ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑ, ΜΕΝΕΛΑΟΥ, ΣΤΗΝ ΑΥΛΙΔΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μενέλαε, κάθισε εδώ, σε τούτο το πεζούλι. Ο ήλιος προς τη δύση του τραβάει. Όπου νάναι η νύχτα με τα πέπλα της θα μας σκεπάσει όλους. Είναι καλό μες στης βραδιάς το γαληνό το σκότος λόγια ν' αλλάζεις σοβαρά μ’ ένα καλό σου φίλο. Το νόημα που κουβαλούν δεν το σκορπίζουν γύρω στα όμορφα και στ’ απαλά και στα γλυκά της μέρας μα αυτό, μεστό, σα βιαστικό και σάμπως φοβισμένο τρυπώνει μέσα στο μυαλό του φίλου που ακούει. Και ζουμερούς δίνει καρπούς μία κουβέντα τέτοια.
Έμαθα πως παράγγειλε κιόλας ο Αγαμέμνων Και θα ’ναι εδώ πρωί πρωί αύριο το κορίτσι. Τ’ αποφασίσατε λοιπόν να πάμε για την Τροία;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Δεν είναι η απόφαση δική μας Οδυσσέα. Οι έλληνες όλοι θέλουνε να πάμε για την Τροία γιατί καθένας τη ντροπή τη νιώθει και δική του που έφερε σε μένανε του Αλέξαντρου η πράξη. Και θέλουν ένα μάθημα καλό να δώσουν όλοι στον ξιπασμένο πρίγκιπα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μενέλαε γελιέσαι. Αν θα μπορούσες να χωθείς κάπως ανάμεσά τους θα ’βλεπες πως αντίθετα απ’ αυτό που λες συμβαίνει. Δυό δυό σαν κουβεντιάζουνε, όλοι οι στρατιώτες βρίζουν. Βρίζουνε Αγαμέμνονα, Μενέλαο κι Ελένη, και βρίζουν και τους αρχηγούς καθένας τους δικούς του που ξεκινήσανε για μια σαν τούτη περιπέτεια.
ΜΕΝ
Τι λες! Με βρίζει ο στρατός; Και όχι εμένα μόνο μα και τον Αγαμέμνονα; Μα πες μου Οδυσσέα μπορούν μπροστά και βρίζουνε σε σένα οι στρατιώτες; Πώς από δαύτους δυο ή τρεις δε μου ’φερες δεμένους να τους περάσω από σπαθί, να δεις θα βρίζουν οι άλλοι;
ΟΔΥ
Ησύχασε Μενέλαε. Δε βρίζουνε μπροστά μου. Τι γίνεται στο στράτεμα το λέν σε μένανε άλλοι. Αλλά κι αυτό αν γίνονταν, και δέκα αν σού ’χα φέρει κι από σπαθί τους πέρναγες, θα σταματούσαν οι άλλοι να σκέφτονται όπως σκέφτονται, κι αν έστω δε μιλούσαν; Δεν ειν’ τα λόγια που μετράν μα η γνώμη και η σκέψη και με σπαθί δεν κόβονται ούτε η μια ουτ’ η άλλη.
ΜΕΝ
Αυτό ήθελες να μου πεις; Πως βρίζουν οι στρατιώτες;
ΟΔΥ
Κι ακόμα ένα Μενέλαε. Μα πριν το πω και τούτο θέλω να μου υποσχεθείς πως δε θα μου θυμώσεις. Γιατί το βρίσκω φυσικό οι μεγάλοι βασιλιάδες στα λόγια των μικρότερων εύκολα να θυμώνουν.
ΜΕΝ
Μίλα Δυσέα λέφτερα. Γιατί αν βασιλεύει στων Μυκηνών την ισχυρή τη χώρα ο αδερφός μου, κι αν του Ατρέα είμαι γιός, και αν κρατεί η γενιά μου από το Δία που στων θεών την τάξη πρώτος είναι, Αλλά και συ πίσω δεν πας. Είσαι θεού εγγόνι.
ΟΔΥ
Λοιπόν αφού ελεύτερα θέλεις να σου μιλήσω, μάθε Μενέλαε πως κι εγώ την ίδια γνώμη έχω γι αυτή την εκστρατεία μας, καθώς και οι στρατιώτες.
