Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

 ΕΠΤΑ ΕΠΙ  ΘΗΒΑΣ





ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Λαέ του Κάδμου, όποιος κρατεί της πόλης το τιμόνι
Στεκάμενος με ξάγρυπνα τα μάτια του στην πρύμνη
Πρέπει να λέει ξεκάθαρα τα πράγματα όπως είναι.
Γιατί αν όλα παν καλά, τότε οι Θεοί τα εκάμαν.
Όμως, αν ο μη γένοιτο μια συφορά θα τύχει
Αν κι ένας ο Ετεοκλής, από μυριάδες όμως
Στόματα τότε πολιτών θ' ακούεται τ'όνομά του
Δεμένο με τους θρήνους τους και με τα μοιρολόγια-
που από τετοιο ένα κακό ο Δίας ο Σωτήρας
να μας γλιτώσει όπως δα και τόνομά του λέει-.
Μα τώρα ήρθ' η ώρα σείς, όλοι, από τους νέους
Μέχρι και τους μεσόκοπους, να ανασκουμπωθείτε
Κι ανάλογα τα χρόνια του καθένας να βοηθήσει
Την πόλη μας, και τους βωμούς των θεών της-μη ποτέ τους
Τους λείψουν οι θυσίες τους- και τα παιδιά, κι αυτή μας
Τη μάνα γη, τη λατρευτή τροφό μας. Γιατί εκείνη
Με κόπο σας ανάστησε απ' όταν νήπια ακόμα
Απάνω μπουσουλάγατε στο νιαστικό της χώμα
Κι ασπιδοφόρους της τρανούς σας έκανε πολίτες
Για να της είσαστε πιστοί στη χρεία της ετούτη.
Μέχρι τα τώρα βέβαια οι Θεοί μας ευνοούνε
Γιατί ενώ τόσον καιρό είμαστε κυκλωμένοι
Μπορώ να πω η ζυγαριά πως κλίνει του πολέμου,
Με τη βοήθεια των Θεών, προς το δικό μας μέρος.
Μα όπως μας πληροφορεί ο μάντης που 'ξηγάει
Χωρίς φωτιά, μα με το νου και με τ' αυτί μονάχα
Οσα του λένε τα πουλιά μ' αλάθητη μια τέχνη,
Αυτός λοιπόν, κυρίαρχος των τέτιων μαντεμάτων
Λέει ότι επίθεση μεγάλη ετοιμάζουν
Οι Αχαιοί, κι ότι γι αυτήν απόψε συζητάνε
Και αποφάσεις παίρνουνε για τον αφανισμό μας.
Εμπρός! Ορμήστε όλοι λοιπόν στις πύλες των φρουρίων,
Ριχτείτε αρματόζωστοι στων κάστρων τις επάλξεις,
Γεμίστε τα οχυρώματα, τις πολεμίστρες πιάστε,
Κι απλώστε ρίζες άσειστες στων κάστρων τις εξόδους,
Χωρίς καθόλου των εχθρών το πλήθος να φοβάστε.
Γιατί ο Θεός είναι με μας. Ομως κι εγώ έχω στείλει
Κατάσκοπους κι ανιχνευτές, που ο κόπος τους το ξέρω
Πως δε θα πάει άδικα. Και όταν τους ακούσω
Φόβο δε θάχω στου εχθρού να πέσω την παγίδα.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Ετεοκλή, τρισδόξαστε άρχοντα των Καδμείων
Από κει πέρα έρχομαι, απ’ το στρατό, και φέρνω
Μαντάτα σίγουρα. Εγώ τα έχω δει ο ίδιος!
Εφτά είδα πολεμόχαρους ηγέτες του στρατού τους
Ταύρο πα’ σε κατάμαυρη  να σφάζουνε ασπίδα
Και όλοι μέσα στο σφαχτό τα χέρια τους βουτώντας
Στον Αρη να ορκίζονται και στον αιματοπότη
Το Φόβο και στην Ενυώ, ή των Καδμείων την πόλη Ξεθεμελιώνοντάς τηνε να την εξαφανίσουν
Από το πρόσωπο της γης, ή πάνω πεθαμένοι  
Στο χώμα της να πέσουνε μ' αίμα ποτίζοντάς το.
Και για τους γέρους τους γονείς που άφησαν στο σπίτι Ενθύμια πάνου κρέμαγαν στου Άδραστου το άρμα Δακρύζοντας. Μ' αμίλητο εσφίγγονταν το στόμα.
Και φλογομανιζόντανε η ατσάλινη καρδιά τους
Σα λιονταριών που πόλεμος σπιθίζει στη ματιά τους.
Και δε θ' αργήσουν όλα αυτά που είπα να τα δείξουν.
Τους άφησα να ρίχνουνε κλήρους σε ποιάν θα τύχει
πύλη καθείς, τους άντρες του εκεί να οδηγήσει.
Γι αυτό λοιπόν συ γρήγορα από τους αρχηγούς μας
Διάλεξε τους καλλίτερους και βάλτους μπρος στις πύλες. Φτάνει ό,που νάναι ο στρατός πάνοπλος των Αργείων Σύννεφο σκόνη σκώνοντας. Κι από τα σταγονάφρια
που άσπρα απ’ των αλόγωνε βγαίνουνε τα πλεμόνια
νοτίζει ο κάμπος. Μα εσύ, άξιος καραβοκύρης
Την πόλη στέριωσε προτού η άγρια καταιγίδα
Του Αρη πέσει πάνω της. Το κύμα του στρατού τους
Κιόλας βογγάει το στεριανό. Αυτό λοιπόν συ κάνε
όσο πιο γρήγορα μπορείς. Κι άσε  σε μένα τ’ άλλα-
Εγώ πιστό ημεροσκοπό τα μάτια μου θα στήσω
Και θα σου πω τι πράγματι συμβαίνει εξω απ' τα τείχη
Ωστε αυτά γνωρίζοντας ασφαλισμένος νάσαι.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ω Δία και γη! Και σεις θεοί πολιούχοι! Κι ω! κατάρα
Μεγαλοδύναμη, ενός πατέρα Ερινύα:
μη μου ξεθεμελιώσετε σύρριζα, μην αφήστε
Να 'ρημωθεί ούτε αυτή απ' τους εχθρούς η πόλη
Που γλώσσα έχει Ελληνική, μα ούτε και τα σπίτια
Που τους βωμούς σας έχουνε. Η πόλη αυτή του Κάδμου
Η γη αυτή η ελεύθερη, ποτέ να μην αφήστε
Να πέσει σε ζυγό σκλαβιάς. Βοηθήστε μας. Το κέρδος
Κοινό-η πόλη που ευτυχεί τιμάει τους θεούς της.

ΧΟΡΟΣ-ΠΑΡΟΔΟΣ
Με τρομαγμένες, δυνατές φωνές, για τα μεγάλα
Βάσανα σκούζω τα φριχτά. Ξενίνησε ο στρατός τους.
Αφησαν το στρατόπεδο κι ορμάνε κατά δώθε
Καβαλλαρέοι αρίθμητοι. Η σκόνη μου το λέει
Που τον αέρα γέμισε και είναι ταχυδρόμος
Αν και βουβός μα σίγουρος. Και λέει την αλήθεια.
Τη γη μου ποδοβολητο αλόγων τήνε δέρνει.
Η αντάρα πέτεται μπροστά, ζύγωνει, και βροντάει
όπως τ’ ακράτηγο νερό που δέρνει βουνοπλάγια.
Αχού θεοί! Αχού Θεές! Τη φρίκη που πλακώνει
Μακριά μου διώξτε. Να! Η βουή δρασκέλισε τα τείχη!.
Ο λευκοάσπιδος στρατός σε μάχη διαταγμένος
Με γρήγορο το βήμα του στα κάστρα μας χυμάει.
Κι εμέ τι άλλο μούμεινε παρά να γονατίσω
Μπροστά στων Θεών τ' αγάλματα και να τους γίνω ικέτης;
Μάκαρες γερορίζωτοι να σας σφιχταγκαλιάσω.
Η ώρα ωιμένα έφτασε. Αλλά τι χάνουμε ώρα
Μ' αυτούς τους μάταιους οδυρμούς; Ακούτε ή δεν ακούτε
Χτύπο ασπίδων; Στέφανα και πέπλα ικεσίας
Πότε θε να τους βάλουμε αν όχι τωρα αμέσως;
Είδα το χτύπο. Ήτανε ορυμαγδός και όχι
Ηχος απόνα μοναχά δόρυ. Και τι θα κάνεις
Αρη εσύ; Τη χωρα αυτή, από παλιά δικιά σου
θα την αφήσεις να χαθεί; Ρίξε ένα βλέμμα θε μου,
Ρίξε σ' αυτήν χρυσόκρανε την πόλη ένα βλέμμα
Που ανέκαθεν σου ήτανε τόσο αγαπημένη.
Και σεις θεοί της πόλης μας ελάτε να ιδήτε
Ικέτιδων μια σύναξη παρθένων που ζητάει
Ζυγό δουλείας να μη δει. Οι άνεμοι του Αρη
κύμα μεγάλο σήκωσαν που γύρω απ' τα λοφία
Του εχθρού  κοχλάζει τα λοξά  Όμως πατέρα Δία,
Εσύ που όλα τα κρατάς, κράτα και μακριά μου
Το χαλασμό μου απ' τους εχθρούς.Του Κάδμου οι Αργείοι
Την πόλη τηνε ζώσανε. Άγριο έναν τρόμο
Τα όπλα με γεμίζουνε. Και κρουν τα χαλινάρια
Φόνους νεκροσημαίνοντας, καθώς μες στα σαγόνια
Είναι τ’ αλόγινα δετά. Και τα κοντάρια σειώντας
Εφτά θηρία διαλεχτά βαριοαρματωμένα
προς τις εφτά τις πύλες μας με τάξη προχωρούνε
όπως ο κλήρος όρισε. Και συ, του Δία γέννα
Παλλάδα φιλοπόλεμη, την πόλη αυτή μου σώσε.
Κι άρχοντα καβαλάρη εσύ, θαλασσοκράτορά μου,
με το ψαροκαμάκι σου από αυτόν τον τρόμο
τον μέγα σώσε ω! σώσε μας θεέ μου Ποσειδώνα.
Κι αλλί μου! Αλλί! Αρη εσύ, την πόλη με του Κάδμου
τ’ όνομα, φύλαξέ τηνε, και γίνε της προστάτης.
Και Αφροδίτη,της γενιάς μας συ η πρωτομάννα
Βόηθα. Γιατί στις φλέβες μας κυλάει δικό σου αίμα.
Καλούμε τη θεότη σου με λιτανείες και θρήνους.
Μπροστά σου πέφτουμε και να! Πιστά σε προσκυνάμε.
Και Λύκιε βασιλιά μου εσύ, του εχθρικού τους λύκους στρατού, καν’ τους τα δάκρυα μας να τ' ακριβοπληρώσουν.
Και συ παρθένα της Λητώς, για πόλεμο ετοιμάσου.
Αλλί! Αλλί! Απ’ τ' άρματα το μουγκριτό ακούω.
Ηρα μου μεγαλόχαρη τρίζουνε τ’ ακραξόνια
Από το βάρος. Αρτεμη πολυαγαπημένη:
Ακου! Κονταροχτύπητος αφρομανά ο αγέρας.
Τι συφορά την πόλη μου βρήκε! Τι θ’ απόγινει;
Τι τέλος οι Αθάνατοι τάχα μας ετοιμάζουν;
Λιθοχαλάζι από μακριά τα τείχη μας χτυπάει.
Α! Λατρεμμένε Απόλλωνα: Απ' τις χαλκές ασπίδες
Στις πύλες βρόντοι ακούγονται. Μα συ που από το Δία
Ταμένη είσαι στον πόλεμο τέλος καλό να δίνεις,
Και, Ογκα δέσποινα εσύ, που στέκεις μπρος στην πόλη
Τη σωτηρία της από σας η εφτάπυλη προσμένει.
Αχού πανάγαθοι θεοί: Αχ παντοδύναμοί μου
θεοί και παντοδύναμες θεές που αυτής της γης μας
Είσαστε πυργοφύλακες: αιχμάλωτη την πόλη
Μην παραδώστε στον εχθρό που άλλη μιλάει γλώσσα.
Ακούστε, ακούστε τις σεμνές, θλιμμένες προσευχές μας
που κάνουμε, παρθένες μεις, με υψωμένα χέρια.
Δυνάμεις σεις αγαπητές, θείες, το χέρι απλώστε
Και τη στοργή σας δείξετε στην πόλη.Τα ιερά της
Γνοιαστήτε τα κι αν γνοιάζεστε βοηθάτε. Των αγίων
Των μυστηρίων τις προσφορές τις πλούσιες, μην ξεχνάτε



ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εσάς ρωτώ ανυπόφορα ζωντόβολα.Ταιριάζουν
Ετούτα δω που κάνετε στη σωτηρία της πόλης;
Και θα ψυχώστε το στρατό που είναι κυκλωμένος
Ετσι στ' αγάλματα των θεών αν είσαστε πεσμένες
Με τ' άγρια ξεφωνητά και τις στριγγές φωνές σας-
κάτι που ανθρώποι λογικοί δε θάκαναν ποτέ τους;
Μακάρι να γινότανε ούτε στη συφορά μου
Κι ούτε στην ευτυχία μου νάχα κοντά γυναίκες.
Το θράσος τους δε λέγεται σαν βρίσκονται από πάνω.
Φοβούνται; Τρισχειρότερα στο σπίτι και στην πόλη.
Σαν τώρα που έτσι ξέφρενες επήρατε τους δρόμους
Και με τα τέτοια λόγια σας φοβίζετε τον κόσμο.
Κι έτσι ο απέξω που ειν’ εχθρός μεγάλο κέρδος έχει
Ενώ εμείς μονάχοι μας χαλιόμαστε από μέσα.
Αυτά παθαίνει όταν ζει κανένας με γυναίκες.
Μ' αν κάποιος θα παράκουγε τώρα την προσταγή μου,
Γυναίκα ή άντρας, ή άλλο τι κι αν ήθελε να είναι,
Η καταδίκη θάνατος θα είναι, και τις πέτρες
που λιωμα θα τον κάνουνε, του λαού, δε θα ξεφύγει.
Γιατί ο άντρας γνιάζεται γιά ό,τι γίνετ' έξω.
Απ' τις γυναίκες συμβουλές δε ωφελούν. Εκείνες
Μέσα ας μένουνε χωρίς βλάβη καμμιά να κάνουν.
Ακουσες ή δεν άκουσες; Μη σε κουφή μιλάω;



ΧΟΡΟΣ
Γιε λατρευτέ του Οιδίποδα,τρόμαξα πούχω ακούσει
Το βόγγο από τ' άρματα και τις βροντές που κάνουν
οι άξονες, καθώς γυρνούν μες στων τροχών τ' αδράχτια,
κι αυτόν που οι γέννες της φωτιάς κάνουν, τα χαλινάρια, καθώς γύρω απ' τα στόματα περνάνε των αλόγων  
που πάντοτε ειν' ανήσυχα, για να τα τιμονεύουν.


ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Και τι; Μήπως και φεύγοντας από την πρύμνη ο ναύτης
και πάει στην πλώρη, θα σωθεί, εφόσον το καράβι
το δέρνουνε τα κύματα;

ΧΟΡΟΣ
                                          Τρέχοντας έχω έρθει
Στ' αρχαία τούτα αγάλματα, των Θεών, όταν στις πύλες
Το φονικό ανεμόχιονο άγριου χιονιά έχει πέσει.
Τότε ο φόβος μ' άρπαξε και στων Θεών τα πόδια
Μ’ έριξε, με τη δύναμη πούχουνε να με σώσουν-
πάνω σε τούτους μοναχά όλα τα θάρρη μου έχω.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εύχεστε οι πύργοι να κρατάν το εχθρικό το δόρυ.
Δεν ειν' αυτό και των Θεών συμφέρον; Μη δε λένε
πως κι οι Θεοί αφήνουνε την κουρσεμένη πόλη;

ΧΟΡΟΣ
Αχ! Των Θεών η σύναξη ετούτη, όσο ζω κι είμαι
Ας μη μ' αφήσει εμέ ποτέ κι ούτε τα δυο μου μάτια
Την πόλη αυτή να τηνε δουν ποτέ τους κουρσεμένη
Ή εχθρικό να δουν στρατό στις φλόγες να τη ρίχνει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μπορείς να κράζεις τους Θεούς, αλλά και νου να έχεις.
Γιατί, πρέπει να ξέρετε, γυναίκες, πως η νίκη
κι η σωτηρία, έχουν κι οι δυο την πειθαρχία μητέρα.

ΧΟΡΟΣ
Ναι, όμως ισχυρότερη δύναμη η θεία είναι.  
Όταν συχνά η συφορά κάποιου το νου έχει πάρει
Και μαύρο ένα σύννεφο τα μάτια του σκεπάζει,
Αυτή  απ' τον  άγριο χαμό μπορεί να τον γλυτώσει
Και πάλι ολόγερο μεμιάς κι ορθόν να τόνε στήσει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Είναι καθήκον των αντρών σφαχτάρια να προσφέρουν
κι απ’ τους Θεούς να παίρνουνε χρησμούς πριν απ' τη μάχη
και σένα είναι σωπαίνοντας να μένεις μες στο σπίτι.

ΧΟΡΟΣ
Χάρισμα είναι των θεών η ανίκητη η πόλη
Κι η σωτηρία των πολιτών απ'των εχθρών το πλήθος.
Για τούτα τάχα θάκουγα από ποιόνε κατηγόρια;

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δεν είπα εγώ να μην τιμάς τις θεϊκές δυνάμεις.
Μ’ αν θέλεις τους πολίτες μας να μην κακοκαρδίζεις
Ησυχη στέκε και να μη το φόβο υπερβάλλεις.

ΧΟΡΟΣ
Μία βουή ανάκατη πριν λίγο έχω ακούσει
Κι ο τρόμος με κυνήγησε και μ' έφερε εδώ πέρα,
Σε τούτη την ακρόπολη, στον άγιο αυτό τον τόπο.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μ' αν για νεκρούς ακούσετε τώρα, ή λαβωμένους,
Τις κλάψες μη μ’ αρχίσετε και μη μου ξεφωνάτε.  
Γιατί ο Αρης τρέφεται σκοτώνοντας ανθρώπους.

ΧΟΡΟΣ
Να! Άκου! Χλιμιντρίσματα απ' άλογα γρικάω.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κι  αν  τάκουσες καμώσου πως δεν  έχεις καλακούσει.
.
ΧΟΡΟΣ
Στενάζει η γη από βαθιά. Μας έχουν περιζώσει.


ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ε και λοιπόν; Εγώ είμαι εδώ για να γνοιαστώ για τούτο.

ΧΟΡΟΣ
Τρομάρα μου! Το τράνταγμα στις πύλες δυναμώνει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δεν παύεις τέτια πράγματα στην πόλη να φωνάζεις;

ΧΟΡΟΣ
Αγιοι θεοί, τα κάστρα μας, αχ, μην τ’ απαρατάτε.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Α! να χαθείς βούλωστο πια! Δε λες να σταματήσεις;

ΧΟΡΟΣ
Θεοί της χώρας, σε σκλαβιά να πέσω μη μ’ αφήστε.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Συ ’σαι που ρίχνεις στη σκλαβιά και σε κι όλη την πόλη.

ΧΟΡΟΣ
Ω! Δια! Στρέψε κραταιέ, τα βέλη στους εχθρούς μας.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ       
Τι φάρα μας εσκάρωσες ω! Δία: Τις γυναίκες!

ΧΟΡΟΣ        
Κακόμοιρη. Σαν άντρες που τους πήρανε την πόλη.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ   
Κακογλωσσάς πάλι ενώ τ' αγάλματ' αγκάλιαζεις;


ΧΟΡΟΣ    
Από δειλία τη γλώσσα μου ο φόβος την αρπάζει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αν σου ζητήσω μια μικρή χάρη θα μου την κάνεις;

ΧΟΡΟΣ
Πες μου τι θέλεις γρήγορα, και ύστερα θα δούμε.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εχεις σκοπό να πάψεις πια; Δειλιάζεις τους δικούς σου.

