ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(Σημαία Αθήνας)
(Αθήνα κι Αθηνά
Εχουν πολλά κοινά
Μα ο Σταυρός φιλία
Δεν έχει με καμία)
ΜΗΤΡΟΣ
Τόμαθες πως απόκτησε σημαία η Αθήνα;
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Τάμαθα.
ΜΗΤΡΟΣ
- Δεν εχάρηκες;
ΓΙΑΝΝΟΣ
- Οση χαρά έχει η χήνα
Οταν κανένας άνθρωπος κοντά της πλησιάσει.
ΜΗΤΡΟΣ
-Α πιά! Κανένας δε μπορεί με σε να κουβεντιάσει
Χωρίς ανρτίρρηση ευθύς σε όλα να του φέρεις.
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Μα δίκιο έχω πάντοτε. Κι αυτό καλά το ξέρεις.
ΜΗΤΡΟΣ
-…Το ξέρω και τ’ ομολογώ. Ποια είναι το λοιπόν
Η αιτία τέτοια αντίδραση που σ’ έκανε να έχεις;
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Σκέπτομαι πως η Αθηνά θα τρέξει νάμπει πάλι
Μες στο κεφάλι του Διός μετά από τη μεγάλη
Που της έκαναν προσβολή.
ΜΗΤΡΟΣ
- Ποια προσβολή βρε Γιάννο"
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Που τηνε βάλανε κι αυτή με το Σταυρό παρέα
Στην πρώτη που εφτιάξανε των Αθηνών σημαία.
ΜΗΤΡΟΣ
-Λες προσβολή προς το Χριστό πως η σημαία είναι;
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Οχι βρε μπούφο. Η προσβολή στην Αθηνά εγίνει.
ΜΗΤΡΟΣ
-Κι αυτό γιατί παρακαλώ;..
ΓΙΑΝΝΟΣ
- Γιατί ρε χαζο-Μήτρο
Οι Ελληνες, αν δεν τόξερες, είναι ειδωλολάτρες. –
ΜΗΤΡΟΣ
-Μετά απο δυο χιλιόχρονα Χριστιανικής θρησκείας;
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Ναι. Μετά δυό χιλιόχρονα θρησκείας χριστιανικής,
Οι Ελληνες παραμένουνε βαθιά ειδωλολάτρες.
Δέχτηκαν το Χριστιανισμό επιπολαίως μόνον
Και ύστερα από πίεση μόνο του Βυζαντίου.
ΜΗΤΡΟΣ
-Με τόσες πούχουμε εκκλησές, και με παπάδες τόσους
Με τόσα κατηχητικά, με τόσες λειτουργίες
Πώς να πιστέψω αυτό που λες;
ΓΙΑΝΝΟΣ
- Αν θέλεις πίστεψε το,
Αλλιώς μέσα στης άγνοιας σου την άμμο την παχιά
Οπως η στρουθοκάμηλος την κεφαλή σου κρύψε,
Και τη ζωή συνέχισε που κάνεις τη ζωώδη
Χωρίς να επεξεργάζεται η λογική σου όσα
Δέχονται ερεθίσματα οι αισθήσεις σου οι πέντε.
ΜΗΤΡΟΣ
-Αλλά για πες μου Γιάννο μου και βγάλε με απ’ την πλάνη,
Και πείσε με πως ό,τι πριν μου είπες είναι αλήθεια.
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Για τους παπάδες είπες πριν. Πως τάχα είναι εκείνοι
Απόδειξη πως οι Ελληνες πιστεύουν στο Χριστό.
Μα οι παπάδες φίλε μου είναι γελοία όντα.
Τίποτε απ' την πνευματική δε νιώθουνε τη σχέση
Που κατά της Χριστιανικής της πίστεως το πνεύμα
Πρέπει να έχει ο χριστιανός με τον Θεό-Χριστό.
