Λοιπά sherry
EAΡ
Έαρ αντίξοον και κνησμώδες
έαρ αντίστροφον και δυσώδες-
έτσι το έαρ μου κατάντησες'
και γιατρειά δε βρίσκεται γιατί
πληθυντικό το έαρ δεν έχει-
ενικόν λεπτεπίλεπτον και πρισματικόν έχει.
ΕΠΑΛΛΗΛΕΣ
Σε ζητώ στους ανέμους που φύγαν.
Σε ζητώ στους ανέμους που θα ’ρθουν.
Σε ζητώ στου πιο ήπιου κυκλάμινου το άρωμα.
Σε ζητώ στον πιο φιλάσθενο ήλιο.
Σε ζητώ στου ξύλου την ελαστικότητα.
Σε ζητώ στο χαρτί που μέσα του
γράφω επάλληλες ουτιδανές συστοιχίες.
Σε ζητώ στην ανάμνησή σου.
Σε ζητώ στης Ηρώς το οφιοειδές σχήμα.
Σε ζητώ στης ανέμης το νήμα.
Σε ζητώ στο φως.
πουθενά δεν είσαι.
Κάποτε βλέπω παρόμοιες εικόνες.
Για λίγο ξεγελιέμαι και ετοιμάζω τις κληματόβεργες.
Το αρνί κοντά μου. Το μαχαίρι επίσης.
Και μέσα μου η κόκκινη μπογιά-
του ισχνού επάρματός σου το χρώμα.
ΦΤΗΝΌΤΕΡΑ
Βλέπω ό,τι κάνεις-έχω τον καθρέφτη σου.
Το πρωί πέρασες από το σουπερμάρκετ.
Δίστασες να πάρεις τα ready pαncakes.
Στο ταμείο το τελευταίο σου φύλλο αποθέτεις.
Ενοίκιο δεν έχεις να πληρώσεις
Μετακόμιση κάπου φτηνότερα.
Προς τις δώδεκα το μεσημέρι
έσπρωξες τον τενεκέ των σκουπιδιών
με το αριστερό πόδι'
εκείνος πόνεσε και σε δάγκωσε.
Στο ημίφως
έλαμψε η μεταλλικότης του ιωδίου
και η λευκότης της γάζας.
ΑΝΑΖΗΤΉΣΕΙΣ
Σε αναζήτηση του χαμένου μου ονείρου φεύγω.
Τοπία οκνά θα περνάνε μπροστά μου
ανύποπτα και μεγαλοπρεπή.
Τη μεγάλη αψίδα για να διαβούν
θα σκύβουν ανεπαίσθητα το ισχνό τους κεφάλι.
Νεοπαγή πλοιάρια φθόνου θα διαπλέουν
το σοβαροφανές ποτάμι της υπομονής.
Πουλιά ακίνητα τα φτερά τους βιαίως θ' ανοίγουν
σε κινήσεις πετάγματος.
Όλα από μια στιγμή μακριά
στον χαμένον ορίζοντα θα εκκινούν,
θα στρέφουν προς τα επάνω,
ύστερα πλατυνόμενα
θα παρελαύνουν μπροστά μου ακκιζόμενα
(η στιγμή θ' αντιστοιχεί προς το νύχι
του μικρού δακτύλου μυθικού όντος).
Του έαρος το τοπίο θα βρίθει
θυελλών και χιονοστιβάδων διαρκών'
του τρύγου το τοπίο θα βασανίζεται από πολυδαίδαλα
μικρά, αλληλοσυμπλεκόμενα, ασύντακτα ρυάκια'
της αμφιβόλου παραδοχής θα είναι πλήρες ημιθανών
μόλις αναπνεόντων φρύνων.
ΠΡΩΙ
Διάσπαρτοι ήχοι σπουν τη μέλαινα ηρεμία.
Βαρείς πέφτουν στον πεπερασμένο ωκεανό του περιβάλλοντος
αφήνοντας στον αέρα τη φαιά τους τροχιά.
