Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

 ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΡΩΡΕΡΚΑΡ


στ.

Μας σύστησαν,
Ε και λοιπόν;
Τι μάθατε για μένα;

Ξέρετε πως τον έρωτα κάθε ημέρα
με όλη την ψυχή μου καταριέμαι;

Πως είναι απ' τις γραμμές του σώματός σας
το δώμα μου γεμάτο
που χώρος δεν μου μένει
να κινηθώ;

Κι αλήθεια
διαλογιστήκατε ποτέ την ειρωνεία
να μην έχω ούτε το χέρι σας αγγίσει;

Αν είχαν ονόματα οι καρδιές
ποιο θα 'ταν της καρδιάς σας-
ποτέ αναρωτηθήκατε; "Πέτρα βαριά";
"Πάγος αιώνιος" ; "Ατσάλι";
Ε, ό,τι και να διάλεγε κανείς
στο ίδιο καταλήγει: απουσία.

Μας σύστησαν.
Ε και λοιπόv;
Μήπως αυτό σας έδειξε
την άδεια μου μορφή τα βράδια
που για το σπίτι μου τραβώντας
δεν βλέπω στο παράθυρό σας φως;

Ούτε της σόμπας μου το βλέμμα εσείς δεν ξέρετε-
πώς ντροπιασμένα με θωρεί
που ό,τι κι αν κάνει δεν μπορεί να με ζεστάνει.

Ή μη τις νύχτες με ακούσατε ποτέ
έξω απ' το καγκελόφραχτο το παραθύρι σας να στέκω
στο παγωμένο μέσα σκότος
μη κάποιος ήχος έβγει από κει,
να τον ταιριάσω με γλυκό ψιθύρισμα
που παθιασμένο βγαίνει από το στόμα σας
και έρχεται
τους γύρους του αυτιού μου να φλογίσει
και να μου πάρει το μυαλό;

Και μη φοβάστε ότι θα με δείτε κάποτε
βγαίνοντας απ' την πόρτα σας:
Τώρα που σας το είπα δεν θα ξαναγίνει.
Όπως και τίποτα που να σας ενοχλήσει δεν θα γίνει.

Μόνο μπορεί ένα ζητιάνο κάποτε να δείτε
σ’ ένα παγκάκι καθισμένον της πλατείας
και κέρμα κάποιο βιαστική να του πετάξτε.

Αυτόνε το ζητιάνο πια δε θα τον δείτε.
Με κείνο το φτηνό το μέταλλο
που τα λευκά σας χέρια θα 'χει αγγίσει,
αυτός κιβούρι ένα ωραίο θα φκιάσει
και μέσα κει, με κείνο συντροφιά
ωραία ωραία θα ταξιδέψει
εκεί που οι συστάσεις δεν χρειάζονται-
εκεί που όλα τα γήινα ξεχνιούνται.

Μας σύστησαν.
Ε και λοιπόν;



ζ.

Τι συνάντηση κι αυτή!

Έχει
κυρία,
τύχει ποτέ σας
να βγείτε από το σπίτι
με σκοπό να μην ξαναγυρίσετε;
Έχει ο νους σας φτάσει στο απροχώρητο-
να βλέπει κάτω τον γκρεμό-
τελείως μπροστά του,
σκοτεινόν ολότελα
και γυρισμός να μην υπάρχει;

Σας λέω εγώ λοιπόν πώς είναι.
Όταν συμβεί αυτό
φοράτε το παλτό σας
βγαίνετε έξω
και περπατάτε
αλαφρή σαν πρωινός άνεμος
σε άδειους δρόμους
γιατί ούτε άνθρωποι υπάρχουν πια
ούτε αυτοκίνητα και σπίτια. Όλα
έχουν ξαναγυρίσει στο μηδέν
και στον προορισμό τους.

