ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Μήτρος και Γιάννος συζητούν και τα δικά τους λένε,
Και μερικοί μ’ αυτά γελούν, ενώ άλλοι πάλι κλαίνε.)
MΗΤΡΟΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ
(Ο Μήτρος άκρως άκεφος κι αργά αργά βαδίζοντας
στου Γιάννου πάει, να τον βρει στο σπίτι του ελπίζοντας.)
Φτάνει και με μιαν άτονη φωνή «Γιάννο!» φωνάζει
ενώ συνέχεια με καημό βαρύ αναστενάζει.
Ο Γιάννος στο παράθυρο προβάλει του σπιτιού του
κι αντίς του Μήτρου που ήξερε του λίαν κολλητού του,
βλέπει ένα Μήτρο άλλονε-βαρύ, συννεφιασμένο
που μια στιγμή του φάνηκε σαν να ’βλεπε έναν ξένο.
«Μήτρο ανοίγω!» φώναξε, και άνοιξε την πόρτα.
Ο Μήτρος μπήκε κι έκατσε όπως έκανε και πρώτα,
μα τώρα δεν εμίλησε όπως το συνηθάει.
Ο Γιάννος βλέποντάς τονε αμέσως τον ρωτάει:
-Μήτρο πώς έτσι σήμερα βαρύς και δίχως κέφια;
Συμβαίνει κάτι φίλε μου; Πες μου κι ανησυχώ.
-Γιάννο μου είμαστε οι δυο καλλίτερα απ’ αδέρφια.
κι ο ένας απ’ τον άλλονε δεν έχει μυστικό.
Θα σου ειπώ λοιπόν ευθύς τον που με τρώει σεβντά
και άυπνο και νηστικό μέρες πολλές μ’ αφήνει.
μία γυναίκα Γιάννο μου αγαπάω.
- Σοβαρά;
-Αυτό είναι πολύ καλό. Τι λέει γι αυτό εκείνη;
-Τι ’ναι που είπες Γιάννο μου!; Δεν της το έχω πει!
-Μήτρο μου αυτά τα πράγματα δεν είναι για ντροπή.
-Ποιος είπε ότι ντρέπομαι; Μα εύκολο το έχεις;
Λέγονται τέτοια πράγματα ετούτο τον καιρό;
-Μήτρο μου, αφού τον έρωτα γι αυτήν δεν τον αντέχεις,
Να της το πεις. Κι ακόμα πώς κρατιέσαι απορώ!
-Φίλε μου, όπως τον καιρό αυτό είναι η κατάσταση
αν της το έλεγα είναι σαν να κάνω επανάσταση.
Και ξέρεις να είμαι άνθρωπος εγώ για επαναστάσεις;
-Για εξηγήσου Μήτρο μου. Ποιες είναι οι περιστάσεις
που σ’ εμποδίζουνε να πεις σε κάποια που αγαπάς
πως βρε αδερφέ την αγαπάς! Σ’ αυτό τι σ’ εμποδίζει;
- Γιάννο μου φαίνεται αγνοείς-γι αυτό και με ρωτάς-
κάτι που τόσο είναι κοινό και ο καθείς γνωρίζει.
-Ωραία. Πες πως αγνοώ. Πες μου το εσύ Μητρούση
κι εγώ είμαι όλος ένα αυτί που καίγεται ν’ ακούσει.
-Γιάννο μου δεν ακούς εσύ τι γίνεται τριγύρω;
Δεν ξέρεις πόσοι άνθρωποι έχουνε μηνυθεί
και μάταια αγωνίζεται καθείς τους να σωθεί
γιατί θελήσαν του έρωτα να οσμίσουνε το μύρο;
Του θεάτρου πολυτάλαντους δε βλέπεις ηθοποιούς
που σε γυναίκα επειδή για έρωτα μιλήσανε
αμέσως τους συλλάβανε και σαν κακοποιούς
χωρίς κουβέντα δεύτερη στη φυλακή τους κλείσανε;
Κι όχι για ότι έγινε σήμερα είτε εχτές,
μα και για ότι έγινε προτού χρονιές πολλές.