ΜΕΝ
Περίεργο δε μου φαίνεται. Σ’ έχει ο φόβος πιάσει, αυτός που σ’ έκανε τρελός να κάνεις ότι είσαι για να μη ’ρθείς στον πόλεμο. Θαρρείς πως δεν τα ξέρω; Τα λένε όλοι. Τάχατες ήθελες να οργώσεις, και στο άροτρό σου έζεψες παράταιρα δυό ζώα, βόδι και άλογο. Μετά, είχες στραβά φορέσει ένα σκουφί αταίριαστο σε βασιλιά κεφάλι, που σ’ ‘εκανε σαν Κάβειρος γελοίος να φαντάζεις, και να οργώνεις άρχισες. Αλλά ο Παλαμήδης αμέσως σε κατάλαβε. Και πήρε το παιδί σου και πάνω το εξάπλωσε στ’ ανόργωτο το χώμα, μπροστά στη μύτη του υνιού, και σου ’πε: «Αν ετρελάθης, χάραξ’ του γιού σου το κορμί. Αλλιώς έλα μαζί μας». Κι έτσι μονάχα μπόρεσε κοντά μας να σε φέρει. Ότι λοιπόν είσαι δειλός, αυτό καλά το ξέρω. Αλλά θα πρέπει όλη σου η προσοχή να είναι μήπως με πράξεις άστοχες και λόγια που δεν πρέπει Δικιώσεις το που ο κύρης σου όνομα σου ’χει δώσει.
ΟΔΥ
Λέγε με όσο θες δειλό. Καθόλου δε με νοιάζει. Ως για να γίνω μισητός σε σένα ή και σ’ άλλους, δε θα με νοιάξει ούτε αυτό, αν πρόκειται με τούτο καλό να κάνω στο στρατό, στη χώρα, στον εαυτό μου. Μα κοίτα συ Μενέλαε μήπως δειχτείς σε μένα, αν και του Δία απόγονος και βασιλιάς της Σπάρτης, πως δεν κρατείς την που ’δωσες πριν λίγο υπόσχεσή σου. Γιατί θαρρώ μα τους θεούς, πως κιόλα έχεις θυμώσει.
ΜΕΝ
Δίκιο έχεις. Γιατί αφύλαχτον άφησα το θυμό μου. Και άλλο δεν περίμενε κείνος παρά ν’ ακούσει ότι άκουσε απ’ τά χείλια να μιλήσεις, σου και θέριεψε αμέσως. Αλλά από δω και ύστερα, όσο και να μιλήσεις κι ότι Οδυσσέα και να πεις, αυτός δε θα τ’ ακούσει, Γιατί βαθιά μες στην ψυχή τον έχω κιόλας κλείσει. Μίλα λοιπόν φόβος χωρίς να σου κρατεί τη γλώσσα.
ΟΔΥ
Βρίσκω λοιπόν Μενέλαε πως είναι ανοησία, για να μην πω χειρότερη καμιά από τούτη λέξη, για μια γυναίκα πόλεμος να γίνει. Έτσι λέω.
ΜΕΝ
Κι ας ήταν η γυναίκα αυτή του Μενελάου γυναίκα;
ΟΔΥ
Όποια γυναίκα να ’τανε, πάλι γυναίκα είναι.
ΜΕΝ
Λοιπόν πρέπει ν’ αφήνουνε οι άντρες όποιον θέλει Να παίρνει τη γυναίκα τους κι αυτούς να μη τους νοιάζει;
ΟΔΥ
Όχι. Αν τους την αρπάξουνε, πρέπει αυτοί αμέσως να παν και πάλι να τη βρουν και να την ξαναπάρουν. Μ’ αν με δική της θέληση εκείνη έχει φύγει, τότε γι αυτό να γνοιάζεται διόλου δεν πρέπει ο άντρας.
ΜΕΝ
Και τί τη μια περίπτωση χωρίζει από την άλλη; Τη μια ή την άλλη τη φορά γυναίκα του δεν είναι;
ΟΔΥ
Ένα δοχείο αν κανείς σου κλέψει από το σπίτι πες μου Μενέλαε, θα ’τρεχες ξοπίσω από τον κλέφτη;
ΜΕΝ
Και βέβαια αφού θα ’τανε δικό μου το δοχείο.
ΟΔΥ
Σωστά το λες. Αλλ’ αν αυτό δεν ήτανε δικό σου;
ΜΕΝ
Βέβαια δε θα μ’ ένοιαζε. Μα στο δικό μου σπίτι δε θα βρισκότανε ποτέ κάτι που ανήκει σ’ άλλον.
