ΛΕΞΙΛΑΓΝΕΙΑ
Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Και τ’ όνομά της είναι Ρωάλ,.
Και δεν την κρύβω.
Αν βρει το κάλλος της αυτό και κάποιος άλλος
κι ας πάρει όσο θέλει απ' αυτό-
η Ρωάλμου είναι αχάλαστη και ατελείωτη.
Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Εγώ ο πολυμίσητος!
Ο πολυαγάπητος εγώ!
Ο απροσμέτρητος εγώ.
Ο απειροελάχιστος εγώ.
Εγώ ο τεράστιος-ο συμπαντικός
Εγώ ο ημίκοπος εξ αδαμάντων.
Εγώ ο πρωιβλαστής και ο πρωτοκτόνος.
Εγώ ο πολυτάρακτος και ο πολύπυλος.
Εγώ ο πυρίφατος και ο πυριστεφής.
Ο ευπλανής εγώ.
Και αι γυναίκες ήνοιξαν το στόμα των ωσεί αιδοίον του φαγείν.
Και αι μικραί παρθένοι ερυθρίασαν.
Και περίβλεπτος εγώ εν τάφω εκηδεύθην.
Εγω ο ημιπέπανος και ο ημίπνους.
Εγω ο ημιμεθής και ο ημίπτωτος.
Εγώ ο εξαϊστών το σκότος.
Εγώ ο εγχείβρομος.
Εγω ο πολύμουσος και ο πολυηδύς.
Εγώ ο περιάμφοδος και ο περιαυγάζων.
Ο ευπλανής εγώ.
Και έπιπτεν βαρύς ο πέλεκυς και διόπτευεν τα πάντα δια της ακμής του. Και εγώ κατέγραφον τας πτώσεις και τας ανόδους του.
Εγώ ο άπτιλος.
Εγώ ο απλοπαθής.
Εγώ ο ημίβροτος.
Ο πολύφορτος εγώ.
Εγώ ο πολύαθλος και ο χρυσολαμπής.
Εγώ ο ολοφυδνός, ο ολοφυής και ο ολόπυρος.
Ο διφυής και νυμφόπληκτος.
Ο νυκτοπόρος και ο νυκτομάντις.
Ο ευπλανής εγώ.
Και ήρχοντο προς με κυνών υλακαί και περιδινίσεις άλω.
Και τα περιέβαλον μετά στοργής ο ουρανοφάντωρ εγώ.
Εγώ ο έγχαλκος.
Εγώ η διηλών.
Εγώ ο ημισπάρακτος και ο ημισφαγής.
Εγώ ο ημίχλωρος και ο ημιψυγείς.
Εγώ ο πυρσοτόκος, ο πυρίστακτος, ο φιλόμβριος και ο πολυδαίδαλος.
Εγώ ο ευστήρικτος.
Εγώ ο απλετομεγέθης και ο άπλαστος.
Ο ευπλανής εγώ.
Και φλόγαι περιέβαλον το ιερόν και κατέφαγον αυτό.
Και οίμοι! εβόουν ο πολύφατος εγώ.
Και ουαί! φευδώς εβόουν ο πολυχανδής εγώ.
Και εδάκρυζον ο πολύφιλτρος εγώ.
Εγώ ο πολύστριβος.
Εγώ ο πολυσκόπελος και ο πολύποινος.
Εγώ ο ημικραίπαλος και ο ημίλεπτος.
Εγώ ο περίπικρος, ο περίσεμνος και ο περιδρομεύς.
Εγώ ο ουρανοφόρος και ο νεότρωτος.
Ο προδέκτωρ και ο προδιαμαρτάνων εγώ.
Εγώ ο περιαλγής.
Ο ευπλανής εγώ.
Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Εγώ ο ημιρραγής,
Εγώ ο ημίρυπος,
ο ημιδάϊκτος εγώ και ο ημιδαής.
Εγώ ο περιμάχητος.
Εγώ ο περιμανής, ο πρόσπαιος και ο ημίθαλπτος.
Εγώ ο ημίθηρ.
Εγώ ο σκύμνειος, εγώ ο στυπτηριώδης, εγώ ο ταναιμήκης.
Ο υπερθέων, ο υπερόριος, ο χορδοποιός.
Ο ευπλανής εγώ.
Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Ο ουρανομίμητος εγώ.
Εγώ ο χοροβατέων.
Εγώ ο χρυσοκλαύστης.
Εγώ ο τετραδιστής, ο συηνός και ο πτερυγοφόρος.
Εγώ ο περίπεπτος και ο ηδύφρων.
Ο εύπομπος, ο ειδωλόθυτος, ο αριζήλωτος και ο απεχθητικός.
Ο περιανθής και ο περίγλισχρος.