Και ρωτάτε: είχε κάποιαν αρχή
κάποτε
ο εαυτός μου;

Κι έτσι όπως περπατάς, για λίγο στέκεις,
λίγο γυρίζεις το κεφάλι, βεβαιώνεσαι
πως λίγα δευτερόλεπτα απομένουν,
τις έλικες του εγκεφάλου σου αποχαιρετάς
που το χάος ως τώρα εμετρούσαν
και πια να κοιμηθούνε βιάζονται,
και μ' ένα βλέμμα σου ειρωνικό,
το τελευταίο σχήμα διώχνεις
που ερχόταν μέσα τους να γεννηθεί.

Αυτό ήτανε.
Γίνεσαι ένα τότε με τον γκρεμό-
γίνεσαι γκρεμός ο ίδιος
καθώς οι εραστές
χεροπόδαρα πλεγμένοι
ένας στον άλλο συνεχώς μεταμορφώνονται.

Κατόπιν για λίγο ακούς,
βγαλμένες μέσα απ' τους καιρούς σου,
κάτι φωνές τρομαγμένες
όπως φωνάζει κάποιος που δεν θα ήθελε
το ίδιο να πάθει
γιατί ακόμα δεν το ξέρει.

Και πια τέλος.

Έτσι σήμερα
ξεκίνησα κι εγώ από το σπίτι μου.
Για να μην ξαναγυρίσω.
Ήταν ο ουρανός συννεφιασμένος.
Κι η γη το ίδιο.

Και κει, μέσ' απ' τα σύννεφα,
ένα κορμί πρόβαλε ανθρώπινο
σαν το Αυγό μέσα από το Χάος.

Και το κορμί αυτό
περνώντας δίπλα μου,"γεια σας
τι κάνετε;", μου είπε.

Η Πλάση φανερώθηκε ξανά,
Οι άνθρωποι γεννήθηκαν και πάλι,
και πια
στις καθημερνές μου πήγα τις δουλειές.

Χατζηχρήστου και Παλαιολόγου.
Εκεί σας συνάντησα.
Τι θέλαν οι πολέμαρχοι
και μπήκαν στη ζωή μου;
Μήπως για να μου πουν ν' αγωνιστώ;
Πώς δε με ξέρουνε... εμένα...
τον πριν από τη μάχη νικημένον…

Αλήθεια
προλάβατε να πάτε σπίτι
ή βραχήκατε κυρία;



η.
Αν δεν είχατε υπάρξει θα έπρεπε να σας φανταστούμε
για να περιγράψουμε την ομορφιά.

Ίσως λέτε: τι λέει αυτός; εγώ τόσο όμορφη;
Σωστά. Η ομορφιά συμπλέει με την άγνοια.
Αν το χιόνι πει "είμαι άσπρο", πια δεν είναι.
Aν πει η Αγνότητα "είμαι αγνή", πια δεν είναι.
Ξέρει το ηλιοβασίλεμα πως είναι ωραίο;
Σοφία σας κρατεί μακριά από την γνώση της ωραιότητάς
σας.

Πόσους δρόμους έπρεπε αλήθεια οι δυο μας να διασχίσουμε ώσπου εδώ, σ' αυτή την πολυκατοικία να συνυπάρξουμε...

Με κοιτάξατε κι αγάπησα τα μάτια.
Μου μιλήσατε κι αγάπησα τη φωνή.
Μου θυμώσατε κι αγάπησα τον θυμό.
KΙ αν θα με μαχαιρώσετε,
τον θάνατο από μαχαίρι θ' αγαπήσω.

Λένε: η ποίηση είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος.
Αν έτσι είναι, τότε εγώ το Ω!
της ώρας που σας είδα ξεδιπλώνω.
Λένε: η ποίηση ειν' ο ύμνος προς τ' Ωραίο.
Έτσι αν είναι, ολοζωής θα σας υμνώ.
Kαι λέω κι εγώ, ποίηση είναι οι κραυγές
που σ' έρωτα κρεβάτι δεν ακούστηκαν.
Πόσες ζωές θα χρειαστώ έτσι αν είναι...



θ.

Ποίος άραγε μοιράζει την αγάπη κάθε νύχτα;
Όποιος κι αν είναι, απόψε όληνε τη μοίρανε σε μένα.
Για σας.

