Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

 ΕΝΑΣ ΕΜΠΡΗΣΤΗΣ ΜΙΛΑΕΙ  
Είδα το φως στο χώμα ετούτο. Που θα πει,
φάνηκα εδώ
για να δουλέψω και να φάω απ’ αυτό.
Σ’ ένα σχολείο επήγα
τέτοιο καθώς ο νόμος σας το ήθελε-
ο νόμος που με τ’ όπλο σας στον κρόταφό μου
να υπογράψω με αναγκάσατε.
Εκεί με μάθατε ότι "ναι" να λέω πρέπει
σε σας όπου με κλέβετε και με σκοτώνετε
και "όχι" σ’ όσους θέλουνε να κλέψουν
και να σκοτώσουν τους φονιάδες μου-εσάς.
Μεγάλωσα. Μου είπατε πως για να ζήσω
έπρεπε μια δουλειά κι εγώ να κάνω,
που τα εννιά της θα επλούτιζαν εσάς
και το ένα της θα ήτανε δικό μου.
Και σας εδούλεψα.
Όμως δεν μπόρεσε η βια σας να τσακίσει
εκτός απ’ το κορμί μου και το νου.
Αυτός σκεφτότανε και σκέφτεται ακόμα.

Είδα εκατομμύρια να μου κλέβετε
και να πνιγόσαστε μ' αυτά στον πλούτο.
Είδα να χτίζετε τις βίλες σας με το αίμα
κεινών που πέθαναν στην άσφαλτο από ρόδες αμαξιών,
γιατί το χρήμα που ήτανε για να φτιαχτεί ο δρόμος
έχτισε τα παλάτια σας.

Είδα να βαφτίζετε εργατικά ατυχήματα
τους θάνατους των φίλων μου
από την τέλεια έλλειψη μέτρων ασφάλειας στα χρυσορυχεία σας.
Εκατοντάδες τ' "ατυχήματα" τα εργατικά
κάθε χρονιά.
Σωρός οι εργάτες πεθαμένοι,
σωροί το χρήμα το κλεμμένο,
«για να δείξουμε στους ξένους πως μπορούμε
να κάνουμε κι εμείς καλούς Ολυμπιακούς».
(Τι να δείξετε τρομάρα σας;
«Για να φάμε γερά» ας λέγατε τουλάχιστον.
Νοσοκομεία δεν έχετε οι αγώνες σας εμάραναν.)

Πήρα ένα όπλο κι ήρθα για να πάρω πίσω τα λεφτά μου
μα οι μπράβοι σας,
οι πληρωμένοι με τα ίδια μου λεφτά,
μου πήραν τ’ όπλο και με φυλακίσανε.

Είδα να κάνετε ταξίδια με καράβια
που του λαού επλήρωσε η δουλειά,
και ο νησιώτης τρόπο να μην έχει
στον τόπο του να πάει, γιατί
μες στα καράβια του εσείς γλεντούσατε.
Και ήρθα το δίκιο μου για να ζητήσω
κι οι μπράβοι σας με πέταξαν στη θάλασσα.

Ποιον από σας,
οι σκουξιές,
απ’ τη διασκέδασή σας σάς απόσπασαν,
των πατεράδων, των μανάδων, των αγαπητικών,
για τους λεβέντες τους που χάθηκαν;

Ήρθα να πάρω από τα χέρια σας μια φέτα απ' το ψωμί μου-
ψωμί που εγώ εφύτεψα και θέρισα και άλεσα και ζύμωσα,
και με κλωτσιές με διώξατε.
Αρρώστησα
και με αφήσατε σαν το σκυλί στο δρόμο να πεθάνω.
Κι έπιασα κι έλυσα ένα γήπεδο του γκολφ σας
και είδα να ’ναι από πολλές φτιαγμένο μπάλες πολύχρωμες
που μέσα τις επήρατε απ’ των μικρών παιδιών μου τα όνειρα,
χαρούλες παιδικές ποδοπατώντας.

