Αυτά είπε και πετιέται μια ο Γιώργης Δυοβουνιώτης
και λέει "Ναι Νικηταρά. Καλά τα λες αδέρφι.
Όμως εδώ στη Ράχοβα επολεμήσαμε όλοι
Και όλοι πρέπει υπογραφή να βάλουμε αποκάτου
Στο έγγραφο που στη Διοίκηση ο αρχηγός θα στείλει".
"Εγώ", λέει ο Χόρμοβας, «αν ο Καραϊσκάκης
Δε θέλει να υπογράψω ’γω, καθόλου δε με νοιάζει.
Κι αν ειμ’ εδώ είναι γιατί γνιάζουμαι για τους άλλους,
Εκείνους που με στείλανε. Γιατί ο Καραϊσκάκης
κι όλα τα σχέδια έκαμε, κι αυτός τα ’κανε πράξη".
"Εγώ άκουσα οι Δύναμες πως έχουν οι Μεγάλες
παρμένη την απόφαση να μας ψηφίσουν κράτος!"
Ο ένας ο χιλίαρχος δήλωσε με καμάρι.
Παίρνει από τούτο αφορμή και λέει ο Νικήτας
Οου όσο τίμιος ήτανε κι έξυπνος ίδια ήταν:
"Αδέρφια μη γελιόμαστε. Αν βλέπανε οι ξένοι
Τον Τούρκο αποπάνου μας γερά να μας πατάει
Τότε γιατί να δίνανε στους Ελληνες πατρίδα;
Εκείνο που θα κάνανε-που θα καν’ η Ιγγλετέρα
Είναι ότι τσιφλίκι της θα ’κανε το Μωρηά μας.
Κι έχει σε τούτο σύμφωνο και το Μαυροκορδάτο.."
"...Μη λες τον έχει σύμφωνο. Τους το ’χει πες ζητήσει"
Πετιέται ο Γιώργης ο Δαγκλής. "…Γιατί θαρρείτε ο Κάνιγκ
Κάννιγκ",
Συνέχισε ο Νικηταράς, "αργεί με το Σουλτάνο
Απόφαση να πάρουνε; Γιατί εκαρτερούσε
Να σβήσει κι η Επανάσταση της Ρούμελης, και τότε
Θάλεγε, αθώα τάχατες σ’ όσους μας αγαπάνε:
Δέχτηκα για τους Ελληνες να μεσιτέψω, μα όμως
Δεν πρόφτασα. Γιατί αυτοί σε λίγους μήνες μόνο
Πάψανε να υπάρχουνε πάνου σ’αυτό τον κόσμο."
Και με χαρούμενη φωνή εμίλησε ο Χορμόβας:
"Μα δε μπορεί να το ειπεί χάρη στον αρχηγό μας.
Και τί ζητάμε ’μείς εδώ; Μες στο χαρτί να μπούμε
Που μόνο τ’ όνομα εκεινού να ’ναι γραμμένο πρέπει".
Το λόγο δεν απόσωσε, μπαίνει ο Καραϊσκάκης:
"Ωρέ καλώς τους.Τί καλό σας έφερε ’δω πέρα;
Μήπως κανείς γιορτάζει ωρέ και κέρασμα έχει φέρει;
Ποιος είναι στο τσαντήρι του να πάμε και να φάμε
Να πιούμε, να γλεντήσουμε και να του ευχηθούμε;.."
"Καραϊσκάκη αδερφέ", του κάνει ο Δυοβουνιώτης
Συμπάθα μας. Δεν ήρθαμε γιατί κανείς γιορτάζει.
Ηρθαμε γιατί μάθαμε ότι χαρτί θα στείλεις
Να πάει για την κυβέρνηση, και φτάσαμε ζητώντας
Να βάλουμε υπογραφή και μεις μετά από σένα".
Καλόκαρδα εγέλασε του αρχηγού η όψη:
"Ωρέ Ζαφείρη δεν τους λες; Γιά μυστικό τους το ’χεις;
Ωρέ αδέρφια μόνος μου την έκανα τη μάχη;
Μόνος εγώ εσκότωσα δύο χιλιάδες Τούρκους;
Πώς στο μυαλό σας πέρασε πως δε θα υπογράφτε;
Όλοι, κι οι καπετάνιοι μας, κι οι αξιωματικοί μας,
Φαρδιά πλατιά τη τζίφρα τους όλοι θα τήνε βάλουν.
Συντρόφοι ωρέ δεν είμαστε μονάχα στον αγώνα
Παρά και σ’ όλα τα καλά ή τα κακά που θα ’ρθουν.
Τράβα ωρέ Δούκα φώναξε να ’ρθούνε και οι άλλοι".
Εβγήκε ένας χιλίαρχος. Οι άλλοι να τ’ ακούσουν
Ί'α λόγια που ’πε ο αρχηγός, λάμπει το πρόσωπό τους.
"Φκιάσε Ζαφείρη έναν καφφέ" μου παραγγέλνει ο Γιώργης.
Πήγα να φκιάσω τον καφφέ. Ακουγα τις κουβέντες
Που ώσπου οι άλλοι να ’ρθουνε λέγανε μεταξύ τους
Για τη Γαλλία, για την Τουρκιά, για Λευτεριά κι αγώνα.
Σε μια στιγμή πετάγεται και λέει ο Δυοβουνιώτης:
"Εγω νομίζω πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα κράτη
Πως η Αγγλία μας αγαπά. Και ας μολόγαε άλλα
Τ’ αδέρφι ο Νικηταράς λίγο πριν έμπεις μέσα.
Καραϊσκάκη εσύ τι λες; Μας αγαπά η Αγγλία;"
"Όπως τ’ αλάφι αγαπάει ο πεινασμένος λιόντας".
"Τότε γιατί ο Κάνιγγας μεσολαβεί στην Πόλη;"
"Ο Κάνιγγας μεσολαβεί για το καλό των Αγγλων.
Κι ο γάλλος μόνο το καλό των γάλλων θα κοιτάξει.
Εμείς μονάχα το καλό θέλουμε της Ελλάδας.
Αν κουβεντιάζει ο Κάνιγγας για μας με το Σουλτάνο
Λες πως το κάνει για καλό των δόλιων των ελλήνων;
Κοιτάνε ποιος το πιο πολύ θα φάει απ’ την Ελλάδα,
Και πώς θα κάνουν νηστική ν’αφήσουν τη Ρουσσία".
Με μια φωνή μαχητική εμίλησ’ ο Νικήτας:
"Οι Αγγλοι θέλουν το Μωρηά να πάρουν απ’ τούς τούρκους
Και να τον κάνουν αγλικόν. Και στα χαρτιά μονάχα
Ελευθερία ο Μωρηάς κατ’ απ’ τους Αγγλους να ’χει.
Καληώρα σαν τα Εφτάνησα. Μωρέ ελευτερία…
Μα κι απ’ αυτή την ψεύτικη Πατρίδα που σκαρώνουν,
Σκεδιάζουνε ν’ αφήσουνε τη Ρούμελη απόξω.
Λοιπόν τι λες εσύ γι αυτό, που ’σαι και Ρουμελιώτης;
Όμως εγώ θα σου ειπώ.Τους δύο μοναχούς τους
Αν τους αφήσουμε για μας απόφαση να βγάλουν
Σε μια σκλαβιά χειρότερη τους έλληνες θα ρίξουν.
Γι αυτό και πρέπει όχι αυτοί μόνο να κουβεντιάσουν
Μα στη συζήτηση να μπουν κι άλλα μεγάλα κράτη.
Και πρώτη και καλλίτερη πρέπει να μπει η Ρουσσία".
Ο Γιώργης του Νικηταρά σταμάτησε τη φόρα:
"Ωρέ Νικήτα όσοι κι αν για μας θα κουβεντιάσουν
Τα καριοφύλλια μας θα πουν τον πιο καλό το λόγο.
Τους τούρκους αν αφήσουμε να ’χουν τ’ απάνου χέρι,
Τότε καμμία Δύναμη δε σώνει την Ελλάδα.
Και τούτο πρέπει να ’χουμε μοναδική μας έγνοια-
Τους τούρκους να νικήσουμε. Κι ύστερα όλα τ’ άλλα."
Στο μεταξύ με πρόσωπα που από χαρά ελάμπαν
Αρχίσανε να έρχονται όλοι οι Καπεταναίοι
Και όλοι οι αξιωματικοί που υπογραφές θα ’βάζαν.
Σαν τις φωνές τους άκουσε απόξω ο Καραισκάκης
Στους Καπετάνιους μίλησε: "Τώρα οι μικροί που θα ’ρθουν,
Τέτοια συζήτηση μπροστά σ’ αυτούς δε θέλω να ’χω.
Γι αυτό εδώ η κουβέντα μας αυτή ας σταθεί αδέρφια".
Και στάθηκε η συζήτηση για τούρκους και για εγγλέζους.
Και με φωνάρες χαρωπές εγέμισε το δώμα.
Κατέβασα ’πο τη φωτιά το μπρίκι, και αντίς του
Μία μεγάλη έβαλα πάνου της κατσαρόλα.
Πολλούς καφφέδες έπρεπε τώρα να ετοιμάσω.
27 Νοέμβρη 1826
Πώς, σαν κοιμόμαστε, φορές, θαρρούμε πως κρατούμε
κάτι στα χέρια, κι άφευγα το νιώθουμε δικό μας,
Και όταν θα ξυπνήσουμε, κοιτάμε τα σφιγμένα
Τα χέρια μας απ’ ότι πριν κρατούσαν άδεια να ’ναι,
Έτσι κι εγώ τόσον καιρό, αφότου έχω γνωρίσει
Το Γιώργη, και παρέα του αχώριστη έχω γίνει,
Νόμιζα πως τον κράταγα στα χέρια μου κλεισμένον.
Μα όμως εκοιμόμουνα. Τον είχα στ’ όνειρό μου.
Κι όταν εξύπνησα είδα πως δεν ήτανε δικός μου.
Το ξύπνημά μου Αράχοβα το λεν, κι ό,τι εκείνη
Μες στην ψυχή μου γέννησε με σπόρο της τα λόγια
Που για το Γιώργη ακούστηκαν και το κατόρθωμά του.
Για κείνον-ναι-που "Γιώργη μου" τον έλεγα ως τώρα.
Όχι. Επειδή ξαπλώνουμε στο ίδιο το κρεββάτι
Πως τον κατέχω δε θα πει. Δικός μου-όχι-δεν είναι.
Κι αλήθεια κάτι απέραντο, κάτι μεγάλο τόσο,
Πώς να χωρέσει στη μικρή ύπαρξη μου θα μπορούσε;
Κάτι το τόσο υψηλό σε με τη χαμηλούλα;
Πώς το βαθύ θα ταίριαζε, με τη ρηχότητά μου;
Το δυνατό με την που εγώ έχω αδυναμία;
Και μέγας ειν’ αληθινά ο Γιώργης Καραϊσκάκης.
Και δυνατός.Τί δύναμη αλήθεια πρέπει να ’χει
Για να παλαίψει με ολουνούς όσους ζητούσαν μόνο
Να τον εξουθενώσουνε, να τον ποδοπατήσουν,
Να τον απογυμνώσουνε απ’ όποια εξουσία,
Κι εκείνος τη μανία τους όχι να φεύγει μόνο
Αλλά και ν’ αναδύεται μεσα απ’ αυτήν πανώριος
Και κλέη να φέρνει σ’ όσους πριν να τόνε χάσουν θέλαν…
Πόσες δε θα επήγανε ικανότητες χαμένες
Αλλων, γιατί τη δύναμη δεν είχαν να μπορέσουν
Σε διαβολές κι επιβουλές ν’ αντισταθούν, και πόσες
Ψυχές δε θα γυρίσανε στα μέρη τα παλιά τους,
Ίχνη χωρίς ν’ αφήσουνε στον κόσμο που πέρασαν,
Γιατί δεν είχαν δύναμη τ’ άδικο να νικήσουν…
Α!Δεν αρκεί το λούλουδο να κλει ευωδιά εντός του,
Πρέπει τη δύναμη να βρει το χώμα να τρυπήσει
Για να μπορεί τον γύρω του αγέρα να ευωδιάσει…
Θεέ μου το μεγάλωμα λοιπόν δεν το μετράνε
Με του κορμιού το ψήλωμα, με της υγειάς το σφρίγος,
Μα με τους γύρους του μυαλού και της ψυχής τη φλόγα.
Και είναι ο Γιώργης αψηλός, ώστε να μη τον φτάνουν
Του κόσμου τα παινέματα και να τόνε χαλάσουν.
Κι είναι βαθύς. Τόσο βαθύς που απ’ τά τέτοια βύθη
Φέρνει στο φως αγνώριστες για μας, νέες αξίες,
Κι όπως γνωρίζει μόνο αυτός στις δίπλες τις ταιριάζει
Του κόσμου μας του σκοτεινού και φως τις πλημμυράει.
Και τις ταιριάζει στα φτωχά κι άμετρα τα πλουταίνει
Και τις ταιριάζει στ’ άσχημα και κείνα ομορφαίνουν.
Κι είναι πλατύς σα θάλασσα και πιάνει τόσον τόπο
Που εκατομμύρια χρειάζονται μικροί για να γεμίσουν.
Χτίζει ένα σπίτι ο άνθρωπος και διπλοκαμαρώνει
Και λέει κάτι πως ορθό θα μείνει αυτός σαν πέσει.
Άλλος παντρεύει ένα παιδί, και λέει θε μου τώρα
Ο προορισμός μου τέλειωσε. Μπορώ πια να πεθάνω.
Τί πρέπει τότε να ειπεί ο Γιώργης που όχι σπίτι
Μα μόνος του ολόκληρη ανάστησε Πατρίδα;
Τι πρέπει ο Γιώργης να ειπεί, που αυτήνε την Πατρίδα-
Τη γέννα του, την πάντρεψε μ’ αιώνια μία Δόξα;
Παιδεύονται ολοζωής και πλούτη οι ανθρώποι φτιάχνουν.
Κι αντίς να θάψουν το αίσχος τους μέσα στη γης μαζί τους,
Διατυμπανίζουν τη βρωμιά και τα εγκλήματα τους
Λέγοντας: "Δέστε, αδίκησα και κατακλέψει έχω,
Τη δυστυχία έφερα σ’ αμέτρητους ανθρώπους.
Πήρα ’π’ το στόμα του φτωχού την ξερική μπουκιά του,
Στέρησα από παιδιά χαρές, αγάπη απ’ τούς μεγάλους,
Το αίμα της φτωχολογιάς πήρα και τον ιδρώτα,
Τα ζύμωσα, τα σκέπασα, τα ’ψησα, εξέρανά τα,
Και να! Παράδες τα ’κανα και μάτσα τα φυλάω
Στην τσέπη, και τις στέρνες μου έχω μ’ αυτά γεμάτες".
Κι ο Γιωργής που ’ντυσε παιδιά, που ζέστανε μεγάλους,
Που ’δωσε στον φτωχό φαϊ, που έφερε ευτυχία
Σ’ ανθρώπους που την είχανε χαμένη για αιώνες,
Κι όχι σ’ αυτούς μόνον αλλά και στους απογόνούς τους
Όσο γεννάν οι άνθρωποι κι όσο γυρνάει ο ήλιος,
Ο Γιώργης που ’δωσε ξανά στους έλληνες πατρίδα,
Τί πρέπει να παινεύεται και να βροντοφωνάζει;
Μα δεν υπάρχει μια φωνή τέτια που να μπορέσει
Να γροικηθεί από τ’ αυτιά τ’ ανθρώπου. Μόνο οι λίγοι
Μπορούν να καταλάβουνε το τόσο μεγαλείο
Και να του δώσουν τη σωστή μέσα στον κόσμο θέση.
Πόσο πολύ γελάστηκα! Ο Γιώργης δεν μου ανήκει.
Ανήκει σ’ όλους τους ρωμιούς και σ’ όλους τους ανθρώπους.
Είναι ψυχή. Είναι καρδιά. Είναι παλμός. Ειν’ αίμα.
Είναι το φως της Λεφτεριάς, του σκλαβωμένου Ελπίδα.
Ειν’ η ιδέα του Καλού. Ειν’ Αγγελος ’φροσύνης.
Κι όλοι τον κλειούμε μέσα μας. Κι όλους μας κλει’ εντός του.
Και μας γλυκαγκαλιάζουνε τα δυο λιγνά του χέρια
Και μας θωρούν τα δυό λαμπρά, κατάμαυρά του μάτια
Και στην ψυχή μας μας μιλάν τα δυό στεγνά του χείλια
Και λένε: "Μέσα στο κορμί και μέσα στην ψυχή μου
Και μες στου νου μου το εύφορο, το καρπερό χωράφι,
Δύναμες νοιώθω να οργούν-νιώθω φωτιές να καίνε.
Για σάς-να!-όλα Ελληνες. Για σας οι δύναμές μου
Τις αλυσίδες σπάζουνε που σκλάβους σας κρατούσαν.
Και για να σας ζεστάνουνε ανάβουν οι φωτιές μου
Που θρέφουν και θεριεύουνε με της Τουρκιάς τα κλέη.
Για σας χαρά κάθε μικρή έχω παραμερίσει.
Για σας έκανα σπίτι μου της Ρούμελης τα σπήλια.
Για σας γυρνώ ξυπόλητος και νηστικός στα βράχια.
Για σας το ίδιο μου παιδί που γέννησα δεν το ’δα.
Για σας ταϊζω το χτικιό που το κορμί μου τρώει
Μ’ ό,τι καλλίτερο φαϊ θα ζήταε αν εμίλει.
Ό,τι κρατώ για σας κρατώ μες στη ζωή μου ακόμα.
Κι ένα γυρεύω από σας μονάχα-να μ’ αφήστε
Ό,τι κρατώ απλόχερα σε σας να το χαρίσω-
Να δώσω θέλω- το απλωτό χέρι μου μη μου κόψτε.."
Γιώργη μέσα στο χέρι σου κι εγώ στριφογυρίζω,
Στάχτη από τη φλόγα σου, πέτρα στο χτίσιμό σου.
Μία μικρή από σήμερα πνοή λογιέμαι αέρα
Που μπαίνει μες στα στήθια σου νεκρή, και ζωντανεύει,
Και γίνεται ορμή και βιά, και γίνεται αγώνας.
Και, Γιώργη, από σήμερα, τ’ ορκίζομαι, απόψε,
Εδώ, απάνου στα χαρτιά που αγαπώ σκυμμένη,
Οτι θα πάψω η μικρή "Γιώργη μου" να σε λέω-
Γιά μένανε από σήμερα θα σαι ο Καραϊσκάκης.
Υπάρχει ένας Ερωτας που αψηφάει τα χάδια.
Υπάρχει ένας Ερωτας όπου καταφρονάει
Αγάπης πείσμα και φιλί, και έκσταση και πάθος.
Υπάρχει ένας Ερωτας όπου τ’ αγκαλιασμένα
Κορμιά, σα φύλλα στο πυκνό το δάσος Ί'ου μετράνε.
Σήμερα αυτόν τον Ερωτα, γλυκέ αγαπημένε
Μου ’μαθες. Μού ορθάνοιξες τις πύλες Του μπροστά μου
Κι Εκείνος με περίχυσε με το αιώνιο φως του.
Σκύβω και Τόνε προσκυνώ. Θεό μου Τον γνωρίζω
Και σένα για προφήτη Του ισάξιο και μέγα.
Καραϊσκάκη σήμερα μου ’δωσες το μαχαίρι
Και μιαν αγάπη σκότωσα και βρήκα την Αγάπη.
Ας έχεις δρόμο λεύτερον απ’ όλα τα εμπόδια".
Αλλά στα ωραία κι αισθαντικά τα λόγια σου Μαρία
Και άλλη μία διακοπή ακόμα θα σου κάνω
Και λίγα σχετικά θα πω με ό,τι την τιτάνια
Τη νίκη της Αράχωβας είχε ακολουθήσει,
Που είτε συ δεν τα ’ξερες , είτε δεν είχαν γίνει
Όταν ακόμα έγραφες το ημερολόγιο σου.
Και θα ’χουν σχέση όσα πω μ’ ό,τι μας ενδιαφέρει
Και με και σε, μέσα σ’ αυτό που γράφω το βιβλίο:
Το τί τότε ειπώθηκε για τον Καραϊσκάκη
Και ποιόν στον κόσμο ολόκληρο αντίχτυπο είχε η νίκη.
Οταν από τον Παρνασσό της νίκης το μαντάτο
Επέταξε στην Αττική, και από κει επήγε
Στα γαλανά μας τα νησιά και στου Μωρηά το φύλλο,
Ολη η Ελλάδα ανάσανε. Μετά το Μεσολόγγι,
Η μια μας ακολούθαγε την άλλη αποτυχία,
Και η απογοήτευση τη θέληση λυγούσε
Ολων των αντρειωμένωνε.Τίποτα δεν ερχόταν
Τις λίγες των αγωνιστών ελπίδες να φτερώσει.
Μα τώρα όλα αλλάξανε. Ποτέ άλλοτε νίκη
Τόσο δεν εγιορτάστηκε σ’ όλο το Εικοσιένα,
Όσο αυτή της Ράχοβας.Τα μίση ξεχαστήκαν
Και οι τοπικισμοί ευθύς εμπήκανε στην άκρη.
Ανθρωποι που ήταν άγνωστοι, φιλιά παίρναν και δίναν.
Οι αγωνιστές απόλεμοι που μένανε, γυρεύαν
Να παν να πολεμήσουνε κι αυτοί να δοξαστούνε.
Όταν στην Αίγινα έφτασε της νίκης το μαντάτο
(Εκεί τότε βρισκότανε η Κυβέρνηση), εγίνη
Δοξολογία πάνδημη στις ’κοσιοχτώ Νοέμβρη.
Χαρμόσυνα χτυπάγανε οι καμπάνες. Ό Λαός μας Γιόρταζε. Κι οι επίσημοι τώρα υμνολογούσαν
Τον ήρωα που τόσο πριν τον είχανε πικράνει,
Και τον περιφρονήσανε, και τόνε κατατρέξαν.
Και όταν μες στην εκκλησά μπήκαν και λειτουργία Ευχαριστήρια έκαναν για τη μεγάλη νίκη,
Εκεί τον πανηγυρικό εκφώνησε ο Τρικούπης
Λέγοντας στ’ άλλα ανάμεσα:
«Χωρίς είδος,χωρίς κάλλος,ως ελεεινόν πτώμα εκείτετο χθες η Στερεά Ελλάς.Ο ζέφυρος της ελευθερίας,ο μόνος ο οποίος ζωογονεί τον λογικόν άνθρωπον, δεν έχυνε πλέον την δρόσον του εις το άμορφον πρόσωπον της. Αυχμηρά και κατάξερος ήτο η όψις της, γλυκεία αύρα έπνεε μόνον ακόμη εις εκείνο το μέρος όπου ετάφη ο Αριστογείτων. Σιωπηλή παντού αλλού ήτο η λύρα του Ελληνος,η οποία εγέμιζε προχθές τας πόλεις και τα χωρία με της παλληκαριάς και της ελευθερίας τα τραγούδια...Τα ένδοξα πλην ατυχή τέκνα της Ρούμελης, φεύγοντα το σκότος της αβύσσου,διεσπάρησαν τηδε κακείσε άστεγα και άπορα, άλλα εκρύπτοντο εν τοις σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης,άλλα κατέφευγαν εις ακροτόμους λίθους, άλλα ασφαλίζοντο εις τας κορυφάς άβατων βουνών, και άλλα εκάθοντο αντίκρυ της γης, την οποίαν η άβυσσος εφοβέριζε να καταπίει. Όλα έβλεπον ταπεινωμένην την δόξαν της, όλα, ως τα τέκνα του Ισραήλ όταν καθήμενα εις τον ποταμόν Βαβυλώνος ενθυμούντο την Σιών, έκλαιον πικρά ενθυμούμενα τας λαμπράς μάχας των Βασιλικών, του Μακρυνόρους, της Γραβιάς,του Καρπενησίου, της Αμπλιανης, όλα εδιηγούντο τα περασμένα της γης εκείνης μεγαλεία, τα οποία μία στιγμή αν διέβαινεν ακόμη, έβλεπον ότι έμελλον να κατεβούν και αυτά εις την ανοιχθείσαν άβυσσον, επάνω της οποίας εστέκετο το μέγα θηρίον, διά να παραχώσει εκεί μέσα τας τελευταίας ελπίδας της Στερεάς Ελλάδος, την γην, λέγω, όπου ετάφη ο Αριστογείτων, και έπειτα να την σφραγίσει με την σφραγίδα της αιωνιότητας. Χέρι εχρειάζετο δια να κτυπήσει κατακέφαλα το επάνω της αβύσσου θηρίον, και ούτως η άβυσσος να κλεισθεί πριν καταπίει όλην την κινδυνευουσαν εκείνην γην, και αφού πρώτον αποδώσει ό,τι επρόφθασε και κατέπιεν. Αλλά ποίον ήτο το τολμηρόν χέρι, το οποίον έμελλε να αντιπαλαίσει με το μέγα τούτο θηρίον; Οχι άλλο βέβαια, παρά το χέρι το ρουμελιώτικον, εκείνο το χέρι το οποίον εκινδύνευσε να κόψει την κεφαλήν του θηρίου μαχόμενον εντός της ηρωικής πόλεως
της Ελλάδος. Αλλά το στιβαρόν τούτο χέρι έπρεπε να το διευθύνει επιχειρηματικός και εμπειροπόλεμος
άνθρωπος.Τοιούτος επαρρησιάσθη ο αρχηγός Καραϊσκάκης. Αυτός επικεφαλής των ανδρείων,οι οποίοι τον πόλεμον έχουν χαράν και τον κόπον άνεσιν, έλαβεν συναγωνιστήν και τον ατρόμητον πολεμιστήν της Πελοποννήσου Νικήταν, εύρε και συνεργούς προθυμότατους εις τους σωτηριώδεις τούτους σκοπούς τους φιλότιμους και φιλοπάτριδας Ψαριανούς, και εφοδιασμένος με όλην της Διοικήσεως την πατριωτικήν φροντίδα, έτρεξεν εις καταδίωξιν του επάνω της αβύσσου μεγάλου θηρίου... "
Και γράφει ο υπασπιστής του Γέρου, ο Φωτάκος:
"Η δε εκστρατεία του στρατηγού τούτου (του Καραϊσκάκη) εκαθάρισεν ολίγον και τα πάντα έσωσε. Διότι εκτός των άλλων απεστόμωσε τους εξωτερικούς εχθρούς της Ελλάδος,οι οποίοι έλεγον εις τον Σουλτάνον, οτι όλη η Ρούμελη υπετάχθη εις τον Κιουταχήν, και ότι Ελληνες πλέον δεν υπάρχουν, ειμή μόνον ραγιάδες".
Και ο Παπαρρηγόπουλος τη μέρα λέει της νίκης
"ημέραν αναστάσεως της προ μικρού πεσούσης Στε-
ρεάς Ελλάδος".
Κι ομολογεί ο Χέρτσβεργ πως:
"επί τη λαμπρά του Καραϊσκάκη νίκη ανεπτερώθησαν αύθις αι ελπίδες των εν Πελοποννήσω Ελλήνων και η Επανάστασις ηνωρθώθη παραχρήμα ερρωμένη".
Κι ένας απ’ τους σημαντικούς πολιτικούς του Αγώνα,
Γερό και τίμιο μυαλό, μας γράφει (ο Σπηλιάδης):
"Δεν ανέστησεν η ολιγαρχία την Στερεά Ελλάδα. Την ανέστησε ο Καραϊσκάκης... Οτι δε άλλος δεν την ανέστησε, θα το αποδείξει ο θάνατός του."
Οσο για τους φιλέλληνες ολόκληρου του κόσμου Παρόμοια η νίκη αυτή χαρά τους είχε όλους τους γεμίσει.
Στα χείλια όλων ήτανε τ’ όνομα Καραϊσκάκης,
Και όλοι οι Φιλελληνικοί Σύλλογοι της Ευρώπης,
Που εφόδια να μας στέλνουνε είχανε σταματήσει, Νομίζοντας πως πάει πια, νέκρωσε ο Αγώνας,
Να ενδιαφερονται άρχισαν πάλι για την Ελλάδα
Και πάλι ξαναρχίσανε να μας τροφοδοτούνε.
Ο Εϋνάρδος έγραψε γράμμα στον Καραϊσκάκη-
Και είχε μιά εξαιρετική το γράμμα αυτό αξία.
Ο Λουδοβίκος, βασιλιάς της Βαυαρίας, που είχε
Την πτώση του Μεσολογγιού σαν έμαθε ανακράξει
Με δάκρυα στα μάτια του «Πέθανε η Ελλάδα!»,
Τώρα με δάκρυα χαράς παράφορα ξεσπάει:
"Η Ελλάς μου αναστήθηκε!" Αλλά και κάτι ευώδες:
Σε μιαν απ’ τις δημόσιες που δίναν εσπερίδες
Κυρίες ελληνόφιλες στ’ όμορφο το Παρίσι
Για να μαζέψουν χρήματα να στείλουν στην Ελλάδα,
Χρήματα που θα μάζευαν πουλώντας διάφορα είδη
Σε υπερβολική τιμή, εκεί, ένας ανθοπώλης
Εδιάθεσε για πούλημα έναν ευώδη κρίνο
Όπου τον ονομάτισε "κρίνο Καραϊσκάκη".
Ως για τα τούρκικα τ’ αυτιά που ο Καραϊσκάκης Τσαπελιασμένα τα ’στειλε στ’ Ανάπλι σαν τα σύκα
Σε κάποιο γράμμα του καιρού εκείνου γράφει ετούτα:
"Αυτοί οι αιχμάλωτοι εσήκωναν εις επιμήκη δόρατα εννέα αρμαθούς αυτιά εις μήκος έκαστον δύο τσαπέλων σύκων... Εν μέσω δε των δορυφόρων τούτων υψούντο αι μιαραί κεφαλαί των αλκίμων και στρατηγηματικωτάτων μεγάλων αρχηγών Κεχαγιά μπέη και Μουστά μπέη".
Αλλά το λόγο ας δώσουμε και πάλι στη Μαρία.
«ΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ
30 Νοεμβρίου 1826
Υστερα από τη Ράχοβα στέλνει ο Καραϊσκάκης
Το Δράκο για τα Σάλωνα, να τα πολιορκήσει.
Εναν Σουλιώτη ηρωΐκό στέλνει, τον Μπαϊρακτάρη
Να πάει και το Δίστομο γερά να ταμπουρώσει,
Και στέλνει και τους Περραιβό, Ρούκη και Δυοβουνιώτη
Ως τετρακόσοι όλοι τους να πιάσουν τη Βελίτσα.
Δεν ήθελε αφύλαχτα ν’ αφήσει αυτά τα μέρη
Γιατί ακόμα ο κίνδυνος των τούρκων εκρατούσε.
Υστερα στην Κυβέρνηση ένα γράμμα είχε στείλει Ζητώντας τους με Θεσσαλούς και με τους Μακεδόνες
Στην Αταλάντη να ’μπουνε, ώστε αυτοί από κείθε
Κι αυτός από την άλληνε, να κόψουν του Κιουτάγια
Τους δρόμους που περνάγανε οι εφοδιοπομπές του.
Μετά κι ο ίδιος τράβηξε και πήγε στη Βελίτσα,
Να κυνηγήσει θέλοντας τους τούρκους απ’ τη Δαύλεια.
Μαζί μας βρίσκονταν εδώ και κάμποσες ημέρες
Μια κεφαλή των Φιλικών. Ηρθε ’κοσπέντε Νοέμβρη
Κι όλο κουβέντες εκανε με τον Καραϊσκάκη.
Ειν’ ο Αναγνωστόπουλος και είχε ’ρθεί ζητώντας
Να συμφωνήσούνε μαζί με τον Καραϊσκάκη
Αναφορά να στείλουνε στον Τσάρο, να ζητάνε
Βοήθεια στον που έκανε το Εθνος μας Αγώνα.
Ο ίδιος την αναφορά θα τήνε πάει στον Τσάρο.
Αμέσως εσυμφώνησε μ’ αυτά ο Καραϊσκάκης
Και σήμερα τ’ απόβραδο ήρθανε στο τσαντήρι
Κι έβαλε στην αναφορά ’ποκάτου τ’ όνομά του.
Αύριο ’Αναγνωστόπουλος τραβάει για τ’ Ανάπλι
Και με το πρώτο πλεούμενο κινάει για Ρουσσία.
Το λόγο που τον έφερε ως τον Καραϊσκάκη
Κράταγε’ ο Αναγνωστόπουλος κρυφόν από τους άλλους.
Μονάχα ο Νικηταράς εγνώριζε τα πάντα.
Αλλά η αξία του χαρτιού που ο Καραϊσκάκης
Με τον Αναγνωστόπουλο έστειλε για τον Τσάρο,
Θα γίνει ολοφάνερη όταν κανένας μάθει
Για κάποιο άλλο έγγραφο που ο Μαυροκορδάτος
Κινώντας γη και ουρανό εφρόντισε να στείλει,
Χωρίς καθόλου να ντραπεί, στη φίλη του Αγγλία,
Και που μ’ αυτό το έγγραφο τον τόπο ξεπουλούσε
Στους ταπεινούς κι αδίστακτους, στους δολοφόνους Αγγλους.
Και που αυτό το έγγραφο που τις κακές συνέπειες
Που θα ’χε, να προλάβαινε ήθελ’ ο Καραΐσκάκης
Ενα δικό του έγγραφο στέλνοντας προς τον Τσάρο.
Και τ’ άνομο αυτό χαρτί, το προδοσιά γεμάτο
πολλοί το υπογράψανε-είτε ξεγελασμένοι,
Είτε γιατ’ ήταν έπειτα απ’ του Ιμπραήμ τη νίκη
Που ’χε στην Αλωνίσταινα-κι όλοι χαμένα τα ’χαν,
Είτε γιατί-όπως δυστυχώς και ο Κολοκοτρώνης-
θέλανε ν’ αποδείξουνε ότι τους λεν αδίκως
Αντιάγγλους και Ρωσσόφιλους. Μον’ ο Καραϊσκάκης
Υπογραφή δεν έβαλε σ’ αυτό το βρωμοχάρτι.
Και δεν το υπογράψανε ουτ’ οι Καπεταναίοι
Που τη Μεσολογγίτικη Φρουρά την οδήγησαν
Στην Εξοδο και από κει προς την Αθανασία.
Αλλά με σκέψη καθαρή και φωτεινή μια γνώση
Ο Υψηλάντης μας μιλεί με μιά επιστολή του
Όπου στον Γκούρα έστειλε, για να του εξηγήσει
Γιατί δεν πρέπει το χαρτί εκείνο να υπογράψει.
Σ’ αυτό, με λόγια ζωντανά τους κόπους του θυμίζει
Που οι Ελληνες υπόφεραν και τις θυσίες που κάναν
Ωστε ν’αποτινάξουνε την τουρκική δουλεία.
Και τούτα τα προφητικά τα λόγια ακολουθούνε-
Κι είναι προφητικά γιατί έτσι σωστά ειπωμένα,
Είναι σα να τα μίλησε η Πατρίδα μας η ίδια:
"Ε, λοιπόν.Όλοι αυτοί οι κόποι , όλαι εκείναι αι θυσίαι και όλαι αι τόσαι ζημίαι σήμερον ματαιώνονται πλέον, επειδή και ολίγοι κακοί πατριώται, βλέποντας ότι εις την κατάστασιν όπου εκατήντησαν εξ αιτίας των τα πράγματα, αυτοί δεν θα ημπορέσουν να βασταχθούν εις τα πόστα των, απόφασιν έκαμαν να παραδώσουν την πατρίδα εις τα χέρια των Αγγλων, κάμνοντας τους τελείους νοικοκυραίους εις όλα μας. Διατί αυτό σημαίνει η απόλυτος υπεράσπισις όπου ζητούν από τους Αγγλους. Πολλά ολίγον τους μέλει ότι σκλαβώνουν την πατρίδα χειρότερα παρά οπού ήτον αποκάτω από τον Τούρκον. Αυτοί στοχάζονται ότι οι Αγγλοι αυτούς θα τους τιμήσουν με άξίαις και θα τους κυβερνήσουν διατί τους έδωκαν αυτοί την Ελλάδα. Όθεν άλλο δεν κάμνουν νύκτα και ημέραν, παρά να τάζουν μεγάλα καλά τον ένα και τον άλλον, δια να τους κάμουν να υπογράψουν εις την πώλησιν ταύτην και έτζι να την κάμνουν ως από μέρους όλων των Ελλήνων.
Τώρα να σας ειπώ ότι οι Αγγλοι, σαν μας βάλουν εις το χέρι τους, έχουν πρώτα όλους τους σημαντικούς μας, αν δεν τους φαρμακωσουν, καθώς έκαμαν εις τας Ινδίας όλους τους μεγάλους, τ' ολιγώτερον να τους εξαρματώσουν δια να μην έχουν κανένα φόβον από αυτούς και να φέρουν εδικά τους άρματα εις τον τόπον μας, ύστερα δια να ημπορούν να κρατούν τον λαόν εις την εξουσίαν τους και να τον κάμουν ό,τι θέλουν, θα του σηκώσουν όλα τα μέσα του πλουτισμού και ως πραγματευταί ιντερεσσάτοι θα εξοδεύουν ταίς πραγματείαις των εις τον τόπον μας, ως εις τον καιρόν της Τουρκίας και ως νοικοκυραίοι θα παίρνουν αυτοί ταις εδικαίς μας. Να σας ειπώ όλα αυτά, χρεία είναι να εμβώ εις βαθειαίς πολιτικαίς θεωρείαις και να σας φέρω χιλιάδες παραδείγματα δια να τα αποδείξω. Στέκομαι μόνον εν ταις ακόλουθαις παρατήρησαις των φρονίμων πατριωτών. Όσοι τάζουν τόσα καλά, αν υπογράφουν να έλθουν οι Αγγλοι, από λόγου τους μας τα τάζουν, ή το μινιστέριον της Αγγλίας τους τα υποσχεθη; Αν είναι, το πρώτον, θέλουν γρονθοκόπισμα, πρώτον ότι τάζουν εύκολα όσα δεν είναι εις το χέρι τους και δεύτερον ότι καταπιάνονται υποθέσεις, που ουδέ η Διοίκησις χωρίς πληρεξουσιότητα εθνικην δεν ημπορεί να ταις αναλάβει. Αν πάλιν το μινιστέριον τα υπόσχεται, η Αγγλία από καλωσύνην της μόνον θ' ανοίξει πόλεμον με την Τουρκίαν και ακολούθως με όλην την Ευρώπην, που απεφάσισε να μην ανακατωθεί καμμία δύναμις εις τα πράγματα μας, η δια ιντερέσσον της*. Αν το πρώτον πώς να το βεβαιωθώμεν; Αν το δεύτερον,διατί να μην ηξεύρωμεν και ημείς ποίον είναι το ιντερέσσον της; Επειτα ποίος μας βεβαιώνει ότι η Αγγλία δεν θα βάζει πάλιν ημάς κατά την συνήθειάν της εις την φωτιάν, διότι η ιδία έχει πολλά ολίγους στρατιώτας,ώστε και να τους θυσιάζει δι ημάς; Και εις καιρόν ειρήνης δεν θα μας εξαρματώνει δι’ ασφάλειάν της ωσάν γυναίκας; Και τότε τί μας ωφελεί τέτοια υπεράσπισις από αφέντην προς σκλάβον; Τέλος πάντων οι πωληταί μας, αποκρίνονται με το κεφάλι των, ότι οι Αγγλοι αν ιδούν τα στενά, δεν θα μας παραδώσουν εις τα χέρια του Τούρκου, καθώς την Πάργαν, διά να πάρουν τα δάνεια των οπίσω, και έτζι να γλιτώσουν τα έξοδα και την τύχην ενός πολέμου τόσον εκτεταμένου!
Τί λοιπόν άλλο δείχνει η προσπάθεια των αντιπατριωτών να μας δώσουν εις τους Αγγλους παρά την ελπίδα να αυθεντεύουν αυτοί εφ’ όρου ζωής εις την πατρίδα μας; Αφού τόσον τυφλά ενεργούν τάχα δια το καλόν μας, εις ημάς λοιπόν μένει να ενωθώμεν όσοι αληθώς αγαπώμεν την πατρίδα και να εναντιωθώμεν εις τους τοιούτους, δια να μην αφήσωμεν να σκλαβωθεί χειρότερα και πρέπει να πάρωμεν (μία λέξη της επιστολής δυσανάγνωστη) και επιδεξίως τα μέτρα μας διά να εμποδίσωμεν το κακόν από την ρίζαν αυτήν. Εξοχώτατε! Εχομεν παρά πολύ ακριβά αγορασμένην την ελευθερίαν μας, ώστε να την χαρίσωμεν τόσον φθηνά εις τον τυχόντα... Αρχηγέ! η πατρίς είναι το αγιώτερον, το τιμιώτερον και το μεγαλύτερον πράγμα εις τους ανθρώπους. Προσέξατε μη δώσητε υπογραφήν, οπού να την βλάψει ανίατα, διότι εκτός της ατιμίας, θέλετε αιώνια έχει την κατάραν του έθνους δια το οποίον επολεμήσατε και πολεμείτε ακόμη να δοξάσετε. Μένω με όλον το προσήκον σέβας.
Τη 3 Αυγούστου 1825,εν Ναυπλίω.
Ο ως αδελφός και πατριώτης Δημήτριος Υψηλάντης".
Αυτό το επονείδιστο το έγγραφο εστάθη.
Και εμπνευστής του ήτανε κι άξιος του πρωτεργάτης
Ο πάντοτε ιδιοτελής κι άθλιος Μαυροκορδάτος.
Και τ’ όνειδος που το χαρτί αυτό μας είχε φέρει,
Και τα κακά που σίγουρα θα ’φερνε η εφαρμογή του,
Αυτό ήθελε να ’σβηνε, κι εκείνα να προλάβει
Ο Καραϊσκάκης και μαζί οι που ζήτησαν του Τσάρου
Να επέμβει κι από το χαμό να σώσει την Ελλάδα.
Και αν αλλιώς τα πράγματα ήρθανε, δεν μικραίνει
Με τούτο ο πατριωτισμός και η μεγαλωσύνη
Εκείνων που ζητήσανε βοήθεια απ’τη Ρωσσία.
Γιατί αυτοί βλέπαν μακριά κι είχαν πλατύ το πνεύμα
Και την πατρίδα είχανε μονάχα στο μυαλό τους
Κι όχι την ιδιοτέλεια και διορισμούς και γρόσα.
Αποστολή σήμερα μιά κίνησε για τ’ Ανάπλι.
Η τελευταία ήτανε που ’φυγε κουβαλώντας
Αιχμάλωτους της Ράχοβας και κάμποσα τσαντήρια.
Μ’ αυτήνε κι ένας Ελληνας ταξίδεψε προδότης.
Ενας προδότης που ήτανε απ’ τούς πολύ μεγάλους.
Που ο Μουστάμπεης πάντοτε τον έσερνε μαζί του,
Και αρχηγό τον έχρισε της αντιπροσωπείας
Που έστειλε περίτρομος προς τον Καραϊσκάκη
Οταν εγύρευε να βρει τρόπο για να γλιτώσει
Απ’ την που του ’χαν οι έλληνες στημένηνε παγάνα.
Τάτση Μαγγίνα τόνε λεν. Με τον τεσσαρομάτη
Βρακί και κόλος ήτανε, κι αυτόνε είχε βάλει
Μ’ άλλους μαζί για μάρτυρα στη δίκη που εγίνη
Ώστε απ’ τη μέση να ’βγαινε τότε ο Καραϊσκάκης.
Σαν έγινε η Εξοδος ’βρέθη στο Μισολόγγι.
Κι όταν στα χέρια έπεσε του Κιουταχή, αμέσως
Υποταγή του δήλωσε. Τόσο πολύ ο Κιουτάγιας
Μαζί του φίλος ήτανε και τον πολυαγαπούσε,
Ωστε αρχικοτζάμπαση σκόπευε να τον κάνει,
Οταν θα την υπόταζε, της Δυτικής Ελλάδας.
Κι η τύχη τώρα το ’φερε και στου Καραϊσκάκη
Τα χέρια μέσα έπεσε σαν ποντικός στη φάκα:
"Τώρα στα χέρια σε κρατώ τσογλάνι του Κιουτάγια
Που γύρευες εμένανε να βγάλεις για προδότη…"
Κι άλλα πολλά του έψαλε, κι ως πάντα ο Καραϊσκάκης
Λέει βρωμόλογα πολλά, έτσι έκανε και τώρα.
Ομως τα τετοια λόγια του δε θέλω να τα γράψω
Του ’πε… και τι δεν του ’σουρε. Στο τέλος μια του δίνει
Και ζαμπλαρώνεται αυτός φαρδύς πλατύς στο χώμα:
"Τα χέρια μου με το αίμα σου όμως δε θα λερώσω-
Μαζί με του αφέντη σου Μουστάμπεη το κεφάλι
Δεμένον στην κυβέρνηση και σένανε θα στείλω
Κι αυτή ας σου δώσει όποιανε σου αξίζει τιμωρία".
Και τον παράδωσε σ’ αυτούς που είχαν αναλάβει
Να κάνουν τις μεταφορές όλες: το Γιώργη Βάγια,
Το Γιώργο Αγαλλόπουλο, το Γιώργο Κουτσονίκα.
ΤΟΥΡΚΟΧΩΡΙ
5 Δεκέμβρη 1826
Εχτές ο Γιώργης έμαθε πως από τη Φοντάνα
θα διάβαιναν Τούρκοι πολλοί εφόδια κουβαλώντας
Για το στρατό του Κιουταχή. Περίπου εφτακόσοι.
Με το μυαλό του το ξυπνό κατάλαβε αμέσως
Οτι θα κάνανε σταθμό για να ξεκουραστούνε
Στο που το εθαρρούσανε λεύτερο Τουρκοχώρι.
Τρέχει, το πιάνει, έβαλε το πεζικό του μέσα,
Κι αυτός πήγε και κρύφτηκε με την καβαλαρία
Μες σ’ ένα λόγγο που κοντά βρισκότανε στο δρόμο.
Θ’ άφηνε να περάσουνε οι Τούρκοι και κατόπι
Σαν το ντουφέκι θα ’ναβε μέσα στο Τουρκοχώρι
Τους τούρκους θα εμπόδιζε να φύγουν να σωθούνε.
Ως τα ’λεγε και γίνανε. Σε λίγο να οι τούρκοι
Να ’ρχονται σε μια ατέλειωτη κορδέλα ζα κι άνθρωποι.
Πασάδες, μπέηδες, έμποροι, αγάδες, ταγκαλάκια.
Αλλοι καβάλα, άλλοι πεζοί ξέγνοιαστα επηγαίναν Ελπίζοντας πως στο χωριό φτάνουνε όπου να ’ναι
Και κει τους περιμένουνε ξεκούραση και μάσα.
Τους πετεινούς των ντουφεκιών έχοντας σηκωμένους,
Κρυμμένοι μες σε σύδεντρα και πισω από κοτρώνια,
Χαμογελώντας την πομπή έβλεπαν οι δικοί μας.
Σε λίγο η τουρκοσειρά δίπλα τους εβρισκόταν.
Οι ομιλίες ακούγονταν και τα χουγιάσματά τους.
Τους άφησαν και πέρασαν προς το χωριό τραβώντας
Οσο που λίγες δρασκελιές το κόντεψαν μονάχα.
Και τότε η πρώτη μπαταρία βρόντηξε των Ελλήνων
Από τα γκρέμια του χωριού που οι τούρκοι το ’χαν κάψει
Μήνες οχτώ πρωτύτερα.Το τί εγίνη τότε…
Τα ζώα επρογκήξανε κι εκύλησαν στο χώμα
Μπαϊράκια και φορτώματα, σαρίκια και καφτάνια.
Οι τούρκοι εσαστίσανε. Γυρεύουν να γυρίσουν
Τα φορτωμένα τους τα ζα μπρος πίσω και να φύγουν.
Στενός ο τόπος, σπρώχνονται, μπερδεύονται, πατιούνται,
Κι ένα κουβάρι γίνονται. Φωνάζουν, βλαστημάνε…
Και τότε να! Σαν αστραπή πέφτει ο Καραϊσκάκης
Από τα πλάγια πάνου τους με την καβαλαρία.
Και το σωρό κόβει στα δυό. Κι αρχίζει να χτυπάει.
Τρόμος το ξάφνιασμα έγινε και πανικός τους πιάνει.
Οι αγωγιάτες παρατάν τα ζώα. Οι εμπόροι
Αφήνουν τις πραμάτιες τους και όπου φύγει φύγει.
Μπήγει φωνές γκαρδιωτικές κι ορμά ο Καραϊσκάκης.
Μες στο σωρό απ’ τις φορεσιές και από τα στολίδια
Που φόραγαν οι επίσημοι κι είχανε τ’ άλογά τους,
Ξεκρίνει τους σημαντικούς τούρκους και τους χυμάει.
Κι αυτός ο ίδιος σκότωσε τον αρχηγό των Τούρκων Μεχμέτ πασά. Παράλυσαν τελείως πια οι άλλοι-
ΙΙετάνε ό,τι κράταγαν κι αρχίζουν την πιλάλα.
Οι Ελληνες τους κυνήγησαν μέχρι τη Μπουδουνίτσα. Χίλια δικά μας γίνανε άλογα και μουλάρια
Με του θεού όλα τ’ αγαθά πάνω τους φορτωμένα.
Εγινε και μια νόστιμη σήμερα ιστορία.
Κοντά μας έχουμε καιρό ένα νεαρό κοντούλη,
Ασχημομούρη και σπανό, ξερακιανό, με μία
Κουρελιασμένη και λερή πάντοτε φουστανέλλα.
Κι όλοι τον κοροΐδεύανε και γέλαγαν μαζί του.
Ηταν γνωστός με τ’ όνομα σ’ όλους Κλανομαρία.
Είχε ένα παλιοντούφεκο το πιό πολύ για μόστρα
Παρά για πόλεμο, γιατί στον πόλεμο κρυβόταν.
Τον είχαμε μόνο καλόν θελήματα να κάνει.
Μέσα στη μάχη σήμερα και στην αναμπουμπούλα,
Καθώς απάνου στ’ άλογο ήταν ο Καραϊσκάκης
Με τις φωνές του ολόγυρα τραντάζοντας τις ράχες,
Κρυμμένη σ’ ένα σύδεντρο βλέπει την Κλανομάρω.
Τάχα παραξενεύτηκε: "Ωρέ, σύ εδώ πέρα;"
Του κάνει, "πώς δεν πολεμάς; " Εκείνος: "Καπετάνιο
Στόμωσε το ντουφέκι μου. Με τί να πολεμήσω;"
Πως τον πιστεύει τάχατες κάνει ο Καραϊσκάκης
Και τον ασημοκάμωτο και φλωροκαπνισμένο
Το σισανέ του του ’δωκε: "Να, πάρε το δικό μου"
Του λέει, "και τράβα τούρκικα κεφάλια να μου φέρεις".
Η Κλανομάρω να ιδεί πως ο Καραϊσκάκης
Του ’δωσε το ντουφέκι του-κάτι που θα ζηλεύαν
Απ’ τά παλληκαρόπουλα τα πιό αντρειωμένα-
Γίνεται άλλος άνθρωπος. Ορμάει μες στη μάχη
Κι έρχεται πίσω φέρνοντας δυό τούρκικα κεφάλια.
Και από τότε ήτανε πια η Κλάνομαρία
Ενα με τάλλα τα πολλά ισάξο παλληκάρι
Και πάντοτε τον έβλεπες σ’ όλες τις μάχες πρώτον.
Να με ποιόν τρόπο ήξερε να κάνει ο Καραϊσκάκης,
Από κεινούς που ήτανε κιοτήδες, παλληκάρια.
ΚΑΙ ΛΙΓΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ
8 Δεκέμβρη 1827
Να με πειράζει σήμερα είχε όρεξη ο Γιώργης.
Κι όσο κοκκίνιζα εγώ από ντροπή, εκείνος
Τόσο και μου γινότανε με τα χοντρά του λόγια:
"Μωρή Μαριώ" αρχίνισε "με πόσους εκοιμήθης;"
"Αφέντη μη με τυραννάς. Σού είπα-με κανέναν".
"Μωρή σ’ αρέσει ο Διαμαντής; Ωραίο παλληκάρι.
Αϊντε μωρή, κοιμήσου τον, σου κάνω αυτή τη χάρη".
"Καλλίτερα να κοιμηθώ παρέα με το Χάρο".
"Γιατί μωρή; Αφού εγώ σ’ αφήνω. Άντε. Τράβα."
"Αν μου το πεις πάλι αυτό τα κλάηματα θ’ αρχίσω.»
"Τάχα γιατί; Αντρας εγώ, άντρας κι εκείνος. Τράβα."
"Γιώργη, γυναίκα δυό αντρών γυναίκα όλου του κόσμου.
Κι όποια δυό άντρες κοιμηθεί όλη τη γης κοιμήθη".
"Κι ο άντρας τ’ είν’ ωρέ Μαριώ σαν έχει δυο γυναίκες;"
"Ο άντρας μια ή χίλιες μια, πάλι λεβέντης είναι".
"Κι αν μ’ άλλη πάω ’ρε Μαριώ, δε θα θυμώσεις; Πες μου".
"Με όσες θέλεις πήγαινε. Μόνο κοντά σου να ’μαι
Και να σου ψήνω τον καφφέ, να πλένω σου τα ρούχα
Κι όταν τα βράδυ θα ’ρχεται δίπλα μου να σε νοιώθω
Στον ίδιο να ’σαι τον οντά με μένα. Τίποτ’ άλλο".
"Και δε σε νοιάζει αν πέφτουμε στο ίδιο το κρεββάτι;"
«Όχι αν εσύ δε νοιάζεσαι. Το αφεντικό εσύ ’σαι.
Του χνώτου σου μόνο ζητώ τη ζεστασιά να νοιώθω
Σαν ανασαίνεις δίπλα μου. Να ξέρω πως μονάχη
Δεν είμαι μέσα στη ζωή-δεν είμαι μες στη νύχτα". "Εγνώρισες τη μοναξά φαίνεται στη ζωή σου".
"Αλήθεια τήνε γνώρισα. Κι είθε ποτέ μου πάλι.
Ούτε να τήνε σκέφτομαι δε θέλω. Θέλω πάντα
Κάποιον να νοιώθω δίπλα μου. Κατι με μένα να ’χει Κοινό. Ας είναι μυστικό ένα. Η ένα χάδι.
Η μια συνήθεια. Ή μοναχά μια λέξη, ένα πράγμα-
Μια χτένα που και με και σε να στρώνει τα μαλλιά μας
Η μία στάμνα που νερό θα δίνει και στους δυό μας
Η μια ματιά ένας τ’ αλλουνού να ρίχνει κάθε τόσο".
"Κι εγώ ενόμιζα ωρή πως μ’ ήθελες σαν άντρα".
"Μονάχα σα θελήσεις συ τότε διπλά εγώ θέλω.
Μ’ αν συ δε θες, ούτε κι εγώ. Αυτό θα πει γυναίκα".
"Τότε δεν είσαι άνθρωπος μα ζωντανό". "Δεν είμαι,
Οχι, δεν είμαι ζωντανό. Κι εγώ άνθρωπος είμαι.
Μα είδους άλλου μια ανθρωπιά μέσα μου ειν’ απλωμένη.
Η σκλάβα ’γω, συ ο κύρης μου. Αυτή ’ν’ η μόνη αλήθεια.
Κι αυτή θεμέλιο του έρωτα είναι, και κει απάνου
Ολα του κόσμου τα καλά μπορούνε να πυργώσουν."
«Άει μωρή κακόμοιρη κι εσύ. Ζωής σκουπίδι.
Όπως εμέ κι εσύ ορφανή κι έρμη στον κόσμο μέσα.
Αλλα εγώ είχα δύναμη. Και θέληση. Και θάρρος.
Και πάλεψα. Και μόνος μου ό,τ’ ήθελα επήρα.
Και συ εμένα διάλεξες για να σε προστατέψω.
Μα ξέρω τ’ είναι μοναξά και τ’ είναι δυστυχία.
Δε θα σ’ αφήσω μόνη σου μες στη ζωή. Στο λέω.
Κι όταν θα ξετελέψουνε τα βάσανα μια μέρα
Και πάλι μες σε σπιτικό θα μπω, μαζί μου θα ’χω
Και σένανε ωρή Μαριώ-στο ίδιο σπίτι μέσα.
Κι αν ο Ζαφείρης εισ’ εδώ, εκεί θα ’σαι η Μαρία.
Και θα ’σαι δίπλα μου κυρά η πρώτη μες στις πρώτες".
"Οχι κυρά. Όχι κυρά. Δούλα σου θέλω να ’μαι".
"Ωρέ μανία με τη σκλαβιά. Εγώ που στην Ελλάδα
Ζητάω να δώσω λεφτεριά, με δούλα θα κοιμάμαι!"
"Ναι Γιώργη μου. Συμπάθα με. Αυτό θα πει γυναίκα. Δούλα εγώ, αφέντης συ. Διατάζεις κι υπακούω.
Αλλιώς τα μίση, οι φωνές, οι πίκρες, οι καυγάδες!.. Κόλαση θα ’ταν η ζωή αλλιώς καλέ μου Γιώργη".
"Κι αν σκοτωθώ εγώ Μαριώ,θα γίνεις δούλα σ’ άλλον;"
"Γι αυτό εσένα διάλεξα που Χάρο δε φοβάσαι.
Που δεν τολμάει κανείς σ’ αντρειά μαζί σου να παρέβγει.
Που πάντα θα ’μαι δούλα σου και κύρης συ δικός μου".
ΤΟΥ ΤΑ ΧΑΡΙΣΕ Ο ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ
11 Δεκέμβρη 1826
Είμαστε στην Αγόριανη. Εχτές, πέντε Δεκέμβρη
Αφού το Νάκο Πανουργιά και Περραιβό και Ρούκη
Ο Καραϊσκάκης διάταξε να μείνουν στη Βελίτσα
Τραβάει με τ’ αποδέλοιπο τ’ ασκέρι για Υπάτη.
Το σχέδιο που ’χει στο μυαλό είναι να δυσκολέψει Ζορίζοντας από παντού τους Τούρκους που κρατούσαν
Το Λιδωρίκι, Κράβαρα κι αυτό το Καρπενήσι,
Και να τους κάνει από κει απολέμητα να φύγουν Αφήνοντας ελεύθερα στους έλληνες τα μέρη.
Καθώς όμως κινήσαμε, μας έπιασε μια μπόρα
Που βάσταξε όλο το πρωί κι όλο σχεδόν το γιόμα.
Για να διαβούμε της Γραβιάς το φουσκωτό ποτάμι
Μες στο νερό εμπήκαμε ως πάνου από τη μέση.
Δώδεκα λεβεντόπαιδα χαθήκανε στο ρέμα
Και δυό ακόμα χάθηκαν από την κακουχία.
Σταθήκαμε ν’ ανάψουμε φωτιές να ζεσταθούμε.
Μα πού. Τα ξύλα ήτανε ογρά και λασπωμένα.
Τα παλληκάρια ξέσπασαν κι αρχίσανε να βρίζουν
Με τις χειρότερες βρισές τον αρχηγό τον ίδιο:
"Το μούλο! Που μας έφερε στον τόπο του διαβόλου!
Τον κερατά! Που θα μας φάει όλους να ησυχάσει…" Αυτός που εκατάλαβε πως τα ’χανε μαζί του
Ολη τη νύχτα έτρεχε ή ξύλα να μαζεύει
Η να βοηθάει στις φωτιές, ή έλεγε αστεία,
Η πάλι αναθεμάτιζε πότε τον εαυτό του
Και πότε τον παλιόκαιρο. Και διόλου δεν εστάθη
Λίγο κι αυτός να ζεσταθεί και λίγο να στεγνώσει
Μον’ έτσι πηγε ως το πρωί. Κι από το λέγε λέγε
Αλλά κι απ’ το παράδειγμα που έδινε στους άλλους
Τα παλληκάρια μέρεψαν κι αρχίσαν να γελάνε.
Αφού μισοστεγνώσανε κι είχανε πια ’συχάσει
Σαν ο θεός ξημέρωσε και νοιώθοντας πως είχαν
Τ’ανθρώπινα ξεπεραστεί της αντοχής τους τα όρια,
Πήρε τα παλληκάρια του και, ο Καραϊσκάκης,
Σ’ Αγόριανη τα έβαλε και στο χωριό Σοβάλα,
Για να ξεκουραστούν εκεί και για να γιατρευτούνε
Οσα ’π’ την προηγούμενη μέρα είχαν άρρωστήσει.
Και μόνον όταν φτάσαμε κι είχαν τελειώσει όλα
Κι ενώ τα ρούχα πάνου του είχαν διπλοστεγνώσει,
Τότε μονάχα έγειρε στο στρώμα ο Καραϊσκάκης
Το κουρασμένο του κορμί λίγο να ξεκουράσει.
Τον άφησα να κοιμηθεί ώσπου μας πήρε γιόμα.
15 Δεκέμβρη 1826
Δυό μέρες ξεκουράστηκαν καλά τα παλληκάρια.
Σήμερα όμως το πρωΐ μαθαίνει ο Καραϊσκάκης
Ότι από την Κάρυστο ο Ομέρπασας ’τοιμάζει
Ασκέρι ένα δυνατό, τους τούρκους να βοηθήσει
Οπου κλεισμένους είχανε στα Σάλωνα οι δικοί μας.
Αμέσως απαράτησε το σχέδιο της Υπάτης
Και στην Αράχοβα γυρνά ώστε σιμά να στέκει
Στ’ άλλα μας τα στρατόπεδα κι αν τόνε χρειαστούνε
Να βρίσκεται κοντά εκεί έτοιμος να συντρέξει.
Σαν βλέπει πως ο Ομέρπασας να ’ρθει καθυστερούσε
Ο Καραϊσκάκης που αργός δεν ήθελε να μένει
Κινάει για τα Κράβαρα και για το Λιδωρίκι,
Λογιάζοντας πως του φταναν δυό μέρες για να διώξει
Τους τούρκους απ’ τά μέρη αυτά και τρόφιμα να έβρει
Γιατί τα παλληκάρια του δεν είχανε να φάνε.
Στο δρόμο παίρνει μήνυμα από Ξύδη και Καλύβα
Πως όσοι μες στα Κράβαρα ήταν Καπεταναίοι
Δε θέλουν τα καπάκια τους να σπάσουν με τους τούρκους.
Λέει στο Δημήτρη το Μάκρη να πάει να τους πείσει
Κι άμα δε θεν με το καλό, να τους εξαναγκάσει.
Με το καλό με τ’ άγριο, τα σπάνε τα καπάκια.
Μες στους Καπεταναίους αυτούς που ’ταν προσκυνημένοι,
Απ’ όλους πιό σημαντικός ήτανε ο Σαφάκας.
Ενώ αυτά εγίνονταν κινά ο Καραϊσκάκης
Με τον δικό του νταιφά και πάει στο Κλημάκι,
Για να χτυπήσει τους εχθρούς που ορδί εκεί ’χαν στήσει.
Τούρκοι ήτανε και Χριστιανοί ως χίλιοι οχτακόσοι
Κι είχαν αυτοί γι κεφαλές τον Ίσκο τον Αντρέα,
Κι απόκοντά του άλλοι δυο-οι Στράτος και Σαδήμας.
Κι οι τρεις αυτοί λογάριαζαν τα Σάλωνα περνώντας
Στην Αττική να κατεβούν και βοηθοί να γίνουν
Στον Κιουταχή που ήθελε να μπει μες στην Αθήνα.
Και ταμπουρώθηκαν γερά. Ομως δε βγαίναν έξω
Με τους δικούς μας να πιαστούν, όσο κι αν οι δικοι μας
Για να τους ερεθίσουνε τους φώναζαν κιοτήδες.
Σαν είδαν να τους απειλεί όμως ο Καραϊσκάκης,
Το σκασαν και περίτρομοι στη Ναύπακτο κρυφτήκαν.
Μα τώρα έμενε φαΐ να βρούνε οι στρατιώτες.
Αυτό το πρώτο μέλημα ήταν του Καραϊσκάκη
Για το στρατό του-πάντοτε να είναι χορτασμένος.
Στο Λιδωρίκι βρίσκονταν μέσα κάτι αποθήκες
Γεμάτες με γεννήματα τέσσερους χιλιοτόνους.
Ηταν τα δεκατιάτικα που μάζεψε ο Σαφάκας
Απ’ τους αγρότες τη χρονιά που πέρασε, για φόρο.
Δε βάσταγε η έρημη καρδιά του Καραϊσκάκη
Αυτά να στέκουν άχρηστα ενώ τα παλληκάρια .
Κακοπαθούσαν νηστικά και ξετραχηλισμένα
Μες σε βροχές και παγωνιές, σε λάσπες και σε χιόνια.
Τα ζήτησε του Σάφακα. Εκείνος λέει όχι.
"Μου ταδωσε ο Κιουταχής" του λέει,"κι είναι βιός μου,
Και θα τα δώσω μοναχά σ’ όποιονε με πληρώσει".
"Καλά. Δε θες με το καλό, τα παίρνω με το ζόρι".
Εκεί ήτανε ο Βέικος , απ’ τούς τρανούς Σουλιώτες.
Πηγαίνει στο κονάκι του ο Σαφάκας και του λέει:
"Θ’ αφήσουμε το γύφτο αυτόν να κάνει ό,τι θέλει;
Δε φτάνει που βαλε βουλή το βιος μου να μ’ αρπάξει
Μα και τ’ Αρματολίκι μου που μου ’δωκε ο Κιουτάγιας
Δε μου τ’ αναγνωρίζει λέει, και θέλει να το πάρει".
Ο Βέικος υποσχέθηκε πως θα τόνε βοηθήσει:
"Θα σε υποστηρίξουνε οι Σουλιώτες μου» του λέει.
«Αλλ’ αν μαζί μας θα ’χουμε και λίγους Ρουμελιώτες
Τότε πατάμε πιό γερά. Ξέρω πού θα τους έβρω».
Τον παίρνει και τραβάν μαζί και παν στους Ρουμελιώτες.
Τους Σπυρομήλιο βρίσκουνε και Χρήστο Χατζηπέτρο.
"Πρέπει να συμμαζέψουμε" τους λεν, "αυτόν το μούλο.
Κανείς δε μας ακούει πιά. Σ’ όλες τις υποθέσεις
Γίνεται ό,τι πει αυτός". "Τί θέλετε να γίνει;"
"Να τον μποδίσουμε το βιός να πάρει του Σαφάκα, .
Κι επιτροπή να φτιάξουμε κι αυτή να κυβερνάει".
Το μέγα ήταν των Σουλιωτών μαράζι, το γκουβέρνο.
Οι δυό κάνουν πως δέχονται. Γιατί κι οι δύο είναι
Καπτάνιοι που ορκίζονται στ’ όνομα Καραΐσκάκης,
Μόνο να ξεσκεπάσουνε θέλανε τους Σουλιώτες.
Πρωΐ πρωί συνάχτηκαν σήμερα οι Καπετάνιοι
Γυρεύοντας το επίμαχο το πρόβλημα να λύσουν.
Ανέγνοιαστος και σίγουρος όντας ο Καραϊσκάκης
Πως όλοι θα τον δίκιωναν, τον Βέικο ακούει
Ξάφνου να μη συντάζεται μαζί του και να παίρνει
Τα δίκια του φιλότουρκου Σαφάκα. Επικράθη.