Απ' τη θρησκεία μοναχά ο παράς τους ενδιαφέρει-
Αν αύριο ο εργοδότης τους τους πει να υμνούν τον Ήλιο,
Αμέσως θα το κάνουνε. Άστους αυτούς στην πάντα
Καθώς και όσα είπες πριν για κατηχητικά
Για εκκλησές και λειτουργιές. Αυτά είναι μια μόστρα
Μόνο για να λεγόμαστε τάχατες Χριστιανοί.
Μα να ποια του ζητήματος είναι η ουσία Μήτρο,
Και βάλε τα καλά στο νου να μη τα ξαναλέω.
Ο Ελληνας σαν και κείνονε τον θέλει το θεό του-
Να τρώει, να ερωτεύεται, να πίνει, να γλεντάει.
Μα μη γυρνά το μάγουλο αλλά να πολεμάει.
Δε νοιάζεται αν στον ουρανό θα πάει σαν πεθάνει
Μα θέλει τώρα, εδώ, στη γη, ωραία να περνάει.
Και δεν περίμενε ο θεός να πλάσει τους ανθρώπους
Παρά εκείνος έπλασε θεούς όπως τους θέλει.
Και επειδή και οι λαοί όπως και οι ανθρώποι
Οπως γεννιούνται μένουνε ωσότου να πεθάνουν
Και δεν αλλάζουν σύνηθα, και δεν αλλάζουν γνώμη,
Γι αυτό σου λέω κι ο Ελληνας δεν άλλαξε καθόλου
Κι η πίστη του στους δώδεκα θεούς θάναι δοσμένη
Χίλιοι κι αν έρθουνε Χριστοί και σταυρωθούν στη γη μας
Χίλιοι και αν Απόστολοι θα τους διδάξουν Παύλοι.
Κι όχι την πίστη μοναχά αλλά και τη λατρεία
Ο Ελληνας δεν άλλαζε καθόλου στη ζωή του
Παρά μον’ όσο χρειαζονταν για να τη μετατρέψει
Και στη λατρεία του Χριστού τη νέα να την ταιριάξει.
Και να και παραδείγματα Μήτρο μου ξεροκέφαλε
(Ή μήπως θάπρεπε να πω Μήτρο μου ανεγκέφαλε;)
Ο σημερνός ο Ελληνας πιστεύει στις νεράιδες
Οπως επίστευε ο παλιός. Πιστεύει σαν πεθάνει
Οτι δεν πάει στον ουρανό, αλλά τραβάει στον Αδη.
Στις Μοίρες και στις Χάριτες πίστευει, και ακόμα
(Κι αυτό είναι το κυριότερο) όταν λατρεύει αγίους
Στη θέση τους δε βρίσκονται οι άγιοι που ξέρουμε.
Αυτοί αντικαταστάθηκαν με τους παλιούς μας ήρωες
Ή τους παλιούς μας τους θεούς. Οι Διόσκουροι ας πούμε
Είναι οι Κοσμάς και Δαμιανός. Και τώρα αντίς ο Δίας,
Στις υψηλές βουνοκορφές βρίσκεται ο Ηλίας.
ΜΗΤΡΟΣ
-Τότε γιατί υπάρχουνε οι εκκλησίες Γιάννο!
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Οσο κι εγώ κι αν σκέφτομαι,απάντηση καμία
Δεν το μπορώ Μητρούση μου να έβρω παρά μία:
Για ν' ασελγούν οι ιερείς στα ιερά τους πάνω.
Και νάχουν φιέστες και γιορτές, να δίνουν παραστάσεις...
ΜΗΤΡΟΣ
-Τα άλλα τα κατάλαβα. Σημαίνουν διασκεδάσεις.
Μα "παραστάσεις" τί θα πει;
ΓΙΑΝΝΟΣ
- Δεν ξέρεις ούτε αυτό; Ντροπή.
Μα τότε είσαι αγράμματος ολότελα νομίζω.
