Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

 ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΑΙΘΕΤΑ



«O Carsilago de la Vega, ποιητής (1503-1536), παντρεμένος με τη Donna Elena, αλλά πάντοτε ερωτευμένος με την πορτογαλίδα κυρία επί των τιμών της βασιλίσσης donna Isabel Freire…»

O Carsilago de la Vega
όπου αξίωμα είχε μέγα
είχε για νόμιμη γυναίκα
τη Donna Elena.

Μα ήταν πάντα ερωτευμένος
 με τη ’sabela ο καημένος
που ’λειπε πάντοτε στα ξένα-
τα πικραμένα.

Κύριε Vega τι απαίσια
τι φοβερή υποκρισία-
ποιητής εσύ πώς το μπορούσες
και απιστούσες;

Και πάλι πες μου σε καλό σου
τι σκαρφιζόταν το μυαλό σου
τόσο μακριά που τις κρατούσες
όταν αργούσες;





ΑΝΙΑΤΗ

Οι ωκεανοί δεν έχουνε νερό μα αίμα
και τα φαράγγια βαθιές είναι πληγές
στης γης το σώμα.
Και σπυριά κακόφορμα τα όρη και οι λόφοι.

Μια στρογγυλή αρρώστια όλη η γη μας
που απέλπιδα γυρνάει μες στα χάη
μάταια ζητώντας γιατρειά
γι ανίατη μια αρρώστια.
Εμείς μικρόβια πάνω της
με τ’ άλλα ζώα-τ’ αδέρφια μας μικρόβια-
εμείς μικρόβια πάνω της
το αίτιο του κακού.

Μαζί της ταξιδεύοντας το μόνο βέβαιο είναι
πως η γιατρειά θα έρθει όταν
χαθούμε και οι δυο μαζί-
και μείς και κείνη.


ΤΟ ΘΕΡΙΌ

Μέσα μας ζει ένα θηρίο
ανήμερο, αιμοβόρο ένα θεριό
που αντέχει και στη ζέστη και στο κρύο
κι ακράτητα αγριεύει και στα δυο.

Σ' άλλους ονόματα έχει άλλα
μα όπως θέλουν κι αν το πουν
ίδια τα νύχια του μεγάλα
κι ίδια τις σάρκες μας τρυπούν.

Ίδια τα δόντια του ξεσκίζουν
και οι ματιές του παραλούν
και ίδια όλα τους μουγκρίζουν
και τις χαρές μας καταλούν.

Να το μερέψεις δε μερεύει
μη σου περάσει απ' το μυαλό΄
μες στων ματιών του τα ερέβη
θέση δεν έχει το Καλό.

Και ούτε φίλο να το κάνεις
έχεις ελπίδα-τον καιρό
με την προσπάθεια αυτήνε χάνεις.
Το μουγκρητό του το βουερό

θα χεις απάντηση μονάχη.
Κι έτσι σου μένει να ριχτείς
σ' άνιση κι άπελπη μια μάχη
που θα κρατήσει ολοζωής:

σ' έναν αγώνα που σου κλέβει
και νου και νιάτα και χαρά
και που ανήλεα σε παιδεύει
και σε πονεί κάθε φορά.




ΕΥΠΡΟΣΔΕΚΤΟ

Τ’ όνειρο συναπάντησε στο θαμπογύρισμά του
τον ίσκιο του θανάτου.
Τον γλυκοκαλησπέρισε κι εκείνος του μιλάει
με κάκια του γελάει.

"Πήγαινε στον αφέντη σου και σπρώξ’ τον να προφτάσει
και να διπλοτοιμάσει
-και ας βιαστεί-τα πράγματα του εδικοΰ του κόσμου
σε λίγο θαν’ δικός μου.

Τ’ όνειρο εφτερότρεξε κι εμήνυσε το νέο
στον άντρα τον γενναίο.
Εκείνος τριπλαντάριασε και στον μαντατοφόρο
"ευπρόσδεκτο το δώρο

του λυτρωμού που μου ’φερες",
του ’πε, και συνεχίζει:
"όσο η γη γυρίζει
λυτρωση θα ’ναι ο θάνατος
και πες το του θανάτου-
όλα δεν ειν’ δικά του".




