Η Αντζελα όπως τη βλέπει ο Μπούλης.
Μωρό μου ο μπαμπάκας σου
Ηταν ζαχαροπλάστης
Γι αυτό έτσι ολόγλυκεια
Και όμορφη επλάστης;
Σελεπιτζής μην ήτανε
Και τούπεσε σαλέπι
Στη ζύμη όπου σ’ έπλαθε
Πιό πανω απ’ ότι πρέπει;
Μελισσουργός και πέρσευε
Στα κιούπια του το μέλι
Κι έτσι μελένια σούφτιαξε
Πρόσωπο , σώμα, μέλη;
Η μήπως είχε ζάχαρο
Στα νιάτα του αποχτήσει
Κι έτσι πλατιά κι έτσι βαθιά
Σ’ έχει μ’ αυτό πότισει ;
Ή μήπως μέριασε ο Θεός
Τον δόλιο σου "πατέρα"
Και σ’ έφτιαξε μονάχος Του
Αυτός πέρα για πέρα;
Αν ναι, ο Παντοδύναμος
Θα είχε για σκοπό Του
Για δώρο να σε πρόσφερε
Στον ίδιο τον εαυτό Του,
Γι αυτό και τέλεια σ’ έκανε
Ετσι που να ταιριάζεις
Στη θεϊκή Του Αγκαλιά
Και θέϊσσα να μοιάζεις.
Μα κι αν στον εαυτούλη Του
Δεν ήταν να σε δώσει
Πάντως καθώς σε έφτιαχνε
θα είχε μερακλώσει.
Θάτανε μια περίπτωση
Που τη ζωή τη σκάρτη
Λίγο για να ομορφήνουνε
Οι άγγελοι θάχαν πάρτυ.
Και του θεού απαραίτητη
Κρίναν την παρουσία
Για να τα έχουνε καλά
Και με την Εξουσία.
Οι Αγιοι θα τραγούδαγαν.
Στού μπουζουκιού το τέλι
θα χόρευαν οι αγγέλισσες
Ωραίο τσιφτετέλι.
Θα βάραγαν οι άγγελοι
Τα Ουράνια τα ντέφια
Και πίνε πίνε ο θεός
θάρθε κι Αυτός στα κέφια.
Κι ό,τι καθένας ήξερε
Κόλπο ή αστείο κάτι
θα τόκανε αν τόθελε
Η παρέα η κεφάτη.
Και για να μην μπαίνω πολύ
Σε περιβόλια ξένα
Ηρθε η σειρά και του θεού
Και έκανε εσένα.
Και εδώ κάτω σέστειλε
Στο Χιούζ να σεργιανίζεις
Και όλους με τα κάλλη σου
Σκληρά να βασανίζεις.
Μα πιό πολύ απόλους μας
Στο λέω-μα το θεούλη
Που αλλιώς ή έτσι σ’ έπλασε,
Σύ τυραννάς τον Μπούλη.
Που από την πρώτη τη στιγμή
Που σ’ είδε έχει μπλέξει
Στα δίχτυα σου τα ρόδινα,
Και άντε να ξεμπλέξει.
Που δεν περνάει ούτε στιγμή
Μέρα, λεφτό και ώρα
Που να μη σ’ έχει στο μυαλό
Να! όπως σ’ έχει τώρα.
Άσε λοιπόν τα κόλπα σου
Και πήγαινε και πέσε
Στην αγκαλιά του
Και εκεί το παλαμάρι δέσε.
Μην κάνεις άλλα κόλπα πια,
Μην κάνεις ζοριλίκια
Κι αν και γυναίκα, να φερθείς
Του’ τη φορά αντρίκια.
Γιατ’ ειν' ο Μπούλης ντροπαλός
Κι ο ίδιος δεν τολμάει
Να σου ειπεί το βάσανο
Που τόνε τυραννάει,
Και γιατί η θέση που κρατεί
Και η ευγένεια που έχει
Τον εμποδίζουν να σου πει
Ο,τι η καρδιά κατέχει.