Τα δέντρα που επέζησαν του σκότους
τινάζουν την υγρασία από τα χέρια τους
και ετοιμάζουν τις απόχες του ήλιου.
Ξαφνιασμένα φεύγουν τα αδίστακτα ιπτάμενα όντα
από τα φυλλώματά τους και ανοιγόμενα
περιρρέουν το σίγμα του Σύμπαντος
(ο αέρας καλά τα κρατεί).
Το άδοξο αστέρι
από την πτώση του ζαλισμένο και άθυμο
μεγαλουργεί πάλι για τις μικρές υπάρξεις.
Πίσω του τα ομοιώματα όλων των ανθρώπων
κείνται ζεσταίνοντας το κρύο τους χνώτο.
Κραυγάζουσα η πρώτη ακτίς επιπίπτει
επί της πρώτης ασπαιρούσης δρόσου
που, αναιρομένη τώρα, υπερυψούται.
Όλα αναλύονται, διαλύονται και καταλύονται
κάτω από τον διαστέλλοντα δίσκον
του εγγύς ανέτου στερεώματος.
Τα ζώα ποικιλοτρόπως διαμαρτύρονται για τη νέα ενόχληση.
Φύλλα κλειστών ανθέων
καταρτίζουν σε άσπρο χαρτί το πρόγραμμα της ημέρας.
Οι μάζες του σκότους σιγά σιγά απωθούνται ολοένα
πέρα από την ύπαρξή τους.
Το αίμα των ουρανών μεταποιείται εις λέμφον
καθώς το οργιαστικό πρωί εκπίπτει.
Οι βράχοι
βαρείς και οκνοί
δεν ξέρουν από που να δεχτούν το φως.
Πολλοί, απρόσεκτοι, το συνθλίβουν.
Αυτό τότε αναφαίνεται αντίπερα αναλάμπον.
ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Κυρίαρχο εξαπτέρυγο ο ήλιος στον ουρανό.
Οι πληγές των ακτίνων του στο πρόσωπο της μεσημβρίας.
Απόσβεσις αδηφάγος για κάθε δυσβάστακτο χρέος.
Άφεσις όλων των πρωινών αμαρτιών.
Σύμμειξις, συσπείρωσις, ανάφλεξις.
Τα εορταστικά νάματα εντοιχισμένα για υστερότερες ώρες.
Οι φιλικές νύξεις του κόσμου εν ληθάργω.
Η άπνοια κλυδωνίζουσες τρικυμίες
περικλείει και αποκλείει εντός της.
Όλοι κοιμούνται οι φόβοι
και παραλύουν οι παραινέσεις εξισορρόπησης.
Παραδόξους και ανησυχητικούς σχεδιασμούς μηχανεύονται οι αμυνόμενοι
πλην ατελεσφόρως.
ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ SHERRY
Οι νύχτες απελπισμένες μένουν
στην ατέλειωτη διάρκεια του μεσημεριού.
Η γη αλλάζει από το 'να χέρι της στο άλλο
το δυσβάστακτο βάρος του.
Το βράδυ έξω από την πόρτα περιμένει τη σειρά του
ζεσταινόμενο λίγο.
Το απόγευμα πουλί μέσα στα χέρια σου
που δε λέει να πετάξει'
και συ ενσφηνωμένη στο μεσημέρι
βουβή σαν ισχνή φέτα πρωινού,
επίπεδη και κοίλη
σύννους
προβάλλεις εύκαμπτες επιφάνειες
προσδοκώντας ταχείαν αποκατάστασιν.
Διάστικτη και διάσπαρτη
από πιθανές και επιδιωκόμενες μικρές νίκες
την ανεπανόρθωτον πτώσιν ενεδύθης.
Σύννεφο πύρινο ο ενθουσιασμός
της κενής σου πομφόλυγος
σε υδάτινη δίνη εσβύστη
αφήνοντάς σε έκθετην
και σε νύξη έστω δροσιάς.
Μεσημβρινή SHERRY στους κύκλους σου υποκλίνομαι.
Δική μου, καθόλου πια δεν είσαι.