ΤΑ ΒΑΡΕΤΑ

Δε θέλω τις μισόγυμνες γυναίκες του Ιουλίου
που ξεσκεπες ασύδοτα στους δρόμους τριγυρνούν
μοιάζουν ατίθασσα άλογα ενός ίπποφορβείου-
άγρια πουλαρόπουλα που άπρεπα προκαλούν.

Μου αρέσουν oι σε ολόζεσχα ρούχα χειμώνα κρύου
μυστηριακές κι ολόθερμες γυναίκες τυλιγμένες
που λες σ’ ονείρου ζουν θωριά κρυφόπλεχτου και θείου
από το κάθε αντρικό βλέμμα καλοκρυμμένες.

Που σε φορέματα ζεστά τυλίγουν το κορμί τους
κι ανείπωτα θα το χαρείς όταν μαζί τους πας
στου δωματίου σου τη ζεστή φωληά κι εκεί μαζί τους
εδώ κι εκεί τα βαρετά πια ρούχα τους πετάς.






Η ΑΜΑΡΤΙΑ

Χτες το βράδυ ο ύπνος δε μ' έπαιρνε,
στη σκέψη μου είχες χωθεί
Ο πόνος κοντά του με γύρευε
ολόκληρος του είχα δοθεί.

Επάνω σερνόμουν στο στρώμα μου
σαν κάποιος που κρίμα βαρύ
παιδεύει. Και ήταν το στρώμα μου
βαριά φυλακή τρομερή.

Και είναι αλήθεια-αμάρτησα.
Στο δείλι εχτές το μελί
μονάχα τις πίκρες σου άρτυσα    
και δεν σου επήρα φιλί.





           ΤΟ «ΕΓΩ»
Θέλω να σβήσω το "εγώ" απ' το λεξιλόγιο μου.

Μα πώς αφού ό,τι βλέπω είναι τα μάτια μου
αφού ό,τι ακούω είναι οι χτύποι της καρδιάς μου
πολλαπλασιασμένοι
αφού ό,τι πιάνουνε τα χέρια μου
είν’ η προέκταση τους
κι ό,τι οσμίζομαι δεν είναι πάρα
το άγουρο το χρώμα των ερώτων μου;
Πώς αφού ό,τι γεύομαι δεν είναι
παρά των γευστικών θηλών μου οι πόθοι και οι σχεδιασμοί,
και ό,τι νιώθω
του εγκεφάλου μου είναι οι επιταγές
και τα κελεύσματα;

Πώς
από τον εαυτό μου εγώ ν’ απαλλαγώ;




ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

Μια καλοκάμωτη έρχεται τα βράδια στα όνειρα
μου.
Χυμούς γεμάτη μια μικρή, λαχταριστή μικρούλα.
Σεμνή και χαμηλόβλεπη στριμώχνεται κοντά μου
και στέκει εκεί ολάνθιστη, ευώδης και γλυκούλα.

Κα σ' όλα ένα βάλσαμο σκορπά και μια αθωότη.
Και μπρος μου βλέπω ιδεατά, πυρέσσοντα δυο στήθια
δύο χειλάκια δροσερά στη λάμψη τους την πρώτη
κι ένα κορμί λαγνόπλαστο δώρα γεμάτο πλήθια.

Και βλέπω μες στο βλέμμα της το πάθος να ’χει
απλώσει.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της της ηδονής τ’ αχνάρι.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τον πόθο για να δώσει.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τον πόθο για να πάρει.

Όλο το είναι της Φωτιά Λαχτάρισμα και Ζήση.
Όλη η ύπαρξη της Πεθυμιά, και Δόσιμο και Μύρο.
Και ώσπου τα’ όνειρο άλυπο κι ανάλγητο να
σβήσει
γεμάτος είμαι απ’ αυτό κι εγώ και όλα γύρω.