Αλλά μιλώ εγώ γι αυτόν
Που ούτε έχω ευγένεια
Και ούτε είμαι μάνατζερ
Κι ας έχω άσπρα γένια.
Στο κάτω κάτω πού μωρή
θα βρεις τέτοιον λεβέντη
Να έχεις για συντρόφι σου-
Για δούλο και για αφέντη;
Αλλού πού θάβρεις σαν αυτά
Που ’χει αυτός προσόντα;
Και μήπως αυτοκίνητο
Λες έχει Γιούγκο ή Χόντα;
Με Μπε Εμ Βε απίθανη
Κυκλοφορεί. Για δώσε
Βάση στο θέμα, και για δυο
Το στρώμα σου για στρώσε…
Τέτοιο παιδί να το κρατείς
Απόμακρα δεν πρέπει.
Πώς τέτοιο η συνείδηση
Κάτι σου επιτρέπει;
Λοιπόν να μη σε ξαναδώ
Μακριά 'π’ το Μπούλη άλλο.
Κρίμα θα ήτανε αυτό
Και μάλιστα μεγάλο.
Κοντά του πάντα. Δίπλα του.
Σιμά τού πάντα να ’σαι.
Κοντά του νάσαι όταν ξυπνάς
Δίπλα του να κοιμάσαι.
Αλλά τι λέω δίπλα του;
Τι λέω εγώ κοντά του;
Να είσαι πρέπει πάντοτε
Στον Μπούλη αποκάτου…
Οταν ο Μπούλης αγόρασε κόκκινη Μπε Εμ Βε
Γιατί ένα κατακόκκινο στο πρόσωπο της βέλο
Εβαλε η μυριόχαρη ολάνθιστη Covello;
Γιατί του Χιούζ το κτίριο τα κόκκινα φοράει
Κάθε που ο νέος μάνατζερ για να δουλέψει πάει;
Μήπως της Δύσης τα χρυσά χρώματα που μεθάνε
Σ’ ακολουθούνε Μπούλη μου κι όπου πηγαίνεις πάνε;
Η της γιαγιάς το ακριβό 'χύθη κακκινονέρι
Και μέθυσαν κι ερύθραναν όλα τα γύρω μέρη;
Όχι. Ουτ' η Δύση άλλαξε ούτε κρασί εχύθη.
Όχι-η αιτία για ολ’ αυτά δεν είναι παραμύθι.
Μα ένα καρο αγόρασε κόκκινο η Μπουλάρα
Που από καιρό μ’ ανείπωτη το γύρευε λαχτάρα.
Κι αυτό είναι γύρω που σκορπά την τόση κοκκινίλα
Και κοκκινίζει των δέντρων του Valley τα φύλλα
Και κοκκινίζει των λευκών κατοίκων του το δέρμα
Που όλοι ερυθρόδερμοι εγίναμε εδώ πέρα.
Τι αυτοκίνητο ειν' αυτό! Τι ομορφιά! Τι χρώμα!
Ως και από το «Μάζντα» μου καλλίτερο ειν' ακόμα.
Τι σώμα! Τι τελειότητα! Τι γλύκα στις γραμμές του!
Αχ! Με ζαλίζουν-με πονούν οι χάρες οι πολλές του..
Κι όλα του τα εξαρτήματα λάμπουνε το καθένα
Ομορφα, στεριά, καθαρά και φρεσκογυαλισμένα.
Κι όλα του ειν' αυτόματα κι από μακριά δουλεύουν
και σαν αγκίστρια μαγικά τις γκόμενες ψαρεύουν.
ΑΙ Μπε Εμ Βε μου κόκκινη, πόσες γυναίκες τάχα
θα κάτσουνε στις θέσεις σου σε μια βραδιά μονάχα
και ποσα αναστενάγματα μέσα σου θ’ ακουστούνε…
Πόσες γυναίκες τη χαρά σε σένανε θα βρούνε…
Βρε πώς επήγε κι έσμιξε το πιο ωραίο αμάξι
Με τον πιο ωραίον οδηγό που έχει η Φύση φτιάξει…
Κι έτσι οι γυναίκες μπαίνοντας μέσα σε τέτοιο κάρο
Δύο τρυγόνια θάχουνε μ’ ένα μοναχά σμπάρο.