ΟΔΥ
Τ’ ειν’ η Ελένη το λοιπόν; Δεν ειν’ ένα δοχείο που βρίσκονταν στο σπίτι σου χωρίς δικό σου να ’ναι;
ΜΕΝ
Πώς ένα τέτοιο πράγμα λες; Δεν ήτανε δική μου αφού ήτανε γυναίκα μου;
ΟΔΥ
Και βέβαια δεν ήταν.
Αν ήταν, δε θα σ’ άφηνε να φύγει μ’ έναν άλλο. Και να ’σαι σίγουρος γι αυτό. Και το δοχείο ακόμα αν είχε πόδια και μιλιά, θα στύλωνε τα πόδια, κι ένα τρανό "δεν έρχομαι" θα φώναζε στον κλέφτη. Και κείνος αν επέμενε θα φώναζε "βοήθεια".
ΜΕΝ
Ωραίο κι αυτό… Δική μου αν δεν ήταν η Ελένη, που είδες με τα ματιά σου να μου προσφέρει η ίδια (γιατί και συ ήσουνα εκεί) του γάμου το στεφάνι, διαλέγοντάς με ανάμεσα σε τόσους υποψήφιους, που κράτησε του γάμου μας το γλέντι τριάντα μέρες, τότε ποιανού τάχα ήτανε; Και λες πως ήταν ξένη γυναίκα που εγέννησε μαζί μου μία κόρη;
ΟΔΥ
Όσα κι αν έκανε παιδιά μαζί σου μια γυναίκα δική σου δε θα τηνε πω -όχι- αν δε σ’ αγαπάει. Κι ακόμα κι αν την παντρευτείς όχι φορά μια μόνο, αλλά πενήντα, πάλι αυτή δική σου η γυναίκα δε θα ’ναι αν δε σ’ αγαπά. Το ίδιο κι αν στεφάνια σου δώσει δέκα ή και αν, σ’ έχει διαλέξει, όχι ανάμεσα σε ήρωες, μα σε θεούς. Δική σου ειν’ η γυναίκα φίλε μου, αν σ’ αγαπάει μονάχα. Δικά σου περισσότερο είναι στο σπίτι μέσα μία καρέκλα, ένα σκαμνί, μια κούπα, ένας τοίχος, Παρά η γυναίκα που ’θελε κι έφυγε από κοντά σου. Κι ακόμα-ποιός θα πει-αυτά, μπορεί να σ’ αγαπάνε.
ΜΕΝ
Μα έλα σε παρακαλώ και πες μου Οδυσσέα, γι άντρα γιατί με διάλεξε αν δεν με αγαπούσε;
ΟΔΥ
Γιατ’ ήσουν ο ισχυρότερος ο βασιλιάς απ’ όλους.
ΜΕΝ
Και, Οδυσσέα, πώς μπορείς να πεις αν η εκλογή της ήτανε μόνο βασιλιάς γιατ’ ήμουνα μεγάλος, αλλά πως δεν την έσπρωξε σ’ αυτό και η αγάπη;
ΟΔΥ
Μενέλαε δε θα σ’ άφηνε αν ίσως σ’ αγαπούσε. Κι είναι η μόνη απόδειξη αυτό για την αγάπη. Αγάπη είναι να μη μπορείς να κάνεις ένα βήμα μακριά απο κείνον που αγαπάς. Αυτό ’ναι η αγάπη.
