(συνέχεια Καραϊσκάκη)
Μα Οικονόμου και λαός με τ’ άρματα στα χέρια,
Και στο νησί τους κράτησαν, και τα λεφτά τους πήραν.
Πόσοι φερθήκαν ηρωικά στα χρόνια του Αγώνα!
Αμέτρητοι. Πόσες πολλές πράξεις αυτοθυσίας
Θα ’χαμε να μετρήσουμε αν ξέραμε-αν μπορούσε
Ο τρόπος να βρισκότανε να γράφει η ιστορία
Οχι μονάχα ονόματα μαχών και Καπετάνιων
Αλλά του κάθε αγωνιστή τις ηρωικές τις πράξεις…
Μα δε μπορεί άλλο κι αυτή. Μικρό της το βιβλίο
Ισο με το στενόχωρο κεφάλι του ανθρώπου.
Και συγκρατεί ονόματα των αρχηγών μονάχα.
Μα κι από κείνων τις πολλές αξιόλογες τις πράξεις
Λίγες μας δίνει η χάρη Της' τις άλλες τις ξεχνάει.
Οσο για μένανε εδωδά που ’πιασα και σε στίχους
Ταιριάζω τα όσα είναι γνωστά για τον Καραϊσκάκη,
Οταν για κάποιο πρόσωπο έξω απ’ αυτόν μιλάω
Τον προσπερνώ χαράζοντας μονάχα τ’ όνομά του.
Ομως γνωρίζω άριστα πως καθενός η Δόξα
Από τους τόσους Ελληνες του μέγα Εικοσιένα
Για να ειπωθεί θα έπαιρνε βιβλία και βιβλία.
Κι αν ήτανε ποιητικά να ειπωθεί η ζωή τους
Μεγάλον ένα ποιητή θα ’θελε κι όχι εμένα.
Ετσι και τώρα φτάνοντας στης Σάμου τα μαντάτα
Για το Λυκούργο θα ειπώ μόνο το Λογοθέτη,
ότι αυτός ξεσήκωσε της Σάμου τους προυχόντους,
Ενώ αυτοί ζητούσανε βοηθεια από τους Τούρκους
Ωστε την Επανάσταση να πνίξουνε της Σάμου.
Τα ίδια και στη Στερεά, με αρχηγό του ίδιο
Τον ελεεινό Τσολάκογλου, αφέντη των Αγράφων:
Οταν επέρναγε ο Χουρσίτ από τη Θεσσαλία
Πηγαίνοντας στα Γιάννενα, τρέχει και του προφτάνει
Πως ο Καβοστεργιόπουλος και άλλοι τρεις ακόμα
Από την οικογένεια του, ήταν στην Εταιρία.
Και ο Χουρσίτ τους έπιασε, τους κόβει τα κεφάλια.
Αμ στην Αθήνα; Οι προύχοντες παίρνανε χίλιους όρκους
Να δείξουνε ότι πιστοί στους τουρκαλάδες είναι,
Ωσπου ο λαός με αρχηγό Μελέτη Βασιλείου-
Εναν χωριάτη απ’ τά Χάσια, επήρε την Αθήνα
Κι έκλεισε στην Ακρόπολη τους Τούρκους που γλιτώσαν.
Η Θεσσαλία κι η Ρούμελη πήραν τον ίδιο δρόμο.
Επρεπε Αντρούτσος, Πανουργίας, και ο Αθανάσιος Διάκος
Με το μαχαίρι στο λαιμό να πείσουν τους αρχόντους
Να πάψουνε να πολεμάν ενάντια στο λαό μας.
Και μόνο οι Κοτζαμπάσηδες του Ολύμπου καταφέραν
Με τη βοήθεια των τουρκών το Σηκωμό να πνίξουν.
Γίνηκε η Επανάσταση λοιπόν. Οι προεστοί μας,
Αφού δεν καταφέρανε να τηνε σταματήσουν,
Τουλάχιστο να τήνε παν βάλθηκαν όπου θελαν.
Και να! Στις εικοσιοχτώ του Μάρτη φτιάχνουν κιόλας
Μια Γερουσία Μεσσηνιακή, που τον Μαυρομιχάλη Ορίσαν, τον Πετρόμπεη, να είναι ο αρχηγός της.
Δυό μήνες υστερώτερα, Δεσπότες και αρχόντοι,
Επήγανε κι εφτιάξανε μια Επιτροπή του Αγώνα
Οπου Πελοποννησιακή την είπαν Γερουσία.
