Ο ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΣ
ΙΚΕΤΙΔΕΣ
ΠΑΡΟΔΟΣ
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΙΔΩΝ
Στο καραβίσιο μας αυτό κοπάδι που από του Νείλου
κίνησε τις ακρογιαλιές τις ψιλοαμμουδένιες
Ας ρίξει βλέμμα φιλικό ο ικέσιος ο Δίας.
Φύγαμε αφού αφήσαμε τη χώρα τη Σεβάσμια
Που της Συρίας ειν' όμορη, όχι γιατί ίσως αίμα
Εχύσαμε κι εξόριστες μας έκρινε η πόλη
Με κάποια της απόφαση, αλλά από μοναχές μας
Για την αηδία που νιώθουμε για τον ανίερο γάμο
Που τα παιδιά θέλουν με μας να κάνουν του Αιγύπτου-
Κι ο Δαναός,ο αρχηγός της σύναξης ετούτης,
Πατέρας μας, και που για μας αυτός αποφασίζει
Ζυγίζοντας τα πράγματα έκρινε ότι θάταν
Λιγώτερο άσχημο για μας να φύγουμε όπως όπως,
Πλεοντας πα’ στης θάλασσας το κύμα, και στου Άργους
Τα χώματα ν' αράξουμε, απ' ό,που κι η γενιά μας
Καυχιέται πως κατάγεται, απ’ την Πνοή του Δία
Την ιερή, κι απ’ το άγγιγμα του άγιου του χεριού του
Πάνω στην που μαστίγωνε ο οίστρος Αγελάδα.
Και για μας ποια θα ήτανε πιό καλόδεχτη χώρα
Παρ’ αυτή οπού φτάσαμε με αυτά μες στα χέρια
Τα κλαδιά τα ικετήρια με ταινίες ζωσμένα;
Αλλά ω! πόλη συ και γη και σεις νερά καθάρια
Και σεις Θεοί κατ' απ' τη γη που όλους τους ανόμους
Τους τιμωρείτε αυστηρά από εκεί που είστε,
Και σεις θεοί ουράνιοι, και τρίτος συ Σωτήρα
Δια, όπου των δίκαιων σκέπεις αντρών τα σπίτια,
Κάντε τη χώρα αυτήν εδώ, με φιλικές διαθέσεις
Να μας δεχτεί τον όμιλο ετούτο των παρθένων.
Και των γιων των αδιάντροπων, του Αιγύπτου το σμάρι,
Πριν σ’ αυτό να πατήσουνε το αμμουδένιο ακρογιάλι
Με το πλοίο τους στείλ’ το μες στο πέλαγος πάλι
Οπου νάβρουνε θύελλα με σφοδρή τρικυμία
Και βροντές κι αστραπές και θαλάσσιους ανέμους, Βροχοφόρους και άγριους, κι απ’ αυτά να χαθούνε
Πριν προλάβουν ν' ανεβούνε στα κρεβάτια μας πάνω
Και να σμίξουνε μ’ έρωτα –ποιοι;- τα πρώτα ξαδέρφια-
Κάτι που ούτε το θέλουμε κι ούτε δίκαιο είναι.
Από πέρα απ’ τη θάλασσα τώρα κράζω βοηθό μου
Το μοσχάρι το άγιο, το παιδί της Γελάδας
Της προγόνου μου που έβοσκε σ' ανθοφόρα λιβάδια
Και που ’γεννήθη απ' την Πνοή του Δίατην ερωτιάρα.
Γιατί βέβαια σαν έφτασε ο κατάλληλος χρόνος
Η Επαφή πραγματώθηκε του χεριού του του θείου
Και γεννήθηκε ο Έπαφος, απ' αυτή ονομασμένος.
Κι αφού για πρώτον μάρτυρα έχω αυτόν καλέσει
Και αφού έχω τα παλιά τα βάσανα αναφέρει
Που η αρχαία μου προγονή σ’ αυτούς εδώ τους τόπους
Τους χλοερούς, υπόφερε, θα φανερώσω τώρα
Σ' αυτής της γης τους κάτοικους, αλάθητα σημάδια
Που ας είναι απροσδόκητα, όμως θα τα πιστέψουν.
Μα τη συνέχεια ακούγοντας κανείς θα καταλάβει.
Και αν κοντά μου εβρίσκονταν μάντης εντόπιος κάποιος
Τις φωνές που να γνώριζε των πουλιών να εξηγήσει,
Τον μεγάλο ακούγοντας τον πικρό μου το θρήνο
Τη φωνή θα ενόμιζε ότι θ’ άκουγε τάχα
Απ' την άτυχη Μήτιδα, του Τηρέα τη γυναίκα-
Αηδονιού που απόκοντα τόχει πάρει γεράκι.
Που φευγάτη απ' του τόπου της το νερό και το χώμα
Πενθεί για τα που άφησε αγαπημένα μέρη,
Αλλά και μες στο θρήνο της μιλάει για το παιδί της
Που σκοτωμένο χάθηκε απ' το ίδιο της το χέρι
Όταν απάνω του έπεσε μάννας κακιάς μανία.
Έτσι τα πάθη μου κι εγώ ψάλλω, η πολυθρηνούσα,
Με μελωδίες Ιωνικές, σκιώντας τα μαγουλά μου
Που απ' τον ήλιο μελαψά του Νείλου έχουνε γίνει,
Και την καρδιά μου, άμαθη στα δάκρυα ως τα τώρα.
Κι έτσι απ’ τους θρήνους τ’ άνθη τους κορφολογώ, από φόβο
Μήπως και φίλους δε θα βρω που να νιαστούν για μένα, Καθώς φυγάδα ειμ' εγώ απ' τη χώρα της Αιγύπτου.
Μα ω! του γένους μας θεοί, αφού το δίκιο δείτε,
Με διάθεση καλόγνωμη όσα σας λέμε ακούστε.
Κάνετε οι παράνομοι να μην πραγματωθούνε
Πόθοι τα νιάτα πούχουνε. Κι αφού αλήθεια είναι
Οτι απεχθανόσαστε κάθε στα θεία ασέβεια,
Στο ζήτημα του γάμου μου τη δίκια δώστε λύση.
Γιατί κι όσοι από πόλεμο αφήσουν δυστυχώντας
Της πατρίδας τα χώματα, στο κακό που τους βρήκε
Τους βωμούς λογαριάζουνε μοναχή σωτηρία
Των Θεών-τους ολόσεβους, ιερούς αυτούς τόπους.
Α! Και νάταν η θέληση που αφήνει ο Δίας
Να γνωρίσουν οι άνθρωποι, όποια έχει στ' αλήθεια!
Μα όμως ειν' αδύνατο στους θνητούς να γνωρίσουν
Του Θεού τα θελήματα. Φανερώνονται ξάφνου,
Αστραπές σα να ήτανε και το σκότος φωτίζουν
Στους ανύποπτους φέρνοντας τους θνητούς δυστυχίες.
Εύστοχα και με σιγουριά ό,τι θελήσει ο Δίας
Γίνεται, μ’ ένα κίνημα μόνο της κεφαλής του.
Είναι βαθύσκιοι και πυκνοί οι δρόμοι του μυαλού του
Και δεν μπορούνε να τους δουν τα ματιά των ανθρώπων.
Από ελπίδων κορυφές γκρεμίζει τους ανθρώπους.
Και δε χρειάζεται γι αυτό νάχει τη βία όπλο-
Στους Θεούς όλα εύκολα. Και ας στέκει στα ύψη.
Από 'κει, απ’ τους άγιους, τους πανσέπτους του θρόνους Ο,τιδήποτε γίνεται που θα βάλει στο νου του.
Ας ρίξει στην ανθρώπινη την ασέβεια το βλέμμα
Να δει ότι ξανάρχεται. Και τη φορά είναι τούτη
Του γένους μου το βλάστημα που τώρα έχει φουντώσει
και αμετάπειστα ζητά μαζί μας ένα γάμο.
Και με μανία, σαν κεντρί, φέρεται, που δε φεύγει
Ως να πληρώσει με χαμό του έρωτα το δόλο.
Με σκουξιές που ταιριάζουνε σε νεκρών θρηνωδίες
Τα λέω ξεφωνίζοντας τα βάσανα μου ετούτα,
Τ' ασήκωτα και θλιβερά, που δάκρυα στα μάτια
Οποιου τ' ακούει φέρνουνε. Αλί και τρισαλί μου!
Μοιρολόγια για μένανε ζωντανή όντας λέω..
Σου ζητάω καλόγνωμη να δειχτείς συ για μένα
Γη Απία λοφόσπαρτη, αν τη γλώσσα μου νιώθεις
Που μιλάω τη βάρβαρη. Και ναι, άλυπα πέφτουν
Στη λινή τη Σιδώνεια την καλύπτρα μου πάνω
Με μανία τα χέρια μου και κουρέλια την κάνουν.
Όταν αυτό που ζήτησαν οι άνθρωποι έχει γίνει
Και ειν' ο θάνατος μακριά κι όλα καλά πηγαίνουν
Τότε με πλήθιες το θεό θυσίες ευχαριστούνε.
Αλίμονο! Αξεδιάλυτα τα βάσανα μου είναι.
Τάχα το κύμα του κακού αυτό, πού θα μας πάει;
Σου ζητάω καλόγνωμη να δειχτείς συ γιά μένα
Γη Απία λοφόσπαρτη, αν τη γλώσσα μου νιώθεις
Που μιλάω τη βάρβαρη. Και ναι! Αλυπα πέφτουν
Στη λινή τη Σιδώνεια την καλύπτρα μου πάνω
Με μανία τα χέρια μου και κουρέλια την κάνουν.
Το πλοίο με τα λινόδετα πανιά και τα κουπιά του
Που το νερό κρατά μακριά, τον άνεμο ούριο βρήκε
Κι ήρθα εδώ ατρικύμιστη. Παράπονο δεν έχω.
Μα ο Πατέρας που από 'κει ψηλά όλα τα βλέπει
Ας μας τα φέρει δεξιά όταν και όπως πρέπει.
Και μεις, οι γόνοι θείας γενιάς, ας δώσει ο Θεός σε κλίνη Αντρίκια να μην πέσουμε και πάντοτε παρθένες
Κι ανύπαντρες να μείνουμε.
Και του Δία η σεμνόπρεπη, σοβαρόθωρη κόρη
Που παρθένα και που έμεινε και που θέλει να μείνει
Τωρα ας στρέψει το βλέμμα της και σε με που ζητάω
να μείνω αγνή για πάντοτε. Και μ' όση δύναμη έχει
Και τους διωγμούς μου ας ιδεί, και αγανακτισμένη,
Παρθένα αυτή, κι εμένανε ας σώσει την παρθένα.