ΧΟΡΟΣ
Σωπαίνω. Ότι είναι γραφτό για όλους, και για μένα.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αυτό που είπες μ' άρεσε περσότερο απ' όλα.
Κα κάτι ακόμα σου ζητώ.Τ' αγάλματα άφησέ τα
και στους Θεούς τη μόνη ευχή που έχει αξία κάνε-
Νάναι δικοί μας σύμμαχοι. Κι αφού το τάξιμό μου
Ακούσεις, ψάλλε τον ιερό μετά ολολυγμό σου
Τον αίσιο τον παιάνα, αυτόν, που τόχουνε συνήθεια
Οι Ελληνες να ψάλλουνε απάνω στις θυσίες
Και που θαρρύνει τους δικούς και τους εχθρούς φοβίζει.
Στους πολιούχους τους Θεούς λοιπόν εγώ της χώρας,
Προστάτες και της αγοράς, αλλά και της υπαίθρου,
Μα και στης Δίρκης την πηγή, και στου Ισμηνού το ρέμα,
Τάζω, αν μας βοηθήσουνε και σώσουμε την πόλη,
ποτάμι το αίμα των αρνιών να τρέξει στους βωμούς τους
τη νίκη όταν γιορτάζουμε, και τους σεπτούς ναούς τους
Να στέψω με στολές εχθρών κονταροξεσκισμένες.
Τέτιες ευχές λέγε κι εσύ, χωρίς ν' αναστενάζεις,
Μήτε να μπήγεις μάταια ξεφωνητά και άγρια.
Όμως εγώ πάω στις εφτά των κάστρων μας τις πύλες
Να στήσω έξη πολεμάρχους, εφτά μαζί με μένα,
Ναναι γεροί αντίπαλοι αντίκρυ στους εχθρούς μας,
Πριν λόγια ερθούν γοργόσπαρτα και βιαστικοί μας φτάσουν
Αγγελιαφόροι, και φωτιά η ανάγκη μας ανάψει.







ΧΟΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Θέλω κι εγώ μα δεν μπορώ. Ο φόβος την καρδιά μου
Δεν την αφήνει ήσυχη. Μες στην  ψυχή μου η έγνοια
Ειν’ άφευγη γειτόνισσα και μου ξαναφουντώνει
Τον τρόμο μας για τον εχθρό που ζώνει μας τα τείχη,
Σαν περιστέρι ολότρομο νάμουνα, που φοβάται
Για τα μικρά του ασκάριγα πουλάκια, γιατί φίδια
Ζώνουν τριγύρω τη φωλιά, σε φονικό καρτέρι.
Γιατί χυμάνε άλλοι, να! στα κάστρα μας απάνου,
όλοι μαζί ή σε πολλές ομάδες, σμάρια σμάρια,
και άλλοι-αχ! τι θα γίνώ;- απ' ολούθε ρίχνουν πέτρες
Που σα χαλάζι πέφτουνε μες στη ζωσμένη πόλη.
Σώστε Θεοί Διογέννητοι, όλοι, με κάθε τρόπο,
Την καδμογέννητη αυτή πόλη και το στρατό της.

Ποιόνε θα βρείτε πιο καλόν τόπο αν στους εχθρούς μας
Τη γη την αφθονόκαρπη ετούτη παραδώστε
Και το γλυκόπιοτο νερό της Δίρκης που απ' όσα
Κι ο Ποσειδώνας που κρατά τη γη νερά μας δίνει,
Κι απ’ της Τηθύος τα παιδιά, το πιο καλότροφο είναι;
Γι αυτό θεοί της πόλης μας, στους έξω από τα κάστρα
Εχθρούς, που μας περίζωσαν, μιάν ανθρωποχαλάστρα
Στείλτε τους συμφορά,και μια δειλία αρματορίχτρα,
Νίκη σε μας χαρίζοντας και σωτηρία στην πόλη.
Και μείνετε ακλόνητοι όπως και τώρα είστε
Ανάμεσά μας. Οι πικροί γόοι μου σας το ζητάνε.

Πόλη πανάρχαιη σαν αυτή τι κρίμα κουρσεμένη
Στον Αδη να τη στείλετε απ' Αχαιό κοντάρι,
κι άδικα έτσι απ' τους θεούς να γίνει στάχτη-θρύμμα.
Και τις χηράμενες, και νιές και γριές, να τις τραβάνε
Αλλί, απ' τις πλεξούδες τους σαν άλογα να ήταν
Και να τους σκιούν τα ρούχα τους, ενώ θ’ αδειάζει η πόλη
Γεμάτη αντάρα και βουή απ' τους σκλάβους που χαλιούνται…
Αχ! Από τώρα η βαριά η μοίρα με τρομάζει.

Και α! Τι, λύπη! Τ' άγουρα κι αθώα κοριτσάκια
Τη στράτα την κακότυχη, αγουροτρυγημένα
Να πάρουν, πριν να γέψουνε την τίμια χαρά τους.
Αχ: Πιό καλά θα ήτανε για κάποιον να πεθάνει
Γιατί μια πόλη στη σκλαβιά πολλά κακά τη βρίσκουν.  Σφάζουν εδώ, τραβάν εκεί, πιο πέρα πυρπολούνε.
Κι όλα της πόλης με καπνό βαθιά 'ναι ποτισμένα.
Και θεός ανθρωποχαλαστής, πνέοντας λυσσασμένα,
Ο Αρης, κάθε ιερό και όσιο βεβηλώνει.

Στους δρόμους βρόχοι στήνονται΄ γύρω την πόλη μάντρες
Τη ζώνουν πύργων εχθρικών… χάμου ρίχνει άντρας άντρα Με λόγχης χτύπημα… μωρά, βυζασταρούδια αθώα
Που τα τραβάν απ’ το βυζί σκούζουνε ματωμένα…
Το πλιάτσικο κι οι αρπαγές είναι αδερφωμένα.
Τους φορτωμένους έχουνε παρέα φορτωμένοι
Κι άδειος τον άδειονε καλεί ζητώντας συνεργάτη-
Μα ο καθείς στη μοιρασιά δε θέλει ούτε πιό λίγα
Ούτε και ίσα. Οσα ακούς, και πια φαντάσου τ’ άλλα…

Λύπη μεγάλη σε κρατεί λογής λογής να βλέπεις
Καρπούς πεσμένους καταγής. Μ’ ολόπικρο ένα βλέμμα Κοιτάνε οι νοικοκυρές.Της γης τα πλούσια δώρα
Αγρίων τώρα κύματα τ’αρπάζουν, τα πατάνε
Χωρίς το πηγαινέλα τους καμμιά να φέρνει ωφέλεια.
Και σκλάβες νέες, πρώτη φορά κακό που δοκιμάζουν, Προσμένουνε οι δύστυχες τον ξένο το στρατιώτη
ου νικητής στην κλίνη του με κλήρο θα τις πάρει.
Κι είν’ του θανάτου η νυχτιά ελπίδα τους η μόνη
Από τα δακρυπλήμμυρα δεινά να λυτρωθούνε.





ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

Να του στρατού ο κατάσκοπος που φτάνει αν δε γελιέμαι, Κάποιο καινούργιο μήνυμα φίλες μου φέρνοντάς μας.
Με γρηγοράδα των ποδιών στριφογυρνάει τ’ αδράχτια.

Μα νάτονε κι ο βασιλιάς , αυτός, ο γιός του Οιδίπου.
Στην ώρα φτάνει του άγγελου να μάθει τα μαντάτα.
Από τη βία του κι αυτός παράξενα βαδίζει.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Ξέρω καλά και θα στο πω τι κάνουνε οι εχθροί μας
Κι από τις πύλες καθενού ποια ο κλήρος τούχει δώσει.
Στέκει ο Τηδέας ξέφρενος στην πύλη μπρος του Προίτου.
Μα να διαβεί τον Ισμηνό δεν τον αφήνει ο μάντης
Γιατ’ οι θεοί δε στέρξανε. Και ο Τηδέας λυσσώντας
Και διψασμένος πόλεμο, χουγιάζει σαν το φίδι
Σε κάμμα μεσημεριανό και το σοφό Οικλείδη,
Τον μάντη, λούζει με βρισιές, πως τάχα από δειλία
Της μάχης και του θανάτου τον κίνδυνο αξαίνει.
Και τέτοια ενώ βροντολαλεί, τα τρία δασά λοφία
Της περικεφαλαίας του περήφανα κουνιούνται
Και κατ’ απ’ την ασπίδα του τα χάλκινα κουδούνια
Τρομάρα ξεσηκώνουνε. Και πέρφανα σημάδια  
Σκάλισε στην ασπίδα του. Τον ουρανό, φλογάτον  
Απ’ άστρα, και αστραφτερή πανσέληνο στη μέση,
Των αστεριών βασίλισσα, λαμπρό της νύχτας μάτι.
Μεγαλοφάνταστα άρματα σαν τούτα φορτωμένος Χολομανώντας ρυάζεται στου ποταμού την όχθη,
Για μάχη πολυδίψαστος, σαν άτι που με τ’ άφρι
Ξεσπάει την αψάδα του πάνω στα χαλινάρια,
Και σάλπιγγα προσμένοντας ν’ ακούσει αναφρουμάζει.
Ποιόν  αντιμέτωπο  σ'   αυτον  θα  βάλεις;  Ποιός  τις  πύλες
Του Προίτου  όταν  ανοίξουνε αυτός θα  διαφεντέψει;

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δεν ειμ' εγώ που θα σκιαχτώ των όπλων τα στολίδια
Κι ούτε πληγώσανε ποτέ κανέναν τα σημάδια.  
Και δίχως δόρυ δε δαγκούν κουδούνια και λοφία.
Κι η νύχτ' αυτή που πάνω λες πως είδες στην ασπίδα
Και που απ' τ' αστέρια τ' ουρανού λαμποκοπάει όλη Μάντης μπορεί αληθινός για κάποιονε να γίνει
Γιατί αν πάνω στα νεκρά τα μάτια εκείνου πέσει
αυτό της τότε τ’ όνομα θα έχει δικαιώσει
Και θάχει αυτός την ίδια του την ξιπασιά μαντέψει.
Αντίκρυ στον Τυδέα εγώ, του Αστακού θα βάλω
Το γιό, το παλληκάρι αυτό, για φύλακα της πύλης,
Που από τρανή κρατεί γενιά. Που της ντροπής το θρόνο Τιμάει, και που εχθρεύεται τα φαντασμένα λόγια.
Που τα αισχρά απεχθάνεται, διόλου δειλός δεν είναι,
κι η ρίζα του απ' τους Σπαρτούς κρατάει, που ο Αρης
Τους άφησε να ζήσουνε. Με άλλα λόγια βέρος
Θηβαίος ειν' ο Μελάνιππος. Και βέβαια τα ζάρια
Του Αρη θα τον κρίνουνε. Μα η συγγένεια όμως,
Αυτόν μ' όλα τα δίκια της πρώτονε τόνε στέλνει
Για να κρατήσει μακριά από τη μητέρα γη του-
Αυτή που τόνε γέννησε- το εχθρικό κοντάρι.