Και δεν εβάλανε σ’ αυτήν ανθρώπους του πολέμου,
Ή, έστω, ανθρώπους όπου μια ιδέα απ’ όπλα να ’χουν,
Μα ένα.. Δεσπότη βάλανε, και πέντε…Κοτζαμπάσες.
Κολοκοτρώνη άφησαν έξω και Παπαφλέσσα!
Κι ας λέγονταν η Επιτροπή, Επίτροπή του Αγώνα,
Σχέση καμμιά όμως αυτή δεν είχε με αγώνα.
Αφού απέξω άφησαν εκείνους που οι πρώτοι
Αν όχι οι μόνοι θα ’πρεπε για μέλη της να μπούνε,
Όσοι εμπήκαν ούτε αυτοί οι ίδιοι περίμεναν
Πως θα ’κανε η Επιτροπή κάτι καλό, θα ’κανε,
Κι ανάθεσαν το ρόλο αυτό πού αλλού; στη Θεία Πρόνοια,
Ωστε κανείς να μη βρεθεί να τους κατηγορήσει
Πως ο Αγώνας σε καλά δεν είχε πέσει χέρια.
Μα έλα που η Πρόνοια δρα, η Θεία, όχι μόνη
Αλλά για εκτελεστικά έχοντας όργανά Της
Ανθρώπους-κι αν οι άνθρωποι ανίκανοι τυχαίνουν
Και δεν καταλαβαίνουνε το τί Αυτή προστάζει
Τότε κι Αγώνες κι άνθρωποι, και Πρόνοιες και Πατρίδες
Τον άλλο δρόμο παίρνουνε και παν κατά διαόλου.
Και ούτε αρκεστήκανε ν’ αφήσουνε τα μέλη
Μονάχα της Επιτροπής της Θείας Πρόνοιας να ’χουν
Τα δώρα όλα, και μ’ αυτα τους Τούρκους να διαλύσουν,
Αλλά ορίσαν ο λαός τυφλά να υπακούει
Χωρίς καμμιά αντίρρηση στις διαταγές τους όλες.
Κι αυτές οι δυό που φτιάξανε οι αρχόντοι Γερουσίες
Η αρχή αυτή ’ταν των δεινών που έκτοτε η Πατρίδα
Μέχρι και σήμερα τραβά. Κακόμοιρη Ελλάδα.
Αλλ’ ας ιδεί καλλίτερα ο ίδιος ο αναγνώστης
Οι ίδιοι οι Θεοφώτιστοι πώς ακριβώς τα λέγαν
Στην πράξη που υπογράψανε τη μαύρη εκείνη μέρα:
«Τους διορίζομεν δε να παρευρίσκωνται μετά του εν-δοξότατου αρχιστρατήγου μας Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, και πάντες οι άνωθεν επέχοντεςτην γερουσίαν όλου του δήμου των επαρχιών της Πελοποννήσου, προηγουμένου της ενδοξότητός του, να συσκέπτονται, προ-βλέπωσι και διοικώσι και κατά το μερικόν και κατά το γενικόν απάσας τάς υποθέσεις,διαφοράς, και παν ό,τι συντείνει εις την κοινήν ευταξίαν, αρμονίαν, εξοικονομίαν τε και ευκολίαν του ιερού αγώνος μας καθ όποιον τρόπον η Θεία Πρόνοια τους φωτίσει και γνωρίσωσι ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να εμπορεί τινας να αντιτείνει ή να παρακούσει εις τα νεύματα και διαταγάς των".
Φορές φορές σκέπτομαι πως η Ελλάδα ζει ακόμα
Γιατί απείθαρχος λαός οι Ελληνες μετράνε,
Με αποτέλεσμα να μη στους νόμους υπακούνε
Που φτιάχνουνε ιδιοτελείς, αρχομανείς και πλούσιοι
Αφότου πριν από ’κατόν ’βδομηντατρία χρόνια
Τα μάτια στων Κρατών το φως άνοιξε η Ελλάδα.
ΚΟΜΠΟΤΙ
Κι ήρθε ο καιρός και άφησε ο Αντρούτσος τη Λευκάδα
Οπως στη μάζωζη, εκεί, τα ’χανε συμφωνήσει.
Κι ένα μπουλούκι έφτιαξε μικρό. Και μετ’ εκείνο
θέλοντας τους δισταχτικούς να σπρώξει καπετάνιους
Φόρα στον πόλεμο να βγουν, έστησε στην Τατάρνα
Χωσιά σ’ ένα ντερβέναγα που πέρναγε από κείθε
Σέρνοντας αποπίσω του εξήντα νοματαίους.