Αυτή είναι η ώρα της κατοχής σου.
Αδιαμαρτύρητα και άψογα την δέχομαι
πλην με υστεροβουλίαν
επειδή γνωρίζω πως ,ύστερα πάλι,
μεγαλοπρεπής και ασθμαίνουσα
σφριγώσα και ρέουσα
στης ματαιοδοξίας μου τα λεπτά ανθεκτικά πέπλα
μπλεγμένη μέχρι το άλλο μεσημέρι
πλήρως θα σ' έχω.
Α! ΜΕΡΕΣ...
Μοσχοκάρυα και φρύγανα ευωδιάζοντα
το καλάθι της ανεπαρκείας σου πλήρες.
Αρώματα, σχήματα, χρώματα χαριέντως συγχέεις.
Ανέμελη και άδολη αγνοείς
πού τα μοσχοκάρυα και πού τα φρύγανα ν' αποδώσεις.
Αστεϊζομένη χαρίζεις τα πάντα-και το καλάθι μαζί.
Α! Μέρες κι αυτές της δωρεάς!
Α! Μέρες του σκορπίσματος και της ωραίας νιότης!
Α! Μέρες που ανέφελες κι ανέγνοιαστες διαβαίναν!
Α! Πρωτοξύπνητη, γλυκιά, λουλουδιασμένη ζήση!
Α! Που και πέτρα να ’σπερνες σου ήθελεν ανθίσει!
Α! Μυστικόπιοτες βραδιές!
Α! Πάλλουσες πρωίες!
Α! Ηλιογέρματα ερυθρά-σαν όνειρο-σαν ψέμα'
Α! Ροδοδάχτυλες αυγές!
Α! Πόδια φτερωμένα!
ΒΡΑΔΥ
Αντίθετη μείξις υγρού σκότους και ψυχράς ανησυχίας
κλώθει μέλανες χιτώνες επαλλήλους.
Η παράγουσα μηχανή, αδιάβλητος και αλάθητος
τις ίνες του σκότους σε θολά
παραπετάσματα αδιαφάνειας μεταπλάθει.
Κρυπτογελούσα η θλίψις έρχεται
και φωλιάζει στα μέρη της.
Ο ήλιος μαζεύει ό,τι είχε απλώσει και πάει στο εργαστήρι του.
Η σαϊτα του απογεύματος κιτρινοκόκκινη τροχιά διαγράφει
πριν, γρήγορα, στο δικό της πρωινό πάει.
Οι ανεπαίσθητοι θόρυβοι των πλασμάτων της νύχτας
ακούγονται υπογείως καθώς αυτά ανεβαίνουν
παίρνοντας θέση για τη μεταμεσονύκτια ζωή τους.
Η μέρα διασταυρούμενη με το βράδυ
χαμογελάει καλωσυνάτα, ξέγνοιαστη καθώς
το βιβλίο αναφοράς πεπραγμένων της παραδίνει.
Τα δέντρα ντύνονται την επιφύλαξή τους.
Τα ελαφρά ρόδα συγκλίνουν στο ανεπαρκές κέντρο τους.
Οι δρόμοι της μεγάλης πόλης χαιρετιούνται
και κλείνουν τα βλέφαρα νυσταγμένοι
(τα φώτα μένουν ανοιχτά στα μπαλκόνια τους
για τους αργοπορημένους).
Αεριούχα ποτά εκσφενδονίζονται προς πύρινες,
διαφανείς, ζέουσες και ροδόχροες επιφάνειες
εξαεριζόμενα κύκλω.
Κάπου η αυθαιρεσία των διαπύρων σωματιδίων ευοδούται.
Ακολουθούν γρήγορες ενέργειες για την εξάλειψη
του παράδοξου φωτεινού φαινομένου μέσα στη νύχτα.
Διάχυσις.
ΤΟ ΙΔΙΟ
Χτες ήτανε που οι κόσμοι γεννήθηκαν.
Θυμάμαι την πελώρια έκρηξη
(μόριο θυμιάματος ήμουν).