Και μεις,οι γόνοι θείας γενιάς,ας δώσει ο Θεός σε κλίνη Αντρίκια να μην πέσουμε και πάντοτε παρθένες
Κι ανύπαντρες να μείνουμε.
Ειδεμή όπως είμαστε μελαψές απ' τον ήλιο
Αν οι Ολύμπιοι θεοί δε θα μας δώσουν δίκιο,
Στου Δία του φιλόξενου, αφού θα κρεμαστούμε,
Τα δώματα θα φτάσουμε κατ' απ’ τη Γη που μένει,
κρατώντας ικετήρια κλαδιά στα δυο μας χέρια.
Α! Δια! Για ό,τι έγινε με την Ιώ-αλί μου
Οργή εκδικήτρα των Θεών απάνω μου ξεσπάει.
Και τηνε νιώθω καθαρά την ουρανονικήτρα
Τη ζήλεια της γυναίκας σου: σφοδρός στ' αλήθεια αέρας
Θα φέρει πάντα τρικυμιά.
Και για το Δία θ' αρχίσουνε τότε οι επικρίσεις
Πως τάχα είναι άδικος γιατί της Αγελάδας
Το γιο, που του ήτανε και γιός, έχει καταφρονήσει
Και τώρα τις δεήσεις μας κάνει πως δεν ακούει.
Όμως εκεί ας μας άκουγε στα ύψη οπου στεκει
Καλόγνωμ' ας μας άκουγε τώρα που τον καλούμε.
Α! Δία! Για ό,τι έγινε με την Ιώ-αλί μου
Οργή εκδικήτρα των Θεών απάνω μου ξεσπάει.
Και τηνε νιώθω καθαρά την ουρανονικήτρα
Τη ζήλεια της γυναίκας σου: σφοδρός στ'αλήθει' αέρας
Θα φέρει πάντα τρικυμιά.
ΠΡΩΤΟ ΕΠΕ1ΣΟΔΙΟ
ΔΑΝΑΟΣ
Φρόνιμες πρέπει νάσαστε παιδιά. Εδώ έχετ’ έρθει
Έχοντας ένα γέροντα πατέρα για οδηγό σας
Που και πιστός είναι σε σας και το μυαλό του κόβει
Και της στεριάς τα πράγματα τάχει προβλέψει όλα.
Σεις μόνο πάντα νάχετε τα λόγια μου στο νου σας.
Μα βλέπω σκόνης σύννεφο που αμίλητα δηλώνει
Στρατό. Από τους άξονες το σφύριγμα δεν παύει,
Και βλέπω πλήθος δόρατα κι ασπίδες που κρατάει
Ανεβασμένο σε άλογα και άρματα καμπύλα.
Ισως για μας να μάθανε απ' τους μαντατοφόρους
Οι αρχηγοί αυτής της γης κι έρχονται για να δούνε.
Μα είτε καλοδιάθετα έρχεται ο στρατός τους
Είτε με ωμή έρχεται οργή και άγρια ξαναμμένος,
Για σας είναι καλλίτερα παιδιά μου να σταθείτε
Στο βράχο πάνω ετούτονε που είναι μαζεμένοι
Όλοι της χώρας οι θεοί. Δύναμη πιο μεγάλη
Και από πύργο έχει ο βωμός-άσπαστη ασπίδα ειναι.
Μα γρήγορα πηγαίνετε, και τα σεμνά κρατώντας
Στ' αριστερό το χέρι σας κλαδιά της ικεσίας,
Που τόσο στον σεβάσμιο αρέσουνε τον Δία
Στεφανωμένα με λευκές ταινίες, ν' αποκριθείτε
Με λόγια που να δείχνουνε και σεβασμό και λύπη
Για τη μεγάλη πούχετε ανάγκη, όπως ταιριάζει
Σε σας που ξένες είσαστε, λέγοντας με σαφήνεια
Για τη φυγή σας, πούγινε χωρίς να χύσετε αίμα.
Να δείξετε σεμνότητα με τη φωνή σας πρέπει,
κι ακόμα σοβαρότητα να δείξετε να βγαίνει
Από ’να σώφρον πρόσωπο με ήρεμο ένα βλέμμα.
Πρώτες να μη μιλάτε εσείς. Κι όταν το λόγο πάρτε
Μη τον κρατάτε ώρα πολλή. Πολύ δεν τ' αγαπάνε
Τα λόγια εδώ οι άνθρωποι. Και νάχετε στο νου σας
Να υποχωρείτε πάντοτε. Είσαστε της ανάγκης.
Φυγάδες, ξένες είσαστε. Με θράσος να μιλάνε
Δεν πρέπει όσοι βρίσκονται σε θέση αδυναμίας.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΙΔΩΝ
Σε φρόνιμες πατέρα μου φρόνιμα έχεις μιλήσει.
Και θα φροντίσω τις σοφές αυτές τις συμβουλές σου
Στο νου μου νάχω. Μα και συ, ω! προγονέ μας Δία
Στρέψε το βλέμμα πάνω μας.
ΔΑΝΑΟΣ
Το βλέμμα του ας ήταν
Καλωσυνάτο πάνω μας να έπεφτε αλήθεια.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΙΔΩΝ
Δίπλα σου τώρα, στους βωμούς, εκεί θαρθώ να κάτσω.
ΔΑΝΑΟΣ
Λοιπόν να μην καθυστερείς και κάνε όπως σου είπα.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Τα βάσανα λυπήσου μας Δία, προτού χαθούμε.
ΔΑΝΑΟΣ
Αν θέλει εκείνος ολ' αυτά όμορφα θα τελειώσουν.
Τώρα του Δία τον άγγελο τον πρωινό καλέστε.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Τώρα του ήλιου εμείς το φως καλούμε του ζωοδότη.
ΔΑΝΑΟΣ
Καλέστε και τον άσπιλο Απόλλωνα, τον θείο,
Που οι ουρανοί εξόρισαν.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Αυτός θα καταλάβει
Γιατί την ίδια γνώρισε με τη δική μας μοίρα.
ΔΑΝΑΟΣ
Δείχνοντας τη συμπόνια του βοηθός σε μας ας γίνει.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Κι απ' τους Θεούς ποιόν άλλονε να κράξω για βοηθό μου;
ΔΑΝΑΟΣ
Βλέπω αυτή την τρίαινα, κάποιου Θεού σημάδι.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Ας με δεχτεί όπως μ' έφερε, καλά, σ' αυτή τη χώρα.
ΔΑΝΑΟΣ
Μα να εδώ κι ένας Ερμής Ελληνικά δοσμένος.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Ας φέρει αυτός το μήνυμα ότι εμείς πια δούλες
Θα πάψουμε να είμαστε και θα λευτερωθούμε.
ΔΑΝΑΟΣ
Τους μαζεμένους εδώ δα βωμούς των θεών ετούτων
Θέλω να τους σεβάσετε. Στον τόπο αυτόν σταθείτε
Τον ιερό, σαν νάσαστε σμάρι από περιστέρια
Που σκιάζονται τα ομόφτερα γεράκια που ειν’ εχθροί τους
Κι αν και το ίδιο έχουνε με κείνα εντός τους αίμα
Να τα μολύνουνε ζητάν. Αγνό πώς θε να μείνει
Πουλί αν φάει άλλο πουλί; Και πώς αγνός να μείνει
Αντρας αν κάποιος παντρευτεί γυναίκα με τη βία,
Χωρίς ουτ' ο πατέρας της ακόμα να τον θέλει;
Ούτε νεκρός δεν πρόκειται,στον Αδη όταν πάει,
Να την γλιτωσει την ποινή μιας τέτιας αμαρτίας.
Γιατί εκεί κατά πως λεν, σε τελευταία μια κρίση
Τις αμαρτίες των νεκρών δικάζει άλλος Δίας.
Λοιπόν προσέχετε μ' αυτόν τον τρόπο να φερθείτε
Για να τελειώσουνε καλά για σας ετούτα όλα.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Από πού ηρθε ο όμιλος που προσφωνώ ετούτος
Ντυμένος μ' έναν ξενικό τρόπο, που καμαρώνει
Για τους βαρβαροκαμωτους τους πέπλους που φοράει
Και για όσα το κεφάλι του φασκιώματα σκεπάζουν;
Αυτό δεν είναι ντύσιμο των γυναικών του Άργους
Ούτε και των υπόλοιπων των τόπων της Ελλάδας.
Ομως μεγάλη εντύπωση κάνει σε μένα η τόλμη
Που είχατε, για νάρθετε άφοβα μες στη χώρα
Χωρίς κανένα κήρυκα,οδηγούς ή και προξένους.
Εχετε βέβαια κλαδιά στ' αγάλματα αποθέσει
Όλων των ντόπιων των Θεών, όπως οι ικέτες κάνουν.
Η Ελλάδα μόνο απ' αυτό μπορεί να εκτιμήσει.
Κι άλλα πολλά θα δύνονταν κανένας να εικάσει
Αν δεν υπήρχε η φωνή, εδώ, για να μιλήσει.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Για τη στολή τάπες καλά. Σε ποιόν όμως μιλάω;
Σ' απλόν πολίτη ή σ' ιερόν ραβδούχο ή κι ίσως πάλι
Σε κάποιον απ' τους άρχοντες ετούτης δω της πόλης;
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Μπορείς και ν’ αποκρίνεσαι και να μιλάς με θάρρος.
Γιος είμαι του Παλαίχθονα που η γη έχει γεννήσει.
Και κυβερνώ τον τόπο αυτό. Πελασγός τ’ όνομά μου.
Και αφού είμαι βασιλιάς, οι Πελασγοί από μένα
Που αυτή τη χώρα κατοικούν,επόμενο να πάρουν
Το όνομα τους ήτανε. Και όλον κυβερνάω
Τον τόπο που από μέσα του περνά ο αγνός Στρυμόνας
Στη δυτική του την πλευρά. Κι ακόμα εξουσιάζω
Τη χώρα εγώ των Περραιβών, και όσα είναι μέρη
Πέρα απ' την Πίνδο και κοντά στη χώρα των Παιόνων,
και της Δωδώνης τα βουνά. Και σύνορό μου είναι
Η θάλασσα. Και διοικώ ακόμα κι όσα μέρη
Βρίσκονται κάτω απ' αυτά. Κι η γη αυτή, η Απία
Που τώρα πάνω της πατάς, επήρε τ’ όνομα της
Από γιατρό. Γιατί παλιά, ο Απις, γιός του Φοίβου,
Που απ' αντίπερα είχε ερθεί, από τη Ναυπακτία,
Και μάντης, και θεραπευτής, τη χώρα είχει απαλλάξει
Απ' τα θηρία που σκότωναν ανθρώπους, που η γη μας
Από το μίασμα παλιών αιμάτων μολυσμένη
Συνέχεια ξερνοβόλαγε θυμό γεμάτη όλη.