Κι ας με καλεί με όλα της εκτός απ’ τη μιλιά της
κι εγώ τη σάρκα ορέγοντας τη ροδαλή ας λιώνω-
κάποιος αναίτιος δισταγμός με κάνει στης
δροσάτης
της μυγδαλίτσας τους γλυκούς καρπούς να μην
απλώνω.

Νομίζω του ονείρου μου ξέρω τη σημασία.
Λόγο δεν έχω άλλονε κανέναν να ρωτήσω.
Αυτή η ανείπωτα γλυκιά, ονειρώδης παρουσία
ειν’ Ζωή που με καλεί πάνω της ν’ ασελγήσω.



ΣΥΝ ΘΕΩ
Άνθρωποι ρίξτε μια ματιά
τριγύρω σας και δείτε
όσα ο θεός απλόχερα
σας δίνει, και σκεφτείτε.

Λιμοί, σεισμοί, καταστροφές,
πείνα, κατολισθήσεις,
 αρρώστιες, πόνοι αβάσταγοι...
Κι αν κάτι θα ζητήσεις

που δε χωρούσε να σταθεί
μέσα στο γύρω χώρο
ο θεός μες στην ανθρώπινη
ψυχή το ’δωσε δώρο.

Φόβος και άγχος μας κρατεί
κι απελπισιά μας δέρνει.
Της νύχτας τα φαντάσματα
τρων ό, τι η μέρα φέρνει.

Κακία ψέμα κι αδικιά,
 βία, συκοφαντία,
μίσος και περιφρόνηση
απάτη, προδοσία,

και ολ’ αυτά κι άλλα πολλά
η θεϊκή η κρίση
στον λογικό τον άνθρωπο
έχει σοφά χαρίσει.

Έτσι λοιπόν πρέπει και σεις
στους άλλους τους ανθρώπους
με του θεού να φέρεστε
τους ταιριαστούς τους τρόπους.

Δώστε μαχαίρι και φωτιά
σ’ όποιον θα δείτε μπρος σας
και μη φροντίζετε άλλονε
παρά τον εαυτό σας.

Πολέμους κάντε φονικούς
 και κάθε εχθρό αφανίστε
κι ύστερα το μαχαίρι σας
στο φίλο σας γυρίστε.

Κλέψτε του αδύνατου το βίος
και πάρτε του απ’ το στόμα
ό, τι με δάκρυα έβγαλε
και κόπους απ’ το χώμα.

Λεφτά αποκτήσετε πολλά
κι όσα μπορείτε πλούτη
κι ας έχετε για είκοσι
ζωές όπως ετούτη.

Άνθρωποι πράττοντας αυτά
κι η ορμή αν δε σας λείψει
ο θεός που σας τα δίδαξε
γενναία θα σας αμείψει.

Όπως οι λύκοι ορμούν στ’ αρνιά
και σεις γινείτε λύκοι
αν θέτε να ’στε άτρωτοι
από τη Θεία Δίκη.





ΑΛΛΟΓΛΩΣΣΙΑ

Άθροισμα σαρκών και οστέων είμαι
δίχως τίποτε πάνω τους να τραβάει το μάτι.
Προεξοχές ανώμαλες που απωθούνε
εντυπώματα ανάρμοστα που ασχημαίνουν.

Ξένος προς ότι θυμίζει καλαισθησία
γέννημα και λεία ζοφερής ώρας
μέλη δυσανάλογα προς ό,τι αρέσει
κορμί δυσανάλογο προς ό,τι ελπίζει.

Κόσμημα τέλειο ενός άλλου κόσμου
φλάμπουρο ανίκητο άλλης ιδέας  
ελπίδες και πάθη όπου δεν πρέπει
ερείσματα όπου θέση δεν έχουν.

Μόνη μου ελπίδα εδώ που στέκω,
ξένες-βάρβαρες λέξεις εγώ ν’ αρθρώσω,
κάτοχος να γίνω της εντόπιας αξίας
και, σαν άλλος εγώ, να σ' αγοράσω.


ΠΑΡΑΣΠΟΝΔΙΑ

Χτες τέτοια ώρα ήσουν εδώ.
Τα μάτια σου κοιτάζαν
τα μάτια μου και τα ’καιγαν,
τα λιώναν και τα σφάζαν.