Εγώ που δε ζυγιάζομαι με λίγη αγάπη.
Εγώ που δε ζυγιάζομαι με λίγο μίσος.
Ο ευπλανής εγώ.
Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
ΤΟ ΠΡΑΟ
Χαμένες στου νου τα βαθιά τα υπόγεια
χαμένες μακριά απα' στην άπλα της γης
κι αυτές κι όσα δε μου ψιθύρισαν λόγια
κι αυτές κι οι κενές τους ματιές οι αναιδείς.
Πώς μάκρυναν έτσι οι σκιές των Πραγμάτων.
οι άνθρωποι, οι τόποι, το Τώρα, το Εδώ...
πώς έχει θαμπώσει η υφή κι η έννοια των
κι εγίνη η θωριά τους θολή, αναιμική…
Να είναι που τάχα όσο πάω γερνάω
και λιώνει το σώμα και μένει η ψυχή
και τώρα αρχινάν τα δικά της τα μάτια
να βλέπουν; Τα μάτια!..Φαιδρά που αντηχεί!...
Γιατί στου τρανού Μηδενός τ' άγια πλάτια
το Τίποτα βρίσκεται μόνο το πράο.
ΔΙΑΛΟΓΗ
Για να διαλέξει άντρα η γυναίκα
κεφάλι και ματιά σκυφτά κρατεί
με τους σφυγμούς της βλέποντας μονάχα των χεριών,
με των χειλιών της τους λεπτούς μυικούς σπασμούς
και με τα μάτια όλα του φύλου της
που ορθάνοιχτά ’ναι,
ενώ εσύ τίποτα ούτε βλέπεις
ούτε κι αιστάνεσαι
απ’ όλ’ αυτά,
μόνο προσεχτικά κοιτάς,
ένα μικρούλι νεύμα της να δεις
ώστε να πέσεις
φύλλο ξερό
μέσα στης καρποφόρας
και παντογεννήτρας αγκάλης της το χώμα.
ΣΥΝΕΥΡΕΣΕΙΣ
Η Δείλια των Συμπάντων
και ο Ανεύθυνος των Ουρανών
βρεθήκανε πάνω στη γης μια μέρα.
Εκείνη τρέμοντας σε κάθε αγεροφύσημα
κι Εκείνος έχοντας ξεχάσει και γιατί ήρθε.
“Έτσι ως τρέμουνε μ’ αρέσουνε τα στήθια σου” της είπε.
«Φοβάμαι», είπε αυτή,
“ως και τις μύγες που πετάνε.
Πάρε με στην αγκάλη σου και ’σύχασέ με.”
“Έτσι όπως σ’ έχω εδώ κλεισμένη
κι έτσι που τίποτα να κάνουμε δεν έχουμε άλλο
τι θα ’λεγες ν’ αφήσουμε παιδί ένα ’δώ;”
“Αν έτσι θέλεις ναι. Μα φύλαγέ με
από τις σκιές κι από της χλόης το πράσινο”
Και τήνε σφιχταγκάλιασε αυτός
πόθο γεμάτος, τέτοιον,
που οι φοβισμένες μόνο οι γυναίκες
στον άντρα τον εγωιστή γεννούνε.
Και μήνες ύστερα εννιά
γεννήθηκε το έθνος των ελλήνων.
Η ΓΛΩΣΣΑ
(μετά την εισήγηση της Διαμαντοπούλου να γίνει και η Αγγλική επίσημη γλώσσα στην Ελλάδα)
Γλώσσα του Όμηρου και της Σαπφώς..
Γλώσσα του νερού και του ελάτου..
Γλώσσα του γκιώνη… του κορυδαλλού…
Ελληνική, κρίνε λευκέ, γλώσσα σωστή του ανθρώπου,
έτσι σου μέλλεται λοιπόν να σβήσεις απ’ τον κόσμο;
Το μέγα της το στόμα η Ευρώπη
θ’ ανοίξει το βαρβαρικό-
τευτονικό και φραγκικό και ουνικό και σλάβο
και σαν οπώρα να ’σουνα
ως τη στερνή σου λέξη θα σε καταπιεί;
Έτσι
σιγά σιγά απ’ τα στόματα
και λίγο λίγο απ’ τα βιβλία θα σε βγάλει
αυτών που σε μιλούσαν μέχρι τώρα
κι ένα πρωί θα ψάξουν ως και στην ψυχή τους
κι ούτε και μέσα κει δε θα σε βρούνε.
Ελληνική, αγαπημένη γλώσσα
ο τελευταίος αυτός τότε θα είναι
και ο τελειωτικός ο θάνατος σου.