Απαίσια όντα σε φουρνιές-δράκοντες που κανένας
Να ζει μαζί τους δεν μπορεί. Κι αφού με τέλεια γνώση Χρησιμοποίησε φάρμακα, που αποτέλεσμα είχαν,
Να μας γλυτώσει απ' ολ' αυτά, για πληρωμή του πήρε
Να τόνε μνημονεύουμε στις προσευχές μας όλοι.
Λοιπόν αφού σου απόδειξα εγώ ποιος είμαι, τώρα
ειν' η σειρά σου να μου πεις ποια είναι η γενιά σου.
Μα τουτη η πόλη -ξέρε το- λόγια πολλά δε θέλει.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Και καθαρά και γρήγορα θα σου τα πω. Αργείες
Καυχιόμαστε πως είμαστε. Γόνοι της Αγελάδας
Πούχε τα όμορφα παιδιά. Κι ετούτα που σου λέω
Κι ακόμα όσα θε να πω θα δεις πως ειν' αλήθεια.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Απίστευτο μου φαίνεται, ξένες, αυτό που ακούω-
Το γένος σας Αργείτικο πως είναι. Γιατί μάλλον
Λίβυες παρομοιάζετε γυναίκες και καθόλου
Σε τούτης 'δω δε μοιάζετε της χώρας τις γυναίκες.
Ο Νείλος μόνο θάτρεφε τέτιο φυτό. Απ' την Κύπρο
Τεχνίτες άντρες έχουνε τέτιες μορφές τυπώσει-
Γυναίκες που σας μοιάζουνε. Πάλι ακούω νομάδες
Ινδές, με τους Αιθίοπες γειτόνισσες, πως τρέχουν
Πάνω στις γοργοπόδαρες σαν τ’ άλογα καμήλες
και σε σαμάρια καθιστές. Αν παλι είχατε τόξα
Θα έλεγα πως είσαστε οι παρθένες αμαζόνες
Οι σαρκοφάγες. Όμως αν με φώτιζες πιο πέρα
Θα μάθαινα καλλίτερα, πώς η καταγωγή σας
Ειν’ απ’ το Άργος.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Λένε πως η Ιώ ιέρεια ήταν
Στης Ηρας τους σεπτούς ναούς, εδώ, στη γη του Άργους.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Και μάλιστα η φήμη της ήταν πολύ μεγάλη.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Και για το Δία μη λέγεται πως με θνητή επήγε;
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ναι. Και αυτό δεν έμεινε κρυφό από την Ηρα.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Και πώς τελείωσε ο καυγάς που οι δυο θεοί εστήσαν;
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Εκανε του Άργους η θεά Γελάδα τη γυναίκα.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Λοιπόν την καλοκέρατη ο Δίας Αγελάδα
πλέον δεν την πλησίασε;
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Σαν ταύρος λεν βαρβάτος.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Και τι έκαν' η πανίσχυρη του Δία γυναίκα τότε;
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Φύλακα τετραπέρατο στην Αγελάδα ορίζει.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Ποιος λες πως ήταν ο βοσκός που τάβλεπε όλα γύρω;
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ο Άργος, το παιδί της γης, που ο Ερμής σκοτώνει.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Κι άλλο ακόμα ποιό κακό στη δύστυχη εκείνη
Την Αγελάδα έστειλε;
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Μια μύγα που αναγκάζει
Τα βόδια όλο να τρέχουνε.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Οι κάτοικοι του Νείλου
οίστρο τη λεν τη μυγα αυτή.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Μ' αυτή λοιπόν τη μύγα
Την έδιωξε απ’ τη χώρα μας και πήρε αυτή τους δρόμους.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Οσα μου είπες συμφωνούν με όσα εγώ γνωρίζω.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Και έφτασε στην Κάνωβο και ύστερα στη Μέμφι.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Και με του Δία το άγγιγμα είχε παιδί γεννήσει.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Και για ποιόν μόσχο Θεϊκό καυχιέται η Γελάδα;
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Τον Επαφο, απ’ τ’ όνομα της επαφής εκείνης.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Και ύστερα απ' τον Επαφο ποιός άλλος εγεννήθη;
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Αυτή που μία μέγιστη κατέχει γη-η Λιβύη.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Και ποιό εκείνη γέννησε ακόμα λες βλαστάρι;
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Τον Βήλο, που απόκτησε δύο παιδιά και είναι
Πατέρας του πατέρα μου.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Τ’ όνομα πες μου τώρα
Του πάνσοφου πατέρα σου.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Δαναό τόνε λένε,
Κι ο αδερφός του αρσενικά παιδιά έχει πενήντα.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Μη σταματήσεις τώρα εδώ. Τ’ όνομα πες κι εκείνου.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Αίγυπτος. Τώρα που ’μαθες τ' αρχαίο μας το γένος
Πράξε σα να συνάντησες μια σύναξη μπροστά σου
Αργείτικη.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Μου μοιάζετε πως έχετε αρχαίους
Δεσμούς με τούτηνε τη γη. Αλλα τα πατρικά σας
Τα σπίτια πώς τολμήσατε ν' αφήσετε; Ποια τύχη
Πάνω σας μαύρη έπεσε ;
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Δε μοιάζουν μεταξύ τους
Ω! βασιλιά των Πελασγών τα πάθη των ανθρώπων.
Ομόφτερο κακό ποτέ και πουθενά δε θα ’βρεις.
Γιατί και ποιός θα τόλεγε πως η φυγή μου ετούτη
Η ανέλπιστη, θε νάκανε ν' αράξει εδώ στο Άργος
Συγγενική σας μια γενιά, παλιά, που θα ’χε φύγει
Για νάρθει εδώ να ζήσει πια, σπρωγμένη από μίσος
Για γάμο και για έρωτα;
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Και τ' ήρθες να ζητήσεις;
Απ' τους Θεούς της πόλης μας που εδώ 'ναι μαζεμένοι Κρατώντας νιόκοπα κλαδια,λευκοστεφανωμένα;
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Σκλάβα ποτέ να μη γενώ στο γένος του Αιγύπτου.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Γιατί; Ανήθικο ειν' αυτό ή ’κείνοι εχθροί σου είναι;
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Αν τον αφέντη αγαπά ποιός τη σκλαβιά δε θέλει;
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ετσι αξαίνει η δύναμη πιότερο στους ανθρώπους.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Και να χωρίσουνε μπορούν αν δουν πως δυστυχούνε.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Και πώς λοιπόν εγώ μπορώ σ' αυτό να σας βοηθήσω;
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Αν με ζητήσουν τα παιδιά του Αιγύπτου μη με δώσεις.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Λόγια βαριά μου λες. Κακόν θες πόλεμο να κάνω.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Αλλά η Δίκη είναι βοηθός σ' όσους την παραστέκουν.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Απ' την αρχή αν ήτανε της μάχης στο πλευρό σας.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Σεβάσου ετούτους τους βωμούς,έτσι στεφανωμένους.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Τους βλέπω κι έχω στέκοντας τρόμο ιερό μπροστά τους.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Βαριά ειν' αλήθεια η οργή του ικέσιου του Δία.
Ω! βασιλιά των Πελασγών καλόγνωμα άκουσε με
Βλαστάρι του Παλαίχθονα. Και δες με, τη φυγάδα
Ετσι όπως είμαι ικέτιδα απ' τον τόπο μου διωγμένη,
Δαμάλι σαν να ήμουνα που λύκος κυνηγάει
Σε βράχους δυσκολόβατους, που 'λπίζοντας βοήθεια
Τα βάσανα του το βοσκό κράζοντας μουκανίζει.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Από τα νιόκοπα κλαδιά σκιασμένο, τώρα, βλέπω
Το πλήθος τούτο των θεών της πόλης να σαλεύει.
Των συγγενών μας εύχομαι η υπόθεση των ξένων
Να μη μας έβγει σε κακό. Και ούτε φασαρία
Ετσι απρόβλεφτη καμμιά στα ξαφνικά να γίνει.
Από τα τετοια πράγματα δεν έχει ανάγκη η πόλη.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Ας στρέψει στην αθώα μας φυγή πάνω το βλέμμα
Η ικετήρια Θέμιδα, κόρη του μοιροδότη
Του Δία. Και συ, έστω σοφός και σ' ηλικία μεγάλος
Μάθε από μένα ότι αν σέβεσαι τον ικέτη
Φτωχός ποτέ δε θα γενείς και ότι τις θυσίες
Που ένας άντρας κάνει αγνός, πάντα οι θεοί τις στέργουν.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Δεν είστε βέβαια εσείς ικέτες στων δικών μου
Διαμερισμάτων τις αγνές εστίες καθισμένες.
Κι αφού ειν’ το μίασμα ζήτημα όλοκληρης της πόλης
όλοι οι πολίτες στη γιατρειά θα πρέπει να βοηθήσουν.
Γιατί δε θ' αποφάσιζα υπόσχεση να δώσω
Αν πρώτα δε θα έλεγα όσα τρέξαν στο λαό μου.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Κι η πολιτεία εισ' εσύ, και ο λαός εσύ 'σαι.
Αρχοντας ανεξέλεγκτος. Βωμούς εξουσιάζεις,
Εστίες της γης, και, νεύοντας, αποφασίζεις μόνος.
Και απ' το θρόνο που εσύ μονάχος διαφεντεύεις
Ολων των υποθέσεων την τύχη αποφασίζεις.
Φυλάξου από το μίασμα.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ας πάει στους εχθρούς μου.
Μα να βοηθήσω δε μπορώ χωρίς ζημιά να πάθω.
Και ούτε είναι φρόνιμο αυτές τις παρακλήσεις
Που κάνετε, αλογάριαστες εγώ να τις αφήσω.
Σ' αμηχανία βρίσκομαι και φόβος με κατέχει:
Να κάνω κάτι η άπρακτος να μείνω κι ό,τι γίνει;
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Πρόσεχε κείνον που ψηλά στέκοντας όλα βλέπει-
Προστατη των πολύπαθων ανθρώπων που προσπέφτουν
Σ' άλλους ανθρώπους, μα χωρίς το δίκιο τους να βρούνε.