Γυρνάει στους υπόλοιπους Σουλιώτες και ρωτάει
"Και σεις τα ίδια λέτε ωρέ;" "Και μεις" του απαντάνε.
Σε Χατζηπέτρο γύρισε μετά και Σπυρομήλιο,
Τους Ρουμελιώτες που το "ναι" είπανε στο Σαφάκα.
" Γιατί σεις δε μιλάτε ωρέ! Με ποιου το μέρος πάτε;"
"Με σένα είμαστ’ αρχηγέ" του λένε μ’ ένα στόμα.
«Δικά του τα γεννήματα δεν είναι. Να τα δώσει.
Ως για τ’ Αρματολίκι του, νομίζουμε κι οι δύο
Πως η Κυβέρνηση γι αυτό πρέπει ν’ αποφασίσει".
Δαγκώθηκε ο Βέικος. Χάρηκ’ ο Καραΐσκάκης.
Σαν οι Σουλιώτες φύγανε σ’κώνεται κι αγκαλιάζει
Και τους φιλάει σταυρωτά τους δυό Καπεταναίους:
"Αδέρφια συχωράτε με αν για χατήρι εκείνων
Κάποτε σας αδίκησα. Βλέπω πως δεν τ’ αξίζαν".
Το ’πε αυτό γιατί προψές για χάρη των Σουλιώτων Στενοχωρήθη ο Πανουργιάς με τον Καραϊσκάκη:
Ο Καραϊσκάκης πρόβλεπε ότι σε λίγες μέρες
Λέφτερα και τα Σάλωνα θα ’ταν από τους τούρκους
Κι από τα τώρα έψαχνε κάποιον εκεί ν’ αφήσει
Όταν οι τούρκοι φεύγανε, για να τα διαφεντεύει.
Τώρα ο Νάκος Πανουργίας ήτανε Σαλωνιώτης.
Πήγε λοιπόν στον αρχηγό κι επίμονα του εζήτει
Αυτόν να κάνει Διοικητή. Μα ο Καραϊσκάκης
Οσο και να τον παίδεψε, δεν του ’κανε τη χάρη.
"Γιατί; Δε μ’ έχεις ικανό για μία τέτοια θέση;"
"Αδέρφι Νάκο Πανουργιά, μη με ζορίζεις άλλο.
Δεν είναι που για ικανό δε σ’ έχω ή γι αντρείο.
Όμως αδέρφι, εμείς οι δυο, είμαστε Ρουμελιώτες
Και παρεξήγηση του ενού δεν του κρατεί ο άλλος.
Θέλω να κάνω την καρδιά σε κείνους τους Σουλιώτες.
Το ξέρεις πως σε μια κλωνά κρέμεται η φιλιά τους.
Δε θέλω αφορμή καμμιά για κάκια να τους δώσω.
Κι ακόμα ωρέ Πανουργιά, δε θέλω, σου το λέω,
Να βάζω ντόπιους να φυλάν τα ίδια τους τα μέρη.
Γιατί όσο κι αν καλός κανείς, η γνωριμιά που έχει
Και η φιλιά του μ’ άψυχα πράματα και μ’ ανθρώπους
Σε δίκια μία Διοίκηση εμπόδια θα του γίνουν".
Τις σχέσεις του γυρεύοντας που ’χε με τους Σουλιώτες
Να τις στεριώσει, προσκαλεί το Βέϊκο ο Σαφάκας
Να του βαφτίσει το παιδί, πέρα στην Αρτοτίνα.
Όσο αυτοί γλεντάγανε, φεύγει ο Καραϊσκάκης
Και πάει κατά τη Λειβαδιά τους Τούρκους να χτυπήσει.
Για να ’ναι όμως σίγουρος ότι στις επαρχίες
Που πάλι πήραν τ’ άρματα δε θα πατήσουν τούρκοι, Στέλνει το Γιώτη το Δαγκλή στα γύρω της Βελίτσας,
Και το Γιαννούλη διάταξε να πάει στο Παλιοξάρι
Και να σηκώσει το Λαό. Κι έστειλε στο Λεσίνι
Το Δήμο-Τσέλιο. Ύστερα, πήρε απ’ τις αποθήκες
Τα όσα είχε γεννήματα συνάξει ο Σαφάκας
Και πάει στο Μαυρολίθαρο. Εδώ είμαστε τώρα
Μπόλικο αλεύρι έχοντας για κάμποσες ημέρες.
Εδώ για μια συζήτηση με τον Καραϊσκάκη
θα πω, που ’χα επέρυσι, εξω απ’ το Μισολόγγι.
Σήμερα τη θυμήθηκα μετά το επεισόδιο
Ανάμεσα των Σουλιωτών και του Καραϊσκάκη.
Τον Καραϊσκάκη ανέκαθεν τον βλέπαν οι Σουλιώτες
Σαν ένα τους αντίπαλο μεγάλο στους αγώνες
Που κάνανε από παλιά για το αρχηγιλίκι.
Αυτοί οι αγώνες μερικές φορές γινόνταν μ’ όπλα.
Σ’ αγώνα έναν απ’ αυτούς λοιπόν ο Καραϊσκάκης
Ενα Σουλιώτη σκότωσε κι αιχμάλωτο έπιασ’ άλλον.
Κι εκείνου που σκοτώθηκε του ’κοψε το κεφάλι
Κι έστειλε τον αιχμάλωτο μαζί με το κομμένο
Κεφάλι, στον Χουρσίτπασα. Τον ρώτησα μια μέρα Αληθεια αν ήταν όλα αυτά. Μού είπε ήταν αλήθεια.
"Το εικοστρία ήτανε και τον Απρίλη μήνα.
Ητανε η περίσταση που ο τεσσαρομάτης
Θέλοντας να ξεφορτωθεί τους Τζαβελαίους Σουλιώτες
Τους έστειλε μες στ’ Αγραφα-να ’ρθουνε να τα πάρουν.
Έτσι εγλίτωνε απ’ αυτούς, αλλά μαζί με κείνους
Και από μένα ησύχαζε που πάντα προσπαθούσε
Μια ευκαιρία κατάλληλη να βρει να με χαλάσει.
Ετσι εμένανε έβαλε, και από τους Σουλιώτες
Τους Τζαβελαίους που πείναγαν, σε πόλεμο να ’ρθούμε.
Γιατ’ ήξερε ότι εγώ δε θα ’στεργα ποτέ μου
Αλλοι να μου πατήσουνε, όποιοι ήταν, τ’ Άγραφά μου.
Στη μάχη που εκάμαμε, γενναίοι οι Σουλιώτες,
Σαν το λαγό με κάνανε να τρέχω να γλιτώσω.
Και πέντε μου σκοτώσανε. Κι ένας από τους πέντε
Ο Συντεκνιώτης ήτανε, φίλος μου κι αδερφός μου.
Μα δεν τους άφησα κι εγώ άβλαφτους να γλιτώσουν.
Κι έπιασα έναν ζωντανό, κι εχάλασα άλλον έναν.
Κι έπιασα-ναι-και του νεκρού έκοψα το κεφάλι
Και με τον ζωντανό μαζί το ’στειλα στο Χουρσίτη.
Θέλεις γιατί εθύμωσα με τον τεσσαρομάτη
Που όλα τ’ ανακάτωνε, θέλεις με τους Σουλιώτες
Που ασυλλόγιστα ό,τι αυτός τους είπε είχαν κάνει".
Είχε αρχίσει κι έπεφτε της νύχτας το σκοτάδι.
Σταμάτησε το λόγο του. Μ’ εστειλε να του φέρω
Το γιασεμί του.Το ’φερα κι άρχισε να καπνίζει.
Αφού ετράβηξε δυο τρεις μετά εσοβαρεύτη,
Από το χέρι μ’ έπιασε, με κάθισε κοντά του,
Και με φωνή συνέχισε βαθιά και ταραγμένη:
"Τ’ Αγραφα ήτανε για με ολόκληρη η ζωή μου.
Σε κείνα πρωταντίκρυσαν τα μάτια μου το φως τους.
Εκείνα ήτανε για με και μάνα και πατέρας.
Εκείνα μ’ αναθρέψανε. Με μέστωσαν εκείνα.
Τ’ αγρίμια και τ’ αγριόχορτα με τάισαν της γης τους.
Οταν κανείς δε μου ’δινε ούτε ψωμί να φάω
Τα σπήλια τους με κρύβανε απ’ οσους με γυρεύαν
Για να με κόψουνε γιατί με τις κλεψές εζούσα.
Αυτό τον τόπο ήξερα κι αυτός μ’ ήξερε μόνο.
Αλλον, αν τ’ Άγραφα έχανα, μες σ’ όλη την Ελλάδα
Τόπο δεν είχα να σταθώ. Πέρα, στο Μισολόγγι,
Εχθροί με καρτερούσανε θανάσιμοι και άγριοι -
Κι η Διοίκηση ολόκληρη και ο τεσσαρομάτης
Με κατατρέχαν. Μόνη μου απαντοχή κι ελπίδα
Ηταν για μένα τ’ Αγραφα. Για τούτο τα γνοιαζόμουν.
Αν τ’ Αγραφα εχάνονταν χανόμουνα μαζί τους.
Αν το Σουλιώτη έστειλα πεσκέσι στο Χουρσίτη,
Το ’κανα επειδή ήθελα να δείξω πως ειμ’άγριος.
Και οι Σουλιώτες να το δουν αυτό, να φοβηθούνε
Και να μην έρθουνε ποτέ στα μέρη μου και πάλι.
Πεσκέσι όταν έστειλα στον Τούρκο το Σουλιώτη
Πολέμαγα για τη ζωή και για τα όνειρά μου.
Μα κι άχτι ένα εξω απ’ αυτά τους είχα τους Σουλιώτες:
Οι διάολοι του κερατά μπορεί να ’ναι λεβέντες
Μα έμαθαν να πολεμάν μόνο στα βράχια πάνου.
Όταν βρεθούν στα πεδινά ειν’ έξω απ’ τά νερά τους.
Και όταν με το νταΐφά ήμουν του Κατσαντώνη
Δύο φορές μας κάψανε με τα φερσίματα τους.
Τη μιά-μαζί μας ήτανε απ’ αυτούς ένα μπουλούκι-
Βρεθήκαμε κάποιο πρωί απέναντι στους τούρκους
Που αρχηγό τους το Μπεκήρ είχαν τον Τζογαδούρο.
Οι Τούρκοι ήτανε πολλοί. Βρισκόμασταν στο Βάλτο.
Ητανε το πιό φρόνιμο να πιάσουμε άλλη θέση
Γιατί εκεί που ήμασταν μπορούσανε οι τούρκοι
Λίγο μυαλό αν είχανε, γερά να μας στριμώξουν.
Μα οι Σουλιώτες ήθελαν εκεί να πολεμήσουν.
Ο Κατσαντώνης μάλωσε μαζί τους, μα στο τέλος
Αθελα υποχώρησε κι έδωσε εκεί τη μάχη.
Και μας εκλείσαν. Χρειάστηκε να κάνουμε γιουρούσι.
Κι ήταν το αποτέλεσμα να πληγωθεί ο Αντώνης.
Θαύμα είναι πώς τον πήραμε απ’ τών τουρκών τα χέρια.
Γιατί; Γιατί το ήθελαν εκείνα τα τσογλάνια.
Κι οι ίδιοι γίναν αίτιοι και χάθηκε ο Δίπλας,
Θείος μου, λεβεντάνθρωπος και πρώτος Καπετάνιος,
Που Κλέφτης με τ’ ασκέρι του πρωτόβγε ο Κατσαντώνης.
Ηταν όταν μας στρίμωξε ο Αγος Μουχουρντάρης.
Είπε ο Δίπλας στον Κοσμά, Σουλιώτη Καπετάνιο, Να φύγουνε. Να παν αλλού. Εκείνος δεν εδέχτη.
Οι Τούρκοι μας ελιάνισαν. Σκοτώθηκε ο Δίπλας
Κι έντεκα ακόμα έλληνες.Τότε κι εγώ Μαρία
Πρώτη φορά πληγώθηκα. Και γίναν όλα τούτα
Γιατί τα ξεροκέφαλα των Σουλιωτών το θέλαν".
ΔΙΣΤΟΜΟ
Τον τελευταίο τον καιρό δε στάθηκε τ’ ασκέρι.
Όλο στους δρόμους ήμασταν και ο Καραϊσκάκης
Καθόλου δεν ησύχασε τους τούρκους κυνηγώντας
Και πολεμώντας τους. Κι εγώ, απόκοντα μαζί του.
Οντας στο Μαυρολίθαρο ακόμα ο Καραϊσκάκης .
Εμαθε από χωρικούς πως ο Ομέρ της Εύβοιας
Ερχόταν για τα μέρη μας, μαζί του κουβαλώντας Καβαλαραίους και πεζούς ως τέσσερες χιλιάδες.
Αμέσως μόλις το ’μαθε τραβάει για τη Βελίτσα.
Φτάνουμε εκεί στις δεκοχτώ Γενάρη. Εκεί μας λένε
Πως έστησε ο Ομέρπασας ορδί στο Τουρκοχώρι.
Τραβάει για κει. Μα του ’φεραν στο δρόμο το μαντάτο
Πως φύγαν οι τουρκοί από κει εδώ και τρεις μέρες. Γυρνάμε πίσω άστεκα και πάλι στη Βελίτσα.
Εκεί έφτασε το σίγουρο το νέο πως οι τούρκοι
Τραβήξαν για το Δίστομο, χτυπήσαν τους δικούς μας,
Και κει τους εκρατάγανε τώρα μπλοκαρισμένους.
Μετά απ’ αυτά όμως ήτανε τ’ ασκέρι κουρασμένο.
Κι απ’ όλους πρώτος το ’ξερε αυτό ο Καραϊσκάκης. Καθώς όμως φοβήθηκε πως με το χασομέρι
Μπορεί να ’ρθεί καταστροφή, διάλεγει παλληκάρια
τα πιο γερά κι αντρεία του, ίσα με τετρακόσα
Τους λέει ν’ απομείνουνε μόνο με το γελέκι
Για να μπορούν πιο γρήγορα να τρέξουνε, και πρώτος
Αυτός πετάει την κάπα του, ο άρρωστος, ο χτικιάρης,
Κι ας ήταν όλα τα βουνά όθε ήθελε διαβούνε
Χιόνια γεμάτα κι ο βοριάς θέριζε τις πλαγιές τους.
Όμως καθώς θα πέρναγαν από τη Δαύλεια δίπλα
Οπου είχανε ορδί εκεί του Ομέρ στημένο οι τούρκοι,
Προστάζει να μην ανεβεί σε άλογο κανένας
Για να μπορούν, αθέατοι, εύκολα να περάσουν.
Του λεν αυτός τουλάχιστο σε άλογο ν’ ανέβει,
Δε δέχεται. Κι έναν γερό φωνάζει πεζολάτη
Και αμοιβή μεγάληνε του τάζει, αν φυτρώντας
Φτερά στα πόδια, πέρναγε ανάμεσα ’π’ τους τούρκους
Κι έφτανε ως το Δίστομο να δώσει το μαντάτο
Ότι την ίδια νύχτα αυτή θα ειν’ εκεί φτασμένος
Και πως όταν ακούσουνε οι κλεισμένοι ντουφεκίδι
Θα πει ότι χτυπάει αυτός τις πλάτες των τουρκώνε
Και τότε να χτυπήσουνε κι αυτοί, ώστε να βλάψουν
Όσο μπορούνε πιό πολύ τους τούρκους. Και κινάει
Απ’ τή Βελίτσα, απόγεμα, στο Δίστομο να πάει.
Ο Ομέρπασας στο μεταξύ, στις δεκαφτά Γενάρη
Φτάνει στο Δίστομο. Εκεί, βλέπει πως οι δικοί μας
Δεν ειν’ πολλοί, και σκέφτηκε ότι δε θα μπορέσουν
Ν’ αντέξουνε αν έκανε γερό ένα γιουρούσι.
Φέρνει κι ένα κανόνι εκεί κι αρχίζει να χτυπάει.
Και του Γενάρη δεκαεννιά οι άπιστοι ορμάνε.
Μα οι δικοί μας τους κρατούν μακριά. Και όχι μόνο
Αλλά τους παίρνουν στο κοντό- και μακριά τους διώχνουν.
Καθώς το σούρουπο έπεφτε, φτάνει ο Γιώργος Δράκος.
Ερχόταν απ’ τά Σάλωνα. Μαζί του κι οι Σουλιώτες
Όπου με τα γεννήματα θυμώσαν του Σαφάκα.
Διώχνουν τον Καραμφίλμπεη απ’ τον που εκράτει λόφο
Και ταμπουρώνονται σ’ αυτόν. Τώρα ο Καραϊσκάκης
Μετά ’πο τόσο δρόμο μες στης νύχτας το σκοτάδι
Και από κακοτράχαλα μέρη στρατολατώντας,
Φτάνει αλαφροπάτητος σα να ’τανε αγρίμι
Πρωί, μπροστά στου Ομέρπασα τ’ ορδί. Εκεί εστάθη
Για λίγη ωρα αμίλητος και συλλογή γεμάτος,
Ακίνητος, κοιτάζοντας τα τούρκικα τσαντήρια.
Αν γύρευαν άλλο να βρουν μέρος για να περάσουν,
Θα τους εχαμπαρίζανε στα σίγουρα οι τούρκοι.
Και παίρνει μία τολμηρή απόφαση, μα πάλι
Που ήτανε και συνετή: από μέσα θα περνούσε
Απ’ τά τσαντήρια των τουρκών. Ευθύς λοιπόν προστάζει
Αυτή του την απόφαση ο ένας να πει στον άλλο,
Ψιθυριστά, μην ακουστούν. Κι ακόμα να προσέχουν
Μη μπερδευτούνε στα σκοινιά των τσαντηριών. Και πρώτος
Τραβά μπροστά, ενώ πίσω του ακολουθούνε όλοι.
Σα μπήκαν στο στρατόπεδο, μπήγουν φωνές κι αρχίζουν
Να ντουφεκάνε στις σκηνές δεξά κι αριστερά τους.
Αστροπελέκι να ’πεφτε πάνου στους τουρκαλάδες
Με τέτοιο δε θα σκώνονταν τρόμο από τον ύπνο.
Είπαν πως πάει, έφτασε η τελευταία τους ώρα.
Κι απ’ τό τσαντήρι του κανείς έξω δεν ξεπροβάλλει,
Μα ντουφεκάν στα κουτουρού, χωρίς το πού να βλέπουν.
Οι έλληνες στο Δίστομο ακούν το ντουφεκίδι
Κι αναρωτιούνται τί έτρεξε. Γιατί ο πεζολάτης
Που το μαντάτο θα ’φερνε, δείλιασε να περάσει.
Σε λίγο ξεχωρίζουνε στης νύχτας το σκοτάδι
Να ’ρχετ’ ασκέρι ολόκληρο από τ’ ορδί των τούρκων,
Και να τραβάει απάνου τους ολόισα. Θαρρώντας
Τούρκοι ότι τους ρίχνονται , αρχίζουνε να ρίχνουν.
"Αδέρφια είμαστ’ έλληνες! Μη ντουφεκάτε αδέρφια!"
Οι αποκλεισμένοι θάμαξαν για το καινούργιο τούτο
’Πικίντυνο κατόρθωμα που καν’ ο Καραΐσκάκης.
Πρέπει να βλάφτηκαν οι οχτροί πολύ, μιας κι οι δικοί μας
Χτυπούσανε από σιμά των τούρκων τα τσαντήρια.
Απ’ τούς λεβέντες του αρχηγού δύο στον τόπο μείναν.
Κι ένανε που μπερδεύτηκε στων τσαντηριών τα δίχτυα,
Οι τούρκοι τόνε πιάσανε κι αμέσως τον χαλάσαν.
Οταν συνήλθαν οι άπιστοι και του ’πανε τι εγίνη-
Πως απ’ τ’ ορδί τους πέρασε μέσα ο Καραϊσκάκης-
Ο Ομερπασας ελύσσαξε. Είπε να ταμπουρώσουν
Καλά το τέτοια που ’παθε ζημιά στρατόπεδο του,
Και τα κεφάλια διάταξε και πήρανε εκεινώνε
Που ήταν οι κακόμοιροι σκοποί το βράδυ εκείνο,
Να μάθουνε καλλίτερα οι άλλοι να φυλάνε.
Σα μπήκε μες στο Δίστομο, ξάπλωσ’ ο Καραΐσκάκης
Για μία ώρα. Υστερα (έπαιρνε να χαράζει)
Σηκώθηκε και πήγε κει που ήταν ταμπουρωμένα
Τα παλληκάρια που του 'Όμέρ βαστήξανε τ’ ασκέρι.
Ολο επαίνους ήτανε για κάθε παλληκάρι
Που αντιστάθη στον εχθρό στις δεκαεννιά Γενάρη.
Μετά να λέει άρχισε τ’ αστεία τα δικά του
Και οι λεβέντες δάκρυζαν απ’ τά πολλά τα γέλια.
Κανείς δεν ήξερε απ’ αυτόν πιότερο να κερδίζει
Των αντρειωμένων τις καρδιές. Ελεγες και μαζί του Περπάταγε του Πνεύματος του Ελληνικού η λάμψη.
Οταν τ’ αστεία τέλειωσαν, κάποιος τόνε ρωτάει:
"Ποια είν’ τα προτερήματα που πρέπει ο Καπετάνιος
Να ’χει για να μπορεί κι αυτός όσα έκανες να κάνει;"
"Να σας ειπώ μετά χαράς αφού μου το ζητάτε.
Φρόνημα να ’χει πετεινού (για να εξουσιάζει),
Την καλωσύνη του σκυλιού (για να τον αγαπάνε),
Λιόντα θωριά και λεβεντιά (για να τόνε φοβούνται) Περπατησά κι ύπνο λαγού (γοργός κι άγρυπνος να ’ναι)
Και γυναικεία πονηρία (για να γελά τους Τούρκους).
Αφού όλους τους εγκάρδιωσε, ανέβη σ’ ένα βράχο
Και βλέπει κατά τον εχθρό. Προσέχει πως οι τούρκοι
Κατέχουν ένα ύψωμα πολύ κοντά στ’ ορδί τους,
Όπου θα του χρησίμευε αν ήτανε δικό του.
Προστάζει να γεμίσουνε με χώμα όσα καλάθια
Και όσα ασκιά τους βρίσκονταν, και μόλις πέφτει η νύχτα
Ρίχνεται πα’ στο ύψωμα, διώχνει τους τουρκαλάδες
Και με καλάθια και μ’ ασκιά ένα ταμπούρι φκιάνει
Από το Τούρκικο τ’ ορδί σαράντα οργιές πιο πέρα.
Τώρα ο Ομέρ λογάριασε ότι αφού δεν πήρε
Με τους δικούς του το χωριό πριν έρθει ο Καραϊσκάκης
Μάταιος κόπος θα ’τανε τώρα να προσπαθήσει.
Και άλλο πια δεν του ’μενε απ’ την πολιορκία.
Ο Καραϊσκάκης βλέποντας πως δεν μπορεί να διώξει
Με πόλεμο, ένα δυνατό σαν του Ομέρ ασκέρι,
Σκέφτεται πώς θα γίνονταν τους δρόμους να του κόψει
Απ’ όπου επερνούσανε οι εφοδιοπομπές του,
Και αν μπορούσε νάκανε της Ράχοβας το κόλπο,
Θα πει από παντού τ’ ορδί και του Ομέρ να κλείσει.
Φέρνει από τα Σάλωνα κι από το Λιδωρίκι
Τους καπετάνιους που ’χανε οριστεί να τα φυλάνε.
Προστάζει στην Αράχοβα να πάει ο Δυοβουνιώτης
Και με τους καβαλάρηδες στο Στείρι ο Γιαννούσης.
Υστερα έκατσε κι έγραψε στη Διοίκηση ένα γράμμα
Να τον προφτάσει με τροφές, γιατί από μέρες τώρα
Πάλι γερή εθέριζε πείνα τα παλληκάρια:
«Σεβαστή Διοίκησις,
η εσχάτη ελπίς του υπερήφανου Κιουτχή είναι το στρατόπεδον τούτο, το οποίον όταν ημείς το αφανίσωμεν, τότε και αυτός πρέπει να απελπισθεί. Δια τούτο εμετακαλέσαμεν και τα επίλοιπα στρατεύματα μας, δια να πιάσουν τας αναγκαίας θέσεις,ώστε οι πολιορκηταί μας να μείνουν πολιορκημένοι, και άμποτες η ευχή της Σεβαστής Διοικήσεως να μας ενισχύσει δια να εξολοθρεύσωμεν και αυτούς, ωσάν τον Κεχαγιά-μπεην και τον Μουστάμπεην, χρεωστούμεν όμως να παρουσιάσωμεν εις την Σεβαστην Διοίκησιν ότι από τας επί νυν πεμπομένας τροφάς, ολίγα στρατεύματα εζωοτροφήθησαν και μόλις ημπορούμεν να περάσωμεν ακόμα μη το πολύ δύο ημέρας, όθεν ως αναγκαιότατος ούτος ο πόλεμος, εις την νίκην του οποίου κρέμαται η σωτηρία της πολυπαθούς Ελλάδος, παρακαλείται θερμώς η Σεβαστη Διοίκησις να επιμεληθεί ως μήτηρ φιλόστοργος με όλην την δυνατήν δραστηριότητα ώστε τα αδύνατα να γίνουν δυνατά και να μας προβλέψει όσον τάχος με τας αναγκαίας τροφάς, γνωρίζομεν, Σεβαστή Διοίκησις, ότι τας πολλάς κακουχίας τας υποφέρει ο άνθρωπος, την δε πείναν δεν δύναται, ότι η βία είναι ακαταμάχητος, δια τούτο λοιπόν εξαποστέλλομεν επί ταυτού τον κύριον Ιω. Σούτζον, οπού δια του ιδίου , να μας προφθάσητε με τροφάς και μίαν ώραν αρχήτερα, επειδή της πείνης τα αποτελέσματα τα ηξεύρομεν και αλλοίμονον θα είναι ο χαμός μας, ενώ ημπορούμεν να έχωμεν την νίκην εις τας χείρας, επαναλαμβάνομεν πάλιν και παρακαλούμεν Σεβαστή Διοίκησις, δι όνομα του θεού, δι αγάπην της Πατρίδος, τας τροφάς να μη τας χρονοτριβήσετε διόλου, αλλ’ όσον το ογληγορώτερον
να σταλθώσι δια να δοξασθεί ο τόπος ούτος του Διστόμου, και να βαφεί με το αίμα των εχθρών. Παρακαλείται η Σεβαστή Διοίκησις να παρακινήσει και τον κύριον Μπαλήν δια να μας προφθάσει με τροφάς.
Αναφέρομαι προσέτι προς την Σεβαστήν Διοίκησιν, ότι είναι ωφελιμώτατον πράγμα, τα εις Ελευσίνα συναχθέντα στρατιωτικά σώματα να διορισθώσι να υπάγωσι παρεμπρός, ώστε να προξενούσι κάποιαν βλάβην του εχθρού, έως να ημπορέσωμεν και ημείς να εξολοθρεύσωμεν το στρατόπεδον τούτο, και επομένως με αρκετά στρατεύματα προφθάνομεν και ημείς αμέσως, συγχρόνως με τας τροφάς να μας εξαποστείλητε και τζιμπιχανέ, ότι τον καίομεν εις τον πόλεμον και όχι ματαίως, ωσαύτως και κριθάρι δια το ιππικόν, ότι δεν έχομεν ούτε κλονί.
Τη 21 Ιανουαρίου 1827, Δίστομον
Ο ευπειθής πατριώτης
Καραϊσκάκης»
Οι τούρκοι μας εβάραγαν μ’ ένα κανόνι που ’χαν
Κι ενώ βλαφτόμασταν εμείς, άβλαφτοι εκείνοι μέναν.
Για να διορθώσει το κακό, πρόσταζει ο Καραϊσκάκης
Να πα να κουβαλήσουνε απ’ τή Σκάλα των Σαλώνων,
Από το πλοίο το τούρκικο που πήρε με ρεσάλτο,
Δύο κανόνια. Τα ’φεραν. Κι ο πόλεμος γινόταν
Μονάχα με χοντρή φωτιά για κάμποσες ημέρες.
Προψές, τριάντα Γεναριού, αυτοί που ’ταν στο Στείρι
Κάτι αφύλαχτα είδανε τούρκικα ζα κοντά τους.
Τρέξαν να τα προγκήξουνε και να τα παν στο Στείρι.
Οι τουρκαλάδες τρέχουνε να τους τα πάρουν πίσω.
Όσοι στο Στείρι απόμεναν δικοί μας, όταν είδαν
Πως κιντυνεύουν κι άνθρωποι εκτός από τα ζώα,
Τρέχουνε να βοηθήσουνε. Και κυνηγάν τους τούρκους.
Οταν να πέφτουν ντουφεκιές ακούει ο Καραϊσκάκης
Ανέβη σ’ ένα ύψωμα, βλέπει το τι συμβαίνει
Και στέλνει από τό Δίστομο μια δύναμη να τρέξει
Με διαταγή στο τούρκικο τ’ ορδί να βάλει πόδι.
Εκείνοι ό,τι διατάχτηκαν το κάνανε στ’ ακέριο.
Πήραν τ’ ορδί. Μα επειδή κοντά ήτανε στους τούρκους,
Πάει, και αποπίσω του πιάνει ο Καραϊσκάκης
Εν’ άλλο μέρος που ήτανε ανάμεσα σε κείνους
Και στο χωριό, για να βαστά το δρόμο ανοιχτόνε.
Μα ξάφνου κι ενώ ο πόλεμος εβάσταγε ακόμα
Τί βλεπουνε οι Ελληνες... να ρχονται απ’ αντίκρυ
Δυο τάγματα του τακτικού στρατού. Με ξιφολόγχες,
Με τάξη ευρωπαΐκιά, και τετραγωνισμένα.
Οι Ελληνες ταράχτηκαν σαν τα ’δανε κι αρχίζουν
Ν’ αποτραβιούνται στην κορφή του λόφου να σωθούνε.
Οι άλλοι σαν τους βλεπουνε νομίζουν πως το σκάνε
Κι αρχίζουνε να τρέχουνε κι εκείνοι προς τα πίσω.
Βλέποντας τούτο που ’γινε του εχθρού η καβαλαρία,
Τρέχει με το σκοπό να βγει στις πλάτες των δικών μας
Και να τους κόψει τη φυγή. Βλέπει ο Καραϊσκάκης
Πως τόσα εκινδύνευε να χάσει παλληκάρια
Και μένει εκεί που ήτανε να τα υποστηρίξει:
"Δε φεύγω αν δε γλιτώσουνε πρώτα εκείνοι" λέει.
Οσοι μαζί του ήτανε, βλέπουν πως ο χαμός τους
Σίγουρος είναι. Δείλιασαν και τρέχουνε και φεύγουν.
Ο Καραΐσκάκης έμεινε μ’ είκοσι παλληκάρια
Για ν’ αντιβγεί σ’ όλο του εχθρού το μπούγιο που ερχόταν.
Κι αλήθεια οι τούρκοι χύμηξαν. Μα τέτοια άμυνα βρίσκουν
Οπου αναγκαστήκανε να κόψουν την ορμή τους.
Οταν περάσαν άβλαφτοι κι οι τελευταίοι δικοί μας,
Τότε και παίρνει απόφαση να φύγει ο Καραϊσκάκης.
Ομως μες στα ταμπούρια του είναι οι τούρκοι τώρα.
Τον αλαφροπληγώνουνε. Τον έχουν κυκλωμένο.
Λίγο ακόμα χάνονταν. Μα δύο παλληκάρια,
Ο Γριβογιώργος ο Κωστής κι ο Διαμαντής ο Ζέρβας,
Ορμάν και τον γλιτώνουνε. Κι ενώ γλιτώνει ο Ζέρβας,
Ομως αρπάζουν ζωντανό το Γριβογιώργο οι τούρκοι.
Ο Καραϊσκάκης να σωθεί, τρέχει και να γκαρδιώσει
Ζητάει όσους φεύγανε, για να γυρίσουν πίσω.
Από την αγανάχτηση που ’χε που δε στεκόνταν,
Αρπαζε τα ντουφέκια τους και τράβαγε ο ίδιος.
Στο μεταξύ εβγήκανε απ’ τό Δίστομο οι άλλοι
Κι οι τούρκοι αναγκάστηκαν να τους απαρατήσουν.
Αφότου εκινήσαμε για Ρούμελη επέρσυ,
Αυτή η πρώτη είναι φορά που έλληνες νικιούνται.
Και όμως σκοτωθήκανε μονάχα έξη, κι ένας
Πιάστηκε μόνο ζωντανός μες στη φυγή ετούτη.
Και να τι γράφει σχετικά ο Δήμος ο Αινιάνας:
"Είναι τω όντι παράδοξον πως εις τόσον σημαντικήν φυγήν να μη βλαφθώσι περισσοτερον οι Ελληνες, αλλά χάρις εις την φρόνησιν και την τολμηράν απόφασιν του Καραϊσκάκη, ο οποίος αν δεν ήθελε πιάσει εκείνην την θέσιν και δεν ήθελεν επιμείνει εις αυτήν, καταφρονών γενναίως τον επικείμενον κίνδυνον, πολλοί από τους Ελληνας ήθελον περοκλεισθεί επί του λόφου και δεν ήθελον δυνηθεί να διασωθώσιν".
Ο Καραϊσκάκης τίμαγε πολύ τα παλληκάρια
Κι ήταν απαρηγόρητος που πιάστη ο Γριβογιώργος.
Μαντατοφόρο έστειλε του Ομέρπασα ζητώντας
Το Γριβογιώργο ν’ άλλαζε με δυο αγάδες τούρκους.
Μα κείνος δεν τον έδωσε γιατ’ είχε υποψία
Πως έτσι για να τον ζητά πολύ ο Καραϊσκάκης,
Κάποιο θα ήταν υψηλό πρόσωπο των ελλήνων.
ΛΕΥΤΕΡΗ Η ΡΟΥΜΕΛΗ
Το ταχτικό το τούρκικο το τάγμα πήρε θάρρος
Και νόμισε πως μόνο του τους έλληνες θα πάρει.
Και ξεκινάει. Εβαλε όμως ο Καραϊσκάκης
Τα παλληκάρια που καλούς ήξερε στο σημάδι
Σε μια γραμμή μπροστά μπροστά, και διάταξε τους άλλους
Πίσω τους, να γεμίζουνε τα όπλα για τους πρώτους,
Ωστε να είναι συνεχές κι αλάθητο το βόλι.
Την ίδια ώρα έστειλε τ’ άλλα τα παλληκάρια
Να τρέξουνε και να χτυπούν τους τούρκους απ’ τά πλάγια.
Βλέποντας τώρα οι ταχτικοί ολούθε να χτυπιούνται,
Πισωγυρίζουν. Οι Ελληνες τους παίρνουν από πίσω.
Απ’ την ημέρα οι Ελληνες αυτή, καταφρονέσαν
Ολότελα το ταχτικό τ’ ασκέρι του Σουλτάνου.
Την ίδια εκείνη έτυχε νύχτα να κάνει κρύο,
Τέτοιο που την Αράχοβα εθύμισε στους τούρκους.
Και μάλιστα όταν μάθανε ότι στην Αταλάντη
Κάναν ντισμπάρκο οι έλληνες, φοβήθηκαν μην πάθουν
Τα ίδια του Μουστάμπεη. Λοιπόν την ίδια νύχτα,
Πέντε Φλεβάρη, αφήνοντας στημένες τις σκηνές τους
Για να μην κάνουν θόρυβο, φεύγουνε σαν τους κλέφτες.
Γι αυτό και δεν τους πήρανε οι έλληνες χαμπάρι,
Ωσπου ένας σκλάβος έλληνας που το ’σκασε απ’ τούς τούρκους
Τους έφερε την είδηση. Ετρέξανε αμέσως
Αλλά δεν τους προλάβανε. Ζωγρήσανε μονάχα
Τριάντα, που πηγαίνανε αργότερα απ’ τους άλλους.
Χωρίς καθόλου να στεθεί ανάσα για να πάρει
Ο Ομέρπασας ετράβηξε ίσα κατά τη Δαύλεια
Πήρε όσους βρίσκονταν εκεί, περνάει απ’ τή Λεβάδεια,
Παίρνει τους τούρκους κι από κει, και για Εύβοια τραβάει.
Οι τούρκοι που στα Σαλωνα είχανε απομείνει,
Σαν όλα τούτα μάθανε σηκώθηκαν κι εκείνοι
Και φύγανε αθόρυβα κι αυτοί σαν τον Ομέρη,
Αφήνοντας το κάθε τι στο γρήγορο φευγιό τους.
Μαζί τους σέρναν χριστιανούς καμπόσους που ’χαν σκλάβους.
Καθώς όμως τους πήρανε οι δικοί μας του κυνήγου
Κι αυτούς τους λευτερώσανε, κι απ’ τούς δικούς τους χάσαν.
Ολόκληρη έτσι η Ρούμελη ελεύθερη ήταν τώρα.
Οχτώβρη όταν κίνησε πέρσυ ο Καραϊσκάκης
Την εκστρατεία του αυτή, στέναζε η Ρούμελη όλη
Κατ’ απ’ τον Τούρκικο ζυγό. Τεσσεροι μήνες φτάσαν
Για να ’ναι πάλι λεύτερη κι από χαρά ν’ αστράφτει.
«ΑΣ ΛΟΓΑΡΙΑΖΩΜΑΣΤΕ ΕΝΑ!»
Ενώ το πολυβάσανο του Καραϊσκάκη ασκέρι
Λευτέρωνε τη Ρούμελη, την ίδια εκείνη ώρα
Μάλωναν οι πολιτικοί για το ποιος πρέπει να ’ναι
Ο τόπος που η Συνέλευση τους βόλευε να γίνει.
Αλλοι ήθελαν την Αίγινα κι άλλοι την Ερμιόνη,
Κι άλλοι τον Πόρο διάλεγαν. Για λίγο ν’ αρπαχτούνε.
Και όλοι τους ζητάγανε απ’ τον Καραϊσκάκη
Με το δικό τους ο καθείς το σχέδιο να συμπράξει.
Όμως αυτός αηδίαζε τις τέτοιες τσιριμόνιες-
Και πιό που εγινόντανε την ώρα τούτη απάνου
Που η Πατρίδα χρειάζονταν όλοι να τη συντρέξουν.
Και θυμωμένος μ’ όλους τους, τους έγραψε ενα γράμμα
Ενώ ακόμα βρίσκονταν μες στη φωτιά της μάχης.
Αλήθεια τον λυπόμουνα εκείνες τις ημέρες.
Τ’ασκέρι του Ομέρπασα να έχει απέναντί του,
Με τους στρατιώτες να πεινάν, και να ’χει να παλεύει
Με δαίμονες και με θεούς και με την αρρωστιά του,
Και να ’χει και το φόβο πως, ότι είχε αυτός κερδίσει
Θα τα χαλάσουνε αυτοί με τα μαλώματά τους.
Εκατσε και τους έγραψε λοιπόν αυτό το γράμμα:
«Εξοχώτατοι και ευγενέστατοι αδελφοί Κύριοι πληρεξούσιοι των αρμάτων και επαρχιών
Μετά τον αδελφικόν μας ασπασμόν σας ειδοποιούμεν
ότι με απορίαν μας μεγάλην βλέπομεν την αναβολήν της συγκροτήσεως της εθνοσυνελεύσεως και ότι μέχρι τούδε λογοτριβείτε περί τόπου, γενόμενοι εις δύο κόμματα οι πληρεξούσιοι του έθνους, οι μεν εις Αίγιναν, οι δε εις Ερμιόνην, και ούτω βραδύνεται η έναρξις της συνελεύσεως, εκ της οποίας προσδοκούμεν καλόν σύστημα του έθνους μας και χρηστά αποτελέσματα. Ημείς ενταύθα, ως σας είναι γνωστόν, αγωνιζόμεθα περιφερόμενοι με τόσας κακουχίας δια να εξολοθρεύσωμεν τον εχθρόν και δια να έχωμεν πάλιν την Στερεάν Ελλάδα ελευθέραν από τους απίστους, ως πρότερον, και προχωρούμεν με την εξ ύψους δύναμιν και με την ευχήν του έθνους. Από μέρους σας όμως ελπίζομεν την εκτέλεσαν της Εθνοσυνελεύσεως και δυσαρεστούμεθα βλέποντες αυτά τα δύο κόμματα να διαφέρωνται πρώτον περί τόπου. Ο τόπος, αδελφοί, δεν είναι οπού να εκτελεί τα καλά και συμφέροντα του έθνους,αλλά τα καλά και απαθή αισθήματα των υποκειμένων και η ομόνοια και η αδελφωσύνη, από τα οποία ταύτα κρέμαται η σωτηρία όλων μας και είμεθα όλοι μας αδελφοί και εν έθνος. Ας λείψει το Πελοποννήσιοι, Νησιώται, Ρουμελιώται, αλλ' όλοι να νομιζώμεθα εν ως και είμεθα,και δια το περί τόπου της συνελεύσεως είναι το συμφερότερον επειδή και έχομεν,ως βλέπετε,κατά το παρόν τας δυο ταύτας μεγαλωτάτας ανάγκας,των δύο στρατοπέδων του της Αττικής και της Στερεάς,εξ ων κρέμανται αϊ ελπίδες του έθνους μας να συγκροτηθεί η συνέλευσις εις το πλησιέστερον μέρος,δια να προφθάνει η εξοικονόμησις των δύο τούτων εκστρατειών,όθεν ή εις Αιγιναν ή το ύστερον ας γίνει εις Σαλαμίνα είναι και μέρος ήσυχον δια την συνέλευσιν,και προφθανόμεθα και ημείς τα δύο μέρη με κάθε αναγκαίον,το οποίον είναι το κυριώτερον να προνοείται και να προμηθεύεται, μη τύχει,ο μη γένοιτο,και διαλυθούν τα στρατόπεδα ταύτα και έπειτα μήτε συνέλευσις γίνεται,μήτε ελπίζεται πλέον σωτηρία.Και είσθε αρκετοί να γνωρίσετε τα τοιαύτα,δια τούτο και δεν σας εκτεινόμεθα περισσότερον.Εκ του στρατοπέδου Διστόμου.
ο πατριώτης και αδελφός σας
ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ »
Αλλά δεν του ζητάγανε όλοι τη βοήθεια του
Μόνο για τη συνέλευση.Ακόμα του ζητούσαν,
Με γράμματα που απανωτά εφτάνανε στ’ ορδί μας,
Να πάει το γρηγορώτερο στης Αττικής τα μέρη.
Γράμματα τέτοια λάβαινε κι απ’ τούς Ακροπολίτες.
Αλλά κι απ’ τα στρατέματα που ’τανε μαζεμένα
Στον Κιουταχή απέναντι. Γιατ’ ήξεραν πια όλοι
Μετά απ’ τα κατορθώματα πούκαν’ ο Καραΐσκάκης,
Πως μόνο αυτός τον Κιουταχή μπορούσε να χαλάσει.
Μα τώρα που η Ρούμελη ελεύτερη ήταν πάλι,
Κι αν δεν του το ζητούσανε, θα ’τρεχε μοναχός του
Εκεί που την ανάγκη του είχε η Πατρίδα πάλι.
Κι αυτό και γίνηκε. Αφού στα ελευθερωμένα
Τα μέρη άφησε φρουρές για να ’ναι ασφαλισμένα, Φλεβάρη στις εικοσιμιά κινήσαμε νομάτοι
Περίπου που εμετράγαμε ως χίλιοι πεντακόσοι.
Σε δύο μέρες μοναχά, γυμνοί, νηστικωμένοι,
Μ’ ογδόντα δράμια που κανείς είχε αλεύρι πάρει Ξυπόλητοι, από βουνά περνώντας κι από λόφους,
Επήγαμε απ’ το Δίστομο μέχρι την Ελευσίνα.
Λένε εκατόν είκοσι χιλιόμετρα πως είναι".
Μαρία ναι. Χιλιόμετρα εκατόν είκοσι είναι.
Και ναι. Σε σαρανταοχτώ μέσα τα κάνατε ώρες.
Και συ, και το ασκέρι σας, και ο Καραϊσκάκης.
Κι όχι σε ίσο δρόμο αλλά λόφους, βουνά περνώντας.
Και η πορεία σας αυτή ονομαστή έχει μείνει
Μαζί με άλλες όμοιες της για την ταχύτητα της.
Και έγραψε ο Περραιβός:
"Κατήντησαν καθ’ οδόν να τρώγωσι χόρτα, ως τ' άλογα ζα, ίνα μη, αποκαμόντες, γίνωσιν τροφή των ορνέων".
Από πορείες ύστερα τόσες, κι από πολέμους
Που κάνατε μες στην καρδιά του πιο βαριού χειμώνα
Μοιάζατε πιότερο άγρια θεριά κι όχι άνθρωποι…
Η Ελευσίνα ήτανε άδεια. Σιμά οι τούρκοι.
Κι ο Κασομούλης ιστορεί για τον Καραϊσκάκη:
"χωρίς συστολήν διηύθυνεν τον στρατόν εκεί και εστρατοπέδευσεν".
Και όταν εμαθεύτηκε, λέει, ο ερχομός του,
"όλοι οι στρατιώται εμψυχώθησαν' χαρά γενική πλέον και αλησμονησία των δεινών των. Τοιαύτη ήτον η επήρεια του Αρχηγού τούτου εις τας ψυχάς των στρατιωτών εις ταύτην την περίστασιν".
«25 Φλεβάρη 1827
Η τρίτη μέρα σήμερα που ’μαι στην Ελευσίνα.
Φύγαμε από τη Ρούμελη και τ’Αγραφα-τα μέρη
Που γνώριζαν τον Αρχηγό και που τον αγαπούσαν.
Σ’ άγνωστους τώρα ήρθαμε κάμπους βουνά και λόφους.
Και δίπλα μας η θάλασσα η πολυκυματούσα.
Η θάλασσα που ανοιχτή σ’ όλα τα ξένα είναι.
Η θάλασσα οπού κανείς δεν ξέρει τι θα φέρει
Πάνω στο κάθε κύμα της-κι είναι τα κύματα της
Ατέλειωτα. Και φεύγουνε… κι έρχονται ολοένα…
Και ήρθαμε κοντύτερα στην Αίγινα, στο Ναύπλιο.
Και ήρθαμε κοντύτερα και στον Μαυροκορδάτο.
Και στους πολιτικούς που εχθρούς έχουν τους Καπετάνιους.
Τι άραγε τον καρτερεί εδώ τον Καραϊσκάκη;
Ας ήταν όλα τα καλά να ’βρει μπροστά του θε μου.
Ας ήταν όλα τα κακά να πάνε να βυθίσουν
Στ’ ανήλια και στα κρυερά τα βάθη της θαλάσσης.
’Κει μέσα ειν’ η θέση τους. Ιδια με κείνα είναι.
Και ’δω να μείνουν τα ζεστά και φωτεινά μονάχα.
Αυτά ταιριάζουν στη ζωή στον ήλιο και στη μέρα.
Εδώ που στέκω, στου σπιτιού που ’βραμε την αυλίτσα, Κοιτάω προς την Πάρνηθα όμως δεν τηνε βλέπω.
Μια καταχνιά σκοταδερή την έχει σκεπασμένη.
Ισως να βρέξει το βραδύ. Μα τώρα δε μας νοιάζει.
Ολοι σε σπίτια είμαστε και μ’ αναμμένα τζάκια.
Λοιπόν καρεκλοπόδαρα κι αν ήθελε να ρίξει
Την ομορφιά θα γέψουμε μονάχα από τη μπόρα
Κι όχι τις δυσκολίες της και όχι τ’ άσχημά της.
Ας βρέξει. Έτσι θα πλενε’ και τούτη τη μαυρίλα
Που, θε μου, όταν τη θωρώ τα μαύρα μου θυμίζει
Τα ρούχα που ολοχρινίς φορεί ο Μαυροκορδάτος.
Γιατί καλούς δεν έκανες θε όλους τους ανθρώπους;
Όλα καλά θα ήτανε και άγια. Όμως τώρα
Κατ’ απ’τον ήλιο, πα’ στή γη, μες στο ανθρωπομάνι
Τι διαφορές υπάρχουνε! Καθένας άλλο κάτι.
Αλλοι κοντοί, άλλοι ψηλοί, νέοι άλλοι, άλλοι γέροι,
Αλλοι όμορφοι, άλλοι άσχημοι, κουτοί και άλλοι ξύπνιοι, Πλούσιοι, φτωχοί, ευαίσθητοι, γαϊδούρια με σαμάρι.
Κι υπάρχουν οι αγράμματοι και οι γραμματισμένοι.
Και τα μυαλά εκείνωνε που ’ναι γραμματισμένοι
Αέρα κρύο παίρνουνε και τους ψηλώνει η μύτη
και κάτι ξέχωρο θαρρούν πως ειν’ από τους άλλους-
Καλλίτερο, ευγενέστερο, τελειότερο, πιο ωραίο.
Γιατί; Γιατί εμάθανε με μαύρο ένα καλάμι
Κάτι ορνιθοσκαλίσματα να γράφουνε σε κόλλες.
Και πιό κουτό: καθείς θαρρεί πως είναι ό,τι γράφει
Πρωτάκουστο, πρωτότυπο και πρωτοειδωμένο.
Και μες σ’ αυτή τη ζάλη τους και τον εγωισμό τους
Δε σκέφτονται ότι μπορεί πιο χρήσιμη κι ωραία
Πιό τίμια και πι’ όμορφη, πιό ανθρώπινη, πες θεία,
Να ’ναι η δουλειά η αγροτική, του εργάτη, του τεχνίτη.
Αλλά με τέτοια οίηση που όμοια της δεν υπάρχει,
Θαρρούν πως το να γράφουνε, τους φέρνει κάποια αξία
Που να τηνε πληρώνουνε οι άλλοι όλοι πρέπει
Με σεβασμό, μ’ εκτίμηση και με δουλοφροσύνη.
Το σκάλισμα περιφρονούν της γης απ’ τον αγρότη
Και το δικό τους στο χαρτί μόνον απάνου βλέπουν
Χωρίς να σκέφτονται οι χαζοί ότι κοντά στο χώμα
Βρίσκεται η μόνη αληθινή γνώση, τιμή κι αξία.
Και λέγοντας "βουλόμεθα" κι όχι όπως όλοι "θέμε",
Νομίζουν ότι κάνουνε κάποια σπουδαία πράξη.
Και θέλουν γνώμη να ’χουνε για όλους και για όλα.
Και θεωρούν πως ειν’ αυτοί απ’ όλους τους ανθρώπους Αξιοι για κάθε προσοχή και τίμημα και σέβας.
Ετσι κι οι Κουντουριώτηδες, και οι Μαυροκορδάτοι,
Που να διοικήσουν θέλουνε και το στρατό και το έθνος.
Κι ακόμη περισσότερο που αρκετοί από δαύτους
Λένε ότι κατάγονται από του Βυζαντίου
Τάχα τα τζάκια, κι επειδή μένανε στο Φανάρι
Τους βγήκε το παράνομα ετούτο: Φαναριώτες.
Αλλά ούτε και στ’ όνομα οι άθλιοι δεν πετύχαν-
Όταν ακούς Φανάρι, φως προσμένεις ν’ αντικρύσεις.
Όμως αυτοί σκοτείδιασαν ό,τι καταπιαστήκαν.
Αραγε τί να γίνεται στις άλλες τις πατρίδες…
Εχουν κι εκείνες-η Φραγκιά, ή κι ίσως η Ιγγλετέρα-
Μαυροκορδάτους; Εχουνε ανθρώπους που όπως κείνος
Να θέλει όλοι γύρω του για κείνον να δουλεύουν;
Εκείνονε να προσκυνούν και να δοξολογούνε;
Εχει ανθρώπους το κακό που ’χουνε στο μυαλό τους,
Που κυνηγάνε όποιον δουν αληθινά ν’ αξίζει
και σ’ όλα θέλουνε αυτοί να ’χουν τον πρώτο λόγο
Χωρίς και να ’ναι ικανοί διόλου για κάτι τέτοιο;
Ποιος ξέρει… και να το ξερε ποιος θα το πει σ’ εμένα. Υπάρχουν άνθρωποι κι εκεί που όταν η Πατρίδα
Αγώνα από τις στάχτες της δίνει, για να υπάρξει,
Εκείνοι να τσακώνονται για τα συμφέροντα τους
Και όλη να ’ν’ η έγνιοα τους το πού εκείνη η δόλια
Θα γίνει η Συνέλευση; Μπορεί και να υπάρχουν.
Μα θα ’ναι κι αν υπάρχουνε λίγοι. Αλλιώς δε θα ’ταν Μεγάλες οι πατρίδες τους σαν που ’ναι οι δικές τους. Σκέψεις που κάθομαι κι εγώ μονάχη εδώ και κάνω...
Ομως πολλά ρωτήματα τέτοια με βασανίζουν.
Και με τις ώρες προσπαθώ απάντηση να έβρω.
Αλλά καμμιά δε βρίσκεται .Ομως δεν είμαι η μόνη.
Σκέψεις παρόμοιες μετ’ αυτές κάνει κι ο Καραϊσκάκης.
Οπως ετότε, μ’ αφορμή το γράμμα του Εϋνάρδου…
Ήτανε κάπου εκεί κοντά στα μέσα του Δεκέμβρη,
Τότε, μετά τη Ράχοβα, όπου έλαμψεν ο τόπος.
Ειν’ ο Εϋνάρδος ελβετός και φίλος των Ελλήνων,
Πάμπλουτος, και με όνομα σ’ όληνε την Ευρώπη.
Κάποτε ο Καποδίστριας τον βόηθησε σε κάτι
Και τώρα τη βοήθεια που πήρε ανταποδίδει.
Ενα σωρό έδωσε λεφτά για τον Αγώνα ως τώρα.
Προψές έκατσε κι έγραψε γράμμα στον Καραϊσκάκη.
Να ενθουσιάζεται πολύ δεν είδα όμως εκείνος.
Το γράμμα βέβαια διάβασε, και χάρηκε που μέγας
Ανθρωπος ένας σαν αυτόν του έχει στείλει γράμμα.
Ομως στην πάντα το ’βαλε όταν του το διαβάσαν
Και δεν εξαναμίλησε γι αυτό μέχρι το βράδυ
Οταν για ύπνο ξάπλωσε-στο πάτωμα-στο στρώμα:
"Μαριώ" μου λέει, "πρόσωπο μεγάλο ο Εϋνάρδος.
Και ας τον έχει ο θεός καλά που μας βοηθάει.
Και στη γραφή που μου ’στειλε γοργά θα τ’ απαντήσω.
Τόσον καιρό όμως ρε Μαριώ που πολεμάω τους τούρκους,
Γράμμα ποτέ δεν έλαβα απ’ αυτόν τον Εϋνάρδο.
Γράφει σε αρχιστράτηγους μόνον η αφεντιά του.
Σκέφτομαι αρχιστράτηγος όταν θα πάψω να ’μια
Πως δε θα θέλει να με δει ούτε και να μ’ ακούσει".
"Από τη θέση σου αυτή ποτέ δε θα σε βγάλουν".
"Ναι. Θα με βγάλουνε Μαριώ, όταν σ’ αυτή θελήσουν
Να βάλουν κάποιον άλλονε. Έστω και αν εκείνος
Ειν’ άχρηστος και αν μ’ αυτό θα βλάψουν την Πατρίδα.
Ετσι ειν’ τα πράματα Μαριώ. Και πες μου-σε ρωτάω
Ποιοί ειν’ αυτοί ωρέ Μαριώ που στρατηγούς διορίζουν
και τους αλλάζουν σα βρακιά όταν τους κάνει κέφι;
Ποιοί ειν’ αυτοί ; Στη θέση αυτή που ’χουν ποιός τους διορίζει;
Ποιοι είν’ αυτοί οι πολιτικοί όπου χαρτιά κρατώντας
Την τύχη ολόκληρου λαού έτσι αποφασίζουν;
Που εμάς να σκοτωνόμαστε μας στέλνουνε, κι εκείνοι
Παίρνουν τα μέρη που εμείς έχουμε λευτερώσει,
Και σαν αγάδες να ’τανε μας κάνουν τον σπουδαίο; Χύνουμε μείς το αίμα μας, δίνουμε τη ζωή μας.
Κι εκείνοι έρχονται μετά, στην άκρη μας καθίζουν,
Και διαφεντεύουνε αυτοί τα κόπια τα δικά μας."
"Ετσι όλα κάνουν σήμερα τα κράτη μες στον κόσμο. Φύγανε κείνοι οι καιροί που οι ίδιοι πολεμούσαν
κι οι ίδιοι κυβερνούσανε. Αυτά έχουν περάσει.
Και πρέπει στην κατάσταση να μάθουμε τη νέα". "Τουλάχιστο ας μη ζήταγαν σαν τον τεσσαρομάτη
Να κάνουνε και πόλεμο, πόλεμο αφού δεν ξέρουν".
"Αν πήγαινες να τους τα πεις όπως τα λες σε μένα…" "Μαριώ δε θα μ’ακούγανε. Θα κάνουν το δικό τους
Εστω κι αν στόματα σωστά χίλια σαν το δικό μου
Τους πουν ότι στον πόλεμο να μπαίνουνε δεν πρέπει
Γιατί τα θαλασσώνουνε. Μαριώ, έτσι δεν είναι;"
Τι να του πω... Τον σκέπασα καλά με την κουβέρτα, Εκατσα δίπλα του κι εγώ, κι άρχισα να χαϊδεύω
Τα κορακάτα του μαλλιά, ώσπου τον πηρ’ ο ύπνος".
Η ΜΑΡΙΩ ΜΟΝΗ
Ο Καραϊσκάκης έχει πια πεθάνει.
Κι όσα εκείνος έχτισε γκρεμίσαν.
Το Κάστρο της Αθήνας παραδόθη
Κι η Ρούμελη, το μέρος που γεννήθη
Τούρκικη όλη έχει πάλι γίνει.
Τα παλληκάρια που τόνε λατρεύαν,
Τους κρύωσε η καρδιά όπως κρυώνει
Καρδιά παιδιού που έχασε πατέρα.
Οι τούρκοι τώρα κάνουν ό,τι θέλουν.
Στους Αγγλους πράκτορες άξιος δεν είναι
Κανείς ν’ αντισταθεί όπως εκείνος.
Τον έκλαψε ολόκληρη η Ελλάδα.
Γέροι και νιοί, παιδιά, γυναίκες, άντρες,
"Χάσαμε τον πατέρα μας" φώναζαν.
Μόνον εγώ να κλάψω δεν μπορούσα.
Την τελευταία σαν άφηνε πνοή του,
Επέθανα κι εγώ την ίδια ώρα.
Ότι ήμουν ήμουνα χάρι σε κείνον.
Μ’ εσκεπαν οι μεγάλες του φτερούγες
Κι απ’ όλα τα κακά με προφυλάγαν.
Κι εγώ σ’ αντάλλαγμα τη ζεστασιά μου
Τον πότιζα και το γυναίκειο μύρο.
Τώρα κανείς το μάτι δε γυρίζει
Για να με δει. Και σαν να μην υπήρξα,
Τόσο αδιάφοροι όλοι με βλέπουν
Γι αυτούς ο γάμος μόνο δίνει αξία
Στη συντροφιά του αντρός και της γυναίκας.
Πόσο μακριά από τού θεού το μάτι
Όλοι αυτοί. Και πόσο τους λυπάμαι.
Μόνον εγώ να κλάψω δεν μπορούσα.
Γι αυτό θα κάτσω εδώ κι αντίς για κλάημα,
Κι αντίς για θρήνους παν’ απ’ το νεκρό του,
Κι αντίς για μοιριολόγια και για δάκρυα,
Την πονεμένη μου ψυχή θ’ αφήσω
Με μαύρα δάκρυα να τόνε κλάψει
Πάνω σε τούτο το χαρτί τ’ ολάσπρο.
Και γράμματα τα δάκρυα της ψυχής μου.
Και θρήνος της η αγάπη μου για κείνον.
Και μοιριολόγια οι πράξες που ’χει κάνει.
Θα κλάψω. Ναι. Σύννεφο η ψυχή μου
Βαρύ από τον πόνο που την καίει.
Ας γίνει ο πόνος μου άγριος αγέρας,
Απάνου στη γραφή μου να φυσήσει
Και να της δώσει το μεγάλο δώρο
Να ιστορήσει μ’ όσο πιο καθάρια
Λόγια μπορεί, το μεγαλείο εκείνου.
Αυτό ας ειν’ το κλάημα το δικό μου.
Εδώ, σε τούτο το μικρό δωμάτιο
Που άδειο φαίνεται, μα όλο γεμάτο
Είναι από κείνον και από τις τόσες
Ηρωικές που έχει κάνει πράξεις,
Σε μια μικρή κι αυτό Ελλάδα μοιάζει,
Εδώ, σε τούτο το μικρό δωμάτιο,
Τη λύπη μου θα σμίξω με τη Δόξα,
Τον πόνο μου με τη Μεγαλωσύνη.
Και θρήνο έναν αλλιώτικο θα κάνω
καθώς ταιριάζει στον Καραϊσκάκη
Που δοξασμένος είναι και μεγάλος,
Κι Αθάνατος θα μείνει στους αιώνες.
Δεν κλαίω τον άντρα ούτε το στρατιώτη.
Ούτε τον Αρχιστράτηγο δεν κλαίω.
Μον’ κλαίω την ψυχή την ηρωίδα
Που πιά δεν έχει χέρια, πόδια, στόμα,
Να πει, να τρέξει, να μας ακουμπήσει.
Που πια δεν έχει σώμα να μπορέσει
Ετούτονε τον κόσμο να βοηθήσει.
Μα κλαίω την ψυχή την ηρωίδα
Που αν και γύρω μας λαφροπετάει,
Που αν και τη νιώθουμε τόσο κοντά μας,
Που αν και τη ζούμε, κι αν κι αυτή μας βλέπει,
Όμως δεν το μπορεί να δώσει πάλι
Φτερά στη γήινη την ύπαρξη μας.
Δεν το μπορεί σπαθί να πιάσει πάλι
και να οδηγήσει το στρατό στη νίκη.
Και ποια έξω από μέ πρέπει να κλάψει;
Έξω από με που αφότου τον πρωτόειδα
Δεν είχα άλλον πατέρα και θεό μου;
Εμέ που λυπημένος όταν ήταν
Ημουνα η χαρά η μοναδική του!
Εμέ που τον συντρόφευα τις νύχτες
Σκεπάζοντας και κουβεντιάζοντας του;
Άλλη εξω από μένα ποια να κλάψει;
Που μυστικά δεν είχε από μένα;
Που όλα μου δικά του τα ’χα δώσει-
Σώμα, ψυχή, νού, όνειρα, χαρά μου;
Που μοναχά εμένα εμπιστευόταν
Να τον φυλάω τις νύχτες που κοιμόταν;
Που μου ’λεγε: "Μαριώ, χωρίς εσένα
Οι σκύλοι θα ’τανε καλλίτεροί μου".
Εκείνου να μου λέει έτσι εμένα…
Που μια των μαύρων των μαλλιών του τρίχα
Δέκα άξιζε Μαρίες σαν και μένα...
Άλλη από μένα ποια να κλάψει πρέπει;
Στο κλάημα, ναι, η ανθρώπινη με σπρώχνει
Η φύση μου. Μα κάπου πιό βαθιά μου
Ακούω μια φωνή να μου μιλάει
Και να μου λέει "Τάχα τι προσμένεις
Όσα κι αν χύσεις μαύρα πικροδάκρια,
Όσα κι αν γράψεις στα χαρτιά σου λόγια;
Μπορούνε ολ’ αυτά πίσω να φέρουν
Κάτι μικρό έστω απ’ τά περασμένα;
Τι έχεις να κερδίσεις με τα δάκρυα;
Όποιος γνωρίσει των αητών τα ύψη
Μπορεί μετά να ζήσει σαν σπουργίτι;
Όποιος στης Δόξας τα παλάτια έμπει
Και τη μαγεία που σκορπούν γνωρίσει
Πώς σε καλύβα να σταθεί κατόπι;
Στους ουρανούς όποιος βρεθεί του Ωραίου
Πώς στ’ άσχημο μετά θα περπάτησει;
Κι αυτός που μπήκε στης Ελλάδας τ’ Αγια,
Και χάθηκε στο φως της αστραπής της,
Πώς να χωθεί και πάλι στο σκοτάδι;
Ακώντας τη φωνή αυτά να λέει,
Νοιώθω σαν να τελείωσε η ζωή μου.
Νοιώθω. Μα δεν τελείωσε ακόμα.
Ακόμα η τελευταία δεν εβγήκε
Ανάσα μες απ’ τά στεγνά μου στήθη.
Κι όσο αυτό να γίνει, καιρός μένει
Να δηγηθώ τους πόνους και τα πάθη
και τους αγώνες του Καραϊσκάκη.
Τόσον καιρό δεν το ’κανα, γιατί όταν
Φεύγοντας απ’ τής Ρούμελης τα μέρη
Τ’ ορδί εστήσαμε στην Ελευσίνα,
Γεμάτες ήταν όλες μου οι μέρες.
Είχε ο Καραϊσκάκης να γνωρίσει
Γρήγορα όλα τα καινούργια μέρη.
Ο Κιουταχής απέναντί μας πάλι,
Βλέποντας να ’ρθει ο Καραϊσκάκης,
Εβάλθηκε να τόνε πολεμάει
Ωστε να μην προλάβει να ριζώσει.
Κι ακόμα, πιό κοντά σε κείνους ήρθε,
Που εχθρικά, αν κι έλληνες, τον βλέπαν
Και ψάχνανε να έβρουν ευκαιρία
Να καταστρέψουνε μαζί κι εκείνον,
Κι ό,τι ως τότε είχε κείνος χτίσει.
Αλλά περσότερο η αγωνία
Για της Πατρίδας της γλυκειάς την τύχη
Που εκινδύνευε απ’ τούς Ιγγλέζους
Κι απ’ τούς τεσσαρομάτηδες τους ντόπιους,
Αυτά μακριά με είχανε κρατήσει
Απ’ τό χαρτί και το μολύβι-εφόσον
Είχα μαζί με τον Καραϊσκάκη
Και να πηγαίνω και να υποφέρω.
Μα τώρα, ειμ’ εδώ, αρχές του Μάη,
Σε τούτο το παντέρμο το δωμάτιο.
Κι αρχίζω πάλι. Κι ας με συχωρέσει
Όποιος για με δε θα ’θελε ν’ ακούει,
Και για τις στενοχώριες τις δικές μου.
Όμως αυτές γι αυτόν τώρα τελειώσαν
Κι αρχίζουν κείνες του Καραϊσκάκη,
Πιάνοντας από την ημέρα όπου
Μετά ’πο δυό μερών σκληρή πορεία,
Στις εικοστρείς εφτάσαμε Φλεβάρη
Από το Δίστομο στην Ελευσίνα.
Δυό μήνες πριν από… Δυό μήνες…
Δυό μήνες πριν η μέρα να χαράξει
Που ο θεός, αληθινά αν υπάρχει,
Όλο το μίσος Του και την κακία
Που νοιώθει έδειξε για τους ανθρώπους-
Που ’δειξε αλήθεια η φύση Του ποια είναι-
Φύση καταστροφής κάθε Ωραίου.
ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ-
Ο ΧΑΒΙΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
Αν είχε άγγελο έναν η Ελλάδα,
Καλόν, απ’το κακό να τη φυλάει,
Και ό,που πάει τη χαρά να φέρνει,
Περσότερο δε θα ’χε κάνει κάτι
Απ’ ό,τ ι έκανε ο Καραϊσκάκης.
Μόνο που έφτασε στην Ελευσίνα-
Μόνο που ακούστηκε πως έχει φτάσει
Πρόσωπα γελαστά έβλεπες γύρω.
Στα στήθη ξαναθέριεψε η ελπίδα.
Οι κυβερνήτες νοιώσανε να φεύγει
Κάποιο από πάνου τους μεγάλο βάρος.
Των στρατιωτών η δύναμη εφτερώθη,
Κι όσοι ήτανε κλεισμένοι μες στο Κάστρο,
Λεύτεροι νοιώσανε σα να ’ναι κιόλας.
Όσο στη Ρούμελη ο Καραϊσκάκης
Εγραφε τους μεγάλους του θριάμβους,
Ενώ οι πολιτικάντηδες μαλώναν
Το ποιός τα πιό πολλά λεφτά θα φάει,
Δυό γεγονότα γίνανε μεγάλα,
Το ’να καλό και δύστυχο το άλλο.
Μέσα στη δυστυχία της Αθήνας
και στης Ακρόπολης το μέγα δράμα,
Μας ήρθε κι άλλη μία δυστυχία.
Ητανε του Καματερού η μάχη.
Σ’ αυτήν, ο Μπούρμπαχης, γενναίος κι άξιος,
Κεφαλλονίτης που ’ρθε απ’ τή Γαλλία
Όπου τον πόλεμο είχε σπουδάσει,
Νικήθηκε απ’ τούς τούρκους του Κιουτάγια.
Του ’πε ο Βάσσος ο Μαυροβουνιώτης
Να μην παραταχτεί μέσα στον κάμπο,
Γιατί με το ιππικό του ο Ρεσίτης
θα τόνε σύντριβε. Όμως εκείνος
Από κακό φιλότιμο δε φεύγει.
Και πάνου του θριάμβεψε ο Ρεσίτης.
Και χάθηκε κι ο ίδιος μες στη μάχη.
Και η Ελλάδα θρήνησε έν’ ακόμα
Γενναίο, ξύπνιο κι άξιο παλληκάρι.
Μα λίγο πριν κάτι καλό είχε γίνει.
Εμπήκε στην Ακρόπολη ο Χαβίνος,
Με πεντακόσους τόσους νοματαίους.
Ετούτη τη φορά η αντρειά του
Του βγήκε σε καλό. Κι οι αποκλεισμένοι
Ενισχυθήκανε ώστε ν’ αντέξουν.
Δόξα γι αυτό του πρέπει του Χαβίνου.
Αλλά εγώ δε βγάζω απ’ το μυαλό μου
Πως η μισή από τη δόξα αυτήνε
Πρέπει να πάει στον Καραϊσκάκη.
Γιατί καθώς εθύμωσε ο Χαβίνος
Κι απ’ τον Καραϊσκάκη είχε χωρίσει,
Δεν πήρε μέρος στη μεγάλη μάχη
Που στην Αράχοβα οι άλλοι δώσαν,
Και δε δοξάστηκε μαζί τους έτσι.
Από την άλλη, καθώς έλεγε όλο
Πώς δεν αξίζει ο Καραϊσκάκης
Και στο γκουβέρνο έστελνε ραπόρτα
Ότι ανίκανος τάχατες είναι,
Μετά ’πο της Αράχοβας τη νίκη
Κάτι και κείνος ήθελε να κάνει
Για ν’ ακουστεί και κείνου τ’ όνομά του.
Κι αυτό ήταν που τον έσπρωξε ν’ αφήσει
Τα Μέθανα, που άπρακτος καθόταν,
Και να κλειστεί στο Κάστρο της Αθήνας.
Όταν εφτάσαμε στην Ελευσίνα
Ο Καραϊσκάκης άρχισε τη δράση.
Διάταξε κι ενωθήκανε μαζί του
Ο Παναγιώτης Νοταράς κι ο Βάσσος.
Κι αμέσως ανεβαίνει στο καϊκι
και πάει να δει το πόστο της Καστέλλας.
Εστάθη απάνου στήν κορφή του λόφου
Και βλέπει ολόγυρα τις θέσεις όλες.
Κατάλαβε πως μόνο αν τους τούρκους
Απ’ του Περαία έδιωχνε τα μέρη,
Τότε να προχωρήσει θα μπορούσε
Και πιο σημαντικό να κάνει κάτι.
Μετά τραβάει για το Κερατσίνι.
Βγαίνει, και κατ’ απ’ των τουρκών τη μύτη,
Παρατηρεί καλά κι αυτά τα μέρη.
Μετά τραβάει για τη Σαλαμίνα.
Γεμάτη τηνε βρίσκει με στρατιώτες
Που όταν κάπου βρίσκανε τα σκούρα,
Εκεί επήγαιναν ν’ αναπαυτούνε
Αλλά μετά δε λέγανε να φύγουν.
Βγάζει μια διαταγή πως όποιον έβρει
Να ’ναι ακόμα στο νησί απάνου
Αφού εικοστέσσερες περάσουν ώρες,
Θα τόνε διώξει αυτός με ρεζιλίκι.
Για πότε άδειασε η Σαλαμίνα…
Φύγανε όλοι μες σε λίγες ώρες.
Εμείνανε μονάχα οι πληγωμένοι.
Για κείνους έφτιαξε ο Καραϊσκάκης
Μία Επιτροπή που να φροντίζει
Για το Φαΐ και την ανάπαυση τους
Κι αφού τα εκανόνισε όλα τούτα
Γυρνά, πρώτη Μαρτιού, στην Ελευσίνα.
Στο μεταξύ ένα καινούργιο σώμα
Από Παλαμηδιώτες είχε φτάσει.
Μαζί τους ήτανε κι ο Κασομούλης.
"Α! Ωρέ Κασομούλη. Επιτέλους.
Είχες δεν είχες σ’ έφερα κοντά μου."
"Ναι αρχηγέ. Κι η ευχαρίστησή μου
Που βρίσκομαι μαζί σου είναι μεγάλη."
Τους κράτησε και φάγανε μαζί μας
Και όλο ρώταγε νέα να μάθει
Για τί εκεί πέρα έγινε-στ’ Ανάπλι,
Όσο αυτός στη Ρούμελη βρισκόταν.
Λίγο στα σοβαρά, λίγο στ’ αστεία,
Λέει ο αρχηγός στον Κασομούλη:
"Λάθεψες που δεν ήσουνα μαζί μου
Τότε στ’ Ανάπλι. Και γι αυτό το λάθος
Το τότε σου, θα σε παιδέψω τώρα.
Για εικοστέσσερες κλεισμένον ώρες
θα σ’ έχω σ’ ένα μέρος όπου όλα
Τα τούρκικα κανόνια θα βαρούνε.
Ετούτο θα σου κάνω.Τίποτ’ άλλο".
Κι αλήθεια, έτσι έγινε σε λίγο
Μέσα εκεί, στου Σαρδελλά τη μάντρα…
Θεέ μου, κι όταν οι άλλοι τρωγοπίναν,
Ο νους του δούλευε ’κείνου και τότε
Και είχε στο μυαλό του όχι μονάχα
Τον τελικό σκοπό της προσπάθειάς του,
Μα εκανόνιζε την ίδια ώρα
Τις λεπτομέρειες κάθε του σχεδίου-
Πότε και πού και πόσοι θα χρειαστούνε
Σε κάθε κίνηση που θα γινόταν,
Κι ακόμα ποιοι αυτοί θα ’πρεπε να ’ναι.
Αμέσως τ’ απαντάει ο Κασομούλης:
"Βάλε με αρχηγέ όπου νομίζεις.
Στον μεγαλύτερο κίνδυνο στέργω.
Μα θέλω τούτη τη φιλοτιμιά μου
Να μη την θυσιάσεις. Να μην κρύψεις
Από κανένανε τη δούλεψή μου."
"Οσο γι αυτό, ήσυχος ωρέ να ’σαι.
Πάθος για ο,τι μούκαναν, ποτέ μου,
Ούτε κι εκράτησα ούτε θα κρατήσω.
Φτάνει κανείς μονάχα να μου δώσει
Τις αφορμές με τα καλά του έργα,
Κι εγώ παίρνω απάνου μου το έθνος,
Όλες να μάθει τις παλληκαριές του.
Λοιπόν ήσυχος μείνε. Θα φροντίσω
Τη δόξα σου αφού το θέλεις τόσο".
Τ’ ορδί του αρχηγού στην Ελευσίνα
Δεν έμοιαζε με τ’ άλλα των ελλήνων.
Είχαν μεγαλοπρέπεια οι σκηνές του
Γιατ’ ήτανε αυτές που ’χε αφήσει
Ο Ομέρ σαν έφευγε για να γλιτώσει.
Κάθε πρωί οι καπεταναίοι τραβάγαν
Στον αρχηγό και παίρναν οδηγίες.
Αυτός καθόταν μέσα στη σκηνή του.
Σ’ όσους πηγαίνανε να τόνε δούνε
Εκέρναγα κι από ’να καφφεδάκι.
Και δεν ψηλόβλεπε ουτ’ άγριος ήταν.
Σ’ όλους φερνότανε με καλοσύνη.
Κι άλλοτε πέταγε κανένα αστείο,
Αλλοτε τα φερσίματα εμιμούνταν
Αγωνιστών που ήταν γνωστοί σε όλους
Κι όλοι λυνόντουσαν από τα γέλια,
Κι άλλες φορές δικό του αστείο ένα
πάθημα ιστορούσε που είχε πάθει.
Τον έβλεπα και άθελα σκεφτόμουν
Κι ο Μιλτιάδης έτσι ο πρόγονός του
Στις Πλαταιές κι εκείνος θα φερνόνταν.
Δεν ξέρουμε αν έλεγε αστεία.
Αλλά κι εκείνος έτσι στη σκηνή του
θα δέχονταν πρωί τους Καπετάνιους
Για να τους δώσει τις σοφές του γνώμες
Που οδηγήσανε στη νίκη εκείνη
Εδώ και δυόμισυ χιλιάδες χρόνια...
Στις Πλαταιές… να… λίγο παραπέρα..,
Κι έτσι και κείνοι σεβασμό γεμάτοι
Διστακτικοί θα μπαίναν στη σκηνή του
Για να ’βγουν για τη μάχη θαρρεμένοι-
Γιατ’ είναι κάθε αρχηγού καθρέφτης
Τα πρόσωπα των αξιωματικών του.
Ετσι και τις καρδιές ο Καραϊσκάκης
Ανοιγε όσων μίλαγαν μαζί του,
Κι αρχίναε με χαρά η κάθε μέρα.
Οι καλωσύνες τον αφήναν όμως
Σαν έβλεπε αργόσχολο κανέναν.
Ενα πρωί εβρήκε έναν τέτοιον.
Του λέει: "Ελα δω!". Πήγε. "Ποιος είσαι;"
"Ειμ’ άνθρωπος", τού λέει, "Καπετάνιο".
"Τί θες εδώ;" "Ηρθα να σεργιανίσω".
"Για καφφενέ πήρες τ’ ορδί;" του λέει,
"Τράβα γιατί θα πω στα παλληκάρια
Με πέτρες να σε πάρουν στο κυνήγι".
Κάτι επήγε ν’ αντιπεί εκείνος
και τότε άναψε ο Καραϊσκάκης:
"Πετάξτε τον μεμιάς από τ’ ορδί μας.
Στ’ ασκέρι μου δε θέλω αργούς ανθρώπους.
Και όποιον άλλονε ίδιονε βρείτε
Να τον πετάξετε κι εκείνον έξω.
Κάτι όπως αυτούς που παριστάνουν
Μια τον πολεμιστή, μια τον πολίτη
Στα μάτια μου δε θέλω να τους βλέπω.
Αυτοί χαλάν κι ορδί και παλληκάρια
Και σπέρνουνε το φόβο στους στρατιώτες.
Μην τους ζυγώνετε γιατ’ έχουν ψώρα".
Σε λίγο έπαψε όμως ο θυμός του.
Οξύθυμος κι αν ήταν μα και τόσο
Γρήγορα του περνούσαν τα μπουρίνια.
Και τότε περγελούσε την αιτία
Που στο θυμό τον έκανε να φτάσει.
Συνέχεια γύριζε μες στο μυαλό του
Το νέο κίνημα που ’χε να κάνει.
Ελεγε πως οι έλληνες την πάθαν
Και στο Καματερό και στο Χαϊδάρι,
Γιατί όπως έπρεπε δεν πολεμήσαν.
Και φταίγανε γι αυτό οι αρχηγοί τους.
"Ακακα πρόβατα ειν’ οι στρατιώτες"
Ελεγε, "που τα σέρνουν οι αρχηγοί τους
Η στο καλό, ή στο κακό". Για τούτο
Αν κάποιος του ’λεγε απ’ τούς Καπετάνιους
Οτι θα φύγει γιατ’ οι άνθρωποί του
Εκεί δε θέλανε άλλο να μείνουν,
"Άστους να φύγουνε. Εσένα θέλω"
Του ’λεγε, σίγουρος πως αν εκείνος
Εμενε, τότε θα ’μεναν κι οι άλλοι.
Πολλές φορές ερχόνταν στη σκηνή μας
Ο Βλάχμπεης κι ο Γρίβας Γαρδικιώτης
και τα ’λεγαν με τον Καραϊσκάκη.
Και κάθονταν και μίλαγαν για ώρες.
Και λέγανε τα νέα και τα παλιά τους.
Ο Βλάχμπεης μιλούσε για τη Βιέννη
όπου εσπούδασε κι όπου εμπορεύτη.
Τους έλεγε για όσα είχε τραβήξει
Κλεισμένος στ’ άτυχο το Μισολόγγι
Κι ένας καημός τον έκαιε: που ’χε λείψει
Από την Κλείσοβα, λόγο αρρώστιας,
Τη μέρα που επιτέθηκαν οι τούρκοι
Και το νησί πασκίσανε να πάρουν.
Κι έλεγε ο Γρίβας για το Θοδωράκη.
Και τον κατηγορούσε που κρατούσε
Το Παλαμήδι απόλεμος καθόντας.
Κι έλεγε για το γέρο του πατέρα
Που Αλήπασας τον είχε φαρμακώσει.
Κι αναθυμούνταν με τον Καραϊσκάκη
Τη Ράχοβα. Κι ανάβανε κι οι δυό τους
Τη νίκη αναθυμώντας τη μεγάλη.
Και φτάναν στο τι γίνεται δω πέρα.
Και στους πολιτικούς. Και στο γκουβέρνο.
Και συμφωνούσανε πάντα οι τρεις τους.
Κι εγώ, εκεί πιο πέρα καθισμένη
Όλη αυτιά ήμουν κι όπως το σφουγγάρι
Τα λόγια έπινα του Καραϊσκάκη
Που ανοιγότανε μ’ αυτούς τους δύο
Πιότερο απ’ ότι αν βρίσκονταν με άλλους.
Και μίλαγε για την Κυβέρνηση μας,
Για τους αρχόντους, τους κοτζαμπασήδες,
Για τη Φραγκιά και για την Ιγγλετέρα.
Κι έλεγε τις απόψεις του στους άλλους
Για την Πατρίδα και για τον Αγώνα,
Για την πολιτική και για το μέλλον.
Κι ένα μεσημεράκι που ο ήλιος
Ελαμπε τρεις φορές από ποτέ του
Σα να ’χε μέσα έμπει στη σκηνή μας,
Κι ενώ οι στρατιώτες αποκαρωμένοι
Μετά ’πο το φαί ξεκουραζόνταν,
Ακούστηκε η κουβεντα η μεγάλη
Από τα χείλη του Καραϊσκάκη:
"Ωρέ αδέρφια, όταν πολεμάτε,
Να φυλαγόσαστε ωρέ. Σάς θέλω.
Όλους, μα ξέχωρα εσάς τους δύο.
Εχω μεγάλο σχέδιο στο μυαλό μου".
Δεν επερίμενε να τον ρωτήσουν.
Συνέχισε αφού εσηκώθη πρώτα
Κι άρχισε στη σκηνή να περπατάει
Και να πηγαινοέρχεται μπροστά μας.
Κι ήτανε δυσθεώρατα μεγάλος.
Κι ήτανε αψηλός σαν βουνοκόρφι.
Και η σκηνή μας δεν τόνε χωρούσε.
Και δεν τόνε χωρούσε η Ελλάδα.
Και τα πουλιά να τραγουδούνε πάψαν.
Και αυτί εφοβήθηκα μήπως και στήσαν
Και παν το μυστικό και το σκορπίσουν
Και πάει, χάθη και κείνο κι η Ελλάδα.
Κι ακόμα η απορία με κρατάει-
Πιότερο τί έλαμπε την ώρα κείνη:
Τα μάτια του, ο νους του ή ο ήλιος;
Κι ακούστηκε η κουβέντα η μεγάλη:
"Σα λευτερώσουμε και την Αθήνα,
Και πάει ο Κιουταχής απ’ όπου ήρθε,
Για το Μωριά τραβάμε τότε αδέρφια,
Να διώξουμ’ όλους τους πολιτικάντες
Και μεις να κυβερνήσουμε τον τόπο.
Είναι δικός μας ο στρατός αδέρφια.
Και ο Λαός δε θέλει ούτε τον Τούρκο,
Ούτε και τους δικούς μας αγιογδύτες.
Ο,τι κερδίσαμε μέσα στις μάχες
Να μη τ’ αφήσουμε να πάει χαμένο".
"Και τί θα κάνει ο Κολοκοτρώνης;"
Γοργά γοργά ο Γρίβας Γαρδικιώτης.
"Οχι ο Γέρος δε θα πει. Είναι ξύπνιος
Κι όπως εμείς πονάει την Πατρίδα".
"Είναι κι αυτός όμοια με σε μεγάλος.
Πώς θα δεχτεί να γίνει δεύτερός σου;"
"Ό,τι ζητήσει αδέρφια του το δίνω.
Και πρώτος άμα θέλει, ας γίνει πρώτος,
Αρκεί να μπει η πατρίδα σ’ ένα δρόμο. .
Αρκεί ο Λαός να πάψει να υποφέρει.
Αρκεί τη γης που για τη λευτεριά της
Πολέμησε, δική του να την έχει
Αρκεί να δούνε οι Δύναμες οι ξένες
Πως έχουμε κι εμείς δικιά μας γνώμη.
Κι αρκεί να φτιάξουμε στρατό ν’ ακούει-
Να μη σκορπάει στις ρούγες-ταχτικόνε!».
ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Ζήτησε να του πουν οι καπετάνιοι
Πόσους στρατιώτες έχει ο καθένας.
Βρεθήκανε τρισήμισυ χιλιάδες.
Και κάποιο γιόμα βγήκε απ’ τή σκηνή του
κι άρχισε να φωνάζει σαν ντελάλης
Να τον ακούσουν οι Καπεταναίοι.
"’Βγάτ’ έξω ωρέ μπουλουκμπασάδες!
Εβγάτε πάμε κάτου στα χορτάρια
Να ’μαστε μόνοι μας να πούμε κάτι.
Πάρτε και τα τσιμπούκια σας μαζί σας,
Τα πυροβόλα, τις καπνοσακούλες.
Αλλά κανέναν άλλο να μην πάρτε."
Κινάει πρώτος, ροβολάει στον κάμπο,
Διάλεξε μακριά ’π’ τ’ ορδί ένα μέρος
Και κάθησε. Και ήρθαν ένας ένας
Οι Καπετάνιοι και καθήσαν γύρω.
Σαν όλοι βολευτήκανε τους λέει:
"Καπεταναίοι σας φώναξα ’δω χάμου
Να κουβεντιάσουμε όλοι να δούμε
Τι κίνημα θα κάνουμε. Αλήθεια,
Στη Ρούμελη πολλά είχαμε τραβήξει,
Κι ακόμα υποφέρουμε από κείνα.
Επολεμούσαμε γυμνοί στα κρύα,
Ξυπόλητοι και ξενηστικωμένοι.
Με του θεού την ευλογία όμως
Και την ευκή της σκλάβας μας ΙΙατρίδας
Νικήσαμε κι οχτρούς μας και χειμώνα.
Ξέρω πως εξοδέψαμε κει πέρα
Ο,τι κι αν έλαχε να ’χει καθένας
Χωρίς από τη Διοίκηση να βρούμε
Βοήθεια μες στα τόσα βάσανά μας.
Μα πρέπει να υποφέρουμε ακόμα
Ως τη δουλειά να φέρουμε σε τέλος
Που όλοι απάνου μας έχουμε πάρει.
Από πολλές μεριές έχω ακούσει
Πως θα μας στείλουνε σε λίγες μέρες
Παράδες και για μας και για τ’ ασκέρι.
Ομως γι αυτό δεν ειν’ ακόμα ώρα.
Καπεταναίοι, έβαλα στο νου μου
Ότι σωστό δεν είναι τόσοι άντρες
Απραγοι να καθόμαστε ’δω πέρα.
Και-με το θάρρος σας-λέω πως πρέπει
Να κάνουμε ένα κίνημα. Και θέλω
Να δω αν αυτό που έχω στο μυαλό μου
Καλό όπως εγώ το θεωρείτε,
Αλλιώς να κάνουμε άλλο κανένα.
Εδιάλεξα να πιάσουμε μια θέση
Που βρίσκεται πολύ κοντά στους τούρκους.
Είναι πολλοί οι τούρκοι. Ναι-δε λέω.
Μα είδατε ποια ειν’ η δύναμή τους.
Θυμόσαστε δα τα παθήματα τους
Σαν τους χτυπήσαμε παλληκαρίσια.
Όλοι σας κείνο τον γραμματισμένο
Τον Περραιβό, τον ξέρετε. Εκείνος
Πολέμησε μονάχα στο Χαϊδάρι,
Και γάμησε το κέρατο των τούρκων.
Πόσο λοιπόν εσείς Καπεταναίοι,
Που από μικροί είστε συνηθισμένοι
Να τους νικάτε και να σας τρομάζουν."
Εσκυψε λίγο όπως εκαθόταν
Για να μη φαίνεται απ’ τούς απέξω
και δαχτυλόδειξε το Κερατσίνι.
"Να η θέση που θα πιάσουμε η νέα.
Νερό έχει μπόλικο σ’ ένα πηγάδι.
Και μέρος να σιμώνουνε τα πλοία
Να βγάζουνε τροφές. Προχτές τη νύχτα
Που πήγα με το Γιάννη Λογοθέτη
Κι εξέτασα, μού άρεσε η θέση".
Του αποκρίνονται οι Καπεταναίοι:
"Αφού έχουμε αρχηγέ αποφασίσει
Να σε ακούμε σ’ όλα, μη γυρεύεις
Τις συμβουλές μας για το τι θα κάνεις.
Αρκεί καλό που συ βρήκες το μέρος.
Και βρήκες πως η θέση δυνατή ’ναι.
Λοιπόν για να τελειώνει, πρόσταξέ μας".
Για να ’ναι σίγουρος ο Καραϊσκάκης
Ότι κατάλαβαν τι τους ζητάει:
"Όχι. Ό,τι κάνουμε, το κάνουμ’ όλοι.
Γι αυτό και θέλω στα κινήματα μας
Να συμφωνάμε όλοι ώστε να ’χει
Κατάληξη καλή ό,τι αρχινάμε.
"Χωρίς να κάνεις άλλες ερωτήσεις,
Πες αρχηγέ πού πάει ο καθένας."
Ευχαριστήθηκε ο Καραϊσκάκης
Απ’ την απάντησή τους και προστάζει:
"Καλύβας, Βαλτινός και Κασομούλης,
Όλοι σας ως τρακόσοι νοματαίοι,
Μισή ώρα έπειτα που σκοτειδιάσει,
Μπαρκάρετε στα καϊκια. Οδηγό σας
Θα ’χετε το Γιαννάκη Λογοθέτη.
Τραβάτε ευθεία για το Κερατσίνι,
Και στο τσογκρί εκείνο που σας είπα,
Ταμπουρωνόσαστε. Μετά οι άλλοι
Θα ’ρθουμε από ξηρά. Το κίνημα όμως
Να μείνει μυστικό. Γιατί έχω μάθει
Πως κάτι τουρκολάτρες Μενιδιάτες
Γυρνάνε στις κορφές, και ό,τι βλέπουν
Τρέχουν και το προφταίνουν στον Κιουτάγια.
Γι αυτό θα κινηθούμε στο σκοτάδι.
Κινάμε η τρουμπέττα σα βαρέσει.
Τσαντήρια δε θα πάρετε μαζί σας.
Εμείς θα τα φορτώσουμε τη νύχτα
Μ’ όλα σας τα στρωσίδια και συγύρια."
Ολα καθώς τα διάταξε γινήκαν.
Βγήκαν οι πρώτοι και ταμπουρωθήκαν.
Κι ας ήταν δίπλα τους οι τουρκαλάδες
Κι ας βρόνταγαν τις πέτρες οι δικοί μας
Που σώριαζαν να φτιάξουνε ταμπούρια.
Κοιμόνταν φαίνεται βαθιά οι τούρκοι.
Και να και φτάνουνε και οι πεζοί μας.
Πάει στα ταμπούρια ο Καραϊσκάκης
Και τους επαίνεσε για τη δουλειά τους
Και για τη γρηγοράδα που εδείξαν.
Ο Ρούκης γνώριζε αυτά τα μέρη.
Του λέει: "Αρχηγέ σ’ αυτό το μέρος
Δε θα μπορέσουμε να κρατηθούμε
Αμα δεν πιάσουμε κείνη τη μάντρα."
Και του ’δειξε του Σαρδελλά τη μάντρα.
Το παραδέχτηκιε ο Καραΐσάκης
Και δίνει διάτα στους Παλαμηδιώτες,
Ως εκατόν πενήντα, να την πιάσουν.
Τοιμάστηκαν αυτοί να ξεκινήσουν.
Μα κει που άρχισαν να προχωράνε
Κάνει ο Καραϊσκάκης θυμωμένος:
"Μην πάτε πουθενά. Γυρίστε πίσω".
"Γιατί αρχηγέ; Ποια ειν’ η δυσκολία;"
"Αύριο βλέπουμε. Ας περάσει η νύχτα.
Ταμπουρωθείτε ’δώ όπως σας λέω."
Να τι έτρεξε: Τ’ απρόβλεφτο είχε γίνει.
Από τις τρεις χιλιάδες πεντακόσους
Οι δυο χιλιάδες το ’σκασαν στο δρόμο.
Ηταν αυτοί που είχαν πάρει μέρος
Στη νίλα του Καματερού. Σκιαχτήκαν
Πως πάλι σε χαμό τους οδηγούσαν
Και σκόρπισαν στη νύχτα να γλιτώσουν.
Οσοι εμείναν, στήσανε τσαντήρια,
Κι έτσι όπως ήταν ταλαιπωρημένοι
Απ’ την πορεία κι από τα ταμπούρια
Βαθιά βαθιά στον άγιο ύπνο πέσαν.
Ισως μια μέρα οι Ελληνες στρατιώτες
Γίνουν καθώς αυτοί της Ιγγλετέρας
Και της Φραγκίας-ταχτικοί ίσως γίνουν.
Καλλίτερα δεν ξέρω όμως αν θα ’ναι.
Γιατί αν μπουν σε μάχες με το ζόρι,
Θα ’ναι σαν διόλου να μην πολεμάνε.
Ενώ τουλάχιστον αυτοί που τώρα
Στις μάχες μπαίνουνε και στον αγώνα,
Μπαίνουν γιατί το θέλουνε κι εκείνοι
Κι έτσι για όλα ειν’ ετοιμασμένοι
Και αποφασισμένοι είναι για όλα.
«ΤΙ ΚΟΙΜΟΣΑΣΤΕ ΚΕΡΑΤΑΔΕΣ;»
Ο Καραϊσκάκης αναπαύτη λίγο,
Και πριν χαράξει βρέθηκε στο πόδι.
Φωνάζει και του φέρνουν τ’ άλογό του.
Πηδάει πάνω, παίρνει και μαζί του
Τον κυρ-Μπαμπά, ήρωα της Εξόδου,
Και τράβηξαν μαζί κατά τον κάμπο.
Πέρασαν πίσω απ’ τών τουρνών τα πόστα.
Ηθελ’ ο Καραισκάκης να γνωρίσει
Τα μέρη, ώστε να τα ξέρει αν κι όταν
Η ανάγκη του πολέμου το καλούσε.
Σαν είχε πάρει πια ν’ αργοχαράζει,
Αυτοί πέρα στο Φάληρο είχαν φτάσει.
Σιμώνουν ένα τούρκικο ταμπούρι
και βλέπουν τούρκους μέσα να κοιμούνται.
Τραβάει τότε ο Καραϊσκάκης
Απ’ τ’ άλογου τη σέλλα τη μπιστόλα,
Και τους βαράει μιά, φωνάζοντάς τους:
"Κοιμόσαστε ακόμα κερατάδες;"
Ωσπου να δουν εκείνοι τι συμβαίνει,
Ο Καραϊσκάκης είχε σκαπετήσει.
Και τι να πω για τούτηνε την πράξη…
Ο αρχιστράτηγος μ’ ένα στρατιώτη
Στο εχθρικό τορδί να τριγυρνάει,
Εγώ αυτό πρώτη φορά τ’ ακούω.
Κι αν άκουσα τα τελευταία χρόνια
Πολέμου ιστορίες κι ιστορίες.
Και καλά, έφτασε ως το ταμπούρι-
Τ’ ήθελε να βαρέσει τη μπιστόλα;
Αυτός ο αρχηγός μας ήταν όμως.
Οχι άτρομος μονάχα με τους τούρκους,
Αλλά και όλα υπολογίζοντάς τα
Πριν κάποια νέα του κάνει ενέργεια.
Όπως και τώρα τούτο είχε κάνει
Λίγο γυρεύοντας να διασκεδάσει.
Ηξερε ότι δε θα κινδυνέψει
Σίγουρος για την ικανότητά του
Ότι σωστά τα πάντα υπολογίζει.
Καθώς γυρνούσαν στο στρατόπεδό μας,
Δυό άτια μαύρα βλέπουνε των τούρκων.
Τα δένουν από πίσω απ’ τά δικά τους,
Και ξεκινάν στ’ ορδί μας να γυρίσουν.
Καθώς εφτάνανε, τηράνε πέρα,
Βλέπουνε να ’ρχονται απ’ την Αθήνα
Ντελήδες με πορεία το Κερατσίνι.
Βιτσίζουν τ’ άλογα, φτάνουν στ’ ορδί μας,
Και μπήγει τη φωνή ο Καραϊσκάκης:
" Ελληνες’τοιμαστήτε! Τούρκοι ερχόνται!"
Αλήθεια ήταν. Εφτανε ο Κιουτάγιας
Με πεζουριά ίσαμε οχτακόσους '
Και με καβαλαραίους ως τρακόσους.
Να μάθει ήθελε το ποιοί και πόσοι
Το πόστο εκείνο πιάσανε τη νύχτα.
Ετσ’ είναι. Θέλαν και τα δυό τ’ ασκέρια
Τα κότσια να γνωρίσει το ’να τ’ άλλου.
Όσοι δεν χρειαζόνταν στα ταμπούρια,
Προχώρησαν κι ανοίξανε ντουφέκι.
Προστάζει ακόμα ο Καραϊσκάκης
Να ’τοιμαστεί και η καβαλαρία
και με την τούρκικη να πολεμήσει.
Τρέχουν οι οχτροί να πιάσουνε μια ράχη,
Ορμάει ο Μήτρος ο Σκυλοδημάκης
Με πίσω του το Γρίβα Γαρδικιώτη,
και προλαβαίνουνε τους τουρκαλάδες.
Πάνε οι τουρκαλάδες να τους διώξουν,
Τους κυνηγάνε για καλά οι δικοί μας.
Τους τούρκους βλέποντας απ’ τ’ άλλο μέρος
Ετσι κυνηγημένους να λακάνε,
Βγαίνουνε οι δικοί μας όλοι έξω
Και παίρνουνε τους τούρκους στο κυνήγι.
Θαυμάστηκε αυτήνε την ημέρα
Για την αντρεία του ο Χατζηπέτρος.
Ρίχνει με τη μπιστόλα σ’ έναν τούρκο,
Μα προσπαθώντας να ξαναγεμίσει
Του Κιουταχή ο Πεσκίραγας τον βλέπει
Και ρίχνεται για να τόνε χαλάσει.
Μπροστά ο έλληνας, ο τούρκος πίσω,
καλπάζουνε στον κάμπο. Τους θωρούνε
Από μακριά να τρέχουν οι δικοί μας,
Και λένε "χάθηκε ο Χατζηπέτρος".
Όμως εκείνος ευκαιρία βρήκε
Παρόλο τούτο το κυνηγητό του
και γέμισε και πάλι τη μπιστόλα
κι αναγυρίζοντας πάνου στη σέλλα,
Βαράει τον Πεσκίραγα στο στήθος.
Ετσι κι αυτή ετέλειωσε η μάχη
Με νίκη των Ελλήνων. Φχαριστήθη
Για τ’ αποτέλεσμα ο Καραϊσκάκης,
Γιατί αυτό εγίνηκε η αιτία
Να γκαρδιωθεί τ’ ασκέρι. Γνώριζε όμως
Οτι αυτή μια δοκιμή ’ταν μόνο,
Λαι πως τη μάχη την πραγματική τους,
Θα την εδίνανε την άλλη μέρα.
Η ΜΑΝΤΡΑ ΤΟΥ ΣΑΡΔΕΛΛΑ-ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ
Αφού κυνήγησε ο Καραϊσκάκης
Μέχρι τον κάμπο τους εχθρούς, γυρνάει,
Κι ευθύς προστάζει: "Τους Παλαμηδιώτες
Που διόρισα εψές, να παν’ στη Μάντρα."
Ξεκίνησαν μεμιάς οι Κασομούλης,
Βούτυρος, Βαλτινός, Γεροθανάσης.
Μόλις στη Μάντρα φτάσανε βαλθήκαν
Ν’ ανοίξουνε στον τοίχο της μασγάλια.
Σε λίγο φτάνουνε Γιωργάκης Βάγιας,
Γιουρούκος, Κοντογιάννης, Λογοθέτης
κι ο Τούσια Μπότσαρης, θερίο άντρας.
Ο Καραϊσκάκης έχοντας στο νου του
Ότι θ’ ανάψει αγώνας για τη Μάντρα,
Να ησυχάσει πίσω δεν μπορούσε
Και στέλνει κι άλλους δυό εκεί.Το Ρούκη
Μαζί με τον Πετράκη το Φαρμάκη.
Σε μια στιγμή λέει ο Γεροθανάσης
Στον Κασομούλη: "Καπετάν Νικόλα
Οι άνθρωποί μου δε μ’ ακολουθήσαν.
Μιστούς βρήκαν την ώρα να γυρεύουν".
Άνθρωπο έναν στέλνει ο Κασομούλης
και το μηνάει του Καραϊσκάκη,
Γυρεύοντας του να διορίσει άλλους.
Σαν είχε αρχίσει πια να σκοτειδιάζει,
Φτάνει ο Γαρδικιώτης με σαράντα.
Έξω απ’ τη Μάντρα στέκει και φωνάζει:
"Είπε ο αρχηγός εγώ να μείνω
Και συ όξω να βγεις και να μας έρθεις
Αργότερα, σα χρειαστεί βοήθεια".
"Εγώ", του απαντάει ο Κασομούλης,
"Γύρεψα του αρχηγού πολεμιστάδες.
Δεν του εγύρεψα αρχηγό να στείλει.
Γι αυτό ασ’ τα συντρόφια σου εδώ πέρα,
Και γύρνα. Κι αν βοήθεια χρειαστούμε
Τότε να ’ρθείς και σένα θα σου πούμε.
Εγώ ήρθα εδώ κι εδώ θα μείνω.
Για να δεχτεί αυτά που λες κανένας,
Πουτάνα πρέπει να ’ναι-και μεγάλη".
"Ετότενες ας μείνουμε κι οι δυο μας".
Και μείνανε κι οι δυο τους. Και σε λίγο
Και οι λεβέντες του Γεροθανάση
Το μετανιώσαν και γυρίσαν πίσω.
Διακόσοι εξήντα ήταν νοματαίοι
Που κλείστηκαν στου Σαρδελλά τη Μάντρα.
Επειδή όμως ήτανε μικρούλα
Και δεν μπορούσαν οι Ελληνες να φτιάξουν
Όσες τους χρειαζόνταν πολεμίστρες,
Εφτιάξανε στις δυο γωνιές της μάντρας
Υψώνοντας το χώμα, δύο ντάπιες,
Και τις στηρίξαν με χοντρά παλούκια.
Δούλεψανε ακούραστα όλη νύχτα
Και την αυγή τις είχαν ετοιμάσει.
Μετά γεμίσανε νερό τ’ ασκιά τους
Για να δροσίζονται μέσα στη μάχη,
Και πια επεριμένανε τους τούρκους.
Σαυτό το μεταξύ ο Καραϊσκάκης
Αϋπνος μένοντας όλη τη νύχτα,
Γύριζε από πόστο σ’ άλλο πόστο
Γκαρδιώνοντας παντού τα παλληκάρια
Και δίνοντας σε όποιον χρειαζόταν
Τις οδηγίες και τις συμβουλές του.
Και ασταμάτητα έβριζε ’κείνους
Που λιποτάχτησαν στην Ελευσίνα
Γιατί με τόσο λίγους που ’χαν μείνει
Δεν το μπορούσε όλες να επανδρώσει
Τις θέσεις που ’κρινε σαν αναγκαίες.
Χαράζοντας εφάνη κι ο Κιουτάγιας.
Με την πεζούρα τεσσερες χιλιάδες
Και με καβαλαραίους οχτακόσους.
Στεκάμενος στη μέση του ιππικού του
Μ’ ένα περίεργο κοίταξε μάτι
Τα οχυρώματα που ’χαμε κάμει.
Απέναντι μετά στο δεξιό μας
Εταξε τους ντελήδες. Τους πεζούς του
Τους χώρισε σε τρεις κολώνες όμοιες.
Τη μια τη βάζει απέναντι στη Μάντρα
Με τον Χασάνμπεη να ’ναι αρχηγός της.
Την άλλη απέναντι από τ’ ορδί μας,
Και ν’ αντικρύζει το χωριό την τρίτη.
Στήνει κατά τη Μάντρα δυο κανόνια,
Από μπροστά να τη βαράει το ’να
Και τ’ άλλο να της δίνει από τα πλάγια.
Παράξενο ήταν θέαμα να βλέπεις
Στο μπούγιο των ντελήδων ν’ αντιβγαίνει
Ο άτρομος Ελληνας Χατζημιχάλης
Με τους καβαλαραίους που ’χε τους λίγους.
Εγραψε στην αναφορά της μάχης
Την άλλη μέρα ο Καραϊσκάκης:
"Εστάθησαν αρκετήν ώραν τα δύο ιππικά σώματα, το εν αντίκρυ του άλλου, χωρίς να κινώνται.Το δε άξιον θαυμασμού είναι ότι ο γενναίος στρατηγός του ιππικού Χατζημιχάλης είχε μόνον εξήκοντα ιππείς και εκράτει εις αμφιβολίαν του πρακτέου οκτακοσίους εχθρούς"
Αθάνατοι Ελληνες! Ψυχές γενναίες!
Απ’ τούς καιρούς εκείνους τους αρχαίους
Ως σήμερα ίδια Χάρη σας στολίζει:
Μ’ όπλα το δίκιο σας και την τιμή σας
Αδικους κι άτιμους να πολεμάτε!
Όπως η Μάντρα είχε διπλά ντουβάρια,
Νόμισαν οι κλεισμένοι θα βαστούσε
Στις κανονιές που έριχνε ο Κιουτάγιας.
Αλλα καλά δεν είχαν λογαριάσει-
Οι μπάλες την περνούσαν πέρα πέρα.
"Εδώ όλοι θα πεθάνουμε!" φωνάζουν,
Κι ατάραχοι εκεί που ήταν μένουν.
Μαζί τους ήταν κι ένας τρουμπετιέρης
Κι ως βάραγε τη σάλπιγγα συνέχεια
Μέσα σε κείνη τη βουή της μάχης
Και στη σιγή τη νεκρική της Μάντρας,
Σα να ’ταν της Δευτέρας Παρουσίας
Αγγελος έμοιαζε, όπου την Κρίση
Στη Γη κατέβηκε να διαλαλήσει.
Οι άντρες κράταγαν τα καριοφύλλια
Γεμάτα, με τις μπούκες στα μασγάλια,
Και δεν ερίχνανε ώσπου οι τούρκοι
Να κάνουνε στη Μάντρα το ρεσάλτο.
Πέφτουν τα παλιοντούβαρα. Σκορπιούνται.
Γεμίζει σκόνη η Μάντρα που ο ένας
Δεν έβλεπε τον άλλονε ’κεί μέσα.
Ανασκουμπώνονται και ξανακλείνουν
Όπως μπορούν τις τρύπες απ’ τις μπάλες.
Μα χαμηλά ήτανε τα μασγάλια
Και δεν εβλέπανε πότε οι τούρκοι
Φούντωναν τα κανόνια ώστε να ξέρουν,
Να ξαπλωθούν και να προφυλαχτούνε:
"Ποιανού ωρέ βαστά η καρδιά να πάει
Σινιάλο να μας δίνει απ’ την ταράτσα;
"Εγώ πηγαίνω", λέει ένας νέος,
Που ακόμα δεν εκράταγε ντουφέκι,
Κάποιου αγωνιστή το ψυχοπαίδι.
"Τράβα ρε λεβεντόπαιδο!" Και πήγε.
Και κοίταζε πότε οι κανονιέροι
Ανάβαν τα φυτίλια της μπαρούτης
Και φώναζε "φωτιά!" και τότε όλοι
Ξάπλωναν οι δικοί μας πα’ στο χώμα.
Αργότερα έλεγε ο Κασομούλης
(καλή του ώρα του γενναίου άντρα)
"Σε τούτονε το νέο χρεωστούμε
Την όπου είχαμε προφύλαξη μας".
Ηταν ένα παιδί απ’ τό Καρπενήσι.
Αφού το δεξιό γκρεμίσαν μέρος
Της Μάντρας μας, ετράβηξαν οι τούρκοι
Το ’να κανόνι τους στο άλλο δίπλα
Ωστε μπροστά τη μάντρα να χτυπάνε.
Τότε δεν άντεξε κάποιος λεβέντης,
Νικόλα τόνε λέγανε, θύμωνει,
Τραβάει μιά ντουφεκιά και πάρτον κάτω
Τον αρχικανονιέρη των τουρκώνε.
Τόσο κοντά μας είχαν τα κανόνια.
Οι άλλοι όμως δεν τόνε παίνεσαν
Γιατί μπορούσε να ’ναι η αιτία
Ν’ αρχίσουν όλοι να πυροβολάνε.
Μα ευτυχώς τέτιο κακό δε ’γίνη
Και μόνον όλοι τα σπαθιά κρατούσαν
Γυμνά, και τα ’δειχναν παν’ απ’ τα γκρέμια
Για να τα βλέπουν οι εχθροί μπροστά τους
Και διόλου και κανένας δε μιλούσε.
Τούτη η σιωπή έκανε τον Κιουτάγια
Και να λυσσομανά και να θαυμάζει.
Μα έκανε και τον Καραϊσκάκη
Σ’ έγνοια μεγάλη και βαριά να πέφτει
θαρρώντας για μεγάλη τη φθορά τους.
"Ποιός πάει ωρέ ένα μήνυμα στη Μάντρα;
"Το πάω εγώ Καπτάνιο μου!" πετιέται
Ο ήρωας ο Πάσχος ο Μποσνάκος,
Μπαϊραχτάρης της καβαλαρίας.
Βιτσίζει τ’ άλογο, περνάει τα βόλια,
Φτάνει στη Μάντρα και "Αντρειωμένοι,
Ο Καραϊσκάκης μήνυμα σας στέλνει,
κρατήστε τους εχθρούς όσο μπορείτε,
Κι όταν η ώρα λέει ότι θα ’ρθει,
Θα τρέξει ο ίδιος για να σας βοηθήσει".
"Γύρνα και πες στον αρχηγό", του λένε,
"Εγνοια καμμία για τα μας μη βάνει.
Ούλοι εμείς έχουμε αποφασίσει
Πως θα χαθούμε εδώ. Μόνον εκείνοι
Μην τσακιστούνε να ’χουνε το νου τους.»
Σ’ ένα σπιτάκι, αριστερά της Μάντρας,
Μισόγκρεμο και ξεχαρβαλωμένο,
Είχαν ταμπουρωθεί λίγοι δικοί μας.
Μα των εχθρών το μπούγιο τους λυγάει.
"Τρέχα ωρέ Χριστόδουλε αδέρφι"
Προστάζει ο αρχηγός το Χατζηπέτρο,
"Τρέχα να ξαναπιάσεις το σπιτάκι
Γιατί αλλιώς η Μάντρα πάει χαμένη.»
Παίρνει μια τριανταριά ο Χατζηπέτρος
Χύνεται και ξανά πιάνει το πόστο.
Βλέπουνε τι εγίνηκε οι κλεισμένοι
Και παίρνουν θάρρος-γιατί ταραχτήκαν
Σαν είδανε τους άλλους να το σκάνε.
Τέσσερες ώρες βαραγε ο Κιουτάγιας.
Εριξε ίσαμε τρακόσες μπάλες.
Η Μαντρα είχε ανοίξει σαν φανάρι.
Τέσσερες ώρες με το Χάρο αντάμα.
Να λες, τώρα το χέρι Του θ’ απλώσει
Και θα με πιάσει. Ωρες που αιώνες
Φαντάζανε στα μάτια των ελλήνων.
Τι νεύρα! Τι βουλή ατσαλωμένη
Χρειάζονταν ακίνητοι να μένουν
Κι ατάραχοι στην Κόλαση τη γύρω.
Και πώς θα μπόρειγε να μη νικήσουν
Την τόση καρτερία τους γυρνώντας
Με τα λιανά τους βόλια πα’ στούς τούρκους-
Τα βόλια αυτά δύναμη το καθένα
Πολλές φορές έκρυβε πιο μεγάλη
Απ’ όσηνε τους έδινε η μπαρούτη.
Τέλος τούρκο έναν είδαν οι κλεισμένοι
Ντελή επίσημο, το Χασανμπέη,
Να πάει από μπουλούκι σε μπουλούκι
Και προσταγές να δίνει. Και αμέσως
Τραβάνε πίσω και τα δυό κανόνια.
Σημάδι σίγουρο ήτανε τούτο
Πως ετοιμάζουν το ρεσάλτο οι τούρκοι.
"Στα πόστα σας παιδιά!" οι Καπεταναίοι.
Αμέσως όλοι μπήκανε στα γκρέμια
Και κάθονται από τρεις σε μια μπούκα.
Ο ένας για να ντουφεκάει τους τούρκους,
Ο άλλος να περνάει το ντουφέκι,
Κι ο τρίτος μόνο για να το γεμίζει.
Βαράν τα ταβλαμπάζια του Κιουτάγια.
Βαράει η σάλπιγγα μέσα στη Μάντρα.
Οι Δερβισάδες πιάνουν τους ντουάδες
Και φανατίζουνε τους τουρκαλάδες
Να μην αφήσουνε ούτε ρουθούνι
Γκιαούρικο, γιά του Αλλάχ τη δόξα.
Μπαίνουν οι μπαϊραχτάρηδες μπροστάτα.
Πιάνονται οι τούρκοι χέρι με το χέρι,
Αλυσωτά, ώστε να μην μπορέσει
Κιοτής κανένας πίσω να γυρίσει.
Με τα ντουφέκια κρεμαστά στον ώμο
Και με τα γιαταγάνια τους στο χέρι,
Τραβάν κατά τη Μάντρα ένα σώμα.
Και αντηχούνε οι γκαρδιωτικές τους
Φωνές, απάν’ απ’ τη βουή της μάχης:
"Αλά! Αλά!" Αλά. Οι Ελληνες όμως
Είχαν εν’ άλλο "αλλά", με δύο λάμντα.
Τους άφησαν οσότου να σιμώσουν
Στις είκοσι τις δρασκελιές, και τότε
Την πρώτη ρίχνουν μπαταριά. Οι τούρκοι
Ξαπλώνουν χάμου ως να λιγοστέψει
Οπως ελπίζανε, ο ντουφεκισμός τους,
Ωστε καιρό να πάρουν να ορμήσουν.
Μα τόσο γρήγορα τα καριοφύλλια
Γεμάτα παν’ απ’ το ’να χέρι στ’ άλλο,
Που μήτε μια στιγή δεν παύει η Μάντρα
Το θάνατο στους τούρκους να σκορπάει.
Αντεξαν ως μισή εκείνοι ώρα.
Μα όταν είδαν πως δε λιγοστεύει,
Μ’ αντίθετα η φωτιά ότι αξαίνει,
Τους κόπηκε ολότελα το θάρρος.
"Όξω Ελληνες!" Φωνάζουν οι δικοί μας
Και βγαίνουν με τις σπάθες γυμνωμένες
Και παίρνουνε τους τούρκους του κυνήγου.
Οι τούρκοι παρατάν τα μπαϊράκια
Τους σκοτωμένους και τους λαβωμένους,
Και τρέχουνε και φεύγουν να σωθούνε.
Σ’ αυτό το μεταξύ ο Καραϊσκάκης
Κρύβει ένα μέρος από τους πεζούς μας
Πισω από κάτι υψώματα κοντά του,
και δίνει διάτα στην καβαλαρία
Να πάει να χτυπηθεί με τους ντελήδες,
Και ύστερα να κάνει ότι φεύγει,
Ωστε οι τούρκοι κυνηγώντας τήνε
Να ’ρθούν και στην παγάνα του να πέσουν.
Μεμιάς ο αντρόκαρδος Χατζημιχάλης
Ρίχνεται μπρος και πίσω ακλουθάνε
Τα εξηντατέσσερα όλα τους κι όλα
Λεβεντοκαμωμένα παλληκάρια.
Και χύνονται και σπαν με την ορμή τους
Το πρώτο που οι ντελήδες φτιάχναν μπλόκο.
Βλέποντας τούτο το κακό ο Κιουτάγιας,
Ρίχνεται με τους καβαλάρηδες του
Τους αποδέλοιπους-τους εξακόσους,
Στούς θεοπαλαβους λίγους εκείνους,
Κι από παντού αμέσως τους μπλοκάρει.
Άλογα κι άνθρωποι εγίναν ένα.
Δεν εξεχώριζες εχθρό και φίλο.
Κι όταν αδειάσαν όλοι τις μπιστόλες,
Γύμνωσαν τα σπαθιά τους και χτυπούσαν.
Τι έγινε κει μέσα ποιος να ξέρει.
Ποιός τύφλωσε τους τούρκους τους ντελήδες
Και δε λιανίσανε τους εδικούς μας;
Ποιός άνοιξε τα μάτια των δικών μας
Και δρόμο ανοίξανε για να ξεφύγουν;
Ποιός του πολέμου θεός ποιανού Ολύμπου
Βοηθός είχε προστρέξει των Ελλήνων;
Καταλαβαίνει ο Χατζημιχάλης
Τον κίνδυνο που βρίσκεται, και βλέπει
Πως μόνο η επίθεση μια ελπίδα
Ηταν από κει μέσα να γλιτώσουν.
Οι έλληνες, καθώς απ’ τ’ άλλα πόστα
Δε βλέπαν τους δικούς μας, πάνε, λένε,
Οι καβαλάρηδες που ’χαμε οι λίγοι.
Ομως τ’ απίστευτο πάλι εγίνη.
Μετά ’πο τέτοια μάχη μίας ώρας
Να ’ρχεται φάνηκε κατά τ’ ορδί μας
Ενας Χατζημιχάλης ματωμένος
Και από πίσω του ν’ ακολουθάνε
Οι εξηντατέσσεροι του ιππικού μας,
Με μόνο τρεις μικροτραυματισμένους.
Σαν είδαν αυτοί που ήταν στα ταμπούρια
Το πράγμα αυτό, εβγάλανε τις σκούφιες,
Και κάναν θαμασμένοι το σταυρό τους.
Τώρα οι ντελήδες, που ’χανε λυσσάξει,
Να δουν πως ξέφυγε οΧατζημιχάλης,
Ορμάνε και τον παίρνουν από πίσω,
Πέφτοντας έτσι μέσα στην παγάνα
Που ’χε ’τοιμάσει ο Καραϊσκάκης.
Και πάνω τους χυμάνε οι δικοί μας
Κι απ’ όλες τις μεριές τους πελεκάνε.
"Μεγαλυτέραν ευχαρίστησιν είναι αδύνατον να αισθανθεί άνθρωπος. Έφευγον οι ιππείς πατώ-σε-και-πατάς-με, χωρίς να γυρίσει κανένας οπίσω".
(Κασομούλης)
Σαν είδαν οι άλλοι απ’ τό Φαληρέα
Το γενικό αυτό φευγιό των τούρκων,
Πετιούνται όξω μέχρι πεντακόσοι,
Με αρχηγούς τρεις ήρωες: το Χελιώτη,
Το Σωτηρόπουλο και Μακρυγιάννη,
Διαβαίνουν κατ’ απ’ τα εχθρικά κανόνια
Και παίρνουνε την πλάτη αυτών που φεύγαν.
Μα κι οι μπλοκαρισμένοι Άκροπολίτες
Σαν είδαν τους χαλδούπηδες να φεύγουν,
Βγήκανε κι άρχισαν να τους χτυπάνε.
Αφού κυνήγησε ο Καραϊσκάκης
Κι ο ίδιος απ’ τά δεξιά τους τούρκους,
Τρέχει έπειτα στου Σαρδελλά τη Μάντρα
Να δώσει έπαινους και συχαρίκια
Σ’ όσους αρίστεψαν τη μέρα εκείνη.
Δεν ήξερε πώς να ευχαριστήσει
Καπεταναίους και αγωνιστάδες.
Κι όπως συνήθαγε άρχισε τ’ αστεία,
Ολο ενθουσιασμό γεμίζοντάς τους.
Τους πείραζε όπως έτσι τους εβρήκε
Απ’ τά ντουβάρια κατασκονισμένους
Κι έτσι πασαλειμμένους με μπαρούτι.
Τα ίδια χάλια είχε κι ο Κασομούλης.
"Οι αμαρτίες σου κιώσαν Νικολάκη"
Του λέει.Τον καλοβλέπει και "Για κοίττα
Πώς σ’ τα ’κανε ο Κιουτάγιας τα μουστάκια.."
Ολοι μ’ αυτό εσκάσανε στα γέλια.
Κι οι δύσκολες οι ώρες που περάσαν
Ξεχάστηκαν σε μια στιγμή μονάχα.
"Μπράβο ρε παλληκάρια! Να μου ζήστε!"
Λέει αγκαλιάζοντας τους κοντινούς του
Όπως τον είχαν περιτριγυρίσει
Κοιτάζοντάς τόνε μέσα στα μάτια.
Επρόσταξε να παν οι λαβωμένοι
Για να ’βρουνε γιατρό στη Σαλαμίνα,
Κι ένας γερός τον κάθε λαβωμένο
Για υπηρέτης του ν’ ακολουθήσει.
Και διάταξε στου Σαρδελλά τη Μάντρα
Τη μουσική του ταχτικού να πάει
Τους ήρωες στρατιώτες να τιμήσει.
Κι όταν εχάραξε η άλλη μέρα
Πήγε ξανά ο ίδιος εκεί πέρα
Και με τα χέρια του έδωσε σ’ όλους
Ενα φλουρί γιά δώρο στον καθένα.
Την ίδια έπειτα εκείνη μέρα,
Φώναξε να ’ρθει ο Γραμματικός του.
Και του ’λεγε ο αρχηγός κι έγραφε κείνος.
Κι ο Καραϊσκάκης την αναφορά του
Εσύνταξε για τούτηνε τη μάχη.
Προτού στη Διοίκηση τη στείλει όμως,
Φώναξε μέσα στη σκηνή του όλους
Τους Καπετάνιους κι αξιωματικούς του
Και τους τη διάβασε να την ακούσουν
Μη κι άθελα του αδίκησε κανέναν.
Ο Κιουταχής βυθίστηκε στη λύπη.
Σαν έφτασε στην Ελευσίνα η φήμη
Της νίκης, τότε όλοι οι λιποτάχτες
Τρέξανε πάλι στον Καραϊσκάκη,
Και πάλι η δύναμη του ασκεριού του
Εγίνη όση ήταν πριν αυτοί λακίσουν-
Τρισήμισυ χιλιάδες νοματαίοι.
Και πρόσταξε ο αρχηγός να ρίχνουν
Μια κανονιά πρωί και μία βράδυ,
Σημείο πως στο στρατόπεδο βρισκόταν
Ο γενικός ο αρχηγός ο ίδιος.
Οι τούρκοι έτσι βέβαιοι πια ήταν
Πώς ήταν δίπλα τους ο Καραϊσκάκης
Κι αυτό τους γέμιζε φόβο και τρόμο.
Εβαλε και τη μπάντα να γυρίζει
Και να βαρεί πρωί βράδυ εμβατήρια,
Ωστε διπλά οι Ελληνες χαιρόνταν.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΚΗ
"Η εκστρατεία του Καραϊσκάκη (στη Στερεά) είχεν επιτύχει τους αντικειμενικούς της σκοπούς. Και δια να πραγματοποιηθεί το μεγελοφυές του στρατηγικόν σχεδιον δεν υπελείπετο παρά να εξακολουθήσει η κατοχή των ελευθερωθέντων μερών υπό των Ελληνικών δυνάμεων και να εξαντληθεί ο Κιουταχής εκ της αποκοπής του από τα κέντρα του εφοδιασμού του εις το Ζητούνι και την Θεσαλίαν.Τούτο ήτο ζήτημα χρόνου, το οποίον ο Ελλην αρχιστράτηγος ώφειλε και είχεν απόφασιν να χρησιμοποιήσει καταλλήλως".
(Κόκκινος)
Μετά ’πο τη μεγάλη ετούτη μάχη
Και τούρκοι κι έλληνες ταμπουρωθήκαν.
Ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα μας,
Καστέλλας και Κερατσινιού, βρισκόνταν
Οι τούρκοι στον Πειραιά, χωρίζοντάς τα.
Οι Ελληνες κοιτάζαν πώς να σμίξουν,
Και πώς οι τούρκοι θα τους εμποδίσουν.
Στήσαν οι Ελληνες έξη κανόνια
Και δώδεκα οι τούρκοι απέναντί τους,
Και κάθε μέρα όλο και βαράγαν.
Αλλά μπλεκόνταν και σ’αψιμαχίες
Και όταν άναβε το ντουφεκίδι,
Αλλο δεν άκουγες παρά μονάχα
Τη βουή απ’ τά ντουφέκια και τα τόπια.
Τόσο κοντά ήταν έλληνες και τούρκοι,
Ωστε ανοίγανε συχνά κουβέντες.
Και βρίζονταν. Και λόγο με το λόγο
Φορές τον πετροπόλεμο επιάναν.
Σ’ ένανε από τούτους τους πολέμους
Χτυπήθηκε με πέτρα στο κεφάλι
Κι οχτώ μέρες αργότερα εχάθη
Ο Σωτηρόπουλος ο Παναγιώτης,
Από τους ήρωες Μεσολογγίτες.
Από το Κάστρο μέσα ο Φαβιέρος
Μετανιωμένος ίσως που εμπήκε,
Ελεγε στους απόξω πως πεινάνε,
Πως έχουν τρόφιμα για έξη μέρες
Κι ύστερα τάχα θα παραδοθούνε.
Μα δε τον πίστευε ο Καραϊσκάκης.
Ηξερε πως δεν έλεγε αλήθεια.
Τον είχε μάθει πλέον το Χαβίνο.
Κι ο νους του ήτανε πώς θα μπορέσει
Με σιγουριά και μ’ όσες εγινόταν
Λιγότερες απώλειες του ασκεριού του
Τη λευτεριά να φέρει στην Αθήνα.
Και είχε καταλάβει πως η Αθήνα
Απ’ τον Πειραιά δε θα λευτερωνόταν
Η απ’ τήν Καστέλλα, και πως θα ’ταν τρέλα
Κορώνα γράμματα όλα να τα παίξει
Γιουρούσι κάνοντας από τον κάμπο
Οπου θα κινδυνεύαν να χαθούνε
Από την τούρκικη καβαλαρία.
Αλλο το σχέδιο του Καραϊσκάκη:
Τον Κιουταχή να κλείσει απολούθε
Κι αντίς να μας πολιορκεί εκείνος,
Ο ίδιος να βρεθεί αποκλεισμένος.
Κιόλας τη Ρούμελη την είχε χάσει.
Η θάλασσα στα χέρια των Ελλήνων.
Αν τον Ευβοϊκό λοιπόν εκλείναν
Και πιάναν Ωρωπό και Θερμοπύλες,
Θ’ αναγκαζότανε σε λίγες μέρες
Να φύγει ο Κιουτάγιας ντροπιασμένος
Για Θεσσαλία, να σωθεί απ’ τήν πείνα.
Σαυτό το σχέδιο συμφωνούσαν όλοι -
Καπεταναίοι κι Αξιωματικοί του.
"Ολοι οι ιστορικοί,χωρίς καμμιά εξαίρεση, παραδέχουνται πως αυτό ήταν το σωστό σχέδιο".
(Φωτιάδης)
Μα άλλα σκεφτόνταν ο Καραϊσκάκης,
Και άλλα εβούλονταν η Ιγγλετέρα…
«ΩΣΑΝ ΕΜΕΝΑ ΕΧΕΙ ΚΙ ΑΛΛΟΥΣ Η ΠΑΤΡΙΔΑ»
Στην Αττική απ’ τό Δίστομο σαν ήρθε,
Αμέσως βάλθηκε ο Καραϊσκάκης
Να δυναμώσει το στρατόπεδό του
Όσο εδυνόταν, ώστε να μπορέσει
Μ’ελπίδες το Ρεσίτ να πολεμήσει,
Που ’χε μαζέψει εκεί ολόγυρα του
Τα πιο καλλίτερα τούρκικα ασκέρια.
Μα τους Σουλιώτες ο τεσσαρομάτης
Όχι να ’ρθούν δεν τους αφήνει μόνο,
Αλλά τους βάζει και ν’ αντενεργούνε.
Αντίθετα απ’ αυτούς, οι Μωραΐτες
Πατριωτικά φερθήκανε και άξια:
Κατάλαβαν πως τη στιγμή εκείνη
Όλα εξαρτώνταν από την Αθήνα-
Εκείνη αν χάνονταν, πάει η Ελλάδα.
Ομως ο Κιουταχής αν ενικιόταν,
Όλα προς το καλλίτερο θ’ αλλάζαν.
Τότε Μωραΐτες και Στερεολλαδίτες
Θα διώχναν ενωμένοι το Μπραίμη,
Και θα ’χε κι ο Μωρίας τη λευτεριά του.
Από της Ιστορίας μας τα βάθη
Θα ’βλεπε ο Αριστείδης, κι η ψυχή του
θα ευφραινόνταν που οι Μωραΐτες
Δε φέρναν αντιρήσεις όπως τότε,
Μα μ’ όλη τους τη δύναμη βοηθούσαν
Τους αδερφούς τους Στεριοελλαδίτες.
Και πως δεν εχρειάστηκαν για τούτο
Οι δήθεν απειλές του Αλεξάνδρου
Η ο πλαστός ο λόγος του στο Δήμο.
Μόνο χρειάστηκε του Καραϊσκάκη
Μία γραφή προς τον Κολοκοτρώνη.
Και γράφτηκε η γραφή στις εικοσπέντε
Φλεβάρη μήνα. Κι είχε αυτά γραμμένα:
«Εξοχώτατε αδελφέ Κολοκοτρώνη,
Σπεύδω να σας πληροφορήσω, ότι το πολιορκημέ-
νον φρούριον των Αθηνών πνέει τα λοίσθια' εκ τούτου αφήσαντες και ημείς τα επάνω μέρη ήλθαμεν εις Ελευσίνα, εβιάσθημεν όμως να αφήσωμεν πολλά στρατεύματα εις την Δυτικήν και Ανατολικήν Ελλάδα, και δια τούτο έχομεν χρείαν αναλόγων στρατευμάτων να χαλάσωμεν τον τόσον υπερήφανον Κιουταχήν, διά να ελευθερωθεί όχι μόνον το φρούριον τούτο, αλλά και όλη η Ελλάς. Η Πελοπόννησος κατά το παρόν είναι εκτός κινδύνου, δια τούτο ανάγκη πάσα να προφτάσεις εδώ στρατεύματα, αναφερόμεθα λοιπόν εις την εξοχότητά σας ως εις Αρχηγόν των όπλων αυτών, προτείνοντες τον κίνδυνον' και σας λέγομεν να προφθάσητε εδώ με όσα περισσότερα δυνηθείτε στρατεύματα, και αν δεν ευκολύνεσθε μόνος σας,να προφθάσητε αυτά, καθότι εντός ολίγων ημερών το φρούριον αν δεν βοηθηθεί χάνεται, και τότε θέλετε είσθε αποκριζάμενοι εις τον κόσμον όλον με όλους τους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου, καθότι ημείς ό,τι ημπορέσαμεν πλέον δεν το αφήσαμεν ανενέργητον΄ αναμένω την απόκρισίν σας και μένω ειλικρινέστατος αδελφός Σας.
Τη 25 Φεβρουαρίου 1827
Εκ του στρατοπέδου Ελευσίνος
Καραϊσκάκης»
Και πάλι ο αρχηγός σ’ άλλο του γράμμα
Με ημερομηνία τέσσερες Μάρτη,
Του ’γραφε πως το γράμμα του το πάει
Ο Κωσταντής ο Παπαθανασίου
" ο οποίος θα σας πληροφορήσει την πείνα μας και την ολιγότητά μας, και παρακαλούμεν, να δώσετε εις αυτήν την τελευταίαν φοράν, όταν ολόκληρος η Ρούμελη κλονίζεται, μίαν σαφή και τελείαν πλη-ροφορίαν των αποφάσεων σας, δια να λάβωμεν πλέον και ημείς μέτρα ανάλογα, να ρεγουλαρισθώμεν πλέον, και να μη πονοκεφαλώμεν ματαίως".
Όμως ο Γέρος γράμμα δε χρειαζόταν.
Είχε από πριν μονάχος καταλάβει
Πως έπρεπε να έστελνε βοήθεια
Κι είχε διατάξει το Γενναίο, το γιο του,
Από τα μέσα κιόλας του Φλεβάρη
Στην Αττική με δύναμη να τρέξει
Όσο μπορεί να μάσει πιό μεγάλη:
"...Ο κίνδυνος των Αθηνών είλκυσε την προσοχήν των πληρεξουσίων της συνελεύσεως, και επειδή αι περιστάσεις είναι κρίσιμοι, εκρίθη εύλογον να υπάγει μία μεγάλη βοήθεια εκεί εκ μέρους της Πελοποννήσου. Αν δεν ήτον αναγκαία εδώ η παρουσία μου ήθελα αποφασίσει να υπάγω ο ίδιος, διότι από την σωτηρίαν των Αθηνών
κρέμαται η τύχη της Πατρίδος μας, δια τούτο η συνέλευσις έκρινεν ευλογον να υπάγει η Γενναιότης σου, και σε διορίζω ως αντιπρόσωπόν μου και ως αρχηγόν της κατά των εν Αθήναις εχθρών εκστρατείας των Πελοποννησίων(...) Φθάνοντας εις Αθήνας θέλεις ακούει τον Καραισκάκην ως άλλον πατέρα σου,διότι από την ευπείθειαν κρέμαται η διατήρησις των στρατοπέδων.