Ολους τους εξεπάστρεψε, κι από τους σκοτωμένους
Πήρε μονάχα τ’ άρματα και όχι τα κεμέρια,
Μ’ αυτό να δείξει θέλοντας, ότι αυτή του η πράξη αυτή
Δεν ήτανε ληστεία καμμιά μα Επανάσταση ήταν.
Κι ο Πανουργίας στα Σάλωνα κλείνει εξακόσους Τούρκους
Κι εκείνοι παραδίνονται χωρίς να πολεμήσουν.
Ο Διάκος με το αίμα του γράφει την Αλαμάνα.
Κι ο Αντρούτσος πιάνει της Γραβιάς το χάνι, κι όταν φεύγει,
Δεν είναι χάνι που άφησε πίσω του μα ένας πύργος
Που γλυκαστράφτει Λεφτεριά και που ευωδάει δόξα.
Ο Καραϊσκάκης φεύγοντας από την Άγια Μαύρα
Τη Βόνιτσα εδιάλεξε στ’ άρματα να σηκώσει.
Μα οι Καπεταναίοι της δίσταζαν να χτυπήσουν
Γιατί τ’ ασκέρια του Χουρσίτ ήταν πολύ σιμά τους.
Με παλληκάρια λίγα αυτός, τραβάει στα Τζουμέρκα
Και κει χτυπάει την Τουρκιά μ’ όσους λεβέντες είχε.
Στού Ιουνίου τις οχτώ βρίσκεται στο Κομπότι
Τον αρτινό έχοντας μαζί Γιαννάκη Κουτελίδα.
Ο Ισμαήλ Πλιάσας πασάς με όλο του τ’ ασκέρι
Εχει στρατοπεδέψει εκεί, ζητώντας ευκαιρία
Το Μακρυνδρος να διαβεί. Κι αρχίζει το ντουφέκι.
Ενας προς δέκα πολεμάν του Γιώργη τα λιοντάρια.
Και ξεμπροστιάζουν τους εχθρούς. Στο ξάναμμα της μάχης
Ο Καραϊσκάκης με φωνή μεγάλη τους φωνάζει:
"Πού πάτε ωρε; Κιοτέψατε; Φοβάστε το ντουφέκι ;"
"Κι εσύ ποιός είσ' ωρε Γκιαούρ που θα μας πεις κιοτήδες;"
"Είμαι ο Γιος της Καλογριάς κι απ’ την κορφή σας χέζω"
"Μας χέζεις είπες ρε Γκιαούρ;" "Σάς χεζω ρε Μεμέτες"
"Μπάσταρδε θα σε πιάσουμε κι όταν θα μπεις στη σούβλα
Τότε να δούμε τί ωρέ θα κρένει ο πισινός σου…"
"Εμένα θα σουβλίσετε;" "Ναι ωρέ Καραϊσκάκη"
"Να τότε ωρέ Μεμέτηδες τί κρένει ο πισινός μου!"
Και σ’ ένα βράχο πήδηξε, σ’κώνει τη φουστανέλλα
Γυμνόν δείχνει τον κόλο του στους Τούρκους και τους λέει:
"Να ωρέ Τούρκοι!" Μα εκεί που στέκονταν σκυμμένος
Ενα μολύβι του τρυπάει το δεξιό του μπούτι
Και βγαίνει από τη φύση του. Και η πληγή αφορμίζει.
Κι ο Καραϊσκάκης άμπορος όντας να πολεμήσει
Ώσπου να γιάνει ετράβηξε για την Ακαρνανία,
Στο ήσυχο κι απόμερο λιμάνι της Κατούνας.
Δεν ήτανε οι πόλεμοι σα σήμερα. Ετότες
Σώμα με σώμα έρχονταν οι εχθροί μέσα στη μάχη.
Κι ενίκα ο δυνατότερος κι ο πιο αντρειωμένος.
Κι ως αντιμέτωποι οι εχθροί ερχόντανε στις μάχες
Και καθώς ήτανε κοντά ο ένας με τον άλλο
Κουβέντες ανταλλάζανε και βρίζαν κι απειλούσαν.
Κι όποιος στον ψυχολογικό πόλεμο αυτόν νικούσε
Αυτός συνήθως κέρδιζε κι εκείνον με τα όπλα.