Η οργή του ικέσιου περιμένει του Δία
όποιον μένει ασυγκίνητος στων παθόντων τους θρήνους.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Αν με τους νόμους σύμφωνα της χώρας σου ανήκεις
Συ, στου Αιγύπτου τα παιδιά, που ότι είναι λένε
Οι πιο στενοί σου συγγενείς, ποιός θα θελήσει τότε
Σ' αυτούς να φέρει αντίσταση; Εκτός αν αποδείξεις
ότι δεν έχουνε αυτοί πάνω σου εξουσία.
Αν της πατρίδας σου αυτό οι νόμοι της ορίζουν.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Ας μη βρεθώ εγώ ποτέ σε αντρική εξουσία.
Βρήκα τη σωτηρία μου από απαίσιο γάμο
Μ' αυτό το δρόμο της φυγής που πήρα κατ' απ' τ' άστρα.
Και συ τη Δίκη διάλεξε για σύμμαχο, και πάρε
Απόφαση που στους θεούς τα σέβη σου να δείχνει.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Να κρίνω είναι δύσκολο. Κριτή σου μη με βάζεις.
Στο ’πα και πριν- αν του λαού δεν πάρω εγώ τη γνώμη.
Οση κι αν έχω δύναμη τίποτα εγώ να κάνω
Χωρίς αυτήνε δεν μπορώ. Γιατί αν κάτι γίνει
Στραβό, μιά μέρα να μου πει τότε μπορεί ο λαός μου
«Τους ξένους προστατεύοντας κατάστρεψες την πόλη».
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Ο Δίας ο αμερόληπτος, γενάρχης και των δυό μας,
Ολα τα βλέπει από ψηλά κι ανάλογα μοιράζει
τα δίκαια στους δίκιους τ’ άδικα στους αδίκους.
Αφού μετράει έτσι λοιπόν, γιατί στενοχωριέσαι;
Και κείνο πούναι δίκαιο γιατί να μην το κάνεις;
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Για να σωθούμε προσοχή χρειάζεται μεγάλη.
Η σκέψη πρέπει στο βυθό να φτάσει των πραγμάτων
Ξύπνια και πεντακάθαρη σαν των δυτών το μάτι.
Ετσι που εν πρώτοις άβλαβο να είναι για την πόλη
Το θεμα αυτό, και ύστερα, καλά για μας να πάει
Κι ούτε να γίνει πόλεμος για όποιες διεκδικήσεις,
Ούτε και παραδίνοντας εσάς, έτσι όπως είστε
Πάνω στων θεών μας τους βωμούς όλες εμπιστεμένες,
Να βάλουμε στα σπίτια μας μέσα τον θεό εκείνο
Που όλα καταστρέφονται απ' την εκδίκηση του
Κι ούτε νεκρό το θύμα του στον Αδη δε γλυτώνει.
Λοιπόν τι λες; Δε χρειάζεται τέτοια βαθιά μια σκέψη;
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Σκέφου λοιπόν με προσοχή μεγάλη, και στους ξένους,
Την ευσέβειά σου δείχνοντας όλη, προστάτεψέ τους.
Και την εξόριστη εμέ που από μακριά έχω έρθει
Κηνυγημένη απ' ασεβείς διωγμούς, μη με προδώσεις.
Και μη θελήσεις να με δεις συρμένη με τη βία
Απ' τους ναούς τόσων θεών που εδώ 'ναι μαζεμένοι.
Εσύ που όλη τη δύναμη κατέχεις μες στην πόλη
Βάλε στο νου ακόλαστοι πόσο πολύ ειν’ οι άντρες
Κι από τη βία του θεού και την οργή φυλάξου.
Μη στέρξεις την ικέτιδα να δεις εμέ να σέρνουν
Από αυτά τ' αγάλματα, έξω από κάθε δίκιο,
Τραβώντας με, σαν άλογο νάμουν, απ' το τουρμπάνι,
Και βάζοντας τα χέρια τους στους πέπλους μου επάνω
Όπου με τοση υπομονή και τέχνη ειν’ υφασμένοι.
Γιατί μάθε. Δε σβήνεται όποια πράξη κι αν κάνεις
Αλλά γίνεται νόμισμα που στο μέλλον πληρώνει
Τα παιδιά και το σπίτι σου. Σκέψου αυτά που σου λέω- Από το Δία η δύναμη του Δίκαιου πηγάζει.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Και βέβαια το σκέφτηκα. Το πράγμα εκεί πηγαίνει. Μεγάλο έχω πόλεμο να κάνω ή με κείνους
Η με αυτούς. Δε γίνεται αλλιώς. Πια το καράβι
Στέριωσε. Με τη ναυτική οι σανίδες του την τέχνη Ταιριάξανε αδιάσπαστα η μία με την άλλη.
Διέξοδος δίχως τίμημα τον πόνο δεν υπάρχει.
Οταν τα πλούτη λείψουνε από τα σπίτια μέσα,
Αλλα μπορούν να έρθουνε, αν θέλει ο Κτήσιος Δίας
Και περισσότερο από πριν τ' αμπάρια να γεμίσουν.
Κι αν βέλη πάλι άπρεπα τοξέψει μία γλώσσα
Που την ψυχή ταράζουνε και πόνο προκαλούνε
Με άλλα λόγια ο σκληρός ο λόγος μαλακώνει.
Μα για να μη ο συγγενής χύσει συγγένειας αίμα
Πολλές θυσίες χρειάζονται. Και να σφαχτούνε πρέπει
Ζωα πολλά και σε πολλούς θεούς να προσφερθούνε
Για ν' αποτρέψουν το κακό που πρόκειται να γίνει.
Να κρίνω αλήθεια δεν μπορώ για τη διαμάχη ετούτη.
Και προτιμώ ανίδεος για τα κακά να είμαι
Παρά σοφός. Και άσχετα με τη δική μου γνώμη
Ολόψυχα εύχομαι καλά το θέμα να τελειώσει.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Ακου τα παρακάλια μου πώς τώρα θα τελειώσουν.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Λέγε. Ακούω. Δεν πρόκειται λέξη να μου ξεφύγει.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Ζωσμένο έχω το στήθος μου με πάνινες λουρίδες.
Και συγκρατώ τα πέπλα μου στη μέση μου με ζώνες.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ετσι συμβαίνει. Και σωστά μιας και γυναίκα είσαι…
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Μάθε λοιπόν ότι αυτά πολύ θα με βοηθήσουν.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Λοιπόν! Τι θέλουνε να πουν αυτά τα λόγια που είπες;
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Αν κάτι δεν υποσχεθείς καλό στη σύναξη μας…
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ε,και τι σχέση έχει αυτό με τούτα τα ζωνάρια;
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Με δώρα νέα τ' αγάλματα ετούτα θα στολίσω.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Μ' αινίγματα εμίλησες. Μίλα λοιπόν καθάρια.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Χωρίς ν' αργώ απ' τ' αγάλματα θα κρεμαστώ ετούτα.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ο λόγος που είπες την καρδιά βαριά μου την πληγώνει.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Κατάλαβες. Γι αυτό κι εγώ λιανά στα έχω κάνει.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ναι. Και δυσκολοδά;μαστα προβλήματα με πνίγουν.
Σαν ποταμός απάνω μου τα βάσανα ορμάνε.
Στων συμφορών το πέλαγο που δύσκολα περνιέται,
Και βάθη έχει αμέτρητα εμπήκα. Και λιμάνι
Στα βάσανα δε φαίνεται. Γιατί αν αυτό που θέτε
Δεν κάνω, τότε μίασμα, λέτε άφευγο θα μ' έβρει.
Αν πάλι στέκοντας μπροστά στα τείχη δώσω μάχη
Ενάντια στα ξαδέρφια σας, τα τέκνα του Αιγύπτου,
Πώς το αντίτιμο πικρό δε θάναι, να βαφτούνε
Μ' αίμα αντρικό τα χώματα για γυναικών χατήρι;
Αλλά του Δία την οργή του ικέσιου θα πρέπει
Να τη μετρήσω σοβαρά. Γιατί για τους ανθρώπους
Αυτό 'ναι το χειρότερο. Μα γέροντα πατέρα
Εσύ αυτών των κοριτσιών χεραγκαλιά τους κλάδους
Πάρε αυτούς και πήγαινε σ’ άλλους βωμούς και βάλτους
Των εγχωρίων μας θεών, να δουν ολοι οι πολίτες
Ετούτο το αλάθητο σημάδι του ερχομού σας
Κι όποια τους κάνω πρόταση να μη την απορρίψουν.
Γιατί τ' αρέσει του λαού τους άρχοντες να ψέγει.
Και ίσως βλέποντας αυτά να λυπηθεί κανένας
Και την ασέβεια κακοϊδεί του αρσενικού του ομίλου
Και πιο καλόγνωμος για σας να είναι ο λαός μου.
Γιατί όλοι τους αδύνατους τους βλέπουν με συμπάθεια.
ΔΑΝΑΟΣ
Μεγάλη ήταν η τυχη μας που βρήκαμε σε σένα
Ανθρωπο που αποδείχτηκε πως σέβεται τους ξένους.
Μόνο μαζί μου συνοδούς κάποιους από τους ντόπιους
Δώσ’ μου να μ' οδηγήσουνε ώστε μαζί να βρούμε
Τα ιερά και τους βωμούς των θεών, που ’ναι χτισμένοι
Στο μπρος το μέρος των ναών. Θάχω κι ασφάλεια έτσι
Όταν στην πόλη περπατώ. Γιατί ούτε ίδια όψη έχω
Ούτε κι έχω ίδιο ντύσιμο. Ίδια δεν τρέφουν ράτσα
Ο Νείλος και ο Ίναχος. Και κοίτα μήπως φόβο
Το θάρρος φέρει το πολύ. Γιατί έχει ξαναγίνει
Κάποιος δικό του άνθρωπο από άγνοια να σκοτώσει.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Σεις άντρες συνοδέψτε τον. Λέει καλά ο ξένος.
Στους βωμούς οδηγήστε τον-στων Θεών μας τους τόπους. Και λίγα ναν' τα λόγια σας σε όποιον συναντάτε
Το ναύτη αυτόν πηγαίνοντας ικέτη στους θεούς μας.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Οπως τόνε συμβούλεψες αυτός θα φύγει τώρα.