Σάς εύχομαι νίκας".
Και ο Γενναίος δεκαπέντε Μάρτη
Φτάνει στο Κερατσίνι με νομάτους
Χίλιους και τετρακόσους και ογδόντα.
Εικοστεσσάρων χρόνων ο Γενναίος
Και πήρε τ’ όνομά του απ’ την αντρειά του.
Τον αγκαλιάζει ο Καραϊσκάκης
και τόνε λέει "παιδί μου". Αυτός "πατέρα"
Με σεβασμό τον αρχηγό ονομάζει-,
Και σταυρωτά φιλιούνται οι αντρειωμένοι.
Μες στο φιλί εκείνο εβρισκόταν
Λεύτερη κι ολοφώτεινη η Ελλάδα.
Μέσα του το αγκάλιασμα εκείνο
Εκλεινε την Ελλάδα φυλαγμένη
Απ’ όληνε την τούρκικη μανία.
Φιλί κι αγκάλιασμα ευτυχισμένο,
Μοναδικό κι ολόλαμπρο διαμάντι
Στις λάσπες της νεώτερης Ελλάδας.
Μοναδικό κι ευτυχισμένο. Όμως
Και τόσο κακοτέλευτο από χέρια
Ελληνικά κι αδερφικά κι εκείνα…
Ο αρχηγός κράτησε τον Γενναίο
Με απ’ τους λεβέντες του εκατό κοντά του,
Και τους λοιπούς τους μοίρασε στα πόστα.
Πιό πριν απ’ τό Γενναίο είχαν φτάσει
Ο Νοταράς με χίλιους και διακόσους,
Και στις αρχές τ’ Απρίλη ήρθαν κι άλλοι.
Κι ηρθε ο Σισίνης με τους Πετμεζάδες
Με οχτακόσους νοματαίους μαζί τους.
Μαζί μ’ αυτούς, απ’ τα Σουλιμοχώρια,
Ηρθε ένας άντρας που έλιωνε η καρδιά του
Για μια Θοδώρα π’ άφησε κει πέρα.
Ηθελε να την παντρευτεί ο δόλιος.
Μα όσο κι αν η αγάπη του μεγάλη,
Τίποτα δεν της είχε πει-ντρεπόταν.
309
Κι όλο παράμερα μόνος καθόταν
Και τη θυμότανε κι έκλαιγε όλο.
Όταν το έμαθε ο Γραμματικός μας,
Σκάρωσε αμέσως ένα τραγουδάκι.
«Βρε Γιώργη τί μαραίνεσαι
Μ’ αυτή τη Θοδωρίτσα
Βγάλτη απ’ τό νου σου φουκαρά
και οι τουρκοί ειν’ αντίκρα..
Αλλες αγάπες έχει εδώ
Που δίνουν άλλη πίκρα:
Εδώ ο γάμος πόλεμος
και βόλια τα κορίτσα.»
Μα κείνος ούτε τ’ άκουγε ο καημένος.
Η σκέψη του όλη ήταν στη Θοδώρα.
Χάθηκε στον Ανάλατο ο καημένος.
Εκεί που πήγε, αν υπάρχεις θε μου,
Να παντρευτεί ασ’ τονε τη Θοδώρα…
Απ’ τή μεγάλη την παλληκαριά του
Κινδύνευε ο Γενναίος μες στις μάχες.
Μια μέρα που ο αρχηγός κι εκείνος
Τρώγαν μαζί ψωμί μες στη σκηνή μας,
Του λέει αυστηρά ο Καραϊσκάκης:
«Γενναίε, θέλω από σε μια χάρη.
Στις μάχες να μην πολυκινδυνεύεις".
"Γιατί συ κινδυνεύεις;" "Ασε μένα.
Εγώ αν λείψω ή αν πάθω κάτι,
Τίποτα δεν παθαίνει η Ελλάδα.
Μ’ αν πας εσύ, εχάθηκε κι εκείνη".
"Και πώς το λες αυτό;" "Γιατί έτσ’ είναι.
Αν πας εσύ, μαζί σου πάει κι ο Γέρος.
Κι αν πάει ο Γέρος, πάει κι η Ελλάδα".
Η ΠΕΙΝΑ
"Οσα δε συνέτειναν προς ευχαρίστησιν του στρατεύματος, όλα τα επρόβλεπεν ο Καραϊσκάκης και τα ενεργούσεν. Εις αυτόν τον στρατόν μόνον είδον οι στρατιώται εθνισμόν και φροντίδα δια την τακτικήν διοίκησιν".
(Κασομούλης)
Πάντα του έκανε ο Καραϊσκάκης
Ό,τι από το χέρι του περνούσε
Για να ευχαριστήσει τους στρατιώτες.
Μεγάλη έγνοια όμως του αρχηγού μας,
Και στενοχώρια του όταν δεν τα ’χε,
Ηταν τα τρόφιμα για τους στρατιώτες.
Τα τρόφιμα στο Κερατσίνι ερχόνταν
Από την Κούλουρη, με τα καΐκια.
Και κατά τις εικοσιδυό του Μάρτη
Επιασε μία τέτοια τρικυμία
Που δεν εμπόρηνε απ’ τ’ Αμπελάκια
Να βγει καΐκι. Τοτε ο στρατός μας
Στερήθηκε τα πάντα. Είχε μείνει
Θεονήστικος για τέσσερες ημέρες.
Εβγάζανε και τρώγαν άγρια χόρτα.
Και στην Καστέλλα που ούτε χόρτα είχε,
Εβγάζανε και τρώγανε τα φύκια.
Αφού τα γράμματα του Καραϊσκάκη
Στη Διοίκηση, αποτέλεσμα δεν είχαν,
Γράφει ένα γράμμα στον Κολοκοτρώνη:
«Αδερφέ Κολοκοτρώνη
Η αιτία όπου σου γράφω δεν είναι για να σου πω πως πεινάσαμε τόσο, όπου κιντύνεψε να σκορπίσει το ασκέρι και να τα χάσουμε όλα. Ούτε θέλω να σου πω πόσα ταϊνια και τζεμπιχανές χρειάζουνται για να βασταχτεί ένα τέτιο ορδί σαν το εδικό μας, γιατί αυτά τα ξέρεις καλλίτερα από μένα. Εκείνο όπου θέλω να σου πω είναι πως μια και βρίσκεσαι στην Εθνοσυνέλεψη και ξέρεις από κάθε άλλον καλλίτερα τι και πόσα χρειάζεται ένα τέτοιο ασκέρι για να κάνει δουλειά, και πώς πρέπει να τα ’χει έτοιμα και μπόλικα, για να μπορεί,τραβώντας σε πίζουλα μέρη, να πάρει μαζί του ζαϊρέδες για πολλές μέρες, να τα πεις όλα αυτά στους άλλους.
Εύκολα ένα μεγάλο ασκέρι σκορπίζεται,αν του λείψουν ολότελα για τρεις ή πέντε μέρες οι τροφές, πολύ δύσκολα όμως συνάζεται. Ολα τούτα να τα παραστήσεις στην Εθνοσυνέλεψη,για να μας προφτάσει όσο μπορεί πιό γλήγορα-κι όχι με τις συνηθισμένες δέκα ως είκοσι χιλιάδες οκάδες, γιατί κι αυτές τριών ημερών τροφές είναι. Σε παρακαλώ να τα φροντίσεις αυτά,για να μη χαθεί το έθνος απ’ όσους δεν τα ξέρουν,για να μην πω από την αδιαφορία εκείνων όπου μπορούν να κάνουν τ' όφελος. Σε παρακαλώ ακόμα να κοιτάξεις να ’ρθουν κι εκείνα τα δολιοπρόβατα.
Πίστεψε με αδερφό σου με όλη την ειλικρίνεια και την προθυμία για καθετί που με ιδεάσανε.
25 του Μάρτη 1827
Στρατόπεδο Κερατσινίου
Ο Γεν.Αρχηγός της Στερ. Ελλάδας
Καραϊσκάκης»
Τα ίδια τούγραφε την ίδια μέρα
Μ’ άλλο του γράμμα, ο γιος του ο Γενναίος:
"...Οι στρατιώται,πατέρα,είναι τρεις ημέρας νηστικοί,και τούτον έχει κακόν αποτέλεσμα,ανάγκη όμως να προλάβετε δια να μην καταντήσει εις καγκραίναν( ...) Εγώ βλέποντας ταλαιπωρούμενον το στράτευμα από την πείναν,κινδυνεύω ν’ αποθάνω μην ηξεύροντας τι ν’ ακολουθήσω".
Τα πρώτα δυό μερόνυχτα της πείνας,
Αντέξαν οι στρατιώτες όπως όπως.
Δεν είπαν τίποτα.Υστερα όμως
Αρχίσανε να σιγομουρμουρίζουν.
Και τέλος φώναζαν στους αρχηγούς τους.
Ο Καραϊσκάκης για να μην τα βάλει
Με το γκουβέρνο πούφταιγε στ’ αλήθεια
Ρίχνει τα βάρη όλα στο Φραγγίστα,
Στο φροντιστή του στρατοπέδου όλου.
Τον πρόσταξε να μπει σ’ ένα καϊκι
Να πάει στην Κούλουρη τροφή να φέρει.
Δύο φορές προσπάθησε ο δόλιος
Αδύνατον εστάθη να περάσει.
Την τρίτη όμως οι θαλασσινοί μας
Κατάφεραν να φτασουνε αντίκρυ,
Όμως με τέτια πούχε τρικυμία,
Πώς ν’ ανοιχτούν στο πελαο φορτωμένοι
Να παν σε Κερατσίνι και Καστέλλα;
Με την καρδιά βαριά ο Καραϊσκάκης
Τράβηξε για το Πέραμα, εβρήκε
Μία σπηλιά, στο έμπα της καθίζει,
Και κοίταζε αντίκρυ στ’ Αμπελάκια
Να δει πότε θα ’ρχόταν το καϊκι.
Σε κάμποση ώρα νάσου ο Κασομούλης.
"Αλεύρι θες; Δεν έχω. Τράβα φύγε",
"Όχι. Ήρθα ως εδώ για να κοιτάω
Μην έρθει καταδώ κάνα καϊκι
Να τρέξω να τους δώσω το χαμπέρι-
Γιατί με φάγανε τα παλληκάρια".
"Κάτσε και σώπα το λοιπό’ να δούμε".
Ώρα μσή περίπου από τότε
Κόπασε η μανία του αγέρα
Και φάνηκαν ναρχώνται τα καϊκια.
Πετάει από χαρά ο Καραϊσκάκης.
Τρέχει κατά τ’ ορδί μας και φωνάζει:
"Πού είσαστε; Ελάτε φροντιστάδες:
Ελάτε ωρέ να πάρετε αλεύρι!."
Χαρούμενος αλλά λαχανιασμένος
Εφτασε στο τσαντήρι. Οι Καπετάνιοι
Τον τριγυρίζουνε. Τούς λέει γελώντας: .
"Τι να σας πω ωρέ αδερφοί. Ποτές μου
Τόσο δεν εφοβήθηκα όσο τώρα.
Σε μια σπηλιά ήμουν τρυπωμένος".
«ΑΠΑΝΩ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ!»
Του Καραϊσκάκη πάντοτε ο νους του
Ητανε στον εχθρό. Πάντα ζητούσε
Με κάποιο κίνημα του να τον βλάψει.
Κάποιο βραδάκι που ήταν καθισμένος
Μ’ άλλους Καπεταναίους στη σκηνή του
Γυρνάει στον Κασομούλη και του λέει:
«Αύριο Νικόλα συ κι ο Ζαχομήλιος
Έτοιμοι να ’σαστε μ’ άλλους εξήντα
Γιατί να σας διορίσω θέλω κάπου".
Και δεν τους εξηγήθη παραπάνου.
Τ’ άλλο πρωί στέλνει το Ζαχομήλιο
Να πιάσει με τριάντα παλληκάρια
Ενα τσογκρί περίπου χίλια μέτρα
Μακρύτερά μας, στου Δαφνιού το δρόμο.
Ο ίδιος παίρνει την καβαλαρία
Και προχωράει κατά τον ελαιώνα.
Ο Κιουταχής που πάντοτε φοβόταν
Τις ξαφνικές του αρχηγού κινήσεις,
Πάντα κοντά του είχε έτοιμες δυνάμεις.
Σαν είδε τους δικούς μας τόσο λίγους
Πηδάει ο ίδιος πάνου στο φαρί του
Και την καβαλαρία του προστάζει
Να πάει και να τους κλείσει απ’ ολούθε.
Στέλνει και τους πεζούς του να χτυπήσουν
Αυτούς που το τσογκρί πιασμένο είχαν.
Χύνετ’ ο αρχηγός με το ιππικό του
Και πέφτει πανου στους τουρκοντελήδες.
Κι όπως φορούσαν και πολλοί δικοί μας
Ρούχα ίδια με τους τούρκους τους ντελήδες,
Δεν εξεχώριζες εχθρό και φίλο.
"Ελληνες! Οχι ωρέ με το ντουφέκι.
Με τα σπαθιά! Με τα σπαθιά χτυπάτε!"
Γιατί φοβόταν ο Καραϊσκάκης
Πως μες σ’ εκείνη την αναμπουμπούλα
Μπορεί να χτύπαγε δικός δικό του.
Σπάζουνε τους ντελήδες και περνάνε
Και παν βοήθεια για το Ζαχομήλιο.
Βλέπει ο Γενναίος από τα ταμπούρια
Για τα γερά πως άναψε η μάχη
Και βγαίνουνε κι αυτός και οι δικοί του
Και τρέχουνε να πάνε να βοηθήσουν.
Ωσπου να φτάσουν όμως, να, οι τούρκοι,
Πιάνουνε ζωντανό τον σεΐτάρη
Του ιππικού μας. Και την ίδια ώρα
Τον κόβει επιδειχτικά ο Κιουτάγιας
Εκεί, μπροστά στα μάτια των ελλήνων.
Τώρα τριγύρω στον Καραΐσκάκη
Βρίσκονται δυό χιλιάδες παλληκάρια.
Τους βλέπει τόσους ο Καραϊσκάκης
Και δεν του πάει να γυρίσει πίσω
Πριν δώσει ένα μάθημα στους τούρκους.
Τρέχει απ’ το ’να στ’ άλλο το μπουλούκι
Και με τα ονόματά τους κράζοντάς τους
Και Καπετάνιους και αγωνιστάδες,
Ό,τι καλό είχαν κάνει τους θυμίζει
Και τους ζητάει για φορά μια ακόμα
Και σήμερα να δείξουν τι αξίζουν.
Κι αφού τους γκάρδιωσε όλους, τους φωνάζει:
"Μεμιάς ωρ’ Ξλληνες! Πάνω τους όλοι!"
Κι ορμάνε όλοι σαν την καταιγίδα.
Βγάζουν τους τούρκους από τα ταμπούρια
Κι εκείνοι κατά το βουνό τραβάνε.
Τους φτάνουν οι δικοί μας σ’ ένα ρέμα.
Και να τους πετσοκόβουνε αρχίζουν.
Κι όπως αυτοί ετρέχαν να σωθούνε
Χωρίς καθόλου να γυρίζουν πίσω,
Οι έλληνες τους φτάναν, κι ακουμπώντας
Στις πλάτες τους των ντουφεκιών τις κάννες,
Σωρό εντουφεκίσαν από δαύτους.
Στέλνει ο Κιουταχής το ιππικό του
Για να βοηθήσει εκείνους όπου φεύγαν,
Ορμάει πάνω του ο Καραϊσκάκης
Με τους δικούς μας τους καβαλαραίους.
Τον αρχηγό εκείνοι όταν είδαν
Με τέτοια ορμή απάνω τους να πέφτει,
Σκορπίσανε στις ράχες να σωθούνε.
Λυσσάει ο Κιουταχής όταν τους βλέπει,
Και κει, πάνου στον πόλεμο, πρόσταζει
Και τον ντελήμπαση μπροστά του φέρνουν
Μαζί με δύο άλλους εδικούς του,
Κι ενώ τα δυό ασκέρια τον κοιτάζουν,
Σ’ όλους μπροστά τους παίρνει τα κεφάλια.
Τον παίρνουνε στο γιούχα οι δικοί μας.
Βρίσκει ο αρχηγός πως είναι ώρα
Και δίνει στους στρατιώτες του τη διάτα
Ν’ αναπαυτούν από την πρώτη ορμή τους.
Γυρίζει και σε μένα και μου λέει:
"Φκιάσε Ζαφείρη ένα καφφεδάκι".
Αφού τ’ ασκέρι του εξεκουράστη,
Κι αφού κι εκείνος ήπιε τον καφφέ του,
Προστάζει για γιουρούσι ένα ακόμα-
Να πιάσουν το τσογκρί που ’χαν οι τούρκοι.
Εγίνηκε κι αυτό. Μετά διατάζει
Ν’ αποσυρθεί ολόκληρο τ’ ασκέρι.
Γιατί κατάλαβε ο Καραϊσκάκης
Πως ο Κιουτάγιας θα ’χε κιόλας στείλει
Μήνυμα στην Αθήνα για ενισχύσεις.
Κι αλήθεια προς το βράδυ φτάσαν κι άλλοι.
Μα ήτανε αργά. Γιατ’ οι δικοί μας
Ητανε πάλι στις παλιές τους θέσεις.
Σ’ αυτό τον πόλεμο που αυγή ’χε αρχίσει
Και που επήγε ως το μεσημέρι,
Χάθηκαν δεκατρείς απ’ τούς δικούς μας
Και ίσαμε τριάντα πληγώθηκαν.
Μες στην αναμπουμπούλα που γινόταν,
Το ’σκασε ένας δικός μας που οι τούρκοι
Τον είχαν δούλο τους και πολεμούσε
Στου Τζέλιου του Πιτζάρη το ταμπούρι.
Αυτός μας εμαρτύρησε πως μόνο
Μες από του Πιτζάρη το ταμπούρι,
Βλάφτηκαν, σκοτωμένοι λαβωμένοι
Διακόσοι και πενήντα τουρκαλάδες.
Πολλά τα έλεγε ο πατριώτης
Μες στη χαρά και τον ενθουσιασμό του.
Όπως και να ’ναι όμως οι εχθροί μας
Πλήρωσαν ακριβά κείνη τη μέρα.
Και πάλι αρχίζει η μουσική να παίζει
Και στήνονται τα κλέφτικα τραγούδια,
Και πάλι η λεβεντιά ξεχνώντας πείνα,
Ξυπολησιά καί όλες τις ελλείψεις,
Χόρευε και τραγούδαγε όλη νύχτα.
Και η χαρά για να ’ναι πιό μεγάλη,
Φτάνει και ο Μακρής ο Μιλαϊτης
Φέρνοντας γρόσα στον Καραϊσκάκη
Χιλιάδες εικοσπέντε απ’ τό γκουβέρνο.
Ηταν το πρώτο χρήμα που μας στέλναν
Μετά από μήνες κι από άλλους μήνες.
Ενα φλουρί μοίρασε σε καθέναν,
Μικρούς μεγάλους, και χιλιάδες έξη
Κράτησε για κεινούς που είχε αφήσει
Της Ρούμελης τα μέρη να φυλάνε.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΑΜΗΔΙ
Δυο πράγματα περσότερο απ’ όλα
Κάναν έξω φρενών τον Καραϊσκάκη.
Το πρώτο ήταν ν’ ανακατευόνται
Σε θέματα στρατού οι πολιτικάντες.
"Ηθελεν στρατόπεδον διευθυνόμενον παρ’ αυτού, χωρίς να εμβαίνει θέλησις πολιτικού, όστις δεν έκαμνεν άλλο παρά να διαιρεί, να ενδυναμώνει τον εαυτόν του στηριζόμενος εις τας έριδας του".
(Κασομούλης)
Το δεύτερο ήτανε όταν πειράζαν
Αρματωμένοι άντρες τους πολίτες.
Σαν άκουγε πως κάποιος καπετάνιος
Αδίκαε κι άρπαζε το βιός του κόσμου,
Η ότι δε σεβόταν την τιμή του,
Γινότανε ανήμερο θηρίο.
"Τι λευτεριά οι έλληνες θα κάνουν
Αν φέρονται χειρότερα απ’τους τούρκους ;"
Αμα λοιπόν του ήρθαν απ’ τ’ Ανάπλι
Γράμματα πως ο Γρίβας Θοδωράκης
Κακομεταχειρίζεται τον κόσμο,
Φώναξε στη σκηνή τους καπετάνιους
Των Παλαμηδιωτών κι "Ωρέ" τους λέει
"Πρέπει να βάλουμε σ’ αυτό ένα τέλος.
Τα τέτοια πράγματα στέκονται ενάντια
Στη δόξα μας. Κι ούτε συφέρο είναι.
Όσο αυτός θα βρίσκεται ’κει πάνω
Λογοτριβές και ζάλες θα μας φέρνει.
Καλά σας έλεγα τότε στ’ Ανάπλι
Να βάλουμε άλλονε κάποιονε μέσα
Κι αυτός όξω να βγει να πολεμήσει".
Του λένε τ’ αρχηγού οι Παλαμηδιώτες
Πως ήταν οι καιροί άλλοι ετότες,
Μα τώρα συμφωνούν κι αυτοί ο Γρίβας
Να βγει και να ’ρθει για να πολεμήσει.
"Εσείς που τόνε βάλατε ’κει μέσα
Κοιτάτε πώς θα τόνε βγάλτε τώρα.
Και σ’ ό,τι διάλο θέλετε βοηθάω."
Διαλέξανε να πάει ο Κασομούλης
Και με το Γρίβα να τα κουβεντιάσει.
Εφυγε στις τριανταμιά του Μάρτη
Κι ήτανε πίσω έξη του Απρίλη,
Δεν τον κατάφερε όμως το Γρίβα.
Ο Καραϊσκάκης πήρε στενοχώρια
Γιατί αντενεργούσε ο Θοδωράκης
Να ενωθούνε όλοι οι Ρουμελιώτες
Στην ύστατη ετούτη την προσπάθεια:
Η Ρούμελη να βρει τη λευτεριά της.
ΚΟΧΡΑΝ
Αν θέλει ο θεός να καταστρέψει
Εν’ άνθρωπο,τού στέλνει τη γυναίκα.
Αν θέλει να χαλάσει μία πόλη
Της στέλνει το σεισμό. Κι αν ένα κράτος,
Του στέλνει έναν Ιγγλέζο σαν τον Κόχραν.
Ποιος ειν’ αυτός ο λόρδος που ορκίστη
Στις εικοσιεννέα του Μαρτίου
Κουμανταδόρος όλης της Ελλάδας;
Που δολοφόνησε τον Καραϊσκάκη;
Που έδωσε τη Ρούμελη στους τούρκους
Και το κουμάντο του στην Ιγγλετέρα;
Ακούστε το λοιπόν ποιος ειν’ ο Κόχραν.
Ειν’ ένας τυχοδιώχτης που το χρήμα
Το έχει για θεό και το λατρεύει.
Για κείνο και στο διάβολο πουλιέται.
Στις μυστικές είναι υπηρεσίες
Της χώρας του, αφεντικό μεγάλο.
Στου Ναπολέου τους πολέμους ήταν
Κουρσάρος του Ιγγλέζικου του στόλου.
Και τα κατάφερε καλά στ’ αληθεια.
Σε δυο μηνώνε κούρσεμα μονάχα
Ογδόντα έκλεψε χιλιάδες λίρες.
Μια μέρα με ομίχλη στο Λονδίνο,
Που απ’ τις ακτές δε μπόρεσαν της Μάγχης
Να φτάσουν της ημέρας οι ειδήσεις,
Διάδοσε πως σκοτώθη ο Ναπολέων.
Οι μετοχές ανέβηκαν αμέσως
Και η αλήθεια πριν γνωστή να γίνει
Εκείνος πούλησε τις μετοχές του.
Ξέσπασε σκάνδαλο, έγινε δίκη,
Και τόνε βάλαν φυλακή ένα χρόνο.
Παράσημα του πήραν και γαλόνια,
Πρόστιμο έπλήρωσε καμπόσες λίρες,
Και τον εκθέσανε σε κοινή θέα.
Αφού τα βρήκε σκούρα στην Αγγλία
Εφυγε όταν αποφυλακίστη
Και το δεκαοχτώ πήγε και πήρε
Την αρχηγία του Χιλιανού του στόλου,
Σαν η Χιλή είχε παναστατήσει
Ενάντια στη Μητρόπολη Ισπανία.
Εκεί όμως βρήκε έναν Εγκελάδα
Που εκατάλαβε τ’ ήταν ο Κόχραν
Και τον ξαπόστειλε απ’ όπου ήρθε.
Μετά ο βασιλιάς της Βραζιλίας
Τον βάφτισε μαρκήσιο Μαρανχάο.
Τα εθαλάσσωσε κι εκεί και φεύγει.
Και πάει στην Αγγλία το εικοσπέντε-
Τότε που εμείς επήραμε το δάνειο.
Ο λόρδος εμυρίστηκε αμέσως
Πως η δουλειά ετούτη είναι χρυσάφι,
Κι έγινε αμέσως φίλος των ελλήνων.
Ορλάνδος και Λουριώτης, οι λεβέντες
Που έστειλε η Ελλάδα στην Αγγλία
Να διαπραγματευτούν τα του δανείου,
Κλείσανε συμφωνία με τον Κόχραν,
Με πενηνταεφτά χιλιάδες λίρες
Να πάει να βοηθήσει την Ελλάδα
Στην Επανάσταση κατά των τούρκων.
Αλλά σαν μπίζνεσμαν καλός που ήταν
Ζήτησε προκαταβολή. Και πήρε
Τις τριανταεφτά χιλιάδες λίρες
Απ’ τό ποσό που θα ’παιρνε εν συνόλω
Ακόμα από το έρημο το δάνειο.
Και γιατί ο λόρδος ήθελε καράβια,
Βαλαν για το σκοπο αυτό στην άκρη
’Κατόν εικοσιτρείς χιλιάδες λίρες.
Καημένο Μισολόγγι! Αν χαλιόνταν
Για χάρη σου είκοσι χιλιάδες μόνο,
Ποτέ δε θα σε πάταγαν οι τούρκοι.
"Εν τοσούτω οι δυστυχείς Ελληνες εστήριζον όλας τας ελπίδας των εις την ναυτικήν δύναμιν ταύτην και την επροσδόκουν ως θαυματουργόν. Ως θαυματουργόν την παρίστα και ο Κοχράνης, διότι έγραφεν ότι και αν δεν απέμενεν επί της εις Ελλάδα αφιξεώς του άλλο τι υπό την Ελληνικήν Κυβέρνησιν ειμή η γη εφ’ ης θα επάτει,ήτον ικανός ν' ανακτήσει την υπό τους εχθρούς ελληνικήν χωράν. Θαυματουργόν την εξελάμβανον και μέλη τινά της ελληνικής εταιρίας βεβαιούντα,ότι εντός ολίγων εβδομάδων ο αρχηγός αυτής και τους Τουρκικούς στόλους εντός του λιμένος της Κωνσταντινουπόλεως θα έκαιε, και την Ελλάδα όλην των εχθρών της θ’ απηλαττεν.Υπό τοιαύτας απατηλάς διαβεβαιώσεις και αναιδείς κομπορρημοσύνας κατεσπαταλεύθη εν Αγγλία τόση ποσότης χρημάτων".
(Σπυρ.Τρικούπης)
Αλλά δεν ήθελε τα έτοιμα πλοία
Ο λόρδος. Και παράγγειλε καινούργια.
Και τα παράγγειλε στον Γκαλοβουέη,
Μηχανουργό που έπαιρνε για χρόνια
Παραγγελίες του Μωχάμετ Αλη,
Του πιο θανάσιμου απ’ τούς εχθρούς μας ,
Που ’τανε κόλος και βρακί μαζί του.
Κι έλεγε η συμφωνία που ο Κόχραν
Εκλεισε με τα ελληνικά ξεφτέρια
Πως μες σε δυόμισυ μονάχα μήνες
Θα ’πρεπε να ’ναι κάτω στην Ελλάδα-
Γιά να τη σώσει, γιατί δίχως κείνον
Ητανε σίγουρο πως θα χανόταν…
Μα σαν ο λόρδος τσέπωσε το χρήμα
Κουτός δεν ήταν να κατέβει κάτω.
Και βρήκε πρόφαση πως τα καράβια
Επρεπε πρώτα να ετοιμαστούνε.
Και χύνονταν το αίμα των ελλήνων,
και βόγκαγε το έρμο Μισολόγγι…
Και στις εικοσιπέντε του Μαρτίου
Πέρσι, η Κυβέρνηση στέλνει ένα γράμμα
Προς τους κλεισμένους μες στο Μισολόγγι,
Που επεθαίνανε από την πείνα.
Και σ’ άλλα μέσα έλεγε και τούτα:
"Ηγοράσθησαν και δύο σκούναι με τας οποίας θέλει έλθει ή συγχρόνως ή ολίγον υστερώτερον από τον καπετάν Χαστϊγξ και ο λόρδος Κόχραν, τα δε λοιπά ατμοκίνητα θέλουν έρχεσθαι το εν κατόπιν του άλλου κατά μήνα, άμα τελειώνει η ετοιμασία των".
Τον εαυτό τους κοροϊδεύαν τάχα
Η τους καημένους τους Μισολογγίτες;
Και πέρασε όλο το εικοσιέξη,
Κι έπεσε το ’ρημο το Μισολόγγι,
Κι αλώνισε όλο το Μωρήα ο Μπραϊμης,
Βγήκε στη Ρούμελη ο Καραϊσκάκης
Και τη λευτέρωσεν απ’ άκρη σ’ άκρη,
Και τότε ήρθ’ ο Κόχραν-που θεέ μου
Να βούλιαζε το πλοίο του στον Πόντο.
Και τότε ηρθ’ ο Κόχραν στην Ελλάδα
Για να σκοτώσει τον Καραϊσκάκη.
Κι ακόμα μέχρι σήμερα που γράφω
Δε φάνηκε κανένα από τα πλοία
Που τόσα χρήματα για κείνα πήγαν.
Αλλά ο λόρδος πρέπει να ξεσκάσει.
Γι αυτό προστάζει Ορλάνδο και Λουριώτη
Να του ’βρουν ένα γιώτ ώστε με κείνο
Να κατεβεί σακάτου στη Μεσόγειο
Κι εκεί να περιμένει τ’ άλλα πλοία.
Ορλάνδος και Λουριώτης,γαλαντόμοι,
Δέκα διαθέτουνε χιλιάδες λίρες
(Γιατί όχι; Μήπως ήτανε δικά τους;)
Και μια καινούργια σκούνα του αγοράζουν.
Μπαρκάρει μέσα ο ναύαρχος και φεύγει.
Προτού όμως, άλλες δυόμισυ γυρεύει
Χιλιάδες λίρες, να ’χει ο καημένος
Να τρώει, να μην πεθάνει από την πείνα.
Τα δίνουνε κι αυτά. Και φεύγει εκείνος.
Μα βέβαια δεν πάει στην Ελλάδα.
Η Ιταλία το καλοκαιράκι
Κι ωραία είναι κι ούτε τούρκους έχει.
Άδικα καρτερούνε στην Ελλάδα
Να δουν το λόρδο που θα τους γλιτώσει.
Στέλνουν καράβι ένα από την Υδρα
Να τόνε βρει να τον παρακαλέσει
Να ’ρθεί, γιατί χωρίς του πια δεν κάνουν.
Κι είχανε δίκιο. Γιατί το γκουβέρνο
Των Κουντουριώτη και Μαυροκορδάτου,
Αγγλόδουλοι απ’ την κορφή ως τα νύχια,
Απ’ την οργή σαρώθηκε του κόσμου.
Τον βρίσκουν επιτέλους τον Οχτώβρη.
Και τί τους λέει: "Και πώς να κατέβω
Εγώ, ο λόρδος, στόλαρχος μεγάλος,
Μ’ απόλεμο ένα πλοίο στην Ελλάδα;
Ένα πολεμικό φέρτε και τότε…"
Ειδοποιούνε τότε τον Ορλάνδο
Και φεύγει απ’ τό Λονδίνο στο Παρίσι.
Μαζεύει εκεί όλο το παραδάκι
Που ’χε προσφέρει για τη λευτεριά μας
Ο Γαλλικός Λαός, και ξαναφεύγει.
Και πάει στη Μασσαλία όπου τέλος
Φτάνει κι ο Κόχραν και συναπαντιώνται.
Μαζί εκεί αγοράζουν ένα μπρίκι.
Και το ’πανε "Σωτήρ". Αλλά το πλοίο
Ηθελε αρμάτωμα και μερεμέτι.
Περνάνε μερικοί ακόμα μήνες.
Εσώθηκαν τα ψέμματα. Ο λόρδος
Ηρθε η ώρα να ’βγει στον αγώνα-
Να σώσει την Ελλάδα από τους τούρκους.
Αλλά σ’ έναν πολέμαρχο δεν πρέπει
Ανέτοιμος να πέσει μες στη μάχη.
Γι αυτό παράγγειλε και του ’τοιμάζουν
Μία στολή ολούθε σκεπασμένη
Μ’ ολόχρυσα κεντήματα. Κι ακόμα
Το μάγειρο του Ναπολέοντα παίρνει
Για μάγειρό του πάνου στο καράβι.
Στον Πόρο έφτασε πέντε του Μάρτη.
Αντί για δύο μήνες, δύο χρόνια
Του πήρε ώσπου να ’ρθει στην Ελλάδα.
Σαν έφτασε, του κόλλησε σα στρείδι,
Πρώτος απ’ όλους ο τεσσαρομάτης.
Γι αυτόν,"Σωτήρ" δεν ήτανε το πλοίο,
Αλλά ο λόρδος που με κείνο ήρθε.
Στις εικοσιεννιά του μήνα Μάρτη,
Του ’δωσε η Συνέλευση τον τίτλο
"Στόλαρχος πρώτος, κι αρχηγός σε όλες
Τις ναυτικές δυνάμεις της Ελλάδας".
Τότε κατέβηκε κι από το πλοίο,
Και τράβηξε μαζί μ’ όλους τους άλλους,
Στου Δαμαλά το λόφο που ορκίστη.
Παρόντες οι επίσημοί μας όλοι.
Κι ανάμεσά τους ο Αμιλτον, που είχε
Με εντολή της Κυβερνήσεώς του
Όληνε μαγειρέψει επιδέξια
Την τραγική ετούτη κωμωδία.
Αφού ανάμεσα πέρασε απ’ όλους
Που ’χανε πάει να τον υποδεχτούνε,
Και που σαν ήρωα τον χαιρετούσαν,
Προχώρησε στητός και κορδωμένος,
Μόλις κι εκείνος αντιχαιρετώντας,
Κι έφτασε κει που θα ’δινε τον όρκο.
Τρέξαν, του φέραν ένα Ευαγγέλιο.
Αλλα το χέρι του αυτός απλώνει
Και επιδειχτικά το κάνει πέρα.
Με μια θεατρική χειρονομία
Βγάζει από τη θήκη το σπαθί του
Βάζει απάνου το δεξί του χέρι,
Κι αυτό τον όρκο εδωσε ο λόρδος:
"Ορκίζομαι να υπηρετήσω πιστώς την Ελλάδα και να χύσω υπέρ αυτής το αίμα μου, αν φανεί και η Ελλάς πιστή εις εαυτήν."
Εκανε τόσα βρωμερά πριν έρθει.
Κατάκλεψε το χρήμα της Ελλάδας,
Στους γύρω του φερόταν σαν σατράπης.
Μα όταν άκουσαν αυτό τον όρκο,
Που ήτανε μια βρισιά για την Ελλάδα,
Κανείς δε βρέθηκε να τόνε στείλει
Χωρίς άλλη κουβέντα απ’ όπου ήρθε;
Κανείς δε βρέθηκε να καταλάβει
Τι έκρυβε βαθιά του ο βρωμο-Κόχραν,
Που το φανέρωσε μ’ αυτόν τον όρκο;
Μα έλεγε ο Λαός μας: "Δεν πειράζει.
Αφού είναι να σώσει την Ελλάδα,
Ας λέει και ας κάνει ο, τι θέλει".
Ως για κεινούς όπου τον είχαν φέρει,
Να καταλάβουνε αυτοί ανάγκη
Δεν είχαν. Γιατί αυτοί ξέρανε κιόλας.
Ήξεραν ότι ο Κόχραν είχε φτάσει
Όχι να λευτερώσει την Ελλάδα,
Αλλά στους τούρκους να τηνε σκλαβώσει.
Ήξεραν ότι ο Κόχραν είχε φτάσει
Με αποστολή μία στα χώματα μας:
Να ξεπαστρέψει τον Καραϊσκάκη,
Ωστε η Ρούμελη χωρίς αυτόνε
Πάλι να γίνει τούρκικη όπως πρώτα
Και η Ελλάδα, αν λευτερωνόταν,
Να κράταε μόνο το Μωρηά, κι εκείνον
Κατ’ από το μαστίγιο της Αγγλίας.
Ξέρανε πως ο στόλαρχός μας ήταν
Απ’ τούς μεγάλους πράκτορες Ιγγλέζους
Μέσα στις μυστικές υπηρεσίες.
Και ξέρανε καλά τ’ είχε να κάνει.
Κι ήταν ο ρόλος τους να τον βοηθήσουν
Να φέρει σ’ αίσιο πέρας τα σχεδιά του.
Ξέραν. Γιατί έτσι ο τεσσαρομάτης
Και η φατρία του η πουλημένη
Να κάνουν είχανε συμφωνημένα,
Με τον αφέντη τους, την Ιγγλετέρα.
ΤΣΩΡΤΣ
Και ποιός είναι ο Τσουρτς, φίλος του Κόχραν
Και συνεργός του στη δολοφονία,
Και συνεργός σε ό,τι ελληνοκτόνο,
Σ’ ό,τι φριχτό εκείνος είχε κάνει;
Ο Τσουρτς ήταν η όμορφη βιτρίνα.
Ο καλοκάγαθος, χοντρούλης τύπος,
Στρογγυλοπρόσωπος, καλωσυνάτος ,
Που βάζουνε μπροστά οι φαύλοι όλοι
Για να γελάσουν τον πολύν τον κόσμο,
Και πίσω του αυτοί ν’ ασχημονούνε.
Και πίσω από τον Τσουρτς ήταν κρυμμένος
Ο Κόχραν και ολόκληρη η Αγγλία.
Ο Τσουρτς, που ήτανε κι αυτός Ιγγλέζος
Και αξιωματικός στην Ιγγλετέρα,
Είχε βαθμό μεγάλο κι είχε πάρει
Μέρος στού Ναπολέοντα τους πολέμους.
Το οχτακόσα εννιά υπηρετούσε
Στο σώμα του στρατού της Ιγγλετέρας
που έπιασε της Ζάκυθος τα μέρη.
Εκεί έφκιασε τάγματα Ελλήνων
που σ’ ένα ήταν κι ο Κολοκοτρώνης.
Σαν τέλειωσε στη Ζάκυθο η δουλειά του
Πήγε και δούλεψε σαν μισθοφόρος
Στη Σικελία, κοντά στον Φερδινάνδο-
Όπου εδούλευε όχι για κείνον,
Μα για λογαριασμό της Ιγγλετέρας.
Ηταν στις μυστικές υπηρεσίες
κι αυτός, κι είχε σαυτές μεγάλη θέση
Ομως κατώτερη από του Κόχραν.
Ο Κοχραν έκρινε ότι του κάνει
Για συνεργάτης στις παλιανθρωπιές του
Που θα ’νοιγε στη δόλια την Ελλάδα-
Γιατ’ ήταν λογικός και τον σεβόνταν
πολλοί απ’ τούς Ελληνες Καπεταναίους
Που δούλεψαν στη Ζάκυθο μαζί του,
Ενώ απ’ την άλλη σαν κατώτερός του
Στις μυστικές τους τις υπηρεσίες,
Θα ’κανε ό,τι εκείνος του ζητούσε.
Ο Κόκκινος στην Ιστορία του λέει:
"Ο Τζουρτζ τον εθαύμαζε (τον Καραϊσκάκη) και θα ακολουθούσε τας σωτηρίας του υποδείξεις, αν δεν υπέκυπτεν εις τον στόλαρχον δια λόγους σεβασμού του προβαδίσματος τούτου κατά την Αγγλικήν ιεραρχίαν.."
Λοιπόν είκοσι έξη του Φλεβάρη
Εφτασε και ο Τσουρτς. Και σε λιγάκι
Εγινε αρχιστράτηγος κι εκείνος.
Αυτό το δέχτηκε ο Κολοκοτρώνης
Που γνώριζε τον Τσουρτς απ’ τά παλιά του.
Μα πριν του δώσουνε αυτή τη θέση
θέλαν το "ναι" και του Καραϊσκάκη.
Μία επιτροπή λοιπόν του στείλαν,
Για να κοιτάξει πώς να τόνε πείσει.
Πικράθηκε μαυτή τους την ενέργεια,
Αλλά περήφανα τους αποκρίθη:
'Άρκεί που θα λευτερωθεί η Αθήνα
και θα ’χει τα χρειαζούμενα τ’ ασκέρι,
Κι εγώ θα το δεχτώ με προθυμία".
Αλλά δεν τους εφτάνανε τα λόγια.
Στείλανε οι φαύλοι στον Καραϊσκάκη
Αναφορά μιά έτοιμη γραμμένη
Που εκείνος έπρεπε να υπογράψει,
Και που μ’ αυτήν τον βάζαν να ζητάει
Ο ίδιος του Τσουρτς την αρχιστρατηγία,
Και να δηλώνει ότι πρέπει όλοι
Τυφλά σε κείνονε να υπακούνε.
Αν και τους Φράγκους ο Καραϊσκάκης
Με ύποπτο τους θώρειε πάντα μάτι,
Για να μη δείξει όμως πως χολιάζει
Που έχανε την αρχιστρατηγία
Το υπογράφει το χαρτί εκείνο
Στις δύο του Μαρτιού στο Κερατσίνι.
Στις τρεις Απρίλη ορκίστηκε ο Τσούρτσης".
Και ο εξαίρετος ο Μακρυγιάννης:
"Κι ο ναύαρχος Κοκράν θα πήγαινε τα καράβια στα βουνά κι απάνου εις τα κάστρα' κι έλεγε των Ελλήνων ο Τζούρτζης, με την γολέτα θα κυνήγαγε τους Τούρκους. Ο Μιαούλης ο καϋμένος με τα σταροκάραβα αλώνιζε τους τριπόντες και φεργάδες των Τούρκων κι ο Καραϊσκάκης με τους γυμνούς έφκιανε πύργους με τα κεφάλια των Τούρκων. Οι δυό Ελληνες δεν ξέραν τις μηχανές των Ευρωπαίγων μεγάλων αντρών,ούτε τα καράβια ξέραν να τα κολλήσουν εις τα βουνά, ούτε τους στεργιανούς να πολεμούν με τις γολέτες(...) θέλαν (οι πολιτικάντηδες) να χαλάσουν την όρεξιν του Καραϊσκάκη κι άλλων αρχηγών, όπου πολεμούσαν τον χειμώνα δια να μεταλευτερώσουν την πατρίδα τους όπου ξανατούρκεψε από τους συχνούς εφΰλιους πολέμους και φατρίες αυτήνων των αγαθών πατριωτών".
Μη ξέροντας καθόλου ο Καραϊσκάκης
Το τι καπνό φουμάρει αυτός ο ξένος
Που πάνου στο κεφάλι του του εβάλαν,
Στέλνει τον Περραιβό να πα’ τον έβρει
Και να του πει τον τρόπο που μπορούσε
Μονάχα να λευτερωθεί η Αθήνα,
Και να του πει κι αυτός αν συμφωνούσε.
Και πάει: "Εξοχώτατε" του λέει
"Οι ελληνες πολεμούν παλληκαρίσια,
Γυμνοί, ξυπόλητοι και πεινασμένοι,
Και υποφέρουνε με καρτερία
Τις μεγαλύτερες τις κακοπάθειες.
Θαρρούμε πως ο τρόπος να διαλύσει
Το μπλόκο απ’ τό Ρεσίτη, της Αθήνας,
Είναι να κλείσουνε οι Θερμοπύλες,
Κι οι έλληνες την Εύβοια να πιάσουν.
Αυτά είναι τη δύναμη που δίνουν
Στ’ ασκέρι του Κιουτάγια και αντέχει.
Είμαστε σίγουροι ο λόρδος Κόχραν
Πως με τη φήμη και τα μέσα που έχει
Μπορεί την Εύβοια να τη μπλοκάρει.
Εμείς θα πιάσουμε τις Θερμοπύλες"
Ο Τσουρτς αμίλητα άκουγε ως τώρα.
"Και, εξοχώτατε, σου το δηλώνω,
Πως αν τα δυνατά ετούτα μπράτσα
Τα κόψουμε του Κιουταχή, ετότες,
Η Στερεά όλη δική μας είναι
Χωρίς μεγάλο κίνδυνο ελλήνων
Και με μεγάλο χαλασμό των τούρκων".
Σκέφτεται ο Τσουρτς λιγάκι και του λέει:
"Να μου το δώσετε γραφτό το σχέδιο
Για να το συζητήσω με τον Κόχραν".
Κάθεται- ο Περραιβός και του το γράφει.
Ο Τσουρτς τόνε καλεί μετά δυο μέρες
Για να του πει ότι κι αυτός κι ο Κόχραν
Εμελετήσανε καλά το σχέδιο.
Και το ’βρανε καλό. Γυρίζει τότε
Ο Περραιβός στο Κερατσίνι πίσω,
Κι όλοι χαρήκαν με τα ωραία νέα.
Και δεν εβλέπαν πότε θα ’ρθει η ώρα
Να βάλουνε το σχέδιο αυτό σε πράξη.
Μα πού να ξέρουνε πως ψεύτικη ήταν
Η απάντηση ετούτη των Ιγγλέζων.
Ηταν και τούτο μέσα στα σχέδια τους:
Δε θέλανε πριν φτάσουνε οι ίδιοι
Στου Πειραιά τα μέρη και δικούς τους
Ανθρώπους βάλουνε στα πόστα όλα-
Δε θέλανε σ’ αντίθεση να έρθουν
Με των ελλήνων τους Καπεταναίους,
Που θα μπορούσανε να ξεσηκώσουν
Ενάντια τους, πριν φτάσουνε, τ’ ασκέρι.
Πού να ’ξερες καλέ Καραϊσκάκη
Ότι ο λόγος που ’χε αποφασίσει
Να ’ρθει επιτέλους στην Ελλάδα ο Κόχραν,
Δεν ήταν άλλος παρά οι δικές σου
Επιτυχίες που τόνε φοβίσαν
Πως θα ’παιρνες σε λίγο την Αθήνα…
Αλλά κι ένα άλλο είχες κάνει ακόμα
Σφάλμα αρχηγέ, στα μάτια των Ιγγλέζων:
Τον Καποδίστρια ζήτησες να ’ρθει
Για Κυβερνήτη λόγος σα γινόταν.
Κι ο ερχομός του μες σε μια Ελλάδα
Που δε θα την κουβάλαγαν οι Ιγγλέζοι
Στ’ άρμα τους χεροπόδαρα δεμένη,
Ποτέ τους δε θ’ αφήνανε να γίνει.
Ας είχες δει εσύ πριν απ’ τούς άλλους
Με το μυαλό το καθαρό κι απλό σου
Πως δε συμφέρει να ’ναι η Ελλάδα
Δεμένη μ’ ένα μόνο ξένο κράτος,
Μα θα ’πρεπε, αν θέλει να επιζήσει
Δύναμες κι άλλες να τηνε στηρίζουν,
και ξέχωρα,η μεγάλη η Ρουσσία.
Κι ας σκέφτηκες πως μόνο ένας ήταν
Αυτή την ώρα κείνος που μπορούσε
Αυτήνε την ανάγκη να πληρώσει.
Ομως δεν ήξερες Καραϊσκάκη
Πόσο κακά κι αντίθετα και άθλια
Σχεδιάζαν οι ξενόδουλοι αγύρτες."
"Εκείνον τον καιρό,η Ελλάδα,που πέθαινε,είδε να ξεχωρίζει ,ανάμεσα στους ορεσίβιους αρχηγούς της, έναν άνθρωπο με έξοχο νου και καρδιά,που αγαπούσε πιότερο τη δόξα από το πλιάτσικο και ικανό να υψωθεί στην ιδέα της πατρίδας. Ο άνθρωπος αυτός λεγόταν Γεώργιος Καραϊσκάκης. Όταν όλα φαίνονταν χαμένα,μπήκε επικεφαλής μιας ομάδας εμπειροπόλεμων πολεμιστών, διακρίθηκε σε πολλές μάχες και νίκησε τους Τούρκους στην αρχή σε μικρό-συγκρούσεις,κι έπειτα ομαδικά.Με τα κατορθώματα του ξεκαθάρισε τον τόπο από τους εχθρούς,από τον κόλπο της Κορίνθου ως την Εύβοια.Ολοι απορούσαν πού έβρισκε ο Καραϊσκάκης τα μέσα για να εξακολουθήσει τον πόλεμο.Εκείνος όμως,δίχως να γυρεύει τίποτα από την κυβέρνηση που φυτοζωούσε και διαλυόταν πίσω από τα τείχη του Ναυπλίου, πήγαινε κι έπαιρνε όσα του χρειάζονταν από τα τούρκικα στρατόπεδα.Ο Καραϊσκάκης, που ήταν παρόμοια ικανός να διευθύνει τους ανθρώπους στα συμβούλια όσο και να τους διοικεί στον πόλεμο,σκέφτηκε ν’ απαλλάξει την Ελλάδα από τη φρίκη της αναρχίας.Κατάλαβε πως για να το επιτύχει αυτό,έπρεπε να εμπιστευθεί το τιμόνι του ανεμόδαρτου πλεούμενου σέναν έμπειρο πιλότο. Ο Καποδίστριας ήταν ο μόνος που συγκέντρωνε τους πόθους των έντιμων ανθρώπων. Ο Καραϊσκάκης του έγραψε παρακαλώντας τον να έρθει,για να βοηθήσει την κοινή πατρίδα.Και χωρίς να περιμένει την απάντηση του, συνεννοήθηκε με τον Κολοκοτρώνη που διαφέντευε το Μωρηά.Χρησιμοποίησαν οι δυό τους την επιρροή που είχαν,για να υποτάξουν τις ταπεινές φιλοδοξίες και να κάνουν τους άλλους να δεχτούν τον διάσημο αυτόν πολιτικό, τον αγαπητό από το λαό. Ο ορεσίβιος αρχηγός,που είχε τόση φρόνηση όση ήταν κι η παλληκαριά του,βάλθηκε ν’ αναγκάσει τους τούρκους να παρατήσουν την πολιορκία της Αθήνας.Η ελπίδα να τελειώσει την εκστρατεία του γλιτώνοντας την αρχαία ακρόπολη, ενθουσίαζε την απαίδευτη μεγαλοφυία του ευγενικού παλληκαριού,κάνοντας να χτυπά η καρδιά του (...) Ο θάνατος του άφησε όλους τους Ελληνες κατάπληχτους και τους βύθισε στην απελπισία".
(E.Α.ΒΕΤΑΝΤ, "CΟRRESPONDANCE DU COMPTE J. CAPODISTRIAS, PRESIDENT DE LA GRECE)
"Οτι την πατρίδα την ήθελαν (το αγγλόφιλο κόμμα) από τον Ισθμόν και κατά την Πελοπόννησον,όχι από τον Ισθμόν και κατά τη Ρούμελη.Και κατηγορούσαν τον Καραϊσκάκη,όπου δούλευε να ξαναλευτερώσει την Ρούμελη.Καθώς κι ο Κυβερνήτης μας προσπάθαγε δι αυτό και τότε έγινε κυβερνήτης της Ελλάδος".
(Μακρυγιάννης)
"Απαξ δια παντός πρέπει να δηλώσω υμίν ότι ο σκοπός της κυβερνήσεως ημών είναι ο δια παντός τρόπου περιορισμός του Ελληνικού κράτους εις την Πελοπόννησον και τας Κυκλάδας"
(Από γράμμα του Αμπερντήν, υπουργού Εξωτερικών
Αγγλίας, προς τον πρεσβευτή της Αγγλίας
στην Πόλη, Στράτφορντ Κάνιγκ, με ημερομηνία
30 Ιανουαρίου 1829)
.
ΕΝΑ ΧΩΡΑΤΟ
.
"Και δυό του Απρίλη οι Τροιζηνιώτες
Ψηφίσανε με τη Συνέλευσή τους
Τον Καποδίστρια για Κυβερνήτη.
Την ίδια κείνη μέρα παραιτήθη
Η Επιτροπή της Διοίκησης που είχε
Για πρόεδρό της τον Αντρέα Ζαίμη,
Και βάλανε στη θέση της μιαν άλλη,
Που αντικυβερνητική την είπαν.
Και που είχε τρία μέλη. Και το ένα
Ο Ρουμελιώτης Νάκος ο Γιαννούλης.
Ο Νάκος ήταν ένας ανθρωπάκος
Που οι άλλοι θα τον κάναν ό,τι θέλαν.
Το μόνο του προσόν ήταν ετούτο,
Οτι την όμορφη γυναίκα του είχε
Ο κόντες Μεταξάς για ερωμένη.
Σα μάθανε το νέο οι Ρουμελιώτες,
Πως βάλανε το Νάκο στην τριάδα,
Σκεφτήκαν πως ξεπίτηδες τον βάλαν
Για να μη βρούνε δυσκολίες όταν
Το σχέδιο υπηρετώντας της Αγγλίας
Φτιάξουνε μια Ελλάδα που θα μένει
Η Ρούμελη εξω απ’ τα σύνορά της.
Ανάψαν Μωραιτες-Ρουμελιώτες
Πήραν τα όπλα και ταμπουρωθήκαν.
Κι έτοιμοι να πετσοκοφτούνε ήταν.
Σα φτάσανε τα νέα στο Κερατσίνι,
Αναστατώθηκαν οι Ρουμελιώτες.
Και άλλος άλλο πρότεινε σα λύση.
Θυμό γεμάτος ο Καραϊσκάκης
Με των πολιτικάντηδων τα έργα
Γράφει στο Γέρο του Μωρηά ετούτα:
"Εζοχώτατε αδελφέ Κολοκοτρώνη
Πληροφορούμεθα ότι από μέρους της Ρούμελης απεφασίσθη μέλος Διοικητικού ο Γιαννούλης Νάκου. Τούτο κατεθορύβησεν όλον το στρατόπεδον,το οποίον έχει τα στήθη του έμπροσθεν των εχθρών,και δια ατιμίαν του και καταφρόνησίν του έκλεξαν τοιούτον μέλος, και ένεκα τούτου ζητεί να διαλυθεί,και δια να μη γενεί τούτο και χαθεί η Πατρίς,άφευκτα και το ογληγορώτερον να αλλαχθεί το μέλος τούτο,το οποίον ποτέ τόσοι νταήδες δεν θέλουν υποφέρει να τους διατάξει,αν τούτο δεν γένει, βεβαιότατον ότι άφευκτα διαλύεται το στρατόπεδον,σε το λέγω μεθ' όρκου και σας ομνύω εις την ειλικρινή μας αγάπην δια να μη το εκλάβητε ως μύθον. Εχει η Ρούμελη ανθρώπους τιμίους και καλούς πατριώτας και τοιούτος είναι ο κύριος Γεωργάκης Μαυρομάτης,κατά την αίτησιν των εδώ Πατριωτών,ο οποίος ημπορεί να λάβει τον τόπον τούτου.Δεν σε εκτείνομαι,αλλά μένω βέβαιος,ότι δεν θέλετε υποφέρει να χαθεί το έθνος και προσμένομεν την απόκρισίν σας. .
Ο ειλικρινής αδελφός σας
Καραϊσκάκης
Την 5 ώραν της νυκτός του 1827 3 Απριλίου Καρτζίνι (Κερατσίνι).
Στέλλεται επί τούτου ο καπετάν Χρηστάκης και δι αυτού θέλετε πληροφορηθεί την του στρατοπέδου σύγχυσιν και αμετάθετον απόφασιν επάνω εις τούτο".
Οι Ρουμελιώτες άναβαν-αγριεύαν.
Αυτό το είδε ο Καραϊσκάκης
Κι είδε πως πάει να διαλυθεί τ’ ασκέρι
Σε τέτιες κρίσιμες του έθνους ώρες.
Καλεί τους Καπετάνιους στη σκηνή μας,
Τους Ρουμελιώτες, και τους λέει: "Αδέρφια
Υπομονή ως να ’ρθει ο Καποδίστριας
Και τότε θα γλιτώσουμε από δαύτους".
"Το πράμα υπομονή αρχηγέ δεν παίρνει.
Πρέπει αμέσως τώρα να σκωθούμε
και να ξεκαθαρίσουμε μ’ εκείνους
Τη Ρούμελη που θέλουν να προδώσουν.
Αλλιώς θα μετανιώσουμε μια μέρα".
Μπροστά στην αναστάτωση ετούτη
Ο αρχηγός είπε ένα από κείνα
Τα χωρατά, όπου μ’ αυτά είχε σώσει
πολλές φορές διάφορες περιστάσεις:
"Αν θέλετε,να πάμε. Ομως λέω
Πως πρέπει πριν κινήσουμε για κάτου
Να ξεμπερδέψουμε πρώτα με τούτα
Που ’χουμε ’δώ και που δεν καρτεράνε.
Τότε να δω εγώ πού θα μου πάει
Ο κερατάς. Και στο μουνί ακόμα
Αν της γυναίκας του χωθεί, θα βάλω
Του Μεταξά τον πούτσο να τον βγάλει"
(Δε ντρέπομαι γυναίκα εγώ να γράφω
Λέξεις όπως αυτές. Κάποτε ίσως
Ντρεπόμουνα στ’ αλήθεια να τις λέω,
Κι ας είχαν βγει από εκεινού το στόμα.
Όμως ο θάνατος όλα τ’ αλλάζει.
Και τώρα δεν υπάρχει πια εκείνος.
Το στόμα του δε θα ξαναμιλήσει.
Τώρα τα λόγια του τα μετρημένα
Δε θα ξανα-αντηχήσουν στον αέρα.
Ας ύπαρχε θεέ μου ένας τρόπος
Να ’χω γραμμένα όλα όσα είπε.
Να τάχα μέσα σ’ ένα καλαθάκι
Κι όποιος ζητούσε νου και σωφροσύνη,
Κι όποιος ζητούσε προστασία κι αγάπη,
Κι όποιος ζητούσε ουρανό κι ελπίδα,
Να του τα χάριζα όλα δίνοντας του
Λίγα απ’ του καλαθιού μου τ’ άγια δώρα.
Κι ό,που μονάχος και κατατρεγμένος,
Κι ό,που φτωχός κι απ’ όλους ξεχασμένος,
Κι ό,που αδύναμος κι αδικημένος,
Να του ’δινα ευφροσύνη κι ευτυχία
Με λίγα από τα μύρα ραίνοντας τον
Του χρυσοστόλιστου του καλαθιού μου.
Μα δεν υπάρχει τέτοιος τρόπος θέ μου.
Και δω, σε τούτο το χαρτί απάνου,
Λίγα μπορώ να γράψω από κείνα
Που είχε πει σε μένα ή στους άλλους.
Πόσα χαμένα πάνε από κείνα
Που θα μπορούσαν οδηγός να γίνουν
Για τον καθένα μας, αντί να πρέπει
Αβόηθητος καθένας να παλεύει-
Αντί να πρέπει δύστυχος και μόνος
Απ’ την αρχή κανείς να ξαναρχίζει…
Γι αυτό δε ντρέπουμαι τώρα καθόλου.
Κάθε του λέξη το σκοπό της είχε.
Οχι. Δε ντρέπουμαι τώρα να γράφω
Λέξεις καθώς αυτές. Γιατί το πότε
Ειπώθηκαν και ο σκοπός που είχαν,
Και τ’ αποτέλεσμα που είχαν φέρει,
Ειν’ ιερά και άγια. Και για τούτο
Οι λέξεις τούτες άσχημο δεν έχουν
Βγαίνοντας από τέτοιο ένα στόμα).
Μετά το χωρατό του Καραϊσκάκη,
Δε λέγεται τι έγινε κει μέσα.
Ολοι βροντήξανε από τα γέλια.
Κι αμέσως ξέχασαν οι Ρουμελιώτες
Απόφαση, Συνέλευση και Νάκο,
Και ξαναθυμηθήκανε τους τούρκους.
Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Σαν αρχιστράτηγος ο Τσουρτς εγίνη,
Πήγε και βρήκε τον Κολοκοτρώνη.
"Γράψε στον Καραϊσκάκη πως θα πάω
Να τόνε δω μες στο στρατόπεδό του,
Στο Κερατσίνι. Μα όχι για να κάτσω.
Θέλω μονάχα να το δυναμώσω.
Δε θα καθήσω εκεί. Κανείς δε θέλω
Να λέει ότι θέλω να του κλέψω
Τη δόξα που ειν’ ολόκληρη δική του".
Και σ’ ολους έλεγαν, κι ο Τσουρτς κι ο Κόχραν,
Πως έτοιμοι να κάνουν πράξη είναι
Το σχέδιο που ’καμε ο Καραισκάκης.
Μα να ότι στις έξη του Απρίλη,
Φτάνουν κι οι δυό μπροστά στη Σαλαμίνα.
Ο Κόχραν πάνω στη φρεγάτα "Ελλάδα"
Και στον "Μονόκερω" ο Τσουρτς επάνω.
Μόλις ερίξαν άγκυρα, ο Κόχραν
Στέλνει μία γραφή στον Καραϊσκάκη
Με τούτα τα παράξενα τα λόγια:
"Αφησα της ιδέαν να εκστρατεύσω εις την Εύριπον, όταν έμαθα ότι δια την κατάστασιν της Ακροπόλεως και την προσμενομένην εις τους τούρκους βοήθειαν, νομίζετε καλλίτερον να γένη ευθύς και κατευθείαν μία προσβολή κατά των εχθρών. Είμαι διόλου της γνώμης σας(συμφωνώ με τη γνώμη σας) και είμαι βέβαιος ότι αφού προφθάσουν αι βοήθειαί μας,η επιχείρησίς σας θέλει λάβει λαμπροτάτην έκβασιν".
Διαβάζουνε στον αρχηγό το γράμμα
Κι εκείνος δεν πιστεύει σ’ ό,τι ακούει.
Και βάζει και του το ξαναδιαβάζουν.
Ποιός τούπε ότι έχει αλλάξει σχέδιο
Κι επίθεση στον Κίουταχή θα κάνει;
Οι πρώτες του οι μαύρες υποψίες
Του χαρακώνουν τον καθάριο νου του.
Όμως ακόμα θέλει να πιστεύει
Πως κάποια παρεξήγηση ίσως να ’ναι,
Που θα διαλύσει σα συναντηθούνε
Οι ίδιοι, Κόχραν και Καραϊσκάκης.
Την άλλη μέρα, στις εφτά τ’ Απρίλη,
Πάει ο Καραϊσκάκης στη φρεγάδα.
Αφού χαιρέτησε ο ένας τον άλλο,
Και πρώτα διάφορα είπανε άλλα,
Υστερα φτάσανε και στην ουσία.
Αρχισε πρώτος ο Καραϊσκάκης:
"Το σχέδιο που σας έδωσε" του λέει
"Ο Περραιβός σαν ήσαστε στον Πόρο,
Και το δεχτήκατε, κι έχετε τάξει
Να το ακολουθήστε σαν το μόνο
Που θα μας απαλλάξει από τούς τούρκους,
Έτοιμοι εμείς είμαστε όποια ώρα
-Και τώρα- να το βάλουμε σε πράξη.
Ο Κιουταχής μ’ αυτό είναι χαμένος.
Κλείστε του σεις τον κόλπο του Ευρίπου,
Και πάνω μας αφήστε όλα τ’ άλλα.
Απ’ τή στεριά εμείς χτυπώντας τόνε
Και σεις από τη θάλασσα, θα δείτε
Τόσο μεγάλο φύσημα να πάρει,
Που να μην ξέρει πού να πάει να γείρει.
Γιατί να κιντυνέψουμε τα πάντα
Γυρεύοντας να κάνουμε γιουρούσι;
Γιατί να χάσουμε τόσους ανθρώπους
Αφού στα σίγουρα είναι δικός μας
Μ’ αυτόνε που σας λέω εγώ τον τρόπο;»
Ο λόρδος τότε βρέθη στην ανάγκη
Να φανερώσει το άθλιο του παιχνίδι:
"Επειτα από ανδραγαθίες τόσες
Ενάντια σε πολλές χιλιάδες τούρκους,
Είναι ντροπή στους έλληνες να βλέπουν
Ο Κιουταχής να κλείνει την Αθήνα.
Όταν οι Ελληνες κάνουν γιουρούσι,
Τότε κι εγώ μονάχα θα τραβήξω
Της Εύβοιας το Κάστρο να χτυπήσω."
Ο αρχηγός βάσταξε το θυμό του
Και λέει του Κόχραν κάπως πειραγμένα:
"Σωστό αυτό που είπες-ότι κάναν
Οι Ελληνες πολλές αντραγαθίες.
Ο τρόπος που τις κάναν ήταν όμως
Διάφορος απ’ αυτόνε που μας λέτε
Να πολεμήσουμε τώρα τους τούρκους.
Ο,τι σεις τώρα θέλετε να γίνει,
Τα λίγα θα χαλάσει τ’ άρματά μας
Που απ’ αυτά η Ελλάδα περιμένει
Τη σωτηρία της, όπως μέχρι τώρα.
Πώς γίνεται έλληνες δέκα χιλιάδες
Να πολεμήσουνε μέσα σε κάμπο
Με μεγαλύτερη απ’ αυτούς πεζούρα,
Κι εξηνταπέντε καβαλάρηδες μας
Με δυο χιλιάδες ν’ αντιβγούν ντελήδες;
Όμως αν είμαστε σιγουρεμένοι
Πως το δικό σας σχέδιο θα νικούσε,
Θα το ’χαμε από καιρό εφαρμόσει,
Και δε θα σας γυρεύαμε να πάτε
Να πιάσετε τον κόλπο του Ευρίπου.
Θαυμάζω που δε βλέπετε πως έτσι,
Μιας και η θάλασσα είναι δική μας
Εύκολο είναι να χαθεί ο Κιουτάγιας.
Γιατί να κινδυνέψουμε του κάκου;
Υστερα, μ’ όλονε το σεβασμό μου
Που ’χω στο ναύαρχο, όμως το πότε
Και πώς θα γίνει στην ξηρά ο αγώνας,
Εγώ κι ο Τσουρτς θα έχουμε κουβέντες".
Ξερά και μεγαλόπρεπα ο Κόχραν:
"Οπου άρχω εγώ, αρχή πάσα άλλη παύει".
Μα τούτη δω η μεγαλοστομία
Εντύπωση στον αρχηγό δεν κάνει:
"Τούτο να πω έχω γω. Η το δικό μας
Το σχέδιο ευθύς θα βάλουμε σε πράξη,
Που είναι σίγουρη μ’ αυτό η νίκη,
Είτε αφήστε μας για ν’ αντιβγούμε
Οπως εμείς νογάμε με τους τούρκους".
Πετιέται πάνου ο Κόχραν και φωνάζει
Με μια θεατρική χειρονομία
Και τα Ελληνικά του τα σπασμένα:
"Εκ των κεράτων τον ταύρον!" Ποιος τώρα
Του ’μαθε ελληνικά τη φράση αυτήνε;
Μα, ή ο Μάσον ή ο τεσσαρομάτης.