(συνεχίζεται)
Μα Οικονόμου και λαός με τ’ άρματα στα χέρια,
Και στο νησί τους κράτησαν, και τα λεφτά τους πήραν.
Πόσοι φερθήκαν ηρωικά στα χρόνια του Αγώνα!
Αμέτρητοι. Πόσες πολλές πράξεις αυτοθυσίας
Θα ’χαμε να μετρήσουμε αν ξέραμε-αν μπορούσε
Ο τρόπος να βρισκότανε να γράφει η ιστορία
Οχι μονάχα ονόματα μαχών και Καπετάνιων
Αλλά του κάθε αγωνιστή τις ηρωικές τις πράξεις…
Μα δε μπορεί άλλο κι αυτή. Μικρό της το βιβλίο
Ισο με το στενόχωρο κεφάλι του ανθρώπου.
Και συγκρατεί ονόματα των αρχηγών μονάχα.
Μα κι από κείνων τις πολλές αξιόλογες τις πράξεις
Λίγες μας δίνει η χάρη Της' τις άλλες τις ξεχνάει.
Οσο για μένανε εδωδά που ’πιασα και σε στίχους
Ταιριάζω τα όσα είναι γνωστά για τον Καραϊσκάκη,
Οταν για κάποιο πρόσωπο έξω απ’ αυτόν μιλάω
Τον προσπερνώ χαράζοντας μονάχα τ’ όνομά του.
Ομως γνωρίζω άριστα πως καθενός η Δόξα
Από τους τόσους Ελληνες του μέγα Εικοσιένα
Για να ειπωθεί θα έπαιρνε βιβλία και βιβλία.
Κι αν ήτανε ποιητικά να ειπωθεί η ζωή τους
Μεγάλον ένα ποιητή θα ’θελε κι όχι εμένα.
Ετσι και τώρα φτάνοντας στης Σάμου τα μαντάτα
Για το Λυκούργο θα ειπώ μόνο το Λογοθέτη,
ότι αυτός ξεσήκωσε της Σάμου τους προυχόντους,
Ενώ αυτοί ζητούσανε βοηθεια από τους Τούρκους
Ωστε την Επανάσταση να πνίξουνε της Σάμου.
Τα ίδια και στη Στερεά, με αρχηγό του ίδιο
Τον ελεεινό Τσολάκογλου, αφέντη των Αγράφων:
Οταν επέρναγε ο Χουρσίτ από τη Θεσσαλία
Πηγαίνοντας στα Γιάννενα, τρέχει και του προφτάνει
Πως ο Καβοστεργιόπουλος και άλλοι τρεις ακόμα
Από την οικογένεια του, ήταν στην Εταιρία.
Και ο Χουρσίτ τους έπιασε, τους κόβει τα κεφάλια.
Αμ στην Αθήνα; Οι προύχοντες παίρνανε χίλιους όρκους
Να δείξουνε ότι πιστοί στους τουρκαλάδες είναι,
Ωσπου ο λαός με αρχηγό Μελέτη Βασιλείου-
Εναν χωριάτη απ’ τά Χάσια, επήρε την Αθήνα
Κι έκλεισε στην Ακρόπολη τους Τούρκους που γλιτώσαν.
Η Θεσσαλία κι η Ρούμελη πήραν τον ίδιο δρόμο.
Επρεπε Αντρούτσος, Πανουργίας, και ο Αθανάσιος Διάκος
Με το μαχαίρι στο λαιμό να πείσουν τους αρχόντους
Να πάψουνε να πολεμάν ενάντια στο λαό μας.
Και μόνο οι Κοτζαμπάσηδες του Ολύμπου καταφέραν
Με τη βοήθεια των τουρκών το Σηκωμό να πνίξουν.
Γίνηκε η Επανάσταση λοιπόν. Οι προεστοί μας,
Αφού δεν καταφέρανε να τηνε σταματήσουν,
Τουλάχιστο να τήνε παν βάλθηκαν όπου θελαν.
Και να! Στις εικοσιοχτώ του Μάρτη φτιάχνουν κιόλας
Μια Γερουσία Μεσσηνιακή, που τον Μαυρομιχάλη Ορίσαν, τον Πετρόμπεη, να είναι ο αρχηγός της.
Δυό μήνες υστερώτερα, Δεσπότες και αρχόντοι,
Επήγανε κι εφτιάξανε μια Επιτροπή του Αγώνα
Οπου Πελοποννησιακή την είπαν Γερουσία.