ΧΟΡΟΣ
Στον πρόμαχό μου οι θεοί τη νίκη ας χαρίζουν  
που όλα τα δίκια έχοντας πάει να πολεμήσει
Για την πατρίδα του. Αλλά τρέμω μην αντικρύσω
Θανάτους αιματόβαφους δικούς μου να θερίζουν.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Μακάρι οι θεοί σ' αυτόν εδώ τη νίκη να χαρίσουν.
Ο Καπανέας ύστερα την πύλη Ηλέκτρα πήρε.
Αλλος ετούτος γίγαντας, πιο άγριος απ’ τον πρώτο.
Κι έπαρση απ' τ’ ανθρώπινα πιό πάνω μέτρα έχει.
Φοβέρες για τα κάστρα μας-που ξορκισμένες νάναι-
Λέει τρομερές. Ή θέλουνε λέει οι Θεοί ή όχι
Η πόλη μας θα κουρσευτεί. Κι ούτε αν στα πόδια μπρος του
Η οργή του Δία έπεφτε, αυτόν θα τον κρατούσε.
Τις αστραπές και τις βολές των κεραυνών τα βλέπει
Σαν μια μεσημεριάτικη να ήτανε λιακάδα.
Και για σημάδι άντρα γυμνό έχει και πυροφόρο,
Που το δεξί το χέρι του το έχει οπλισμένο
Με μία δάδα ολόφλογη. Και φαίνεται γραμμένο
Με γράμματα ολόχρυσα "Την πόλη σας θα κάψω".
Στειλε σε άντρα σαν κι αυτόν… ποιον νάστελνες αλήθεια…
Ποιός άντρας τέτοιον κομπασμό μπορεί να υπομείνει;

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κέρδος για μας είναι αυτό πάνω στο άλλο κέρδος.
Όποιων ανθρώπων τάχουνε χαμένα, ειν' η γλώσσα
Ο αληθινός κατήγορος. Δεν απειλεί μονάχα
Ο Καπανέας, μα κι έτοιμος ειν' ό,τι λέει να κάνει
Και αψηφώντας τους θεούς, το στόμα του γυμνάζει
Με βρωμερή μία χαρά, κι όντας θνητός, στα ουράνια
Του Δία βροντοφωνάζοντας, λέει φουσκωμένα λόγια.
Μα πάνω του, είμαι σίγουρος, ο κεραυνός θα πέσει
Ο πυρωμένος δίκαια, και διόλου δε θα μοιάζει
Με τη μεσημεριάτικη εκείνη τη λιακάδα.
Λοιπόν απέναντι σ' αυτόν τον μέγα καυχησιάρη
Ενα λεβέντη αντίταξα, σωστό ένα παλληκάρι,
Τον Πολυφόντη το θεριό, που φύλακας ειν’ άξιος
και που τον εμπιστεύονται και οι θεοί οι άλλοι
αλλά και η Αρτέμιδα που είναι προστάτισσά του.
Μα τώρα λέγε άλλος ποιος σε ποια εκληρώθη πύλη.

ΧΟΡΟΣ
Ωρα κακιά να τόνε βρει όποιονε ξεστομίζει
Τέτοιες κατάρες. Κεραυνού βέλος να τον καρφώσει
Πριν μες στο σπίτι μου να μπει, και το παρθενικό μου
Με το θρασύ το δόρυ του προτού αδειάσει στρώμα.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Τώρα θα πω ποιός κλήρωσε μετά και για ποια πύλη.
Τρίτος λαχνός επήδησε απ' το χαλκό το κράνος
Το έμορφο, που ανάποδα ήτανε γυρισμένο
και τρίτον τον Ετέοκλο για τη Νηστή την πύλη
Όρισε με το λόχο του αυτός να τη χτυπήσει.
Και τ' άτια του τ' ακράτητα που μες στα χαλινάρια
Φρουμάζουνε γυρεύοντας στις πύλες να ριχτούνε
Βόλτες τα φέρνει. Και στριγγούν με βάρβαρο έναν τρόπο
Τα σιδερένια φυσερά ως στροβιλιέται εντός τους
Τ' άγριο το φυσομανητό που βγαίνει απ' τα ρουθούνια.
Και ζωγραφιά φανταχτερή έχει η ασπίδα πάνω:
Εναν οπλίτη επάνω που σε σκάλα σκαρφαλώνει,
Στον τοίχο κάστρου αντίμαχου, θέλοντας να το πάρει,
Ενώ καθώς τα γράμματα δείχνουν βροντοφωνάζει
πως ουτ' ο Αρης δε μπορεί απ' το κάστρο να τον βγάλει.
Μα και σ' αυτόν απέναντι τάξε αντίπαλο άξιο
Που απ' της δουλείας το ζυγό την πόλη μας να σώσει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Τούτον αμέσως θάστελνα με το καλό να πάει
Μα να, φεύγει μονάχος του-του Κρέοντα το σπέρμα,
Ο Μεγαρέας, απ’ των Σπαρτών το γένος που κρατάει,
ΙΙούχει για καύχημα έργα αυτός κι όχι μονάχα λόγια.
Και που από το φρούμασμα των λυσσαλέων αλόγων
Καθόλου δε θα φοβηθεί, κι ό,που είναι θε να μείνει,
Ετσι που ή πεθαίνοντας το χρέος να πληρώσει
Στη γη που τον ανάθρεψε, ή να αιχμαλωτίσει
Τους δύο άντρες και μαζί την πόλη της ασπίδας
και να τα βάλει στόλισμα στο πατρικό του σπίτι.
Και τώρα δίχως δισταγμό πες τι καυχιώνται κι άλλοι.
 
ΧΟΡΟΣ
Αχ'. Των σπιτιών μου πρόμαχε, νίκη εύχομαι σε σένα
Και στους εχθρούς μου όλεθρο. Κι έτσι καθώς φοβέρες
Πετάνε καυχησιάρικες με φρένα πειραγμένα,
Ετσι ο Δίας που σοφά το δίκαιο μοιράζει
Το βλέμμα του επάνω τους ας στρέψει οργισμένο.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Τέταρτος εκληρώθηκε στης Αθηνάς της Όγκας
Την πύλη, ο Ιππομέδοντας. Κι ως με βοή ζυγώνει,
Γίγαντας και στο μπόϊ του και στην κορμοστασιά του,
Και είδα αλώνι ολόκληρο στο χέρι ν' ανεμίζει
(για της ασπίδας του μιλώ τον κύκλο), δεν τ' αρνιέμαι,
ολόκληρος ερίγησα. Κι άσημος ο τεχνίτης
Δε θάταν που έτσι σκάλισε ωραία την ασπίδα.
Ενα Τυφώνα δηλαδή που απ' το πυρόπνοο στόμα
Δαχτυλιδένιο έναν καπνό, φωτιάς αδέρφι, βγάζει.
Κι η περιφέρεια η στρογγυλή του βαθουλού του δίσκου,
Είναι στρωμένη με φιδιών κορμιά περιπλεγμένα.
Αυτός λοιπόν αλάλαζε με πόλεμο γεμάτος.
Και σα Μαινάδα, μ' αγρια μάτια, λυσσάει για μάχη.
Από ένα άντρα σαν αυτόν να φυλαχτούμε πρέπει.
Κιόλας στην πόλη σπέρνουνε φόβο οι κομπασμοί του.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μα πρώτα, πλάι στην πόλη μας, και στης παλλάδας Ογκα Κοντά την πύλη, εχθρεύοντας την ύβρη του εκείνη
Απ' τα ξεπεταρούδια της θα διώξει τ' άγριο φίδι.
Μετά ο Υπέρβιος, του Οίνοπου ο γιός, και παλληκάρι,
Με τούτον εδιαλέχτηκε να παραβγεί. Και ξέρει
Τη μοίρα του κατάματα να δει αν ειν' ανάγκη.
Κι ούτε στο φρόνημα κανείς δε θα του βρει ψεγάδι,
Ούτε και στην αντρεία του ή στην κορμοστασιά του.
Ξέρει τι κάνει ο Ερμής τους δυο που έχει σμίξει.
Γιατί ενώ θα συγκρουστούν εχθρός μ' εχθρό δυο άντρες,
Μα και με τις ασπίδες τους σε σύγκρουση θα φέρουν
θεούς-γιατί αν έχει αυτός κοντά του τον Τυφώνα,
Φωτιές που από το στόμα του βγάζει, έχει ο Υπέρβιος
Το Δία πατέρα ολόστητον απάνου στην ασπίδα
Που μες στα χέρια του κρατεί τον κεραυνό. Κι ως τώρα Κανείς το Δία να νικηθεί δεν είδε. Λοιπόν τέτοιους
Οι δυο τους έχουνε θεούς που θα τους προστατέψουν.
Τους νικητές εχουμ' εμείς κι αυτοί τους νικημένους
Αφού είναι δυνατότερος ο Δίας απ’ τον Τυφώνα.
Το ίδιο θα γίνει φυσικά και με τους άντρες τούτους
Που ειν' αντίπαλοι. Ο Ζευς θα σώσει τον Υπερβιο
Σύμφωνα με το έμβλημα που έχει στην ασπίδα.