Πράχτορας μυστικός ήταν ο Μάσον
Των Αγγλων στην Ελλάδα, και ο Κόχραν
Τον είχε πάρει για Γραμματικό του.
Με το ειρωνικό του χαμογέλιο
Ρωτάει τους δίπλα του ο Καραϊσκάκης:
"Τον μπγα λέει ο ναύαρχος για ταύρο;"
"Ναι αρχηγέ" του απαντάνε εκείνοι.
"Αμ πέστε του ότι δεν έχει δίκιο.
Αν πιάσουν απ’ τά κέρατα τον ταύρο,
Αυτός τρυπάει και σε πετάει απάνου.
Αν θέλουνε τον μπγα να κάνουν ζάφτι,
Του πιάνουν τ’ αχαμνά με το συμπάθειο
Και τότες παραλά και πέφτει κάτου".
"Χρωστάς ν’ ακολουθάς ό,τι σου λέμε"
Του λέει ο λόρδος Κόχραν θυμωμένα,
θέλοντας να του πάρει τον αέρα.
"Γιατί απ’ τή Συνέλευση έχουμ’ όλη
Την εξουσία, και πρέπει να ’χεις σέβας
Κι ό,τι σου λέμε να τ’ άκους αμέσως".
Και δίνει, ο "αγράμματος", ο "γύφτος",
Ετούτη την απάντηση στον Κόχραν:
"Και σέβομαι κι ακούω. Μα το συφέρο
Εγώ δεν το προδίνω της Πατρίδας".
Ας δούμε πώς περιγραφεί την επίσκεψη αυτή ο υπασπιστής και ανηψιός του Κόχραν,Τζώρτζ Κόχραν:
"Η φήμη του στρατηγού Καραϊσκάκη εκείνον τον καιρό ήταν πολύ μεγάλη.Στέκεται το δίχως άλλο ο καλλίτερος στρατηγός που παρουσίασε η σημερινή Ελλάδα. Μοναχά αυτός μπόρεσε, σόλον τον πόλεμο,νάχει κάτου από τις προσταγές του μια τόσο μεγάλη δύναμη,που ανέβαινε το πιο λίγο σε δέκα χιλιάδες άντρες. Ο Καραϊσκάκης ήταν υπερβολικά γενναιόδωρος. Ο,τι κι αν έπαιρνε από τους εχθρούς το μοιραζόταν με τους συντρόφους του,κρατώντας για τον εαυτό του το ίδιο μερδικό όπως και'οι κοινοί στρατιώτες.Αυτό τον έκανε λατρευτό σ’ όλο το στρατό.
Μόλις ο Καραϊσκάκης έμαθε πως έφτασε ο λόρδος Κόχραν,ανέβηκε πάνω στο καράβι,συνοδευόμενος αποχτώ πάνω κάτω αξιωματικούς του.Εφτασε στις δέκα το πρωί κι έμεινε ως τις δύο ταπόγευμα.Τότες συνηθιζόταν στην Ελλάδα να κρατάνε πολλές ώρες οι επισκέψεις και πέρναγαν τον καιρό τους πίνοντας, καπνίζοντας και κουβεντιάζοντας.
Ο Καραϊσκάκης ήταν ψηλός,αδύνατος,αθλητικός άντρας και πολύ μελαψός.Τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου του,η ανασηκωμένη λίγο προς τα πάνω μύτη του και τα μικρά σπινθηροβόλα μάτια του που τ’ ανοιγόκλεινε αδιάκοπα, προκαλούσαν μια παράξενη εντύπωση.Το παράστημα του και οι τρόποι του,φανέρωναν τον πραγματικό στρατιώτη.Η στολή του,όμοια με κεινη του Κολοκοτρώνη,μα στο πλευρό του κρεμόταν ένα τεράστιο σπαθί.
Ηταν εξαιρετικά ανοιχτόκαρδος με τους αξιωματικούς του και τον κ,Μάσον κι έκανε πολλά χωρατά σε βάρος των τούρκων, λέγοντας πως γλήγορα θα τους έδινε ένα καλό μάθημα. Ανάμεσα σόσους ανέβηκαν μαζί του στο καράβι,βρισκόταν κι ένας υπασπιστής,που τον ακολούθαγε ό,που κι αν πάγαινε. Για χάρη του θα διακόψουμε για λίγο την αφήγηση μας να τον περιγράψουμε.Ο υπασπιστής αυτός ήταν μια Τουρκοπούλα ντυμένη μισοαντρικά και μισογυναικεία.Πιάστηκε αιχμάλωτη από τον Καραϊσκάκη όταν έπεσε η Τριπολιτσά κι αφοσιώθηκε αυτή σεκείνον κι αυτός σε κείνη.Νύχτα και μέρα αυτή τον φύλαγε.Είχε πάνω στον ώμο της ένα μικρό ελληνικό ντουφέκι και στο ζωνάρι της μπιστόλες και γιαταγάνι. Το παρουσιαστικό της στεκόταν πολύ τραβηχτικό,με τα χαρακτηριστικά της περισσότερο τούρκικα παρά ελληνικά.Ηταν στρογγυλοπρόσωπη μόλο ίσια μύτη,μαύρα μάτια και ματόκλαδα. Δεν ήταν όμως μελαψή,μα είχε κάτασπρα και κόκκινα από υγεία μάγουλα.Τα σκούρα καστανά μαλλιά της τάχε πλεγμένα γύρω από το κόκκινο με τη μπλε φουντίτσα του φεσάκι της.Φορούσε άσπρες μπαμπακερές κάλτσες και λευκό από προβατόδερμα ζιπούνι,που κατέβαινε ως τη μέση της μονάχα. Γύρω σαυτή είχε ζωσμένο το κόκκινο δερμάτινο σελάχι με τάρματά της.Ημεροι και σεμνοί οι τρόποι της κι όταν εμείς οι ξένοι αρχίσαμε να την κυττάμε,κατέβασε κάτω τα μάτια της με μια πρεπούμενη κι ελκυστικιά μετριοφροσύνη. Τούτη η κοπέλλα στέκεται ένα έξοχο παράδειγμα,για το τί μπορεί να κάνει η γυναικεία αφοσίωση.Δεν ήταν κίνδυνος, όσο μεγάλος,που να την κρατήσει απόμακρα απτον πόλεμο. Αν και δεν έπαιρνε μέρος στις μάχες,περιφρονούσε τη ζωή της ακολουθώντας τον κύρη της.
Κατά τις δυό τ’ απόγεμα ο Καραϊσκάκης κι οι καπεταναίοι του είπαν πως επιθυμούσαν πια να φύγουν. Ευχήθηκαν να πάνε όλα καλά και τότες ανέβηκε η υπασπίστρια εκεί πάνω όπου βρισκόταν ο στρατηγός και πήρε, μ’ όλα τα δείγματα του σεβασμού,τις διαταγές του. Κατέβηκε, μπήκε πριν από κείνον στη βάρκα και τον περίμενε",
(Τη Μαριώ δεν την αιχμαλώτισε ο Καραϊσκάκης άμα έπεσε η Τριπολιτσά-ο Καραϊσκάκης δε βρισκόταν τότες στο Μωρηά-μα τη συνάντησε,όπως είπαμε πιό πάνου,το 1825,όταν έφευγε από το Μωρηά για τη Ρούμελη, και την πήρε μαζί του.)
"Είμαστε βέβαιοι πως αν ο Κόχραν κι ο Τσορτς,αντί να χτυπήσουν κατά μέτωπο τον Κιουταχή,εκστράτευαν με το στόλο και το μισό στράτευμα στο κανάλι της Εύβοιας,αφήνοντας τον Καραϊσκάκη με τ’ άλλο μισό στον Πειραιά, θ’ ανάγκαζαν τους τούρκους να παρατήσουν την πολιορκία της Αθήνας.»
(Γκόρντον)
"Τη αληθεία,σπανίως εν τη ιστορία απαντώνται άνδρες, τοσούτον εν τοις πράγμασι αναδειχθέντες κατώτεροι της περί αυτών επικρατησάσης προσδοκίας όσον ο στόλαρχος εκείνος (ο Κόχραν)".
(Παπαρρηγόπουλος)
Ο ΚΟΧΡΑΝ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΤΙΣ ΒΡΩΜΙΕΣ ΤΟΥ
"Την άλλη μέρα, στις οχτώ τ’ Απρίλη,
Κατέβηκε από το πλοίο ο Κόχραν
Κι έκανε επίσκεψη στον Καραϊσκάκη.
Προτού να φύγει ζήτησε την άδεια
Να κατεβεί την άλλη μέρα πάλι ,
Για να χαρίσει λέει μια σημαία
Στο στράτευμα, που ’φερε απ’ τη Γαλλία.
Τ’ απομεσήμερο φτάσαν κι οι Υδραίοι.
Αυτούς τους είχε στρατολογημένους
Ο Κόχραν, και τους έβαλε αρχηγό τους
Τον ανηψιό του ταγματάρχη Ούρκαρτ.
Βγήκανε στην Καστέλλα και τραβήξαν
Και πιάσαν ένα πόστο σ’ ένα λόφο.
Την άλλη μέρα, στις εννιά τ’ Απρίλη,
Βγήκε όπως είπε στην ξηρά ο Κόχραν,
Εντεκα το πρωί, κι είχε μαζί του
Τον Τόμας, καπετάνιο του "Σωτήρα",
Τους Μάσον, Ούρκαρτ, τον υπασπιστή του
Κόχραν κι αυτόν, κι άλλους πολλούς ακόμα.
Οι ναύτες κουβαλάγαν τη σημαία
Μέσα σε μία κάσσα διπλωμένη.
Ο Καραϊσκάκης και οι Καπετάνιοι
Τον καρτερούσαν στην ξηρά,κι αντάμα
Τραβάνε από κει για την Καστέλλα.
Κει πάνου ήτανε παραταγμένοι
Κάπου εφτά χιλιάδες παλληκάρια.
Βγάλανε, ξεδιπλώσαν τη σημαία,
Και την εστήσανε σ’ ένα κοντάρι.
Στο μεταξύ ο Κιουτάγιας και οι τούρκοι
Αφήσαν τις σκηνές και τα ταμπούρια
Κι όλοι τους κατά μας είχανε στρέψει
Γυρεύοντας να μάθουν τι συμβαίνει.
Όταν επαραδόθηκε η σημαία,
Ο Μάσον έβγαλε μια ομιλία
Το ναύαρχο εκπροσωπώντας Κόχραν
Που Ελληνικά δεν ήξερε. Ο λόγος
Βάσταξε είκοσι λεφτά περίπου.
Τους είπε ο Μάσον δίχως να διστάσει
Πως η Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Θ’ ανασταινόταν γρήγορα απ’ τον Κόχραν.
Κι αφού απαρίθμησε και άλλα όσα
Είχε θαυμάσια ο λόρδος κατορθώσει,
"Στρατιώτες μη" τους λέει,"χασομεράτε
Με μάταιες εκστρατείες. Μον’ ριχτείτε
Στους τούρκους και γλιτώστε την Αθήνα.
Ο ναύαρχος προικίζει τη σημαία
Με δίστηλα έντεκα χιλιάδες. Όποιος
Απάνου στην Ακρόπολη τη στήσει
Από αυτά τα χίλια είναι δικά του.
Τ’ άλλα στο Σώμα του θα μοιραστούνε."
Ω! Αν μπορούσε να ’κουε ο Ρεσίτης,
θα χαίρονταν περσότερο απ’ ότι
Χάρηκανε οι απλοί αγωνιστές μας.
Του πρόσφερνε ο λόρδος τη μονάχη
Που του ’μενε σανίδα σωτηρίας.
Δύο φορές θα ’δινε εκείνος τόσα
Για να υπάρξει ένα τέτοιο σχέδιο.
Του το ’δινε ο Κόχραν τώρα τζάμπα.
Ως για τα δίστηλα που με τα λόγια
Πρόθυμα τόσο μοίραζε εναγύρω,
Μα ήξερε καλά πως τα λεφτά του
Ητανε σίγουρα κι ασφαλισμένα.
Μα τι βρωμιά τα λόγια που είπε κρύβαν...
Εγύρευε να στρέψει ο αχρείος
Στον αρχηγό ενάντια τους στρατιώτες
Για ν’ ακλουθήσουν το φριχτό του σχέδιο.
Κι όπως δεν είχε απ’ την καλή γνωρίσει
Τον αρχηγό ακόμα, και θαρρώντας
Πως θα γινόντανε κείνα πού είπε
Παίρνει το στόλο του και βάζει πλώρη
Για Πόρο. Κι από κει, στέλνει ετούτο
Το τρομερό στον αρχηγό μας γράμμα:
«Προς τον Εξοχότατον Στρατηγόν Καραϊσκάκη
Φίλε μου Στρατηγέ
Ο Στρατηγός Νικήτας εμίσευσε απ'’ εδώ σήμερον με τους στρατιώτας του (ολιγότερους από ότι επρόσμενα) εις καΐκια τα οποία είχε ναυλώσει πριν να εξεύρει ότι εμπορούσα να τον πάρω εις τα καράβια.
Δεν έφθασαν ακόμη οι Κρανιδιώται, ώστε δεν έχω στρατεύματα να φέρω.Τώρα όμως σηκόνομαι εις τα πανιά με όσα καράβια έχω εδώ, και θα πασχίσω να σας βοηθήσω με κάθε δυνατόν τρόπον. Πεγαίνω εις τα παράλια της Αττι-κής έως δεκαπέντε μίλια από τας Αθήνας και ανάπτω φωτιές εις τα βουνά,θα κάμω τους εχθρούς να πιστεύσουν ότι εκβάλλω πολλά στρατεύματα.Τότε έρχομαι εις τον Φαλερέα.
Ελπίζω να σας ανταμώσω μεθαύριο μέσα εις τας Αθήνας, αφού εμβήτε εις θρίαμβον. Αντί να χάσετε πολλούς ανθρώπους, κτυπούντας τα ταμπούρια των Τούρκων,θα προπατήσετε εμπρός,κατά το σύστημα του Ναπολέοντος, και τότε αϊ δυναταί θέσεις των εχθρών τας οποίας αφήνετε οπίσω σας, δεν τους χρησιμεύουν τίποτε.
Είμαι ο φίλος σας
CICHRAN
Πλησίον του Πόρου
Την 10 Απριλίου 1827»
"Α ρε τεσσατομάτη γαμημένε!
Τι θα τραβήξω από σένα ακόμα!
Α! ωρέ Μαριώ, μας βρήκε άλλος Χαβίνος,
Ακου φωτιές! Και χέστηκε ο Ρεσίτης!
Με τόσο στόλο και φωτιές μου βάζει
Αντί να πάει την Εύβοια να πιάσει…
Ακου το σύστημα του Ναπολέου!.
Α ρε κολοϊγγλέζε κοψοπούτση!
Γι αυτό σε διώξαν απ’ την Ιγγλετέρα-
Αλλιώς, θα τηνε χάλαγες κι εκείνη!..
Αμ δε θα το χαλάσω ’γω τ’ ασκέρι
Για το χατήρι σου σκατοτσογλάνι."
Τέτοια πολλά είπε ο Καραϊσκάκης
Του λόρδου όταν άκουσε το γράμμα.
Και από τότε σιγουριά εγίναν
Οι που ’χε για τον Κόχραν υποψίες.
Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΟΛΕΤΑΣ
Αφότου ο Τσουρτς πήγε στη Σαλαμίνα
Δεν πάτησε ξανά σε ξηρά πόδι.
Ο Κόχραν τα ’χε αναλάβει όλα
Κι αυτόν τον κράταγε για εφεδρεία
Στις αντιελληνικές βρωμοδουλειές του.
Μια μέρα που ’τανε οι Καπετάνιοι
Στον αρχηγό τριγύρω μαζεμένοι,
Αθώα τάχατες ο Καραϊσκάκης
Ρωτάει: "Που ειν’ ο αρχιστράτηγός μας;"
"Στου Καπετάν Γιαννάκη τη γολέτα"
Του αποκρίνονται. "Μπα!" κάνει εκείνος
"Ετσι οι στρατηγοί οι Ευρωπαίοι,
Κάνουν τον πόλεμο μακριά απ’ τ’ ασκέρι;
Ποτέ δε βλέπουν τον εχθρό στη φάτσα;"
Σαν το ’μαθαν αυτό οι αγωνιστές μας
Του Τσουρτς του βγάλαν απ’ την ώρα κείνη
Το παρατσούκλι "Καπετάν Γολέτας".
Από τα πρώτα ο Τσουρτς που είχε κάνει
Σαν αρχιστράτηγο τον ονόμασαν,
Το φροντιστή του ασκεριού είχε αλλάξει.
Ηταν σα να ’λεγε στον Καραϊσκάκη
«Άπό δω κι ύστερα εγώ προστάζω
Και ό,τι θέτε εγώ θα σας το δίνω".
Στεναχωρέθηκε ο Καραϊσκάκης,
Μα έκανε πως δεν καταλαβαίνει.
Επειδή πάντα του συνήθιζε όμως
Μπόλικα να ’χει βόλια και φουσέκια
Για να μπορούν σε κάθε ν’ αντιβγούνε
Κίνημα ξαφνικό τα παλληκάρια,
Στον Τσουρτς εμήνυσε πως χρειαζόνταν
Πολεμοφόδια να του στείλει απ’ όσα
Με το καράβι του έφερε μαζί του.
Ο Τσουρτς του έστειλε τέσσερες κάσσες
Για είκοσι χιλιάδες νοματαίους.
Κορώνει από θυμό ο Καραϊσκάκης:
"Ρίξτε τα τούτα στο γιαλό!" φωνάζει.
"Πολύ μου φαίνεται είναι γαλαντόμοι
Οι Ευρωπαίοι που μας κουβαλήσαν."
Πάνου στην ώρα έρχεται και κάποιος
Απ’ την καβαλαρία, και ζητάει
Καρφιά για των αλόγων τα πετάλια.
"Δεν έχω" τ’ απαντά ο Καραϊσκάκης.
Σε λίγο έρχεται ξανά ο ίδιος.
Λέει πως τ’ άλογα θα τους βλαφτούνε
Γιατί κρεμάσανε τα πέταλα τους.
"Δεν έχω σου ’πα. Τράβα να σου δώσει
Αυτός που για ολόκληρο τ’ ασκέρι
Φουσέκια τέσσερα κιβώτια δίνει".
Γυρνάει έπειτα στους Καπετάνιους
Που βρίσκονταν κοντά του και τους λέει:
"Ενα με βλάφτει μοναχά. Μου λένε
πώς έχει μπόλικον παρά μαζί του.
Κι έχω το φόβο μη με τον παρά του
Φέρει ατ’ ασκέρι ανακατωσούρα.
Ομως εγώ ας τόνε λαγαρίσω
Λεφτά ότι δεν έχει, και τα λέμε".
Μα είχανε λεφτά οι δυο Ιγγλέζοι.
Κι είχαν στρατολογήσει τους Υδραίους,
Που με χοντρό τους επληρώναν χρήμα.
Και πήγε ο Τσουρτς και βρήκε τους Σουλιώτες,
Ακόμα που στα Μέγαρα καθόνταν,
Και τους μοιράζει μπόλικους παράδες
Και τους τραβάει στον Πειραιά μαζί του,
Που τους χρειάζονταν για τα σχέδια του.
Κι ας φώναζ’ ο αρχηγός-ποιός τον ακούει-
Ότι ανάγκη για στρατολογία
Δεν είχε η Πατρίδα. Μόνο έχει
Ανάγκη πρώτα απ’ όλα να ταγίζει
Τ’ ασκέρι που ’χε κιόλας μαζεμένο.
"Αι δε προς τον αρχιστράτηγον σχέσεις του Καραϊσκάκη εκ πρώτης αφετηρίας υπήρξαν δύσκολοι και δυσάρεστοι' διότι ο Τζουρτζ,άμα διορισθείς επεχείρησε να στρατολογήσει και έδωκεν επί τούτω χρήματα εις τον οπλαρχηγόν Κώνσταν Βλαχόπουλον'μεταβάς δ’ έπειτα εις Μέγαρα, όπου διέτριβον τινές των Σουλιωτών, έδωκε και εις αυτούς χρήματα και κατέπεισεν αυτούς να μεταλάβωσι του αγώνος.
Ταύτα δε δυνατόν δεν ήτο να ίδει με όμμα ευχάριστον,ουδ' αδιάφορον ο Καραϊσκάκης, διότι στρατολογίας χρεία δεν υπήρχεν, αλλά μάλλον συντηρήσεως του προϋπάρχοντος στρατού,και διότι άνδρες εν τη εκστρατεία ταύτη άχρι τούδε μη κινδυνεύσαντες επληρώνοντο δια να καταβώσι επί τέλους εις το πεδίον της μάχης,ενώ οι ελευθερωταί
της Ρούμελης εστερούντο πάσης αμοιβής.
Και απήλθε μεν ο Καραϊσκάκης εις συνέντευξιν του αρχιστρατήγου,άμα προσελθόντος εις το στρατόπεδον,και έδωκεν αυτώ κατά χρέος όσας προηγουμένως και εις τον
Κόχραν πληροφορίας,αλλ' ενταύθα εις νέον πάλιν περιέπεσεν ο Τζουρτζ λάθος,διορίσας ετέρους του στρατοπέδου φροντιστάς και δεικνύων ούτω δυσπιστίαν εις τους παρά του γενικού αρχηγού προηγουμένως διωρισμένους.Ισως κατά των τελευταίων τούτων πολλά ερρέθησαν εις τον Τζουρτζ, αλλ' ούτος καιρόν δεν έλαβε να εξελέγξει τα λεγόμενα,εκ του προχείρου δε δεν ώφειλε να μεταβάλει το προσωπικόν εκείνο, δι ου ελαχίστους λαμβάνων παρά της συνελεύσεως ο Καραϊσκάκης πόρους,κατώρθωσεν επί τοσούτον χρόνον να συντηρεί μυρίανδρον στρατόν.Δεινή δε επήλθεν εκ της καινοτομίας ταύτης ταραχή'διότι οι αρχηγοί των σωμάτων αποτεινόμενοι προς τον Καραισκάκην,παρεπέμποντο υπ' αυτού προς τον αρχιστράτηγον,ο δε απεκρίνετο ότι δεν δύναται να χορηγήσει τα ζητούμενα διότι δεν έβαλεν εις τάξιν ακόμη τας υποθέσεις του.
Ουδέν ήττον ο Καραϊσκάκης επροσπάθει να κατευνάσει την δυσαρέσκειν την εντεύθεν προκύψασαν μεταξύ των αρχαίων αυτού συναγωνιστών και μετά πλείστης φρονήσεωςκαι δραστηριότητος επεδίωκε την εκπλήρωσιν του μεγάλου σκοπού,χάριν του οποίου ο οξύς αυτού χαρακτήρ εδέχετο όχι βέβαια αγογγύστως αλλά όσον ενδέχεται ανεκτικώς τοσαύτας προσβολάς".
(Παπαρρηγόπουλου, ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ)
Κι έπεφτε ο αρχηγός σε μαύρες σκέψεις.
Από τη μια ν’αρνιέται ο Κοχράνης
Ν’ ακολουθήσει το δικό του σχέδιο
Και να γυρεύει σ’ άλλο να τον σπρώξει
Παράλογο και καταδικασμένο,
Και οι αγωνιστάδες απ’ την άλλη
Που διώξαν απ’ τή Ρούμελη τους τούρκους,
Που τόσα βάσανα και κακουχίες
Είχανε στον αγώνα υποφέρει,
Να βαργκομάνε βλέποντας τους άλλους
Να καλοζούν ενώ αυτοί υποφέραν.
Ως χτες σίγουρος ήταν ο αρχηγός μας
Οτι στα χέρια του την ευκαιρία
Κράταγε τη μεγάλη της ζωής του:
Τ’ ασκέρι να χαλάσει του Κιουτάγια.
Και το καθάριο του έβλεπε το μάτι
τη Στερεά Ελλάδα λεύτερη όλη
Κι ύστερα, μ’ όλο που ’χε το ασκέρι,
Για το Μωρηά ευθεία θα τραβούσε
Να ενωθεί με τον Κολοκοτρώνη,
Κι οι δυο μαζί να πάρουν το Μπραΐμη.
..Και τώρα αντίς τη σιγουριά της νίκης,
Να τα ρισκάρει του γυρεύαν όλα.
Κι αν κάποια συφορά θα τους ερχόταν,
Κι αν χάνονταν εκείνο το ασκέρι,
Που τούτηνε την κρίσιμη την ώρα
Η μόνη ελπίδα ήτανε του έθνους,
Δε θα ’ριχναν σ’ αυτόν το φταίξιμο όλο;
Κι ο αρχηγός που σ’ όλη τη ζωή του
Το θάνατο ποτέ του δεν σκεφτόταν,
Ελεγε τώρα στους πιό κοντινούς του:
"Αν είναι να ντροπιάσω τ’ όνομά μου,
Καλλίτερα ωρέ το ’χω να πεθάνω".
Και παίρνει την απόφαση να φύγει.
Θ’ αφήσει τον Πειραιά. Οχι. Δεν πρέπει
Να κάτσει και βοηθός έτσι άθελά του
Στη συφορά που έρχεται να γίνει.
Οπως πριν έξη μήνες το Χαβίνο
Αφήνοντας, στη Ρούμελη εβγήκε,
Ετσι τον Τσουρτς θα παρατήσει τώρα,
Και θα τραβήξει κατά κει και πάλι,
Και θα χτυπήσει του Ρεσίτ τις πλάτες.
Γράφει στον Τσουρτς και του τα λέει ετούτα.
Ας έρθει αυτός να κυβερνά τ’ ασκέρι,
Σαν αρχιστράτηγος που έχει γίνει.
Αλλά στον Τσουρτς το πράγμα δεν συμφέρει.
Αυτός τον θέλει εκεί για να σηκώσει
Το βάρος της αποτυχίας που ’ρχόταν.
Λοιπόν του απαντάει μ’ ένα γράμμα
Γεμάτο γαλιφιές και ψευτοευγένειες:
«Από το Αρχιστρατηγείον
εν Μεγάροις 10 Απριλίου 1827
Φίλε μου στρατηγέ
Τώρα έλαβον το γράμμα σας-κατά πρώτον σας συγχαί-ρομαι δια την ένδοξόν Σας εις την χθεσινήν μάχην διαγωγήν. Λέγετε ότι θέλει τραβηχθήτε από το στρατόπεδον; ο θεός να φύλαξει! Βεβαίως ως είμαι φίλος σας
και της δόζας και του Συμφέρου σας δεν ημπορείτε να προσμένητε το να σας δώσω την άδειαν να αφίσητε το στρατόπεδον-να αφίσητε και εμέ. Ποτέ, ακριβέ μου στρατηγέ . Θέλει όμως κάμνω τα δυνατά να σας κάμνω ευτυχήν και να αυξάνω την δόξαν σας.
R. CHURCE»
Φωνάζει κάμποσους Καπεταναίους
και τους μιλάει ο Καραϊσκάκης.
Και τους ανοίγει την πικρή καρδιά του,
Και τους καλεί να τον ακολουθήσουν.
Μαζί τους βρίσκεται κι ο Μακρυγιάννης.
"Σηκω να φύγουμε" του λέει "Γιάννη,
Γιατί αυτοί να μας χαλάσουν θένε".
Ο Μακρυγιάννης τον παρακαλάει
Να μην το ματαπεί αυτό το πράγμα
Ωσπου να λευτερώσουν την Αθήνα.
Του ξαναλέει ο Καραϊσκάκης:
"Σήκω να φύγουμε. Εστω οι δυό μας.
Εδώ δεν έχουμε καμμιά ελπίδα
Και θα βοηθήσουμε από κει πέρα".
"Δε σε γελάγω. Δε μπορώ να φύγω"
Του λέει ο Μακρυγιάννης."Οτι είμαι
Η κεφαλή εγώ των Αθηναίων.
Κι οι Τούρκοι ακόμα είναι στην Αθήνα.
Δε θα ’μαι τότε για τον κόσμο τούτον.
Θα μείνω και το χρέος μου θα κάνω.
Ούτε να φύγουμε ώρα δεν είναι,
ούτε καιρός ν’ ανάψουμε εφύλιο
Γιατί ετότε, ή χαθεί η Αθήνα,
Είτε λευτερωθεί, θα ’μαστε οι δυό μας
Κατηγορούμενοι. Δε φεύγω Γιώργη".
Δίκιο ποιός είχε; Ο Καραϊσκάκης
Εβλεπε μακριά. Ο Μακρυγιάννης
Μίλαγε με την τίμια καρδιά του.
Ο πρώτος, όπως σ’ άλλες περιστάσεις,
Έγύρευε ξανά να κάνει κάτι
Που δε θα τόλμαγαν ποτέ οι άλλοι:
Στη Μοίρα μια φορά ήθελε ακόμα
Ν’ αντιταχτεί και να την υποτάξει,
Ο άλλος λογάριαζε το πώς θα σώσει
Την πόλη του που τόσο αγαπούσε.
Δεν είχε δύναμη για να στεκόταν
Ορθός στις κατηγόριες των ανθρώπων.
Γι αυτό και τα επιχειρήματά του
Πολύ σωστά και λογικά εμοιάζαν.
Του Καραισκάκη η μεγαλοφυία
Τόλμαγε να υψωθεί πάνω απ’ ό,τι
Συμβατικά σωστό ελογιζόταν.
Θα τον κατάκριναν βέβαια όλοι.
Στο τέλος όμως θα τον δικαιώναν
Γιατί θ’ αποκαλύπτονταν εν τέλει
Πως δεν υπήρχε άλλη σωτηρία.
Αλλα τον δύσκολο ετούτο δρόμο
Αδύναμοι ήτανε και δεν μπορέσαν
Να τον ακολουθήσουνε οι άλλοι.
Κι υποχρεώθηκε έτσι να μη φύγει,
Με την ελπίδα πως θα κατορθώσει
Ν’ αλλάξει μ’ άλλονε τρόπο τη Μοίρα.
ΚΑΛΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΨΗΝΟΥΝ ΚΟΚΟΡΕΤΣΙΑ!
Γιόμα, στις έντεκα του Απριλίου
Ο Κόχραν γύρισε απ’ την εκστρατεία
Την τρομερή που έκανε τη νύχτα
Ανάβοντας φωτιές στις παραλίες,
Και ζήταγε απ’ τον αρχηγό το λόγο
Γιατί δεν έκανε όπως του είπε.
Παράστησε τον κακοφανισμένο
Και παίζει το μεγάλο το ατού του:
"Φεύγω αύριο", μηνάει,"αν το σχεδιό μου
Δε μπει σε πράξη: Δυο χιλιάδες άντρες
Μπαρκάρουν στα καράβια μου αμέσως
Και θα τους ξεμπαρκάρω στους Τρεις Πύργους.
Αυτοί χωρίς ν’ αργούν θα προχωρήσουν
Και πέφτοντας μ’ αιφνιδιασμό στους τούρκους
Παίρνουνε μ' ευκολία την Αθήνα".
Όμως σαν άκουσε ο Καραϊσκάκης
Τα σχέδια που αταίριαστα τελείως
Ητανε με τον τρόπο που ως τότε
πολέμαγαν οι έλληνες, φώναζει
Να ’ρθεί ο Χριστόδουλος ο Χατζηπέτρος.
"Τράβα " του λέει "Χριστόδουλε και πες του
Να μας αφήσει και να κάνουμε όπως
Κρίνουμε μείς καλλίτερα πως είναι".
Πάει ο Χριστόδουλος και του το λέει.
'Άφού δε θέλουνε να κινηθούνε,
Να τους ειπώ δεν ημπορώ στρατιώτες.
Για κλέφτικες δουλειές καλοί είναι μόνο,
Και για να ψήνουνε τα κοκορέτσια".
Νόμιζε ο λόρδος πως ο Καραϊσκάκης
θα κόφτονταν να κάνει ό,τι του ’πε
Για να τον πει εκείνος παλληκάρι.
"Χριστόδουλε" του κάνει,"τράβα πάλι
Και πες του σκέφτηκα. Και δίκιο έχει
Θα κινηθεί το στράτευμα αμέσως
Σύμφωνα με το σχέδιο το δικό του.
Ομως οι Ελληνες δεν ακλουθάνε
Αν δεν ιδούν τον αρχηγό μπροστά τους
Να δίνει πρώτος το παράδειγμα του.
Γι αυτό λοιπόν, σαν που καλά γνωρίζει
Και της ξηράς τον πόλεμο, ας έρθει
Κι αφού στ’ ασκέρι μας θα μπει μπροστάρης,
Ολοι κοντά του τρέχουμε ό,που θέλει".
Πάει ο Χατζηπέτρος του τα λέει,
Κι εκείνος τ’ αποκρίνεται αμέσως:
338
"Δεν ήρθα να πεθάνω στην Ελλάδα.
Θα πάω να πεθάνω στην Αγγλία."
Αν το ρεζίλεμα κανείς δε νιώθει
Κι άμα δεν ντρέπεται σαν άντρας που ’ναι,
Τί πια μπορεί να πει κανείς μαζί του;
Μια μέρα που ’κανε ο Καραϊσκάκης
Μια βόλτα στο στρατόπεδο,ζητώντας
Να βλέπει τους στρατιώτες να δουλεύουν,
Ενα στρατιώτη βλέπει Ευρωπαίο,
Να κάνει χαρακώματα. Εκείνος
Ηξερε μόνο τα κλειστά ταμπούρια.
Που κι αν κανείς ήθελε να το σκάσει
Δεν το μπορούσε, γιατί αν πηδούσε
Από του ταμπουριού τον πίσω τοίχο,
Θα εγινόταν στόχος για τους τούρκους.
"Ωρέ στρατιώτη τ’ είν’ αυτό που φτιάχνεις;"
"Χαράκωμα"."Και πώς το φτιάχνεις έτσι!"
"Αυτό είναι το πρανές" κάνει ο στρατιώτης
"Προπέτασμα ειν’ αυτό… αυτή η βάσις…
Έτσι μας το μαθαίνουν τα βιβλία".
"Καλά ωρέ, και πού είναι οι κόλοι;"
Τόνε ρωτά ο αρχηγός χτυπώντας
Μα το ’να χέρι του τον πισινό του.
Τα ’χασε ο Ευρωπαίος. "Ρε παιδί μου"
Του ξαναλέει, "Πού είναι οι κόλοι
Που θα καθήοουνε μες στο ταμπούρι;
Ειδέ από σχέδια, όσα θέλεις κάνω ".
Και στις πιο δύσκολες εκείνες ώρες,
Με τόσους στο κεφάλι του διαβόλους,
Δεν ’ξέχνα ο αρχηγός τα χωρατά του.
Μια μέρα που ήταν άρρωστος φωνάζει
Ένα γιατρό καινούργιο που είχε φτάσει.
Για να τον δοκιμάσει. Χώνει κάτου
Απ’ τις κουβέρτες του ένα παλληκάρι.
Πιάνει ο γιατρός το χέρι του λεβέντη
Και νόμιζε του αρχηγού πως πιάνει.
Κράτησε το σφυγμό για λίγη ώρα
Και σοβαρά κουνάει το κεφάλι:
"Σου ’πεσαν οι δυνάμεις στρατηγέ μου".
Ο αρχηγός τινάζει τις κουβέρτες
Και βλέπει ο γιατρός ότι εκράτει
Οχι τον αρχηγό μα ένα στρατιώτη.
Γελάει ο αρχηγός. "Ωρέ" του κάνει
"Ο πουτζος μου ’πεσε, όχι οι δυνάμεις."
Του Καραϊσκάκη τ’ άρεσε να φτιάχνει
Και να κολλάει στους άλλους παρατσούκλια.
Ετσι ο Φαβιέρος έγινε Χαβίνος,
Εγινε ο πρίντζιπας τεσσαρομάτης,
Ο Αθανασίου ήταν Μετερνίχος.
Τους Βαλτινούς όπου κρεμάν στα στήθια,
Στ’ άρματα, στο σελάχι και στα πόδια
Πλούσια στολίδια αργυροστολισμένα
Τους είχε βγάλει ζαρκαδοπαφίλα,
Γιατί εμοιάζανε με τα ζαρκάδια
Που οι παλιοί Αρματολοί μερώναν
Με μπόλικα τα στόλιζαν παφίλια
Και πάντοτε τα σέρνανε μαζί τους.
Οι επιδειχτικοί καπεταναίοι
Που φόραγαν σερβέτα στο κεφάλι,
Σπληνάντερα ήταν για τον αρχηγό μας.
Και τους αγωνιστές τους πλερωμένους
Απ’ τον τεσσαρομάτη ή τους ξένους,
Τους είχε ονομάσει ταλαρίσιους.
Σαποκοιλιές και παληοαγελάόες
Ηταν οι απρόκοφτοι κι όσοι δειλιάζαν.
Γέλια που έκανα με όλα τούτα..
Δεν ήταν μόνο που ήταν ταιριασμένα,
Μα ήταν που τα ’λεγε ο αρχηγός μας
Οχι για ειρωνεία ή έστω αστεία,
Μα σαν αυτό να ήταν τ’ όνομά τους.
Και όταν ήμασταν μονάχοι οι δυο μας,
Τότε κι εκείνος γέλαγε μαζί μου.
Ο αρχηγός δεν ήξερε μανάχα
Κιοτήδες κι άπραγους να ταπεινώνει.
Τιμούσε τα γενναία παλληκάρια
Και ήταν έτοιμος αν κάνει λάθος
Εκείνος να ταπεινωθεί μπροστά τους.
Μια μέρα που ’χαν έρθει να τον δούνε
Ο Καραβίδας κι ο Λεπενιωτάκης,
Και του παραπονέθηκαν για κάτι,
Θυμώνει ο αρχηγός μ’ όσα του είπαν
Κι αγρίεψε. Αυτοί όμως είχαν δίκιο,
Κι αγρίεψαν κι αυτοί. Και λόγο λόγο,
Κιντύνεψε να φτάσουν στα μαχαίρια.
Τότε μαλάκωσε ο Καραϊσκάκης
Και παραδέχτηκε το άδικό του.
Και μάλιστα τους ζήτησε συχώρια
Γι αυτά που είπε πάνου στο θυμό του.
Οταν οι δυο οι Καπεταναίοι φύγαν
Απ’ τή σκηνή μας ευχαριστημένοι
Στον αρχηγό λέει ο Χατζηπέτρος
Που ήταν μπροστά σ’ αυτή τη φασαρία:
"Εγώ αρχηγέ στη θέση σου αν ήμουν
Δε θα υπόφερνα τα λόγια που είπαν.
Με τις κλωτσές θα τους πετούσα έξω".
Γέλασε ο αρχηγός και του αποκρίθη:
"Βλαχμπεη! Βλάχμπεη! Αρχηγός αν είσαι
Πρέπει μαζί σου να ’χεις παλληκάρια
Καλλίτερα απο σένα. Και συντρόφους,
Που να ’ναι αν γίνεται αξιότεροί σου.
Όταν αρχίζει ο πόλεμος φωνάζω
Πού ’σαι Λεπενιωτάκη! Καραβίδα!.
Κι αυτοί τραβάνε τότε τα σπαθιά τους
Και πρώτοι ρίχνονται πάνω στον Τούρκο.
Κι ύστερα Βλάχμπεη εγώ πηγαίνω".
Κι ο Χατζηπέτρος παραδέχτη αλήθεια
Πώς και σ’ αυτό είχε δίκιο ο αρχηγός του.
..Μα θε μου, και σε τί δεν είχε δίκιο.
Να! Και το Βλαχμπεη τον έλεγε έτσι
Για το ύψος του και για την αρχοντιά του.
ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ
Από το Κάστρο δώδεκα τ’ Απρίλη,
Βγήκαν στο Κερατσίνι ο Ζαχαρίτσας,
Ο Καρατζάς κι ο Υδραίος Ντεληγιώργης.
Όλοι τους απ’ τό κόμμα του Χαβίνου,
Που ’φερνε την Ακρόπολη άνω κάτω
Να πάρει τέλος η πολιορκία
Όσο πιο γρηγορότερα γινόταν.
Παρουσιάζονται στον Καρα'ΐσκάκη,
Στον Κόχραν και στον Τσουρτς και λένε
Πως τάχα έχει λείψει από τό Κάστρο
Κάθε τροφή και πως αν οι απέξω
Δρόμο δεν άνοιγαν σε λίγες μέρες,
Τότε οι κλεισμένοι θα παραδοθούνε.
Τούτα που είπαν βόηθαγαν τον Κόχραν.
Κι αν εξοργίστηκε ο αρχηγός μας,
Είναι γιατί ήξερε πως όσα λέγαν
Ήτανε παραμύθια του Χαβίνου.
Και είχε μάθει για το Ντεληγιώργη
Με σιγουριά, πως ήταν από κείνους
Που τους αγωνιστές αποκαρδιώναν
Με λόγια απελπισίας που τους λέγαν.
Γι αυτό κι όταν εκείνος εμιλούσε
Λέγοντας όσα τόνε δασκαλέψαν,
Τον αντισκόφτει ο Καραϊσκάκης:
"Τί θέλουνε να κάνουμε πιο πάνου
Απ’ όσα κάναμε μέχρι τα τώρα;
Αφού από τη μέρα που ’χουμε έρθει
Ντουφέκι δεν ανοίξανε στον Τούρκο
Μον’ με τα χέρια κάθονται δεμένα;
Αν είναι όπως λες τόσο σφιγμένοι
Ας κάνουνε γιουρούσι και ας φύγουν
Ως φύγανε κι εκείνοι οι πουτζαράδες
Από το Μισολόγγι όταν είδαν
Πως από πουθενά δεν τους βοηθούσαν.
Αλλιώς ας κάτσουν μέσα να πεθάνουν
Κι ας φαγωθούνε αναμεταξύ τους
Ωσπου να βρούμε κάποια ευκαιρία
Να τους βοηθήσουμε όπως μπορούμε.
Εσύ καλά ’κανες και το ’χεις σκάσει,
Θα τη γλιτώσεις. Αντε, τράβα τώρα".
Ο Κόχραν άρπαξε την ευκαιρία
Για ν’ αναγκάσει τον Καραϊσκάκη
Ν’ ακολουθήσει το δικό του σχέδιο.
Και του μηνάει πως θέλει ν’ ανταμώσουν
Οι δύο τους, την ίδια εκείνη μέρα,
Δίχως να είναι κι άλλος στην κουβέντα.
Στον Πειραιά οι δυο συναντήθηκαν,
Αριστερά μπαίνοντας στο λιμάνι,
Εκεί που βρίσκεται καθώς μου είπαν
Του στρατηγού Θεμιστοκλή ο τάφος.
Πώς έρχονται τα πράγματα θεέ μου!
Ποιά Μοίρα κυβερνάει την Ελλάδα!
Τι τους στραβώνει κάποιους και δε βλέπουν
Ποιό είναι το σωστό; Ετσι και τότε
Τσακώθηκε στον ίδιο αυτό τον τόπο
Με το Θεμιστοκλή ο Ευρυβιάδης.
Τώρα ο Καραϊσκάκης και ο Κόχραν
Τσακώθηκαν πασκίζοντας καθένας
Στον άλλο να επιβάλει το σχέδιό του.
Τα ίδια όπως τότενες και τώρα.
Αλλά τουλάχιστον ο Ευρυβιάδης
Ηταν κι εκείνος έλληνας. Μα ο Κόχραν;
Τι θέλει στην Ελλάδα ένας Ιγγλέζος,
Που πολεμάει όχι για τη Φλογα
Της Λευτεριάς που καίει την ψυχή του,
Αλλά γιατί ο νους τον οδηγάει
Για να γεμίσει τ’ αδειο του κεμέρι;
Τι πόνο έχει αυτός για την Ελλάδα;
Κι όμως η τύχη της Ελλάδας τώρα,
Κρεμότανε κι από κεινού τη γνώμη.
Και κρέμονταν η τύχη της Ελλάδας
Από των δυό αυτών αντρών τα λόγια.
Σαν ένας χείμαρρος η απόφασή τους
Η θα παράσερνε στη συφορα του
Τον τόπο, αν γινότανε του Κόχραν,
Η θα οδηγούσε στο χαμό τους τούρκους.
Θα το μπορούσε ο Καραϊσκάκης
Ν’ αλλάξει τα στραβά μυαλά του Φράγκου-
Να τον ακολουθήσει τώρα ο Κόχραν,
Η θα καταστρεφότανε το έθνος;
Το δεύτερο έγινε. Πάει η Ελλάδα.
Ποιος ξέρει πάλι πότε θα μπορέσει
Να βρει τις ίδιες πάλι ευκαιρίες
Για ν’αποκτησει την ελευτεριά της…
Η βάρκα που κουβάλησε τον Κόχραν
Τον έβγαλε κι ύστερα αποτραβήχτη
Ως εκατό μες στο λιμάνι μέτρα.
Μαζί του είχε ο Κόχραν και τον Μάσον
Που θα τους έκανε το διερμηνέα.
Ο αρχηγός εμένα είχε μαζί του.
Σαν ανταμώσανε, χαιρετιστήκαν,
Εκάτσανε απάνου σ’ ένα βράχο
κι άρχισαν να μιλάν. Εγώ στεκόμουν
Λίγο πιο πέρα, όρθια, κι είχα βάλει
Και το καριοφυλλάκι μου στον ώμο.
"Είδες" μιλάει στον αρχηγό ο Κόχραν
"Πως η πολιορκία σα δε σπάσει
Το κάστρο χάνεται το δίχως άλλο.
Λοιπόν δεν απομένει άλλο πάρα
Να βάλουμε σε πράξη το σχέδιό μου:
Να κάνουμε ντισμπαρκο στους Τρεις Πύργους
Και να χτυπήσουμε από κει τους τούρκους".
Ο Καραϊσκάκης τόνε βεβαιώνει
Πως όσα είπανε οι τρεις που βγήκαν
Ψέμματα είναι και πως οι κλεισμένοι
Μπορούν ν’ αντέξουνε καιρό ακόμα.
Ο Κόχραν ούτε που ν’ ακούσει θέλει.
Δε θα παραδεχτεί ποτέ του λέει
Ν’ αφήσει να τόνε κατηγορήσουν
Πως πήγε η Ακρόπολη χαμένη.
Ο αρχηγός του φανερώνει τότε
Πόσο αδύναμο είναι το σχέδιο του.
"Απ’ τούς τρεις Πύργους μέχρι την Αθήνα"
Του εξηγάει,"γερό δεν έχει μέρος
Για να ταμπουρωθούνε οι δικοί μας.
Θα τους ριχτούνε οι ντελήδες τούρκοι
Και θα χαθούνε ". Και υποστηρίζει
Για μια φορά το σχέδιό του ακόμα:
Να κλείσει ο στρατός τις Θερμοπύλες,
Και το στενό της Εύβοιας ο στόλος.
"Αυτά θέλουνε χρόνο για να γίνουν"
Φωνάζει ο Κόχραν."Κι ως να γίνουν, πάει,
Εχάθηκε η Αθήνα.» Αλλο σχέδιο τότε
Μπροστά του απλώνει τώρα ο αρχηγός μας:
"Δώσε μου τα καράβια σου εμένα
Να βάλω μέσα όλους όσους έχω,
Να βγω στον Ωρωπό και να τον πιάσω.
Ετσι ο Κιουταχής χωρίς ζαϊρέδες,
Θ’ αφήσει την Αθήνα και θα φύγει".
Κι ο Κόχραν τούτα δω του απαντάει,
Τα καραγκιόζικα και τα γελοία:
«Τα πλοία που έχω ’γω στις διαταγές μου,
Πάντα έτοιμα να κουβαλήσουν είναι
Στρατό, κοντύτερα όσο μπορούνε,
Κι όχι μακρύτερα από τον εχθρό μου!..»
Και αρχινάει πάλι τις φοβέρες:
Αφού ο Καραϊσκάκης δεν ακούει,
Τότε σ’ αυτόν ένα μονάχα μένει-
Το στόλο του να πάρει και να φύγει.
Με δύναμες πολλές έχεις προικίσει
Και διάφορες, ω! Φύση, τους ανθρώπους.
Μια είναι τούτη: να μπορεί κανένας
Να ξεστομίζει μια βλακεία μεγάλη
Θαρρώντας ότι εξυπνάδα είναι.
Την ίδια ώρα και τα χέρια δένεις
Αυτών που τους ακούν και δεν μπορούνε,
Αν και κατέχουν τη σωστή τη γνώμη,
Να κάνουν τίποτα για να προλάβουν
Όποιο κακό η βλακεία τους εκείνη
Θέλει στα γύρω πράγματα να φέρει.
Κι έρχεται η αιθέρια Σου η Σκέψη
Ω! Φύση, η Μοίρα, και ισχύ χαρίζει
Σ’ εκείνους τους κουτούς και τους ολέθριους.
Ετσι η βαθιά εργάζεται η βουλή Σου.
Και χάνονται έτσι πλούτη κι υπολήψεις,
και χάνονται ιδρώτας, αίμα, κόποι…
Ας έκανες εξαίρεση μια όμως
Ω! Φύση, όταν από τη βλακεία
Ν’ αφανιστούνε πρόκειται Πατρίδες.
Στα δέκα μέτρα ήταν μακριά μου.
Τον έβλεπα κι άκουγα τις φωνές του.
Όσον δεν μπόρειε ο Καραϊσκάκης
Θυμό και αγανάκτηση να δείξει,
Όλος σε μένα εμαζεύτη κι ήρθε,
Και μ’ έπνιγε ως πάν’ απ’ το λαιμό μου.
Και μες σ’ εκείνη τη μεγάλη ζάλη,
Και από κείνο τον μεγάλο πόνο,
Ξεχείλισε του νου μου το αυλάκι,
Και τα νερά του βρήκαν μια ιδέα
Που από καιρό στο χώμα είχε ριζώσει,
Και τηνε πότισαν. Κι αυτή αμέσως,
Σαν το νερό αυτό να καρτερούσε,
Ευθύς εθέριεψε και σκέπασε όλα.
Κι ήταν αυτή: τον Κόχραν να σκοτώσω.
Τα μάτια μου σκοτίσανε. Στ’ αυτιά μου
Μία βουή έσβησε κάθε ήχο.
Κι ένοιωσα μέσα στην ανεμοζάλη
Που ’δερνε το μυαλό και την ψυχή μου,
Το χέρι άθελά μου να κουνιέται
Σαν να ’θελε να ξεκρεμάσει τ’ όπλο.
Θα γλίτωνα και τον Καραϊσκάκη,
Θα γλίτωνε μαζί και η Ελλάδα.
Κι αν οι πολλοί δε θα καταλαβαίναν,
Ομως θα μ’ ένοιωθε καλά Εκείνος,
και η Πατρίδα, που τη Λευτεριά της
Θα ’βρισκε, κι όχι το χαμό όπως τώρα.
Τ’ ήτανε που μου κράτησε το χέρι
Δεν ξέρω. Αλλά τη στιγμή την άλλη
Βγαίνοντας από κείνη μου τη δίνη,
Εβλεπα πάλι μπρος μου να μιλάνε
Ο αρχηγός με τον αισχρό τον Κόχραν.
Για μια μόνο στιγμή μες στο μυαλό του,
Τα μέτρησε όλα ο Καραϊσκάκης.
Κι είδε την άδικη του Κόχραν φήμη
Με ανοιχτά τα ολόμαυρα φτερά της
Το φως να κρύβει και να μην μπορούνε
Ούτε οι πολιτικοί, ουτ’ ο Λαός μας
Να δούνε τίποτα πέρα απ’ αυτήνε.
Κι όπως η φήμη, όσο στραβή και να ’ναι,
Κι όσο ενάντια της και να παλέψεις,
Όχι μονάχα τίποτα δεν κάνεις,
Μα καταστρέφεσαι απ’ τη δύναμή της,
Ο αρχηγός αυτό που ’χε να κάνει
Ηταν τα πράγματα να οικονομήσει.
Επρεπε να ’βρει μία τέτοια λύση
Όπου κι ο Κόχραν να τήνε δεχόνταν,
Αλλά κι ελπίδες να ’χει επιτυχίας.
"Και πώς μπορούμε τάχα το σχεδιό σου
Πράξη να κάνουμε, και με γιουρούσι
Να βρει τη λευτεριά της η Αθήνα,
Όσο στον Πειραιά θα ’ναι οι Τούρκοι
και θα κρατάνε χωρισμένα έτσι
Τα ορδιά μας-Κερατσίνι και Καστέλλα;
Πριν, πρέπει να τους διώξουμε από κείθε."
"Τι θες γι αυτό να κάνω να βοηθήσω;"
Ρωτάει ο Κόχραν."Να ’μπεις στο λιμάνι
Με τα καράβια σου και να χτυπήσεις
Του Αη Σπυρίδωνα το Μοναστήρι,
Που ναι το πιο γερό των τούρκων πόστο."
Ο Κόχραν ζήτησε να δει τη θέση.
Σ’ ένα λοφάκι ανεβήκαμε όλοι,
Αλλά καλά από κεί δεν εφαινόταν.
Τότες ο ναύαρχος μπαίνει στη βάρκα
Με το σκοπό να βγει στη Δραπετσώνα
Που ήτανε το ταμπούρι του Χορμόβα.
Και μπόρεσε από κει να δει το πόστο.
Μηνάει τότε στον Καραϊσκάκη
Πως θα ’μπαινε την άλλη μέρα κιόλας
Μες στο λιμάνι του Πειραιά, κι εκείνος,
Ας κάνει απ’ την ξηρά ό,τι νομίζει.
Η ΝΙΚΗ
Κινάει ο Κόχραν δεκατρείς τ’ Απρίλη,
Και μπαίνει με τα πλοία στο λιμάνι.
Ο Καραϊσκάκης πήρε απ’ τα ταμπούρια
Όσο ασκέρι πέρσευε και πήγε
Και όλο το ’ταξε στο Κερατσίνι.
Είπε να ’ν’ έτοιμοι και στην Καστέλλα
Κι όταν η ώρα θα ρθει’ να χτυπήσουν.
Τον Πετμεζά διορίζει μαζί μ’ άλλους
Να μπουν με τους νταϊφάδες τους σε βάρκες
Και στην Πειραϊκή να πα’ να βγούνε.
Ο ίδιος ο αρχηγός με τον Γενναίο
Και χίλια πεντακόσα παλληκάρια,
Φάτσα στο Παλαιόκαστρο εστάθη,
Όπου γερά το κράταγαν οι τούρκοι.
Αυτοί που στην Πειραϊκή εβγήκαν,
Ευθύς αρχίσανε να προχωράνε
Προς τ’ Αη Σπυρίδωνα το Μοναστήρι.
Τρία ταμπούρια είχαν εκεί οι τούρκοι.
Πήδησαν έξω να τους αντιβγούνε
Το λιανοντούφεκο γοργά δουλεύει,
Τους ξεμπροστιάζουν όμως οι δικοί μας
Και πιάνοντας λιθάρι το λιθάρι,
Τους αναγκάζουν να πισωγυρίσουν.
Ανοίγουνε φωτιά και τα καράβια
Χτυπώντας τα ταμπούρια των τουρκώνε
Κατά τη θάλασσα μεριά που βλέπαν.
Σύγκαιρα κι από μέσα απ’ την Καστέλλα
Φωνές αούγονται του Μακρυγιάννη
Που τους δικούς του γκάρδιωνε λεβέντες.
Γυμνώνουν κι οι Υδραίοι τα ναυτικά τους
Πλατιά σπαθιά, και κάνουνε γιουρούσι.
Αρπάζει ο μπαϊραχτάρης των Υδραίων-
Εκείνος άνθρωπος δεν ήταν, μόνο
Αητός στα πόδια, στην καρδιά λιοντάρι,
Και την παντιέρα του μες σ’ ένα στήνει
Απ’ τά κλειστά τα τούρκικα ταμπούρια.
Σαστίζουνε οι τούρκοι όταν βλέπουν
Από παντού τριγύρω να χτυπιούνται.
Ορμάν οι Ελληνες πάνου τους τότε,
Τους παίρνουν σβάρνα και τους ξεμπροστιάζουν
Σα να ’τανε κοπάδι από γίδια.
Οι τούρκοι, τρέχουνε για να σωθούνε.
Αλλοι απ’ αυτούς πάνε στο Μοναστήρι
Κι άλλοι στ’ αριστερό τους το ταμπούρι.
Τους βγάζουν κι από κείνο οι δικοί μας
Με γιούχα και φωνές. Λακάνε ’κείνοι
Και τρέχουν και σκορπίζουν εναγύρα.
Ο Καραϊσκάκης τότε κι ο Γενναίος,
Την ευκαιρία αδράχνουν και χυμάνε
Να πάρουν το Παλιόκαστρο. Οι τούρκοι
Το παρατάν χωρίς ένα ντουφέκι.
Τους κηνυγάει ο Καραϊσκάκης
Καβάλα στ’ άλογό του, κι ως μαζί του
Δεν είχε το σπαθί του, τους χτυπάει
Με το κοντάκι του όπλου στο κεφάλι.
Οι τούρκοι προσπαθούν, για να σωθούνε,
Να μπουν στην εκκλησά του Αη Διονύση
Οπου βρισκότανε κι ο αρχηγός τους.
Μα πριν να φτάσουνε αυτός το σκάζει
Με όσους βρίσκονταν ολόγυρά του.
Ξεσπάει πανικός κι οι τουρκαλάδες
Απαρατάν το πιο γερό τους πόστο,
Που το ταμπούρι αντίκρυζε του Βάσσου.
Ετσι τα δυό ως τα τώρα χωρισμένα
Στρατόπεδά μας, είχαν γίνει ένα.
Κι έβλεπες όλοι να πανηγυρίζουν.
Οι μόνοι που δεν πρόλαβαν να φύγουν
Τ’ Αγιο-Σπυρίδωνα ήταν οι τούρκοι,
Που τώρα βρέθηκαν μπλοκαρισμένοι
Από παντού τριγύρω απ’ τους δικούς μας.
Τρέχουνε όλοι στον Καραϊσκάκη
Για να του δώσουνε τα συχαρίκια.
Να σου και φτάνει και ο Μακρυγιάννης.
Αμα τον είδε ο Καραϊσκάκης,
Ξεπέζεψε, τον φίλησε, μοιράζει
Στα παλληκάρια του από δυό ντούμπιες,
Και ν’ ανεβεί του είπε στ’ άλογό του,
Απόδειξη εχτίμησης μεγάλης.
Αχ! Τη χαρά εκείνης της ημέρας
Με λόγια δεν μπορώ να περιγράψω.
Και με τα μάτια μου τα ’δα όσα γίναν-
Γιατί ας με μάλωνε ο αρχηγός μας
Σα μ’ έβλεπε να πέφτω μες στις μάχες,
Μα έβρισκα κάθε φορά ένα τρόπο
Κι εγώ μες στην αντάρα να τρυπώνω.
Κι αυτό έκανα και σημέρα. Μα τώρα
Δεν ένιωθα πως έμπαινα σε μάχη.
Κάτι μου φώναζε κείνη τη μέρα
Πως κίντυνο κανένανε δεν τρέχω,
Πως όλα θάτανε καλά κι ωραία
Σα σε γιορτή και σα σε πανηγύρι.
Σε μια στιγμή το βλέμμα του αρχηγού μας
Με πήρε ενώ εκάλπαζε με τ’ άτι.
Μα ούτε τότε τίποτα δε μου ’πε,
Ούτε γι αυτό μου μίλησε κατόπι.
Μην ένιωθε ότι πολύ ακόμα
Μαζί δε θα ’μαστε και προσπαθούσε
Ούτε και γνοιαστικά να με μαλώνει;
Σε λίγη ώρα φτάνουν κι οι Σουλιώτες
Που αργοί στα Μέγαρα ως τότε μέναν.
Ντραπήκανε να μείνουν ως το τέλος
Στου αρχηγού αμέτοχοι τη δόξα.
Τους έσπρωξε και ο τεσσαρομάτης
Που πληρωμένα ήταν όργανά του
Σαν είδε ότι και χωρίς εκείνους
Πάλι ο αρχηγός μεγαλουργούσε.
Ήταν ως πεντακόσοι νοματαίοι.
Ο Καραϊσκάκης τους καλωσορίζει
Και τους καπεταναίους τους επήρε
Και μέσα στο τσαντήρι μας τους φέρνει,
Μαζί με τους Καπεταναίους τους άλλους.
Και μ’ έβαλε καφφέ να τους κεράσω.
Και μέσα κει άλλο τίποτα δεν άκουες,
Παρά φωνές χαρούμενες και γέλια
Και διηγήσεις για το τι καθένας
Κατόρθωσε στη μάχη που εγίνη.
Όλοι ήταν σίγουροι με τέτοιο ασκέρι
πως γρήγορα η Αθήνα θα παιρνόταν-
Πως τα ψωμιά του Κιουταχή τελειώσαν.
Ο Κώστας Μπότσαρης, ο πιο σπουδαίος
Απ’ τούς Σουλιώτες, λέει στον αρχηγό μας:
"Καραϊσκάκη, ό,τι ανάμεσό μας
Κι αν έτρεξε, ας ξεχαστεί απόψε.
Ελευτεριά η Πατρίδα μας ζητάει.
Κι αν δόθηκε σε σε η αρχηγία,
Αλλά και ο θεός κι οι δούλεψές σου,
Δείξαν πως άξιος ήσουνα γι αυτήνε.
Απ’ τούς Σουλιωτες ό,τι κι αν προστάξεις,
Θα γίνει πρόθυμα από δω και πέρα".
"Καπεταναίοι, αδέρφια, μοναχός μου,
Τίποτα εγώ δεν έκαμα. Ό,τι εγίνη
Το κάμαμε μαζί. Είμαστε ανθρώποι
Χολή έχουμε μέσα μας και ίσως
Να εβλαφτήκαμε ανάμεσό μας.
Κι ίσως γι αυτό αιτία να ’ταν άλλοι.
Μα τώρα άλλον ποιόν θα ’χω βοηθό μου
Στο καθετί έξω από σάς αδέρφια;
Θα στοχαζόμαστε όλοι αντάμα,
Κι ό,τι καλλίτερο θ’ ακολουθάμε."
Το λόγο δεν απόσωσε, κι ο αγέρας
Χαιρετιστήριες κανονιές γεμίζει.
Ητανε ο Νικηταράς που ’ρχόταν
Με κείνους στο Μωρηά που ’χε συνάξει.
Τόσα χαρούμενα μες σε μια μέρα…
Ο αρχηγός από χαρά να λάμπει,
Κι όλο να δέχεται συγχαρητήρια,
Κι όλο αστεία και χωρατά να κάνει.
Κι εγώ καφφέδες να μην προλαβαίνω.
Και να! Πα’ στης Ακρόπολης το βράχο,
Καπνοί τυλίγουνε τον Παρθενώνα.
Οταν εκαταλάβαν οι κλεισμένοι
Πως οι δικοί μας πήρανε τους τούρκους,
Με μπαταριές και κείνοι χαιρετάνε.
Αχ! Μαγικά θα ’ναι τα καριοφύλλια
Και μια ξεχύνουν θάνατο και πίκρα,
Και μια ζωή σημαίνουν κι αναγάλλια.
Ολοι ξεχάσανε πείνα και γύμνια
Και βάσανα που τράβηξαν ως τότες.
Κι έβλεπες δυό χαρούμενα ποτάμια,
Το ’να από Κερατσίνι προς Καστέλλα,
Τ’ άλλο από Καστέλλα Κερατσίνι.
Και να μην εμποδάει το ’να τ’ άλλο.
Σαν τα μερμήγκια αντίθετα που πάνε,
Και "τώρα" , λες, "τώρα θα μπερδευτούνε",
Αλλ’ ανεμπόδιστα κείνα διαβαίνουν.
Ετσι ετρέχαν και τα παλληκάρια
Απ’ το ’να στ’ άλλο το στρατόπεδό μας
Να συναντήσουνε τους γνώριμούς τους.
Κι όλο φιλιά κι αγκάλες εθωρούσες.
Κι η μουσική του ταχτικού εβάρα,
Και γιορτινά χτυπούσαν τα λογκάρια,
Και στήνανε χορούς τα παλληκάρια,
Και τραγουδάγανε... και απηδούσαν…
Και δόστου βρόνταγαν τα καριοφύλλια...
"Αδέρφια όμως μη χασομεράμε"
Λέει στο τέλος ο Καραϊσκάκης
"Πρέπει γερά να κλείσουμε ολούθε
Τους τούρκους που ’μειναν στο Μοναστήρι".
Ητανε ως τρακόσοι Αρβανίτες,
Το διαλεχτότερο τούρκικο ασκέρι.
Τα τούρκικα τα πόστα εβρισκόνταν
Μέτρα μονάχα μέχρι πεντακόσα
Απ’ τ’ Αη Σπυρίδωνα το μοναστήρι.
Οι Ελληνες εφκιάσανε ταμπούρια,
Ώστε ούτε ο Κιουτάγιας να μπορέσει
Απόξω να βοηθήσει τους κλεισμένους,
Ούτε κι εκείνοι να μπορούν να βγούνε.
Ο αρχηγός πρόσταξε να του στήσουν
Σε νέα τώρα θέση το τσαντήρι-
Ανάμεσα Παλιόκαστρο και Ζέα,
Για να ’ναι στην καρδιά του στρατοπέδου
Και να ’ναι πάντα έτοιμος να τρέξει
Ο,που θα το καλούσε η ανάγκη.
Καραϊσκάκη, Αρχηγέ, αδέρφι,
Πατέρα κι άντρα κι αγαπητικέ μου,
Η τελευταία αυτή μεγάλη ώρα
Ητανε της επίγειας της ζωής σου.
Την ίδια νύχτα ο Καραϊσκάκης,
Με Νοταρά και Κλήμακα μαζί του,
Πήγε καλά να δει αν εκρατιούνταν
Τα μέρη εκείνα που ’γιναν δικά μας.
Κι όπως η νύχτα τις καρδιές ανοίγει
Που η εγνοια και το φέγγος της ημέρας
Κλειστές κρατεί ή αλλού έχει δοσμένες,
Κι ο αρχηγός κουβέντα την κουβέντα
Ανοιξε την καρδιά του και τους είπε
Όλες τις υποψίες του για τα σχέδια
Που ’χαν οι δυό Ιγγλέζοι στο μυαλό τους.
Και μια στιγμή, σαν από την ψυχή του
Να ’βγαζε όλο το κακό που είχε
Προαίσθημα για όσα θα γινόνταν,
Προς της Καστέλλας άπλωσε το λόφο
Τ’ αδύναμό του χέρι και τους είπε:
"Να πέθαινα ήθελα. Και να στεκόταν
Ο ίσκιος μου στο ψήλωμα εκείνο,
Να δω στη θάλασσα όσους θα πέσουν
Οταν εγώ απ’ τή ζωή θα λείψω".
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΣΤΟΥ ΤΣΩΡΤΣ-Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΣΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ
Πάνου στου Καπτα-Γιάννη τη γολέτα
Οπου το αρχηγείο του είχε στήσει,
Εκάλεσε ο Τσουρτς την άλλη μέρα
Πρωί, στις δεκατέσσερες τ’ Απρίλη,
Τον Καραϊσκάκη και τους πιό μεγάλους
Από τους άλλους τους Καπεταναίους,
Να κάνουνε συμβούλιο. Και τους είπε
Πως ύστερα από την επιτυχία
Που είχανε τη χτεσινή τη μέρα,
Τόσο κι ο ίδιος, όσο και ο Κόχραν,
Θέλανε η επίθεση στους τούρκους
Από τους Τρεις να εγινόταν Πύργους.