Και δεν εβάλανε σ’ αυτήν ανθρώπους του πολέμου,
Ή, έστω, ανθρώπους όπου μια ιδέα απ’ όπλα να ’χουν,
Μα ένα.. Δεσπότη βάλανε, και πέντε…Κοτζαμπάσες.
Κολοκοτρώνη άφησαν έξω και Παπαφλέσσα!
Κι ας λέγονταν η Επιτροπή, Επίτροπή του Αγώνα,
Σχέση καμμιά όμως αυτή δεν είχε με αγώνα.
Αφού απέξω άφησαν εκείνους που οι πρώτοι
Αν όχι οι μόνοι θα ’πρεπε για μέλη της να μπούνε,
Όσοι εμπήκαν ούτε αυτοί οι ίδιοι περίμεναν
Πως θα ’κανε η Επιτροπή κάτι καλό, θα ’κανε,
Κι ανάθεσαν το ρόλο αυτό πού αλλού; στη Θεία Πρόνοια,
Ωστε κανείς να μη βρεθεί να τους κατηγορήσει
Πως ο Αγώνας σε καλά δεν είχε πέσει χέρια.
Μα έλα που η Πρόνοια δρα, η Θεία, όχι μόνη
Αλλά για εκτελεστικά έχοντας όργανά Της
Ανθρώπους-κι αν οι άνθρωποι ανίκανοι τυχαίνουν
Και δεν καταλαβαίνουνε το τί Αυτή προστάζει
Τότε κι Αγώνες κι άνθρωποι, και Πρόνοιες και Πατρίδες
Τον άλλο δρόμο παίρνουνε και παν κατά διαόλου.
Και ούτε αρκεστήκανε ν’ αφήσουνε τα μέλη
Μονάχα της Επιτροπής της Θείας Πρόνοιας να ’χουν
Τα δώρα όλα, και μ’ αυτα τους Τούρκους να διαλύσουν,
Αλλά ορίσαν ο λαός τυφλά να υπακούει
Χωρίς καμμιά αντίρρηση στις διαταγές τους όλες.
Κι αυτές οι δυό που φτιάξανε οι αρχόντοι Γερουσίες
Η αρχή αυτή ’ταν των δεινών που έκτοτε η Πατρίδα
Μέχρι και σήμερα τραβά. Κακόμοιρη Ελλάδα.
Αλλ’ ας ιδεί καλλίτερα ο ίδιος ο αναγνώστης
Οι ίδιοι οι Θεοφώτιστοι πώς ακριβώς τα λέγαν
Στην πράξη που υπογράψανε τη μαύρη εκείνη μέρα:
«Τους διορίζομεν δε να παρευρίσκωνται μετά του εν-δοξότατου αρχιστρατήγου μας Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, και πάντες οι άνωθεν επέχοντεςτην γερουσίαν όλου του δήμου των επαρχιών της Πελοποννήσου, προηγουμένου της ενδοξότητός του, να συσκέπτονται, προ-βλέπωσι και διοικώσι και κατά το μερικόν και κατά το γενικόν απάσας τάς υποθέσεις,διαφοράς, και παν ό,τι συντείνει εις την κοινήν ευταξίαν, αρμονίαν, εξοικονομίαν τε και ευκολίαν του ιερού αγώνος μας καθ όποιον τρόπον η Θεία Πρόνοια τους φωτίσει και γνωρίσωσι ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να εμπορεί τινας να αντιτείνει ή να παρακούσει εις τα νεύματα και διαταγάς των".
Φορές φορές σκέπτομαι πως η Ελλάδα ζει ακόμα
Γιατί απείθαρχος λαός οι Ελληνες μετράνε,
Με αποτέλεσμα να μη στους νόμους υπακούνε
Που φτιάχνουνε ιδιοτελείς, αρχομανείς και πλούσιοι
Αφότου πριν από ’κατόν ’βδομηντατρία χρόνια
Τα μάτια στων Κρατών το φως άνοιξε η Ελλάδα.
ΚΟΜΠΟΤΙ
Κι ήρθε ο καιρός και άφησε ο Αντρούτσος τη Λευκάδα
Οπως στη μάζωζη, εκεί, τα ’χανε συμφωνήσει.
Κι ένα μπουλούκι έφτιαξε μικρό. Και μετ’ εκείνο
θέλοντας τους δισταχτικούς να σπρώξει καπετάνιους
Φόρα στον πόλεμο να βγουν, έστησε στην Τατάρνα
Χωσιά σ’ ένα ντερβέναγα που πέρναγε από κείθε
Σέρνοντας αποπίσω του εξήντα νοματαίους.