Καταλαβαίνεις βέβαια
πως χτες δεν εγινόταν
να σου μιλήσω. Ασφαλώς
αυτό θα το ’κανα όταν

σ’ έβρισκα μόνη, ή, το πολύ,
με μια σου φιλενάδα.
Αλλ’ από χτες που έφυγες
πάλι δε σε ξανάδα.

Κι ίσως να μη σε ξαναδώ.
Άλλα μου έλεγε όμως
καθώς τ’ αυτί σου έψαυε
 ο αλάθητός σου ώμος.

Άλλο μου βροντοφώναζαν
καθώς ηχούσαν τέλεια
τη χλαλοή σκεπάζοντας
τα πρόστυχα σου γέλια.    

Άλλα μηνύματα εχτές
μου ’στελνε το κορμί σου
τ’ ώριμο αυτό κι αδάγκωτο
μήλο του παραδείσου.

Με άλλες μού ’λεγαν φωνές
τ’ αναίσχυντα σου πόδια
πως είναι η στράτα που φρουρούν
ελεύτερη από ’μπόδια

επιζητώντας εύσαρκα,
με λιγωμένη αυθάδεια
όσα μες στ’ άδεια χέρια μου
φτεροκοπούσαν χάδια.

Κι όλη ακκιζόσουν, σειόσουνα,
τανυόσουνα, ελυγούσες,
λες και σ’ αόρατης χαράς
τα δίχτυα σπαρταρούσες.

… Σήμερα επερίμενα
να ξαναδώ στη θέση
που τώρα στέκεται κενή
το σώμα που μ’ αρέσει.

Μα δεν το βλέπω και βαριά
με κυβερνάει μια ζάλη:
όπως εχτές μου το ’ταζες
κρίμα-δεν ήρθες πάλι.

Δεν ήρθες-λίγο η χαρά
θα λυπηθεί η καμένη
δεν ήρθες-λίγο η λύπη μου
θα ’ναι πιο λυπημένη.




Ο ΑΡΚΟΥΔΟΣ
(Του Γουσταύου Φλωμπέρ)

 Πενήντα δύο σφαίρες δέχτηκε
και δεν τον πλήγωσε καμία.
Μα σ’ άλλου είδους φασαρία
ο γερο-αρκούδος τώρα μπλέχτηκε.

Μια μαχαιριά κάτω τον ξάπλωσε.
Κι αν τώρα ξέρω για τις σφαίρες
ειν’ επειδή στις δυο του χέρες
πάνω πεθαίνοντας τις άπλωσε…



            ΛΑΕΡΤΗΣ
The rabble… “Laertes King!...”
 (SHAKESPEARE,  HAMLET, ACT 4, SCENE 5, PAGE 5)

Μπορεί ένας δίκιος βασιλιάς τη ζωή του ν'
αναλώσει
στην ευτυχία των πιστών, ως τους θωρεί, υπηκόων
μα τέλος,  όπως πάντοτε, τα φίδια θενά νιώσει
να σφίγγουνε το σώμα του, σαν άλλος Λαοκόων.

Ακόμα κι αν στη χώρα του όλοι θα ευτυχούνε
πάντα απ’ αυτόνε το λαό θα βγει ένας εθνεγέρτης
κι οι άδικοι αλαλαγμοί στ’ αυτιά του θ’ αντηχούνε:
"Λαέρτης! Λαέρτης βασιλιάς! Για βασιλιάς Λαέρτης!..."





SUPERVISER ISABEL

Σε βλέπω αντίκρυ και κινώ να σ’ ανταμώσω
μα ένας τοίχος αόρατος το δρόμο μου μου
φράζει.
Κι είναι ψηλός και δυνατός φτιαγμένος τόσο
που κάθε μου προσπάθεια πάνω του πάντα
σπάζει.

Και πιάνω εδώ πέτρες πολλές-μικρές συνήθειες
και πιάνω άσπρη άσβεστο-αυτές που ’χες
γνωρίσει-
και πιάνω πρόκες παρεκεί-αγωνίες βύθιες
τσιμέντο απροσπέλαστο-κάτι άγνωστα μου μίση.