ΜΕΝ
Ώστε λοιπόν δε θα ’πρεπε να τήνε θέλω πίσω… Και αφού έτσι θέλησες, καλά, άσε την αγάπη. Όμως πού βάζεις τη ντροπή που ’χει σε μένα φέρει το τέτοιο της το φέρσιμο;
ΟΔΥ
Ντροπή; Καλά ’χω ακούσει; Δική σου είναι η ντροπή, ή εκεινής ειν’ όλη; Είναι ντροπή της μέλισσας το μέλι όταν της παίρνουν; Είναι ντροπή του χωραφιού βροχή αν το πλημμυράει; Είναι ντροπή για το παιδί όταν τ’ αφήνει η μάνα; Είναι ντροπή για τους θεούς να μη τους θυσιάζουν; Είναι ντροπή γι αυτή τη γη όταν τη σκέπει η νύχτα; Ούτε ό,τι η Φύση έδωσε, ντροπή σε κάποιον φέρνει, ούτε των άλλων οι αισχρές και οι ανοσίες πράξεις. Θέση δεν έχει εδώ η ντροπή. Γιατί όσο για τον άντρα πράξη δεν έκαμε καμιά που να τόνε ντροπιάζει, Κι όσο για κείνη που ’φυγε, με το να φύγει δείχνει πως η ντροπή για κείνηνε άγνωστο είναι κάτι. Γιατί λοιπόν εσύ ντροπή Μενέλαε να νιώθεις; Το ίδιο κι όλος ο στρατός, κι όλοι οι έλληνες ακόμα, που τάχατες καμώνονται πως είναι ντροπιασμένοι. Αλλά εκείνοι κάνουνε πως ντρέπονται από φόβο Πως αν δε δείξουνε ντροπή εσύ θα τους κακίσεις. Εσύ όμως Μενέλαε γιατί ντροπή να νιώθεις;
ΜΕΝ
Οι σκέψεις σου είναι σωστές και πείσανε κι εμένα. Μα ξέρεις πόσο ήτανε όμορφη Οδυσσέα. Πώς θα μπορέσω εμορφιά τέτοια να την ξεχάσω;
ΟΔΥ
Για ν’ απαντήσω και σ’ αυτό Μενέλαε, πρέπει πρώτα σε κάποια εσύ ερώτηση δικιά μου ν’ απαντήσεις. Έτσι θα ξέρουμε κι οι δυό γιατί μιλάμε όταν λέμε πως είναι όμορφο κάτι, ή πως δεν είναι. Πες μου λοιπόν τί εννοείς σα λες πως η Ελένη ήτανε όμορφη.
ΜΕΝ
Όλοι το λεν η πιο όμορφη πως ήτανε του κόσμου.
ΟΔΥ
Ώστε λοιπόν ειν’ όμορφη γιατί το λένε όλοι. Και αν τη Χάρυβδη έλεγε για όμορφη ο κόσμος, τότε για κείνην θ’ άρχιζες αυτή την εκστρατεία;
ΜΕΝ
Μα τους θεούς, πολύ γερά με μάχεσαι Οδυσσέα.
ΟΔΥ
Όμως προσμένω απάντηση. Ποια είναι; Ναι ή όχι;
ΜΕΝ
Την ξέρεις την απάντηση. Και βέβαια ειν’ όχι.
ΟΔΥ
Βρες το λοιπόν απάντηση κάποιαν άλλη να μου δώσεις. Γιατί η Ελένη ειν’ όμορφη;
ΜΕΝ
…Είναι γιατί μ’ αρέσει!..
ΟΔΥ
Αυτή ’ναι η απάντηση και μπράβο που τη βρήκες.
Μα έλα πες μου κραταιέ και δοξασμένε Ατρείδη, Μυριάδες
ειν’ τα θηλυκά στις χώρες των Ελλήνων. Απ’ όλες τους αυτές καμιά εσένα δε σ’ αρέσει; Και τώρα μην ετοιμάζεσαι. Απάντηση δε θέλω. Την ξέρω μόνος μου. Πολλές σ’ αρέσουν από κείνες. Ή μήπως όποια διάλεγες, αντίρρηση θα είχε, είτε βασίλισσα τρανή κοντά σου να γινόταν, είτε μονάχα μια νυχτιά κοντά σου να περάσει; Όχι βεβαίως. Ε, λοιπόν, Μενέλαε για πες μου, Τί λες; Αξίζει να μιλάς ακόμα για εκστρατεία;
ΜΕΝ
Άκου και συ από μένανε Οδυσσέα κάτι τώρα. Αν ατιμώρητη εγώ αφήσω την Ελένη, τότε στο μέλλον κάθε μια γυναίκα ίδια θα κάνει, αφού κι αυτή ατιμώρητη ξέρει ότι θα μείνει. Κακό παράδειγμα λοιπόν θα είναι η Ελένη την πράξη της αυτή ευθύς αν τώρα δεν κολάσω.