Μάζες ύλης σκορπίζονταν σε κάθε κατεύθυνση
ξεκινώντας από το κέντρο της διάπυρης σφαίρας.
Τα παλλόμενα στοιχεία έφευγαν
όπως τα λαμπερά μαλλιά σου φεύγουν
από το ανοιχτό σου κρανίο.
Ένα φλεγόμενο σύστημα πρωτογενών νεφελωμάτων
επέπεσε επί των χειλέων σου και έτσι γεννήθηκε
η μικρή σχισμή του κάτω χείλους.
Άλλες μικρότερες εκρήξεις φτιάξανε
τα μάτια, τη μύτη, το στόμα.
Το έρκος των δοντιών σου μόνο δεν είδα
να καθορίζεται-το φαντάστηκα.
Αργότερα διαγράφτηκαν οι μηροί, οι κνήμες…
Έτσι σε είδα να σχηματίζεσαι όλη.
Πώς να μη σε γνωρίσω όταν σε είδα
εδώ πια
στο Λος Άντζελες
μεγάλη και καταξιωμένη πόρνη
και πώς να μην ξαναζήσω εκείνη την έξαψη
αφού το ίδιο αυτό στόμα με καταπίνει..
Κρούσε με SHERRY'
θα δεις πως οι ήχοι μου είναι οι δικοί σου.
SHERRY ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΗ
ΜΕ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ
ΤΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ
ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ
SHERRY ΧΡΥΣΗ
Χρυσή βροχή πέφτοντας
με γονιμοποιεί
και με μεθά, με ζαλίζει.
Ευχές κάνω και προσπαθώ
στο στενό σου σουτιέν να χωθώ,
μια θέση να βρω στης κυλόττας σου
την υγρή επιφάνεια.
Αντιστέκεσαι και με πονάς.
Κυρίως γιατί σ' αγαπώ.
Και σ' αγαπώ γιατί έτσι.
Η αγάπη δεν έχει γιατί.
Μόνο ένα κορμί έχει
αδιάντροπο και ροδαλό
που προκαλεί.
Και την απόλαυσή του.
Τίποτ' άλλο.
SHERRY ΜΩΒ
To πονεμένο σου το κλάμα,
η ευγένεια της ματιάς
δεν κάνανε το θάμα.
Της ώρας της κακιάς
εβλάστησε ο σπόρος
κι η μόνη έχει χαθεί
η ευκαιρία. Ο χώρος
εγέμισε σταχτί.
Η λάμψη του άστρου σβήνει.
Μ' αφήνεις μοναχό
και μόνη έχεις μείνει
με ταίρι τον αχό
του πόθου μου που θέλει
σε σένα ν' απλωθεί
μα βρίσκει όλα τα μέλη
να σου έχουν αλωθεί
απ' τ' άδικα εκείνα
παιχνίδια τα φρικτά
που σου κρατούν για μένα
τα μάτια σου κλειστά.
SHERRY ΧΑΚΊ
Στρατιώτης σε μάχη μεγάλη
στρατιώτης σε άνιση πάλη
έτσι μαζί σου είμαι
έτσι κοντά σου κείμαι.
SHERRY ΙΩΔΗΣ
To άδειο πληρώνεις εσύ
Sherry πανταχού παρούσα.
Σκάλα χρυσή
τα μαλλιά σου τα ρούσα.
Πληγή μου ανοίγεις παλιά
που μόνο με φιλιά κλείνει.
Αλλά δεν μου δίνεις φιλιά-
η Εύα δεν σ' αφήνει.
Στα σκέλη σου μέσα κρατάς
κλεισμένον με όλον
χωρίς να ’μαι εκεί. Και πατάς
με αναίσχυντον δόλον
τους όρκους που μια νυχτιά
κρυφά είχες δώσει.
Θάλασσα είσαι πλατιά
και κύμα έχεις σηκώσει
που πεσμένον με χτυπά.
To καθένα σου στήθος
στο στόμα μου χωρά-
πράγμα αδύνατο συνήθως.