ΧΟΡΟΣ
Βέβαια είμαι πως αυτός που έχει στην ασπίδα
Το γιο της Γης, τον άγριο αντίμαχο του Δία,
Τη σιχαμένη αυτή μορφή, μίσημα των ανθρώπων
Και των θεών που αιώνια ζουν στων ουρανών τα ύψη
Αυτός μπροστά στις πύλες μας θα φάει την κεφαλή του.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Μακάρι.Τώρα έρχομαι στον πέμπτο, που ετάχτη     
Στην πέμπτη εμπρός, τη Βορεινή, πύλη, κοντά στον τάφο
Του γιου του Δία-τ' Αμφίονα. Και στο κοντάρι πούχει
Και πιο ψηλά κι απ' τους Θεούς το βάζει κι απ' το φως του, Ορκίζεται την πόλη μας πως θα τηνε κουρσέψει –
Και με το Δία αντίθετο ακόμα. Ετσι.λέει.
Είναι ομορφοπρόσωπος, από βουνήσια μάνα,
Κι άντρας στο φρόνημα ενώ είναι παιδί ακόμα.
Στα μαγουλά του έσκασε μόλις το πρώτο χνούδι
Που με της νιότης τον ανθό αργοσγουραίνει τώρα.  
Μα έχοντας ωμή καρδιά, που το παρθενικό της
Δεν της  ταιριάζει τ’ όνομα, κι άγρια ματιά, ζυγώνει.
Κι ας είναι ο Αρκαδινός Παρθενοπαίος ξένος,
Δεν ήρθε όπως φαίνεται να εμπορευτεί τη μάχη
Μα στ' Άργος τα τροφεία του καλά για να πληρώσει.
Κι ούτε το δρόμο πούκανε θε να τόνε ντροπιάσει.
Αλλά κι αυτός ακόμπαστα στις πύλες δε ζυγώνει.
Γιατ' η ντροπή της πόλης μας στη χαλκοδουλεμένη
Ασπίδα του-τη στρογγυλή τη σκέπη του κορμιού του-
Απάνω στριφογύρναγε: ανθρωπόφαγα Σφίγγα,
Ανάγλυφη κι αστραφτερή, με τέχνη δουλεμένη,
Που κράταγε στα νύχια της έναν απ' τους Καδμείους
Για να χτυπούν απάνω του όλα σχεδόν τα βέλη.


ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μακάρι ό,τι σκέπτονται απ' τους θεούς να τόβρουν.
Κακήν κακώς θα πήγαιναν χαμένοι όλοι τότε,
Μαζί με τους ανίερους εκείνους κομπασμούς τους.
Όσο γι αυτόν που τώρα λες, για τον Αρκαδινό σου,
Εχω εναν άντρα που πολλά το στόμα του δε λέει
Μα που το χέρι του καλά την ξέρει τη δουλειά του.
Τον Ακτορα, τον αδερφό του άλλου, πριν που είπα.
Αυτός τη γλώσσα ξέφραγη να ρέει δε θ' αφήσει
Για νάμπει από τις πύλες μας και συφορές να τρέφει
Ούτε τον πούχει του θεριού τη άγρια εικόνα
Απάνω στην ασπίδα του τα τείχη να περάσει.
Και κείνη έξω μένοντας θα κλαίγεται σε κείνον
όταν θα δέχεται πυκνούς κατ' απ' την πόλη χτύπους.
Και λέω, αν θέλει ο θεός, ότι δε θάβγω ψεύτης.

ΧΟΡΟΣ
Σαν τα μεγάλα λόγια τους ακούω, που με στόμα
Τρανό τα ξεφωνίζουνε αυτοί οι ανόσιοι άντρες,
Φόβος περνάει τα στήθια μου και όλη ανατριχιάζω.
Θεέ μου, ας χανόντανε όλοι στη γη ετούτη!..

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Τώρα στον έκτο έρχομαι,άνθρωπο μυαλωμένο
Και με αντρεία ξεχωριστή:το μάντη Αμφιάραο.
Ταγμένος ειν' αυτός μπροστά στην πύλη Ομολωΐδα
Και με βρισίδι τον τρανό Τυδέα τον στολίζει.
Τον λέει φονιά, κι ότι έκανε την πόλη άνω κάτω,
Και ότι έφερε κακά μεγάλα μες στο Άργος,
Και του θανάτου οπαδό, κλητήρα Ερινύας
Και σύμβουλο του Αδράστου για τα κακά όλα τούτα.
Κι έπειτα πάλι στον τρανό στρέφοντας αδερφό σου,
Τον Πολυνείκη, κι έντονα στα μάτια βλέποντάς τον-
Κι όταν τελείωνε στα δυό κόβοντας τόνομά του-
Βαριά του κράζει και αυτά του βγαίνουν απ’ το στόμα:
"Είναι δουλειά θεάρεστη αυτή κι όμορφο πράγμα
Που να τ’ ακούν οι απόγονοι και να το λεν, πως μέσα
Στην πόλη των πατέρων σου ξένο στρατό έχεις μπάσει
Και την ερήμαξες κι αυτήν αλλά και τους Θεούς της;
Τα δάκρυα της μάνας σου ποιό δίκιο θα στεγνώσει;
Και πώς η γη σου η πατρική, με δόρυ από σένα
Σαν αλωθεί, θε να γενεί έπειτα σύμμαχος σου;
Οσο για μένα, τούτο δω το χώμα θα λιπάνω
Το εχθρικό, και μέσα του κρυμμένος θα μαντεύω.
Λοιπόν στη μάχη! Κι άδοξα ελπίζω να μην πέσω".
Τέτια είπε την ολόχαλκη ασπίδα του κρατώντας
Ο μάντης, με σεμνότητα. Κι απάνω της η ασπίδα
Δεν είχε ζωγραφιές. Γιατί ο ήρωας νάναι θέλει,
Κι όχι να φαίνεται, καθώς θε να καρπολογάει
Τ’ αυλάκι πούχει το βαθύ μες στην καρδιά του, απ' ό,που
Γενναίες και καλοστόχαστες πάντα βουλές βλασταίνουν.
Σ’ αυτόν είναι η γνώμη μου πως πρέπει αντιπάλους
Γενναίους μα και φρόνιμους να στείλεις, γιατί εκείνος
Που σέβας έχει στους θεούς, όπλο ισχυρό κατέχει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αλίμονο! Τύχη κι αυτή που σμίγει εδώ στον κόσμο
Το δίκαιο άντρα μ' ένανε ασέβεια γεμάτον!
Χειρότερο απ’ την κακή τη συντροφιά δεν είναι
Σ’ όποια δουλειά. Καλό απ' αυτή κανένα μην προσμένεις.
Θάνατος είναι ο καρπός στης αμαρτίας το χώμα.
Αν κάποιος θεοφοβούμενος μπει μέσα σε καράβι
Μαζί με ναύτες έτοιμους βρωμοδουλειά να κάνουν
Με το θεομίσητο κι αυτός σινάφι θα βουλιάξει.
Κι αν, όντας δίκαιος αυτός, έχει για συμπολίτες
Αντρες τους ξένους που μισούν και δεν τιμούν τα θεία,
Τότε στην ίδια πέφτοντας μοιραία κι αυτός παγίδα
Απ' το μαστίγιο του θεού που όλους χτυπά,κι εκείνος
Θε να χαθεί. Ετσι κι αυτός ο μάντης-του Οϊκλέα
Λέω το παιδί, ο φρόνιμος, δίκαιος, προφήτης μέγας,
Και αντρειωμένος κι ευσεβής, με τους κακούς αντάμα
Και τους θρασύτατους αυτούς πόσμιξε άθελά του
Που το αγύριστο στρατί του Αδη έχουν διαλέξει-
Μαζί μ’ αυτούς θα τραβηχτεί κι εκείνος προς τα κάτω.
Νομίζω ακόμα πως αυτός στις πύλες δε θα ορμήσει,
Οχι πως τάχα είναι δειλός και δεν το λεει η καρδιά του
Μα ξέρει πώς είναι γραφτό η μάχη να τελειώσει
Αν οι μαντείες άκαρπες δεν είναι του Λοξία.
Θα βαλω  ωστόσο τον τρανό Λασθένη απέναντί του
Φρουρό της πύλης, που μισεί τους ξένους και που έχει
Γέρικο νου, μα η νιότη του ανθίζει στο κορμί του,
Το μάτι του ειν’ αστραπή και γρήγορο το χέρι   
Κι ότι απ’ ασπίδα γυμνωθεί τ' αρπάζει με το δόρυ.
Μα είναι δώρο του θεού στον πόλεμο η νίκη.


ΧΟΡΟΣ
Ακούστε με που δίκαια παρακαλώ θεοί μου
Και να νικήσει η πόλη μου κάνετε. Και την ήττα
Δώστε την όλη στους εχθρούς. Κι ο Δίας διώχνοντάς τους
Έξω απ' την πόλη, κεραυνό ρίχνοντας ας τους κάψει.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Τώρα τον έβδομο θα πω, της έβδομης της πύλης,
Τον ίδιο σου τον αδερφό, ποιες για την πόλη λέει
Κατάρες μα και ποιες ευχές. Αφού στους πύργους πάνω
πατήσει, κι όταν άρχοντα της πόλης τον κηρύξουν,
Παιάνα νικητήριο αφού αλαλάξει πρώτα
Με σε τον ίδιο ύστερα να μετρηθεί. Και ή δίπλα
Εσένανε σκοτώνοντας κι εκείνος να πεθάνει
Ή, αν θα μείνει ζωντανός να σ' εξορίσει, κι έτσι
Την άτιμη να εκδικηθεί δικιά του εξορία.
Τέτοια αλυχτάει. Και τους θεούς της πατρικής του χώρας,
Της χώρας που τον γέννησε, να επιβλέψουν έτσι
που ολ' αυτά να γίνουνε ζητάει ο Πολυνείκης.
Κι έχει μιαν ολοκαίνουργια και στρογγυλή ασπίδα
Και μια διπλή απάνου της εικόνα σκαλισμένη:
Βλέπεις έναν ολόχρυσο πολεμιστή, και μπρος του
Σεμνόπρεπη οδηγώντας τον γυναίκα. Κι είναι λέει
Η Δίκη, όπως τα γράμματα το δείχνουν: «Θα τον φέρω
πίσω τον άντρα εγώ αυτόν, τα πατρικά να πάρει
τα σπίτια και την πόλη του». Τέτοια εσκαρφιστήκαν
Να γράψουν στην ασπίδα του. Και γρήγορα συ σκέψου
Ποιόν θα του στείλεις αντικρύ. Γιατ’ ειν' όσα σου είπα
Πέρα για πέρα αληθινά. Δε θα τους βρεις ψεγάδι.
Κα τώρα ο ίδιος κρίνε πώς το πλοίο θα τιμονέψεις.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
 