Και τα τρία δισεκατομμύρια εκοίταξα
που ο πρωθυπουργός σας έκλεψε
απ’ του λαού το στόμα,
κι από το νου κι απ’ τη χαρά,
κι είδα μέσα σε καθένα ευρώ κι ένανε θάνατο,
κι άκουσα μες στου κάθε εικοσάευρου το θρο μια
δυστυχία,
και μύρισα σαπίλα και βρωμιά σε κάθε μάτσο κλοπιμαίο.
Εκατομμύρια οι φτωχοί στον τόπο αυτό των δέκα
εκατομμυρίων.
Και πάει η τηλεόραση και δείχνει,
και λέει και ξαναλέει ο νέος πρεπολόγος σας
και δείχνουνε οι κάμερες για ένα λεφτό τη δυστυχία,
κι αμέσως ύστερα γυρίζουνε στο γεύμα
που ο πρωθυπουργός σας
στους άρπαγες λακέδες του "παρέθεσε"…

Τα θέλει όλα αυτά ο ήλιος;
Αν ναι, θα σβήσω τον ήλιο.
Τα θέλει ο ουρανός αυτά; Αν ναι
μια δίκοπη λεπίδα θα βυθίσω
στα μπλε τα λίπη της χοντροκοιλιάς του.
Το θέλουνε αυτό οι καλοντυμένοι κλέφτες; Αν ναι,
θα πω μες στο τσιμέντο να τους χτίσουνε οι εργάτες
μου-
έτσι σκληροί, λάσπη γερή θα φκιάσουν.
Κι αφού άλλο τίποτα να κάνουμε δεν το μπορούμε
ώστε μερίδιο ίσο να ’χουμε και μεις
στο φως του ήλιου που βρεθήκαμε,
κι αφού μπορούμε
λίγην ισότητα να φέρουμε
στου πράσινου του δάσους την απόλαυση,
ας το κάνουμε.
Το πράσινο εμείς, μονάχα το ακούμε. Η ανέχεια,
να πάμε ως εκεί δε μας αφήνει-για να το χαρούνε και τα μάτια μας.
Φωτιά λοιπόν να μη το χαίρεστε και σεις.
Μόνο αυτό να κάνουμε μπορούμε
χωρίς το φόβο να μας πιάστε-
ένα στουπί στην ερημιά αναμμένο
και ύστερα φευγιό.
Φωτιά!
Όλα εκείνη καθαρίζει.

Αφού σε μας τους πεθαμένους δάσος δε χρειάζεται,
φωτιά στο δάσος!-όπου κι αν θαφτούμε
αδιάφορο. Είτε αποπάνω μας
απλώνει τα κλαδιά του θείο δάσος,
είτε γυμνό το χώμα μάς σκεπάζει,
για μας το ίδιο. Καθώς και τώρα
που θαμμένοι
κάτω απ’ τα πλούσια
της αμεριμνησίας σας ελέη,
ζωής καμιά δε μας φωτίζει αχτίδα.
Τι μένει άλλο πια για μας
από τους εμπρησμούς στα δάση-
κάτι που όπως φαίνεται σας κόφτει;
Φωτιά λοιπόν!
Θόρυβο τόσο εκάνατε ποτέ
για τους νεκρούς της εργασίας ή της άσφαλτου
όσον για της καμένης Πάρνηθας τη γη;
Ποιος από σας εβγήκε
που εκτός από είδηση
αγώνα και σημαία του να κάνει τους νεκρούς
όπως τα δέντρα τα καμένα κάνει;
Εμείς, χαμένοι για χαμένοι που είμαστε. Εμείς,
έτσι κι αλλιώς,
νεκροί από τη γέννα μας.
Εμείς δε ζούμε έτσι κι αλλιώς. Εμάς λοιπόν
το κάψιμο των δέντρων δε μας βλάφτει διόλου.
Τα δάση που εκάηκαν σας πείραξαν…
Καλά, εσάς σάς πείραξαν.
Μα εμάς!
εμάς!
εμάς!
εμάς! τι μας πειράζει;
Τι μας πειράζει δύστυχοι
φίλοι νεκροί μου ζωντανοί;
Κλέφτες μού τρώνε το ψωμί και πίνουν στην υγειά
μου...
Κλέφτες εγέμισε η Ελλάδα όλη…
Όσοι δεν κλέβουνε είναι κουτοί. Ε, λοιπόν,
οι κουτοί εμείς,
ας πάμε με την κουταμάρα μας
να κάψουμε τα δάση όλα της Ελλάδας.
«Τους εμπρηστές!
Τους εμπρηστές πιάστε!»
φωνάζουν όσοι έχουνε γεμάτες τσέπες.
Τους άκουσε κανένας να φωνάζουν:
"Τους κλέφτες!
Τους κλέφτες πιάστε!»;
Μα πώς αφού οι ίδιοι είναι οι κλέφτες!..

Άφήστε τους να σκούζουν φίλοι μου.
Τώρα που κάτι βρήκαμε που να τους καίει,
ας τους κάψουμε-οι καμένοι εμείς.