Πόσες γυναίκες θα πλησιάσουνε τα ταίρια τους απόψε
κι αμύριστο το άνθος τους θα μείνει;
Απόψε πόσα στήθη ορφανά!
Ψίθυροι πόσοι, αυτιά δεν θα φλογίσουν!

Γιατί η αγάπη όλη ετούτης της νυχτιάς
στα στήθη μου ήρθε κι έμεινε.
Για σας.

Μαλώματα φαντάζεστε απόψε πόσα;
Πόσοι, ίσως, χωρισμοί;
Πόσες φριχτές θα γεννηθούνε υποψίες
σε μυαλουδάκια θηλυκά-πόσοι άντρες
σε καναπέδες θα ξαπλώσουν;

Όμως τον κόπο αξίζουν όλα αυτά.
Γιατί του κόσμου όλου η αγάπη  
μες στο βωμό του στήθους μου απόψε καίει
σε σας για όλη την νυχτιά αφιερωμένη.

Και μόνο η αγάπη αυτή που κάνει,
 είναι το έρμο χέρι μου ν’ αδράχνει
και να τ’ οδηγάει
όχι στο σώμα σας, αλλά,
ένα μολύβι να κρατεί
και σ' ένα πάνω ολόλευκο χαρτί
όσην μπορέσει από κείνηνε ν' απλώσει.

Μα τ' είναι η αγάπη για να δυνηθεί
με το μελάνι να χορτάσει;
Πώς το θάμα αυτό
ένα χαρτί κι ένα μολύβι να το πουν μπορούνε;
Και καθισμένη δίπλα μου σα σε άρρωστου κρεβάτι
«Δύσκολο δρόμο φίλε μου επήραμε», μου λέει,
«Έπεσες στην παγίδα μου, μα όμως
θαρρώ κι εγώ πως στη δική σου επιάστηκα-
κι οι δυο μας στη δική της.
Κρασί ήπιες στοιχειωμένο και μου μέθυσες.
Τόσο μεγάλη γλύκα απ’ το φιλί της καρτεράς
που απ' το μυαλό σου δεν τη βγάνεις:»
Κι εγώ, να λέει την αφήνω,
Και μόνο αναρωτιέμαι: «άραγε
πότε άρχισε η ζωή μου-
όταν γεννήθηκα
ή όταν την είδα;»


ι.

Πέστε μου,
Της γης ακούτε τις ευχές προς σας κάθε που έχετε γενέθλια;
Και πέστε μου-οι πυρωμένες μου ευχές σάς 'γγίζουνε,
για τη γιορτή του ονόματός σας μυστικά που λέω, μιας και δε γίνεται να μπούνε σε χαρτί;
Και πέστε μου κυρία, την τύχη που κοντά σας έφερε
της πόλης σας τον μόνο ποιητή,
την αγαπάτε λίγο ή πολύ τηνε μισείτε;
Κι αν τη μισείτε πέστε το,
να φύγω από το δρόμο που τα πόδια σας πατάνε-
μια λέξη μόνο κι αφανίστηκα.

Ας ήτανε να ήξερα πώς νιώθετε σα σκέφτεστε,
ότι στης λήθης σεις δε θα βυθίσετε το τέλμα
κι ότι αθάνατη θα μένετε σε τούτα μέσα τα γραφτά
κι όταν ακόμα των αιώνων oι οπλές
σα φρύγανα θα λιώσουν όλα τ' άλλα...

Αν πάλι-πώς να ξέρω, τόσο είμαστε oι δυο μας μακριά-
αν, λέω,
ετούτα τα γραφτά μου σας κουράζουν, πετάξτε τα
και μοναχά κρατήστε σεις το πείραγμα του δρόμου
που όλα αυτά, αν τα στύψετε, μόνο θα βγάλουν-
τo πείραγμα που ένας μορτάκος θα σας έκανε όπως;
"τι όμορφο μωρό!", ή;
"πάμε για ένα καφεδάκι κούκλα;"
η θα εσφύριζε ένα σφύριγμα από κείνα
του θαυμασμού
που τόσα κρύβουνε πολλά.
Και σκέπτομαι καμιά φορά
ποιος άραγε τα λέει καλλίτερα-
ό ποιητής με τόσα λόγια ή εκείνος με το πείραγμα-
και ποιόνε οι γυναίκες προτιμούν.
Και λέω, κρίνοντας από τ' αποταλέσματα:
ο δεύτερος.