Πώς έχουνε τα θέατρα κι οι κινηματογράφοι;
Πώς έχουνε τα καμπαρέ; Ετσι κι αυτές.
ΜΗΤΡΟΣ
- Γνωρίζω.
Μα κι οι εκκλησιές παράσταση; Θεούλη μου. Νισάφι.
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Μάλιστα. Μόνο που αυτές δουλεύουν το πρωί
Και όχι καθημερινά, μα κάθε Κυριακή.
Κι έτσι διπλά έχουν έσοδα.
ΜΗΤΡΟΣ
- Καλά μα ο θεός
Μπορεί τα ίδια δυο φορές ν' ακούει ο καψερός;
ΓΙΑΝΝΟΣ
Οχι δυο μα ούτε μία.
Δεν ακούει αυτός καμία.
Όλα αυτά τα μέγα αίσχη
Με θεό δεν έχουν σχέση.
Γίνονται οι λειτουργίες
Ωστε νάχουν τις αργίες
Κάτι οι Γραικοί να κάνουνε
Κι από πλήξη μην πεθάνρυνε.
Για να φάνε οι παπάδες
Χρήματα με τις οκάδες
Για να δείξουν τα φουστάνια
Τα χαμένα γυναικάρια
Για να δείξουν οι άντρες όλοι
Το παχύ τους πορτοφόλι
Για ν' ανοίξουν νιτερέσα,
Για να γίνουν συνοικέσια,
Για να κλέψουν οι εστιάτορες
Κι οι Ρωμηοί οι μαγαζάτορες,
Για να πουληθεί σαρδέλα
Ως ν' αδειάσει η κασέλα.
Μπίζινες για να κλειστούνε
Και κοιλιές για να πρηστούνε.
Για να βγουν πεντέξη δίσκοι
Κι ο παπάς λεφτά να βρίσκει
Και να κλέβει ασυστόλως
Και να του χοντραίνει ο κόλος.
Κάρα, βίλες ν’ αγοράζει
Και τον κόσμο να ρημάζει,
Κλέβοντας του ό,τι έχει
Κι ότι, ο φτωχός, δεν έχει.
Και να χτίζει δωματιάκια
Που στεγάζουν γεροντάκια
Με ρεστρούμ και με κουζίνα
Και να κλέβει κι από κείνα.
Μερικοί για να πλουτίσουν
Και δολλαρια να κερδίσουν,
Μερικοί για ν' αγοράσουν
Και δολάρια να χάσουν.
Μερικοί για να ιδούν
Μερικοί για να ειπούν
Μερικοί για να φωτίσουν
Την Εδέμ με μια λαμπάδα
Μερικοί για να σκοτίσουν
Με καμια παλιοφυλλάδα.
ΜΗΤΡΟΣ
-Πολλά δεν είναι βέβαια δολάρια πεντακόσα
Που κάθε χρόνο στο ναό δίνουνε οι πιστοί
Για να κρατούν τη θέση τους στην εκκλησιά ζεστή.
Θα άξιζε να δίνανε ακόμα κι άλλα τόσα.
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Δίνουνε. Και περσότερα. Με διάφορες αιτίες.
Ας πούμε όταν ο παπάς θέλει να ματσωθεί
Και να μπορέσει αφειδώς να έχει ό,τι ποθεί
Πολλές μπορεί κάθε φορά να βρει δικαιολογίες,
Για να μαζέψει χρήματα
Σβήνοντας όσα κρίματα
έχουνε κανει όσοι
Το χρήμα τούχουν δώσει.
ΜΗΤΡΟΣ
-Αλλα αυτό πολύ παλιά το πράγμα εγινόταν,
Από τον Πάπα όταν χαρτί συχώρεσης δινόταν.
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Και τώρα Μήτρο γίνεται.