Κι ένα κομμάτι πιο σκληρό κι από τ’ ατσάλι-
οι προσδοκίες οι τρανές κι οι φαντασίες κι οι
πόθοι-
που όσες φορές κι αν ζήσουμε, πάλι και πάλι
καθείς με τρόπο απόλυτο ιδιαίτερα θα νιώθει.



ΧΙΛΙΑ ΠΟΥΛΙΑ

Ήταν Δεκέμβρης. Φύσαγε αέρας τσουχτερός.
Όπου το μάτι έφτανε πάγος και ξέρα.
Ως και ο ήλιος θάμπωνε ο άλλοτε λαμπρός
στην παγωνιά που γέννησεν η κρύα μέρα.

Ένα πουλάκι αδύναμο-ενα πουλί μικρό
παραδομένο, άρρωστο, ζούσε δε ζούσε-
ένα πουλάκι εκείτονταν στο χώμα το νεκρό
και για βοήθεια ολόκληρο παρακαλούσε.

Λαχταρισμένα το ’κλεισα στα χέρια τα ζεστά
σπίτι το πήγα, το ’βαλα στο τζακι πλάϊ
και να! σε λίγο άνοιξαν τα μάτια τα κλειστά
και το πουλάκι έζησε- λαλεί-πετάει.

Ήρθε η νύχτα. Στου τζακιού την άγια θαλπωρή
εκάθησα και διάλεξα ένα βιβλίο.
Μα κάποια δύναμη έκανε κι αλλάξαν οι καιροί
και όλως έξαφνα άρχισα να νιώθω κρύο.

Είδα τη πόρτα. Πράγματι, φάνταζε ολανοιχτή.
Στο άνοιγμά της στέκονταν αλαφιασμένη
μία μορφή που θα ’λεγα και ωραία και φρικτή-
μία μορφή αποτρόπαια μα και θλιμμένη.

Ήταν φτιαγμένη ολόκληρη από χιόνι και βροχή.
Μαλλιά και νύχια κρύσταλλα που αργοστάζαν
και σαν εντός της να ’κλεινε του αγέρα την ψυχή
αόρατα φυσήματα τηνε τραντάζαν.

Τώρα το δώμα μου έμοιαζε τοπίο πολικό.
Τριγύρω μου όλα γέμισαν πάγο και χιόνι
και στη φωνή της δίνοντας τόνον ειρωνικό
αυτά τα λόγια η ύπαρξη η κρύα απλώνει:

«Μήπως νομίζεις άνθρωπε πως έγινες θεός
κι ότι μπορείς το ριζικό συ να ορίζεις
των όντων, ή να μπλέκεσαι στα πόδια καθενός
και δώρα και χαρίσματα συ να χαρίζεις;

Ξέρεις πως προστατεύοντας ετούτο το πουλί
και μη αφήνοντάς το μου να το παγώσω
απ’ το θυμό μου ακόμα πιο εκρύωσα πολύ
και πιο πολλά τώρα πουλιά θα σκοτώσω;

Μάθε, με τέτοιες πράξεις σου αντίθετα απ’ αυτά
που επιδιώκεις και ποθείς θα πετυχαίνεις
η πράξη σου ένας βούρδουλας στης μοίρας τα γραφτά
και μιας οργής φανέρωμα ως πριν κρυμμένης.

Άσε λοιπόν τα έργα της η φύση τα σοφά
να πράττει. Μην μπερδεύεσαι. Μωρός μην είσαι.
κι ένα πουλί αν δεν μπορείς να βλέπεις που ψοφά
και τόσο είσαι ευαίσθητος, τα μάτια κλείσε.

Υποκριτή, που κάθε σου πολέμου τουφεκιά
χίλια πουλιά πετά στη γη σακατεμένα
το χρόνο μια ή δυο φορές τ’ άδεια μου τα σακιά
τάφους να κάνω εγώ πουλιών άσε και μένα».