Ομως με με τι γίνεται; Τι εγγύηση μου δίνεις;
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Εκεί που είσαι ασ’ τα κλαδιά, του πόνου σου σημάδι.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Τ' αφήνω απ’ τα χέρια μου μα με δική σου ευθύνη.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Περπάτα τώρα στου ιερού το επίπεδο το μέρος.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Και πώς σε μέρος θα σωθώ βωμούς όπου δεν έχει;
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ορνια δε θα σ’ αρπάξουνε άγρια. Μη φοβάσαι.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Κι αν σε χειρότερους εχθρούς με δώσεις κι από δράκους;
ΒΑΣΙΑΙΑΣ
Κάποιος καλά σα σου μιλά, καλά και συ απάντα.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Παράξενο ν' ανησυχώ απ' το φόβο μου δεν είναι.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Μεγάλος είναι πάντοτε ο φόβος στις γυναίκες.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Με λόγια μη μ’ ευχαριστείς μόνο, αλλά και μ' έργα.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Πολλή ώρα ο πατέρας σου δεν πρόκειται ν’ αργήσει.
Εγώ θα πάω το λαό τώρα να συγκαλέσω
Κι ευνοϊκά όσο μπορώ για σε να τον διαθέσω.
Και στον πατέρα σου θα πω πώς πρέπει να μιλήσει.
Γι αυτό και μείνε συ εδώ και τους θεούς του τόπου
Για ό,τι πιότερο ποθείς με θέρμη παρακάλα.
Πάω λοιπόν ώστε όλ’ αυτά να τα φροντίσω τώρα
Κι εύχομαι τύχη και πειθώ να με ακολουθήσουν.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
(ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ)
Ω! βασιλιάδων βασιλιά, ευδαιμονία γεμάτε,
Και μόνε παντοδύναμε, ατάραχε συ Δια!
Ο,τι ζητάμε άκου το και κάνε το να γίνει.
Την ανομία των αντρών ας την απομακρύνει
Η δίκαιά σου η οργή. Το μαύρο το καράβι
Μέσα στα μαύρα βύθισ’ το τα βάθη του πελάγου.
Στο ξακουσμένο γένος μας το βλέμμα σου αφού στρέψεις Γένος που έχει ρίζα του γυναίκα αγαπητή σου
Τη φήμη ανανέωσε του όμορφου δεσμού μας.
Θυμήσου συ που την Ιώ χεράγγιξες. Θυμήσου,
Ο Δίας μας είναι πρόγονος, και το’χουμε περφάνια.
Η γη Αυτή μας γέννησε και είμαστε άποικοί της.
Τα ίχνη ακολούθησα τα παλαιά και ήρθα
Στον τόπο που η μητέρα μου άγρυπνα φυλαγμένη
Σε βοΐδοτρόφο άνθινο λιβάδι εβοσκούσε
Η Ιώ, απ' ό,που, αλλόφρονη κι οιστροκηνυγημένη
Εφυγε, και αφήνοντας πολλά πίσω της έθνη
Επέρασε τον δίαυλο τον κυματοδαρμενο
Και στης απέναντι της γης επάτησε το χώμα.
Και γρήγορα διαβαίνοντας απ' της Ασίας τα μέρη
Περνάει την προβατότροφη Φρυγία μία κι έξω
Περνάει και του Τεύθραντα την πόλη στη Μυσία,
Και τις κοιλάδες των Λυδών, και τα όρη των Κυλίκων
Και των Παμφύλων, και ορμά στα μέρη που αιώνια
Ποτάμια τα διασχίζουνε , και στη γεμάτη στάρι
Τη χώρα τη βαθύπλουτη, τη γη της Αφροδίτης.
Και κεντημένη πάντοτε απ' το αιχμηρό το βέλος
Του φτερωτού βοϊδοβοσκού, στον τόπο ύστερα φτάνει
Τον πλούσιο και τον ιερό, τα χιόνια που ποτίζουν
Και που τον δέρνουνε σφοδροί τυφώνες, και στου Νείλου
Στο τέλος φτάνει τα νερά, τα καθαρά απ' αρρώστιες,
Ξέπνοη από τ' άδικα βάσανα κι απ' τους πόνους
Που απ' το κεντρί ετράβηξε που είχε η Ηρα στείλει.
Κι οι θνητοί που σε κείνηνε κατοικούσαν τη χώρα
Απ' το φόβο τους τρέμανε και χλωμιάζαν να βλέπουν
Τ' ασυνήθιστο θέαμα: ένα τέρας ασχήμιας
Μισό γελάδα που ήτανε κι άλλο μισό γυναίκα.
Γιατί βλέπεις τα χάνανε μπρος σ’ ένα τέτοιο τέρας.
Τότε την οιστροκέντητη, την που έτρεχε συνέχεια,
Τότε την άθλια Ιώ, ποιο τ’ όνομα εκείνου
Που τη θεράπεψε; Αυτός,
ο Δίας, που βασιλεύει
Μες στους αιώνες. Ειν' αυτός που ’κανε αυτό το θάμα.
Με τη σώζουσα δύναμη που το χέρι του έχει
Και τη θεία του βούληση, τη λυτρώνει απ' τους πόνους.
Κι απ' τα μάτια της τρέξανε ντροπής δάκρυα τότε.
Κι αφού όπως η αδιάψευστη η παράδοση λέει
Ολο μέσα της τ' άμετρο μπήκε βάρος του Δία,
Το παιδί εκείνη γέννησε που δεν έχει ψεγάδι,
Και μακάρια που έζησε γι’ αναρίθμητα χρόνια.
Γι αυτό κι ολόκληρη βοά η γη: «Αλήθεια είναι
Πως είναι τούτο το παιδί του ζωοδότη Δία.
Ποιος άλλος τα επίβουλα κακά που ’στειλε η Ηρα
θα μπόρειε να σταμάταγε;» Του Δία αυτό ειν' έργο.
Κι αν πεις πως απ' τον Επαφο κρατάει αυτό το γένος
Τότε αλήθεια θε να πεις.
Τάχα σε ποιόν θα ταίριαζε άλλονε να προσφύγω
θεό, που έργα δίκαια τόσα πολλά έχει κάνει;
Σ' άλλονε ποιόν παρά σ' αυτόν, πατέρα και κύριό μας
που με το χέρι το ίδιο του φύτεψε τη γενιά μας,
Αυτόν, τον μέγα και σοφό του γένους μας τον χτίστη,
Αυτόν, τον ευεργέτη μας, τον Δία, το βοηθό μας;
Σε κανενός δε βρίσκεται αυτός την εξουσία.
Μέγας και τους μικρότερους όλους εξουσιάζει.
Δύναμη μεγαλύτερη στον κόσμο δεν υπάρχει
Που αυτός να της υποταχτεί. Και γρήγορα να κάνει
Μπορεί, ο,τι ο πάνσοφος ο νους του θα θελήσει.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΔΑΝΑΟΣ
Θάρρος παιδιά. Είναι καλά τα νέα από τους ντόπιους.
Ο δήμος πήρε απόφαση οριστική.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Καλώς τον
Το γέροντα που μούφερε νέα ωραία τόσο.
Μα έλα, πες, το ψήφισμα πώς βγήκε; Πόσο ήσαν
Πολλά τα χέρια του λαού που αυτή την κρίση κάναν;
ΔΑΝΑΟΣ
Ολοι αποφασίσανε ομόφωνα οι Αργείτες
Ετσι που μέσα μου ένιωσα σα νάμουν πάλι νέος.
Όλοι μαζί, με τα δεξά τα χέρια τους, εκάναν
Ο αέρας να τραντάζεται καθώς έλεγαν τούτα:
"Εμείς να μείνουμε στη γη αυτήν ασφαλισμένοι
Κι ελεύθεροι, και νάχουμε στη χώρα αυτή ασυλία.
Και ούτε ντόπιος κάτοικος, ούτε κανένας ξένος
Να μη μας σύρει στη σκλαβιά. Κι αν κάποιος βία ασκήσει, Όποιος βοηθός μας δεν ερθεί απ' τους κατοίκους, τότε
Γι’ άτιμος να λογίζεται και να τον εξορίσουν."
Ο βασιλιάς των Πελασγών με τέτια που είπε λόγια
Καλά για μας, τους έπεισε. Τους είπε για το φόβο
Που έχει, μήπως αύξαινε αργότερα η πόλη
Του Δια του ικέσιου την όργητα. Κι ακόμα
Για το διπλό το μίασμα και ξένο και δικό τους
Είπε, μιας κι εμείς είμαστε και ξένοι και πολίτες,
Πως αν αυτό φανερωθεί στην πόλη, θε να θρέψει
Αγιάτρευτη μια συφορά. Κι υψώνοντας τα χέρια
Στο άκουσμα των λόγων του ετούτων οι Αργείτες
Ψηφίσαν δίχως κήρυκα αυτά να γίνουν έτσι.
Τις ρητορείες τις πειστικές και τις καλοειπωμένες
Με προθυμία τις δέχτηκε των Πελασγών ο δήμος.
Μα βέβαια κι απόφαση και κρίση είναι του Δία.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
(ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ)
Εμπρός ! Ευχές ας ψάλλουμε λοιπόν για τους Αργείους
Καλά που μας φερθήκανε. Κι ας στέρξει ο Ξένιος Δίας
Ν' ακούσει ετούτες τις ευχές που βγαίνουν από στόμα
Ξένο, και ανεκπλήρωτη καμμιά να μην αφήσει.
Αυτή 'ναι η καλλίτερη ώρα κι εσείς ν' ακούστε
θεοί που σας εγέννησε ο Δίας, τις ευχές μας
Που για το γένος τούτο εδω, απ' την καρδιά μας λέμε.
Αρη άγριε κι αχόρταστε για ιαχές πολέμου,
Που μεσα σ' αιματόβαφους αγρούς θνητούς θερίζεις,
Ποτέ τη χωρα αυτήν εδώ των Πελασγών μη δώσεις
Να γίνει παρανάλωμα στις φλόγες του πολέμου.
Γιατί μας σπλαχνιστήκανε και ψήφισαν υπέρ μας.
Γιατί τιμούν και σέβονται του Δία τους ικέτες,
Όπως την κακοπάθητη ετούτη σύναξη μας.
Ούτε το μέρος των αντρών ψηφίζοντας επήραν
Δείχνοντας περιφρόνηση στα γυναικεία τα δίκια,
Μα το νου τους τον είχανε στον ανίκητο δράκο
Που στέλνει ο Δίας τιμωρό-και ποιο αν τον έχει σπίτι
Στη στέγη αυτόν το δράκοντα μπορεί χαρά να νιώσει!
Τόσο βαρύς θρονιάζεται.
Γιατί σεβάστηκαν αυτές που ’χουν το ίδιο αίμα
Και που ικέτες πρόσπεσαν στον πάναγνο το Δία.
Γι αυτό και πάντα των Θεών θα έχουνε την εύνοια
Σε καθαρούς αφού βωμούς θα θυσιάζουν πάνω.