ΜΗΤΡΟΣ
- Πώς δηλαδή;
ΓΙΑΝΝΟΣ
- Να πως:
Ας πούμε ότι γίνεται κάποιος τρανός σεισμός.
Τάχα για νάχει ο παπάς να χτίσει απ’ την αρχή
Την εκκλησία απ' το σεισμό που έχει ρημαχτεί,
Γυρεύει από τους πιστούς ντόλαρς πολλές χιλιάδες.
ΜΗΤΡΟΣ
-Μου φαίνεται Γιαννάκο μου πως λες πολλές λωλάδες.
Σήμερα στην Αμερική και η κουτσή Μαρία
Πρώτιστα ασφαλίζεται κι έχει ζωή ευχάριστη.
Γι αυτό μεγάλη μου γεννούν τα λόγια σου απορία:
Υπάρχουν οίκοι του θεού σήμερα ανασφάλιστοι;
Και μάλιστα σ' αυτό εδώ της Καλιφόρνιας το έδαφος
Που τόχει κάνει στέκι του μόνιμο κι ο Εγκέλαδος;
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Οι πολύ καλοί παπάδες που μεγάλη έχουν πίστη
Την ασφάλεια αναθέτουν του ετοιμόρροπου ναού
Στα θαυματουργά τα χέρια του θεού,του Μέγα Κτίστη,
Και ελεύθερα πια κείνοι αφιερώνουνε το νου
Στην προσπάθεια πώς την άθλια τη ζωή τους να ηδύνουν,
Πώς να φάνε, πώς να πιούνε, πώς εν τέλει να παχύνουν.
ΜΗΤΡΟΣ
-Ω σεις, πώς σας κατάντησαν καλές μου εκκλησούλες
Που σας εγνώρισα εγώ δίπλα σε κρύες βρυσούλες
Να συναγωνιζόσαστε ποια είναι πιό πολύ
Εκείνη που τον μοναχό διαβάτη ωφελεί:
Η βρύση που έδινε νερό για το κορμί, ή εκείνη
Που στης ψυχής τις απλωσιές τα νάματά της δίνει!
Πού είσαστε εκκλησούλες μου που ‘οταν κανείς σας θωρειε
Να υψωθεί ως το θεό μον’ απ’ αυτό έμπορειε!
Πού είσαστε εκκλησούλες μου, που αν ήθελε, ό,ποιος, νάμπει
Μέσα στη γλάστρα έβλεπε κλειδί γλυκά να λάμπει.
Πού είσαστε εκκλησούλες μου που μέσα σας ακουόταν
Τρέμουσα του παπά η φωνή... που επονούσατε όταν
Μέναν τα καντηλάκια σας ανάναφτα μια μέρα.
Που καθαρόν κρατούσατε μέσα σας τον αγέρα.
Που παίρνατε μια προσευχή και σωτηρία δίνατε.
Πού είσαστ' εκκλησούλες μου; Πού πήγατε; Τί γίνατε;
Ω! Πώς χαιρόταν η ψυχή μέσα σας σαν παιδάκι
Πούβρε τ’ αγαπημένο του πούχασε παιχνιδάκι!
Ω! Πώς σαν θάλασσα ο θεός μέσα σας απλωνόταν
Και πως εμείς καθένας μας ψαράκι εγινόταν
Που σιγουριά και θαλπωρή εγεύονταν εντός Του
Πώς γίνονταν ο κόσμος μας ο κόσμος ο δικός Του..
Και κει, απέξω, στην αυλή, αγνά τι πανηγύρια!
Τα γλέντια πόσο αμόλυντα κι απλά κι ανυστερόβουλα.
Και πόσο ήταν μακριά της προδοσιάς τ’ αργύρια
Ανάμεσα στους πλάτανους και τα κυπαρισσόπουλα.
Και το κερί που άναβες στην εκκλησία μπαίνοντας
Σαν το Χριστό εφώτιζε, στα ουράνια ανεβαίνοντας.