Σκάβοντας τότε πια κανείς στο χώμα
σάρκες θα βρίσκει στην αρχή από σένα
μισολιωμένες και σαθρές
ύστερα κόκαλα λευκά
και ξάστερα
και λεία
και θ’ απορεί κρατώντας τα στο χέρι
τι να ’ναι αυτά…
και κάτι θα γρυλλίζει
πριν πάλι σαν ανάξια τα πετάξει.
Μα να θρηνώ γιατί;
Γιατί να κλαίω;
Μην ένα τέλος όλα δεν τα βρίσκει;
Μη και το φως στης Ντόρας μου τα μάτια
κι εκείνο κάποια μέρα δε θα σβήσει
και μήπως κόκκαλα δε θ’ απομείνουν
απ’ το λαχταριστό τώρα κορμί της;
Γιατί λοιπόν να κλαψουρίζω; η ωραιότη
στο χρόνο μπρος ασήμαντη-μηδέν στην αιωνιότη.
Λοιπόν ας πάψω να θρηνώ
λες και μπορούσε κάποιος να μ’ ακούσει.
Εμπρός Ευρώπη!
Πριν και συ να λιώσεις
κάτω απ’ το πέλμα της Ασίας
να! Εδώ η γλώσσα!
Γυμνή όπως το φως και η αλήθεια
κι όπως παρθένα πρώτη νύχτα γάμου
στέκεται εμπρός σου άοπλη και πράα.
Λιώσ’ τηνε με το κάρο της προόδου-
του τέκνου η φροντίδα πάντα η πρώτη
ο θάνατος δεν είναι του πατέρα;
Γράψε την ιστορία σου Ευρώπη.
Θ' ΑΝΑΣΤΗΣΩ
Στρατιώτες λογχοφόρους θέλω εγώ
δε θέλω Σίμωνες στην άγρια μάχη
κι ούτε με ψεύτικες ελπίδες ζω
ξέρω-ανάσταση για μένα δεν υπάρχει.
Όχι πως Σίμωνες δεν έψαξα να βρω
ή δεν επάσκισα τις λόγχες ν' αποφύγω
μονάχος όμως σέρνω ακόμα το σταυρό
κι οι λογχισμοί πληθαίνουν λίγο λίγο.
Ποιος ξέρει… ίσως μέσα μου να κλείνω
τη δύναμη που θα 'ρθει να με σώσει
που θα με κάνει τις πληγές να υπομείνω
και ίσως ίσως το σταυρό μου να σηκώσει.
Όχι! Δε θέλω Σίμωνες εγώ!
Μονάχος το σταυρό μου θε' να στήσω
μονάχος μου διπλά θα σταυρωθώ
κι ένα Χριστό δικό μου θ' αναστήσω.
ΖΕΦΥΡΟΣ
Μες στα υγρά, πράσινα υπόγεια, τα πέτρες γεμάτα
που μούσκλια ντύνουν σκοτεινά,
από εκεί κάθε χρόνο,
σαν υμέναιου αύρα
έρχεσαι.
Πρώτη η Χλωρίδα σε ακούει
και σένα, τον τρυφερό της αγαπημένο,
ν' απαντήσει τρέχει.
Την αγκαλιάζεις απαλά από παντού
σαν πνοή
με χιλιάδες χέρια πείρας, και μαζί
με εφηβικές ντροπαλοσύνες, αφού,
κάθε χρόνο, στης Εσπερίας τους κάμπους,
από του ήλιου τις αχτίδες σεμνός γεννιέσαι.
Και σε λίγο,
σ' ένα μήνα, σ' ένα φως, σ' ένα πρωτολούβιασμα,
τα παιδιά σας, κοπαδιαστά,
μικρά μικρά,
ή μοναχικά, και τότε μεγαλύτερα,
κλείνοντας μέσα τους τον πόθο σου,
σαν μικροί γελαστοί ήλιοι προβάλουν..
Και καθένα τους,
βαφτίζοντας το στην είδη και στην αξία του,
"καρπό", περήφανος πατέρας, τ' ονομάζεις.
ΖΑΣΟΥΛΙΤΣ ΒΕΡΑ
Την τελευταία στιγμή εσκόνταψες
όπως δρομέας που σίγουρη τη νίκη
στην ιδέα των θεατών έχει,
όμως οι περιστάσεις,
μια κακή εκτίμηση,
οι κραυγές επιδοκιμασίας για τα σφάλματα
σου
από βαλτούς ιαχιστές (ποιος θα πει
πως κύριος είναι της ζωής
και της τύχης του),
κι οι μενσεβίκοι κέρδισαν μιαν οπαδό,
έναν εχθρό η ανθρωπιά τ' Ανθρώπου,
και συ τη φήμη του ανθρώπου που
αντάλλαξε
τη λεωφόρο μ' ένα αδιέξοδο δρομάκι.