Ετσι λοιπόν ας υψωθεί ολόθερμη η ευχή μας
Ως τα ουράνια, βγαίνοντας από τα στόματά μας
Που κάτω στέκουν απ' τη σκιά των ικετήριων κλάδων.
Ποτέ λοιμός την πόλη αυτή απ' άντρες μην αδειάσει,
Ούτε με ντόπιων αίματα η γη να μη ματώσει.
Και της νιότης αθέριστα όλα τ' άνθη να μένουν.
Κι ούτε ποτέ της Κύπριδας ο εραστής, ο Αρης,
Ο των ανθρώπων χαλαστής, αυτά να μην τα κόψει.
Κι ας καίνε πάντα οι βωμοί, γεμάτοι απ' τους γέρους
Που γύρω τους μαζεύονται. Κι η πόλη ας κυβερνιέται
πάντα σωστά, με σεβασμό για τον μεγάλο Δία,
Και κύρια για τον Ξένιο, που απ' τα παλιά τα χρόνια,
Αυτός τη μοίρα κυβερνά.
Κι η γη ετούτη ευχόμαστε εύφορη πάντα να ’ναι
Και η Εκάτη Αρτεμη πάντοτε να βοηθάει
Των γυναικών τους τοκετούς.
Κι ούτε ποτέ να πέσει
Στη γη αντροφθόρος χαλασμός ρημάζοντας την πόλη,
Που των δακρύων το θεό τον Αρη να οπλίζει,
Που δεν ανέχεται χορούς και απαλές κιθάρες,
Φρνοντας πένθιμες κραυγές και συμφορές στην πόλη.
Και οι αρρώστιες μακριά να παν απ' τους ανθρώπους
Κι αίσιος ας ειν’ ο Απόλλωνας πάντα στη νεολαία.
Και να την έχει εύφορη τη γη τους πάντα ο Δίας
Και δίφορα και τρίφορα τα δέντρα της να κάνει.
Ναν' τα κοπάδια γόνιμα που βόσκουν στους αγρούς της
Και οι θεοί κάθε καλό να στέλνουν στους κατοίκους.
Απ’ τους βωμούς ν’ ακούγονται ύμνοι χαράς μονάχα
Και το τραγούδι που αγαπάει τη συντροφιά της λύρας
Από καθάρια πάντοτε χείλια να τραγουδιέται.
Και της πόλης οι άρχοντες σταθερά να κρατάνε
Το τιμόνι και πάντοτε με την πρόνοια βοηθό τους
να φροντίζουν καλά το κοινό το συμφέρον.
Και πριν σε πόλεμο να μπουν ας δίνουνε στους ξένους
Την ευκαιρία συμβιβασμού με δίκαια διαιτησία
Την πόλη προφυλάγοντας από κακά μεγάλα.
Κι όσους Θεούς κατέχουνε τη χώρα να μην παύουν
Ποτέ οι ντόπιοι να τιμούν μ' όσες τιμές εμάθαν
Απ' τους πατέρες τους: κλαδιά στεφανωμένοι δάφνης
και βόδια θυσιάζοντας. Γιατί μέσα στους νόμους
Της Δίκης της πολύσεβης, τρίτος κανόνας γράφει
Πως είναι πρέπον να τιμάς αυτούς που σε γεννήσαν.
ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΔΑΝΑΟΣ
Αγαπημένες μου οι ευχές που λέτε καλές είναι.
Ομως να μην τρομάξετε ακούγοντας τα λόγια
Τα νέα κι απροσδόκητα που θα σας πει ο πατέρας.
Από αυτήνε τη σκοπιά που ικέτες μάς εδέχτη
Βλέπω το πλοίο.Φαίνεται καλά. Βλέπω καθάρια
Τα παραπέτα, τα πανιά, και βλέπω και την πλώρη
Που ερευνάει το μάτι της το δρόμο που ειν’ εμπρός της,
Και που πολύ πειθαρχικά υπακούει στο τιμόνι
Που απ' την πίσω τη μεριά του πλοίου την κυβερνάει-
Κι αφού αυτό την κυβερνά, φίλη σε μας δεν είναι.
Κι οι ναύτες φαίνονται καλά.Τα μαύρα τους τα πόδια
Μες απ' τα ρούχα που φορούν τ’ άσπρα τους ξεπροβάλλουν,
Και ξεχωρίζουνε καλά και τ’ άλλα τους τα πλοία
Και ολ' η άλλη δύναμη που ’χουν για επικουρία.
Με μάινα τώρα τα πανιά τ’ αρχηγικό τους πλοίο
Προς την ακτή μας έρχεται με όλα τα κουπιά του.
Μα τώρα ήσυχα εσείς πρέπει και μυαλωμένα
Να δείτε την κατάσταση. Και να μην αμελείτε
Τις προσευχές σας στους Θεούς. Λοιπόν εγώ πηγαίνω
Να βρω βοηθούς συνηγόρους και θα’ρθω εδώ μαζί τους. Μπορεί αυτοί να στείλουνε κήρυκα ή πρεσβεία
Θέλοντας να σας πιάσουνε και να σας απαγάγουν.
Μα ό,τι και να θέλουνε δε θα τα καταφέρουν.
Γι αυτό να μη φοβόσαστε. Και αν αργήσω να ’ρθω
Σεις για καλό και για κακό καθόλου μην ξεχνάτε
Την προστασία των βωμών. Θάρρος. Και την ημέρα
Την ορισμένη, ο υβριστής των θείων θα πληρώσει.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Φοβάμαι πατέρα πολύ τα γοργόφτερα πλοία
Που ό,που να ’ναι φτάνουνε. Ο χρόνος είναι λίγος
Που απομένει ώσπου αυτό που ’ναι γραφτό να γίνει.
Να τρέμω ο φόβος μ' έκανε -πραγματικά το λέω-
Μήπως ο δρόμος της φυγής ο τόσος που ’χω κάνει
Αδικα πήγε-χάνομαι πατέρα από το φόβο.
ΔΑΝΑΟΣ
Παιδιά μου, αφού απόφαση οριστική οι Αργείοι
Πήρανε, θάρρος να ’χετε. Με σιγουριά το λέω:
Θα πολεμήσουνε για σας.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Οι γιοί του Αιγύπτου είναι
Ξεδιάντροποι, ακόλαστοι κι αχόρταγοι για μάχη.
Το λέω σε σένα που και συ πολύ καλά τους ξέρεις.
αντιστροφή α'
Με καράβια μαυρόπρωρα και γερά καμωμένα
Και με την τύχη για βοηθό στην άνομη οργή τους
Εχουνε πλεύσει ως εδώ με πολύ στρατό μαύρο.
ΔΑΝΑΟΣ
Μα θάβρουνε πολλούς εδώ και καλογυμνασμένους.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Μη με αφήνεις μόνη μου πατέρα, σε ικετεύω.
Μία γυναίκα μόνη της τίποτα δε φελάει.
Και ούτε είναι δυνατό ποτέ να πολεμήσει.
Καρδιές εκείνοι έχουνε βρώμικες, δολοπλόκες.
Πανούργες. Και δε σέβονται βωμούς. Είναι γεράκια.
ΔΑΝΑΟΣ
Α! Τι καλά που θάτανε σεις όπως τους μισείτε
Να τους μισούνε κι οι θεοί..
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Τα χέρια τους απάνω μας θ' απλώσουνε πατέρα
Χωρίς βωμούς ή τρίαινες να φοβηθούνε διόλου.
Περήφανοι κι αδιάντροποι είναι και μανιασμένοι
Και δε λογιάζουνε θεούς.
ΔΑΝΑΟΣ
Μα λέει φήμη κάποια
Οι λύκοι δυνατότεροι πως είναι από τους σκύλους.
Κι ούτε μπορεί ο πάπυρος το στάχυ να νικήσει.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Με τέτοια πούχουν ένστικτα ξεδιάντροπα κι ανόσια
Να φυλαχτούμε πρέπει εμείς από τη δύναμή τους.
ΔΑΝΑΟΣ
Δεν είναι τόσο γρήγορες του στόλου οι κινήσεις.
Ούτε και τ' άραγμα, μιας και τα παλαμάρια πρέπει
Να δέσουν πρώτα στη στεριά για να κρατάν τα πλοία.
Μα κι όταν ρίξουν άγκυρα και τότε οι κυβερνήτες
Αμέσως δε θαρρεύουνε, ιδίως αν έχουν φτάσει
Σε αλίμενη μία ξηρά, κι όταν το βράδυ πέφτει.
Στο γνωστικό τον πλοίαρχο η νύχτα έγνοιες φέρνει.
Ετσι δε θα ’ν’ η απόβαση εύκολη του στρατού τους
Προτού το πλοίο ασφαλιστεί σ' ήρεμο αραξοβόλι.
Ομως αφού παρ' ολ' αυτά ο φόβος σε κατέχει
Μη σταματήσεις στους Θεούς να κάνεις παρακάλια
Γιατί βοήθεια θα σου βρω. Θα εισακούσει η πόλη Αγγελιαφόρο γέροντα όταν σωστά μιλάει.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Ω! Χώρα συ λοφόσπαρτη, που αξίζεις κάθε σέβας!
Αραγε τι θα πάθουμε ; Στης γης ποιο της Απίας
Υπάρχει τόσο σκοτεινό μέρος για να χωθούμε ;
Αχ! Ας γινόμουνα καπνός μαύρος, να γειτονεύω
Με του Δία τα σύννεφα. Ή άφαντη ας γινόμουν
Τελείως, και ας πέταγα, χωρίς φτερά, σα σκόνη.
Η ψυχή μου το τρέμουλο νιώθει τώρα της φρίκης.
Μες σε φόβου σκοτείνιασμα η καρδιά μου χτυπάει.
Βαθιά με συνταράξανε όσα είδε ο πατέρας.
Πεθαίνω απ' το φόβο μου. Προτιμώ της κρεμάλας
Το σκοινί να με τύλιγε προτού ζυγώσει άντρας
Που τόσο τον σιχαίνομαι , σε τούτο το κορμί μου.
Τόχω καλλίτερα νεκρή κι αφέντης μου ο Αδης.
Πώς θα μπορούσε να βρεθεί ένας θρόνος στον αέρα
Τόσο ψηλός που το νερό που κουβαλούν τα νέφη
Χιόνι εκεί να γίνεται. Ή νάταν ένας βράχος
Απότομος και γλιστερός, μετέωρος και παντέρμος,
Που η κορφή του άφαντη νάναι σ' ανθρώπου μάτι,
Ιδιος του γύπα μια φωλιά, που νάναι μαρτυράς μου
Στο που θα κάνω ένα βαθύ πέσιμο, προτού γάμο
Που μου ματώνει την ψυχή αναγκαστώ να κάνω.