Και συ μου λες να πω εγώ στην που αγαπώ κοπέλα
πως έχω έρωτα γι αυτήν… αυτό δε θα ’ταν τρέλα;
-Μήτρο, αυτοί που πιάστηκαν κι έχουν φυλακιστεί
είναι γιατί εβιάσανε κι όχι γιατί ένα λόγο
σε μια γυναίκα είπανε. Κανείς δεν έχει ψόγο
σε μια γυναίκα όμορφα κι ωραία αν εκφραστεί.
-Α! Συ Γιαννάκο φίλε μου –συγνώμη για ότι πω-
όμως πως είσαι άσχετος θαρρώ πάνω στο θέμα.
Τον Νιουγιορκέζο Δήμαρχο για ένα χωρατό
στις ΗΠΑ όλοι να του πιούν δε θέλουνε το αίμα;
«Τι όμορφη είσαι σήμερα!» είχε ένας άλλος πει
και σε ατέλειωτο μπελά έχει ο δόλιος μπει.
Σ’ ολη τη γη Γιαννάκο μου είν’ απαγορευμένο
ό,τι ως πριν χαρά θεού ήταν κι ευλογημένο.
Εγώ γυναίκα αν τώρα πια στο δρόμο αντικρίσω,
μεταβολή κάνω κι ευθύς γυρίζω πάλι πίσω.
Και αν αυτό ειν’ αδύνατο γυρνώ αλλού το βλέμμα
Ώστε να μη τήνε θωρώ. Ναι! δε στο λέω ψέμα!
-Μήτρο μου υπερβολικός πως είσαι έχω τη γνώμη.
Πρέπει να ξεχωρίζουμε το στάρι από τη βρώμη.
Δε λέω σε μια κοπέλα εμπρός να πας και να σταθείς,
και «θες να κάνουμε έρωτα;» αμέσως να της πεις.
Σιγά σιγά γίνονται αυτά. Πρώτα θα γνωριστείτε,
τυχαία ή όχι μια ή δυο φορές θα ιδωθείτε,
μετά… ε τώρα Μήτρο μου ξέρεις τα παρακάτω,
δε είναι ο έρωτας κρασί γεμάτο ένα ποτήρι
που να το αδειάσεις λέγοντας «άντε και άσπρο πάτο»…
του έρωτα αρχίζει το κρασί από το πατητήρι.
-Τι πατητήρια συ μου λες και στάρια μου αραδιάζεις;
Τη γνώμη που έχω, μ’ όλα αυτά που είπες δε μου αλλάζεις.
Όσο και αν προσεκτικά και δίχως βιάση άρχιζα
κι αν τη γυναίκα που αγαπώ καθόλου δεν την άγγιζα
πάλι θα ερχόταν η στιγμή κάποτε να της πω
για τον που έχω στο μυαλό για κείνηνε σκοπό.
Κι όπως και να της το ’λεγα, είτε με τρόπο πλάγιο,
είτε σταράτα και κοφτά, αυτή θα καταλάβαινε
πως βέβαια δεν της ζητώ να κάνουμε τρισάγιο
ούτε ότι τη γύρευα ίσως να μεταλάβουμε,
μα ότι θέλω απ’ αυτήν να πάμε στο κρεβάτι.
Θα μπόρειε άλλο τίποτα να υποθέσει κάτι;
Γιατί γι αυτό δε γίνεται φίλε μου ο καυγάς;
Για να σκοτώσεις θήραμα μόνον δεν κυνηγάς;
Γι αυτό σου λέω: φτάνουμε στο ίδιο αποτέλεσμα
το φαγητό είναι ίδιο αν μάσα το πεις ή έδεσμα.
-Μα πώς το θέτεις Μήτρο μου έτσι ωμά το θέμα…
-Αφού έτσι είναι; Εκτός αν πια της έλεγα ένα ψέμα.