Κι οι ψαλμουδιές που άνθιζαν στου ιερέα τα χείλη
Λες απ' το ίδιο βγαίνανε το στόμα του θεού.
Κι οι τόνοι τους εστόλιζαν το χώρο του ναού
Και στο ρυθμό τους χόρευε η φλόγα στο καντήλι.
Και της Φυλής τα Ιερά και της ψυχής μας τ’ Αγια
Με γάμον όσιο δένονταν. Κι όταν αλλάζαν βέρες
Ολες του κόσμου σβήνονταν-χάνονταν οι φοβέρες
Κι η Πλάση εγέννα θάματα και πλαστουργούσε μάγια.
Ω! Εκκλησιές αλλοτινές! Ολόζεστες φωλιές!
Που εντός σας επωάζατε χαμογελά κι ελπίδες
Και βγαίναν από μέσα σας αγάπες κι αγκαλιές.
Και βγαίναν από μέσα σας πίστης θερμές αχτίδες.
Ω.Εκκλησιά Ελληνική! Λίκνο και θρέμμα του Εθνους!
Ω! Εκκλησία Ελληνική! Ω! Κιβωτέ του Γένους!
Ω! Πώς σε καταντήσανε οι σημερνοί παπάδες-
Δωμάτιο "σόου" και κουμπαρά για λούσα και παράδες…
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Μα εδώ είναι Λος Αντζελες και εικοστός αιώνας
Οχι για ελπίδα προσμονή μα για δολάριο αγώνας.
ΜΗΤΡΟΣ
-Ναι. Βέβαια. Αλλο εδώ και άλλο εκεί. Και άλλο
Το τότε νοικοκύρεμα από τον τώρα σάλο.
Σήμερα όταν πας στην εκκλησία
Την Κυριακή, τη λειτουργιά ν' ακούσεις,
Αντίς, απ' την Ωραία Πύλη βλέπεις
Να βγαίνει ο παπάς κι όχι να ψάλλει
Ή να μας εξηγεί τον Θείο Αόγο
Αλλά με διαφημίσεις ν' ασχολείται.
Γιατρούς να διαφήμιζει, δικηγόρους,
Ταβέρνες, ψυχολόγους και σουβλάκια,
Και προφυλακτικά, και κιλοτίτσες,
Χτένες, πουδριέρες, κρέμες κι ό,τι άλλο
Ο νους ενού πιστού μπορεί να βάλει.
Και ξεφαντώματα μεταμφιεσμένων,
Και πάρτυ, και χορούς που θα γινούνε
Για διάφορες αιτίες κι επετείους.
Αυτά τ’ αυτιά σου ακούν στην εκκλησία.
Κι αν πεις για το τι βλέπουνε τα μάτια,
Ούτε κεριά δε βλέπουν ούτε εικόνες,
Ούτε μπορούνε τη μεγαλοπρέπεια
Του πλούσιου του διακόσμου να θαυμάσουν,
Γιατί τη θέα τους κλείνουν τα δολάρια
Που μπρος τους είναι και τα βλέπουν όλο
Αφότου μπούνε μες στην εκκλησία:
Δολάριο το κερί για ν’ αγοράσεις,
Δολάριο το κερί για να τ’ ανάψεις,
Δολάριο το κερί για να το σβήσεις.
Δολάρια βλέπεις να κυκλοφορούνε ,
Μες σε πανέρια και σε πανεράκια
που πάνε κι έρχονται χέρι με χέρι.
Δολάριο στην καρέκλα για να-κάτσεις,
Δολάριο αν να σηκωθείς θελήσεις,
Δολάριο σα θα φταρνιστείς ή βήξεις,
Δολάριο όταν τον Εσταυρωμένο ,
Περιδεής θα πας να προσκυνήσεις.
Δολάρια δύο για να μεταλάβεις,
Και το αντίδωρο δολάρια τρία.