Και "αναδάσωση" ακούς. Ποτέ κανείς
δεν είπε "απόδοση πίσω των κλεμμένων»
Ποτέ κανείς σας έστω δεν  ψιθύρισε «δικαιοσύνη».
Και ποτέ τους εμπρηστές κανείς δεν έπιασε
της ευτυχίας των φτωχών.

Στραβώνει τα ελληνόπουλα η Παιδεία.
Οι εχθροί τρίβουνε τα χέρια τους
για την κατάντια των "Δυνάμεων" των ένοπλών μας.
Και κανένας τίποτα δεν κάνει
να διορθωθεί η κατάσταση.
Όμως αν δέντρα θα καούν το σύμπαν ξεσηκώνεται.
(γιατί για δέντρα να φωνάζουνε εύκολο είναι.
Μα αν «κάτω οι κλέφτες» κάποιος θα φωνάξει
απ’ όσους σεις πληρώνετε να σας υμνούνε,
απ’ τα κανάλια αμέσως θα τους διώξετε
κι απ’ του Δημόσιου το ψητό θα τους προγκήξετε:
για τέτοια να φωνάζουν είναι τώρα;)

Όλα καλά λοιπόν μες στην Ελλάδα
βάρδα μονάχα ένα δέντρο μην καεί...
Κι αχνογελάω με τη «θλίψη» τη βαριά
που απλώνεται στη φάτσα
των "δημοσιογράφων" σας-
των πληρωμένων ρεμαλιών σας-
καθώς τις φλόγες περιγράφουν
που τα δάση τρώνε.

Γι αυτό πληρώνονται-έτσι για να δείχνουνε
και τέτοια για να λένε.
Τι πλύση εγκεφάλου αλήθεια είναι αυτή!
Πώς έχετε τα νέα παιδιά μου καταντήσει
δεκάρα να μη δίνουνε για τους νεκρούς τους
αδικοχαμένους
όμως να ξεσηκώνονται για δέντρα...
Καλά δουλέψατε αλήθεια όλοι σας
τα τελευταία πενήντα χρόνια:
το πράγμα εκεί ακριβώς που θέλατε το φέρατε.
Όντα εφτιάξατε άβουλα.
Αυτό θα πει πολιτικοί!

Εσείς λοιπόν οι νόμιμοι και οι φιλήσυχοι πολίτες
όσοι νομίζετε ότι ζείτε,
μην όσα λέω ακούτε
και τρέξτε τη φωτιά να σβήστε όπου πιάσει.
Εσείς ζωή που θεωρείτε τα τρακόσα ευρώ το μήνα για μιστό,
τραβάτε σβήστε τις φωτιές.
Κι αφήστε τους απάνθρωπους εμάς,
τους παλιο-εμπρηστές,
τους παλιανθρώπους,
τους τι τους έφταιξαν τα δάση τα καημένα,
τους ακοινώνητους,
τους εκδικητικούς,
δάση να καίμε.

Και φαύλοι εσείς, ακούστε με!
δώστε μας πίσω τις ζωές μας
και τότε δε θα υπάρχουν εμπρηστές.
Μα ως τότε
εμείς θα είμαστε αυτοί.
Δώστε μας πίσω αχρείοι το αίμα μας
και από κάθε επιβουλή
θα υπερασπίζουμε το περιβάλλον σας
που τότε θα ’ναι και δικό μας.
Μα ως τότε
θα το καταστρέφουμε.

"Από πίττα που δεν τρως μη σε μέλλει κι αν καεί", λέει η σοφία σας.
"Από πίττα που δεν τρως, καψ’ την να μη φάει κανείς" λέει η δικιά μας.
Μόνο έτσι
αν όλα μες στο κράτος σας καούνε,
αν στάχτες όλα θα ’χουν γίνει
τότε μονάχα να χτιστεί μπορεί
κάτι καινούργιο και ωραίο και σωστό
με αρχιτέκτονες εμάς-
τους εμπρηστές του κάθε άδικου κι απάνθρωπου.

Από τα δάση αρχινάμε.
Πού θα τελειώσουμε αν ρωτάτε,
να! σε άλλη μια φωτιά
που τ’ άθλια πάνω της κορμιά σας
θα καίγονται καθώς Λαμπρής σφαχτάρια -
Λαμπρής που όχι ένας Χριστός σας
μα ένας λαός θ’ αναστηθεί.

Εμπρός λοιπον!
Φωτιά στα δέντρα!
Στη φλόγες η Ελλάδα όλη!

Για να χαθεί αυτή η πατρίδα η στυγνή
και μι’ άλλη να ’ρθει
για τα παιδιά της όλα στοργική.