ια.

Πού θα βγει αυτό;
Πού θα πάει;
Ποια θα ’ναι η κατάληξή του;
Πού τραβάει;
 
Κάθε φορά τα ίδια.
Κάθε φορά.
Κάθε φορά που θα τη συναντήσω
οι ίδιοι χτύποι της καρδιάς,
το ίδιο τρεμούλιασμα,
το ίδιο λύσιμο γονάτων.
Πού θα πάει;

Και μη μου πει κανείς πως υπερβάλλω
γιατί θα του ευχηθώ ίδια να πάθει.

Και ποιος δε θα ’νιωθε
τη γη κάτω απ' τα πόδια του να χάνεται
όταν μπροστά στα μάτια του
μία θρησκεία καταρρέει;

Ποιος θ' άντεχε
καθώς στον δρόμο περπατεί
Άγγελο έναν ν' ανταμώνει –
που χρόνια τώρα μας μαθαίνουνε
ότι στους ουρανούς μονάχα ζει-
χωρίς ως τα κατάβαθα να ταραχτεί η ψυχή του;

Κάποιος ας έρθει να μου πει και να με πείσει
πως πλάσμα είναι γήινο αυτή...
Ποιος το μπορεί;
Ορίστε!

Τα μάτια αυτά
μπορεί άνθρωπος να τα 'χει;
Εκείνο το χαμόγελο
ποιος σοβαρά θα ισχυριστεί
ανθρώπου ότι στολίζει στόμα;
Και βάδισμα ειν' αυτό ή πέταγμα
που σαν πνοή το θείο σώμα πάει;
Κι η χάρη αυτή του σώματος δεν είναι θεία;
Κι αυτά τα μάτια με τα εξαίσια λαμπυρίσματά τους
που αστραποβολούν χίλιες αγνότητες
τι γήινο σας θυμίζουνε-μου λέτε;
Όχι, εμπρός!
Ελάτε!
Πέστε μου!
Ελάτε!
Ελάτε να με πείσετε
πως γήινο ειν' αυτό το πλάσμα.
Τότε θα γίνετε σείς ο θεός μου
που από βάσανο ένα τέτοιο με γλιτώσατε.
Και αν με τ' άλλα ετελειώσατε,
να δω τι κουταμάρες θα μου βρείτε
όλων της των κινήσεών την αβρότητα
για να 'ξηγείστε.
Όχι-ελάτε, πέστε μου!
Πώς στρέφει έτσι το κεφάλι;
Πώς κρατεί έτσι στο χέρι της
μια φούστα απ' το καθαριστήριο;

Κι ακόμα-
ή θα με βγάλτε και στραβόν;-
πώς εξηγείται που ο τόπος όλος φέγγει
από μακριά μονάχα όταν φανεί;
Και μελωδίες γιατί ακούγονται
μόνο που πάει το στόμα της ν' ανοίξει;
Λοιπόν; Μην όλ' αυτά είναι συμπτώσεις-
τι λόγος!-
ή κάτι άλλο;
Λοιπόν;..

ιβ.

Θα φύγω απ' αυτή τη γειτονιά.
Να ζω μαζί, κοντά σας-δεν μπορώ.
Δεν το αντέχω.
Μια γειτονιά τυφλών είναι αυτή.
Πώς μπορούν ασυντάραχτοι να σας θωρούνε;
Κάθε ημέρα να περνούνε δίπλα σας,
να σας κοιτάζουνε και να σας λένε μόνο μία καλημέρα
ή ένα γειά,
όπως για όλους τους ανθρώπους κάνουν;



Και μόνος απομένω εγώ να σας λατρέψω.
Και πάνω μου το βάρος όλο πέφτει -
όλη η ευθύνη
της γνώσης του ανεπανάληπτου σε σας.