Κι αντίς για τη μορφή του Θεανθρώπου
Ο Ουάσιγκτων μπροστά σου φιγουράρει
Όσο στην εκκλησία μέσα είσαι.
Αλλ’ αποζημιώνεσαι αρκούντως
Γιατί γραμμένη πάνω στο δολάριο
Η λέξη GOD τουλάχιστον υπάρχει.
Κι όταν τελειώνουνε οι διαφημίσεις,
Κι όταν τελειώνει η δολαριοπλημμύρα,
Μία πλημμύρα σε προσμένει άλλη:
Εκείνη των δακρύων του ιερέως
Που χύνει όταν στα γόνατα πεσμένος
Εκλιπαρεί να μη κανείς ξεχάσει
Τη συνδρομή εγκαίρως να του στείλει.
Αυτά συμβαίνουν μες στην εκκλησία.
Κι αν πεις στον πρόναο να πας να κάτσεις,
Ω, Αλλη εκεί σε καρτερεί μεγάλη
Κι άγρια εκμετάλλευση των θείων:
Κάρτες πουλιούνται. Και πουλιούνται ενθύμια.
Και βίοι Αγίων. Και βιβλιαράκια,
Και ταραμάς, και ρέγγες, και σαρδέλες.
Με όλα αυτά παράξενο δεν είναι
Πως είναι η μόνη των πιστών ελπίδα
Για επικοινωνία με το θείο
Έξω σα βγουν από την εκκλησία.
Αν ένα πρόβατο από το κοπάδι
Ξεστράτισε και κάπως κινδυνεύει
Τότε ο βοσκός πηγαίνει και το σώζει.
Μα οι παπάδες απ’ το ποίμνιο τους
Μονάχα παίρνουνε: Μαλλί και γάλα
Και κρέας, και τα κόκκαλα ακόμα.
Αλλ' αρκετά σου είπα μέχρι τώρα.
Κατάλαβες νομίζω τι συμβαίνει.
Λοιπόν τι λες; Στην εκκλησιά
θα πας για να βαφτίσεις;
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Όχι, έτσι που κατάφερες να μου τηνε στολίσεις.
Αλλα και τι; Αβάφτιστο ν’ αφήσω πάς μπορώ
Το τρυφερό του φίλου μου μικρούλι κοριτσάκι
Που τόσον επερίμενα να γεννηθεί καιρό
Για να βουτήξω στο νερό τ' αγνό του το κορμάκι;
ΜΗΤΡΟΣ
-Φίλε μου οχι. Μόνο να! Ας κάνουμε κάτι άλλο.
Πολύ απλό, πολύ όμορφο μα και πολύ Μεγάλο:
Εξω ας βγούμε και μαζί κι οι δυο μας ας βαφτίσουμε
Το τρυφερό του φίλου σου μικρούλι βλασταράκι.
θάθελες;
ΓΙΑΝΝΟΣ
- Ναι.θα τόθελα. Στην εξοχή καλλίτερα
Και όχι μέσα σ' εκκλησιά που έλεγα πρωτύτερα.
ΜΗΤΡΟΣ
-Λοιπόν ας βγούμε στους αγρούς
Που λάμπουν ανθηροί
Και ας μαζέψωμε ανθούς
Με διάθεση ιλαρή.
Φόρεμα ας φτιάξουμε λιτό
Με μύρα κι ευωδιές
Και τις αγνούλες του μ’ αυτό
Ας ντύσουμε εμορφιές.
Με του αγέρα την πνοή
Του ήλιου τα φιλιά
Στεφάνι ας πλεξωμ' ελαφρύ
Να βάλει στα μαλιά.
Και ας καλέσουμε ναρθούν
Στο γλέντι-στο χορό
Πουλιά που ανάλαφρα πετούν
Και μηρμηγκιών στρατό.