Ω! θεομίσητη εσύ και θεοπειραγμένη
Του Οιδίποδα ολοδάκρυτη γενιά-γενιά δικιά μου!
Ωϊμέ μου: Τώρα πιάνουνε οι κατάρες του πατέρα.
Μα δεν ταιριάζουν κλάματα ούτε και μοιρολόγια
Μήπως και μεγαλύτερον αυτά γεννήσουν θρήνο.
Όμως γι αυτόν που αληθινά του αξίζει τ’ όνομά του,
Τον Πολυνείκη, γρήγορα το έμβλημα θα δούμε
Ποιο είχε αποτέλεσμα, κι αν θα τον φέρουν πίσω
Τα γράμματα που ολόχρυσα χάραξε στην ασπίδα,
που απ’ τη λύσσα της ψυχής ξεχείλισαν. Ναι, ίσως,
η Δίκη αν τον παράστεκε μονάχα η παρθένα,
Του Δία η κόρη στα έργα του και στους διαλογισμούς του.
Μα ούτε όταν έβγαινε απ’ της μήτρας τα σκοτάδια
ουτε όταν ήτανε παιδί και νέο παλληκάρι
ούτε όταν του εφούντιοσε η τρίχα στο πηγούνι
Η Δίκη καταδέχτηκε ποτέ να τον κοιτάξει.
Ούτε όταν στην πατρίδα του κάνει κακό πιστεύω
πως στο πλευρό του θα ’στεκε η Δίκη γιαί τότε
θα έχει αυτή ολότελα ντροπιάσει τ’ όνομά της,
Αντρα που ειν' αδίστακτος βοηθώντας. Και αυτή ’ναι
Η πίστη μου, γι αυτό κι εγώ θα μετρηθώ μαζί του
ο ίδιος-και πώς θάτανε δίκιο να πάει άλλος…
Αρχοντας με τον άρχοντα κι αδέρφι με τ' αδέρφι
Κι εχθρός μ' εχθρό θα συγκρουστούν. Γρήγορα τις κνημίδες
Φέρτε μου, και του λιθαριού τη σκέπη και κοντάρι.

ΧΟΡΟΣ
Μη γίνεις γιε του Οιδίποδα πολυαγαπημένε
Ιδιος με κείνον στην οργή, που ό,τι του πεις τ' αξίζει.
Αρκεί σε πόλεμο ναρθούν Καδμείοι με Αργείτες.
Μπορεί το αίμα εκείνων τον καθαρμό να φέρει.
Θάνατος όμως αδερφών του ενός από τον άλλο,
Τετοιο ένα κρίμα, πάντοτε άφθαρτο θ' απομείνει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αν έρχεται η συμφορά χωρίς ντροπή σε κάποιον,
έστω. Αυτό για τους νεκρούς το μόνο κέρδος είναι.
Αλλά ντροπή και συμφορά μαζί, δε φέρνουν δόξα.

ΧΟΡΟΣ
Γιε μου τι λες; Τι ’ναι αυτή η λύσσα του πολέμου
που την ψυχή σου θεόσταλτη σου καταπλημμυρίζει;
Αυτόν τον πόθο τον κακό βγάλτον από τη ρίζα.
Αφού το βιάζει ο Θεός πολύ το πράγμα τόσο
Ας πάει καλοτάξιδο στου Κωκυτού το κύμα
Οπως η μοίρα τούγραφε, όλο το σόι του Λάιου
Το για τον Φοίβο βδελυρό.

ΧΟΡΟΣ
                                              Κεντώντας σε σε σπρώχνει
Μια ωμοφάγα πεθυμιά να κάνεις ένα φόνο
Που ο καρπός του είναι πικρός. Γιατ' είναι μέγα κρίμα
Αίμα να χύσεις αδερφού.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
                                            Γιατί κοντά μου στέκει
Αδάκρυτη και με ξερά τα μάτια η κατάρα
Η μαύρη, ενός αγαπητού πατέρα που μου λέει
"Κέρδος σου μια ώρα αρχήτερα θα είναι, να πεθάνεις"

ΧΟΡΟΣ
Μη  την ακούς  εσύ. Δειλόν  δε  θα σε πει κανένας
που  τη  ζωή  σου έσωσες. Η μαυροφόρα μήπως
Η  Ερινύα τα σπίτια μας  δε θα τ’ αφήσει όταν
Από  τα χέρια μας  δεχτούν  οι  Θεοί  θυσίας  δώρα;

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Λίγο πια τώρα οι θεοί εμάς μας λογαριάζουν.
Είναι γι αυτούς καλόδεχτη θυσία ο χαμός μας.
Γιατί το χάρο ακόμα εγώ να τόνε καλοπιάνω;

ΧΟΡΟΣ
Κάν' το όσο είναι δίπλα σου. Της ζήσης το γραμμένο
Αλλάζει όταν κι ο καιρός γυρίζει. Και η μοίρα
Μπορεί αγέρι απαλό πνέοντας να ξανάρθει.
Τώρα με μια άγρια ορμή ακόμα εκείνη βράζει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Γιατί  την ανασκάλεψαν  του Οιδίποδα οι κατάρες.
Κι  αλήθεια τα οράματα του  ύπνου  μου  εβγήκαν,
που  μοίραζαν   το  πατρικό το βιός  με το μαχαίρι.


ΧΟΡΟΣ
Και τις γυναίκες λανιυγε αν και  δε  σου καλαρέσει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αν κάτι αξίζει πες το μου. Αλλά με λίγα λόγια.

ΧΟΡΟΣ
Το δρόμο για την έβδομη την πύλη μη τον πάρεις.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Τα λόγια δε στομώνουνε γνώμη ακονισμένη.

ΧΟΡΟΣ
Τη νίκη, ας είναι κι άδοξη, πάντα οι Θεοί τιμάνε.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Στρατιώτης τέτοιο να δεχτεί λόγο, αδύνατο είναι.

ΧΟΡΟΣ
Του αδερφού σου θες λοιπόν το αίμα συ να χύσεις;

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κακά που δίνουν οι Θεοί, όχι, δεν τα ξεφεύγεις.





ΧΟΡΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

Σύγκορμη τρέμω τη Θεά που με Θεούς δε μοιάζει,
Που σπίτια κλείνει κι άλαθη κακών είναι μηνύτρα, Σπρωγμένη από την Έριδα την παιδοδολοφόνα
Την Ερινύα, που η ευχή ενός πατέρα κράζει,
Τις φοβερές κατάρες του σε τέλος μη τις βγάλει,
Πούκανε αυτός, ο Οιδίποδας στο τάραγμα του νου του.

Από τη χώρα των Σκυθών ο Χάλυβας φερμένος
Ξένος, ρίχνει τα ζάρια του και χτήματα μοιράζει
και κλήρους, με σκληρή καρδιά και σιδερένιο χέρι.
Και δίνει τόσο να κρατούν στην κατοχή τους χώμα
όσο σα θα πεθάνουνε μονάχα θα κρατούνε,
Κι απ' τα πολλά χωράφια τους τίποτα δεν τους δίνει.

Κι όταν από τα ίδια τους τα χέρια σκοτωθούνε
Κι όταν στη γη πέσουν νεκροί κι εκείνη όταν θα πίνει
Το μαύρο αίμα της σφαγής, ποιός τότε θα τους λούσει;
Ποιός θα προσφέρει καθαρμούς γι αυτούς;  Ω! Των σπιτιών τους
Πόνοι καινούργιοι πούρθανε με τους παλιούς να σμίξουν.

Ο νους μου πάει στην παλιά την αμαρτία που τώρα
Γρήγορα ξεπληρώνεται, μα και που μένει ακόμα
Μέχρι την τρίτη τη γενιά. Οταν στο πείσμα ο Λάιος
Του Απόλλωνα που τρεις φορές του είπε απ' τα μαντεία
Τα πυθικά, που βρίσκονται πάνω στης γης τ' αφάλι
Η πόλη πως θα σώζονταν αν άκληρος πεθάνει.

Κι απ’ το γλυκό νικήθηκε πλάνεμα και γεννάει
Τον ίδιο του το θάνατο, τον πατροκτόνο γιό του,
που τόλμησε-ο Οιδίποδας-στο ιερό χωράφι
Της μάνας όπου μέσα του τράφηκε, μία ρίζα
Να σπείρει αιματοπότιστη. Μια οργισμένη ώρα,
Μια τρέλλα τους δυο νιόπαντρους τους έχει ζευγαρώσει.

Και τώρα είναι μια θάλασσα με συμφορές γεμάτη
που πέφτει τόνα κύμα της και τάλλο ανεβαίνει
Τρίκορφο, μεγαλύτερο, που ολόγυρα στην πρύμνη
Κοχλάζει, ενω οι πύργοι μας φράγμα φτενό στη μέση
Για προστασία μας στέκουνε. Και τρέμω για την πόλη
Μη με τους βασιλιάδες της κι αυτή μαζί θα σβήσει.

Γιατί οι κατάρες οι παλιές πολύ βαριά στο τέλος
Ξοφλάνε. Και ολότελα. Κι αν ο χαμός αφήνει
Απείραχτους τους ταπεινούς, μα τους μεγαλουσιάνους
που πλούτη εμάζεψαν πολλά πάνω από το μέτρο,
και κείνους και τα πλούτη τους σύρριζα τα κλαδεύει.

Ποιόν άνθρωπο καμμιά φορά τόσο πολύ τιμήσαν
και οι συνέστιοι θεοί κι οι άνθρωποι της πόλης
Όσο είχαν τον Οιδίποδα τιμήσει, όταν τη χώρα
Από το τέρας λύτρωσε που άρπαζε τους άντρες;

Κι όταν του φανερώθηκαν του μαύρου οι άθλιοι γάμοι
Τρελός απ' τον αβάσταγο τον πόνο του επήγε
κι ένα διπλό έκανε κακό. Με το ίδιο του το χέρι,
Ο πατροφόνος, έβγαλε τα δύο του τα μάτια
πιό ακριβά στον άνθρωπο κι απ' τα παιδιά του ακόμα.