Στους σκύλους έπειτα τροφή και στα εντόπια όρνια
Όχι, δε θα με πείραζε να γίνω, γιατί φέρνει
Τη λύτρωση ο θάνατος απ' τα κακά κι απ' όσες
Λύπες αυτά και βάσανα φέρνουνε στους ανθρώπους.
Ας μ' έβρισκε προτού βρεθώ στου γάμου το κρεββάτι.
Γιατί άλλο μέσο ποιό θα βρω εγώ για να ξεφύγω
Από το γάμο; Σ' άλλη ποια καταφυγή να ελπίσω;
Θρηνητική προς τους Θεούς σκούξε φωνή ικεσίας
Που ν' ακουστεί ως τον ουρανό γιά νάβρουν οι ευχές μου Τέλος καλό, και να σωθώ, ας είναι και με μάχη.
Εσύ που όλα δίκαια τα βλέπεις, κοίτα τώρα
Τη βία με βλέμμα εχθρικό. Και στους δικούς σου ικέτες
Δείξε όλη την αγάπη σου.
Γιατί του Αιγύπτου τα παιδιά, τα κακομαθημένα,
Με την αντρίκια τόλμη τους κραυγές λαγνείας βγάζουν
Και τρέχουνε ξοπίσω μου και θέλουν να μ' αρπάξουν.
Εμένα, που με γρήγορο τρέξιμο έχω φύγει.
Μα ίδια ειν' η ζυγαριά για όλους η δική σου-
Και τι μπορεί για τους θνητούς να γίνει αν συ δε θέλεις;
ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Βγήκε απ' το πλοίο στη στεριά ο αρπαχτής μας. Νάτος:
Α! Που να ψόφαγες προτού, άρπαγα, μας αγγίξεις…
Βγάζω φωνή σπαραχτική. Βλέπω πως τούτα θάναι
Αρχή βασάνων φοβερών. Βογκάω, ξεφωνίζω.
Αά… αά.. Εμπρός λοιπόν: Τρέξε μήπως γλιτώσεις… Πρωτόγονοι, κομπαστικοί κι απέχθεια προκαλούνε
Ή σε καράβια πλέουνε, ή σε στεριά πατούνε.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Εμπρός! Στο πλοίο γρήγορα! Εμπρός! Πάρτε τα πόδια!
Και μην ακούσω όχι,γιατί…γιατί θα σας μαδήσω
Τρίχα με τρίχα το μαλλί. Και θα σας σημαδέψω.
Και γιατί μες στο αίμα σας, κομμένο πέρα ως πέρα
Θα πέσει το κεφάλι σας. Γρήγορα! Εμπρός! Τρεχάτε!
Εμπρός στο πλοίο γρήγορα, χαμένες και χαμένες.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Στην αρμυρή τη θάλασσα την πολυκυματούσα
Με το γοργό καράβι σας ας ήταν να χαθήτε
Και συ, και ο αφέντης σου, κι η ασεβή του γνώμη.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Κολυμπώντας στο αίμα σου θα σε πάω στο πλοίο.
Μην είσαι ξεροκέφαλη.Τα "θέλω" και "δε θέλω"
Αστα στην πάντα. Και αυτές τις έδρες ασ’ τες τώρα
Και για το πλοίο πήγαινε. Σέβας δε θα σου δείξω
Γιατί και χώρα πρόδωσες, κι άλλους θεούς πιστεύεις.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Το βοΐδοτρόφο ας μη δω πάλι νερό του Νείλου
Που όποιος το πιεί παίρνει ζωή κι αξαίνει του το αίμα.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Εμπρός! Στο πλοίο γρήγορα! Στο πλοίο θες δε θέλεις.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Αλί μου! Αλί! Πώς θάθελα στης θάλασσας τα μάκρη
Να ’χες αγύριστα χαθεί, εκεί, στο Σαρπηδόνα…
Πώς απ’ ομίχλη κι ισχυρό άνεμο πλανημένος
Τάφος να σου γινότανε το αμμουδερό του χώμα!..
ΚΗΡΥΚΑΣ
Σκούζε και κάλειε τους θεούς. Ξεφώνιζε όσο θέλεις.
Μα ν' αποφύγεις δεν μπορείς το Αιγύπτιο το πλοίο,
Ακόμα κι αν πικρότερα φωνάζεις κι απ’ τη θλίψη.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Αλι! Αλί στη συμφορά που βρίσκεται μπροστά μου,
Και που εσύ γαυγίζοντας γι αυτήνε καμαρώνεις.
Μα ο μεγάλος εύχομαι Νείλος, έτσι που βλέπει
Τίποτα να μη σέβεσαι, αυτή σου την ασέβεια
Να σου την κάνει ανίσχυρη ώστε να μη μας βλάψεις.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Αοιπόν στο καμπυλόγραμμο να πάτε το καράβι
Γρήγορα! Και καμμία σας να μην αργεί-αμέσως!
Αλλιώς τραβώ σας τα μαλλιά και σας τα ξερριζώνω.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Πατέρα μου αλίμονο. Τ' αγάλματα με βλάψαν.
Φάντασμα, μαύρο φάντασμα, με σέρνει σαν αράχνη
Κι αργά αργά μα σίγουρα στη θάλασσα με πάει.
Αλί! Αλί! Αλί! Αλί! Γη μάννα μου! Γη μάννα!
Μακριά μας στείλτον! Διώξ’ τονε αυτόν που οι φωνές του Τρόμο μας φέρνουν. Ω! Της Γης παιδί: Πατέρα Δία!
ΚΗΡΥΚΑΣ
Δεν τους φοβάμαι τους θεούς αυτούς. Γιατί ούτε νέον
Ούτε μ' ανάθρεψαν αυτοί μέχρι που να γεράσω.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Λυσσώντας δίπλα μου ορμά το δίποδο το φίδι.
Αλί! Αλί! Αλί! Αλί! Γη μάννα μου! Γη μάννα!
Μακριά μας στείλτον! Διώξ’ τονε αυτόν που οι φωνές του
Τρόμο μας φέρνουν! Ω! Της Γης παιδί! Πατέρα Δία!
ΚΗΡΥΚΑΣ
Κι αν κάποια δεν ακούσει αυτά που είπα και δεν έμπει
Μες στο καράβι, τοτε εγώ, τα καλοϋφασμένα
Ρούχα της δε θα λυπηθώ κουρέλια να τα κάνω.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Αχ! Κυβερνήτες κι άρχοντες της πόλης! Μας αρπάζουν!..
ΚΗΡΥΚΑΣ
Όρεξη μόνο νάχετε κι αφέντες αν ζητάτε
Τους γιους θάχετε του Αίγυπτου και γρήγορα. Οι αφέντες
Διόλου δε θα σας λείψουνε.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Βάσανα βασιλιά μου ανήκουστα υποφέρουμε. Μας έχουν αφανίσει.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Θα σε τραβήξω απ' τα μαλλιά λοιπόν, αφού ό,τι είπα
Δεν το ακούς με το καλό.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ε, συ εκεί.Τι κάνεις;
Με ποια προσβάλλεις πρόφαση των Πελασγών τη χώρα; Μήπως σε πόλη γυναικών θαρρείς πως έχεις έρθει;
Και ασεβείς στους Ελληνες, βάρβαρος ενώ είσαι,
Και ούτε φαίνεσαι γι αυτό διόλου να μετανιώνεις.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Και ποιο είναι το άδικο το σφάλμα πούχω κάνει;
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Σαν ξένος πούσαι να φερθείς δεν ξέρεις πρώτα πρώτα.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Γιατί; Αυτό που έχασα το βρήκα και το παίρνω.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Αφού εζήτησες πιο πριν από ποιον ντόπιο άδεια;
ΚΗΡΥΚΑΣ
Απ' τον Ερμή, προστάτη αυτών που ψάχνουν ό,τ ι εχάσαν.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Για τους Θεούς μιλάς, αλλά, σέβας γι αυτούς δεν έχεις.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Εγώ κρατώ το σέβας μου για τους Θεούς του Νείλου.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Κι απ' ό,τι ακούω τους εδώ διόλου δε λογαριάζεις…
ΚΗΡΥΚΑΣ
Αν δε θα μ’ εμποδίσετε τις παίρνω τώρα κιόλας.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Αν τις αγγίξεις, γρήγορα πολύ πικρά θα κλάψεις.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Διόλου αυτά φιλόξενα που είπες μόλις τώρα…
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Γιατί τους ιερόσυλους δεν τους μετρώ σαν ξένους.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Αυτά που μου ’πες στα παιδιά θε να τα πω του Αιγύπτου.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Εμένα δε μου καίγεται καρφί. Πες τα όπου θέλεις.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Μα για να ξέρω και να πω με όση πρέπει ακρίβεια-
γιατί ο κήρυκας σωστά θα πρέπει ν’ αναφέρει-
Τι να τους πω πως γίνηκε και πήγα πίσω δίχως
Να φέρω τις ξαδέρφες τους-να πω ποιός δε μ' αφήκε;
Γιατί με μάρτυρες αυτά δεν τα δικάζει ο Αρης
Και ούτε τέτοιες διαφορές τις λύνει με το ασήμι.
Εδώ κορμιά θα πέσουνε-ζωές θε να χαθούνε.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ανάγκη ποια για όνομα; Οταν η ώρα θα ’ρθει
Θε να το μάθετε καλά κι εσύ κι οι σύντροφοί σου.
Όσο γι αυτές, αν θέλουνε με όλη την καρδιά τους
Μαζί σου νάρθουν, πάρε τες, μιλώντας αν τις πείσεις
Αλλά μ’ επιχειρήματα ευσέβεια γεμάτα.
Γιατί αυτή 'ν' η απόφαση η οριστική που πήρε
Με μιας της πόλης ο λαός. Τη σύναξη ετούτη
Των γυναικών, να μη ποτέ τη δώσει με τη βία.
Κι άσειστα έχει σφηνωθεί στην ψήφο μέσα ετούτη
Και τη στεριώνει το καρφί. Κι αυτά που ακούς δεν είναι
Σε πλάκες πάνω χαραχτά, ούτε και σφραγισμένα
Με του παπύρου τις πτυχές, αλλά τα λέει στόμα
Που με μια γλώσσα ελεύθερη μιλάει. Τράβα τώρα,
Χάσου απ' τα μάτια μου μπροστά.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Πόλεμο ξεσηκώνεις
Και μάλιστα άγριο. Ας ειν' η νίκη με τους άντρες.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Βεβαίως εδώ και θα ’βρετε άντρες σ' αυτή τη χώρα
Που-νάσαι σίγουρος-κρασί δεν πίνουν κριθαρίσιο.