Δεν το αντέχω.

Ήσυχοι οι άλλοι,
Πάνε στις δουλειές τους  
Ψωνίζουνε
κι όταν σας συναντούν στο δρόμο
κάνουν όπως αν έβλεπαν κάποια γυναίκα-
οποιαδήποτε.

Όλο το βάρος έτσι της αντίληψης του θειου
πέφτει επάνω μου!

Δεν το αντέχω.

Αυτά τα μάτια δεν τους τυφλώνουν;
Αυτό το περίγραμμα του σώματος δεν τους αφυπνίζει;
Τo βλέπω αυτό κάθε ημέρα με τα μάτια μου.
Δε μιλάω.
Δεν καταλαβαίνουν, λέω, οι καημένοι...

Ναι, δεν καταλαβαίνουνε, μπορεί.
Μα αυτό δεν είναι λόγος για να αφήνεται
το βάρος όλης της λατρείας σας σε μένα.

Δεν το αντέχω!

Κι οι υπόλοιποι συμπολίτες μας το ίδιο.
Μια πολυκατοικία καλά,
μια γειτονιά καλά,
μα μία πόλη να μην έχει αίσθηση-πολύ πηγαίνει.

Τόσων πολλών να επωμιστώ τις υποχρεώσεις...
Εγώ να πρέπει να πω τα πάντα για σας.
Εγώ να πρέπει να σας περιγράψω.
Εγώ να πρέπει να καραδοκώ να σας ιδώ κρυφά.
Εγώ να υποφέρω που δε σας βλέπω.
Εγώ να υποφέρω σαν σας δω.
Εγώ να σας υμνώ για λογαριασμό τόσων άθρησκων.
Εγώ… εγώ… εγώ…
Κάποτε ο άνθρωπος λυγίζει.
Δεν το αντέχω!

Και σεις ούτε μια κίνηση ανταπόδωσης-ούτ’ ένα
αντίδωρο.

Χωρίς εμένα τι θα ήσασταν;
Ό,τι ο θεός αν δεν υπήρχαν οι άνθρωποι να τον υμνούν.
Κι όλοι οι θεοί κάτι δωρίζουν στους πιστούς τους.
Εσείς σε μένα
τον μοναδικό πιστό σας
Τίποτα.
Νομίζετε πως παίρνετε κι από άλλους δώρα;
Δέστε καλλίτερα: όλα από μένα έρχονται.
Οι άλλοι σας παίρνουν.
Σεις
έτσι να φθαρώ θα με αφήσετε;

Θα φύγω από την πόλη.
Αν προλάβω.
Να φύγουν τα πολλά τα κρύα να μπορώ να κινηθώ.
Μείνετε με όντα που δεν σας γνωρίζουν.
Έτσι το θέλετε, ας γίνει έτσι.
Σκορπάτε για Κανένανε το φως σας.
Ο μόνος Κύκλος μείνετε στων Γωνιών το Κράτος.
Θα φύγω μακριά από την υπεροψία σας.
Κάποιος θα βρεθεί να σας χαιδεψει.
Σας αρκεί αυτό; πολύ καλά.
Ένας πιστός μονάχα για ένα θεό,
ο πιστός απόλλυται.

Εγώ ν' ανάψω στο ναό σας τα κεριά
εγώ στην Άγια Τράπεζά σας να δεηθώ,
εγώ στις λειτουργίες όλες,
όλα εγώ τα Μυστήρια να τελέσω,
εγώ τις θυσίες,
εγώ τις τελετές, εγώ… εγώ… εγώ…

Εγώ σκυλί έξω απ' την πόρτα σας.
Εγώ κουβαλητής στο τραπέζι της αδιαφορίας σας.
Εγώ αρχισερβιτόρος και θαλαμηπόλος σας.
Εγώ δοσίματα και αφιερώματα και τάματα
και πλούτη στα πόδια σας μπροστά να καταθέτω.
Μου κόπηκε η μέση απ’ το κουβάλημα.
Τα πόδια μου απόκαμαν.
Ένα μυαλό και δύο χέρια δεν τα προλαβαίνουν όλα.
Μία καρδιά πόσα να δώσει πια…

Πλήρης μέσα στην αγιότητά σας
μόνο να δέχεστε μπορείτε.
Λοιπόν δημιουργήστε τις προϋποθέσεις να σας δίνουνε πολλοί.
Πώς τόσα που σας πρέπουν μόνο ένας να τα κουβαλεί;

Τουλάχιστο ας μη δίνατε σε κανέναν την ικανότητα να ξεχωρίζει.
Να μη σας έβλεπα ούτε εγώ.