Αλλά κι αυτό αν έκανα, στα ίδια θα ’φτανα όταν
το ψέμα η ώρα θα ’ρχονταν που θ’ αποκαλυπτόταν.
-Αμάν ρε Μήτρο έτσι ακραία το θέμα που το βάζεις
τον έρωτα τον ίδιονε φίλε μου τον τρομάζεις.
Συ καταργείς την κάθε μια των φύλων δυνατότητα
να έρθουν σε… πώς να το πω… να γίνουν μια ενότητα…
-Γι αυτό με βλέπεις Γιάννο μου κι είμαι σ’ αυτό το χάλι.
Κι αφού όπως βλέπω ούτε συ μου δίνεις λύση άλλη,
την που ’χω πάρει απόφαση θα τήνε κάνω πράξη-
τέλος θα βάλω στη ζωή που έτσι έχει ρημάξει.
Καιρός για πόνο λιγοστός μου έμεινε ακόμα
’τι θα δεχτεί τον πόνο μου το άπονο το χώμα.
Αφού είναι έτσι η ζωή φτιαγμένη, την αφήνω.
Αρνούμαι πιόνι της εγώ και άθυρμα να γίνω.
Ας τήνε χαίρονται αυτοί που έχουν την ικανότητα
να φτιάχνουν την που είπες πριν «τη μια την οντότητα».
Γι αυτό και φίλε μου καλέ σε αποχαιρετώ.
Την ατυχία που με κρατεί κατάματα κοιτώ
κι αντίο στη φιλία μας κι αντίο και σε σένα.
Φίλο κανέναν άλλον βρες Γιάννο αντίς για μένα
μαζί του για να συζητάς, να τον καταχερίζεις…
πάλι όχι όπως λέω εγώ, μα όπως συ ορίζεις…
(Κι έφυγε ο Μήτρος έχοντας σκοπό ν’ αυτοκτονήσει
κι ο Γιάννος απαντέχοντας πως δεν θα τo τολμήσει.)
ΜΗΤΡΟΣ ΚΑI ΓΙΑΝΝΟΣ
ΧΑΛΙ ΕΛΛΑΔΟΣ
(Γιάννος και Μήτρος συζητούν και τα δικά τους λένε
και μερικοί μ’ αυτά γελούν ενώ άλλοι πάλι κλαίνε.)
-Γιάννο μου ποιος μας έφερε στο χάλι μας αυτό;
-Φίλε μου Μήτρο μη μου πεις-δε σου ειν’ αυτό γνωστό;
-Μου είναι Γιάννο μου αλλά σίγουρος θέλω να ’μαι
πως είμαι όσο έξυπνος και συ-πως δεν κοιμάμαι.
-Πολλά γυρεύεις Μήτρο μου, αλλά θα σου ειπώ.
Οι βουλευτές κι οι υπουργοί μας έφεραν εδώ.
-Αυτό κι εγώ Γιαννάκο μου πάντα είχα κατά νουν
μιας και αυτοί τα νήματα της χώρας μας κινούν.
Και δε μου λες Γιαννάκο μου, αυτοί που μας χαντάκωσαν
και χέρι μέτρα τρία μακρύ στις τσέπες μας που άπλωσαν,
μπορούν αυτοί Γιαννάκο μου, οι ίδιοι, να μας σώσουν;
Απ’ τη φωτιά που άναψανε
και μέσα μας πετάξανε
είναι ποτέ τους μπορετό αυτοί να μας γλιτώσουν;
- Όχι βρε Μήτρο κουτεντέ, πώς τέτοιο κάτι εσκέφτηκες;
Εσύ ο τόσο έξυπνος πώς τόσο εμπαρδεύτηκες;
-Γιαννάκο μου δεν ξέρω, αλλά, νομίζω με δουλεύεις.
Γιατί ενώ σα θα με δεις όλο με κοροϊδεύεις
και βλάκας και ηλίθιος πως είμαι μου φωνάζεις,
τώρα σκαλιά τουλάχιστον τέσσερα μ’ ανεβάζεις
έξυπνον με βαφτίζεις
κι ελπίδες με γεμίζεις
πως απ’ το πλήθος των χαζών μπορεί να ξεστρατίσω
και εξυπνάδας κότινον κάποτε να κερδίσω.