Και μέσα στ' άγριο πάθος του, και τα παιδιά του ακόμα
Εκαταράστηκε, γιατί, καλά δεν τον ετρέφαν.
Κι αλίμονο! Πικρόγλωσση τους δίνει μια κατάρα:
Το βιός του να μοιράσουνε με σίδερο στο χέρι.
Και τρέμω η γοργοπόδαρη μήπως η Ερινύα
Απ' ώρα σ' ώρα τη βαριά κατάρα την πληρώσει.
 
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Θάρρος παιδιά μαμμόθρεφτα και καλομαθημένα.
Απ' της σκλαβιάς τον κίνδυνο εξέφυγε η πόλη
Και των τρανών οι κομπασμοί κόπηκαν τα φτερά τους.
Από την τρικυμία νερά δεν έκανε το πλοίο.
Γιατί κρατεί το κάστρο μας και άξιους προμάχους
Εβάλαμε στις πύλες μας για να τις διαφεντέψουν.
Με λίγα λόγια όλα καλά στις έξη πύλες πάνε.
Και την εβδόμη ο σεβαστός διάλεξε εβδομαγέτης,
Ο βασιλιάς Απόλλωνας, του Οιδίποδα το γένος
Εκεί του Λάιου το παλιό το κρίμα να πληρώσει.

ΧΟΡΟΣ
Τι νάχει έβρει ξαφνικό νέο την πόλη ακόμη;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Η πόλη σώθηκε. Αλλά οι αδερφοί άρχοντες της…



ΧΟΡΟΣ
Ποιοί; Τ' είπες; Απ' τον τρόμο μου έχασα το μυαλό μου…

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
 Ηρέμησε και άκουσε.Του Οιδίποδα οι γόνοι…

ΧΟΡΟΣ
Αχού η ταλαίπωρη εγώ: Μαντεύω τι μας βρήκε.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Πολύ καλά το μάντεψες. Φάγαν κι οι δυο τους χώμα.

ΧΟΡΟΣ
Κείτονται εκεί, νεκροί; Φριχτό είν’ μα έλα, πες το…

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Ναι. Από χέρι αδερφικό χαθήκανε κι οι δύο.

ΧΟΡΟΣ
Κοινή και για τους δύο τους ήταν η ολέθρια μοίρα
Που την κακότυχη γενιά έχει έτσι αφανίσει.

ΑΓΓΈΛΙΑΦΟΡΟΣ
Είναι και για να χαίρεσαι μα και να κλαις αντάμα.
Νικά η πόλη μας αλλά, οι δυο οι αρχηγοί μας,
Οι στρατηγοί, μοιράστηκαν τα χτήματά τους όλα
Με δουλεμένο Σκυθικό σίδερο. Και θα πάρουν
Από τη γη, όση μοναχά στον τάφο τους κατέχουν.
Εκεί που τους κατέβασε η πατρική κατάρα.

ΧΟΡΟΣ
ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Μα ω! Δία δύναμη πολλή που έχεις και μεγάλη
Και σεις Θεοί πολιούχοι μας, γι αυτό  που έχετε κάνει,
Του Κάδμου  να στεριώσετε το κάστρο, τι να ψάλλω;
Χαράς στο Σωτήρα ψαλμό που εφύλαξε αυτήνε
Δίχως βλάβη την πόλη μας ή για κείνους τους δύο
Αρχηγούς  που τους έλαχε θλιβερή μία μοίρα
ταιριαστή με τα ονόματα δίχως άλλο που είχαν
και που χάθηκαν άκληροι από μία διχόνοια
που οι θεοί απεχθάνονται, να ταιριάσω έναν θρήνο;

Ω! Μαύρη τέλεια πούστρεξες του Οιδίποδα κατάρα
Για τα παιδιά του! Σύγκρυο γεμίζει την καρδιά μου
Και μοιρολόι αρχινώ, θανάτου, ίδια μαινάδα
Για αιματοκύλιστους νεκρούς που αδικοθανατίσαν.
Α! Συναυλία του κονταριού εσύ καταραμένη!

Τόπε και τόκανε η ευχή που ζήτησε ο πατέρας
Και διόλου δεν εδίστασε. Κι η θέληση του Λάιου
Μέχρι το τέλος βάσταξε. Την πόλη έγνοια σφίγγει.
Ο αγριεμένος ο θυμός δε λέει να ξεθυμάνει.
Αχού! Αξιοθρήνητοι εσείς, και ποιος να το πιστέψει
Το που εκάματε. Και να! Η συφορά η μαύρη
Οχι με λόγια έφτασε, αλλά με μοιρολόγια.

Τα λόγια-νάτα-που άκουα, τώρα τα βλέπω μπρος μου.
Δύο καημοί δυό αδερφών αλληλοσκοτωμένων.
Δυό συφορές. Από διπλό καημό διπλό φαρμάκι.
Και τι να πω; Και βέβαια τι άλλο παρά οι πόνοι
Στα σπίτια ότι έρχονται ο ένας πα’ στον άλλο…

Μα με το πρίμο φίλες μου του θρήνου το αγέρι
Και με τα χέρια για κουπιά τριγύρω απ' το κεφάλι
Λάμνετε σα στου Αχέροντα να είσαστε το κύμα Ξεπροβοδώντας μια πομπή που η βαριά της βάρκα
Με τα κατάμαυρα πανιά την πάει προς την ανήλια-
Την που ποτέ ο Απόλλωνας δεν πάτησε την όχθη
 Πού ενώ για όλους ειν’ εκεί κανένας δεν τη βλέπει.

Μα νάτες που για το πικρό το χρέος τους έχουν έρθει
Νεκρούς να κλάψουν αδερφούς Ισμήνη κι Αντιγόνη.
Απ' τα ωραία, βαθύκολπα στήθη τους δίχως άλλο
Τον πόνο τους το δίκαιο θα βγάλουνε νομίζω.
Κα πριν, εμείς να κράξουμε πρέπει της Ερινύας
Τον ύμνο τον κακόφωνο κι ύστερα τον παιάνα
Του Αδη του αποτρόπαιου να ψάλουμε.
                                                                
                                                                           Ωιμένα!
Δυστυχισμένες πιο πολύ σεις αδερφές απ' όλες
Όσες με ζώστρες δένουνε της μέσης τους το γύρο!
Κλαίω αναστενάζοντας-κι όχι, δεν προσποιούμαι,
Από τα βάθη της καρδιάς αληθινά σπαράζω.)

Ωιμένα! Ωιμέ! Κακόγνωμοι που δεν ακούατε φίλους
Που άπληστοι για συφορές τα πατρικά σας σπίτια
Πήγατε και ρημάξατε με τα μαλώματά σας!
Ατυχοι αλήθεια κι άτυχους εβρήκανε θανάτους
Και με ντροπή γεμίσανε τ' αρχοντικά τους σπίτια.


Ωιμένα! Ωΐμέ! Τους τοίχους τους γκρεμίσατε μονάχοι
Και μοναρχίες είδατε πολύ πικρές κι οι δυο σας.
Τώρα ξαναγαπήσατε με σίδερο στο χέρι
Κι η μαύρη του πατέρα σας η φοβερή Ερινύα
Αληθινή, του Οιδίποδα, πέρα για πέρα εβγήκε.


Στα ζερβά τους χτυπήθηκαν-χτυπηθήκαν αλήθεια
Τα πλευρά τα ομόσπλαχνα. Αλί δυστυχισμένοι.
Αλί και στις διπλόφονες κατάρες του θανάτου.
Τα σπίτια τους και τα κορμιά θαρρείς πως χτυπήθηκαν
πέρα για πέρα απ' την πληγή της πατρικής κατάρας
πούρθε με μίσος φονικό κι ανήκουστη μια λύσσα.


Δονεί την πόλη ο στεναγμός. Στενάζουνε οι πύργοι
Κι η γη που τους αγάπαγε. Οι απόγονοι τα πλούτη
θα τα χαρούν, που φέρανε την έριδα ετούτη
Την άγρια-κι αλλίμονο,το τέλος του θανάτου.
Μοιράσανε μ' αψιά καρδιά τα υπάρχοντα τους ίσα
Και οι δικοί τους μοναχά παράπονο να έχουν
μπορούν με τον συμβιβαστή, τον άχαρο τον Αρη.

Σιδεροχτύπητοι εδώ είναι πεσμένοι-νάτοι!
Σιδεροκάμωτοι εκεί τους καρτερούν-τι τάχα;
Αν θα ρωτήσεις, οι λαχνοί των πατρικών τους τάφων.
Τους προβοδάει των σπιτιών ο καρδιοσφάχτης θρήνος Στριγγός μαζί και σπαραχτός, πνιγμένος μες στον πόνο,
 Ξένος σε όλες τις χαρές, που την ψυχή με λύπη
Γεμίζει και που δάκρυα απο την καρδιά μας φέρνει,
που λυώνει η δόλια αληθινά τα δύο της σαν κλαίει
Τα βασιλόπουλα.

                                  Αλλά και κάτι άλλο πρέπει
Να πω γι αυτούς τους δύστυχους. Ότι κακό μεγάλο
’κάναν στους συμπολίτες τους αλλά, και στους στρατιώτες Τους ξένους που έχουν έρθει εδώ για να μας πολεμήσουν. Μες στις γυναίκες που παιδιά γεννάνε , πόσο θάναι
Απ' όλους πιό βαριόμοιρη αυτή που αυτούς εγέννα,
πούκανε άντρα το παιδί το ίδιο το δικό της
Δίνοντας ζωή σ' αυτούς τους δυό που αλληλοσφαγήκαν
Ο ένας απ' του αλλουνού τ' αδερφικό το χέρι.

Αλήθεια, ναι, αδερφικό και στον ξολοθρεμό τους
που μ' εχθρητα στη μοιρασιά κι άγρια ξεσυνέρια
Τον πόλεμό τους σφράγισε. Σταμάτησε το μίσος
Και στην αιματοπότιστη τους έσμιξε η ζωή τους
τη γη. Κι αίμα εγίνανε τα δυό αλήθεια ένα.
Ηταν πικρός ξεδιαλυτής στην έριδα το ξένο
το ποντιακό το σίδερο, που βγαίνει ατσαλωμένο
Από τα στήθια της φωτιάς. Αλλά πικρός κι ο Αρης
Που τους εκακομοίρασε τα υπάρχοντά τους έτσι
Και την κατάρα αλήθεψε ως πέρα του πατέρα.