Και ζουζουνάκια εαρινά
Λαμπρίτσες ερυθρές
Και πεταλούδες με λαμπρά
Φτεράκια, ζωηρές.
Τα ολόγλυκά τους τα βιολιά
Τζιτζίκια θα βαρούν
Και τ' αηδονάκια μια αγκαλιά
Τραγούδια θα μας πουν.
Και το τραγούδι θα κυλά
Κι οι χαρωπές φωνές
Και θα γλεντήσουμε τρελά
Ημέρες και νυχτιές.
Μόνο για λίγο-μιά στιγμή
Ο αχός θα σιγαθεί
Το γλεντοκόπι στη σιγή
Για λίγο θα σταθεί
Κι η κυρα-Φύση έτσι εκεί
Νουνά της γιορτινή
Το ονοματάκι της θα πει
Με σοβαρή φωνή.
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Καλά τα είπες Μήτρο μου. Μπράβο σου. Να σε φτύσω.
Ετσι του φίλου μου κι εγώ την κόρη θα βαφτίσω.
Οπως βαφτίστηκε ο Χριστός
Κι όπως το θέλει ο θεός.
(Κι αφού τα συμφωνήσανε,
Αλλο χωρίς να πούνε,
Ένας τον άλλο φτύσανε
Να μην αβασκαθούνε).
ΜΗΤΡΟΣ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Ο Πρόεδρός μας-Στεφανόπουλος- στη Δανία)
Ο Μήτρος πάει πρωί πρωί στου φίλου του το σπίτι
με απ’ τη δροσιά κρυώνοντας να τρέχει του η μύτη
ξυπνάει το Γιάννο και μ’ οργή κι αδύναμη μανία,
για τον Πρόεδρό μας του μιλά που είναι στην Δανία.
- Γιάννο μου απόψε ούτε λεφτό ο έρμος δεν κοιμήθηκα
κι αυτή ’ν’ η αιτία που πρωί πρωί σου κουβαλήθηκα.
Θέλω Γιαννάκο φίλε μου κάτι να σε ρωτήσω
και μη χωρίς απάντηση με στείλεις Γιάννο πίσω.
Μα προ παντός Γιαννάκο μου το χέρι μη σηκώσεις
και στον χοντρό και μαλακό μου σβέρκο το προσγειώσεις.
-Λέγε ρε Μήτρο. Σήμερα δε θα σε δείρω ολότελα.
Ίσως τ’ αφήσω γι αύριο ή για πολύ αργότερα.
-Σ’ ευχαριστώ Γιαννάκο μου που τόσο είσαι καλός
εκτός απ’ το που κι έξυπνος τυγχάνεις ασφαλώς.
Πες μου λοιπόν Γιαννάκο μου χωρίς χρονοτριβή
πού της Δημοκρατίας μας ο Πρόεδρος κατοικεί;
-Στο μέγαρό του Μήτρο μου όπως το λενε όλοι.
-Και σε ποια αυτό το μέγαρο Γιάννο μου είναι πόλη;
-Μα στην Αθήνα βέβαια. Κι αυτή στη γη επάνω.
-Επρόλαβες τη δεύτερη ερώτησή μου Γιάννο.
Κι αφού λοιπόν πάνω στη γη ο Πρόεδρος εδρεύει
δεν ξέρει γιατί η έρημη Ελλάς δεν προοδεύει
κι ανάγκη έχει να ρωτά από τη Δανία πέρα
γιατί δεν παίρνουμε κι εμείς ενέργεια απ’ τον αέρα;
Στον Άρη ζει κι ως Αρειανός να ήταν απορεί
πίσω γιατί κι όχι εμπρός η Ελλάδα προχωρεί;
Δεν ξέρει για την άφθαρτη του έλληνα τεμπελιά;
Για την που αθεράπευτη τον δέρνει ανεμυαλιά;
Για τις κλοπές; Τα σκάνδαλα; Όλων τη διαφθορά;
Κι αν αιολικών τού χτύπησε πάρκων η διαφορά
που ’χει η Ελλάδα απ’ τη σωστή και πρόσβαρη Δανία,
μόνο γι αυτά τον Πρόεδρο τον τρώει η αγωνία;
Γιατί και γι άλλα ο σεβαστός Πρόεδρός μας δεν ερώτησε-
για την Παιδεία, τη Γεωργία, για Υγεία που αρρώστησε,
για την Αλιεία, για Τουρισμό, για την Οικονομία,
για θάψιμο Πολιτισμού, για τέρας Εκκλησία;..