Ολους τους εξεπάστρεψε, κι από τους σκοτωμένους
Πήρε μονάχα τ’ άρματα και όχι τα κεμέρια,
Μ’ αυτό να δείξει θέλοντας, ότι αυτή του η πράξη αυτή
Δεν ήτανε ληστεία καμμιά μα Επανάσταση ήταν.
Κι ο Πανουργίας στα Σάλωνα κλείνει εξακόσους Τούρκους
Κι εκείνοι παραδίνονται χωρίς να πολεμήσουν.
Ο Διάκος με το αίμα του γράφει την Αλαμάνα.
Κι ο Αντρούτσος πιάνει της Γραβιάς το χάνι, κι όταν φεύγει,
Δεν είναι χάνι που άφησε πίσω του μα ένας πύργος
Που γλυκαστράφτει Λεφτεριά και που ευωδάει δόξα.
Ο Καραϊσκάκης φεύγοντας από την Άγια Μαύρα
Τη Βόνιτσα εδιάλεξε στ’ άρματα να σηκώσει.
Μα οι Καπεταναίοι της δίσταζαν να χτυπήσουν
Γιατί τ’ ασκέρια του Χουρσίτ ήταν πολύ σιμά τους.
Με παλληκάρια λίγα αυτός, τραβάει στα Τζουμέρκα
Και κει χτυπάει την Τουρκιά μ’ όσους λεβέντες είχε.
Στού Ιουνίου τις οχτώ βρίσκεται στο Κομπότι
Τον αρτινό έχοντας μαζί Γιαννάκη Κουτελίδα.
Ο Ισμαήλ Πλιάσας πασάς με όλο του τ’ ασκέρι
Εχει στρατοπεδέψει εκεί, ζητώντας ευκαιρία
Το Μακρυνδρος να διαβεί. Κι αρχίζει το ντουφέκι.
Ενας προς δέκα πολεμάν του Γιώργη τα λιοντάρια.
Και ξεμπροστιάζουν τους εχθρούς. Στο ξάναμμα της μάχης
Ο Καραϊσκάκης με φωνή μεγάλη τους φωνάζει:
"Πού πάτε ωρε; Κιοτέψατε; Φοβάστε το ντουφέκι ;"
"Κι εσύ ποιός είσ' ωρε Γκιαούρ που θα μας πεις κιοτήδες;"
"Είμαι ο Γιος της Καλογριάς κι απ’ την κορφή σας χέζω"
"Μας χέζεις είπες ρε Γκιαούρ;" "Σάς χεζω ρε Μεμέτες"
"Μπάσταρδε θα σε πιάσουμε κι όταν θα μπεις στη σούβλα
Τότε να δούμε τί ωρέ θα κρένει ο πισινός σου…"
"Εμένα θα σουβλίσετε;" "Ναι ωρέ Καραϊσκάκη"
"Να τότε ωρέ Μεμέτηδες τί κρένει ο πισινός μου!"
Και σ’ ένα βράχο πήδηξε, σ’κώνει τη φουστανέλλα
Γυμνόν δείχνει τον κόλο του στους Τούρκους και τους λέει:
"Να ωρέ Τούρκοι!" Μα εκεί που στέκονταν σκυμμένος
Ενα μολύβι του τρυπάει το δεξιό του μπούτι
Και βγαίνει από τη φύση του. Και η πληγή αφορμίζει.
Κι ο Καραϊσκάκης άμπορος όντας να πολεμήσει
Ώσπου να γιάνει ετράβηξε για την Ακαρνανία,
Στο ήσυχο κι απόμερο λιμάνι της Κατούνας.
Δεν ήτανε οι πόλεμοι σα σήμερα. Ετότες
Σώμα με σώμα έρχονταν οι εχθροί μέσα στη μάχη.
Κι ενίκα ο δυνατότερος κι ο πιο αντρειωμένος.
Κι ως αντιμέτωποι οι εχθροί ερχόντανε στις μάχες
Και καθώς ήτανε κοντά ο ένας με τον άλλο
Κουβέντες ανταλλάζανε και βρίζαν κι απειλούσαν.
Κι όποιος στον ψυχολογικό πόλεμο αυτόν νικούσε
Αυτός συνήθως κέρδιζε κι εκείνον με τα όπλα.
(συνεχίζεται)