Υστερα από τη δήλωσή του τούτη,
Το λόγο πήρε ο Καραϊσκάκης…"
"Την ώρα που έφτασα πάνω στη γολέτα, ο Καραϊσκάκης μίλαγε με μεγάλη έξαψη.Τα μάτια του πέταγαν σπίθες κάθε φορά που ανάφερνε τ’ όνομα του εχθρού. Το συμβούλιο ήταν σχετικό με το κίνημα που θα κάναν και για τον τρόπο που θα το εκτελούσαν.Ο Καραϊσκάκης άλλοτε αποτεινόταν στον αρχιστράτηγο κι άλλοτε σε κάποιον από τους συμπατριώτες του. Αφού μίλησε ως είκοσι λεπτά,σώπασε. Στο αναμεταξύ το τσιμπούκι του που κράταγε είχε σβήσει. Το έδωσε σε έναν υπηρέτη να του το ανάψει.Τράβηξε τέσσερις βαθιές απανωτές ρουφηξιές, ξεφυσώντας τον καπνό κάθε φορά με δύναμη,ωσάν να ήθελε να υπογραμμίσει,με τούτες τις ομοβροντίες του αθόρυβου πυροβολικού,τη σημασία των όσων είπε".
(GEORGE COCHRANE, WANDERINGS IN GREECE)
"…Κι είπε τη γνώμη του που ήταν ίδια
Μ’ αυτήν που είχε πάντα μέχρι τώρα
Μιας και δεν έγινε καινούργιο κάτι
Που την κατάσταση να ’χει αλλάξει.
Καθάρια τα ’πε όλα και σταράτα.
Με ηρεμία και με πειθώ μιλώντας
Ανάλυσε τη θέση του για όλα.
Ναι, η χτεσινή εστάθηκε ημέρα
Ευνοϊκή για μας. Αλλά δεν πρέπει
Να πάρουνε αέρα τα μυαλά μας.
Ποτέ κανένας δε μπορεί η τύχη
Να πει πως πάντοτε θα ’ναι δική του.
Καμμιά φορά ένα τίποτα μονάχα
Μπορεί το νικητή να τόνε χάσει.
Κι αν ίσως χαλαστεί τούτο τ’ ασκέρι
Το πιό καλό που ’χε ως τώρα ο τόπος,
Μαζί του χάνεται και η Ελλάδα.
Γι αυτό και πρέπει σ’ ότι αποφασίσουν
Σίγουροι να ’ναι ότι δε θα πάθουν
Όσο εξαρτάται απ’ αυτούς τους ίδιους
Κανένα αδιόρθωτο κακό μεγάλο.
Δε δέχεται-όχι!-με κανένα τρόπο
Να κινηθεί εμπρός, όταν τ’ ασκέρι
Στις πλάτες του θα νιώθει να βαραίνουν
Τα όπλα των τούρκων απ’ τό Μοναστήρι.
Γιατί έτσι κάτι και καλά δεν πάει,
Αυτοί θα τους χτυπήσουν από πίσω
και θ’ ακλουθήσει συφορά μεγάλη.
Επίθεση δε δέχεται να γίνει
-Όχι!-απ’ το μέρος των Τριών των Πύργων.
Αφού δε θέλανε ν’ ακολουθήσουν
Το μόνο σωστό σχέδιο, το δικό του,
Από στεριά και θάλασσα να κλείσουν
Τον Κιουταχή και να τον αναγκάσουν
Να φύγει παρατώντας την Αθήνα,
Τότε μονάχα ένα μέρος μένει
Απ’ όπου να μπορούν να προχωρήσουν
Και να ’ναι ασφαλισμένοι: ο ελαιώνας.
Μέσα σ’ αυτόν δε θα είχανε το φόβο
Από την τούρκικη καβαλαρία.
Κι αυτό το κίνημα όμως για να γίνει
Πρέπει να προμηθέψουνε τ’ ασκέρι
Ο,τ ι χρειάζεται: Φκιάρια, παλούκια,
Τσαπιά, ώστε καθώς θα προχωράνε
Να φτιάχνουν τα σωτήρια τα ταμπούρια.
Φρόνιμα λόγια, όπου φανερώνουν
Ότι δεν ήταν ο Καραϊσκάκης
Μόνο το παλληκάρι που ριχνόταν
Πρώτος μέσα στη μάχη αψηφώντας
Τον κίντυνο, μα ήτανε ακόμα
Κι ο αρχηγός που όλα τα ξετάζει,
Και που τα παλληκάρια του δε θέλει
Να πολεμάν στα βόλια εκτεθειμένα,
Μα με αποτέλεσμα, κι όσο γινόταν
Προφυλαγμένα απ’ άσκοπους κινδύνους.
Και δίχως τσάπες, φκιάρια και παλούκια,
Ακόμα κι αν ο αρχηγός ο ίδιος
Δεχόταν να ξεκίναγε τ’ ασκέρι,
Μα δε θα το δεχόνταν οι στρατιώτες.
Ψημένοι ήταν στον πόλεμο οι λεβέντες
και μονοί τους πολύ καλά γνωρίζαν
Ότι χωρίς ταμπούρια μες στον κάμπο,
Ειν’ απ’ αρχής ο πόλεμος χαμένος.
Μίλησαν κι άλλοι έλληνες κι Ιγγλέζοι,
Και τέλος την απόφαση επήραν
Να μην κουνήσουν αν το Μοναστήρι
Δε θα ’χε ρίξει πρώτα τ’ άρματά του.
Σαν την απόφαση άκουσε ο Κόχραν,
Θηρίο έγινε. Ούτε μια μέρα
Δεν ήθελε αυτός άργητα να ’χει
Το γενικό γιουρούσι των Ελλήνων.
Κι έδειξε πάλι πόσο μίσος είχε
Στους έλληνες ενάντια, βρίζοντάς τους
Δειλούς κι ανίκανους να πολεμάνε.
Και παίρνει απόφαση αποσταλμένοι
Να πάνε στους αποκλεισμένους τούρκους,
Να τους προτείνουν να παραδοθούνε.
Μπάζει σε μια φελούκα κατι Ιγγλέζους,
Αυτοί ανεβάζουνε άσπρη παντιέρα
Και προχωράνε στην ξηρά να βγούνε.
Μα όταν εσιμώσαν στ’ ακρογιάλι,
Μια μπαταριά τους ρίχνουνε οι τούρκοι
Κι απ’ τούς Ιγγλέζους ένας επληγώθη.
Θυμώνει τώρα ο Κόχραν με τους τούρκους,
Και όλα του προστάζει τα καράβια
Που βρίσκονταν στον Πειραιά κρυμμένα
Σ’ όλες τις μπούκες τους φωτιά να δώσουν
Και να χτυπήσουνε το Μοναστήρι.
Ξεχνάν τον πόλεμο έλληνες και τούρκοι
Κι όλοι γυρίζουν κατά ’κει τα μάτια
Να δουν τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει.
Ο Μάσον είχε πει του Κασομούλη
Πως όταν το βαρέσουν τα κανόνια,
Θα το διαλύσουνε το Μοναστήρι.
Κι ο Κασομούλης το ’χε πει σε όλους.
Κι όλοι περίμεναν ότι σε λίγο,
θα τιναζόνταν όλα στον αέρα-
Μαζί, κι οι τούρκοι, και το Μοναστήρι.
Ο Κασομούλης… η καλή του ώρα…
Πρώτα εχθρός του αρχηγού μεγάλος
Κι από τους πρώτους του ύστερα φίλους.
Με μένα δεν εμπόρεσε μονάχα
Ποτέ του ο Κασομούλης να φιλιώσει.
Πάντα του με μισό μ’ έβλεπε μάτι
Και δε μου απεύθυνε ποτέ το λόγο.
Για να μπορέσει φαίνεται ν’ αντέξει
Το φίλιωμα με τον Καραϊσκάκη
Ίσως με κάτι έπρεπε δικό του
Να μείνει εχθρικός και κακιωμένος.
Ας είναι. Ομως έτσι ήταν ο μόνος
Οπου δεν άλλαξε το φέρσιμό του
Οταν μας άφησε ο Καραϊσκάκης.
Όλοι λοιπόν το Μοναστήρι βλέπαν.
Ομως εκείνο άντεξε σε όλα.
Κι οι Αρβανίτες όχι δε βλαφτήκαν,
Μα λες κι αυξήσανε τη δύναμη τους.
Μάλιστα καταφέρανε και στείλαν
Τη νύχτα στον Κιουτάγια ένα στρατιώτη
Για να του πει το πόσο υποφέρουν
Και να ζητήσουνε να τους συντρέξει.
Κι όλη τη νύχτα, δίχως ν’ ακουστούνε,
Επισκευάσανε τα γκρεμισμένα
Έτοιμοι να ’ναι για την άλλη μέρα
Πάλι αν θα τους χτύπαγε ο Κόχραν.
Κι ο Κόχραν τους εχτύπησε και πάλι.
Και στέλνει μήνυμα στον Καραϊσκάκη
Οταν αυτός τις κανονιές θα πάψει
Να κάνει ένα ρεσάλτο να το πάρει.
Μηνάει του Κόχραν ο Καραϊσκάκης:
"Αδικα θα χαθούν τόσοι άνθρωποι,
Αφού ειν’οι κλεισμένοι αναγκασμένοι
Να ρίξουν τα άρματά τους ό,που νάναι.
Νερό δεν έχουνε ούτε σταγόνα.
Δυό μέρες θα βαστάξουνε ακόμα".
Μόλις τον γνωστικό αυτό το λόγο
Ακουσε ο ναύαρχος, πάλι θεριεύει.
Αν δεν το πάρουν, λέει, με γιουρούσι
Το Μοναστήρι, τότε κείνος φεύγει.
Δε θέλει να ’χει, λέει, δοσοληψίες
Μ’ ένα δειλό καθώς αυτό ασκέρι.
Οταν στ’ ορδί εμάθανε το τι είπε,
Βρασμός εξέσπασε στα παλληκάρια.
Οι Καπετάνιοι τον κατηγοράνε
Για παλαβό. Και ο Καραϊσκάκης
Οργή γεμάτος λέει αυτά τα λόγια:
"Κακά μ’ αυτούς τους Φράγκους θα τα πάμε-
Με την αβασταγιά τους θα μας φάνε"»
Κι έτσι όπως το ’πες αρχηγέ κι εγίνη.
Μας φάγαν όλους. Φάγαν την Ελλάδα,
Φάγαν εσένα, φάγαν παλληκάρια
Κι ακόμα δεν χορταίνουνε να τρώνε.
ΣΥΝΘΗΚΕΣ
Την άλλη μέρα, δεκαπέντε Απρίλη,
Έκαμε όπως παράγγειλε ο Κόχραν:
πάλι βομβάρδισε το Μοναστήρι.
Για ώρες, ασταμάτητα, οι μπάλες,
Χτυπάγανε τους τέσσερούς του τοίχους.
Όσο όμως εσωριάζονταν οι πέτρες,
Τόσο και πιο οι εχθροί προφυλαγόνταν.
Εχύμηξε κι απ’ τή στεριά τ’ ασκέρι
Μα βάσταξαν γερά οι Αρβανίτες,
κι έτσι γερά ως ήταν τρυπωμένοι
Τέτοια φωτιά εδώσαν στους δικούς μας
Που εκείνοι τρέχοντας γυρίσαν πίσω.
Ηρθε η νύχτα. Οι εχθροί δεν είχαν
Ούτε γουλιά νερό να πιουν. Κι ως βλέπουν
Βοήθεια να μη στέλνει ο Κιουτάγιας,
Κάνουνε σύναξη κι αποφασίζουν
Να πέσουν σ’ ομιλίες με τους δικούς μας
Και να ’βγουν έξω με μουτακερέδες.
Πρωί πρωί δεκάξη του Απρίλη
Ενας απ’ τούς δικούς τους βγαίνει έξω
Να δει τον αρχηγό και τους Ιγγλέζους
Και πώς το πράγμα θα γενεί να δούνε.
"Ο Κιουταχής", τους λέει, "δεν μας συντρέχει,
Αν κι έπρεπε. Γι αυτό και μείς ζητάμε
Να βγούμε όξω μ’ όλο μας το ίρτζι.
Γιατί κι εμείς είμαστε παλληκάρια
Οπως και σεις. Να πάρουμε μαζί μας
Ολα τα πράγματα και τ’ άρματά μας.
Αυτό ζητάμε όξω για να βγούμε".
Ο Καραϊσκάκης δέχτηκε αμέσως:
"Ας πάρουν και τα παλιοτσάρουχά τους.
Μακάρι, να γλιτώσουμε από δαύτους".
Οι καπετάνιοι όμως διαφωνούνε:
" Γιατί να τους αφήσουμε να φύγουν
Με τ’ άρματά και μ’ ό,τι άλλο έχουν;"
"Για να οικονομήσουμε τους Φράγκους.
Γι αυτό!" τους κάνει ο Καραϊσκάκης.
Αχ! Αρχηγέ μας αδικοχαμένε
Είναι ανοικονόμητοι οι Φράγκοι.
Όχι μονάχα αυτοί, μα όλοι οι Φράγκοι.
Αλλα μυαλά, συνήθειες άλλες έχουν.
Και πάντοτε με κείνες προχωράνε.
Κι είναι οι δυνατοί αρχηγέ οι Φράγκοι.
Κι οι δυνατοί θέλουνε να διατάζουν.
Και θέλουν οι άλλοι να τους υπακούνε.
Κι αν δεν τους υπακούνε τους μεριάζουν.
Κι αν δε μεριάζουνε τους θανατώνουν.
Στο δρόμο τους κωλύματα δε θέλουν
Στη γνώμη τους δε θέλουν αντιρρήσεις.
Είναι οι Φράγκοι δυνατοί αρχηγέ μου.
Και στάθηκες μπροστά τους μ’ άλλη γνώμη.
Και το σωτήριο στάθηκες εμπόδιο
Στα βρωμερά και φαύλα που σχεδιάζαν.
Και κείνοι δεν μπορούσανε ν’ αντέξουν
Τ’ αδύνατου τη γνώμη. Και χτυπήσαν..
Ανοικονόμητοι αρχηγέ οι Φράγκοι.
Όσο καλή τη βούληση κι αν είχες,
Και όσες κι αν προσπάθειες είχες κάνει,
Ανοικονόμητοι αρχηγέ οι Φράγκοι.
Ανοικονόμητοι αρχηγέ οι φαύλοι.
Ανοικονόμητοι κι όσοι τους φέραν
και τους εμπάσανε μες στη ζωή μας-
και στην Πατρίδα μας-και στην Τιμή μας.
Ανοικονόμητοι Αρχηγέ οι Φράγκοι...
Γνώριμοι απ’ του Αλήπασα τα χρόνια
Ως ήταν Αρβανίτες και Σουλιώτες
Κι ένας τον άλλο τον εμπιστευόνταν,
Οι Αρβανίτες το χαρτί ζητάνε
Της συμφωνίας, να ’ναι υπογραμμένο
κι απ’ τούς Σουλιώτες. Κείνοι το δεχτήκαν
Εκτός του Κώστα Μπότσαρη που λέει,
Ότι δεν είναι βέβαιος πως τ’ ασκέρι
θα τη φυλάξει τούτηνε τη μπέσα.
"Η να τους πάρουμε με το σπαθί μας,
Η να τους περικλείσουμε απ’ ολούθε
και πια τραβάμε ενάντια στην Αθήνα".
Αλλά γι αυτό οι Αρχηγοί υπάρχουν.
Γι αυτό και, Μπότσαρη, αρχηγός δεν ’γίνεις.
Οι αρχηγοί πρέπει ν’ αποφασίζουν
Το πιο καλό κάθε φορά ποιο είναι,
Κι ύστερα να το βάζουνε σε πράξη
Μ’ όσο καλλίτερους μπορούνε όρους.
Αυτή ’ταν μια θαυμάσια ευκαιρία
Το Μοναστήρι να γενεί δικό μας,
Χωρίς το θάνατο παλληκαριώνε
Και δίχως να περάσουνε ημέρες
Όπως θα γίνονταν με το σχέδιό σου.
Ως για τα μπέσα όπου είχες το φόβο
Πως δε θα κρατηθούν, μπες μέσα σ’ όλα-
Βάλε κι εσύ τον εαυτό σου ρεέμι
Όπως τον έβαλε ο Καραϊσκάκης.
Ρίξε το βάρος και τη δύναμη σου
Πάνω στην πλάστιγγα όπως οι άλλοι-
Αυτό η στιγμή εκείνη απαιτούσε.
Μα ήσούν τσιράκι του τεσσαρομάτη
Που σαν τον ποντικό ήταν κρυμμένος
Πότε στου Κόχραν πάνου τα καράβια,
Πότε στου Τσουρτς απάνου τη γολέτα,
Και διαβολές όλο ήτανε και λόγια
Στούς δυό Ιγγλέζους για τον αρχηγό μας,
Και που ούτε μια φορά δεν εκατέβη
Να πει κι εκείνος στον Καραϊσκάκη
Εναν ζεστό συγχαρητήριο λόγο.
Βέβαια γιατί να πει; Αφού ενάντια
Ητανε στη βουλή του και τη γνώμη
Τα όσα εκανε ο Καραισκάκης.
Γιατί ενάντια ήτανε στη γνώμη
Και στη βουλή του Τσουρτς και του Κοχράνη.
Γιατί ενάντια ήτανε στη γνώμη
και στη βουλή της άθλιας Ιγγλετέρας…
Μα τι από σε να πρόσμενε κανένας;
Από ένα ταλαρίσιο; Μήνες τώρα
Ενώ ο Καραϊσκάκης λειτουργούσε
Στην Εκκλησία μέσα της Ελλάδας,
Εσύ ούτε που μύρισες λιβάνι.
Μόνο στα Μέγαρα καλοκαθόσουν
Κι έτρωγες τα λεφτά που Τσουρτς και Κόχραν
Σου ’διναν για να σ’ έχουν του χεριού τους.
Αλλά δε σ’ άκουσε ο αρχηγός μας.
Εκανε όχι κείνο που ο Κοχραν
Και συ κι ο Τσουρτς και ο τεσσαρομάτης
Κι όλοι οι εχθροί θέλατε της Ελλάδας.
Διάλεξε κείνο που έπρεπε να γίνει:
Της Λευτεριάς εχάραξε το δρόμο.
Και θα ’φτανε στο τέλος του αν οι ίδιοι
Εσείς, δεν εστεκόσαστε μπροστά του
και δεν του τον τελειώνατε και κείνον
Και τη ζωή μαζί του αρχηγού μας.
Και επειδή λεγόταν πως υπάρχουν
Πολλά λεφτά στο Μοναστήρι μέσα
Αλλά και πράγματα άλλα που αξίζαν,
Και επειδή δεν έβλεπε τ’ ασκέρι
Με καλό μάτι, όλα να χαθούνε,
Αντίς να ’ρθούνε στα δικά του χέρια,
Γι αυτό εγύρισε ο Καραισκάκης
Πόστο το πόστο τα μπουλούκια όλα,
Και το γιατί ειν’ ανάγκη εξηγούσε
Όσο πιό γρήγορα θα το μπορούσαν
Να ξεμπερδέψουν με το Μοναστήρι.
Και προσπαθώντας να τους ησυχάσει,
Και πράγματα έλεγε που δεν πιστεύει:
Ότι μπορεί να έρθει ο Μπραΐμης
Βοηθός του Κιουταχή για την Αθήνα
Ως είχε κάμει και στο Μισολόγγι,
Κι ακόμα ότι τάχα οι Αθηναίοι
Αλήθεια είναι ότι δεν κρατάνε
Κι ότι αν γρήγορα δε βοηθηθούνε
θα παραδώσουν σίγουρα το Κάστρο.
Φτιάχνουνε και γραφτή τη συμφωνία
που κάναν Ελληνες και Αρβανίτες,
Πως οι Αρβανίτες θα ’βγουν με ασφάλεια
Και με τα πράγματα όλα μαζί τους.
Θα παραδίναν τα μπαϊράκια μόνο,
Απόδειξη πως φεύγαν νικημένοι.
Στέλνει ο αρχηγός τη συμφωνία
Στον Κόχραν και στον Τσουρτς να την εγκρίνουν,
Ο Τσουρτς την έγκρινε, ο Κόχραν όχι.
Καλά και σώνει θέλει με γιουρούσι
Να μπουν οι Ελληνες στο Μοναστήρι,
Αδιαφορώντας πόσοι θα χανόνταν.
Παίρνει τη συμφωνία ο Λογοθέτης,
Από παλιά γνωστός του Χατζιμέρη,
Που αρχηγός ήτανε των κλεισμένων,
Και πάει στο Μοναστήρι του τη δίνει.
"Μου είπε να σας πω ο Καραϊσκάκης"
Τους λέει, "να ζητήσετε ρεέμια
Οποιονε θέλετε. Θα σας τα δώσει".
Ευχαριστήθηκαν οι Αρβανίτες,
Τόσο που υποσχέθηκαν με όρκο
Πως επειδή ο χαΐνης ο Ρεσίτης
Δεν τους εσύντρεξε αν και μπορούσε,
Θα πάρουνε τους συγγενείς τους όλους
Που έχουνε στ’ ασκέρι του Ρεσίτη
Κι όσους ακόμα τους ακολουθήσουν,
και μακριά απ’ τον πόλεμο θα φύγουν.
"Βιλάι μπαλάι" λένε, "κακό βόλι
Ρωμέΐκο στο κεφάλι να μας έβρει,
Ρωμηούς αν ντουφεκίσουμε ποτέ μας".
Ρεέμια θέλουνε το Λογοθέτη-
Εκείνον που τη συμφωνία τους πήγε,
Τον Κώστα Μπότσαρη και το Τζαβέλλα.
Αλλά ο Κώστας Μπότσαρης δε δέχτη.
Αντίς για κείνον τους παρουσιάσαν
Τον ξαδερφό του τον Σταυρογιωργάκη,
Τάχατες από κείνονε σταλμένον.
Και για να ησυχάσουνε τελείως,
Τους λεν ότι ο αρχηγός ο ίδιος
θα μπει ρεέμι-ο Καραϊσκάκης,
Κι αυτοί ας μη τον έχουνε ζητήσει.
Σαν τ’ άκουσαν φχαριστήθηκαν τόσο,
Που τίποτ’ άλλο πλέον δεν γυρέψαν.
Τότες τους αρωτάνε οι δικοί μας
Αν θέλουν απ’ τή θάλασσα να πάνε.
"Τζάνουμ γιατί!", αυτοί τους απαντάνε,
"Μετά ’πο τα πιστά που ’χετε δώσει,
Σάς έχουμε μεγάλη εμπιστοσύνη".
Η ΣΦΑΓΗ
Αρχίζουν να ’τοιμάζοντ’ οι Αρβανίτες
Να βγουν, όσο που ο Καραϊσκάκης
Πιάνει και βάζει την καβαλαρία
Μαζί με τους αγωνιστές τους άλλους,
Όσους του ήταν αφοσιωμένοι,
Σε δυό γραμμές, ώστε ανάμεσό τους
Βγαίνοντας να περάσουν οι κλεισμένοι.
Και τους προστάζει, αν κανείς θα κάνει
Χέρι ν’ απλώσει στον εχθρό, αμέσως,
Χωρίς μια λύπηση, να τον βαρέσουν.
Ωσπου να ’τοιμαστούνε όλα τούτα,
Επεσε απομεσήμερο. Σε λίγο
Εξεπροβάλανε οι Αρβανίτες.
Μπαίνει στις πρώτες τις γραμμές μαζί τους
Με τ’ άλλα ρεέμια ο Καραϊσκάκης.
Αρχίζει να κινείται η κολόνα.
Όταν αλάργεψε απ’ τό Μοναστήρι,
Τρέχουν εκεί από τα γύρω πόστα
Και ψάχνουν στα κελλιά για να πετύχουν
κανένα πλιάτσικο, τίποτα γρόσα.
Μα ούτε μπάλωμα δε βρήκαν μέσα.
Έξω χυνόνται κι άρχισαν να παίρνουν
Από κοντά τώρα τους Αρβανίτες,
Που προχωράγανε τριγυρισμένοι
Απ’ τήν καβαλαρία μας για ασφάλεια.
Σε λίγο το κεφάλι της κολόνας
Φτάνει στο ρέμα, όπου ένα γεφύρι
Βρισκότανε, στενό στενό και κείνο.
Μόλις χωράγανε δυό νοματαίοι
Για να διαβούν. Αρχίσαν να περνάνε,
Αλλά με καθυστέρηση μεγάλη.
Τα τούρκικα τα πόστα απ’ το γεφύρι,
Ηταν μακριά κάπου τρακόσα μέτρα.
Όταν καμπόσοι πια είχαν περάσει,
Ένας εξέκοψε τότες δικός μας,
Και γύρεψε να πάρει από ’ναν γκέκα
Τ’ όπλο που ’χε στον ώμο κρεμασμένο,
Γιατί το γνώρισε λέει πως ήταν
Κάποιανου συγγενή του. Ο αρβανίτης
Δεν το ’δινε. Και πιάνονται στα χέρια.
Και ντουφεκάει τον γκέκα ο δικός μας.
Αυτό ’ταν. Απ’ την αφορμή ετούτη,
Έλληνες τούρκοι αρχίσαν να χτυπιούνται.
Σουλιώτες και Νικηταράς τους βλέπουν
Και βγαίνουνε κι αυτοί απ’ τά ταμπούρια
Και παν και μπαίνουν μέσα στους πιασμένους,
Να προστατέψουνε τους αρβανίτες.
Τα πράματα όμως πιό εμπερδευτήκαν
Γιατί καθώς οι απέναντι οι τούρκοι
Βλέπουνε να χτυπιούνται οι δικοί τους,
Ανοίγουνε φωτιά τυφλά χτυπώντας.
Μάταια Τζαβέλλας και Καραϊσκάκης
Κι οι καβαλάρηδες μας φοβερίζουν,
Φωνάζουν κι απειλούν, για να μπορέσουν
Να πάψουν το κακό που ’χε αρχίσει.
Ποιός άκουγε; Τότε ο Καραϊσκάκης
Που όπως σύννεφο βαρύ και μαύρο
Τον σκέπασε η ντροπή, φωνάζει γύρω:
"Σκοτώστε με ωρέ, όπως σας σκοτώνω.
Το βλέπετε πως τίποτα να κάνω
Πιότερο δεν μπορώ για να σας σώσω.»
Αυτοί όμως δεν ξεκάνουν τα ρεέμια
Παρά τους αγκαλιάζουν σαν τη μόνη
Ελπίδα σωτηρίας που τους μένει.
Ενα κουβάρι θάνατος ειν’ όλοι.
Εχθροί δεν ξεχωρίζουνε και φίλοι.
Μον’ αρβανίτες ίσαμ’ εβδομήντα
Τρέχοντας καταφέρανε να φτάσουν
Στα τούρκικα τα πόστα να σωθούνε.
Οι άλλοι όλοι σφάχτηκαν. Δικοί μας
Σκοτώθηκαν ως δέκα νοματαίοι.
Και τα ρεέμια όλα εσωθήκαν.
Ήταν αυτή η σφαγή ετοιμασμένη.
Γίνηκε για να φτιάξει μια ευκαιρία
Να λείψει ο αρχηγός μας απ’ τή μέση.
Μέσα σε κείνη την αναμπουμπούλα
Κανείς κανένανε δε θα μπορούσε
Για δολοφόνο να κατηγορήσει.
Αυτά ο αρχηγός μου ’πε το βράδυ,
Όταν τελείωσαν τ’ άσχημα όλα:
"Ότι έγινε Μαριώ να το θυμάσαι
Ηταν ιδέα του τεσσαρομάτη.
Άυτός την άναψε τη φασαρία,
Ωστε να με σκοτώσουν οι αρβανίτες.
Το είπα και του Γρίβα. Το πιστεύει,
Δεν έχουμε όμως λέει αποδείξεις.
Εσύ Μαριώ δε θέλεις αποδείξεις.
Ξέρε το-αν ακούσεις κάποια μέρα
Ότι χτυπήθηκα σε κάποια μάχη,
Βόλι ελληνικό μ’ έχει χτυπήσει.
Βόλι σταλμένο απ’ τον τεσσαρομάτη.
Ετσι προσπάθησαν και το Δυσέα
Να καταφέρουν οι κοτζαμπασήδες.
Είχε τ’ ορδί του στο Καστρί ο Δυσέας
Για να μπλοκάρει τον Ομέρ Βρυώνη
Που για τη Λεβαδειά είχε κινήσει.
Και στείλαν άνθρωπο οι κοτζαμπασήδες
Να πάει απ’ τό Κυριάκι στο Καστράκι,
Στον Μπούσγο. Και του πήγαινε ένα γράμμα
Που ’λεγε, μέσα στην αναμπουμπούλα
Της μάχης όπου θα ’κανε ο Δυσέας,
Να βάλει άνθρωπο να τον σκοτώσει.
Και του υπόσχονταν την αρχηγία
Της Ανατολικής Ελλάδας όλης.
Μα το ’πιασε το γράμμα ο Δυσέας
Και γλίτωσε.Τα ίδια και με μένα
Βάλθη να κάνει ο τεσσαρομάτης.
Σκέφτηκε θα με κόβαν οι αρβανίτες
Σα θα ’ναβε το μακελλειό στον κάμπο.
Τους θέλει όλους ο τεσσαρομάτης
Πεσμένους κάτου να τον προσκυνάνε.
Ξέρεις Μαριώ τ’ ειν’ ο τεσσαρομάτης;
Ειν’ η καταστροφή αυτού του τόπου.
Κι αν καταφέραμε κι εγώ κι ο Γέρος
Μ’ αντίθετό μας τον τεσσαρομάτη
Τη λευτεριά να δώσουμε στο Γένος,
Δεν ειν’ αυτό του αγώνα μας το τέλος.
Πρέπει μετά να βάλουμε στην πάντα
Τους προεστούς και τον τεσσαρομάτη.
Αν κάνει αυτός γκουβέρνο στην Ελλάδα,
Δρόμο στραβό η χώρα μας θα πάρει.
Ο πρώτος αν πολιτικός της χώρας
Εχει τα χούγια του τεσσαρομάτη,
Αυτά θα μάθουνε κι αυτά θα κάνουν
Κι αυτοί που θα ’ρθουνε μετά ’πο κείνον:
Φόνους, βρωμιές. κλεψές, δολοπλοκίες.
Ξέρεις Μαριώ πόσους σκοτώσει έχει;
Μέτρα.Τον Κίτζαλη, αποσταλμένο
Του Βαρνακιώτη. Κι είχε το κορμί του
Στην αγορά τρεις μέρες κρεμασμένο.
Τους δυό Γκολφίνους, Σπύρο και Κωστάκη,
Γιατί ζητάγαν την υπογραφή τους
Που ’χανε βάλει, πως αναγνωρίζουν
Στη Δυτική Στερεά για Διευθυντή της
Τον πρίντζιπα,να τηνε πάρουν πίσω.
Εδολοφόνησε τον Ζώη Μπάκα-
Όταν επήγε ο τεσσαρομάτης
Τον Ρατζικότσικα να ντουφεκίσει,
Εριξε ο Μπάκας στον τεσσαρομάτη,
Γλίτωσε ο Ρατζικότσικας, μα ο Μπάκας,
Επλήρωσε για την παλληκαριά του.
Αμέ το Βαρνακιώτη; Πέντε είχε
Κάνει απόπειρες να τον σκοτώσει
Κι απότυχαν κι οι πέντε. Και στο τέλος
Τον έστειλε στους τούρκους. Το ’χε κάνει,
Γιατί οι τούρκοι επερίμενε ότι
Θα τον σκοτώνανε τον Βαρνακιώτη.
Κι αλήθεια θα τον σκότωνε ο Κιουτάγιας
Που στον Αητό τον είχε πολεμήσει,
Αλλά τον γλιτωσε ο Ομέρ Βρυώνης.
Αυτά έχει κάνει ο τεσσαρομάτης.
Κι αυτά ειν’ όσα εγω μονάχα ξέρω.
Ακόμα πόσα θα ’χει κατορθώσει…
Ακόμα πόσα θα φανερωθούνε;
Μαριώ Μαριώ, να κάνεις το σταυρό σου
Να μη με φάει ο τεσσαρομάτης
Ποτού να λευτερώσω την Αθήνα.
Υστερα ξέρω και τον συγυρίζω.
Θα μάθει πόσα απίδια πιάνει ο σάκκος".
Τον ρώτησα γιατ’ είχαν τόσο μίσος
Για το Δυσέα οι κοτζαμπασήδες.
"Γιατί τους ήξερε τι κλέφτες είναι
Και πως ρουφάγαν του Λαού το αίμα.
Και να τους κάνει ήθελε όλους πέρα.
Γι αυτό. Και γιατί έπαιρνε απο κείνους
Κι όλα τα μοίραζε στην έρμη φτώχεια…»
Και με γεμάτη αγάπη τη φωνή του
Και με γεμάτα νοσταλγία τα μάτια:
"Αν ενωνόμαστε με το Δυσέα
Πολλά θα κάναμε για την Πατρίδα…
Τόνε κατηγοράνε για σκληρότη.
Ναι. Ήτανε σκληρός. Μα για τους πλούσιους.
Για το Λαό ήτανε σαν πατέρας".
"Και πώς εφύτρωσε ο τεσσαρομάτης
Και από πού η σκούφια του κρατάει;
Και ποιος τον έσπειρε ανάμεσό μας;"
"Κανείς Μαριώ δε σπέρνει τα ζιζάνια.
Μονάχα τους φυτρώνουν στα χωράφια
Και τρώνε και ψηλώνουν και χοντραίνουν,
Και το σιτάρι πνιγούνε του κόσμου.
Γι αυτό ξερίζωμα θέλουν Μαρία
Προτού να ζαμπουνίσουν το σιτάρι
Και πια πεθάνει ο κόσμος απ’ την πείνα.
Ζιζάνιο είναι κι ο τεσσαρομάτης.
Το πιο τρανό ζιζάνιο της Ελλάδας.
Και να Μαριώ ποια ήταν η γενιά του:
Ητανε υπηρέτες του Σουλτάνου.
Κι επειδή γράμματα μαθαίναν όλοι,
Τους είχε κάνει εκείνος Λογοθέτες
Και Δραγουμάνους μέσα στα σεράγια.
Μα μη θαρρείς τους έλληνες βοηθούσαν
Όταν εκείνοι κάποια χρεία είχαν.
Το μέρος των τουρκών πάντοτε παίρναν.
Και όταν άκουσε ο τεσσαρομάτης
Ο Σηκωμός ότι ετοιμαζόταν,
Επάσκισε να τόνε ματαιώσει.
Μα δεν εμπόρεσε. Υστερα εβάλθη,
Στο Σηκωμό που χείμαρρος ερχόταν,
Μπροστάρης του να μπει, για να μπορέσει
Να τόνε πάει ό,που εκείνος θέλει.
Δεν πέτυχε κι εδώ. Κι όταν ορίστη
Ο Υψηλάντης αρχηγός του Αγώνα
Τότες εσκύλιασε ο τεσσαρομάτης.
Κι αφού να πολεμήσει δεν μπορούσε
Αντρίκια κι ανοιχτά τον Υψηλάντη,
Εκανε πως πιστός του ήταν φίλος.
Κι αθώος όπως ειν’ οΥψηλάντης
Τον πίστεψε και του ’δωσε οφφίτσια.
Και τον εδιόρισε πληρεξούσιό του
Στη Στερεά Ελλάδα.Ε! Από τότε,
Ξετραχηλίστηκε ο τεσσαρομάτης
Κι άρχισε ανοιχτά να πολεμάει
Εμάς τους Καπετάνιους. Εφοβόταν
Πως δύναμη θα παίρναμε απ’ τις νίκες
Και θα του πάρουμε την εξουσία.
Κι όταν ο Γέρος με τον Υψηλάντη
Στης Κόριθος τα μέρη επολεμούσαν,
Εκείνος λέγοντας τα ψέμματά του
Μες στη Συνέλεψη της Επιδαύρου,
Πρόεδρος εκατάφερε να γίνει.
Μα σαν ο Δράμαλης έφτανε κάτου,
Το σκάει και στη Ρούμελη τραβάει.
Και ήθελε και στρατηγός να γίνει.
Και πάει και κάνει πόλεμο στο Πέτα.
Και ξέρεις το τι έπαθε εκει πέρα.
Ενώ τον ίδιο μήνα που εκείνος
Τη νίλα πάθαινε στο Πέτα, ο Γέρος
Κατάκοφτε του Δράμαλη τ’ ασκέρι.
Και πώς να πάει ο τεσσαρομάτης
Κατά Μωρηά μεριά όπου ο κόσμος
Λάτρευε τώρα τον Κολοκοτρώνη;
Κινάει το λοιπό και πάει στην Υδρα
Και ξεσηκώνει τους Κουντουριωταίους
Που είχανε λεφτά με το τσουβάλι.
Αυτός και κείνους μας τους έχει φέρει.
Κι έκανε Πρόεδρο τον Κουντουριώτη,
Και δίπλα του εκείνος σύμβουλός του.
Ετσι, και να μην ήθελε να γίνει,
Έφερε τον εφύλιο εκείνος.
Υστερα έβαλε στο πρόγραμμα του
Ν’ αλλαξει αφεντικό κι αντίς τους τούρκους,
Να προσκυνάει την Ιγγλετέρα τώρα.
Μονάχα για Ρουσσία να μην ακούσει.
Και πήρε δάνειο απ’ την Ιγγλετέρα
Και πια κανονικά ’δέθη μαζί της.
Κι έφτιαξ’ ένα χαρτί και το ’χει στείλει
Στον αρχιπρόεδρο της Ιγγλετέρας
Και τον παρακαλάει να μας γλιτώσει
Από τον Ιμπραήμ, και να ’ρθει εκείνη
Και την Πατρίδα μας να διαφεντέψει.
Όλο τερτίπια ο τεσσαροματης
Κι ένα καλό δεν έκαμε ακόμα.
Και λέει πως πολεμούσε την Τουρκία.
Όμως οι άνθρωποι οι δικοί του όλοι
Περάσανε με των τουρκών το μέρος.
Ο Βαρνακιώτης, ο Μπακόλας, ο Ισκος,
Ράγκος και Βαλτινός και τόσοι άλλοι.
Και επειδή ’τανε ο Παπαφλέσσας
Το νεύρο και η φλόγα του Αγώνα,
Τρεις έβαλε φορές να τον σκοτώσουν.
Και μου ’κανε και μένα δικαστήριο
Και ήθελε προδότη να με βγάλει.
Αυτός εσκότωσε και το Δυσέα.
Αυτός έχει χωρίσει την Ελλάδα
Από τη μία στους Καπεταναίους
Κι από την άλλη στους πολιτικάντες
Σε συμμαχία με τους κοτζαμπάσες.
Κι αυτός μας έβαλε να πολεμάμε
Και με τους τούρκους και ανάμεσό μας.
Ο θεός να δώσει άλλο να μη βλάψει
Απ’ όσο μέχρι τώρα την Ελλάδα."
Υστερα και κοιτώντας με στα μάτια:
"Μου ’πες Μαριώ επέρσι μιά νύχτα,
Πως φύγαν οι καιροί που οι στρατιώτες
Εχουν και το γκουβέρνο της Πατρίδας
Που με το αίμα τους ελευτερώσαν.
Εγώ Μαριώ θ’ αλλάξω τους κανόνες.
Εγώ θα κυβερνήσω την Ελλάδα.
Αν τηνε λευτερώσω και κατόπι
Σ’ αχρείων χέρια την απαρατήσω,
Είναι σα σκλάβα να την έχω ακόμα.
Εχω τη δύναμη Μαριώ, το νιώθω,
Σε πέρας το σκοπό μου να τον φέρω.
Εχω τη δύναμη-έχω τα νεύρα,
Εχω το νου που πρέπει για να φτιάξω
Ενα γερό θεμέλιο. Και κει πάνου
Σίγουρη να στεριώσω μια Ελλάδα
Και δυνατή. Και λεύτερη απ’ όλους.
Και θα το κάμω. Και, Μαριώ, οι κανόνες
Δε θα μου κλείσουνε το δρόμο εμένα.
Οποιος ελευτερώνει μια Πατρίδα
Γι αυτόνε δεν υπάρχουνε κανόνες".
Αυτά μου ’π’ ο αρχηγός κείνο το βράδυ.
Αν τώρα γλίτωσε κείνη τη μέρα,
Ετούτο το χρωστά στους αρβανίτες
Που βλέποντας ότι δεν είχε φταίξει
Και ότι εκιντύνευε κι εκείνος
Κι έκανε ό,τι εμπορούσε να τους σώσει
Τον σεβαστήκαν και τον προστατέψαν.
ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΑ ΒΑΡΥΚΕΦΑΛΑ ΜΑΣ!..
"Ο Καραϊσκάκης τόσην λύπην ησθάνθη δια την βάρβαρον και απάνθρωπον ταύτην πράξιν,ώστε του ήτο προκριτώτερον να χαθεί παρά να επιζήσει εις έργον, το οποίον έμελλε να αμαυρώσει την υπόληφιν όλου του στρατοπέδου. Το μέγεθος της θλίψεώς του ηδύνατο τις να το συμπεράνει από τα παράξενα και μανιώδη κινήματα του".
(Αινιάνα, "ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ")
Οποιος τον αρχηγό ήξερε πρώτα,
Και τον εκοίταζε και τώρα, όταν
Απ’ το πεδίο της βρώμικης γυρνούσε
Και της αθέλητης εκείνης μάχης,
Δε θα τον γνώριζε. Αλήθεια τώρα,
άνθρωπος άλλος ήταν ο αρχηγός μας.
Από θυμό τρέμοντας κι απ’ τό στόμα
Βγάζοντας άφρια, τρέχει πάνω κάτω
Βρίζοντας Καπετάνιους και στρατιώτες.
Αναθεμάτιζε την ώρα εκείνη
Που ’γινε αρχηγός. Και στην οργή του
Ελεγε ό,τι του ’ρχονταν στη γλώσσα.
Και φτάνει στο τσαντήρι επιτέλους .
"Ρίξτε το κάτω αυτό!", φωνάζει, "Φεύγω.
Δε θέλω ν’ αρχηγεύω τέτοιο ασκέρι."
Κι υπαγορεύει στο Γραμματικό του
Τούτην εδώ τη διαταγή που στέλνει
Στους Ρουμελιώτες που ’ταν στην Καστέλλα:
"Δεν υποφέρω πια να δουλεύω μ’ ένα άπιστο ασκέρι, όποιος είναι πιστός στον όρκο του ας μ’ ακολουθήσει."
Όταν μαθεύτηκε ο Καραϊσκάκης
Ότι θα τους αφήσει και θα φύγει,
Τρέχουν από παντού οι Καπετάνιοι
Και μπρος απ’ τή σκηνή του τόνε βρίσκουν,
Μισοριγμένη κιόλας. Ο θυμός του
Τον κάνει μ’ άγριο θεριό να μοιάζει.
Στέκονται γύρω του οι Καπετάνιοι
Με τα κεφάλια τους κατεβασμένα.
Σιγά σιγά οι πιό σημαντικοί τους
Αρχίζουνε να τον παρακαλάνε
Με τρόπο, η αιτία να μη γίνει
Στρατόπεδο κι ασκέρι να χαλάσουν.
"Ας βρούμε όποιον έφταιξε" του λένε
"και να τον ντουφεκίσουμε, όποιος είναι,
Στη μέση του ορδιού, αντικρύ στους τούρκους".
Τούτη η ιδέα κάπως τον συχάζει:
"Ποιανού νταιφά μωρέ ήταν εκείνος
Ο κερατάς αρχή που είχε κάνει!"
«Άπό του Γιάννη Νοταρά" του λένε.
Ο Γιάννης Νοταράς πριν λίγες μέρες,
Είχε γαμπρός του γίνει-του ’χε τάξει
Την κόρη του γυναίκα να του δώσει.
Γυρίζει, τον εκοίταξε, και σπίθες
Πετώντας απ’ τά μάτια του, του λέει:
"Είσαι σε φύλαξη. Δε θα σπαράξεις
Πρώτα τι φταίχτη αν δε μου παραδώσεις!»
Ύστερα γύρισε προς τους δικούς του:
"Και σεις που είσαστε στον νταιφά του
Είτε τον άνθρωπο θα βρείτε, είτε
Θα παιδευτείτε με τον αρχηγό σας."
Μετά ζητάει του φταίχτη τα σουσούμια.
Μαύρο πεσλί του λένε πως φορούσε
Κι ότι κρατούσε καπνιστή μπιστόλα.
Του λεν και τα σημάδια του προσώπου.
Στέλνει τους μπουλουκτσήδες να τον βρούνε.
Μάταια ψάχνουν. Δεν τον πετυχαίνουν.
Και κει απάνου που οι Καπετάνιοι
Με τα χειλάκια τους φαρμακωμένα
Κοιτάζαν πώς θα βρούνε κάποιον τρόπο
Να ησυχάσουν τον Καραϊσκάκη,
Φτάνει από τον Τσουρτς, μαντατοφόρος
Φέρνοντας γράμμα από κείνον ένα.
Τ’ ανοίγει ο Καραϊσκάκης και το δίνει
Να το διαβάσει ο Γραμματικός του
Ενώ παρόντες είναι όλοι γύρω.
Κάθονται όλοι αμίλητοι κι ακούνε.
Κι ακούνε πως ο Τσουστς διαμαρτυρόταν
Στον αρχηγό για όσα είχαν γίνει
Σα να ’φταιγε αυτός για όλα τούτα.
Προτού ο Γραμματικός κιώσει το γράμμα,
Τον σταματάει ο Καραϊσκάκης
Και το θυμό του τώρα τον ξεσπάει
Ενάντια στους Ιγγλέζους που οι αίτιοι
Αυτοί ’τανε με τα καμώματά τους
Για να γινούν τα φοβερά ετούτα.
"Σταμάτα και δε θέλω άλλο ν’ ακούσω.
Οι διάβολοι δε φτάνουνε οι τόσοι
Οπου απάνου στην ξηρά παλεύω,
Εχουμε τώρα το μπελιά των Φράγκων
Από τη θάλασσα. Τάχατες γνώση
Μες στο κεφάλι του έχει καθόλου
Οπου μας γράφει αυτά από τή γολέτα;
Γιατί δεν έβγαινε να δει ο ίδιος
Τι έτρεξε, με τα ίδια του τα μάτια;
Κάθονται στα καράβια, τρώνε, πίνουν,
και μας πειράζουν κιόλας από πάνω.
Ας έβγαινε να πολεμήσει πρώτα
κι ύστερα να μας ζήταγε τα ρέστα.
Ομως εμείς για όλα τούτα φταίμε.
Ανάθεμα τα βαρυκέφαλά μας!
Οι ξένοι μηχανεύουν ενάντιά μας
Με τον Μπραιμη και με τον Κιουτάγια,
Κι εμείς βάλαμε ξένους στο γκουβέρνο.
Αν απ’ τους φράγκους θα λευτερωθούμε,
Τέτοια ελευτεριά κάλλιο να λείπει.
Φράγκικη και μπαστάρδικη θε να ’ναι.
Αδέρφια, μοναχά με τα σπαθιά μας
Ελευτεριά οι έλληνες θα δούμε.
Εχουμε τόσους άξιους Καπετάνιους
Κι οι προκομένοι μας οι κυβερνήτες
Πήγανε κι ένα Τσουρτς μας κουβάλησαν
Να μας προστάζει από τη γολέτα.
Εχουμε θαλασσόλυκους, κι εκείνοι
Πήγανε και μας φέρανε τον Κόχραν.
Πέστε μου σεις όπου τους Ευρωπαίους
Τους ξέρετε καλλίτερα από μένα,
Όλοι τους είναι σαν κι αυτούς τους δύο;»
Και τόμου και η γλώσσα του ελύθει,
Τόσα τους έσουρε των δυό Ιγγλέζων,
Που να ’χουνε για όλη τη ζωή τους.
Και όλ’ αυτά μπρος στον αποσταλμένο
Του Τσουρτς, που σύξυλος ορθός στεκόνταν
Λέξη να βγάλει ο δόλιος μην τολμώντας.
"Τι καρτεράς;" Του κάνει ο Καραϊσκάκης
"Τράβα και πες του εγώ πως το ’χω κάνει
Και πως δε δίνω λόγο σε κανένα.
Εμπρός. Γύρνα την πλάτη σου και φεύγα!"
Αμέσως έφυγε ο μαντατοφόρος.
Ο αρχηγός καλμάρισε λιγάκι
Ετσι που ’χε ξεσπάσει ο θυμός του
Απάνου στους πραγματικούς τους φταίχτες.
Τότε γυρνά και λέει στους Καπετάνιους:
"Εγινε ό,τι έγινε. Καθένας
Ας πάει στο πόστο του να δούμε τώρα
Το πώς θα ξεπλυθούμε απ’ τη ντροπή μας".
Και να του ξαναστήσουν τη σκηνή του
Προστάζει, να ξεκουραστεί λιγάκι.
Ξεκούραση κι αυτή να σου πέτυχει-
Μάτι δεν έκλεισε όλη τη νύχτα
Από τις σκέψεις που τόνε παιδεύαν.
ΦΩΤΙΕΣ ΣΤΗ ΓΛΥΦΑΔΑ
Ο Κόραν όταν έμαθε σε λίγο
Από τον Τσουρτς τ’ είπε ο Καραΐσκάκης,
Σηκώνει σήμα πανου στη φρεγάδα
Να βγει ο στόλος από το λιμάνι.
Γιατί; Μήπως λογάριαζε να φύγει;
Όχι. Εβγήκε από το λιμάνι
Για να τρομάξει ο Καραϊσκάκης.
Ομως σαν είδε πως ο αρχηγός μας
Τον έστειλε στο διάολο, τότε μένει.
Και στη Γλυφάδα πάει το ίδιο βράδυ
Και μπόλικες φωτιές ανάβει πάλι.
Την άλλη μέρα στέλνει αυτό το γράμμα
Στον αρχηγό, για να τον αναγκάσει
Να κάνει επίθεση αμέσως τότε:
Προς τον Γενναιότατον Στρατηγόν Καραϊσκάκη
Γενναιότατε.
Επιθυμών να σας βοηθήσω όσον δυνατόν και με κάθε τρόπον, όταν κινείτε προς τας Αθήνας, επέρασα κατά τα παράλια της Αττικής έως πέντε μίλια μακράν από τον Φαλερέα,και έκβαλα ανθρώπους εις την γην,οι οποίοι άναψαν φωτιάς και έστησαν Ελληνικάς σημαίας επάνω εις τους λόφους.Το εσπέρας θέλομεν ανάψει πολλάς εις τα τριγύρω βουνά,δια να σύρωμεν εις τα μέρη ταύτα την προσοχήν των εχθρών.
Είμαι, Γενναιότατε, ο ευπειθής δούλος σας
Την 17 Απριλίου 1827
COCHRANE»
Μανία με τις φωτιές αυτός ο Κόχραν.
Η μόνη του πολέμου είναι η τέχνη
Που έμαθε αφότου εδώ είχε έρθει.
Την πρώτη τη φορά είχε ανάψει
Φωτιές πολύ μακριά από την Αθήνα.
Τώρα κοντύτερα τις είχε φέρει.
Εταζε μάλιστα στον Καραϊσκάκη
Πως θα του άναβε κι άλλες τη νύχτα.
Ε! Τί περίμενε ο αρχηγός μας;
Τόσες φωτιές τ' άναψε για βοήθεια-
Ετσι παιχνίδι θα ’ταν το γιουρούσι
Κι η νίκη τέλεια εξασφαλισμένη.
Θεέ! Δεν έχουνε μυαλό οι Ιγγλέζοι;
Τι λογική ειν’ αυτή; Έτσι είναι όλοι;
Κι αν ναι, ακόμα πώς η Ιγγλετέρα
Στέκεται όρθια; Και πώς κυβερνάει
Κι άλλες πολλές σαν τη δική μας χώρες;
Οι άνθρωποι αυτοί μιλάνε δίχως
Πρώτα για λίγο έστω να σκεφτούνε;
Κι αν ναι, ποιός σκέφτεται γι αυτούς; Κανένας;
Οι πράξεις μοναχά γι αυτούς μετράνε;
Βέβαια στον κόσμο μας που ειν’ μόνο ύλη
Ετσι θα πρέπει. Οσοι φαντασία
Και σκέψη και συνείδηση διαθέτουν
Δεν είναι για τον κόσμο αυτόν πλασμένοι.
Σ’ αυτό το μεταξύ ο Καραϊσκάκης,
Για να μη γίνει αίτιος για κανένα
Αυτός, αδιόρθωτο κακό καινούργιο,
Πρόσταξε το Γραμματικό να γράψει
Γραφή στον Τσουρτς που να του φανερώνει
Τη λύπη τη δικιά του και των άλλων
Για το κακό το μέγα που εγίνη.
Ο Τσουρτς αυτήνε τη χειρονομία
Γι αδυναμία του αρχηγού την παίρνει
Και του απαντάει με τούτο δω το γράμμα:
«Προς τον εξοχώτατον Κύριον στρ. Γεώργιον Καραϊσκάκην κτλ. κτλ. κτλ.
Εις Στρατόπεδον Στρατηγέ!
Ταύτην την ώραν έλαβα το γράμμα Σας και είμαι βέβαιος ότι η εξοχότης σας και οι άλλοι στρατηγοί αισθάνεσθε καλά το χθεσινό συμβάν. Η Ελλάς ποτέ δεν έλαβεν μεγαλυτέραν αμαύρωσιν εις την δόξαν της, μήτε επικινδυνωδεστέραν πληγήν εις την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν της. Το αίσθημά μου είναι απερίγραπτον. Και έχω δίκαιον να φοβούμαι την αγανάκτησιν της Ευρώπης κατά της Ελλάδος. Αλλά τίποτε δεν ημπορεί να φυλάξει την Ελλάδα από αυτήν την αγανάκτησιν παρά η ελευθερωσις των Αθηνών διότι ποία θέλει είναι η τύχη των αν πέσουν εις τας χείρας των Τούρκων ύστερα από τας χθεσινάς τρομεράς πράξεις; Ελευθερώσατε λοιπόν τας Αθήνας προχωρούντες ανυπερθέτως εις τα εμπρός, και αν η τιμή μου εκδικηθή,και οι ένοχοι παιδευτούν θέλει γίνω πάλιν Συναγωνιστής των τιμίων και γενναίων στρατιωτών. Προς το παρόν δεν ημπορώ παρά να κλαίω την δυστυχίαν η οποία κατά θείαν παραχώρησιν έγινεν εις την Ελλάδα,και να προσπαθήσω να φυλάξω την τιμήν μου ακολουθών την μόνην οδόν που μου μένει. Οσα μέσα έχω θέλω Σας τα δώσει δια να σώσητε τας Αθήνας.
Σάς ασπάζομαι με αγάπην και θλίψιν
Ο φίλος σας R. CHURCH
Ο Εις τον Πειραιά 17 Απριλίου 1827»
Σατανικό το γράμμα αυτό αλήθεια.
Πίσω από μερικές ψευτοευγένειες
Μία μεγάλη κρύβει κατηγόρια:
Πως φταίει τάχατες ο αρχηγός μας
Γι αυτά που είχανε χτες μόλις γίνει.
Κι ακόμα παίρνει ο Τσουρτς την ευκαιρία
Τον αρχηγό να σπρώξει ν’ ακλουθήσει
Το σχέδιο το παράφρον.το δικό τους.
Όταν το διάβασε ο Γραμματικός του,
Είπε στον Καραϊσκάκη πως το γράμμα
Ηταν γραμμένο απ’ τον τεσσαρομάτη.
Το εκατάλαβε από το ύφος,
Κι από μια πρόταση, που και τα δύο,
Ηταν σουσούμια του τεσσαρομάτη.
Κάνοντας ότι δεν καταλαβαίνει.
Την άλλη μέρα, δεκοχτώ τ’ Απρίλη,
Στέλνει ο Τσουρτς απάνω απ’ τη γολέτα
Εναν Ιγγλέζο αξιωματικό του
Για να ρωτήσει τον Καραϊσκάκη
Αν θα τον υπάκουσει-ναι ή όχι
Απόβαση να κάνει στους Τρεις Πύργους-
Κι αμέσως μάλιστα να τήνε κάνει.
Κι ο Τσουρτς γυρεύει μάλιστα απ’ τον Φάλον
(Ετσι λεγόταν ο αξιωματικός του)
Όχι προφορικό, αλλά γραμμένο
Το τι θα πει ο Καραϊσκάκης να ’χει,
Ώστε η απόδειξη ετούτη να ’ναι
Της ανυπακοής του. Ο αρχηγός μας
Δε δίστασε να του τα γράψει κάτου.
Απάντησε λοιπόν πως για την ώρα
Καμμιά βοήθεια δεν μπορεί να στείλει
Στον Κόχραν, ούτε και να εκστρατέψει
Για την Αθήνα, έχοντας ελπίδες
Πως θα πετύχει στο εγχείρημα του.
Γιατί εργαλεία σκαφτικά δεν έχει.
Κι αν απ’ αυτά του στέλναν πεντακόσα,
Τότες αυτός υπόσχεση τους δίνει
Ότι αμέσως παίρνει την Αθήνα.
Τέτοιος εστάθηκες Καραϊσκάκη
Σ’ όληνε τη μαρτυρική ζωή σου.
Ανυποχώρητος σ’ όποιες πιέσεις,
Ανυποχώρητος σ’ ό,τι το δίκιο
Και το συφέρο ήταν της Ελλάδας.
Και άλλος ποιός τις μαύρες κείνες ώρες
Ενοιωθε πιό καλά τ’ είν’ η Ελλάδα,
Παρά εσύ όπου αγωνιζόσουν
Στα χέρια σου απαλά κρατώντας τήνε
Να τηνε γιάνεις από τις πληγές της
Και πάλι όρθια να την ξαναστήσεις
Γερή και υπερήφανη σαν πρώτα;
Και στάθηκες ακλόνητος σε όσα
Θέλαν οι ξένοι να σου επιβάλουν
ζητώντας απ’ τά χέρια σου να πάρουν
και ν’ αφανίσουν λευτεριά κι Ελλάδα.
Ατσάλινη αρχηγέ η θέληση σου,
Δεν ξεγελάστη με ψευτοευγένειες,
Δε λύγισε στις τόσες απειλές τους,
Δεν έσπασε κατ’ από τόσο βάρος.
Εβλεπες πως τα σχέδια των Ιγγλέζων
Προς την καταστροφή μας οδηγούσαν
Και δεν εδέχτης να τα εφαρμόσεις.
Α! Να βρισκόταν ένας Καραϊσκάκης
Στη θέση που ’ταν ο τεσσαρομάτης
Τι θάματα που θα ’κανε η Ελλάδα…
Αλλά τι σκέψη αλλόκοτη και τούτη
Πώς να ταιριάξω τόλμησα η έρμη
Εστω και με τη φαντασία μου και μόνο-
Πως τόλμησα έτσι κοντά να γράψω
Τα ονόματα τα δυο το ’να με τ’ άλλο
Φωτιά-νερό, γαλήνη-τρικυμία,
Σκοτάδι-φως, κακία-καλωσύνη;
Ποτέ το ’να με τ’ άλλο δεν ταιριάζει
Κι έχθρα θα είναι πάντα ανάμεσό τους.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ
,
Οταν ο Κόχραν είδε ότι ούτε
Φωτιές που δυό νυχτιές είχε ανάψει
Και ούτε οι γραφές και οι φοβέρες
Του αρχηγού αλλάζανε τη γνώμη,
Τη φρεγάτα του άφησε μονάχη
Και στο χώμα επάτησε φουριόζος
Σε μια ακόμα προσπάθεια, και Ελλάδα,
Και στρατό της, τελείως να καταστρέψει
Με το άθλιο, το παράλογο σχέδιό του.
Και απειλεί ότι αύριο θα φύγει
Το κίνημα αν ως τότε δε θα γίνει.
Ο Καραϊσκάκης είδε πως ετούτος
Κι ο Τσουρτς μαζί, έχοντας σύμβουλό τους
Τον κακομήχανο τεσσαρομάτη
Εβάλθηκαν σ’ εμφύλιο να τους ρίξουν.
Κι απόφαση επήρε να ’βρει τρόπο
Κάπως μαζί τους να τα συμβιβάσει
Ωστε κι αυτοί να πάψουν να φωνάζουν,
Και ούτε να χαθεί και η Ελλάδα.
Κόχραν και Τσουρτς γυρεύαν το γιουρούσι
Απ’ τή μεριά να γίνει του Φαλήρου.
Σχέδιο πιο παλαβό δεν θα μπορούσε
Όσο κι αν έψαχνε κανείς, να έβρει.
Ητανε σα να δίνεις στον Κιουτάγια
Τη Ρούμελη και την Αθήνα δώρο.
Όμως αυτό δεν ήθελε κι ο Κόχραν;
Γι αυτό δεν ήταν τάχα στην Ελλάδα
Από τις μυστικές υπηρεσίες
Της μισητής σταλμένος Ιγγλετέρας;
Αυτό δεν ήθελε και ο προδότης
Ο αισχροπόνηρος τεσσαρομάτης,
Για να τον κάνουν ύστερα οι Ιγγλέζοι
Πρωθυπουργό στο κράτος όπου μόνο
Απ’ το Μωρηά θα φτιάχναν, και δικό τους
θα το ’χαν μπεηλίκι και τσιφλίκι;
Αυτό δε θέλανε κι όλοι εκείνοι
Που ’χαν συφέρο απ’ την Ιγγλετέρα .
Και θέλανε τη λευτεριά τους όχι,
Παρά ν’ αλλάξουνε μονάχα αφέντη
Ωστε να γδέρνουνε πάλι τον κόσμο;
Αυτό δε θέλαν κι οι μεγαλεμπόροι
Που το κεμέρι τους βλέπαν μονάχα
Και βλέπαν ότι πλέον η Τουρκία
Επαψε ανθηρό να ’χει εμπόριο
Και ότι το ’χε τώρα η Ιγγλετέρα;
Και τ’ είναι που ’θελε ο Καραισκάκης;
Μια λεύτερη και δίκαια Πατρίδα,
Της τύχης της της ίδιας διαφεντεύτρα
Και στοργική για όλα τα παιδιά της.
Αν των Ιγγλεζων το απαίσιο σχέδιο
Σε πράξη έμπαινε, σίγουρα τότε,
θα γίνονταν εκείνο που ζητούσαν.
Απ’ τ’ αλλο μέρος πάλι δε δεχόνταν
Το σχέδιο που ’χε ο Καραΐσκάκης:
Τον Κιουτάγια να κλείσουν απ’ ολούθε.
Δεν έμενε παρά ο αρχηγός μας
Τον Τσουρτς να προσπαθήσει να τον πείσει
Οτι αφού επίθεση ζητούσαν
Πιό σίγουρος για τούτο δρόμος ήταν
Οχι το Φάληρο, μα ο ελαιώνας.
Γιατί στο Φάληρο, ανοιχτό μέρος,
Θ’ αλώνιζε ο Ρεσίτ με τους ντελήδες.
Τους το ’πε μα εκείνοι τ’ απορρίψαν.
Κι οι τελευταίες ελπίδες του αρχηγού μας
Οτι θα έπειθε τους δυό Ιγγλέζους
Ν’ ακολουθήσουν το δικό του σχέδιο,
Είχανε σβήσει.Τώρα στο μυαλό του
Τριγύριζε ’δώ και δυό μέρες τώρα
Μι’ άλλη ελπίδα: ότι θα μπορέσει
Το σχέδιο το δικό τους, που επιέστη
Για να υποχρεωθεί ν’ ακολουθήσει,
Να το εφάρμόζε με τέτιον τρόπο
Ωστε τουλάχιστο και αν ακόμα
Τη νίκη γι αποτέλεσμα δεν είχε,
Ομως να μη γινόταν κι η αιτία
Για την καταστροφή του ασκεριού του.
Ολη η φροντίδα τώρα και το βάρος
Της θέλησης του εκεί ήτανε ριγμένα-
Πώς τα πολλά κακά να λιγοστέψει
Που θα ’φερνε το σχέδιο των Ιγγλέζων,
Που πια στα σίγουρα θα εφαρμοζόνταν.
Και το απ’ όλα πιό ’πικίντυνο ήταν
Σημείο του φριχτού αυτού σχεδίου,
Οτι αυτοί σε μία μόνο μέρα
Θέλανε στην Ακρόπολη να φτάσουν.
Λες και ο δρόμος ανοιχτός πως ήταν,
Και ότι ο Κιουτάγιας θα κοιμόταν.
Τουλάχιστο σ’ αυτό δεν επιμείναν.
Αφήσανε τον αρχηγό να φκιάσει
Ολες τις λεπτομέρειες του σχεδίου.
(Ισως γιατί οι κακόχρονοι γνωρίζαν
Ότι θ’ αλλάζανε τις λεπτομέρειες
Οταν ο αρχηγός θα είχε λείψει,
Οπως και κάνανε την ώρα εκείνη.
Αυτό που τους ενδιάφερε μονάχα
Ηταν το σχέδιο εγκριμένο να ’ναι
Από τον ίδιονε τον αρχηγό μας).
Μα επιμένανε όμως πως πρέπει
Η επίθεση απ’ τό Φάληρο να γίνει.
"Τουλάχιστο" τους είπε, "αφού δε θέτε
Να ξεκινήσουμε απ’ τον ελαιώνα,
Κι από τα δυό ας επιτεθούμε μέρη".
Το δέχτηκαν ετούτο οι Ιγγλέζοι.
Παίρνει ετότες ο Καραϊσκάκης
Τον Κώστα Μπότσαρη, Κίτσο Τζαβέλλα,
Το Λάμπρο Βέΐκο, τον Μαυροβουνιώτη,
Το Γιώργη Δράκο και τον Μαυρογιάννη
Που απόξω ήξερε αυτά τα μέρη,
και στην κορφή ανεβαίνουν της Καστέλλας,
Να δουν τον τόπο και ν’ αποφασίσουν
Το πώς θα κινηθούν. Τους ακλουθάει
Ο Κασομούλης, που την ώρα εκείνη
Στου αρχηγού βρισκόταν το τσαντήρι.
Στη ράχη όταν φτάσανε, οι τριγύρω,
Βλέποντας αρχηγό και Καπετάνιους,
Μαζεύτηκαν περίεργοι κοντά τους.
"Φευγάτε ωρ’ έλληνες από κοντά μας
Γιατί δεν έχει για να πάρτε άλλα.
Όσα επήραμε απ’ το Μοναστήρι
Την ίδια μέρα τα μοιράσαμε όλα".
Σκάνε στα γέλια με το χωρατό του
Γιατί κι αυτοί οι ίδιοι κι όλοι ξέραν
Πως τίποτα δε βρέθηκε εκεί μέσα.
Καθήσαν σταυροπόδι απά’ στο βράχο.
Παίρνει το κιάλι ο Καραϊσκάκης
κοιτάει προσεχτικά παντού τον τόπο.
Πέρα απ’ το Βοϊδολίβαδο απλωνόταν
Χρυσόφυλλος, γλυκός ο ελαιώνας.
Καλά τον βλέπει ο αρχηγός. Τα δέντρα
Τ’ αμπέλια του, οι φράχτες, τα χαντάκια,
Ιδανικόν για πόλεμο τον κάναν.
Μετά κατά τους Τρεις τηράει Πύργους.
Αδειος ο τόπος, ανοιχτός και χέρσος.