Καθένα τους από αυτά θαρρεί καλά βαδίζει,
ή την αιτία γι αυτωνών το χάλι το γνωρίζει,
και στον Πρόεδρό μας έμενε μονάχα η απορία
γιατί ανθούν τα αιολικά τα πάρκα στη Δανία;
Δεν ξέρει ότι η πατρίδα μας σε όλα ειν’ εσχάτη-
κάτι που όλοι ξέρουνε σ΄όλης της γης τα πλάτη-
κι ότι η Δανία αντίθετα πρώτη μετράει σ’ όλα
κι όλο μηνύματα παντού σκορπάει φεγγοβόλα;
Κι ότι είναι δημοκρατική, πολιτισμένη χώρα;
Τα ξέρουν όλοι Γιάννο μου-τι να στα λέω τώρα-
ας πούμε τη μικρότερη πως έχει διαφθορά
και ότι κλέφτης βουλευτής σ’ αυτήνε δε χωρά,
ή ότι η πιο κατάλληλη πόλη είναι η Κοπεγχάγη
κάποιος να ζήσει απά’ στη γη μες στ’ αστικά τενάγη…
Και έχοντας στο στόμα του γεύση ίσως μια πικρή
τη χώρα αυτή ο Πρόεδρος τη βάφτισε μικρή!
Τότε ποια χώρα θα ’λεγε ο Πρόεδρος μεγάλη;
Αυτά Γιαννάκο-ερώτηση καμιά δεν έχω άλλη.
-Μήτρο μου αν είσαι συ χαζός και χάνος εναλλάξ,
όμως εγώ Μητρούση μου δεν είμαι διόλου βλαξ.
Γι αυτό και για τον Πρόεδρο δεν θα εκφέρω κρίση.
Έτσι το ήθελε αυτός κι έτσι έχει αυτός μιλήσει.
Πρόεδρος είναι-μην ξεχνάς-όλων μας των ελλήνων
κι όταν το στόμα του μιλά μιλάει το στόμα εκείνων.
Αν ό,τι είπε Μήτρο μου εσένα δεν σ’ εκφράζει
όμως αυτό άλλον έλληνα κανέναν δεν πειράζει.
Κι είδες πως κιχ δεν έκανε κανένας έλλην άλλος
είτε μικρός είναι αυτός είτε πολύ μεγάλος.
Όλοι τους τον αφήνουνε να λέει ό,τι φτάνει
μιας και να λέει μόνο μπορεί μα όχι και να κάνει.
-…Με είπες βλάκα Γιάννο μου ή έτσι εγώ ενόμισα;
-Ειτ’ έτσι Μήτρο μου ή αλλιώς γλαύκα στο Άστυ εκόμισα.
Μ’ αν σ’ είπα, να! Το λόγο μου τον παίρνω πάλι πίσω.
Δεν είσαι βλαξ μα κουτεντές-σ’ αρέσει να ελπίσω;
-Ναι Γιάννο μου, το κουτεντές πολύ γλυκό μου φαίνεται
και διόλου αυτό δε μ’ ενοχλεί και δε μου κακοφαίνεται.
Γεια σου Γιαννάκο κι αύριο θα σου ξανάρθω πάλι.
-Γεια σου. Μα βιάση Μήτρο ας μη, γι αυτό έχεις μεγάλη…