ΟΔΥ
Μενέλαε το παράδειγμα κιόλας δοσμένο είναι. Η ομορφότερη θεά, κι όχι θνητή, η Κύπρη, τον άντρα της τον Ήφαιστο απάτησε-ή όχι;- με τον Άρη. Τι πιο τρανό παράδειγμα θα θέλαν από τούτο το ίδιο για να κάνουνε και οι γυναίκες οι άλλες; Το δρόμο θα περίμεναν η Ελένη να τους δείξει; Ξέρε καλά Μενέλαε. Γυναίκα και πορνεία Όπως νερό και θάλασσα σφιχτοδεμένα είναι (και θύμησέ μου φεύγοντας, εγώ μην το ξεχάσω, τρία στην κυρα-Κύπριδα να θυσιάσω βόδια για ό,τι έχω πει γι αυτήν, να μη με τιμωρήσει). Και πάλι όμως Μενέλαε, και αν το Ίλιο πέσει, κι αν πάλι εμφανίζονταν μπροστά σου η Ελένη-συχώρα μου το μάντεμα, όμως καλά σε ξέρω-νομίζω πως επάνω της δε θα ’στρεφες μαχαίρι. Και τότε άλλο θα ’δινες παράδειγμα από κείνο Που τώρα λάβρος πεθυμάς στον κόσμο μας να δώσεις. Κι άσε που καταγέλαστος σ΄ όλους μπροστά θα γίνεις.
ΜΕΝ
Με μια μικρή συζήτηση μ’ έπεισες Οδυσσέα. Ναι. Δίκιο έχεις. Πόλεμος ειν’ άδικο να γίνει για μία πόρνη όπως αυτή, που κι άντρα έχει αφήσει, κι εννιάχρονο μικρό παιδί, κι έφυγε μ’ έναν άλλο. Τράβα λοιπόν και διάταξε όλους τους βασιλιάδες καθένας τους στρατιώτες του να πάρει και να φύγει. Έτσι ούτε απώλειες θα ’χουμε πλοίων, αντρών κι αρμάτων, ούτε θ’ αφήσουμε ορφανά παιδιά, γυναίκες, χήρες, κι ανόργωτα κι αδούλευτα, και χέρσα τα χωράφια. Κι εσύ θα μείνεις ήσυχος. Και δε θα σε ζαλίζει κι η προφητεία πως χρονιές είκοσι θα περάσουν ώσπου να δεις πάλι καπνό απ’ τό τζάκι σου να βγαίνει. Μα να, ο μέγας έρχεται στρατάρχης Αγαμέμνων, ο σεβαστός μου αδερφός και όλων αρχηγός μας, που όλοι λεν πως πιότερο έχει μυαλό από μένα. Την που επήραμε λοιπόν απόφαση ας του πούμε ώστε αυτός τις σχετικές τις διαταγές να δώσει-γιατί σ’ αυτόν υπακοή τυφλή έχουν οι στρατιώτες.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Για τι απόφαση μιλάς και ποιός την έχει πάρει;
ΜΕΝ
Γι αυτήν που μόλις πήραμε κι εγώ και ο Οδυσσέας. Κι αυτή ’ναι Αγαμέμνονα ότι η εκστρατεία στην Τροία ματαιώνεται. Μού ’δειξε ο Οδυσσέας ότι δεν πρέπει για άπιστη να γνοιάζομαι γυναίκα.
ΑΓΑ
Εζουρλαθήκατε κι οι δυό;.. Μην είσαστε πιωμένοι;.. Φευγάτε γρήγορα από δω και στο στρατό τραβάτε! Κι ετοιμαστήτε γι αύριο. Πρωί πρωί κινάμε!
ΜΕΝ
Σεβάσμιο συ αδέρφι μου, σκέψου λιγάκι-αξίζει να γίνει τέτοιος πόλεμος, μέγας, για μια γυναίκα;
ΑΓΑ
Βρε τί μου τσαμπουνάτε οι δυό; Τα χάσατε τελείως; Ποιός για γυναίκα μίλησε; Ποιος σημασία δίνει στις ρεβεράντζες των πορνών-στων γυναικών τη φάρα; Η Τροία είναι πάμπλουτη. Έχει χρυσό κουτάβια! Μέσα της ειν’ οι θησαυροί κρυμμένοι της Ασίας. Για κείνους εκστρατεύουμε. Αλλά και γι άλλο κάτι: Εμείς αν δεν προλάβουμε κι αυτή αντριέψει ακόμα, εκείνη τότε ενάντια μας θα ρθεί και πια κανένας δε θα μας σώσει. Αχού κει!.. Ποιος είπε για γυναίκες… Και να ‘τοιμάστε το βωμό. Έρχεται το κορίτσι.
-------