Μοναδικός για την καβαλαρία,
Όπου σ’ αυτήν εστήριζε ο Κιουτάγιας
Όλες του τις ελπίδες στον αγώνα.
Πήραν κι οι άλλοι έπειτα το κιάλι
Και κοίταξαν προσεχτικά τα μέρη.
Τέλος συμφώνησαν ότι το πόστο
Που θα μπορούσε να ’πιανε η κολόνα
Όπου ακάλυπτη θα προχωρούσε
Απ’ τούς Τρεις Πύργους κατά την Αθήνα,
Ηταν του Μολυβά ο λόφος μόνο,
Ενα μικρό τσογκρί μέσα στον κάμπο.
Ακόμα αποφασίσανε να φκιάσουν
Από τη θάλασσα μέχρι το λόφο
Δύο ταμπούρια ακόμα, ώστε εκείνοι
Του Μολυβά που θα ’πιαναν το λόφο
Να μην αποκοφτούν απ’ τούς Τρεις Πύργους.
Αμα κατέβηκαν από τη ράχη,
Εσυναχτήκαν μέσα στη σκηνή μας
Να συζητήσουνε τις λεπτομέρειες
Και να διορίσουνε ποιοί και με πόσους
Σ’ αυτό το κίνημα θα παίρναν μέρος.
Κι αφού καλά τα εξετάσαν όλα,
Πήρανε τούτες δω τις αποφάσεις:
Τρεισήμισυ χιλιάδες νοματαίοι
Από το Φάληρο θα ξεκινούσαν,
και άλλοι τόσοι απ’ τον ελαιώνα.
Οι τελευταίοι θα βγαίνανε τη νύχτα
Από του Σαρδελλά μέσα τη Μάντρα,
Κι αφού περνούσανε πίσω απ’ τους τούρκους,
Θα ταμπουρώνονταν στον ελαιώνα.
Θα φκιάναν τρία κλιμακωτά ταμπούρια,
Ετσι όπου ν’ απέχουν μεταξύ τους
Ως χίλιες δρασκελιές. Την άλλη νύχτα
Οι μπροστινοί θα προχωρούσαν κι άλλο,
Φκιάνοντας παραπέρα άλλο ταμπούρι,
Ενώ τα δυό ταμπούρια που αφήσαν,
θα τα ’πιαναν ευθύς οι παραπίσω.
Απανωτά έτσι φκιάνοντας ταμπούρια
Μέσα σε πέντε νύχτες και ημέρες
Λογάριαζαν να φτάσουν στην Αθήνα.
Το έτσι που απόμενε ασκέρι,
Ως τέσσερες χιλιάδες νοματαίοι,
θα κράταγε τα πόστα της Καστέλλας
Και του Πειραιά. Κι αν ίσως και οι τούρκοι
Που ήταν αντίκρυ τους, πισωγυρίζαν,
Φοβόντας μήπως και μπλοκαριστούνε
Απ’ όσους πιάνανε τον ελαιώνα,
Τότες αυτοί μπροστά θα ετραβούσαν.
Αν ο εχτρός ριχνότανε σ’ εκείνους
Οπου θα βγαίνανε στους Τρεις τους Πύργους,
Τότες οι άλλοι απ’ τον ελαιώνα
θα τράβαγαν ολόισα στην Αθήνα.
Κι εκείνοι αν, αντίθετα, χτυπιούνταν
Που θα κρατάγανε τον ελαιώνα,
Τότες οι άλλοι τρέχουν στην Αθήνα
Και λευτερώνουν τους αποκλεισμένους.
Αν οι οχτροί πάλι δεν κινηθούνε
Δεξά ή αριστερά, τότες εκείνοι
Που θα κρατάγανε τον ελαιώνα,
θα κοίταγαν να κόψουν μ’ όποιον τρόπο
Τα τρόφιμα εκείνων που βρισκόνταν
Στα πόστα του Πειραιά και της Καστέλλας,
Για να τους αναγκάσουνε να φύγουν.
Και τα δυό σώματα θα ’χουν μαζί τους
Τα χρειαζούμενα για τρεις ημέρες
Μη και φαϊ τους λείψουν ή φουσέκια
Αν από κάποιο κίνημα των τούρκων
Τους εσταμάταγε η τροφοδοσία.
Να στείλουν αποφάσισαν αμέσως
Ανθρώπους σ’ Αίγινα και Σαλαμίνα
Και να μαζέψουν από κει ξινάρια
Και φκιάρια και παλούκια όσα μπορέσουν
Που οπωσδήποτε τους χρειαζόνταν
Για τα ταμπούρια που ’χανε να φκιάσουν.
Οταν αυτό το σχέδιο είχε γίνει
Όλοι κατάλαβαν ότι το έργο
Το δυσκολότερο, το παίρνουν πάνω
Εκείνοι που θα βγαίναν στους Τρεις Πύργους.
Για να φυλάξει ο Καραϊσκάκης
Των Σουλιωτων τ’ όνομα και τη δόξα
Τους προσκαλεί αν θέλουν να διαλέξουν
Ποιό από τα δύο μέρη προτιμούσαν.
Τη γνώμη τους για να προλάβει όμως
Τους λέει: "Επειδή εγώ ατός μου
Θε να βρεθώ σ’ εν’ απ’ τα δύο μέρη,
Αφήστε με να πάω με την κολόνα
Όπου θα ντισμπαρκάρει στους Τρεις Πύργους.
Και στον ελαιώνα πάτε η αφεντιά σας".
Μα οι Σουλιώτες όπου θέλαν πάντα
Να ξεχωρίζουνε από τους άλλους
Με την αντρειά και την παλληκαριά τους,
Και που γυρεύανε να πολεμάνε
Όπου ο κίντυνος ήταν μεγάλος,
Ξεκαθαρίζουνε πως προτιμάνε
Αυτοί στους Τρεις τους Πύργους να βρεθούνε.
Τους αποκρίνεται: "Ας είναι αδέρφια.
Δουλειά να κάνουμε, κι ό,που βρεθούμε
Το ίδιο είναι. Μα σας λέω πάλι
Καλλίτερα εγώ εκεί να πάω
Γιατί εσείς εδώ είσαστε νέοι
Και δεν το ξέρετε καλά τ’ ασκέρι
Το τούρκικο, καθώς εγώ το ξέρω."
Μα οι Σουλιώτες όμως επιμένουν
Να πάρουν το ’πικίντυνο το μέρος.
Τους κάνει το χατήρι ο αρχηγός μας
Και στην κολόνα των Τριών των Πύργων
Διορίζει Μπότσαρη, Κίτσο Τζαβέλλα,
Ολους τους αποδέλοιπους Σουλιώτες,
Το Νοταρά, Βάσσο Μαυροβουνιώτη,
Το Μακρυγιάννη με τους Αθηναίους,
Τους Κρητικούς με πρώτο τον Καλλέργη,
Το ταχτικό με πρώτον τον Ιγγλέση,
Κι άλλους μικρότερους Καπεταναίους
Με τον δικό του νταϊφά καθέναν.
Αυτός μαζί του θα ’παιρνε τ’ ασκέρι
Που ’χε μαζί του απ’ τό Κερατσίνι.
Σε κείνους που θα μέναν στα ταμπούρια
Τον Τσουρτς λογάριαζε αρχηγό να βάλει
Που επιτέλους θα τον προσκαλούσε
Να ξεκολλήσει από τη γολέτα.
Το πιο καλό ήταν αυτό το σχέδιο
Απ’ όσα θα μπορούσανε να γίνουν
Μετά από την επιμονή των δύο,
Κόχραν και Τσουρτς, να μην ακολουθήσουν
Κανένα από τα τρία τ’ άλλα σχέδια
Που ’χε προτείνει ο Καραϊσκάκης.
Πράγματα λίγα αφήνονταν στην τύχη.
Και μάλιστα τ’ ασήμαντα ή εκείνα
Που ήταν αδύνατο να προβλεφτούνε.
Μηνάει στον Τσούρτση ο Καραϊσκάκης-
Τον Ιταλό του στέλνει κοντέ Πόρο
Που είχε κάνει φροντιστή στ’ ασκέρι-
Να συνεννοηθούν για τις ανάγκες
Που θα ’χανε στον πόλεμο οι στρατιώτες.
"Θέλω", του λέει ο Καραϊσκάκης
"Νερό και φαγητό για τρεις ημέρες.
Ξινιάρια-φκιάρια θέλω πεντακόσα.
Και θέλω ακόμα είκοσι χιλιάδες
Δεκάρικα φουσέκια." "Ως για τα φκιάρια
Και τα ξινάρια" τ’ απαντάει ο κόντες,
Θα στείλω Αίγινα, Ερμιόνη, Πόρο,
Να τα συνάξω. Για πολεμοφόδια
Σού έχω γενναιότατε ό,τι θέλεις:
Φουσέκια έτοιμα είκοσι χιλιάδες".
"Οχι" ο αρχηγός τον αντισκόβει
"Δε μίλησα για είκοσι χιλιάδες.
Δεκάρια είκοσι θέλω χιλιάδες. ,
Κατάλαβες;" Ο κόντες τι να κάνει,
Είπε πως εκατάλαβε. Μα όμως
Ετούτη του η κουτοπονηρία
Δεν ήτανε αθώα-είχε αιτία.
Εχοντας τώρα όλα ετοιμάσει
Δεν ήθελε ν’ αργεί ο Καραϊσκάκης.
Αφού η απόφαση ήτανε παρμένη
Τον Κώστα το Βλαχόπουλο προστάζει
Που είχε ’ρθει εκεί πριν λίγες μέρες
Κι από του Τσουρτς ήταν τους ταλαρίσιους,
Να πάει με το σώμα του τη νύχτα
(Που μέτραγε εξακόσα παλληκάρια)
Ως χίλια μέτρα πέρα από το πόστο
Του Μακρυγιάννη, μπρος στον ελαιώνα,
Και να ταμπουρωθεί σ’ αυτή τη θέση.
Αρνιέται ο Βλαχόπουλος. Και λέει
Οτι αυτόν ο Τσουρτς τόνε πληρώνει
και μόνο εκείνονε θα υπακούσει.
Ητανε απ’ αυτούς όπου οι Ιγγλέζοι
Και ο τεσσαρομάτης επληρώναν
Για να τους έχουν υποταχτικούς τους
Και να μπορούνε και μ’ αυτό τον τρόπο ,
Στον αρχηγό να φέρνουν δυσκολίες.
Και τι να έκανε ο Καραισκάκης
Το ανεχόταν αφού δεν μπορούσε
Να κάνει αλλιώς χωρίς να κιντυνέψει
Του ασκεριού η ένωση κι η τάξη.
Τέλος υποχρεώθηκε να πάει
Στη θέση που διατάχτηκε να πιάσει.
Το πόστο του ήτανε μέσα στους βάλτους.
Και ήταν επικίντυνο ένα πόστο.
Κι όπως οι ταλαρίσιοι οι στρατιώτες
Ατεχνα τα ταμπούρια τους εφκιάσαν,
Την πρώτη κιόλας μέρα εχαθήκαν
Τέσσεροι, κι έντεκα επληγωθήκαν.
Ο Τσουρτς, εικοσιμία του Απρίλη,
Στέλνει ειδοποίηση στον αρχηγό μας
Ότι εφτάσανε τα εργαλεία.
Ησυχος κι απ’ αυτό ο Καραϊσκάκης,
Την ίδια τη στιγμή μηνάει στον Κόχραν
Να ετοιμάσει αμέσως τα καράβια,
Να μπούνε μέσα το ίδιο κείνο βράδυ
Όσοι ήτανε να πιάσουν τους Τρεις Πύργους.
Το μήνυμα ο Κόχραν όταν πήρε,
Εφούσκωσε σαν διάνος, και με τρόπο
θεατρικόν όπως συνήθως, λέει:
"Γεύμα λοιπόν στις εικοστρείς τ’ Απρίλη
Θα ’χουμε στην Ακρόπολη!" Τι βλάκας!..
Το σούρουπο σαν ήρθε, οι νταϊφάδες
Αρχισαν πρόθυμα να προχωράνε
Στο Τουρκολίμανο, για τις φελούκες
Που θα τους πήγαιναν ως τα καράβια.
Μαζί τους ήταν κι ο Καραϊσκάκης.
κυττάει όμως... τι να δει… ο κόντες
Του είχε φέρει μόνο εβδομήντα
Φκιάρια-ξινάρια. Ο Καραϊσκάκης,
"Εδώ", του κάνει, "Εχουμε ανάγκη
Το πιο λιγότερο από παντακόσα
Κι εσύ μου ’φερες μόνο εβδομήντα;
Και που ’ναι οι τροφές και τα φουσέκια;
Αμ πες μου ότι βάλατε στο νου σας
Βουλή να μου χαλάσετε τ’ ασκέρι!"
Μετά φωνάζει στους αγωνιστάδες:
"Γυρνάτε πίσω. Βγάτε απ’ τις φελούκες.
Το κίνημα θα γίνει αύριο βράδυ".
ΜΑΛΑΓΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΨΑΡΙΑ
Την άλλη μέρα, εικοσιδυό τ’ Απρίλη,
Που να μην είχε θε μου ξημερώσει,
Μόλις σηκώθηκε ο Καραϊσκάκης
Το πρώτο ήταν να γράψει ένα γράμμα
Στον Τσουρτς και να ζητάει τα εργαλεία
και τις τροφές και τα πολεμοφόδια
που γύρεψε. Ο Τσουρτς του στέλνει μόνο
Οχτώ κάσσες φουσέκια που δε φτάναν
Παρά για πόλεμο δυό ωρών μονάχα.
Πια είχε ξεχειλίσει το ποτήρι.
Και τι δεν είχε κάνει ο αρχηγός μας
Ωστε καλά να τα ’χει με τους δύο-
Τον αρχιστόλαρχο που στρατηγούσε,
Το στρατηγό ξηρά που δεν πατούσε.
Πόσες θυσίες... υποχωρήσεις πόσες!
Κορώνα γράμματα ’δέχτη να παίξει
Τα παλληκάρια του και τη ζωή του.
Και τώρα θέλανε να τόνε στείλουν
Στη συφορά δεμένον χέρια πόδια.
Στην πλέον κρίσιμη απ’ όλες μάχη
Που είχε δώσει ως την ώρα εκείνη
Χωρίς φουσέκια θέλαν να τον στείλουν.
Μετά απ’ αυτό ξεκαθαρίσαν όλα
Μπροστά στα μάτια του Καραϊσκάκη.
Αυτοί οι δυό Ιγγλέζοι ό,τι κάναν
Δεν το ’καναν απ’ την ακατεχιά τους.
Ηταν στο χαλασμό για να τον σπρώξουν.
Ξέσπασε όσο άλλοτε ποτές του.
Μπροστά στου Τσούρτση τον αποσταλμένο
Αναθεμάτισε και Τσουρτς και Κόχραν,
Αναθεμάτισε τον εαυτό του
Και την που είχε πάρει αρχηγία.
Κι όσο έβλεπε μπροστά του τα φουσέκια-
Τις οχτώ κάσσες-που του είχαν στείλει,
Ολο και φούντωνε και φουρκιζόταν.
"Ελάτε εδώ ωρ’ έλληνες!" φωνάζει.
"Πάρτε από δώ τούτες τις παληοκάσσες
Που ο γαλαντόμος έστειλε ο Φράγκος
Και ρίχτε τες μαλάγρα για τα ψάρια."
Τις πήρανε για να τον ησυχάσουν
Αλλά στη θάλασσα δεν τις πετάξαν.
Μακάρι να τις πέταγαν θεέ μου.
Μακάρι του ντουνιά όλα τα βόλια
Από της γης την όψη να χανόνταν.
Μακάρι... Τόση εστάθη η ταραχή του
Που τ’ άρρωστο και το λιανό κορμί του
Το ταλαιπωρημένο τόσους μήνες
Δεν άντεξε.Τον έπιασε μια θέρμη
Και μια τρεμούλα, κι έπεσε στο στρώμα.
"Ητο δε υπέρ ποτέ άλλοτε ηρεθισμένος κατά τας ημέρας εκείνας. η προσβληθείσα δια τον διορισμόν των ξένων αρχηγόν φιλοτιμία του,η δυσκολία την οποίαν απήντα εις τας προς αυτούς σχέσεις,η ανάγκη εις ην ευρίσκετο να υπείκει εις αυτούς,η θλίψις την οποίαν ησθάνθη ένεκα των γεγονότων της 16 Απριλίου,η ανησυχία εις ην τον έφερεν η προκειμένη του τελευταίου κινήματος εκτέλεσις,πάντα ταύτα επί τοσούτον επενήργησαν εις την ηθικήν αυτού διά-θεσιν,ώστε επεθύμησε,λέγουν,τον θάνατον και είπε μάλιστα,ως βεβαιούσι,τούτο εις φίλον τίνα,ίνα διασώσει, προσθέσας, τουλάχιστον το όνομα το οποίον δια των αγώνων αυτού εκτήσατο.Η δε τοιαύτη ηθική αυτού κατάστασις επενήργησε και εις την του σώματος υγείαν,τοσούτω μάλλον,όσω,ως γινώσκομεν,ήτο πάντοτε φιλάσθενος. και τη 22 του μηνός κατελήφθη υπό πυρετού".
(Παπαρρηγόπουλου, "ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ")
Φέραμε το γιατρό να τον κοιτάξει.
Αυτός του έδωσε να πιεί κινίνο.
Εκεί που είχε τα κακά του χάλια
Να κι ο Βλαχόπουλος ο Κώστας φτάνει
Και άρχισε να του παραπονιέται
Ότι εκείνη η θέση που ’χε πιάσει
Ητανε δύσκολη, και κάθε μέρα
Είχε πολλούς νεκρούς και τραυματίες.
Και να του δώσει ζήτησε ενισχύσεις.
Σ’ άσχημη όμως ώρα είχε φτάσει.
Γιατί αυτός ήτανε ταλαρίσιος
Και πληρωνότανε απ’τούς Ιγγλεζους.
Κι αυτό ήταν αρκετό στον αρχηγό μας
Να του θυμίσει όλα τα εμπόδια
Κι όλες τις ατιμίες των Ιγγλέζων.
Και ήταν του Βλαχόπουλου το σώμα
Το πιο απ’ όλα καλοπληρωμένο.
Κι ενώ του αρχηγού τα παλληκάρια
Δεν είχανε λεφτά ούτε να φάνε,
Εκείνοι με τα γρόσα που επαίρναν,
Αν και σε πόλεμο, καλοπερνούσαν.
"Αμ ξέρω τι κιοτήδες είσαστε όλοι",
Του φώναξε, "Εσείς οι ταλαρίσιοι.
Και πού νομίζατε τάχα πως πάτε
Σαν το λουφέ βάζατε στο κεμέρι;
Σε πανηγύρι; Πόλεμος εδώ ’ναι.
Θα πληγωθείτε και θα σκοτωθείτε.
Τι σόι του λόγου σας στρατιώτες είστε
Που δε μπορείτε ουτ’ ενα ταμπούρι
Της προκοπής να φτιάξετε; Άει πες τους
‘Οτι εδώ κανείς δεν πολεμάει
Ούτε πολέμησε κανείς ποτέ του
Για τάληρα. Γι αυτό από μας κανένας
Βοήθεια δε θα πάει σε ταλαρίσιους.
Έχουνε χρέος τους εκεί να μείνουν
Όπου τους έχω τάξει. Ειδέ αν θέλουν
Ας φύγουν. Και στη θέση τους ’γω στέλνω
Διακόσα απ’ τ’ άλλα μας τα παλληκάρια
Που ξέρουνε και πόλεμο να κάνουν
Και ξέρουν και να φτιάχνουνε ταμπούρια,
Και να σκοτώνουνε ξέρουνε τούρκους,
Χωρίς και από κείνους να χαλιούνται".
Μες στο τσαντήρι κείνηνε την ώρα
Ηταν ο Γιώργης ο Γεροθανάσης.
Γυρνά ο Καραϊσκάκης και του λέει:
"Μωρέ Γιωργάκη πήγαινε να πάρεις
Διακόσα παλληκάρια από τις ράχες
Να πάτε να φυλάξετε το μέρος
Για να γλιτώσω από τούς ταλαρίσιους".
Φύγανε όλοι κι έμειν’ ο αρχηγός μας
Μονάχος του μ’ εμένα στο τσαντήρι.
Στην κουρελού εξάπλωσε απάνου,
Το πρόσωπό του έστρεψε στον τοίχο.
Εριξε στο κεφάλι του την κάπα
και κουλουριάστηκε, να ησυχάσει.
Μία τ’ απόγεμα ήταν η ώρα.
Σταθηκα και τον κοίταξα για λίγο.
Δέκα χιλιάδες έβλεπα νομάτους
Στα δυό του τα χεράκια να κρατάει
Και να τους οδηγάει προς τη νίκη
Και να τους οδηγάει προς τη δόξα.
Κι έβλεπα τη φτωχολογιά του τόπου
Να στέκεται δεξά κι αριστερά του
Και να του στρώνει δάφνες να περάσει.
Κι έβλεπα δυό Ιγγλέζους να κρατάνε
Σκοινιά στα πόδια του μπρος τεντωμένα
Να τόνε σταματήσουνε ζητώντας.
Κι έβλεπα και το μαυροφορεμένο
Το χοντρογούρουνο τεσσαρομάτη,
Μπροστά να πέφτει στ’ αρχηγού το δρόμο
Με το χοντρό του σώμα να τον φράξει.
Και τους κοτζαμπασήδες εθωρούσα
Με τάλαρα και με χρυσά στα χέρια
Μ’ αυτά να ραίνουν τον τεσσαρομάτη
κι εκείνος να τα τρώει και να χοντραίνει.
Απ’ τ’ όραμα ετούτο ζαλισμένη
Και μην μπορώντας άλλο να τ’ αντέξω
Στον ώμο πήρα το καριοφυλλάκι
Και βγήκα να φυλάξω καραούλι,
Να μην αφήσω να ’μπαινε κανένας
Την ησυχία του να του ταράξει.
Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΩΡΑ
Πού να ’ξερα ετούτο πως θα ήταν
Το τελευταίο που ’κανα καραούλι
Του αρχηγού φυλάγοντας τον ύπνο…
Πού να ’ξερα πως θα ’τανε η μέρα
Η τελευταία αυτή όπου τον είδα
Να ξεκουράζει τ’ αρρωστο κορμί του…
Πού να ’ξερα ότι ετούτη η μέρα
Η τελευταία θα ’ταν απ’ τις μέρες
Όπου θα το μπορούσε να καυχιέται
πως φως ένα λαμπρότερο απ’ το φως της
Τη φώτισε; Πως ο Καραϊσκάκης
Μέσα της έζησε, άκουσε, είδε…
Δεν είχε ώρα ούτε μισή περάσει
Αφότου βγήκα από την έρμη πόρτα,
Κι η πέτρα που ξεκίνησε απ’ τη ράχη
Απ’ τον τεσσαρομάτη αρχινισμένη,
Και μήνες τώρανες κατρακυλούσε,
Και μας εζάλιζε με τη βουή της,
Και μας εφρίκιαζε με τον αχό της,
Η ώρα έφτασε να σκάσει κάτου
Και το σκοπό της η καταραμένη
Αλοξοδρόμητα να τον πετύχει…
Δεν είχε ώρα ούτε μισή περάσει
Αφότου βγήκα από την έρμη πόρτα
που το μαχαίρι που ’χε ξεκινήσει
Μέσα απ’ τα χέρια του τεσσαρομάτη
Και που τον μαύρο του έγραφε τον κύκλο
Για μήνες και για χρόνια τόσα τώρα,
Το στόχο του εβρήκε κι εκαρφώθη.
Δεν είχε ώρα ούτε μισή περάσει
Αφότου βγήκα απότην έρμη πόρτα
Και το δλητήριο που από χρόνια τώρα
Του αρχηγού επότιζε το σώμα,
Εφτασε στην καρδιά κι έπνιξε μέσα
Στο κρύο σκότος του το φως της όλο.
Σε λίγο κι οι ανύποπτοι ακόμα
θα βλέπανε τη συντριμμένη πέτρα,
Και στα συντρίμμια της μέσα τον ήρω.
θα βλέπανε το αίμα το χυμένο
και το νεκρό του θαντικρύζαν σώμα.
Σε μια… σε δυο.. σε τρεις… σε πέντε ώρες...
Δεν είχε ώρα ούτε μισή περάσει
Αφότου ξάπλωσε ο Καραϊσκάκης
Κι ακούστηκαν να πέφτουνε ντουφέκια.
Ξαφνιάστηκε, γιατ’ είχε προσταγμένα
Να ’ναι οι δικοί μας όλοι λουφαγμένοι
Και αφορμή καμμία να μη δώσουν
Στους τούρκους για ν’ ανάψει ντουφεκίδι,
Μια και να γίνει κείνο κει το βράδυ
Το κίνημα ήταν αποφασισμένο.
Μα η ψιλή φωτιά όλο πληθαίνει
Κι αρχίσαν να βροντάνε και κανόνια.
Πετάχτη τότε απάνου και βγήκε έξω
Ετσι ξαρμάτωτος καθώς κοιμόταν.
"Τί τρέχει ωρέ;" Ρωτάει τους τριγύρω.
"Στο Βοΐδολίβαδο αρχηγέ χτυπιούνται"
Αμέσως άλλος άνθρωπος εγίνει.
Αυτός, ο λίγο πριν σαν πεθαμένος
Ψηλά ορθώνει τώρα το κορμί του
Και λάμπουνε τα μαύρα του τα μάτια.
Προστάζει τον πιστό του τον αράπη
Γοργά να πα’ να φέρει τ’ αλογό του.
"Νησιώτες κάνουν την αρχή και πολεμούν στον κάμπο. Καραϊσκάκης τ’ άκουσε και βγαίνει απ’ τό τσαντήρι
Και στον αράπη εχούγιαξε και στον αράπη λέει:
-Αράπη, τράβα τ’ άλογο, δώσε μου το σπαθί μου
Σήμερα θα πεθάνουμε, σήμερα θα χαθούμε..."
(Δημοτικό)
"Τραβάτε πέστε στον Χατζημιχάλη
Μ’ όλη του να ’ρθει την καβαλαρία".
Κάνει νανέβει πάνου στ’ άλογό του
Μα βλέπει ότι άρματα δεν είχε.
Δίπλα του ο Γιαννάκης Λογοθέτης.
Αρπάζει από τη μέση το σπαθί του,
Πηδάει στη σέλλα, σπηρουνίζει τ’ άτι,
Και προς τη δόξα ο ήρωας καλπάζει-
Και προς το θάνατο ο Καραϊσκάκης.
Τί είχε τρέξει; Πώς είχε αρχίσει
Η ακαρτέρευτη ετούτη η μάχη
Που βούτηξε τους έλληνες στο πένθος
Και την Πατρίδα μας στη δυστυχία;
Να τι είχε τρέξει: ο τεσσαρομάτης
Μίλησε με τον Κόχραν και τον Ούρκαρτ
Και δημιούργησαν μια ευκαιρία
Για να σκοτώσουν τον Καραϊσκάκη.
Ταμπούρια είχανε και οι νησιώτες
Στο Φάληρο. Κι είχανε για αρχηγό τους
Τον Ούρκαρτ, που ’ταν ανηψιός του Κόχραν.
Οι Κρητικοί διπλα απ’ αυτούς βρισκόνταν
Απ’ τον Καλλέργη στρατολογημένοι,
Κι αυτοί με χρήματα που ’δινε ο Κόχραν.
Όταν ετρώγανε το μεσημέρι
Κρασί εφέρανε και τους μοιράσαν,
Πεσκέσι απ’ τό ναύαρχο τον Κόχραν.
Το ήπιανε και ήρθανε στο κέφι.
Εύκολο ήταν έτσι μεθυσμένοι
Κι αν δεν τους έσπρωχνε κανείς ακόμα
Τα όπλα τους να βγάλουν και ν’ αρχίσουν
Σαν Κρητικοί να λιανοντουφεκάνε.
Κι εύκολο ήταν κάποιοι να σκεφτούνε
Αντίς να ντουφεκάνε στον αέρα
Να στρέψουν τα ντουφέκια τους στους τούρκους.
Με Διοικητή κάποιον που δε μιλούσε
Γιατί ήτανε συνένοχος των άλλων,
Προχώρησαν τα πράγματα, κι η μέθη,
Εβρήκε διέξοδο στη μάχη εκείνη.
Οι τούρκοι απ’ την άλλη δε διστάσαν
Ν’ αποκριθούν. Και μια μετά την άλλη
Αδειάζανε τις μπαταριές κι εκείνοι.
Σε λίγο πήραν μάλιστα ενισχύσεις
Ντελήδες και πεζούς. Τότε πηδήσαν
Εξω απ’ τη μάντρα τους και ξεμπροστιάσαν
Τους μισομεθυσμένους τους νησιώτες.
Βλέπει ο Νικηταράς απ’ την Καστέλλα
Να κηνυγάν οι τούρκοι τους δικούς μας,
Το μπαϊράκι του ευθύς σηκώνει
Και κατεβαίνει με τον νταϊφά του.
Το ίδιο κάναν κι άλλοι Καπετάνιοι.
Και κόρωσε ο πόλεμος σε λίγο.
Κι αρχίσαν να βροντάν και τα κανόνια.
Μπρος στην ορμή των νιόφερτων ελλήνων
Πισωδρομάν οι τούρκοι και λακάνε
Και πάλι στα ταμπούρια τους κλεινόνται.
Μα τώρα τα αίματα είχαν ανάψει.
Χυμά ο Νικηταράς σ’ ένα ταμπούρι
Ζητώντας να το πάρει με ρεσάλτο,
Και του ’ρχεται ένα βόλι στο σαγόνι.
Σκοτώνονται καμπόσα παλληκάρια
κι άλλα πληγώνονται. Φτάνει στους τούρκους
Βοήθεια, και τολμάν κόντρα γιουρούσι.
Τώρα οι έλληνες πισωδρομάνε.
Μα να, ηχεί μία κραυγή τριγύρω:
"Εφτασε ο αρχηγός!" Ηταν η ώρα
Που πάνου στ’ αλογο ο Καραϊσκάκης
Εφτανε τρέχοντας να δει τι εγίνει.
Βλέπει να κηνυγιούνται οι δικοί μας
Κι αφού θα κάναν κίμημα το βράδυ
Δε θέλει τώρα δα να νικηθούνε
Και σε μια κρίσιμη σαν τούτη ώρα
Το ηθικό τους να ’χουνε πεσμένο.
Γκαρδιώνει το λοιπόν κι αυτός τ’ ασκέρι
και ρίχνεται μ’ αυτό ξανά στους τούρκους
Αυτός τραβώντας όπως πάντα πρώτος.
Όμως πληγώνεται το άλογό του.
Πεζεύει και το πρώτο καβαλάει
Αλογο που εβρέθηκε μπροστά του.
Εκείνο τζαναμπέτικο εβγήκε,
και τσίναγε, και δεν επροχωρούσε.
Γιαννούσης Πανομάρας τόνε βλέπει,
Βλέπει ότι γινόταν έτσι στόχος
Κι αρπάζει του άλογου τα χαλινάρια
Φωνάζοντας μαζί στον Καραϊσκάκη:
«Κατέβα κάτου Καπετάνιε!". Κείνος
"Τι λες ωρέ Γαννούση;" του φωνάζει.
"Ασε το άλογο να προχωρήσει!"
"Σου λέω αρχηγέ κατέβα κάτου!".
"Ωρέ ας τ’ άλογο να προχωρήσει!"
"Κατέβα ή το σφάζω!" του φωνάζει
’Κουμπώντας του γιαταγανιού τη μύτη
Στην ιδρωμένη την κοιλιά του αλόγου.
Φτάνει η καβαλαρία μας στην ώρα
Με το Χατζημιχάλη αρχηγό της
Και τριγυρίζει τον Καραϊσκάκη.
πηδάει σ’ εν’ άλλο άλογο εκείνος
κι ορμά μαζί με την καβαλαρία.
Κλείνει τους τούρκους μέσα στα ταμπούρια
και κηνυγάει πέρα τους ντελήδες.
Μέχρι του ποταμού φτάνει τις όχθες
Τους τούρκους τους ντελήδες κυνηγώντας.
Κι ενώ βρισκότανε τριγυρισμένος
Απ’ την καβαλαρία τη δική μας,
Τρώει ένα βόλι στο βουβώνα ίσα.
Το βόλι ήρθε από μπρος κι από τα πλάγια,
Από τ’ αριστερά προς τα δεξά του,
και από πάνω ήρθε προς τα κάτω.
Πέφτει απ’ τ’ άλογό του ο αρχηγός μας.
Τρέχουν οι άλλοι να τόνε συντρέξουν.
"Δεν είναι τίποτις" τους λέει, κι αμέσως
και πάλι στ’ αλογό του καβαλάει.
Πισωδρομούν σιγά μ’ όλη την τάξη.
Μα ποα δεν το μπορεί να κρατηθεί άλλο
Απάνου στ’ άλογό του και πεζεύει.
Του λένε σηκωτό να τόνε πάνε.
Αρνιέται, μη τον δει έτσι τ’ ασκέρι,
Του θανατά πως είναι, και τρομάξει.
Αυτός μπροστά, οι Καπετάνιοι γύρω,
Οι μπουλουξήδες και τα παλληκάρια,
Κινάνε και πεζοί όλοι πηγαίνουν.
Ως περπατεί, κρατεί την απαλάμη
Απάνου στη βαριά λαβωματιά του.
Στο δρόμο όλο μιλά και χωρατεύει.
Μα κάπου κάπου οι πόνοι δε βαστιούνται,
Πιάνεται απο τον Κίτσο το Τζαβέλλα
Που δίπλα του περπάτα, λέγοντας του
κάθε φορά: "Κίτζιο μπιρ να μου ζήσεις".
Ο άνθρωπος κι ο άπονος ο πόνος.
Ο πόνος που δεν ξεχωρίζει ανθρώπους.
Ο πόνος που τυφλά πέφτει απάνου
Ιδια σε ήρωες και σε κιοτήδες,
Ιδια σε ήρωες και σε αχρείους,
Ιδια σε ήρωες κι ίδια σε κλέφτες.
Ο πόνος που άχρηστη κάνει τη διάνοια,
Ο πόνος που τη βούληση λυγάει,
Ο πόνος που τσακίζει περηφάνειες,
Ο πόνος ο τυφλός που αφανίζει
Κάθε του ανθρώπου πεθυμιά για ζήση.
Αυτός ο πόνος έπιασε κι εκείνον.
Του λεν να πάει πάνου στα καράβια
Για να ’χει πιό φροντίδα κι ησυχία.
"Ενα μόναχα σας παρακαλάω.
Μη φέρτε να με δει γιατρόνε Φράγκο".
Αυτοί που ήταν πάνου στην Καστέλλα
Βλέπουν ότι γυρνά ο Καραϊσκάκης
Με τόσους γύρω του Καπεταναίους
Και χαίρονται γιατί δεν είχαν μάθει
Ότι πληγώθηκε, παρά νομίζαν
Τσάκισε τους εχθρούς κι ερχόταν πίσω.
Κατηφορίζουν κατά το λιμάνι
Κι εκεί, προτού να μπει μέσα στη βάρκα,
Στέκεται λίγο κι αποχαιρετάει
Τους συναγωνιστές του που μαζί τους
Τόσες χαρές-τόσα φαρμάκια ήπιε.
Αδύναμη ήταν τώρα η φωνή του
Και κάπου κάπου απ’ τό σκελετωμένο
Το πρόσωπό του κύλαγε ένα δάκρυ:
"Αδέρφια, πάω γιατρός να με κοιτάξει.
Ισως και να μη ζήσω-ποιός το ξέρει.
Ομως θα πάω ευχαριστημένος
Γιατί όσο μ’ άφησαν οι δύναμές μου
Το χρέος μου έκανα προς την Πατρίδα.
Ενα ζητώ από σας: να μην κιοτήστε,
Μα να φανείτε πιό πολύ γενναίοι
Απ’ όσο σαν εγώ ήμουν μαζί σας.
Μην τους φοβάστε αδέρφια μου τους τούρκους.
Αυτοί άμα σας ξέρουν μονιασμένους
Σάς τρέμουνε. Κι ουτ’ έχετε ανάγκη
Στον πόλεμο άλλοι να σας διαφεντεύουν-
Καλλίτερα τον ξέρετε απ’ όλους.
Κι ο πόλεμος που κάνουμε είναι δίκιος.
Ξανά σας το ζητάω έλληνές μου:
Οταν πεθάνω να μη λυπηθείτε
Γιατί τιμή ’ναι των παλληκαριώνε
Σφαγάρια να τα λεν κι όχι ψοφίμια.
Σχωρνάτε με αδέρφια όπως σχωρνάω
Όλους κι εγώ, μικρούς είτε μεγάλους.
Γεια σας κατακαημένοι μου συντρόφοι
Γειά σας αφήνω άξια παλληκάρια… "
Μόλις και στα ποδάρια του κρατιόταν.
Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια
Όλων, ως και των πιό αντρειωμένων.
Τον βάλανε στη βάρκα. Όταν εκείνη
Βγήκε απ’ το Τουρκολίμανο, μια ορφάνια
Σκέπασε ξαφνικά όλα τα γύρω,
Κι η φοβερή η είδηση ξαπλώθη
Και σαν πνοή επέρασε θανάτου
Απάν’ απ’ όλο το στρατόπεδό μας".
"Σύννεφον σκοτεινόν έπεσεν και μας πλάκωσεν".
(Κασομούλης)
"Τρία πουλάκια κάθονταν στον κάμπο της Αθήνας.
Είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα,
Είχαν και τα κεφάλια τους στο αίμα βουτηγμένα.
Από βραδύ μοιριολογούν και το ταχύ φωνάζουν.
Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωνε, να μ’ είχε ξημερώσει.
Αφέντες έβαλαν βουλή τον πόλεμο να πιάσουν.
Καραϊσκάκης φώναξε πάνου απ’ τ’ άλογό του:
"Που ’στε μπρε Ρουμελιώτες μου, παιδιά μ’ αντρειωμένα;.
Γυμνώστε τα λαφριά σπαθιά και ρίξτε τα ντουφέκια,
Βάλτε τους τούρκους στα μπροστά και κόφτε και σκοτώστε".
Ηρθε μεντάτι των τουρκών, πεζοί και καβαλάροι,
Δεν ήταν λίγοι ουδέ πολλοί, ήταν εννιά χιλιάδες.
Πρώτο γιουρούσι πούκαμαν, δεύτερο τρακο κάμαν.
Λαβώνεται ο Καραϊσκάς κι ο καπετάν Νικήτας.
Κι ο Καραΐσκος φώναξε,ψιλή φωνούλα βγάζει:
"Ελληνες μην κιοτέψετε,παιδιά μη φοβηθείτε
Και παρ’ το γιούχα η Τουρκιά κι ερθεί και μας χαλάσει.
Σαν Ελληνες βαστάξετε και σα Γραικοί σταθήτε.
Κι εγώ κι αν ελαβώθηκα,κι αν είμαι πληγωμένος,
Τώρα θα πάω στην Κούλουρη και στη Φανερωμένη
Πούναι βασιλικός γιατρός, μπάσκε και με γιατρέψει".
(Δημοτικό)
"Πουλάκια μου ψηλόπετα κάτου μην κατεβείτε
Και πεύκα μου παχύσκιωτα μη σκυφτέ τις κορφές σας
Και δείτε μες στον Πειραιά και μες στο Φαλερέα:
Καραϊσκάκης χάνεται και μάτι δεν τ’ αντέχει.
Δεν ειν' το βόλι τούρκικο κι από χαλδούπη χέρι
Μον' ειν' από Ελληνικό χέρι φαρμακωμένο.
Της Ιγγλετέρας η βουλή έχυσε το μολύβι,
Βάζει ο Τσουρτς το σισανέ, ο Κόραν το σημάδι.
(Δημοτικό)
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Τον πήγανε στου Τσούρτση τη γολέτα.
«Πήγαινε», λέει στο Γιωργάκη Βάγια
"Δώσε στ’ αδέρφια μου τους Ρουμελιώτες
Τα χαιρετίσματα, κι ορμήνεψέ τους
Να μην τους πάρει φόβος. Να βαστάξουν
Τα πόστα του καθένας. Και πως θέλω
Πες τους να τους ιδώ. Και πάλι πέρνα
’Πο τό τσαντήρι κι η Μαριώ πες να ’ρθει".
Τον κατεβάζουνε κάτου στ’ αμπάρι,
Στρώνουν στο ξύλο κάτου ένα τσόλι
Και κει ξαπλώνει. Οι γιατροί ερχόνται
Κι αμέσως βλέπουν πως γιατρειά δεν έχει.
Επήγαν να τον δουν κι ο Τσουρτς κι ο Κόχραν.
Ο Κόχραν άρχισε τα κοπλιμέντα.
Τον αντισκόφτει ο Καραϊσκάκης
Με μιαν απότομη χειρονομία:
Ας’ τα παλιά. Ό,τι έγινε έχει γίνει.
Ειν’ ώρα τα μελλούμενα να δούμε".
Ο Κόχραν παίρνει τον τεσσαρομάτη
Και παν και βγαίνουν στο Πασαλιμάνι.
Πρώτη φορά που ο τεσσαρομάτης
Το πόδι του επάταγε στο χώμα .
Μετά ’πο μήνες μέσα στα καράβια.
Σαν ποντικός μιαρός και φοβισμένος
Πηγαίνει τους καρπούς για να τρυγήσει
Του φόνου του τώρα που ο αρχηγός μας
Ξεψύχαγε απάνου στη γολέτα.
Τώρα που ο μέγας έλειψε ο εχθρός του
Ηξερε ότι τ’ άλλα του τα σχέδια,
Αφού το πρώτο του είχε πετύχει
Δε θα ’βρισκαν εμπόδιο από κανέναν.
Κι ενώ ο Καραϊσκάκης ξεψυχούσε,
Σε μάζωξη φωνάξανε οι άθλιοι
Τους πιο σημαντικούς Καπεταναίους.
Όλοι θαρρούσανε ότι θ’ ακούσουν
Λόγια παρηγοριάς από τον Κόχραν
Για τη μεγάλη τους τη δυστυχία.
Κι ως κάθονταν στης σύναξης το χώρο
Με πρόσωπα σκυμένα και με μάτια
Που μόλις συγκρατούσανε τα δάκρυα,
και το μυαλό τους έχοντας σε κείνον
Που η μεγάλη του η απουσία
Σαν πέτρα τους επλάκωνε τα στήθια,
Μπαίνει ο τεσσαρομάτης με τον Κόχραν.
Κι ακούνε, μη πιστεύοντας στ’ αυτιά τους
Τον Κοχραν τον κτηνώδη να τους λέει:
"Ετοιμοι όλοι να μπαρκαριστείτε
Σύμφωνα με το σχέδιο που ’χει γίνει;"
Ξαφνιάζονται όλοι κι αναμεταξύ τους
Με απορία κοιτάζονται μεγάλη.
"Πες του", γυρνάει στον τεσσαρομάτη
Και λέει ο Γενναίος Κολοκοτρώνης
"Ότι εμείς προσμέναμε πως θα ’ρθει
Σα ναύαρχος που ξέρει από τέτοια
Να μας παρηγορήσει για τον μέγα
Χαμό που χτύπησε όλο τ’ ασκέρι.
Γιατί ένας αρχηγός έτσι γενναίος
Και δοξασμένος σαν τον Καραϊσκάκη
Όταν χαθεί, λύπη μεγάλη δίνει
και συλλογή βαθιά σ’ όλο τ’ ασκέρι. "
Ο Κόχραν παρατάει τον Γενναίο
Κι αδίστακτος και κυνικός γυρνάει
Και λέει στους άλλους τώρα Καπετάνιους:
"Ρωτώ για τελευταία φορά και θέλω
Να ξέρω αν είσαστε έτοιμοι να βάλτε
Τώρα σε πράξη, αμέσως, το σχέδιό μου»
Δε βρέθηκε ένας να τόνε σκοτώσει
Την ώρα που εμίλαγε όλα τούτα
Να φύγει κι ο αρχηγός ευτυχισμένος
Και η Ελλάδα να σωθεί, κι ο ίδιος
Ηρωας να γίνει μέγας των Ελλήνων,
Κι εικόνα του καθείς μας να τον έχει
Μεσα στο σπίτι του και στην ψυχή του;..
Αμ μήπως θα καρτέραγε κανένας
Από το χοντρογούρουνο το άλλο,
Τον συνεργό του στη δολοφονία-
Από τον ποταπό τεσσαρομάτη
Να λυπηθεί για το κακό το μέγα-
Για το κακό εκείνος που ’χε κάμει;
Μα τί κακό; Καλό για κείνον ήταν.
Για κείνον άγιο και χρυσό αυτό ’ταν.
Αυτός πάνου στο βόλι που ’χε στείλει
Γραμμένο είχε με χολή και ξύδι:
"Μωρηάς στην Ιγγλετέρα υποταγμένος
Κι εγώ σ’ αυτόν πιστός πρωθυπουργός της"
Αυτός στην τρύπα που άνοιξε το βόλι
Εβλεπε χρυσοφόρο ένα πηγάδι
Και κάθε στάλα αίμα που χυνόταν
Απ’ τήν πληγή, την έβλεπε ασήμι.
Αυτός ό,τι από χρόνια λαχταρούσε
Και που φοβότανε να το τολμήσει,
Τώρα που με την πλάτη των Ιγγλέζων
Το πέτυχε, πετούσε απ’ τή χαρά του.
Αυτός, μέσα στο πένθος της Ελλάδας
Επανηγύριζε γιορτοντυμένος.
Στου Κόχραν την ερώτηση αποκρίθη
Μια αγωνία κι ησυχία μία.
Τέλος "Πώς να το βάλουμε" του λένε
«Σε πράξη ό,ποιο να ’ναι το σχεδιό σου;
Εδώ ψυχομαχάει ο αρχηγός μας
Κι εσύ να κινηθούμε μας γυρεύεις;
Κι έπειτα ακόμα τώρα δα τ’ ασκέρι
Θάβει τους σκοτωμένους μες τή μάχη-
Ανάθεμά τον που την είχε αρχίσει-
Που έγινε ταπόγεμα". "Ε τότες,
’Γω παίρνω τα καράβια μου και φεύγω".
Και σύξυλους τους παρατάει όλους.
Και, πάντα δίπλα του ο τεσσαρομάτης,
Πηγαίνουνε και μπαίνουν στη φελούκα.
Το κτήνος ήξερε ότι αφότου
Ελειψε από τή μέση ο αρχηγός μας,
Η απειλή του θα λογαριαζόταν-
Αφού ο μόνος όπου θα μπορούσε
Κεφάλι να εσήκωνε είχε λείψει.
Κι αλήθεια πέτυχε ό,τι ζητούσε.
Και πριν ούτε δυο μέρες να περάσουν
Αφότου έλειψεν ο άγγελός της,
Οι διάβολοι ρημάξαν την Ελλάδα."
"Οι οπλαρχηγοί δεν ελυπούντο δια την αναχώρησιν του κόχραν, διότι είχον αρχίσει να πεισθώσιν πλέον ότι απαυτόν δεν επερίμενον μεγάλην συνδρομήν , διότι δεν εξύπαζον πλέον τους Ελληνας αι κομπορρημοσύναι ,αλλεφοβούντο μήπως ο στρατός αποδειλιάσει κατά τι εκ της απελπισίας και έπειτα το βάρος της ευθύνης ταύτης ηθελε πέσει επαυτών δια τούτο και μολονότι δεν προέβλεπαν αίσιον τέλοςτου κινήματος τούτου, τα περιστατικά ταύτα και η φιλοτιμία των τους ηνάγκασαν ναποφασίσουν΄ έσπευσαν δε να ειδοποιήσουν τον Κοχράνον,ότι την επαύριον αφεύκτως εκινούντο" .
(Λ. Κουτσονίκα, Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως )
«Στο μεταξύ, ευθύς μετά που ο Βάγιας
Πήγε στους Ρουμελιώτες και τους είπε
Η πεθυμιά ποια ήταν του αρχηγού τους,
Ανέβηκαν ευθύς πα’ στή γολέτα
Ο Γαρδικιώτης και ο Χατζηπέτρος.
Και από μέρους όλων του προσφέρουν
Τα κλαυθμηρότερα σεβάσματά τους.
Οταν τους είδε ο ήρωας να φτάνουν,
Τα κοκκαλιάρικα άπλωσε τα χέρια
Κι "ελάτε αδέρφια μου να σας φιλήσω"
Τους λέει. Γονάτισαν και φιλήθηκαν.
Μετά κι οι δύο δίπλα του καθήσαν
Στο πάτωμα του πλοίου σταυροπόδι.
Τα δάκρυά τους έτρεχαν ποτάμι
Και δεν μπορούσαν ούτε να μιλήσουν.
Σκουπίζοντάς τα στέκονταν κοντά του
Κι ακούγανε αυτός να τους μιλάει
Και λόγια παρηγόριας να τους λέει,
Και για το θάρρος όπου πρέπει να ’χουν,
Και για τους τούρκους, και για την Πατρίδα.
Πάνω από δύο τους μιλούσε ώρες.
Μα πιο πολύ νιώθονταν η σιωπή του:
Σα σταματούσε λίγο να μιλάει
Αδειαζε ο τόπος, χάνονταν το πλοίο,
Και στο κενό εκείνοι βυθιζόνταν.
Για να πιαστούνε γύριζαν τα μάτια
Σε κείνον που ’χε πάψει να μιλάει.
Και πάταγαν σε στέριο χώμα πάλι
Σαν άκουγαν και πάλι τη φωνή του.
Αδύνατη φωνή, φωνή σβησμένη,
Που από ’να σαπισμένο έβγαινε στήθος,
Κα που έφτανε να δένει όλα γύρω
Κι όλα περίσια να τα δυναμώνει.
Και επειδή το ξύπνιο το μυαλό του
Πολλά εμάθαινε βλέποντας λίγα,
Και επειδή ό,τι παρατηρούσε
Δεν τ’ άφηνε ποτέ να πάει χαμένο
Μον’ το ’κανε θησαύρισμα και γνώση,
Ετσι και με το σώμα του είχε κάνει,
κι έτσι εδυνότανε κι αξιολογούσε
κάθε αρρώστιας σύμπτωμα και πόνο.
Και τέλειωσε με τούτα του τα λόγια:
"Να μην απελπιζόστε. Και μην κλαίτε.
Πήρα κι άλλες πληγές και μόνος ξέρω
Να πω ποια είναι η θανατερή μου.
Αν ως το βράδυ βγω στο αναγκαίο,
Είμαι καλά. Είδε αλλιώς, πεθαίνω".
Σταμάτησε για λίγο να μιλάει
Και υστέρα "Ξέρω τον αίτιο", είπε,
"Και παίρνουμε το χάκι άμα ζήσω.
Ειδέ άμα πεθάνω ας μου κλάσει
Τον πούτσο μου κι αυτός. Τι έχει κερδίσει;"
Σαν τον βαρύ ακούσαν τούτο λόγο
Στερέψανε τα δάκρυα τους αμέσως
Και τον ρωτάν και τον ξαναρωτάνε
Να τους ειπεί ποιο τ’ όνομα του αίτιου-
Τον δολοφόνο του να φανερώσει.
Δεν τους απάντησε κι ας επιμέναν.
Ηξερε αυτος τι σάλος θα ξεσπούσε
Το δολοφόνο του αν φανερώσει.
«Όπως κι αν είναι εγώ απόψε φεύγω,
Πάω στην Αίγινα όπου ελπίζω .
Να γιατρευτώ. Αν όμως και πεθάνω…"
"Μη μελετάς το θάνατο. Ακόμα
Εκεί δε φτάσαμε", τον αντισκόφτουν.
"...Ακούστε με. Αν όμως και πεθάνω
Σε σας που είσαστε οι παντοτινοί μου
Οι σύντροφοι, να τι σας παραγγέλνω:
Να μείνετε για πάντα μονιασμένοι.
Πολλούς εχθρούς έχετε να παλέφτε.
Τίποτα δε θα πάθετε αν σταθείτε
Αχώριστοι. Βάλτε τα δυνατά σας
Για να φυλάξετε καλά τα πόστα
Και για να λευτερώστε την Αθήνα.
Απ’ όλα πρώτα όμως να κοιτάξτε
Μη ντροπιαστείτε, σείς, οι αδερφοί μου…
Τα παλαιά και τ' άξια μου συντρόφια…"
Απάνου κει, φτάσαμε στο καράβι
Οι δυο Μήτρηδες κι εγώ μαζί τους.
Του φέραμε καθώς είχε προστάξει
Την κάπα του και όλα τ’ άρματά του.
Μπήκαμε μες στο δώμα που τον είχαν.
’Ποθέσαμε ό,τ’ είχαμε μαζί μας
Σε μια γωνιά, και πήγαμε κοντά του.
Όταν μας είδε, και πρι’ μας μιλήσει,
Αναλυθήκαμε όλοι σε δάκρυα.
Ψιθύρισε: "Καθήστε. Και μην κλαίτε."
Μα ήτανε κι εκείνος βουρκωμένος.
Καθήσαμε στο δώμα σταυροπόδι.
"Κανείς δεν ξέρει αν ζω ή αν πεθάνω.
Γι αυτό σε σας, τους πιό αγαπημένους,
Θέλω ν’ αφήσω για να εκτελέστε
Τις τελευταίες μου παραγγελίες.
Στο γιό μου τη Βασιλική μου αφήνω…"
(Σημείωση του ποιητή: Βασιλική είχε ονομάσει το ντουφέκι του)
Στρέφει και με συγκίνηση τη βλέπει.
Τα πλούτη που καζάντησα όσο ζούσα,
Ετούτο είναι μόνο το ντουφέκι.
Τις τσούπρες μου που ’ναι μικρές ακόμα,
Κι αδύναμες για να κυβερνηθούνε,
Σάς τις αφήνω να τις προστατέψτε".
"Σού ξαναλέμε αρχηγέ και πάλι
Μη μελετάς το θάνατο" του κάνει,
Διακόπτοντας τόνε ο Χατζηπέτρος.
«Άκούστε με. Σάς είπα ότι ξέρω
Ποιό είναι το σημάδι του θανάτου.
Όσο για μένα πια, είτε να ζήσω
Η να πεθάνω, ίδιο τώρα είναι.
Εκείνο μόνο που μου δίνει λύπη
Και θα μου δίνει και στο θάνατό μου
Είναι τ’ αδύναμα μικρά παιδιά μου
(Όμως το ξέρω πως θα τα συντρέξτε)
Κι έπειτα σεις, όπου αν θα πεθάνω
Δεν πρόφτασα να κάνω αυτό που πρέπει
Το δίκιο σας να βρείτε-εσείς που τόσα
Βάσανα υποφέρατε μαζί μου.
Και τώρα πάρτε ένα χαρτί και γράφτε"
Και τη διαθήκη του υπαγορεύει:
"Σαράντα τέσσερες χιλιάδες γρόσα εις το κεμέρι του Μήτρου Αγραφιώτη. Από αυτά οι τριάντα χιλιάδες να δοθούν εις ταίς τσούπραις μου΄ να τας περιλάβουν οι δύο Μητρηδες, του Σκυλοδήμου και Αγραφιώτη. Δύο χιλιάδες να πάρει ο ένας Μήτρος και δύο ο άλλος, όπου με εδούλευαν. Χίλια να πάρουν εκείνοι όπου θα με θάψουν. Δυο χιλιάδες έχει ο γραμματικός μου, τέσσερες χιλιάδες γρόσα της Μαργιώς.Τα άλλα να μοιρασθούν δια την ψυχήν μου. Αυτά όπου έχω εις την σακκούλαν μου να τα λάβουν οι γραμματικοί και τζαουσάδες μου.
22 Απριλίου
Καραησκάκης»
(Σημείωση του ποιητή: Ο ήρωας έγραφε το «αη» του «Καραησκάκης» με ήτα)
Του δώσαν το χαρτί να το υπογράψει.
Το ’κανε με τρεμάμενο το χέρι.
Και είπε να προστέσουμε αποκάτου:
«Το ντουφέκι μου και άτια μου να πάνε του παιδιού μου και ώρα μου. Εξη χιλιάδες γρόσα μου θέλει ο Νοταράς Ιωάννης. Δεκαπέντε χιλιάδες γρόσα έχει ο Μήτρος του Σκυλοδήμου δια τον Κασινίκα και λοιπούς, Δαγκλή και άλλους αξιωματικούς.»
Αυτό το βιός που άφησε ήταν όλο
Στα δυο απορφανεμένα τα παιδιά του.
Φτώχεια, τιμή μεγάλη που λογιέσαι
Οταν μεγάλες θέσεις συντροφεύεις!
Πλούτε που ατιμία και μαγάρα
Είσαι, ό,που κι αν υπάρχεις μες στον κόσμο!
Εκατομμύρια γρόσα είχαν περάσει
Απ’ τά λιανά και τ' άγια του τα χέρια
Που απ’ τα κεμέρια των εχθρών επήρε.
Κι αυτά μονάχα είχαν απομείνει.
Όλα τα ξόδεψε για την Πατρίδα-
Το πεινασμένο του να θρέφει ασκέρι
Και να βραβεύει τ’ άξια παλληκάρια.
Σαν ετελείωσε με τη διαθήκη:
"Ηθελα να ’χω εδώ το Εθνος όλο
Για να του πω καθείς σας πόσο αξίζει.
Αυτό ’ναι που με κάνει και λυπάμαι".
Είπε και δάκρυσε."Μια πεθυμία
Έχω ακόμα. Όταν θα πεθάνω
Σε εκκλησά μεγάλη να με θάφτε.".
Ν’ ακούσουμε τα λόγια εμείς ετούτα
Δεν κρατηθήκαμε. Ξεσπάσαμε όλοι
Σε κλάηματα θρηνητικά μεγάλα.
Μετά εγύρισε στους άλλους κι είπε:
"Στα πόστα σας εσείς τραβάτε τώρα.
Να μου φιλήσετε όλους. Να τους πείτε
Πως αύριο πρωί τους καρτεράω
Και σας μαζί, εδώ να ’ρθείτε πάλι".
Γυρνάει σε με: "Εσύ Μαργιώ μη φεύγεις".
Φύγαν οι άλλοι."Ελα δω κοντά μου".
Εκανα ως μου ’πε. Μου ’πιασε το χέρι
και απαλά μου γέρνει το κεφάλι
πάνω στο στήθος του. Ηταν μια στάση
Αγαπημένη πάντα κι απ’ τούς δυό μας.
Κλάηματα όμως τώρα με τραντάζαν
Και κείνονε τον τράβαγε ο Χάρος.
"Σ’ το ’λεγα ότι θα ’ρθει αυτή η μέρα.
Με πρόλαβε Μαργιώ ο τεσσαρομάτης.
Μα δεν μπορεί ουτ’ ο θάνατος να σβήσει
Το που σε σε χρωστώ μεγάλο χρέος.
Από μικρός δεν είδα στη ζωή μου
Παρά καημούς και βάσανα και πόνους.
Σ’ όλη μου τη ζωή κυνηγημένος
Από θεούς κι ανθρώπους. Σύ τα ξέρεις
Καλλίτερα από κάθε άλλον τούτα.
Χαρά καμμιά δεν είχα ώσπου σ’ ηύρα.
Και περποιήθηκες την αρρωστιά μου.
Κι ένα καφφέ μου έφκιανες να πίνω.
Και μου ’κανες ένα φαϊ να τρώω.
Και τη γλυκειά σου μου ’δωσες αγάπη
και μ’ έκανες ανθρώπινα να νοιώσω.
Κι ο φύλακας εγίνης άγγελός μου.
Και μπήκες, συ, γυναίκα, στη ζωή μου,
Που δίχως σου αφώτιστη θα σβηούσε.
Σα σ’ ένιωθα στην πόρτα μας απόξω
πιό ήσυχος ήμουνα τότε πάρα
Κι αν χίλιοι με φυλάγανε στρατιώτες.
Μετα ’πο την αγάπη της πατρίδας
Ερχόταν η δικιά σου η αγάπη.
Μετα ’πο τη χαρά για κάθε νίκη
Ενάντια στον εχθρό, η χαρά ερχόταν
Να νικηθώ απ’ τη δικιά σου χάρη.
Τ’ όχι ποτέ απ’ τό στόμα σου δε βγήκε.
Πικρός ένας ποτέ δε βγήκε λόγος,
Ποτέ δεν άφησες μία ματιά σου
Την υποψία στο νου μου να μου βάλει
Ότι δεν ένιωθες αυτό που κάνεις.
Οι άλλοι θαρρούνε πως οι τόσοι κόποι
Όπου ετράβηξα για την πατρίδα
Απλήρωτοι εμείναν από κείνη.
Μα δεν ειν’ έτσι. Μου ’χει στείλει εσένα.
Πιό πλέρια πλερωμή δε θα γινόταν.
Σε ποιόν να πω ετούτα που σου λέω
και, Μαριγώ μου, να τα κατάλαβει;
Καθείς με τη δικιά του την αγάπη.
Και κάθε αγάπη κι ένας κόσμος είναι.
Και ο καθείς στον κόσμο του κλεισμένος.
Γι αυτό τα λέω μοναχά σε σένα.
Κι αν άλληνε φορά δε σου τα είπα,
Είναι γιατ’ ήθελα με άλλον τρόπο
Όσα σου λέω τώρα να σου δείξω.
Αλλά, Μαριώ, το βλέπεις, δεν προφταίνω.
Εκείνο που μπορώ να κάνω είναι
Από καρδιάς μου να σ’ ευχαριστήσω
Για ό,τι μούδωσες-για ό,τι μου πήρες.
Από καρδιάς μου να σ’ ευχαριστήσω
Γιατί εστόλισες μ’ ωραία λουλούδια
και μυρουδάτα, την τραχιά ζωή μου.
Και γιατί το ’κανες με τέτοιον τρόπο,
Κι έτσι ωραία τα ’χες ταιριασμένα
Που ό,τι ήβρες καλό να μη χαλάσεις,
Κι ό,τι κακό αγύριστα να διώξεις.
Σ’ ευχαριστώ Μαριώ που ευτυχία
Εφερες στην ανθρώπινη ζωή μου…
Σκούπισε τώρα τα ωραία σου μάτια
και κοίταξέ με. Όχι έτσι κλαμμένη,
Μα όπως σου ταιριάζει: ευτυχισμένη-
Γιατί μπορείς και δίνεις ευτυχία…"
Σήκωσα το κεφάλι μου λιγάκι.
Τα μάτια μου εσκούπισα όπως όπως
Που κόκκινα ήτανε από το κλάημα…
Κράτησα όπως μπορούσα τους λυγμούς μου…
"Μην κλαίς. Εγώ κι αν λείψω, παλληκάρια
Τόσα σε θέλουν. Μέσα το διαβάζω
Στα λόγια τους όταν μιλούν για σένα…
Στο ξάναμά τους όταν σε κοιτάζουν…"
Μ’ έσφιξε πάλι μες στην αγκαλιά του.
"Σα σκέφτομαι τι θα ’μουνα χωρίς σου,
φτύνω από σιχασιά μες στη μορφή του,
που τώρα μες στου ανύπαρκτου τα πλάτη
Στέκει, μιά κοροϊδία εκείνου που ’μαι-
Κείνου που μ’ έκαμες εσύ Μαριώ μου".
Πήρε στα χέρια του την κεφαλή μου
και μες στα μάτια μου βαθιά κοιτώντας
"Ετσι… Ετσι Μαριώ μου… στάσου λίγο
Ετσι αγνή κι ωραία να σε θαυμάσω...
Κι άκου και τούτον το στερνό μου λόγο.
Να μη θαρρείς γιατί δε σου το λέω
Τόσον καιρό, πως μ’ έχεις ξεγελάσει.
Ξέρω ποια είσαι, απ’ τή στιγμή που σ’ είδα-
Εισ’ ο θεός". Στο στήθος του πριν πάλι
Ησυχα το κεφάλι μου ακουμπήσει
Ενα φιλί ’πόθεσε στα μαλλιά μου.
Στα λόγια του αυτά τα τελευταία
Σε κλάηματα εξέσπασα μεγάλα.
Τα δάκρυα του άφησε κι αυτός να τρέξουν.
Για λίγο. Και τα σκούπισε αμέσως.
Και μ’ απαλόκλεισε στην αγκαλιά του
Ωσπου απόκαμα κι εγώ να κλαίω.
Υστερα ζήτησε παπάς να έρθει.
Ξεμολογήθηκε κι ύστερα πήρε
Απ’ του παπά μετάληψη το χέρι.
Εβάρυνε από κείνηνε την ώρα.
Κι άλλες φορές φώναζε τ’ όνομά μου,
Αλλοτε ονόματα Καπεταναίων,
Αλλοτε μας ζητούσε την Αθήνα
Να λευτερώσουμε, κι άλλοτε πάλι
Να τον σκοτώσουμε παρακαλούσε
Να μην πονάει. Κι έλεγε "θεέ μου
Εγώ εδούλεψα για την Πατρίδα-
Το χρέος στη ζωή μου το ’χω κάμει.
Λευτέρωσέ με θε μου από τούς πόνους."
Τέσσερες το πρωί, ’κοστρείς τ’ Απρίλη,
Ανήμερα τ’ Αη Γιώργη, στη γιορτή του,
Ξεψύχησε το μέγα της Ελλάδας
Το τέκνο, ο Γιώργης ο Καραϊσκάκης.
Καθόμουν και ακόμα τον κοιτούσα
Ενώ η ψυχή του είχε κιόλας πάει
Να ενωθεί με τις ψυχές των άλλων
Αθάνατων κι αξέχαστων Ελλήνων,
Νιός αδερφός τους μα κι ο πιό μεγάλος.
Καθόμουν και ακόμα τον κοιτούσα
Όταν εκείνο το κορμί που τόση
θέρμη και φλόγα ανάδινε σα ζούσε,
Τώρα κατάκρυο εκεί κειτόνταν.
Καθόμουν και τον κοίταζα. Και μέσα
Έλεα στο κουρασμένο το μυαλό μου,
Πως δε μπορεί να ’χει πεθάνει εκείνος
Που είχε αναστήσει μια Ελλάδα.
Πως ένα όνειρο μον' ήταν όλα.
Ή ότι δεν υπήρξε Καραϊσκάκης,
Και πως ή άρρωστή μου φαντασία
Εγέννησε κι αυτόν και τη ζωή του.
Κι έλεγα όταν πάω να τον αγγίξω
Δε θ’ άγγιζα παρά μονάχα αγέρα.
Υστερα με το ίδιο εκείνο χέρι
Μια θα τσιμπιόμουνα στο μάγουλό μου
Και θα ξυπνούσα ευθύς από ’ναν ύπνο
Και στην Τριπολιτσά θα ’μουν και πάλι
Κυνηγημένη απ’ έλληνες και τούρκους,
Και τούρκικη θα ήταν η Ελλάδα
Με τα Καπετανάτα διαλυμένα
Και το Μωρηά πνιμένονε στο αίμα.
Και ψεύτικα θα ήταν όλα τ’ άλλα.
Κι όσα μου είχε διηγηθεί η σκιά του,
Και όσα με τα μάτια ατή μου είδα.
Και το Κομπότι, και το Σοβολάκο,
Και Μισολόγγι, Ράχοβα, Χαϊδάρι,
Δίστομο,Τουρκοχώρι, Κερατσίνι,
Και τ’ Αη Σπυρίδωνα το Μοναστήρι.
Ψέμματα ήτανε οι τόσες πίκρες
Που τον ποτίσανε οι τόσοι εχθροί του,
Ψέμματα κι οι μεγάλες οι χαρές του
Που οι τόσες νίκες του ’χανε χαρίσει.