Και μέχρι τώρα ξέραμε οι γκόμενες πως τρέχουν
Στον Μπόυλη, και με δάκρυα το μαντηλάκι βρέχουν
Πρώτα γιατί τις τράβαγε η ομορφιά του η τόση
(Εστω κι αν είχε χρήματα πολλά γι αυτήνε δώσει),
Κι ακόμη γιατί ακούγανε κάτι μικρά κλειδάκια
Οπου του Χιούζ ανοίγανε όλα τα ντουλαπάκια.
Τώρα όμως τί θα τίς τραβά; Ιδού η απορία:
Μανατζερλίκι, ομορφιά, κάρο, ή και τα τρία;
Για ό,τι όμως κι αν έρχονται μην ψάχνεις-μόνο παίρνε
Κάθε βραδιά και άλληνε μες στο αμάξι φέρνε.
Μόνο το κάρρο σούλειπε-τόχεις και κείνο τώρα,
Εμπρός λοιπόν-τα θήλεα σε καρτερούν.Προχώρα.
Προχώρα-έτσι;-είπαμε. Δεν είπαμε να τρέξεις.
Κι αυτό το πράγμα σοβαρά πρέπει να το προσέξεις.
Αν ότι τρέχεις μου ειπούν ή απρόσεχτα πηγαίνεις
Ποίημα άλλο από με Μπούλη μην περιμένεις.
Και τούτο ακόμα να σου πω θέλω και τελειώνω-
Γιά να ειπώ και τα στραβά κι όχι τα ωραία μόνο.
Ωραίο το αμάξι σου, αλλά του λείπει κάτι:
Ενα μπαράκι, μια τιβί κι ένα διπλό κρεββάτι…
-----
GREEK GOD
(Όταν ο Μπούλης έγραψε στην πινακίδα του αυτοκινήτου του, αντί για αριθμό, τις λέξεις GREEK GOD)
Ξέρεις εκείνο τον παπά που απ’ τήν πολλή σοφία
Τα δώδεκα ευαγγέλια τάβγαζε δεκατρία;
Έτσι και συ τον αριθμό των θεών τον μεγαλώνεις
και δεκατρείς πως ήτανε άξαφνα μας δηλώνεις.
Ποιος είδε αητό βουνότροφο μες σε κοτέτσι διάνου;
Ποιος είδε Ελληνα θεό σε Μπε Εμ Βε απάνου;
Κι όμως κι ετούτο τόδα εγώ σε τούτον δω τον τόπο
Που τόσο είναι περίεργα τα χούγια των ανθρώπω’.
Ρε Μπούλη-πες-πώς σκέφτηκες κι έκανες-στο Θεό σου
Εναν απ’ τούς Ολύμπιους θεούς και τον εαυτό σου!
(Κι αφού κι αυτό απ’ τά χείλη σου τ’ ακούσαμε, ποιος ξέρει
η επόμενη σου δήλωση τί άλλο θα μας φέρει...)
Μα δε μας είπες-τι θεός; Κάθε συνάδελφος σου
Είχε και κάποιο επάγγελμα. Ποιο είναι το δικό σου;
Αλλος τους ήταν σιδεράς, άλλος ηλεκτρολόγος,
θαλασσινός και έμπορος άλλος τους, γυρολόγος,
Και τα λοιπά και τα λοιπά. Πες μας λοιπόν εν πρώτοις
Εσέ της θεοσύνης σου ποια ειν' η ειδικότης.