Απ' τις μεγάλες συμφορές που οι Θεοί έχουν στείλει
Τα μερτικά τους πήρανε. Αλλά της γης τα πλούτη
Που τα νεκρά τώρα κορμιά κρατεί, άβυσσος είναι.

Α! Σεις που εστολίσατε το στέμμα των σπιτιών σας
Με συφορών διαμαντικά, στο τέλος οι κατάρες
Όταν εσείς χαθήκατε στριγγό αλαλάξαν ύμνο.   
Κι ορθώνετ’ η Άτη τρόπαιο στην πύλη που μπροστά της
Σφαχτήκανε.  Κι αγύριστα πια η γενιά εχάθη.




ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α'
Ελάβωσες-λαβώθηκες.

ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β'
Τον σκότωσες-σκοτώθεις.

Α'
Με κοντάρι τον ξέκανες.

Β
Με κοντάρι εχάθης.

Α'
Κακόπραγε'.

Β'       
 Κακόπαθε!

Α'
Ω! σεις, χυθείτε θρήνοι.

Β
Ω! Σεις! χυθείτε δάκρυα μου.

Α
Εδώ είσαι πεσμένος.


Β'
Αφού πριν τον εσκότωσες.

Α'
Αλίμονο:


Β'
Αλί μου:

Α'
Σαλεύει ο νους μου απ' το κακό.

Β'
Βογγάει η καρδιά μου

Α
 Ω! απ’ όλους θρήνητέ μου εσύ!

Β
Βαριόμοιρε συ πάλι.

Α
Από δικό σκοτώθηκες.

Β
Και σκότωσες δικό σου.

Α
Διπλά να πεις.

Β
Διπλά να δεις.

Α
Θρήνοι που τοσο μοιάζετε ο ένας με τον άλλον.     

Β
Θρήνοι εσείς αδερφικοί κι αδερφωμένοι τόσο.
    
Α-Β
Ω! Μοίρα μεγαλόδωρη σε πίκρες και σε πόνους
Και τρομερή του Οιδίποδα σκιά, μαύρη Ερινύα,
Μεγάλη έχεις δύναμη.

Α
Ωιμένανε!

Β
Αλλί μου!

Α
Συφορές κακοθώρητες

Β
Μούφερε όταν ήρθε.

Α
Μα δεν ήρθε, κι ας σκότωσε.

Β
Πέθανε όταν ήρθε.

Α
Καλά λες. Αφανίστηκε.

Β
Μ' αφάνισε και κείνον.

Α
Γενιά κακόμοιρη εσύ.


Β
Που άθλια έχεις πάθει.

Α
Δύστυχα πάθη αδερφικά

Β
Κακά φριχτά μας ήρθαν.

Α-Β
Ω! Μοίρα μεγαλόδωρη σε πίκρες και σε πόνους Και^τρομερή του Οιδίποδα σκιά,μαύρη Ερινύα,
Μεγάλη έχεις δύναμη.

Α
Συ σαν παθός τον ήξερες.

Β
Κι εσύ δε μένεις πίσω.  

Α
Στην πατρίδα όταν γύρισες

Β
Στο δόρυ του ενάντιος.

Α
Αλλίμονό μου συφορές.

Β
Αλλίμονό μου πόνοι.

Α
Στα σπίτια και στη χώρα μας.

Β
Και πιότερο σε μένα.

Α
Σε μένα περοσσότερο.

Α
Ω! Βασιλιά της  συφοράς αλλίμονό αλλί  σου.

Β
Αλλί και σε πολυκλαυτε χίλιες φορές ακόμα.

Α
Αλλί! Εβυθίστη μέσα σας της μοίρας το μαχαίρι.

Β
Αλλί και που να φτιάξουμε τάχα για σας το μνήμα;

Α
Στη θέση αλλί που πιο τιμή μεγάλη θα τους κάνει.

Β
Θα βάλουμε τους άμοιρους στο πλάι του πατέρα.


(ΚΗΡΥΚΑΣ
Πρέπει τι κρίναν να σας πω και τι αποφασίζουν
Οι λαϊκοί οι πρόκριτοι της πολιτείας του Κάδμου.
Για τον Ετεοκλή λοιπόν έχουν αποφασίσει
Μ’ όλες τις πρέπουσες τιμές τάφο εδώ να έχει
Για την πολλή αγάπη του πούδειξε στην πατρίδα.
Γιατί μισώντας τους εχθρούς προτίμησε να πέσει
Μες στην πατρίδα του νεκρός, και στων Θεών τα όσια
Πιστός τα πανσεβάσμια μία θανή εβρήκε
Ωραία, τέτοια που οι νέοι αξίζει να πεθαίνουν.
Αυτή 'ναι που έχω η διαταγή να λέω εγώ για τούτον.
Και όσο για τον αδερφό αυτουνού, τον Πολυνείκη,
Αταφος έξω να ριχτεί για να τον φαν οι σκύλοι,
Γιατί ’θελα ερήμαζε την πόλη των Καδμείων
Αν κάποιος από τους θεούς μπροστά του δε στεκόταν
Εμπόδιο στο κοντάρι του. Μα όμως πάντα θάναι
Ακόμα και στο θάνατο βαριά στιγματισμένος
Τους πατρικούς του αφού Θεούς τους έχει ατιμάσει
Στην πόλη ξένο ρίχνοντας στρατό να την κουρσέψει.
Ετσι λοιπόν ορίστηκε απ' τ' ουρανού τα όρνια
Ατιμα εκείνος να θαφτεί, επίχειρα έτσι άξια
Παίρνοντας, κι ούτε απάνω του χέρι να ρίξει χώμα,
Ούτε με τους στριγγόφωνους να τιμηθεί τους θρήνους
Και ούτε φίλοι τ' άτιμο ξόδι να συνοδέψουν.
Αυτά η νέα η αρχή της Θήβας έχει ορίσει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αλλά κι εγώ λέω σ' αυτούς τους άρχοντες της Θήβας
Πως κι άλλος αν δε θα βρεθεί μαζί μου να τον θάψει
Πάνω μου μόνη μου εγώ τον κίνδυνο θα πάρω
Τον αδερφό μου θάβοντας. Κι ούτε ντροπή μου τόχω
Κεφάλι αντάρτισσας μπροστά στην πόλη να σηκώσω.
Δεσμός φοβερός το κοινό που μας γέννησε σπλάχνο
Από μια μάνα άμοιρη και δύστυχο πατέρα.
Λοιπόν τις άθελες κακές πράξεις του αδερφού μου
Θέλοντας συ, και ζωντανή, ψυχή μου συμμερίσου
Κι αδερφικά μοιράσου τες. Οχι, αυτουνού τις σάρκες
οι πεινασμένοι να τις φαν οι λύκοι δε θ’ αφήσω.
Τέτοιο κανείς κάτι στο νου ποτέ να μην το βάλει.
Τάφο εγώ θε να του βρω και λάκκο θα του σκάψω.
Κάποιονε θα μηχανευτώ, αν και γυναίκα, τρόπο.
Στου βυσσινιού του πέπλου μου τον κόρφο θε να φέρω
Χώμα να ρίξω πάνω του. Ετσι ακριβώς θα γίνει.
Τρόπο το θάρρος μου θα βρει και όλα θα τα κάνει.

ΚΗΡΥΚΑΣ
Κι εγώ σου λέω αντίθετα στην πόλη μην πηγαίνεις.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Κι εγώ σου λέω μη μου λες λόγια που παν χαμένα.

ΚΗΡΥΚΑΣ
Δύσκολος γίνετ' ο λαός κίνδυνο σαν ξεφύγει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δύσκολος και ξεδύσκολος θα κάνω αυτό που σου ’πα.

ΚΗΡΥΚΑΣ
Και άντρα λαομίσητο με τάφο θα τιμήσεις;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Την κρίση τους την έχουνε οι θεοί για τούτο κάνει.

ΚΗΡΥΚΑΣ
Οχι όμως πριν τη χώρα του τη φέρει άνω κάτω.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αδικο του εκάμανε και μ' άδικο απαντούσε.

ΚΗΡΥΚΑΣ
Μα ενάντια σ' όλους στράφηκε κι όχι στον ένα μόνο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Απ' τους θεούς η Εριδα σωπαίνει τελευταία.
Κα θα ταφεί από μένανε.Τα λόγια σου μη χάνεις.

ΚΗΡΥΚΑΣ
Κάνε ό,τι θέλεις μόνη σου. Εγώ είπα κι απόειπα.

ΧΟΡΟΣ
Αλίμονο!  Αλίμονο! Mεγαλοκαυχησιάρες
Που σπίτια εχαλάσατε του ολέθρου, Ερινύες,
Όμοια και του Οιδίποδα έχετε αφανίσει  
Το σόι από τη ρίζα του. Να πω τι; Τι να κάνω;
Τι να σκεφτώ; Πώς άκλαφτον να στέρξω να σ’ αφήσω
Και ίσα με τον τάφο σου να μη σε συνοδέψω;
Και τρέμω, και των πολιτών ο φόβος μ' εμποδίζει.  
Όμως εσέ κόσμος πολύς νεκρόν θα σε θρηνήσει.
Και ο ταλαίπωρος αυτός αθρήνητος θα πάει.
Της αδερφής του μοναχά, θρηνητικά, το κλάμα
-ποιός τάχα θα το πίστευε-θα τον ξεπροβοδίσει.


ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α'
Ας τους έκανε ότ' ήθελε όσους κλάψουν, η πόλη,
Του Πολυνείκη το νεκρό. Εμείς όμως θα πάμε
Συνοδεία στο ξόδι του και βοηθοί στην ταφή του.
Γιατί πένθος για ολόκληρη τη γενιά είναι τούτο.
Όμως η πόλη συνηθά το δίκαιο να βλέπει
Αλλοτε έτσι, άλλοτε αλλιώς.

ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β'
                                                 Εμείς μ’ αυτόν θα πάμε
Που και το δίκιο απαιτεί, κι η πόλη, γιατί ετούτος
Μετά το Δία και τους θεους πιότερο είχε βοηθήσει  
Από των ξένων τ' άγριο το κύμα, μη βουλιάξει
Κι όλη χαθεί αγύριστα η πόλη των Καδμείων.)



ΤΕΛΟΣ