ΑΝΟΡΓΑΣΜΙΑ
Μου εκμυστηρεύτηκε
ότι ποτέ δεν είχε πόθο αιστανθεί.
Ποτέ δεν είδε ερωτικά έναν άντρα.
Νέα κοπέλα σφρίγος κι ομορφιά γεμάτη.
Εικοσιπέντε ετών.
Σκέφτηκα μη και της αρέσουν οι γυναίκες.
Τη ρώτησα. Α πα πα πα, μου έκανε.
Κι αυτή η κοπέλα ήθελε να κάνει ένα παιδί.
Τρελαίνονταν να κάνει ένα παιδί.
Και βρήκε κάποιον κι έκανε παιδί.
Και βρήκε τη χαρά της. Όλη τη μέρα
Με το παιδί ασχολείται, γι αυτό μιλάει.
Και στ’ όνειρό της ακόμα,
Με το παιδί βλέπει πως είναι.
Γιατί το έκανε;
Για να διαιωνίσει τι;
ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ;
Γιατί αγαπώ την ποίηση; Γιατί με ειρωνεία
Αυτή ποτέ της δεν γελά σ' ό,τι από μένα ακούσει.
Ποτέ της δε μ' απόδιωξε σ' οποιαν κι αν είχα χρεία
και πάντα ανοι' την πόρτα της το χέρι μου α’ την κρούσει.
Γιατί αγαπώ την ποίηση; Γιατί το πρόσωπο της
ποτέ της δεν απόστρεψε μ' αηδία ή με φρίκη
όταν επάνω στο κορμί τ' ωραίο και λεπτό της
τις ήττες μου εξέχυνα πασκίζοντας μια νίκη.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Μπροστά μας ο θάνατος απλώνεται κάθε ημέρα.
Τα χιλιοτραγουδημένα του μονοπάτια,
άνθρωποι που δεν τα γνωρίζουν τα τραγούδησαν.
Αν το θάνατο θέλεις να πεις,
δεν μπορείς να τον περιγράψεις κοιτάζοντάς τον απέξω.
Μέσα του
όπως η γλύκα στη ζάχαρη πρέπει να είσαι.
Τότε
θα δεις με το ίδιο του το φοβερό μάτι, και ό,τι δεις
ο ίδιος ο θάνατος θα είναι.
Ό,τι κι αν δεις.
Όλα τότε θάνατος είναι: τα δέντρα, οι υποσχέσεις,
τα φιλοδωρήματα, τα θεατρικά έργα,
οι εκδρομές σε σκιασμένα άλση με κρήνες μαρμάρινες.
Ό,τι βλέπεις, ό,τι ακούς, ό,τι αισθάνεσαι, θάνατος είναι.
Και έντιμος αν είσαι το ομολογείς,
αλλιώς ζωή εξακολουθείς τον θάνατο να ονομάζεις.
ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΝΑΒΗΔΕΣ
Τα τζάκια τα μεγάλα χάσανε τα μεγαλεία τους-
τους τόσους υποτακτικούς και τους λακέδες τους.
Τώρα αλωνίζουνε οι μεγαλομανάβηδες
οι τραπεζίτες κι οι αισχροκερδείς.
Και τα πορνεία πια κρυφά δεν είναι-
ξαπλώθηκαν παντού
και φανταχτερά είναι στολισμένα.
Αυτό έκαναν κάμποσες ευτελείς επαναστάσεις τελευταία
ζητώντας "εξέλιξη" κι "ελευθερία",
Και όπου τώρα ταξιδέψεις,
αστοί παχείς,
ικανοποιημένοι,
χωρίς σκοπό.
Η τυραννία δεν ήτανε πάλι καλύτερη-
τότε που είχαμε ακόμα ελπίδες;
Ο ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Ένας Κόσμος πέρα απ' αυτόν που ξέρουμε υπάρχει.
Πίσω απ' ό,τι βλέπουμε κι ακούμε στέκεται
ήρεμος και ακίνητος, αληθινός και υψηλός.
Οι αισθήσεις μας, να τον υποθέτουνε μόνο μπορούν,
κι ούτε ο λόγος να τον πει ικανός δεν είναι.
Κι είναι το βήμα αυτός ο κόσμος το επόμενο,
το ύστερα απ' τον κόσμο τον δικό μας-το βήμα
που απαραίτητα να γίνει πρέπει αν κάποιος
να φτάσει θέλει στο άγνωστο,
στο χάος το φοβερό και μυστικό-
στη φλεγομένη άβυσσο που μέσα της
οι σκοτεινές της ύπαρξης οι ρίζες
και της ζωής τα μυστηριώδη τα θεμέλια θάλλουν.