Ψέμματα η φήμη που όλονε τον κόσμο
Γέμισε με τ’ αντραγαθήματά του.
Ψέμματα που εκεί πέρα, στη Γαλλία
Ενας Παρισινός λουλουδοπώλης
Τον ήρωα με τον τρόπο του τιμώντας
Εδωσε σένα τριαντάφυλλό του
Τ’ όνομα του αρχηγού: Καραϊσκάκης.
Ψέμματα πως εδιώχτηκαν οι τούρκοι,
πως ο Κιουτάγιας έβαλε και φτιάξαν
Το μνήμα του ’κεί περα στα Πατήσια.
Από κανένα δεν εξύπνησα όμως
Υπνο σαν τσίμπησα το μάγουλό μου.
Πάντα εκεί κειτόνταν το κορμί του,
Αψυχο και ακίνητο και κρύο.
Ποτέ λοιπόν δε θα ξαναντηχήσουν '
Τη βροντερή φωνή του οι μαύρες ράχες:
"Ελληνες!.." και ποτέ άλλοτε πάλι
Δε θα τον δουν τα δασωμένα πλάγια,
πανώριος σα θεός να ροβολάει,
Σκορπίζοντας το θάνατο στους τούρκους
Και λευτεριά χαρίζοντας στον τόπο.
Τα χώματα ποτέ δε θα πατήσει
Τούτης της γης που τόσο αγαπούσε.."
Μαριώ στον τότε σου σ’ αφήνω πόνο,
Στην τωρινή σ’ αφήνω τη χαρά σου.
Το χώμα ας είναι όπου σε σκεπάζει
Ανάλαφρο. Κι η μνήμη σου ας είναι
Αιώνια. Κι η ψυχή σου η αγιασμένη
Με του Καραϊσκάκη ας ζευγαρώνει
Εκεί, στο πλάτωμα των Ηλυσίων.
Η Μοίρα σου όρισε μεγάλο έργο.
Η Ελλάδα σου ’ταξε βαρύ καθήκον.
Κι ήταν το έργο σου να δυναμώσεις
Ψυχή και νου και σώμα του αρχηγού μας
Για να μπορέσει εκείνος να σαρκώσει
Του Γένους-της Φυλής τα πεπρωμένα.
Ως για τιμή και δόξα, μοναχή σου
Τίς κέρδισες, με αγάπη ενεργώντας
Και σωφροσύνη το έργο που σου ’δόθει.
Κι αν πρόωρα εχάθη ο αρχηγός σου,
Ομως εγνώρισε προτού πεθάνει
Τη γυναικεία αγάπη-τη δική σου
Κι ανέγνοιαστος κι ευτυχισμένος τώρα
Στέκει ό,που είναι όχι γιατί μόνο
Στον Κόσμο έδωσε πάλι την Ελλάδα,
Αλλά και γιατί πάλι δεν του γράφει
Στη ζωή να ξαναρθεί να υποφέρει,
Αφού αγαπήθηκε-αφού ελυτρώθη.
Ας μ’ είχανε κι εμέναν αγαπήσει,
Κι ας πέθαινα Μαριώ είκοσι χρονώνε.
ΤΟΝ ΚΛΑΙΕΙ Η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
Τη νύχτα κείνη και τα δυό τ’ ασκέρια
Σε ησυχία ήσαν βυθισμένα.
Μ’ άλλες οι σκέψεις ήταν των δικών μας,
Και σκέψεις άλλες κάνανε οι τούρκοι.
Σκέφτονταν οι δικοί μας τι θα γίνει
Αν πέθαιν’ ο αρχηγός όπου μαζί του
Τόσες κερδίσανε νίκες και δόξες.
Κι οι τούρκοι όπως δεν είχανε ίδέα
Ότι λαβώθηκε ο Καραϊσκάκης
Φέρναν στο νου τους τι έχουνε να πάθουν
Απ’ τό θεριό της Ρούμελης ακόμα.
Μόλις ξημέρωσε, οι καπεταναίοι
Αρχίσαν σε παρέες να ροβολάνε
Κατά τη θάλασσα, με την ελπίδα
Καλή ν’ ακούσουνε είδηση κάποια
Για τον μεγάλο τους το λαβωμένο.
Μα σα στου Σαρδελλά φτάσαν τη μάντρα,
Οι ελπίδες τους, αλίμονο, εσβήσαν.
Γιατί εμάθαν πως ο αρχηγός τους
Έπαψε πια να είναι ανάμεσό τους.
Το νέο τους το ’φερε ένα παλληκάρι
Που εξενύχτησε στο Φαληρέα.
Τους είπε πως ακόμα είχε στείλει
Ο αρχιστράτηγος την ίδια νύχτα
Στην Αίγινα να θάψουν το κουφάρι.
Ο Τσωρτς δικιολογήθηκε κατόπι
Πως το ’κανε αυτό για να μη φύγει
Και πάει στη Σαλαμίνα το ασκέρι
Για να βρεθεί στο ξόδι του αρχηγού του.
Πόση βιασύνη αλήθεια οι Εγγλέζοι
Και πεθαμένον να ξεφορτωθούνε
Τον ήρωα…
"Πικροτέραν στιγμήν και φαρμακωτέραν εις καμμίαν περίστασιν δεν είχα δοκιμάσει.Εμέναμεν εις την μέσην ικανήν ώραν χωρίς να κινούμεθα ούτε εδώθεν ούτε εκείθεν. Εσυλλογίσθημεν εις ποίον έπρεπεν να υπάγωμευ να μας παρηγορήσει; Ποίον να παρηγορήσωμεν; Επιστρέψαμεν οπίσω,ειδοποιούντες και τους λοιπούς να μείνουν εις την θέσιν,διότι ο Αρχηγός απέθανεν".
(Κασομούλης)
"Πέθανε!"Ολοι τους πικρά φωνάζαν
Κι άλλος έπεφτε δώθε, άλλος κείθε
Πάνου στις πέτρες, κι άρχιζε να κλαίει.
Σε λίγο φτάσαν κι οι Καπεταναίοι
Που βάσταγαν τα κάτου τα ταμπούρια.
Κι ως πιότεροι συνάζονταν, και τόσο
Αξαινε η λύπη για το μέγα δράμα.
Βλέπαν αμίλητοι ένας τον άλλο
Χωρίς να γκαρδιωθούνε να μπορούνε
Κι ούτε απόφαση κάποια να πάρουν.
Μονάχα μια κουβέντα είπε ο Ρούκης:
"Εμείς" τους λέει "τον κάναμε μεγάλον,
Κι εμείς βγάζουμε κι άλλον Καραϊσκάκη."
Μα βάλσαμο τα λόγια του δε ρίξαν
Μες σε καμμιά ψυχή' γιατί όλοι ξέραν
πως από διάθεση βρώμικη βγαίναν-
Γιατ’ ήτανε κι αυτός ένας απ’ όσους
Δλητηριασμένος από το φαρμάκι
Που οι ξένοι κι οι ξενόδουλοι εχύναν,
Το λάκκο εσκάψαν του Καραϊσκάκη.
Αφού τόνε θρηνήσαν κάμποση ώρα,
Αλλος τις πράξεις του ανιστορώντας,
Αλλος την τίμια κι ανοιχτή καρδιά του,
Θυμήθηκαν και τις παραγγελιές του
πως πρέπει ν’ απομείνουν μονιασμένοι
και να ελευτερώσουν την Αθήνα.
"Πάμε ωρέ αδέρφια στο τσαντήρι
Να βρούμε και τους άλλους και να δούμε
Τι θ’απογίνουμε", είπαν και κινήσαν.
Ενας αράπης, σεϊχης του Πασχάλη,
Αρπαξε εν’ άλογο κείνη την ώρα
Και λάκισε και πρόφτασε στους τούρκους
Το νέο του χαμού του Καραϊσκάκη.
Την είδηση οι τούρκοι όταν εμάθαν
Φωνές χαράς εμπήξανε κι αρχίσαν
Τις μπαταριές, καθώς όταν γιορτάζαν.
Κι άρχισαν να φωνάζουν στους δικούς μας:
"Εναν Ρεσίτ πασά έχει ο Σουλτάνος
κι είχατ’ εσείς ένανε Καραϊσκο.
Δύο λιοντάρια ανήμερα μαλώναν
Το ποιό θα φάει τ’ άλλο.Τώρα όμως
που ο Γιός της Καλογριάς έχει πεθάνει,
Ολοι ωρέ να βάλετε τα μαύρα-
Γιατί δεν κάνετε άλλον σαν αυτόνε."
Και δόστου απαντούσαν οι δικοί μας
Ζητώντας να γκαρδιώσουν τους εαυτούς τους.
Και δόστου ξαναρχίναγαν εκείνοι.
Μια ώρα το Γιαννούση Πανομάρα
Με την αλήθεια τους τόνε παίδευαν.
"Εμείς τον φκιάσαμε ωρέ μεγάλο"
Τους έλεγε,"κι ολοι οι Καπεταναίοι
Καθένας τους κι ένας Καραϊσκάκης
και καρτεράτε λίγο και θα δείτε".
"Ποιανού τα λες αυτά; Εμείς Ρωμαίο
Αλλονε Καπετάνιο απ’ αυτόνε,
Δε φοβηθήκαμε ποτέ κανέναν".
Κι ο Κουταχής έστειλε ταχυδρόμο
Να πάει το νέο στη Μεγάλη Πόρτα,
Ο τρομερός εχθρός τους ότι εχάθη.
Οι Ακροπολίτες μάθαν το χαμό του
Από τους Αρβανίτες, που τους είχαν
Απέναντί τους στην πολιορκία.
"Ε, σείς ωρέ! Πέθαν’ ο Καραϊσκάκης!"
Τους φώναξαν. Μα ο Σουρμελής μας λέει
Πως ήταν η φωνή τους λυπημένη
Σα να μη θέλαν ένας τέτοιος άντρας
Σαν τον Καραϊσκάκη να πεθάνει.
Όταν στο έρημο οι Καπετάνιοι
Τσαντήρι φτάσαν του Καραϊσκάκη,
Τα πράγματα που ήταν εκεί μέσα
Εντονα πάλι όλα τους θυμίσαν
Τον ήρωα που μίσεψε για πάντα.
Κι αυτοί που τόσες είχαν αντικρίσει
Φορές το θάνατο μέσα στη μάχη
Μπήξανε κλάηματα καινούργια πάλι
Σαν τα μικρά παιδιά που τα μαλώνουν.
Αυτός ο τρομερός Χατζημιχάλης
Θρηνούσε και θρηνούσε σαν γυναίκα
Και φώναζε γοερά μες στους λυγμούς του:
"Τι πάθαμε!. Τι πάθαμε οι καημένοι!
Τι θ’ απογίνουμε; Πώς θα σωθούμε;"
Αρνιά βρισκόνταν γύρω απ’ τό τσαντήρι
Κρασί και τρόφιμα, που τα ’χε φέρει
Για τη γιορτή του ο Καραϊσκάκης
Και που θα τα εμοίραζε στ’ ασκέρι.
Και λέει και για κείνα ο Κασομούλης:
"Όλα αυτά μας διήγειρον τα αισθήματα να μοιρολογούμεν και τα μικρότερα συμβάντα ωσάν γυναίκες. Τοιαύτη ήταν η αφοσίωσίς μας και αγάπη προς τούτον τον Αρχηγόν".
Το πλοίο με τον νεκρό του ήρωά μας
Εφτασε ροδαυγή στη Σαλαμίνα.
Όλα ήταν φως εκείνη την ημέρα
Κι αμέσως όλα γίνηκαν μαυρίλα.
Λυπητερά χτυπάγαν οι καμπάνες,
Αντίς χαρούμενα να προσκαλούνε
Στη μεγαλογιορτή του Αη Γιώργη.
Οι ευχές παγώσανε πάνου στα χείλη,
Και ξεσπασε ασταμάτητος ο θρήνος.
Σε λίγο η νεκρική ακολουθία
Ξεκίναγε αργή απ’ τ’ Αμπελάκια.
Πίσω από το ξεσκέπαστο σεντούκι
Οι Μήτρηδες και η Μαριώ ακλουθούσαν.
Αλλ’ ας αφήσουμε να ιστορήσει
Ο Περραιβός καλίτερα το θρήνο
Για τ’ αλητόπαιδο που είχε γίνει
Όλης της Ρωμιοσύνης το καμάρι:
"Η πικρά αύτη αγγελία διαχυθείσα εις Σαλαμίυα ανήγειρε θρήνους και οδυρμούς εις πάσαν ηλικίαν και γένος των τε κατοίκων,παροίκων και τυχόντων ξένων.Αφήσαντες όλοι τας οικίας των ανοικτάς ετρεχον τύπτοντες τα στήθη, ποτίζοντες την γην με θερμά και ακράτητα δάκρυα, αμιλλώμενοι τίς να πρωτασπασθεί και πρωτοραντίσει με τα δάκρυα του τον ήρωα,κράζοντές τον οι μεν πατέρα.οι δε σωτήρα της Ελλάδος,άλλοι το φόβητρον των Τουρκων και άλλοι το αιώνιον καύχημα της Ελλάδος.Με τοιαύτα και άλλα εγκώμια και κοπετούς συνοδεύετο το θύμα της πατρίδος από Αμπελάκια μέχρι του χωρίου της Σαλαμίνος το οποίον απέχει τρία τέταρτα της ώρας (…..) Πληθύς γυναικών θρηνωδών περιεκάθισε,πλησιέστερες δε ήταν όσαι υιούς και συγγενείς απώλεσαν υπέρ πατρίδος. Αύται εθρηνώδουν τας ηρωικάς του πράξεις εκάστης μάχης, συμνημονεύουσαι εν τω μεταξύ και των συγγενών τον θάνατον,κατά την Ελληνικήν συνήθειαν. Μετά τριών ωρών θρηνολογίαν έθαψαν το λείψανον παρά την θύραν του ναού εκ δεξιών,μόλις δύο βημάτων απεχούσης του τάφου".
Μία φωνή ακουόταν ολοένα:
"Χάσαμε τον πατέρα μας". Εκείνον
Όπου δε γνώρισε ποτέ πατέρα
Όλοι τον έλεγαν τώρα πατέρα.
Το θλιβερό μαντάτο σαν εμάθαν
Οσοι συνεδριάζαν στην Τροιζήνα,
Λες και τους χτύπησε αστροπελέκι.
"Ουδείς ήνοιγε τα χείλη του. Ουδείς είχε ιδέαν τι έπρεπε να γίνει μετά τον θάνατον του μεγάλου στρατηγού".
(Ν.Δραγούμης)
Ο ήρως του Μωρηά, ο Κολοκοτρώνης,
Ξεσπάει σε λυγμούς και μοιρολόγια.
Για ώρες όλες κλαίει σα γυναίκα.
Στον Πόρο αντίκρα κάνουν άλλο ξόδι.
Οι καπετάνιοι κουβαλάν στις πλάτες
Μιαν άδεια κάσσα μαυροτυλιγμένη
Με δάφνινο επάνω της στεφάνι.
Πίσω αρχιερείς ακολουθάνε,
Πολιτικοί, Λαός και πολεμάρχες.
Τον επιτάφιο λόγο είχε εκφωνήσει
Ο ίδιος ο Τρικούπης. να ένα μέρος:
"Τότε είχε ψωμί και αυτός, όταν είχαν οι αγαπητοί του έλληνες. Η κλίνη του ητον κλίνη απλού στρατιώτου. Πρωταγωνιστής επαρουσιάζετο και την τιμήν του αγώνος όλην την απέδιδεν εις άλλους. Ενθουσιασμένος δια την παλληκαριάν,ως παλληκάρι και ο ίδιος, την ετιμούσεν όπου την έβλεπεν,και την αντάμοιβεν πλουσιοπάροχα.Τους γνωστούς δια την ανδρείαν τους έκραζε κατόνομα,όταν εξεσπάθωνεν εν καιρώ μάχης, δια να τον ακολουθήσουν.Εβγανε τα πιστόλια του από το ζωνάρι,και με αυτά,εις ανταμοιβήν παλληκαριάς, εστόλιζε του παλληκαριού την μεσην. Έλυε την ζώνην του και έδιδεν εις τας ανάγκας του πολέμου το ύστερον νόμισμα".
Σαν τέλειωσε το λόγο του ο Τρικούπης
Βγαίνει απ’ την εκκλησά ο Κολοκοτρώνης
Κι "Ελληνες!" στους αγωνιστές φωνάζει
"Ρίχτε ωρέ τρεις ντουφεκιές καθένας
Σ'τη μνήμη την ιερή του Καραϊσκάκη."
Και ντουφεκάνε οι αγωνιστάδες
Και δάκρυα τους τρέχουν απ’ τά μάτια.
Ποτέ σε όλο το Εικοσιένα
Στρατιώτες και Λαός δεν εθρηνήσαν
Όπως αυτόνε ήρωα κανένα.
Κι ένας Γραμματικός του, ο Χρηστίδης,
Γράφει την ίδια μέρα του θανάτου
Του ήρωα, προς τον Γιαννούλη Νάκο:
"Όποιος παρευρέθη εις την κηδείαν εκείνος μόνος κατόρθωσε να παραστήσει την επιρροήν όπου αυτός ο ήρως μας εχαίρετο εις το έθνος.Δεν τον εθρηνήσαν μόνον οι συντροφοί του.Τον έκλαψαν πικρώς όσοι εσυντρόφευσαν το λειφανόν του.Τον έκλαυσαν αι γυναίκες,τον έκλαυσαν και ως πέντε χρονών παιδιά.Αυτήν την ώραν καθ' ην σου γράφω είναι βράδυ και εισέτι καμμία τροφή δεν εδόθη εις το στρατόπεδον.Μέχρι τούδε επικρατεί εν είδος αναρχίας..."
Και να τι γράφει ο Χόου, ένας ξένος:
"Ο θάνατος του Καραισκάκη σκόρπισε στο Ελληνικό στράτευμα την αποθάρρυνση και την απελπισία.Κι αν χρειάζεται άλλος φόρος τιμής στη μνήμη του,τον απένειμαν οι τούρκοι με τις χαρμόσυνες μπαταριές τους και τις κραυγές τους που φανέρωναν της ευτυχία τους για τον θάνατο εκείνου που τόνε φοβόνταν πιότερο απ’ όλους τους τιτλούχους Φιλέλληνες που αντιμετώπισαν ".
Του πρέπει άραγε τιμή του Κόχραν
Εστω και από μέρους της Αγγλίας;
Πρέπει τιμή σε κείνον που σχεδιάζει
και μία εκτελεί δολοφονία,
Εστω κι αν με την πράξη του αυτήνε
Δεν κάνει παρά ό,τι εδιατάχτη
Από την ίδια την κυβέρνηση του;
Σε τούτο το ερώτημα ας αφήσω
Καθέναν ν’ απαντήσει όπως νομίζει.
Μα οι Ελληνες, εμείς, τα παλληκάρια,
Που η λεβεντιά στο αίμα μας κυλάει,
Μα οι Ελληνες, εμείς, τα παλληκάρια,
Που το φιλότιμο είναι το τιμόνι
Που όλα κυβερνάει στη ζωή μας,
Οι Ελληνες, εμείς, τα παλληκάρια
Που φανερά κι αντρίκια πολεμάμε
Οποιον εχθρό, εμείς, όπου ο ήλιος
Φεγγοβολά ως μέσα στην ψυχή μας-
Που ο αργαλειός ο φτερωτός του νου μας
Δολοφονίες ποτέ του δεν υφαίνει,
Εμείς, οι Ελληνες, την πιο μεγάλη
Κατάρα μας φυλάμε για τον Κόχραν
Και το βασίλειο της μιαρής Αγγλίας.
Εμείς οι Ελληνες, που οι Εγγλέζοι
Στην πιό ιερή την ώρα του Αγώνα
Που κάναμε για την ελευτεριά μας,
Χώθηκαν μέσα στην υπόθεσές μας
Κι εξαγοράζοντας και ξεπουλώντας
Με δύναμη και χρήμα συνειδήσεις
Δολοφονήσαν τον Καραϊσκάκη,
Τον μόνο άνθρωπο μες στην Ελλάδα
Όπου εγγυότανε τη λευτεριά της
Και ξαναρίξανε όλο το έθνος
Στην τρισκατάρατη πάλι δουλεία,
Εμείς οι Ελληνες που οι Εγγλέζοι
Ετούτο το κακό μας έχουν κάμει,
Μίσος αιώνιο θάχουμε για κείνους.
Και πια σαν έφυγε ο Καρα'ΐσκάκης
Όλα έγινανε όπως τα θέλαν
Ο Τσωρτς, ο Κόχραν κι ο τεσσαρομάτης.
Γίναν εκείνα όπου είχε πετύχει
Ορθώνοντας το μεγα ανάστημά του
Ο ήρως ν’ αποτρέψει Καραϊσκάκης.
Γιατί μη βρίσκοντας πια οι Εγγλέζοι
Αντίσταση από άλλονε κανένα,
Το καταστρεπτικό για την Ελλάδα
Βαλαν σ’ ενέργεια αμέσως σχέδιό τους.
"Η χειρότερη συνέπεια του θανάτου του Καραϊσκάκη, στάθηκε πως κανείς δεν έμεινε που νάχει αρκετή βαρύτητα ν’ αντιταχτεί στα ολέθρια σχέδια του Κόχραν".
(Γκόρντον)
Κι απροετοίμαστα γίνανε όλα.
Και αφεθήκανε όλα στην τύχη.
Με Καπετάνιους όλους λυπημένους
Απ’ τό χαμό του άξιου αρχηγού τους
Και μ’ όλους τους ανίκανους να πιάσουν
Το νόημα της στιγμής και να σταθούνε
Όλοι ενωμένοι απέναντι στον Κόχραν,
Και δίχως κείνες τις προϋποθέσεις
Όχι για ν’ ασφαλίσουνε τη νίκη
Αλλά τον όλεθρο για ν’ αποτρέψουν,
Δίχως του ήρωα το νου τον άξιο
Όπου η σοφία του θα μεριμνούσε
Όλα ορθά και δίκια να οριστούνε
Εσφάγηκε κι Ελλάδα και ασκέρι.
Εστάλθηκε τ’ ασκέρι μας στον κάμπο
Ερμαιο των ντελήδων του Κιουτάγια.
Και θεριζόνταν οι έλληνες στον κάμπο
Χωρίς να βρίσκουνε ούτε λιθάρι
Που πίσω του απ’ τά βόλια να σωθούνε
Κι απ’ τά σπαθιά πεζών και καβαλάρων.
Και για να φτιάξουνε τώρα ταμπούρια
Επροσπαθούσανε με τα σπαθιά τους
Και με τους υποκόπανους των όπλων.
Φτιάχνονται όμως έτσι τα ταμπούρια;
Δίχως τα φκιάρια, δίχως τα ξινάρια
Που φώναζε γι αυτά ο Καραϊσκάκης
Και δίχως τους δεν άρχιζε αγώνα;
Το γιατί τόκανε τώρα εφάνη.
Τώρα που μία τρύπα μες στο χώμα
Η σωτηρία της Ελλάδας ήταν.
Κι έβγαλε ο Κιουτάγιας τους ντελήδες
Και θέρισε το άνθος του στρατού μας.
Κι αντί όπως φώναζ’ ο Καραϊσκάκης
Να πιάσουνε του Μολυβά το λόφο
Τουλάχιστο, ’κει που προστατευμένοι
Να ’ναι απ’ την τούρκικη καβαλαρία,
Αντίς γι αυτό, σ’ ένα υψωματάκι
Συνάχτηκαν, που αντίκρυ του οι τούρκοι
Μπορούσαν να κρυφτούνε σ’ ένα ρέμα
Δίχως να φαίνονται απ’ τούς δικούς μας.
Μάταια μερικοί Καπεταναίοι
Και πιό πολύ απ’ όλους οι Σουλιώτες
Κάτι αντιρρήσεις φέρανε στον Κόχραν.
Εκείνος στα δικά του επιμένει
"Δια να μη μείνει ζωντανός κανένας"
(Μακρυγιάννης)
Και μες στου Τσωρτς την αλληλογραφία
που είναι στο Βρεττανικό Μουσείο,
Υπάρχουνε χαρτάκια σε κομμάτια,
Γραμμένα πάνω στη φωτιά της μάχης,
Σταλμένα ’πο το Νοταρά το Γιάννη,
Με τούτη δω στην όψη τους απάνου
Την τραγική επίκληση γραμμένη:
"Τσαπία!.. Στείλτε μας τσαπία!"
Εδώ εφάνηκε το μεγαλείο
Σ’ όλη τη δόξα του, της αναρχίας,
Της ανοργανωσιάς και της αμέλειας
Όπου τους Ελληνες πάντοτε δέρνει.
Όλοι γνωρίζαν οι Καπεταναίοι
Κανείς αν έναν ένα τους ρωτούσε
Ότι δεν έπρεπε να επιτεθούνε
Την ώρα κείνη. Κι ότι αν το κάναν
Θα ’πρεπε να το κάνουν με το σχέδιο
Που ’χε ορίσει ο Καραϊσκάκης.
Αλλά μαζί όταν βρεθήκαν όλοι
Αποφασίσανε να ενεργήσουν
Ετσι, στραβά, κι αντίθετα σε ό,τι
Επίστευε βαθιά καθείς εντός του.
Κι ένα παράδειγμα γι αυτό, γραμμένο
Στην ιστορία εκεινής της μάχης:
Ο Λάμπρος Βέικος καταλαβαίνει
και μες στη μάχη λέει στους σύντροφούς του:
"Αδέρφια όλοι μας έχουμε δείξει
πως άφοβοι είμαστε μπροστά στο Χάρο.
Μα σήμερα θαρρώ πως μοναχοί μας
Τραβάμε προς το σίγουρο χαμό μας".
Και ξεκρεμάει τ’ ασημοκαπνισμένα
Τ’ άρματα και την αργυρή παλάσκα,
Τα δίνει σ’ έναν απ’ τούς ψυχογιούς του:
"Πάρτα παιδί μου αυτά και τράβα πίσω
κι άντε στη φαμελιά μου να τα δώσεις
Να τα πουλήσει να ’χουνε να φάνε
Λίγον καιρό, γιατί εγώ όπως βλέπω
Δε θα γυρίσουμε απ’ ό,που πάμε".
Και τράβηξε, και πίσω δεν ξανάρθε.
Και το μπαρούτι οι τέσσερες οι κάσσες
Που ο Τσωρτς στον ήρωα μας είχε στείλει,
Τώρα αποδείχτηκε πως ήταν σκάρτο.
Δεν έπαιρνε φωτιά. Πόσες αλήθεια
Οι ατιμίες που ’καναν οι Εγγλέζοι…
Δεν έχουν τελειωμό. Όπως δεν έχει
και η βλακεία τελειωμό η δικιά μας.
Ως χίλια πεντακόσα παλληκάρια
Σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα.
Κι ένα σωρό χαθήκαν Καπετάνιοι.
Με όνομα. Με δόξα. Με ιστορία.
Και γράφει ο Γενναίος Κολοκοτρώνης:
"Τοιαύτα κάμνουν τα σχέδια και η βία του Κόχραν, οπού εβίαζεν ή εμπρός, ή φεύγει, οπού ανάθεμα την ώραν όπου δεν ήταν και φευγάτος."
Κι ως κι ο Παπαρρηγόπουλος ακόμα:
"Και ταύτα πάντα συνέβησαν την επιούσαν του θανάτου
του Καραϊσκάκη. Αυτή δε, υπήρξεν η αληθής του μεγάλου ανδρός κηδεία".
Κι αν όλα αυτά δεν είναι Καραισκάκη-
Δεν έχουν θέση μες σ’ αυτό το έργο
Γιατί γινήκανε αφού είχες φύγει,
Μα ίσως μόνο τούτα κατορθώνουν
Να δείξουν τι ήσουνα. Αυτά που γράφω
Για την περίοδο που ’χες πια φύγει,
Ίσως αυτά που δείχνουν τι εγίνει
Χωρίς της παρουσίας σου το φίλτρο,
Ίσως αυτά θ’ αρκούσαν για να δείξουν
Πόσο χωρίς σου όλα προδομένα,
Πόσο μικρά και άψυχα και κρύα.
Ίσως αυτά θ’ αρκούσαν για να δείξουν
Πόσο εσύ ο μόνος άξιος ήσουν
Κι ο μέγας, κι ο γεμάτος Φως κι Αλήθεια.
Ο Κόχραν ο γελοίος παραλίγο
Να πινιγεί καθώς μες στο φευγιό του
Στη θάλασσα έπεσε και προσπαθούσε
Να φτάσει σε μια βάρκα περπατώντας.
Ως για τον Τσωρτς, αυτός από τη βιά του
Εγλίστρισε σε κάτι βράχια πάνω
Καθώς τον κυνηγούσανε οι τούρκοι,
Και παραλίγο να ’σπαζε το πόδι.
Κόχραν και Τσωρτς, που όταν τους τούρκους είδαν
Τόσος ο φόβος ήταν που τους πήρε,
Και προς τη θάλασσα έτσι ετρέξαν,
Που όπως ιστορεί ο Κασομούλης
"Εκινδύνευσαν να λιποθυμήσουν από το τρέξιμον"
Ο Τσωρτς! Ο αρχιστράτηγος! (γιά σκέψου)
Των τότε κυβερνώντων το καμάρι!
Ο Τσωρτς. Το ύπουλο, τ’ άγριο λιοντάρι
Κατω από ντύμα πρόβατου κρυμμένο.
Η ονή της ατιμίας των Εγγλέζων.
Το άλλοθι των παντοειδών τυράννων.
Μια αγαθή, λίγο ηλίθια φάτσα.
Ενα λευκό γιορταστικό φιογκάκι
Σε μια κρεατομηχανή δεμένο.
Πόσο σημερινά ειν’ όλα τούτα!
Γιατί αλήθεοα πόσο είναι αιώνια!
Δέστε τις φάτσες των Αμερικάνων
Που προεδρεύουν. Τι αγγέλου όψη!
Τι αθωότη! Τι ευαισθησία!
Ποιός άνους τάχα δε θα ξεγελιόταν
Από του Μπους το πρόσωπο το ηλίθιο;
Ποιός βλάκας δε θα πίστευε πως είναι
Αγνός κι αθώος όσο δείχνει ο Κλίντον;
Και από βλάκες κι άνοες πληθώρα…
Ο Τσωρτς που βγήκε από τη γολέτα
Για να ηγηθεί, έλεγε, του αγώνα…
Αλλά, στην πράξη, όπως γράφει ο GOSSE:
"Ο στρατηγός Τσορτς αντί να μπει επικεφαλής της επίθεσης, είχε αποβιβαστεί συνετά στ’ ακρογιάλι, σιμά σε μια βαρκούλα, γιά να μπορεί εύκολα να ξαναμπαρκαριστεί".
Ήρωα συχώρα με από κει πάνου
που τόσον χώρο πιάνουν στα γραφτά μου
Τα δύο υποκείμενα ετούτα,
Και ο απαίσιος ο τεσσαρομάτης.
Αλλά το κάνω μόνο για το λόγο
Ότι στη γήϊνη μπήκαν ζωή σου
Και τη βασάνισαν, και την παιδέψαν.
Αλλά χωρίς να υποψιαστούνε
Εκείνοι ότι έγιναν η αιτία
Στον κόσμο να φανεί η δόξα σου όλη
Και η σοφία σου παντού να λάμψει,
Καθώς όσο πηχτότερο το σκότος,
Τόσο πιό φως η αστραπή σκορπίζει.
Αυτή ’τανε του Ανάλατου η μάχη
Όπου με Τσωρτς και Κόχραν γι αρχηγούς τους,
Οι Ελληνες επαθανε τη νίλα
Της Επανάστασης την πιο μεγάλη.
"Ποτέ η νεωτέρα Ελλάς δεν έπαθε συμφοράν τοσούτον πολυδάκρυτον".
(Παπαρρηγόπουλος)
Κι "εντός δύο ωρών", λέει ο Χέρτσβεργκ,
"Οι Ελληνες έπαθον την βαρυτάτην του όλου πολέμου ήτταν".
Κι ο Μαυριλιώτης γράφει ο Αινιάνας:
"Ελεεινόν θέαμα(...) Εκείνοι οίτινες διέβησαν την νύκτα δια μέσου του στρατοπέδου του Ομέρ πασά,εις το Δίστομον, προξενήσαντες θάμβος και έκστασιν εις τους εχθρούς, εκείνοι οίτινες επέπεσον την νύκτα εις το στρατόπεδον το πολιορκούν το Μεσολόγγιον και εισεχώρησαν ανά μέσων των σκηνών έως εις αυτό το άσυλον του Κιουταχή, έφευγον με την πλέον φρικτήν αταξίαν και κυριευμένοι από μέγιστον τρόμον,ενώ δεν κατεδιώκοντο εκ των πλησίον από τον εχθρον".
Και οι Καπεταναίοι μετά τη μάχη
Στην έκθεση που γράψανε για κείνην:
"Ω! Ήμέρα θλίψεως. Ω! Ημέρα αποτυχίας. Ω! Μία φωνή του Καραϊσκάκη να εμψυχούσαι το στράτευμα!"
.
Λένε. Κι η έκθεση ξακολουθάει:
"Μετά την αποτυχίαν ταύτην οι Ελληνες απελπίσθησαν διόλου,ευρισκόμενοι χωρίς αρχηγόν.Αν υπήρχεν ο Καραϊσκάκης εις αυτόν τον πόλεμον ήθελε κερδίσωμεν, και εις τας Αθήνας ήθελε έμβωμεν εκείνην την ημέραν, ή τουλάχιστον ήθελε τσακίσωμεν τους εχθρούς άφευκτα, επειδή ζώντος έτι τούτου του Μακαρίτου είχεν αποφασισμένον να ανοίξει τουφέκι από το μέρος του ελαιώνος, να απασχοληθεί ο εχθρός εκεί,δια να αφήσουν ανενόχλητους τους ημετέρους από το άλλο μέρος έως να ταμπουρωθούν καλά.Πλην ο θάνατός του επέφερε και τον χαμόν του φρουρίου και τον χαλασμόν του στρατεύματος".
Κι ο Καλαβρυτινός Κώστας Ζωγράφος
Γράφει στην έκθεση του απ’ τον Πόρο
Μες σ’ άλλα στην Επιτροπή Ζακύνθου:
"Το στρατόπεδον μαζί με τον αρχηγόν του έχασεν το θάρρος, την σύμφωνον σύμπραξιν και την υποταγήν,και οι Ελληνες μαζί με τον Καραϊσκάκη και τη νίκη".
Την άλλη της καταστροφής ημέρα
Ο Κόχραν παίρνει τη φρεγάτα "Ελλάδα"
Και πάει στην Ύδρα για να μη γυρίσει
ποτέ στον Πειραιά. Η αποστολή του
Είχε τελειώσει πια. Ο Καραϊσκάκης
Νεκρός, κι οι Ελληνες, μες σε ώρες δύο
Αντίς για τροπαιούχοι,νικημένοι.
Ο Κόχραν ο ίδιος πια δεν χρειαζόταν.
Τα υπόλοιπα στον υποταχτικό του
Τον Τσωρτς τα είχε αφήσει. Αλλά κι εκείνος
"Εκράτησε την θέσιν της Μουνυχίας μόνον επί τρεις εβδομάδας χάριν της στρατηγικής ευπρεπείας".
.
Εμεινε δηλαόή όσο χρειαζόταν
Για να σιγουρευτεί ότι θα πέσει
Στα χέρια, κι η Ακρόπολη, των τούρκων.
Και να και η ιδέα του Κιουτάγια
Για τον Καραϊσκάκη: Οταν κάποιος
Του ’πε , ζητώντας να τον κολακέψει.
Οτι δεν άξιζε ο Καραϊσκάκης
Όσο η φήμη του πολύ το θέλει,
"Σώπα καταραμένε" τόνε κόβει,
«Τη δόξα που ’χω πάρει μη μικραίνεις.
Και ξέρε-αν ζούσε σήμερα εκείνος,
Θα ’χε ανέβει στη Μακεδονία".
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δεν έλειψε η Δόξα απ’ την Ελλάδα.
Ησύχαζε μονάχα ξαπλωμένη
Στο χώμα μας επάνω το δικό της-
Στο χώμα της επάνω το δικό μας.
Προς την Κωσταντινούπολη τα πόδια,
Γοφοί-μηροί Θράκη και Θεσσαλία,
Στη Στερεά η μέση. Η καρδιά της
Πα στου Μωρηά το στέρεο το φύλλο
Κι η κεφαλή της ν’ ακουμπάει στην Κρήτη.
Και κατά την Ανατολή να βλέπει,
Τη μια, την ακριβή και την παλιά μας.
Δεν έλειψε η δόξα απ’ την Ελλάδα.
Και όταν ήρθες ’σύ Καραϊσκάκη
Πάνω τη σήκωσες. Και πάλι όλοι
Ορθή την είδανε και λαμπροφόρα.
"Γη κι Ουρανός", μάς λεει η Μυθολογία,
"Σμίξανε και γεννήσαν τους Τιτάνες".
Μέσα στο Χάος πρέπει να πλανιόνταν
Οι σπόροι όλων των κατόπιν όντων.
Οι σπόροι των ηρώων ειν’ εκείνοι
Που πλάσαν τους Τιτάνες. Κι έτσι φτάσαν
Γενιά γενιά μέχρις εμάς οι ήρωες,
Οι απόγονοι των Γηγενών Τιτάνων.
Τιτανικό και σε Καραϊσκάκη
Και πρωτοφάνερο το ανάστημά σου.
Θεία τα πάθη σου και οι βουλές σου.
Και νικητής κι εσύ όπως οι Τιτάνες
Κάθε κτηνώδικου, κάθε αδικίας.
"Όλοι οι θεοί και οι Τιτάνες όλοι
Ίδια μορφή με τους ανθρώπους είχαν
Κι αθάνατοι ήτανε" μας λέει ο Μύθος.
Αθάνατος κι εσύ Καραϊσκάκη,
κι εσύ ανθρώπινη μορφή επήρες
Αφού έτσι θα γινόταν να μπορέσεις
Αθάνατος, θνητούς να οδηγήσεις
Στη Λευτεριά, στο Λυτρωμό, στη Δόξα.
Οταν στο φούντωμα μέσα της μάχης
Στεντόρεια η φωνή σου αντηχούσε
Η τον καθένανε με τ’ όνομά του
Φωνάζοντας, ή όλους μαζεμένους
Με την ουράνια "Ελληνες!" κραυγή σου,
Η όταν εμιλούσες στους στρατιώτες
«Έλληνες» προσφωνώντας τους, ετότε,
Ήξερε τάχα η θνητή σου φύση
Τ’ ονομα των ελλήνων πούθε ειχ’ έρθει;
Οχι. Γιατί δεν ήσουν Φαναριώτης.
Δεν ήσουν Φαναριώτης. Γιατί τότε
Φρούδα θα ήταν η παλληκαριά σου,
Θα ’ταν διστακτικός ο ηρωισμός σου,
Κι ιδιοτελής σου η φιλοπατρία.
Μα συ γεννήθηκες πάνου στο χώμα.
Μα συ μεγάλωσες πάνου στο .χώμα.
Μα συ τρεφόσουνα με άγρια χόρτα
Που ’κοφτες κι εξερίζωνες μονάχος.
Μα συ ανατράφηκες μέσα στον πόνο.
Μα συ μεγάλωσες κυνηγημένος.
Σύ έζησες γιατί εσύ ο ίδιος
Φροντίστηκες μονάχος κι επορεύτης.
Νερά τρεχάμενα σε ξεδιψάζαν.
Σπίτι σου οι σπηλιές. Στρώμα οι πέτρες.
Και το σπαθί το πρώτο σου παιχνίδι.
Όχι. Δεν εγεννήθεις Φαναριώτης.
Ούτε και τσιφλικάς ή Κοτζαμπάσης.
Σύ δέθηκες σφιχτά με την Πατρίδα-
Με ό,τι πιο αγνό κι αμόλυντό της.
Ωσότου ένα έγινες με κείνην.
Και πόνος σου έγινε κάθε της πόνος.
Κι έγινε δάκρυ σου κάθε της δάκρυ.
Και κάθε της χαρά χαρά σου εγίνη.
Δε χρειάστηκε να μάθεις Ιστορία
Ωστε να μάθεις ποια ’ναι η Ελλάδα
Και τι σημαίνει έλληνας να μάθεις.
Ελλάδα η χώρα που σ’ ανάθρεφε ήταν,
Κι έλληνες ελεγόνταν τα παιδιά της.
Κι αδέρφια σου, όποιοι ζητούσαν κάποιον
Για να πιστέψουνε τυφλά σ’ αυτόνε,
Και για να γίνουνε ακόλουθοί του
Στον άνισο αγώνα που ’χε αρχίσει
Και που χαμένοι χάνονταν ως τότε.
Ακέφαλοι ζητούσαν τον μπροστάρη-
ΙΙεδουκλωμένοι μες στις ατιμίες
Τον τίμιο ζητούσαν στρατηλάτη.
Μες στων πλουσίων πιασμένοι τις αρπαγές
Ζητούσανε αυτόνε που τα πλούτη
Θα τα λογάριαζε σαν ένα ακόμα
Όπλο ενάντια στης Τουρκιάς τη βία.
Κι αυτό ’ταν που τους έδωσες αλήθεια,
Κι ενώθηκε η μεγάλη σου η φλόγα
Μ’ ακούραστους ξυλοκουβαλητάδες.
Το μεγαλείο σου ακόλουθους εβρήκε,
Και θαυμαστές η τίμιά σου φτώχεια,
Και μιμητές η άμετρη αντρειά σου.
Κι μεις, όπου δεν είχαμε την τύχη
Κατ’ από τα φτερά σου να βρεθούμε
Αθάνατε αητέ της Ρωμηοσύνης,
Και μεις όπου δεν είχαμε τη δόξα
Δίπλα σου να πεθάνουμε στη μάχη,
Και μεις όπου δεν είχαμε τη χάρη
Εστω να γροικηθούμε σύγχρονοί σου
Και να σ’ ακούσουμε να μας φωνάζεις
"Ελληνες!" όπως ήξερες συ μόνο,
Εμάς, άσε μας τώρα ν’ ακλουθάμε
Νοερά τα ιερά τα μονοπάτια
Που η αξία σου έχει χαράξει.
Και μας, άσε μας τώρα να μετράμε
Μες σε ψυχρές σελίδες Ιστορίας
Τα έργα τα μεγάλα σου, κι ακόμα
Τραβώντας χιλιετίες τόσες πίσω,
Οι ουτιδανοί εμείς, να θεωρούμε
Πώς τ’ όνομα εβγήκε των Ελλήνων
Για να γεμίζουμε έτσι τη ζωή μας.
Κι ο Προμηθέας, να λέμε, του Τιτάνα
Του Ιαπετού ο γιός, είχε κι εκείνος
Το Δευκαλίωνα γιό με τη σειρά του
Και γιός του Δευκαλίωνα ειν’ ο Ελλην.
Και πάλι ο Ελληνας τρεις γιους σκαρώνει
Τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξούθο.
Και μοίρασε ο Ελληνας στους γιους του
Το βασίλειό του. Κι έδωσε στον Ξούθο
Την Πελοπόννησο να διαφεντεύει.
Στον Αίολο έδωσε τη Θεσσαλία,
και πήρε ο Δώρος τη Στερεά Ελλάδα.
Κι αυτός ήταν ο γήινος πρόγονός σου,
Και ο προπάππος σου Καραϊσκάκη.
Ποιός ξέρει αν κάποτε στην Καλυδώνα
Κάποιοι προγόνοι σου δεν είχαν δώσει
Το αίμα της καρδιάς και την ψυχή τους
Για να γλιτώσουν την ωραία πόλη
Από μια κάποια της πολιορκία;
Τέτοιο θα εγίνη κάτι, ώστε όταν
Κινδύνευε το δόλιο Μεσολόγγι,
Στην ίδιανε κι αυτό θέση χτισμένο
Οπου ’τανε παλιά η Καλυδώνα,
Εσύ, θυμούμενος τους πρόγονούς σου
Εδωσες όλονε τον εαυτό σου
Στην ανακούφιση των κακουχιών του,
Και σαν τ’ ανήμπορο γύρναες λιοντάρι
Απόξω απ’ τον φριχτό περικλεισμό του,
Πονώντας όσο και οι εκεί κλεισμένοι,
Και καταρώντας την αδιαφορία
Των κυβερνώντων που ’βλεπαν μονάχα
Πώς να δολοπλοκούν και πώς να κλέβουν.
Και ποιου η καρδιά χτυπούσε εντός σου Κόδρου
και το μυαλό σου όλο ήταν δοσμένο
Στο πώς να λευτερώσεις την Αθήνα;
Και ποιες σ’ εσπρώξαν μνήμες Καραϊσκάκη
Στην κλήση "ναι" να πεις του Κουντουριώτη
Κι αντάμα να κατέβεις με τους άλλους
Ενάντια στο Μωρηα-κάθοδος νέα
Αυτή, των Δωριέων, όπως τότε;
Ευτυχισμένη του έθνους μας η ώρα
Που μπόρεσε να δώσει στην ψυχή σου
Κάθε καλό που η Φυλή μας κλείνει
Και τέλειο έναν Ελληνα να φτιάξει.
Από τους αδερφούς σου τους Σπαρτιάτες
πήρες τον πόθο τους να γίνεις άξιος,
Γενναίος, κι επιτήδειος στρατιώτης
Κι ακόμα ότι κάλλιο να πεθάνεις
Παρά να παρατήσεις τον αγώνα.
Κι έμαθες στη λιτότητα να στέργεις.
Κι ακούραστο είχες χτίσει ένα σώμα.
Και αυστηρός κριτής ήσουν για όποιον
Το χρέος του στην πατρίδα δεν ξοφλούσε.
Κι από τ’ αδέρφια σου τους Αθηναίους
Το Δημοκρατικό επήρες πνεύμα.
Και ο Θεμιστοκλής κι ο Μιλτιάδης
Σού δώσαν το στρατιωτικό δαιμόνιο.
Και είχες πάρει απ’ τον Αριστοφάνη
Το οξύ το πνεύμα του μα και τη γλώσσα
Που χαλινό ψευτοηθικής δεν έχει.
Κι όπως ο αρχηγός του Ξενοφώντας
Νικώντας μύριες όσες δυσκολίες
Οδήγησε τ’ ασκέρι των Μυρίων
Και το ’βγαλε απ’ την άξενη Ασία,
Ετσι και συ νικώντας όσα βρήκες
Απ’ τούς ανθρώπους κι απ’ τή Φύση εμπόδια
Οδήγησες τ’ ασκέρι σου στη νίκη
και χάρισες στους Ελληνες Πατρίδα,
κάτι που δεν το μπόρεσε κανένας
Ή καπετάνιος ή πολιτικάντης.
Κι είχες την ευγλωττία του Δημοσθένη
Και χείμαρρος ξεπήδαγαν τα λόγια
Πολλές φορές για ώρες σου απ’ τό στόμα.
Και τη σοφία είχες του Σωκράτη
Τους άλλους απ’ τά λόγια σου ν’ αφήνεις
Να βγάζουνε συμπέρασμα δικό τους
Για να πιστεύουν σ’ ό,τι αποφασίζουν.
Κι αν ο Ηρόδοτος ειν’ ο πατέρας
Της Ιστορίας, σύ του Ηροδότου
Ο εμπνευστής και ο πατέρας θα ’σουν.
Τι κρίμα ένας Ηρόδοτος καινούργιος
Ενας Ιστορικός του Εικοσιένα
Να μη φανεί, του παλαιού αντάξιος,
Την ιστορία σου ήρωα να γράψει…
Πόσα θα ξέραμε τώρα χαμένα!
Τι θησαυρούς εντός της θα ’χε κλείσει
Μια ιστορία που θα διηγόταν
Τις πράξεις σου, τον τρόπο που σκεφτόσουν,
Τις αντιδράσεις σου σε κάθε νέο
καλό ή κακό κάθε φορά που ’ρχόταν!
Τώρα χαμένα πόσα απ’ τη ζωή σου...
Τώρα χαμένα πόσα απ’ την ψυχή σου...
Όμως ας δω κι εγώ ακολουθώντας
Ό,τι οι ιστορικοί για σένα είπαν,
Όμως ας δω κι εγώ από τη θέση
Ετούτη, του επίλογου του έργου,
Ας δω και γι άλλη μια φορά ποιός ήσουν
Μιας κι ο μαγνήτης σου έτσι με τραβάει
Που δύσκολο να πάψω να μιλάω
Για σε-γιά τα έργα σου-γιά την ψυχή σου.
Και όσα ξέρουμε για σένα ας πάρω
και ας τα δω και ας τα πω και πάλι.
Πάλι ας πω όσα ξέρουμε-γιατ’ είναι
Αυτά που ξέρουμε για σένα λίγα.
Η μεγαλοφυία Καραϊσκάκη
που το στρατηγικό σου έκλεινε σχέδιο
Κι η πρώτη θαυμαστή εκτέλεσή του
-η μάχη στης Αράχωβας τα μέρη-
Σαν μία φωτεινή φαντάζουν πύλη
Απ’ όπου μπήκες μες στην Ιστορία.
Ό,τι για σένα έχουμε ως τότε,
Είναι χαμένα στην αχλύ του μύθου.
Και όσα έκανες στ’ Αγραφα πάνου,
Και ό,τι σχέση με τη δίκη σου έχει,
Και όλη η αποδέλοιπη ζωή σου.
Ό,τι βεβαιωμένο είναι για σένα
Ειν’ ότι σ’ έστεφε τότε η αίγλη
Δαιμόνιος πως είσαι άνθρωπος των όπλων.
Όσα για σε δηγάται ο Κασομούλης
Είναι σαν τα ευρήματα εκείνων
που μελετάνε την προιστορία-
Κι αν είναι πειστικά τα ευρήματα της,
Μα από την άλλη ωστόσο είναι λίγα.
Στον Κόσμο μέσα του Εικοσιένα
Φαντάζει Καραϊσκάκη η μορφή σου
Σαν καμωμένη από συμπυκνωμένες
Τις άφθονες ουσίες που απαρτίζουν
Του Ελληνα την ιδιοσυστασία.
Δραματικές στιγμές και καταστάσεις
Όλη η ζωή σου ήτανε γεμάτη.
Αφότου αντίκρυσες το φως του κόσμου
Μέχρι τη νύχτα όπου μες σε πόνους
Μαρτυρικούς τελείωσε η ζωή σου
Ηταν σα να σε γέννησε όχι μάννα,
Παρά η φαντασιά ενός Αισχύλου.
Σε σάρκωσε μία παρασυρμένη
Απ’ τής ζωής τις καταιγίδες μήτρα.
Κι απ’ τή στιγμή ακόμα που εγεννήθης
Μες στις καταδρομές ’βρέθης της Φύσης
Και μες στο έλεος της κοινωνίας.
Οι άνθρωποι θηρία πεινασμένα
Στέκανε απειλή απέναντί σου.
Μες στις ρωγμές των παγωμένων βράχων
Και πανω από γκρεμνούς είχες να ζήσεις.
Κλέφτες σε περιμάζεψαν κοντά τους
Από ανθρώπινο μόνο ενδιαφέρον
Για τη ζωή ενός παιδιού τυχαίου.
Κι αυτοί μαζί μα την τροφή σου δώσαν
Και το πολύτιμο παράδειγμά τους.
Σε περιμάζεψε ένας Κατσαντώνης
Σε περιμάζεψε ένας Λεπενιώτης-
Ο Κλέφτης που ’κοβε απ’ το ψωμί του
Κι έδινε τη μερίδα του σκυλιού του.
Αυτή ’ταν η σκληρή γυμναστική σου
Μες στη ζωή. Ψήθηκες με τον τρόπο
Που η Δήμητρα εχρησιμοποιούσε:
Εδινε στη φωτιά τις σάρκες όσων
Ηθελε αθανασία να τους χαρίσει.
Στου Αλήπασα, μες στη σφηκοφωλιά του,
Ποιός σε προστάτεψε; Πως είχες φτάσει
Να γίνεις αξιωματικός κοντά του;
Τι άλλο απ’ την αξία σου. Εκείνη
που σου ’δωσε και το Αρματολίκι
Στ’ Αγραφα, κι Αρχηγό σε είχε κάμει.
Μον’ η αξία σου σ’ είχε ανυψώσει
Ως τα φτερά της φήμης και της δόξας.
Μ’ αυτήνε οδηγό έδινες μάχες
Αλλοτε κατά μέτωπο χτυπώντας
Μ’ ατρόμητη ορμή και λιονταρίσια,
Κι άλλοτε σαν τον αίλουρο πατώντας
Και στήνοντας ενέδρες στους εχθρούς σου.
Και πάντα ζωντανός, κι έτοιμος πάντα
Για κάθε τι-εδώ αφοσιωμένος,
Απιστος ό,που έπρεπε, φορώντας
Κάθε φορά και άλλη προσωπίδα.
Κι έτσι ώσπου έφτασες σ’ αυτή τη δίκη,
Εκείνη την παράδοξη τη δίκη,
που σ’ άφησαν γιατί σε φοβηθήκαν.
Και τόσο ήτανε βεβαιωμένη
Η αξία σου στο πανελλήνιο τότε
Ώστε οι εχθροί σου οι ίδιοι να σου δώσουν
Το δίπλωμα της Αρχιστρατηγίας.
Είχες εχθρούς και φίλους Καραϊσκάκη.
Αλλά, όταν ο θάνατος σε πήρε
κλαίγαν και οι φίλοι σου, και οι εχθροί σου.
Όμως, η Ιστορία των Ελλήνων
Με οδηγεί να σε συγκρίνω ακόμα
Και μ’ άλλους μας γενναίους στρατηλάτες-
και μ’ άλλους Ελληνες τρισδοξασμένους.
Και τι δε θα κατάφερνες αν όντας
Ενας απ’ τούς αρχαίους μας ηγέτες,
Μ’ αυτή τη δύναμη που είχες τώρα,
Εσάλπιζες και τότε την ομόνοια
Λέγοντας "Ας μη λέμε Αθηναίους
Ούτε Σπαρτιάτες. Ελληνες ας λέμε.
Ενα είμαστε. Ας λογιζώμαστε ένα!"
Και τι δε θα κατάφερνες αν ήσουν
Μες στην Αιτωλική Συμπολιτεία
Ο στρατηγός ή ένας Απόκλητός της
Και με την άλληνε αν συμμαχούσες
Μεγάλη Αχαϊκή Συμπολιτεία…
Τότε οι Ρωμαίοι δε θα σας σκλαβώναν.
Αλλά τι λέω. Λόγια... λόγια... λόγια...
Η ιστορία είναι πια γραμμένη.
Τίποτα προς τα πίσω δε γυρίζει.
Εν’ άθλιο κράτος τώρα η Ελλάδα
Και συ όπου την έχεις αναστήσει
Εδώ δε βρίσκεσαι να τη διορθώσεις.
Κι ήρθαν και φύγαν κι οι καιροί οι μαύροι.
Φύγανε κι ήρθαν τα σκληρά τα χρόνια.
Και μπήκαν οι Ρωμαίοι στην Ελλάδα.
Κι ήρθαν οι Γότθοι, και οι βάρβαροι ήρθαν
και χάλασαν, και σκότωσαν, και κάψαν.
Κι ο Δέξιππος τους διώχνει απ’ την Αθήνα.
Κι ήρθαν οι τούρκοι. Κι άρχισε αγώνας
Καινούργιος πάλι για τη λευτεριά μας.
Και ήρθαν οι Αρματολοί κι οι Κλέφτες.
Κι ηρθ’ ο Αλήπασας. Κι ήρθε η ώρα
Του Σηκωμού του Εικοσιένα η Άγια.
Και πάλι γράφτηκαν σελίδες δόξας
Από Λαό κι από καπεταναίους.
Κι ήρθ’ η διχόνοια κι ό,τι είχε γίνει
Καλό, η δολερή το ’χε γκρεμίσει.
Κι ήρθες εσύ. Και το ανάστημά σου
Ορθώνοντας απάνω από τα μίση
Και το Λαό απ’ το χέρι πιάνοντάς τον,
Του ’μαθες πώς κερδίζονται οι μάχες,
Του ’μαθες οι κορφές πώς κατακτιούνται,
Του μαθες πως μονάχα με τη φλόγα
Μπορεί κανείς κάθε κακό να κάψει.
Κι η προστασία σου στον αγώνα ήταν
Ασπίδα μία έτσι σκαλισμένη
Όπως εκείνες οι αρχαίες ασπίδες
Των ημιθέων μας και των ηρώων,
Κι όπως εκείνες όπου ο Αισχύλος
Μας περιγράφει στους Εφτά επί Θήβες.
Έτσι είχε κι η δικιά σου η ασπίδα
Απάνω της μορφές ζωγραφισμένες.
Κι είχε δεξά δεξά τη μυαλοσύνη
που σ’ έκανε από μακριά να νιώθεις
Τον κίνδυνο, πριν άλλοι να τον δούνε,
Και σ’ έκανε με τρόπο επιδέξιο
Να τον προβλέπεις και να του ξεφεύγεις.
Κι είχε αριστερά ζωγραφισμένη
Τη σκληραγώγηση που σου ’χε δώσει
Η κάθε ώρα της σκληρής ζωής σου
Και που παιχνίδια έκανε να μοιάζουν
Για σένα,οι κακουχίες όπου γι άλλους
Φαντάζαν αξεπέραστα εμπόδια.
Και πάνω πάνω ήτανε το θάρρος
Και της ζωής το αψήφισμα γραμμένο.
Κι ό,ποιο κακόβουλο κει πάνω βέλος
Χτυπούσε, από πριν ήταν χαμένο.
Γιατ’ η ζωή στα τόσα τα κακά της,
Κι ένα καλό φέρνει μαζί ακόμα:
Σέβεται εκείνους που την αψηφάνε.
Κι είχε στο κάτω μέρος χαραγμένη
Τη σύνεση, που ξέχυνε αχτίδες
Και φώτιζε όλα πάνω στην ασπίδα.
Και φρόντιζε αυτή να μην περάσεις
Ποτέ το μέτρο σ’ ό,τι αποκοτούσες.
Και μες στη μέση με ιλαρό ένα χρώμα
Ζωγραφιζόνταν οι αστεισμοί σου
Που πιάναν όποιον άφηναν οι άλλες
Οι τέσσερες εικόνες άδειο χώρο.
Κι ό,τι κακό εξέφευγε απ’ τ’ αλλα,
Το γέλιο και τ’ αστεία σου ορμούσαν
κι εξουδετέρωναν κάθε του σχέδιο.
Κι ήρθες και ξέπλυνες ντροπές αιώνων.
Ελληνική ως πέρα η ψυχή σου,
Σκόρπιζε μεγαλείο όπου περνούσε.
Και κάτω απ’ τα ολόλευκα φτερά της
Τρέχανε να τρυπώσουν-να σωθούνε
Απ’ τής ανυπαρξίας την καταβόθρα
Οι Ελληνες που είχαν καταλάβει
Πως ώρα ήτανε ν’ αναστηθούνε
Οι Πλαταιές κι η Σαλαμίνα πάλι.
Και οι μικροί κι οι μιαροί ενωθήκαν
Για να σε ρίξουνε και για να σβήσουν
Τη φλόγα που σου πήγαινε το βήμα.
Μα συ γελώντας τους παραμερούσες.
Κεράκια αυτοί ετεροφωτισμένα
και συ ο μοναδικός λαμπρός μας ήλιος.
Κοράκια αυτοί κι άψυχα μαυροπούλια,
Κι εσύ λευκός αητός κορφοβουνήσιος.
Ρυάκια αυτοί και συ ποτάμι μέγα.
Λαγοί κι εσύ το φοβερό γεράκι.
Και σβήσαν τα κεριά.Τα όρνια φύγαν.
Ξερά τα ρυάκια κι οι λαγοί χαημένοι.
Μα συ αθάνατος ακόμα λάμπεις,
Κι όσο υπάρχουν άνθρωποι και βλέπουν
Θα σε λατρεύουν μόνον φωτοδότη.
Μα συ φασματικός αητός αιώνιος
Και μας καλείς σε κορυφές κοντά σου.
Μα συ αστείρευτος, κι όσο πηγαίνεις,
Πιο ορμητικός, πιο άγριος, πιο δροσάτος.
Μα συ λιοντάρι και οι βρυχηθμοί σου
Για πάντα θα γεμίζουν τον αέρα
(και πώς να τους ξεχάσουμε θεέ μου)
"Ελληνες!" κράζοντας, και περήφανεια
Τα ελληνικά γεμίζοντας τα στήθη
Και με ανείπωτον τα ξένα φόβο.
Κι ήρθες σπαρμένος από κάποιο χέρι
Και από κάποιο θέλημα αντρειωμένο.
Κι αυτό ήτανε μονάχα όλο κι όλο
Που άλλοι για σένα κάναν-τη σπορά σου.
Όλα σου τ’ άλλα τα ’κανες μονάχος.
Μόνος ετράφηκες, μόνος αντρώθης.
Κι όχι για να χαρείς κι εσύ τη ζήση,
Αλλά για να χαρίσεις τη ζωή σου
Στην Επανάσταση και στην Πατρίδα.
Και μπλέχτηκες με τους Αληπασάδες
Για να μεστώσεις δύναμη και τέχνη.
Κι ό,τι ο Αλήπασας σου είχε δώσει
Διπλάσιο του το πλήρωσες. Αλήθεια.
Τι ειρωνεία… Λευτερώνοντάς μας,
Την ίδια ώρα τιμωρούσες κείνους
Που σκότωσαν τον τότε σου προστάτη.
Λες πως γι αυτό σε κράταγε κοντά του,
Το αίμα του για να του πάρεις πίσω
(Παιχνίδια της ζωής που συγγραφέας
Ποτέ δε θα σκεφτότανε να γράψει).
Μα τ’ άξιζε γιατ’ ήταν παλληκάρι
και γιατί άθελά του είχε γίνει
Αιτία για την αλληλοφαγωμάρα
Των τούρκων, όπου τόσο είχε βοηθήσει
Την Επανάστασή μας να φουντώσει.
Και ό,τι έκανες Καραϊσκάκη
Ωραίο κι Υψηλό μες στη ζωή σου,
Το ’χεις πετύχει όχι συμμαχώντας
Με καπετάνιους ή πολιτικάντες.
Το ’κανες έχοντας το Λαό μαζί σου.
Μόνος εσύ με το σοφό μυαλό σου
Ενοιωσες ο Λαός αν δε θελήσει
Πως τίποτα στον τόπο δε ριζώνει.
Μόνος εσύ με τη σωστή σου κρίση
Και την αγνότη που ’χες στην ψυχή σου,
Που απτό Λαό εκεί βαλμένες ήταν,
Κατάλαβες πως έπρεπε στη βρύση
Πάλι εκεινού την άγια να προστρέξεις,
Να δροσιστείς και να τήνε δροσίσεις.
Με το Λαό μαζί Καραϊσκάκη
Αυτό που ήρωα σ’ έκανε έχεις κάνει.
Κι αν σώνει και καλά θέλουνε κάποιοι
Κάποιον σκοπό να βρουν σ’ αυτό μου το έργο,
Ας δουν το δίδαγμα πως ό,τι ωραίο
Κι ό,τι μεγάλο κι υψηλό και άξιο
Μονο ο Λαός μπορεί να το σαρκώσει.
Αν έγραψα όλ’ αυτά Καραϊσκάκη
Δεν είναι κάποιοι για να τα διαβάσουν
Και να θελήσουν τάχα να σου μοιάσουν.
Μακριά μια τέτια πρόθεση από μένα:
Οι ήρωες δε γίνονται-γεννιούνται.
Φτάνει μονάχα να ταιριάξει η ώρα
Κι όλη τους την αξία φανερώνουν.
Αν έκατσα και γράφω τούτα όλα
Είναι που άλλον δε μ’ αφήσαν τρόπο
Για την πατρίδα κάτι τις να κάνω.
Αύτη και η δική μου μάχη ας είναι,
Είτε είναι κερδισμένη είτε χαμένη-
Καθείς όσο μπορεί κι όπως του πρέπει.
Καραϊσκάκη αφού υπάρξει έχεις
Μία φορά, ποτέ δε θα πεθάνεις.
Μέσα της θα σε κλείνει σαν διαμάντι
Η σκέψη όλων των αγνών Ελλήνων.
Κι η βροντερή φωνή σου από τα ύψη
Τα ιδεατά κι άφταστα των ηρώων,
Θα διαλαλεί σε όλους τους ανθρώπους
Πως η Ελλάδα μετά τόσα χρόνια
Μπορεί άξια παιδιά και βγάζει ακόμα.
Και άσε εμάς εδώ Καραϊσκάκη
Συνεχιστές των τόσων ηρωισμών σου-
Όχι ίσως του στρατού και του πολέμου
Αλλά της πάλης στους μιαρούς ενάντια-
Eίναι κι αυτός ένας μικρός αγώνας,
Συνεχιστής εκείνου, του δικού σου.
Κάποιος αδιάφθορος να μείνει πρέπει.
Κάπου η αγνότη πρέπει ν’ ακουμπήσει.
Κάπου η ορθή η σκέψη ν’ απαγκιάσει
Ωστε όταν πάλι χρεία θα υπάρξει
Σ’ ενα κορμί να ενωθούνε πάλι,
Μία ψυχή και πάλι ν’ αρματώσουν,
Κάποιο μυαλό και πάλι να καρπίσουν,
Και πάλι κάποιος ήρωας σαν και σένα
Σάρκα κι οστά να δώσει στις ελπίδες
και στου Λαού μας τους καθάριους πόθους.
Και ίσως ικανούς εκείνου να ’βρει
Συνεχιστές το ηρωικό το έργο.
Κι όσοι μετά απ’ αυτόνε θ’ αρχηγέψουν
Μιαροί όπως οι τότε να μην είναι
Κι όπως αυτοί που ακόμα κυβερνάνε.
Ισως τα κόμματα δε θα ’ναι δούλα
Ξένων κρατών και ξένων συμφερόντων.
Ίσως ο Λαός σοφά οδηγημένος
Τότε να βρει το δρόμο που του πρέπει.
Κλέφτης ο ένας να μην είναι του άλλου
Αλλα βοηθός σ’ έναν κοινό αγώνα
Για το καλό μονάχα της Πατρίδας.
Ισως η γης να μοιραστεί σε όλους
Όπως εσύ σκοπό να κάνεις είχες.
Κι ίσως το δίκιο οστά και σάρκα πάρει
Αντίς μια ιδέα κι ένας μύθος να ’ναι.
Ίσως θρησκείες να μην υπάρχουν τότε
Και ο Λαός σωστά οδηγημένος
Να καταλάβει πως αυτός σωτήρας
Μπορεί του εαυτού του μόνο να ’ναι.
Κι οι ήρωες ίσως τότε ν’ αναλώνουν
Την κρίση, την αντρειά τους και τη φλόγα
Οχι σε αχρείαστου πολέμου μάχες,
Παρά σε θαυμαστά ειρήνης έργα.
Ισως να μην πεινάει ο κόσμος τότε
Κι ίσως ο Ερωτας να μην πουλιέται-
Ισως ετότε να ’ναι ο κόσμος όπως
Εσύ τον θέλησες Καραϊσκάκη,
Κι όπως εβάλθηκες να τόνε χτίσεις
Μες στη μικρή σου χώρα- την Ελλάδα-
Μες στη μικρή μας χώρα-την Ελλάδα.
ΤΕΛΟΣ