Ομίχλη

Ο γερο-πόρνος ουρανός την κόρη του ομίχλη
όταν πως άντρα ορέγεται θα δει, πάνω τη ρίχνει
σ’ ένα της γης ψηλό βουνό. Αυτή την κορυφή του
κυκλώνει και τον έρωτα χαίρεται εκει μαζί του.

Κι ενώ γλυκά στην κορυφή τα πόδια της ανοίγει
τα βουνοπλάγια μια δροσιά ολόφλογη τυλίγει
χιλιάδες χέρια στου βουνού κολλάνε τα φαράγγια
 και παίρνει αμέτρητα φιλιά η κάθε του μισγάγγεια.

Και το βουνό την άξαφνη την ηδονή τρυγάει
και του κορτσίστικου κορμιού κάθε σταλιά ρουφάει.
Τα σπλάχνα του ανταριάζονται, βαριοβροντά η
καρδιά του
κι οι ρίζες του τραντάζονται λες θα το ρίξουν
κάτου.

Φωνές γλυκές του δάσους του τα ζώα ξεφωνίζουν
χωρίς να ξέρουνε κι αυτά γιατί έτσι ευτυχίζουν
το νάμα ογκώνει των πηγών, και τα δεντρά, και κείνα
γλυκούς ξεχύνουνε χυμούς-δάκρια, οπούς, ρετσίνα.

Κι όλα έχουν γίνει του βουνού και της ομίχλης
δώρα
και της ομίχλης οι χαρές και του βουνού είναι
τώρα.
βουνό κι ομίχλη ένας καημός, μια φλόγα, ένα σώμα,
γη κι ουρανός βυζί βυζί φιλί και στόμα στόμα.

Κι όταν βυζάξει ό,τι μπορεί με τ’ άσπρα της
πλοκάμια
κι όταν στερέψουν τ’ αφριστά του πόθου της ποτάμια
η θυγατέρα τ’ ουρανού με βήμα ζαλισμένο
το σώμα αφήνει του βουνού το πια συνηθισμένο.

Την κορυφή του την τραχιά τώρα ξεκαβαλάει
κι ολόσωμη και λιόχαρη το δρόμο της τραβάει.
Την περιμένουν κάμποι οκνοί και σύννεφα τρεχάτα
κι αυτή πηγαίνει να τα βρει γελώντας ορεξάτα.

Και το βουνό, η γιγάντια σαν κιώσει ερωτοπάλη
ό,τι αυτή χαλάρωσε τ’ ατσαλοδένει πάλι
και στήνεται πάλι άτρεμο, ακλόνητο, πανώριο
και πάλι κλειέται σοβαρό μες στο αυστηρό του όριο.







ΑΠΛΗ ΜΕΘΟΔΟΣ

Μες στους αγρίους και βαρβάρους όπου ζω
μες στους κακούς που όλη μέρα τριγυρίζω
βρήκα έναν άνθρωπο σεμνό κι ευγενικό
που είναι τιμή μου και χαρά να τον γνωρίζω.

Όταν ερώτησα ποιο ειν’ το μυστικό
κι είχε απ’ όλους τους εκείνος ξεχωρίσει
μου ’παν ευθύς, πως, στο κεφάλι του, μικρόν,
κάποιος τον είχε μ’ ένα σίδερο χτυπήσει.

Λοιπόν στην πάντα οι θρησκείες οι χαζές
και της παιδείας τα συστήματα τα φρούδα.
Με μία μέθοδο εφεξής απ’ τις πεζές
σπόρο ας σπείρουμε καλού στης γης τη φλούδα.

Καθείς επάνω του ας έχει ένα σφυρί
και μ' ένα αίσθημα αγαλλιάσεως αφάτου
στην κεφαλή με το σφυρί του ας βαρεί
όποιο παιδάκι τρυφερό βλέπει μπροστά του.




ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ
Αυτές οι καμπάνες του βραδιού
μες στην ψυχή μου λες χτυπούν.
Αυτές οι γλυκές καμπάνες του βραδιού
στων ήχων τους τα ύψη με καλούνε.
Αυτές οι καμπάνες της γλυκιάς βραδιάς
με λιώνουν, με σκοτώνουνε, με σβηούνε.