Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

 ΣΤΑΎΡΟΣ ΚΑΙ ΒΙΒΗ

Καθώς εμείς επίναμε κι εβλέπαμε τη μέθη
 στου ποτηριού μας το βυθό άφταστη να μας γνέφει,  
ο Σταύρος-μία αίσθηση και μια ψυχή ακριβή
στου ποτηριού τον πάτο του έβλεπε τη Βιβή.

Βρισκόμασταν στην άξενη πολύανθη Μυτιλήνη. Υπηρετούσα κάπου εκεί την εποχή εκείνη
και σε μια φιέστα που είχανε σκαρώσει τα παιδιά  
με κάλεσαν. Εδέχτηκα μ’ όλη μου την καρδιά.

Όλα τους ήτανε παιδιά μ’ αθώο, καθάριο μάτι,  
λεβέντες, ανοιχτόκαρδοι και ανθρωπιά γεμάτοι.  
Λίγο μιλούσαν μα ήτανε οι κουβέντες τους ζεστές-
με λόγο ένα τα παιδιά ήταν κουμουνιστές.

Α! Βρε κι επίναμε και να! διπλιάζαν τα ποτήρια
και δε θυμότανε κανείς σκοπιές και σιωπητήρια.
Α!  Βρε κι επίναμε ναι να! η νύχτα η σκοτεινή
μέρα γινόνταν και χαρά και ώρα αυγινή.

Κι ενώ όλα ήτανε καλά και κύλαγε η ρετσίνα
χτύπησε το τηλέφωνο-ήταν απ’ την Αθήνα.
Κι είπε στο Σταύρο η Βιβή πως άλλο δεν μπορεί
μόνη εκεί να κάθεται και άλλονε θα βρει.

Εκείνος εκιτρίνισε. Και πάντα θα θυμάμαι
που όλη νύχτα ετρέχαμε το Σταύρο για να βρούμε
γιατί αυτός νομίζοντας πως όλα έχουν χαθεί
έξω εβγήκε λέγοντας πως πάει να σκοτωθεί.