-Μήτρο μου που έχεις μια καρδιά μεγάλη και χρυσή,
Κι αν είσαι βλαξ και ηλίθιος, διόλου δε φταις εσύ.
Η Φύση έτσι σ’ έφτιαξε γιατί έτσι έχει θελήσει-
και λόγο ποιος θα ζήταγε ποτέ από τη Φύση;-
Αλλά κι αν βλήτο έλαχε να είσαι μωρέ Μήτρο ,
το βλήτο αυτό είναι το πιο αγαπητό μου φύτρο.
Γιατί στον κόσμο μέσα αυτό γνωστό είναι προδήλως
πως είσαι ο καλλίτερος ποτέ που είχα φίλος.
-Γιαννάκο μου απ’ της ψυχής σ’ ευχαριστώ τα βάθη
πόσο πολύ με αγαπάς που σήμερα έχω μάθει.
Αλλά και πάλι σε ρωτώ Γιαννάκο να μου πεις
καλό αν πρέπει απ’ αυτούς να καρτερεί κανείς.
-Και πάλι εγώ σου απαντώ αγαπητέ Μητρούση
-κι αυτό το ξέρουν κι οι φτωχοί, το ξέρουν και οι πλούσιοι-
πως δεν μπορούνε τίποτε καλό αυτοί να κάνουν
εκτός από ένα μοναχά: όλοι τους να πεθάνουν.
-Γιαννάκο μου εξάπτεσαι κι άπρεπα λόγια λες.
Ακόμα κι αν μας έριξαν σε δυστυχίες πολλές
όχι και να πεθάνουνε. Μονάχα ο Θεός
τη ζήση και το θάνατο ορίζει καθενός.
-Καλά ρε Μήτρο, ας ζήσουνε. Μα λέγε παραπέρα
τι άλλο θα ’θελες, γιατί φεύγει σε λίγο η μέρα.
-Να Γιάννο μου: αφού αυτοί κακό μπορούνε μόνο
υποψηφιότητα γιατί βάζουν κι αυτό το χρόνο;
-Για να μας κάνουνε κακό κι αφού μας ξεψιλίσουν
με τα λεφτά μας τις μιαρές στέρνες τους να γεμίσουν.
-Μπράβο! Κι εμείς Γιαννάκο μου γιατί να τους ψηφίσουμε;
-Γιατί ζητάμε πιο φτωχοί και δυστυχείς να ζήσουμε.
-Μαζοχιστές Γιαννάκο μου πως είμαστε θαρρείς;
-Όχι νομίζω: είμαστε! Μη Μήτρο μου απορείς.
Αλλιώς θα τους ψηφίζαμε
ή θα τους καθαρίζαμε;
-Γιάννο μου παραφέρεσαι με δίκιο ή χωρίς.
Δεν είμαστε και άγριοι. Καλλίτερα ας πούμε
ευχής πως έργο θα ’τανε να μη πάλι εκλεγούνε.
-Και ποιοι θα βγαίναν Μήτρακα, πάλι αφού αυτοί
οι ίδιοι ειν’ υποψήφιοι και τη φορά αυτή;
-Κανείς αν δεν τους ψήφιζε πάλι θα βγαίναν Γιάννο;
-Πατώντας θα εβγαίνανε σε μας νεκρούς επάνω.
-Τι θα ’πρεπε Γιαννάκο μου να είχε γίνει λες;
-Να τους σκοτώναμε…μα συ ακούοντας τέτοια κλαις.
-Πάλι λοιπόν θα έχουμε τους ίδιους υπουργούς,
τους ίδιους διαπραγματευτές με τους τροϊκανούς;
-Πάλι και πάλι ώσπου εσύ να τους λυπάσαι πάψεις
και πριν σε θάψουνε αυτοί προλάβεις να τους θάψεις.
-----