Γιατί σε μένα μόνο μάτια δώσατε που να σας βλέπουν;
Θα φύγω από την πόλη.

Έτσι δεν πράττει ένας λογικός θεός.
Ως κι ο θεός των χριστιανών προνόησε: "αυξάνεστε-
πληθύνεστε" τους είπε,
Εσείς αφήνετε στην Κόλασή σας μόνον τον Αδάμ.
Μια Εύα κι ένα φίδι έστω-ξεγελάστε με.

Αδύναμον με κάνατε.
Στηρίγματα ζητώ ή καταρρέω.
Θέλετε να χαλάσετε τον κόσμο;
Ωραία. Φεύγω.

Με το που έφυγα όλα πάνε όπου πάνε οι άνεμοι.
Μια κoινή θνητή θα γίνετε και πάλι.
Ένας κόσμος άψυχος θα σας περιβάλει.
Μπορείτε –αυτό! να το ανεχτείτε;

Ή μήπως λάθος έκανα και κάποιο ξόανο λατρεύω;
Έναν μόσχο χρυσό:
Μήπως σας έπλασε ο πόθος μου γι αγάπη;
Ή μήπως πλάσμα είσαστε της φαντασίας μου;
Μη δεν υπάρχετε κι έφτιαξα κάτι από ανάγκη να πιστεύω κάπου;
Μα σάμπως σας ακούμπησα καθόλου για να δω
αν σάρκα έχετε και σεις;
Θα φύγω από την πόλη.

Ή μήπως μ' αποφεύγετε ίσως σαν θεός αληθινός,
μη την ανυπαρξία σας ιδώ
και σας αγνοήσω;

Αν όμως έχετε υπόσταση
τότε ο κόσμος είστε σεις κι εγώ.
Χωρίς μας ο κόσμος
το σύμπαν,
αφανίζονται!
Εμείς κρατάμε την ουσία που ονειρεύεται λοιπόν.
Χωρίς μας πάει τ' όνειρο.
Χωρίς εμένα δεν υπάρχετε,
χωρίς εσάς δεν υπάρχω.
Δικαιοσύνη.

Επιτέλους έτσι.
Αμφιβολία δεν χωρεί γι αυτό.
κι απόδειξη είναι πως εγώ μόνο σας ξέρω.
Ας χαλάσουμε λοιπόν τον κόσμο.

Θα φύγω από την πόλη.
Θα σας αφήσω πίσω μου μιαν όπως όλες.

Θ' αφήσω ερείπια πίσω μου-χαλάσματα μαζί μου θα
κουβαλώ.
Κολλημένα πάνω μου.
Αν υπήρχε κάποιος να με δει
θα έβλεπε να περπατεί ένα κορμί
από χαλάσματα σε σχήμα ανθρώπου.

Και σεις μια σκιά θα μείνετε,
κάτι ανυπόστατο
που θα ζητιανεύει να υπάρξει πάλι.
Μια σκιούλα που θα γυρεύει ταυτότητα.
Και δεν θα βρίσκει.
Επειδή την μοναδική της ταυτότητα,
που εγώ της έδωσα όταν την έφερα στο φως
φεύγοντας την εχάλασα-
άλλωστε αυτό δε θα πει: φεύγω;

Κι εγώ θα περιφέρομαι χωρίς θεό στις πόλεις.
Άθεος.
'Οπως άπολις.
Και όπως άπατρις.

Ένας σωρός από "α-" στερητικά η ζωή μου.
Συνηθισμένος είμαι.