To χέρι μου πάει χαμηλά
εκεί, κάτω απ’ το φουστάνι
και ύστερα κυλά
εκεί που δε φτάνει
ο πόθος κανενός θνητού.
Και μένεις μονάχη.
Τις αισθήσεις φυτού
πρέπει να 'χει
η αδιάφορη διαγωγή σου'
ή να ’χει διαστρεβλωθεί
από την ήπειρο που μαζί σου
παίζοντας, έχει λερωθεί.
Όλη η Αμερική
χωράει στα σκέλη σου εντός.
Τη βλέπω εκεί
καθώς κείμαι εκτός.
SHERRY ΜΠΕΖ
Δεν είχα τα χρώματα δει
της γραμμής των ώμων σου.
Tα φανταζόμουν ερυθρά
και φεύγοντα
πάνω σε μια
φωτεινή γραμμή ψευδαργύρου.
Κορμί πόρνης. Γλουτοί
που καλούν για τον στρόβιλο της αγάπης.
Στήθη ανεμίζοντα ίμερους στις άκρες τους.
Κενή μου κλίνη...
SHERRY ΟΥΡΑΝΙ
Παίρνουν τα χέρια σου τη θλίψη μου
και την περνούν απέναντι
πάντοτε περνώντας την κάτω
από τα δυο ανοιχτά σου πόδια-
το μόνο ανοιχτό
πάνω στην ματωμένη καρδιά σου.
Σε κοιτάζω με ανυπόκριτο θαυμασμό.
To εσώρουχό σου μπλε
και υγρό σαν θάλασσα.
Ματωμένη ευαισθησία σε προκαλεί.
Η καμπύλη των γοφών
και της κνήμης η αδρή παρυφή
μακραίνουν καθώς από μέσα κοιτάζω.
Είσαι ένα τριαντάφυλλο
με μακρύ μίσχο
και ζάχαρη στην κορυφή του
γεννημένο για μέλισσες οκνές
και για φιλιά θλιμμένα.
Τα πέταλά σου
την πρωινή δροσιά πίνουν.
Και τα χέρια σου τη θλίψη μου παίρνουν
και πάντοτε
απέναντι την περνούν.
SHERRY ΜΑΥΡΗ
Μαύρη -μαύρη-μαύρη-μαύρη
μαύρη μοίρα σε κρατεί
κι ηδονής χαρά δε θα 'βρει
η ύπαρξή σου η κουτή
μακριά μιας και σε διώχνει
από με που σε καλώ
και σε πέη άλλα σε σπρώχνει
το άσκεφτό σου το μυαλό.
Αν φαντάζοσουν μονάχα
πώς μεγάλα με δονεί
η ειδή σου-πόση θα ’χα
να σου δώσω αληθινή
τη γλυκιά χαρά να νιώσεις,
δε θα ζήταγες αλλού
χάδια ψεύτικα να δώσεις-
δε θα ζήταγες φαλλού
άλλου θέα ν' αντικρίσεις.
Μαύρη μοίρα σε κρατεί
και τη ζήση σου να σβήσεις
μακριά μου σου απαιτεί.
SHERRY ΚΟΚΚΙΝΗ
Τεράστια παλίρροια φουσκώνει
ο πόθος απόψε. Οργά
η ύπαρξή μου. Ματώνει
το χείλι. Γοργά
τα κύματα πάνω μου σπάνε.
Το καίον σου σεξ προκαλεί
τα χείλη που μάταια ζητάνε
στην έρημο δρόσου φιλί.
To αίμα σου μέσα μου ρέει
και άναιμη μένεις εσύ.
Στις φλέβες σου ξύλινα πέη
εκχύνουνε μπρούσκο κρασί.
Και μέσα σου είμαι' και σ' έχω
ολάκαιρη μέσα μου εγώ.
Στ' αμπέλια τα πρώτα σου τρέχω
και μούστο δροσάτον τρυγώ.
Α! Κόκκινη! Κόκκινη SherryΙ
Α! Κόκκινη Sherry γιατί
σαν τρέμον σταχτί σπουργιτάκι
η θλίψη σου εδώ περπατεί…