Και τώρα πάρτε θάρρος σεις, και με τις συνοδούς σας
Τις τόσο αγαπημένες σας, τραβήξτε για την πόλη
Που τηνε προστατεύουνε πύργοι ψηλοί και κάστρα. Υπάρχουν σπίτια εκεί πολλά, όπου μπορείτε μ' άλλους Πολλούς να κατοικήσετε. Μ' αν πάλι σας αρέσει
Μπορείτε σε μοναχικά να κατοικήστε σπίτια.
Ο,τι σας είναι πιό καλό κι ευχάριστο διαλέξτε.
Δική σας ειν' η εκλογή. Εγώ θάμαι Προστάτης,
Δικός σας όπως άλλωστε και οι πολίτες όλοι,
Που όλα τούτα γίνονται με τη δική τους ψήφο.
Και μεγαλύτερο από μας κύρος ποιοί άλλοι θάχαν;
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Αλλά εσύ, ω! βασιλιά των Πελασγών σεβάσμιε,
Για ό,τι καλό μας έκανες χίλια καλά να έβρεις.
Και μες στην καλωσύνη σου στείλε μας τον γενναίο
Πατέρα μας, τον Δαναό, που ’ναι για μας η πρόνοια
Κι η θέληση. Γιατί αυτουνού πρώτα φροντίδα είναι
Σε σπίτια ποια να μείνουμε, πρέπει, κι αυτός το μέρος
Το πιο καλόδεχτο θα βρει. Γιατί όλοι τους τον ψόγο
Στους ξένους είναι οι άνθρωποι έτοιμοι να τον ρίξουν.
Ας γίνει το καλλίτερο. Και σεις καλές μου δούλες
Πάρτε τη θέση που σε σας έχει με κλήρο ορίσει
Σαν προίκα ο πατέρας μας Δαναός, την κάθε μια μας
Να υπηρετείτε. Για να μη για μας μιλάει με κάκια
του τόπου αυτού εδώ ο λαός, και φήμη τ' όνομα μας
Ν' αφήσει ευυπόληπτη.
ΔΑΝΑΟΣ
Παιδιά μου τους Αργείτες
Να τους τιμάτε με σπονδές πρέπει και με θυσίες,
Και προσευχές να κάνετε σ' αυτούς θεοί σα νάταν
Ολύμπιοι. Γιατί γίνανε σωτήρες μας με δίχως
Κανείς τους μιαν αντίρρηση στο θέμα αυτό να φέρει.
Κι άκουσαν μ' αγανάχτηση, τα όσα να τους λέω
Σ' αγαπητούς τους συγγενείς πούχουν το ίδιο αίμα
Τι έκαναν τα ξαδέρφια σας. Κι αυτούς τους οπλισμένους
Σαν ακολούθους μου όρισαν, και σαν τιμής προνόμιο,
Μα και για να μη μ' έβρουνε πεσμένονε μια μέρα
Κρυφά και απροσδόκητα με δόρυ χτυπημένον.
Γιατί αιώνιο θα ’τανε βάρος αυτό στη χώρα.
Κι αφού καλά μας κάνανε τέτοια, κι εμείς θα πρέπει
Και σέβας να τους έχουμε, αλλά κι ευγνωμοσύνη
Που τους τιμάει πιο πολύ. Στις πατρικές μου όμως
Τις συμβουλές τις φρόνιμες που έχετε γραμμένες,
Τώρα προσθέστε και αυτές: πως μια ομάδα ξένων
Ανθρώπων, δοκιμάζεται με τον καιρό μονάχα.
Και πως καθένας έτοιμη έχει τη γλώσσα πάντα
Για ξένο, κι είναι κι εύκολο βρωμιές να πει για κείνον. Λοιπόν αυτή τη συμβουλή εγώ σας δίνω τώρα.
Μη με ντροπιάστε. Είσαστε όλες σας πάνω στ' άνθος
Της ηλικίας που τραβά το βλέμμα των ανθρώπων.
Και δεν μπορείς τον τρυφερό καρπό να προστατέψεις.
Τον δρέπουνε και άνθρωποι και ζώα-έτσι δεν είναι;-
Και στον αέρα όσα πετούν κι όσα στη γη πατάνε.
Η Κύπρις λέει πως οι καρποί εκείνοι ώριμοι είναι
Χυμό που στάζουν. Και γι αυτούς τον Ερωτα φωνάζει
Να τους τρυγήσει. Όμοια κι αν τα πλούσια των παρθένων καθείς τα δώρα συναντά, ματιές γεμάτες ρίχνει
Με γοητεία, απ' τον γλυκό τον πόθο λιγωμένος.
Γι αυτό το νου σας να ’χετε μήπως μας βρούνε όσα
Για ν' αποφύγουμε πολύν έχουμε κάνει κόπο
Και τόσηνε οργώσαμε θάλασσα με το πλοίο.
Προσέχτε να μην κάνουμε ό,τ ι θα μας ντροπιάσει
Και απερίγραπτή χαρά θα δώσει στους εχθρούς μας.
Σπίτια για μας υπάρχουνε και μάλιστα περσεύουν.
Αυτά που δίνει ο Πελασγός κι αυτά που δίνει η πόλη.
Και δωρεάν να μείνουμε μπορούμε σ' όλα τούτα.
Εύκολα είναι όλα για μας. Μονάχα να φυλάτε
Τις οδηγίες τις πατρικές πάντοτε στο μυαλό σας.
Γιατί η τιμή περσότερο κι απ’ τη ζωή αξίζει.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Είθε να δώσουν οι Θεοί του Ολύμπου ευτυχία
Να βρούμε σ’ όλα τ' άλλα μας. Ως για της νιότης τ' άνθος
Που έχω εγώ πατέρα μου, καθόλου μη φοβάσαι.
Γιατί αν δεν έχουν οι Θεοί κάτι κακό σχεδιάσει
Δε θα ξεφύγω διόλου εγώ απ' τα παλιά μου αχνάρια.
ΕΞΟΔΟΣ
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
στροφή α'
Ελάτε, ας δοξάσουμε τους θεούς τους μακαρίους
Που την πόλη ορίζουνε, τους πολιούχους της, κι όσους
Στου Ερασίνου κατοικούν τ' αρχαίο γύρω ρέμα.
Και ν' αντιψάλλετε κι εσείς στον ύμνο τον δικό μας Ακόλουθές μου. Και γι αυτή την πόλη να μιλάει
Ο ύμνος μας, που Πελασγοί την κατοικούν. Και ούτε
Πάλι ποτέ να υμνήσουμε τις εκβολές του Νείλου,
Μα τα ποτάμια να τιμούμε εμείς που μες στη χώρα
Ησυχα τα πολύκλαδα χύνουνε τα νερά τους,
Το χώμα μαλακώνοντας κι εύφορο κάνοντας το.
Μα η παρθένα η Αρτεμη, τη σύναξη ετούτη
Ας λυπηθεί, και σπλαχνικό σ' αυτήν ας ρίξει βλέμμα.
Και όσο ζουμε εμείς, ποτέ να μη μας αναγκάσει
Στου γάμου, η Κυθέρεια, τη φυλακή να μπούμε.
Θανάσιμη θα ήτανε για μας τέτοια της νίκη.
ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΕΣ
Μα δεν ξεχνά ο καλόβουλος ο ύμνος μας ετούτος
Την Κύπριδα. Γιατί κοντά στο Δία και την Ηρα
Μεγάλη έχει δύναμη. Για τ' άγια της τα έργα
Και για την ξύπνια σκέψη της οι θεοί την αγαπάνε.
Και δίπλα στην αγαπητή στέκουνε τη μητέρα
Μαζί, ο Πόθος κι η Πειθώ η γλυκειά, όπου ποτέ της
Την άρνηση δε γνώρισε. Μα και στην Αρμονία
Εχει δοθεί απ' τη Θεά Αφροδίτη μια μερίδα:
Τα ψέμματα που λέγονται απ' τους ερωτευμένους.
Μα με κάνει ο φόβος μου φοβερές να μαντεύω
Πως θαρθούν στις εξόριστες συφορές. Ότι μπόρες
Θα τις βρουν, κι αιματόβαφους θα γνωρίσουν πολέμους.
Για τι άλλο τον άνεμο είχαν ούριο οι εχθροί μας
Στο γοργό μας κυνήγημα;.. Ότι γράφει θα γίνει.
Γιατί είναι του Δία οι βουλές απαράβατες
Οσο ειν' κι αδιαπέραστες. Σαν τις άλλες γυναίκες
Τις πολλές που παντρεύτηκαν από σένα πιο πρώτα
Δε θα μου ήταν παράξενο αν κι εσύ παντρευόσουν.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Ας διώξει από μένανε μακριά ο μέγας Δίας
Γάμο με τους Αιγύπτιους.
ΘΕΡΑΙ1ΑΙΝΙΔΕΣ
Αυτό καλό θα ήταν.
Μα να ’φευγες το άφευγο εσύ πώς θα μπορούσες;
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Δεν ξέρεις το μέλλον εσύ.
ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΕΣ
Σωστά. Πώς να γνωρίζω
Του Δία την απύθμενη τη σκέψη; Έλα τώρα,
Μια μετρημένη πες ευχή.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Ποιό χρήσιμο μου δίνουν
Οι συμβουλές σου μάθημα;
ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΕΣ
Πολλά να μη ζητάνε
Οι προσευχές σου απ' τους θεούς.
ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Αλλά με άντρα μισητό, γάμο ας μη μου δώσει
Ο Δίας, αυτός που την Ιώ γλίτωσε από τα πάθη
Με τρόπο τόσο εύκολο, πάνω της ακουμπώντας
Το χέρι, του γιατρέματος την τέχνη που κατέχει,
Τη δύναμη του αλλάζοντας ώστε καλό να κάνει.
Τη νίκη εύχομαι αυτός να δώσει στις γυναίκες.
Δέχομαι ό,τι απ' το κακό κάτι καλλίτερο έρθει.
Ακόμα στέργω δυο καλά κι ένα κακό μαζί τους.
Και κάνω ευχή ολόψυχη, στις δίκες, αποφάσεις
Πάντα να βγαίνουν δίκαιες, και σ' όσους υποφέρουν
Με τη βοήθεια του Θεού το λυτρωμό να φέρνουν.
ΤΕΛΟΣ