Κι α' μου 'ρθουνε καλά τα πράματα
θα φτιάξω άλλονε θεό για να λατρέψω.
Σωρός οι θεοί μέσα στον κόσμο.

Κι όμως
καλά σε είχα φτιάξει,
Μυαλό, ψυχή σου έδωσα.
ιδεατό ένα κορμί
πoυ ουρανικές να σέρνει πίσω του
ομορφιές…

Μάτια για να με βλέπεις μόνο δεν επρόβλεψα.
Κι αυτό ήταν η καταστροφή.
Κοιτάς εκεί όπου δεν είμαι.
Ένα είδος παραόρασης.

Σκέφτομαι αν πρέπει φεύγοντας να σε αφήσω
Σκάφος σε θάλασσα τελείως αδειανό και ακυβέρνητο.
Κυψέλη δίχως μέλισσες.
Κρανίο χωρίς μυαλό.
Να χαλάσω ένα μηδενικό γιατί;
Ναι, στην κενή σου στρογγυλότητα θα σε αφήσω.

Ζήσαμε όμως και στιγμές καλές οι δυο μας,
Ήτανε οι στιγμές όταν σου επρωτόδωσα ζωή.
Και ήτανε αυτές η έκπληξή σου.
Κάτι τότε όμορφο σου φάνηκε.
Με τις αισθήσεις σου τις άλλες το 'νιωσες.

Ένιωσες πως είσαι κάτι επιτέλους.
Κάτι έξω από την καθημερινότητα.
Μόνη εσύ απ’ όλες το έζησες αυτό.

Κι ενώ είχες πάρει δρόμο αυτοαναγνώρισης
ξάφνω μ' αφήνεις μες στα κρύα του λουτρού
ολόγυμνον.

Φεύγω από την πόλη.
Μα να ξέρεις:
Τ' αστέρια υπάρχουν μες στα μάτια σου.
To κρύο και το ζεστό είναι στα δάχτυλά σου.
Η μυρουδιά είναι στη μύτη σου
κι οι γεύσεις όλες
στη γλώσσα σου επάνω απλωμένες.
Να ξέρεις:
Των δέντρων οι ρίζες είναι η καρδιά σου.
Της χελώνας το περπάτημα είναι η ανυπομονησία σoυ.
Να ξέρεις:
Η γνώση είναι αντανάκλαση των πραγμάτων.
Η σκέψη είναι η λογική αιτία της φύσης.
Το τέλος είναι η αρχή.
Να ξέρεις:
Κάθε γέννηση φέρνει μια καταστροφή.
Ο κόσμος ολόκληρος είναι μια αιώνια τραγωδία.
Η Τέχνη είναι ελάχιστη μπροστά στην ανάγκη.

Ακόμα:
Ο δρόμος προς τον πλησίον είναι πολύ μακρύς.
Με κάθε μας αναπνοή θα 'μπαινε μέσα μας ο θάνατος,
όμως εκπνέοντας τον διώχνουμε.
Η χτεσινή μας μέρα δεν είναι παρά ένα κούφιο όνειρο
της φαντασίας μας.
Αυτός που έχει περισσότερο πνεύμα υποφέρει
περισσότερο.
Η τρέλα μας φτάνει ως να παίρνουμε για υπέρτατο σκοπό
των πράξεών μας τη γνώμη του άλλου.
Διανοούμενοι είναι αυτοί που διάβασαν τα βιβλία που
έγραψαν άνθρωποι.
Ποιητές είναι αυτοί που διάβασαν το βιβλίο του σύμπαντος.

Και το σπουδαιότερο: δεν υπάρχεις.

Αν θέλεις να υπάρξεις πρέπει μόνη σου ν’ αγωνιστείς.
Και τα τέσσερα σκαλιά της προσπάθειάς σου να είναι:
Σκαλί πρώτο: είμαι γυναίκα.
Σκαλί δεύτερο: είμαι άνθρωπος.
Σκαλί τρίτο: είμαι.
Και σκαλί τέταρτο: δεν είμαι.
Τότε θα έχεις φτάσει.

Θα φύγω.