Η μήπως είσαι νιος θεός μες στων θεών την τάξη
Και πρέπει πρώτα θεϊκή να πάρεις κάποια τάξη;
Αλλά κι αν είσαι νεαρός και πρωτοδιορισμένος
Η δύναμη σου υπέρμετρη θα είναι ωρισμένως
Και όσες σου ζητήσουμε μπορείς να κάνεις χάρες.
Πάρε λοιπόν τα ντόρτια μας και δώσε μας εξάρες.
Η ένα τηλεφώνημα από τη Μπε Εμ Βε σου
Κάνε, και τις κατάλληλες δώσε τις διαταγές σου
Ωστε να γίνουν πράγματα που αδύνατα φαντάζουν
Και που οι πιστοί κάθε θεού θαύματα τα ονομάζουν.
Κι ας είναι μες στα θάματα το θάμα σου το πρώτο
Τους τυχερούς τους αριθμούς να μας ειπείς του Λοττο.
Να πάρει ο Μήτσος Μερσεντές κι ο Αρης Ααμποργκίνι
Και.. ε.. κι οι φίλοι σου οι καλοί να βολευτούν κι εκείνοι.
Δώσε τη γλύκα στα πικρά, κάνε τους γέρους νέους
πλούσιους κάνε τους φτωχούς, τους άσχημους ωραίους.
Με άλλα λόγια φρόντισε ώστε η μικρή η γη μας
Να πάψει να ’ναι η φρικτή, άχαρη Κόλαση μας.
Κι αφού θεός εδήλωσες μα κι Ελληνας συνάμα,
Κάνε και για τη δύστυχη Ελλάδα κάνα θάμα-
Αύξησε το συνάλλαγμα το ξένο της λιγάκι
Η, ας πούμε την Κυβέρνηση διώξε του Μητσοτάκη.
Και να μην κάνεις άλλονε Πρωθυπουργό κανένα
Απ’ όσους δοκιμάσαμε σε χρόνια περασμένα,
Μα κάποιον που, αν γίνεται, να μη μασάει συνέχεια
Ενώ το δόλιο το λαό θα τον μασά η ανέχεια.
Αλλά καιρός ναφήσουμε τ’ αστεία και να δούμε
Μήπως και κάτι σοβαρό μπορούμε να ειπούμε.
Κάτι που με τον τρόπο του λίγο να μεγαλώσει
Την όποια ως τώρα έχουμε στην κεφαλή μας γνώση.
Ρε Μπούλη νάσαι όμορφος θέλεις σαν κάθε νέος.
Ωραία. Μα το παράκανες το πράγμα τελευταίως.
Όχι ρε Μπούλη και θεός. Αμάν μωρ' αδερφέ μου.
Αλλη φορά το πράγμα αυτό δεν τ’ άκουσα ποτέ μου.
Τις θεϊκές τις σκέψεις σου απ’ τό μυαλό σου σβήσε.
Την ταπεινή ανθρώπινη φύση σου μην αρνείσαι.
Ανθρωπος είσαι όπως κι εγώ κι όπως και τόσοι άλλοι
Με μάτια, μύτη, με κορμί, με χέρια, με κεφάλι.
Μα τι άνθρωπος! Με γκόμενες τριγύρω του μελίσσι
που όπου πάει, όπου σταθεί και όπου κι αν γυρίσει
Τριγυρισμένος βρίσκεται από γυναίκες πλήθος,
Τόσο που εκατάντησε στο τέλος ένας μύθος.
Αλλά μονάχα ως εδώ και όχι άλλο παρέκει.
Όχι να λες "είμαι θεός". Το πράγμα αυτό δε στέκει.
Κοίτα και την περίπτωση του αδερφού σου του Αρη:
Στ’ όνομα αρκείται του θεού-δε θέλει και τη χάρη…
Ασε λοιπόν τις βλέψεις σου για κάτι το Ουράνιο
και να ’σαι υπερήφανος για κάτι εξίσου σπάνιο:
Πως των γονιών σου η ανθρωπιά κι οι συνεχείς τους κόποι
Κάνανε ώστε όλοι σας να ’στε στο σπίτι ανθρώποι.